Ο ορθόδοξος μοναχισμός έλαβε ποικίλες
μορφές στη μακρόχρονη ιστορία του, από τους απλούς αναχωρητές, που
πρωτοεμφανίστηκαν στις ερήμους της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης έως τα
μεγάλα κοινόβια και τις μοναστικές κοινότητες που τελούσαν κάτω από τους
λεγόμενους Κανόνες του αγίου Παχωμίου ή του αγίου Βασιλείου.
Ο βίος ενός ερημίτη (ονομαζόταν και
ησυχαστής στην Ανατολή από την έννοια της ησυχίας, της πνευματικής
δηλαδή ησυχίας και ανάπαυσης) είναι μια ζωή συνεχούς «μονολογικής
ευχής»: «Ιησού μνήμη ενωθήτω τη πνοή σου», έγραφε ο άγιος Ιωάννης της
Κλίμακος κατά τον 7ο αι.. «και τότε γνώσει ησυχίας ωφέλειαν». Ως πολίτης
της Ουρανίου Βασιλείας ο μοναχός βρίσκεται σε διαρκή κοινωνία με τον
Κύριο του επαναλαμβάνοντας συνεχώς και δίχως διακοπή. είτε στο εργόχειρό
του, είτε στον ύπνο του, μια σύντομη προσευχή, στην οποία επικαλείται
το όνομα του Ιησού Χριστού. Άλλοτε είναι το «Κύριε ελέησον» και άλλοτε
το «Κύριε Ιησού Χριστέ. Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Ενίοτε πάλι ερμηνεύει
και εφαρμόζει τα λόγια του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος κυριολεκτικά και
επαναλαμβάνει την προσευχή ρυθμικά με την αναπνοή του. Αναζητά τη
Βασιλεία του Θεού «εντός αυτού», αφού το Βάπτισμα και η Θεία Ευχαριστία
δίδουν στον κάθε χριστιανό το προνόμιο να είναι σε θέση να ζει εν Χριστώ
και να κατάγει εν τη καρδία αυτού τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Από
τους ησυχαστές θα προέλθουν μεγάλοι ορθόδοξοι νηπτικοί. όπως ο άγιος
Μάξιμος ο Ομολογητής (7ος αι.),ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος (11ος αι.)
και ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναίτης (14ος αι.). Τον 14ο αι. οι ησυχαστές
με προεξάρχοντα τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης,
θα αναδειχθούν στους κύριους υπερασπιστές της Ορθοδοξίας ενάντια στις
φθοροποιές, καταστροφικές επιδράσεις μιας φιλοσοφικής σχολής που αρνείτο
τη δυνατότητα της οποιασδήποτε αληθινής κοινωνίας με τον Θεό από εδώ
στη γη. Η αντιπαράθεση αυτή προσέφερε στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά την
ευκαιρία να λάβει συνοδική έγκριση (1341, 1347,1351) των θεολογικών του
διατυπώσεων, που διακηρύττουν την απόλυτη. γνήσια πραγματικότητα της
κοινωνίας με τον Θεό, η οποία παρέχεται εν δυνάμει στον κάθε χριστιανό
μέλος της Εκκλησίας, μιας κοινωνίας που οι Έλληνες Πατέρες ονόμασαν
«θέωση».
Πέρα από την ησυχαστική κίνηση η
χριστιανική Ανατολή ήταν εξοικειωμένη και με έναν άλλο επίσης τύπο
αναχωρητικού βίου, που κατέληξε να θεωρείται κλασσικός στη Δύση, και
συγκεκριμένα εκείνον της μεγάλης μοναστικής κοινότητας, του κοινοβίου,
που ζει υπό καθεστώς υπακοής και βάσει τυπικού και που επικεντρώνεται
γύρω από τη λειτουργική ζωή. Ο άγιος Παχώμιος και ιδιαίτερα ο άγιος
Βασίλειος ο Μέγας, επίσκοπος Καισαρείας, εφοδίασαν τους μοναχούς όλων
των κατοπινών εποχών με μια σειρά από κανονισμούς στους περίφημους
Κανόνες, οι οποίοι διακρίνονται από μια εκπληκτική ζωντάνια. Και ο άγιος
Θεόδωρος ο Στουδίτης. ηγούμενος της φημισμένης μονής Στουδίου στην
Κωνσταντινούπολη, που υπερασπίστηκε την Ορθοδοξία ενάντια στους
εικονομάχους (9ος αι.). υπήρξε ο πιο σημαντικός από όσους κωδικοποίησαν
τις ρυθμιστικές αυτές διατάξεις του μοναστικού βίου στη βυζαντινή
παράδοση. Οι Στουδίτες μοναχοί υποτάσσονταν σε έναν ηγούμενο και
μοίραζαν τον χρόνο τους ανάμεσα στον ναό, την τράπεζα και την εργασία. Η
μορφή της βυζαντινής Θείας Λειτουργίας και το ύφος της βυζαντινής
υμνογραφίας τελειοποιήθηκαν στα πλαίσια κοινοβίων τέτοιου τύπου και
έλαβαν την οριστική τους διαμόρφωση. Το έργο προγενεστέρων υμνογράφων,
όπως του μεγάλου εκκλησιαστικού ποιητή του 6ου αι. αγίου Ρωμανού του
Μελωδού, ενσωματώθηκε στις θείες ακολουθίες. Η βυζαντινή υμνογραφία έχει
διατηρήσει έως και σήμερα αυτή την πηγή έμπνευσης και τη μορφή, ακόμη
και αν η ίδια δεν αποτελεί πλέον μια αποκλειστικά μοναστηριακή υπόθεση,
αλλά έχει υιοθετηθεί από ολόκληρη την Εκκλησία.
Η βυζαντινή Εκκλησία ήταν. επομένως,
εξοικειωμένη τόσο με την ησυχαστική, όσο και με την κοινοβιακή («κοινός
βίος») μορφή μοναστικού βίου, και μάλιστα συνεχίζουν να υπάρχουν και οι
δύο έως και σήμερα. Και παρόλο που ενίοτε κάποιες συγκρούσεις επηρέαζαν
αρνητικά και αμαύρωναν τις σχέσεις μεταξύ τους, ωστόσο οι δύο αυτές
μορφές κατόρθωσαν να συνεργάζονται αρμονικά. Τα μεγάλα μοναστήρια κατά
περιστάσεις έδιδαν νηπτικούς πατέρες ικανούς να ασκούνται στην παλαίστρα
της πλέον καθαρής μορφής ησυχίας και ταυτόχρονα να συνεχίζουν να
συμμορφώνονται προς τους κοινούς κανόνες και τις υποχρεώσεις του
κοινοβιακού βίου. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, για παράδειγμα, ήταν
ηγούμενος της μεγάλης Μονής αγίας Αικατερίνης του Όρους Σινά· η
ησυχαστική κίνηση άνθησε ακόμη και μέσα στη Μονή Στουδίου κατά τον 10ο
και 11ο αι. στο πρόσωπο του οσίου Συμεών του Ευλαβούς και του αγίου
Συμεών του Νέου Θεολόγου. Μοναστικές αυτοδιοίκητες κοινότητες και
πολιτείες, όπως του Αγίου Όρους, του Ολύμπου της Βιθυνίας (Μικρά Ασία) ή
του Όρους αγίου Αυξεντίου της Βιθυνίας, επέτρεψαν τη συνύπαρξη
επιβλητικών μοναστικών κοινοτήτων πλάι-πλάι με κελλιά ερημιτών της
ησυχαστικής παράδοσης. Αρχικά βεβαίως όλοι οι μοναχοί του Αγίου Όρους
ήταν αναχωρητές- κατόπιν όμως ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης ίδρυσε την
πρώτη μεγάλη Λαύρα (10ος αι.) και αργότερα η όλη ευρύτερη περιοχή
χωρίστηκε σε αυτοδιοίκητες μονές υπό την επιστασία μιας κεντρικής
μοναστικής διοίκησης, την Ιερά Σύνοδο του Αγίου Όρους στο Πρωτάτο.
Ωστόσο, τα ποικίλα καταστατικά των μονών εν ισχύι (που έχουν
τροποποιηθεί από καιρού εις καιρόν) πάντοτε επέτρεπαν την ύπαρξη των
σκητών και των κελλίών, στα οποία ησυχαστές αφοσιώνονται στην «καθαρά,
νοερά προσευχή».
Πάντως, και τα Τυπικά των μοναστηριακών κοινοτήτων επίσης προβλέπουν την άσκηση της ευχής του Ιησού από τους μοναχούς.
Έτσι λοιπόν, ενώ ο βυζαντινός μοναχισμός
επέδειξε μια εκπληκτική ενότητα σκοπού και πηγών έμπνευσης, ταυτόχρονα
υπήρξε και αρκετά συνετός, ώστε να επιτρέπει διαφορετικούς τρόπους, με
τους οποίους θα μπορεί να εκφράζεται η ατομική ιδιοσυγκρασία τού
εκάστοτε μοναχού είτε ζει χωριστά είτε εγκαταβιώνει σε κοινότητα, ο
μοναχός κομίζει μαρτυρία και προλέγει τη Βασιλεία τη Μέλλουσα. Το
λειτούργημα του μοναχικού του σχήματος έχει χαρισματικό χαρακτήρα
προορισμένο να υπηρετεί την Εκκλησία και τον κόσμο. Έχει ενδιαφέρον να
σημειωθεί ως προς τούτο ότι η Εκκλησία πάντοτε αρνείτο να επιτρέψει
τάσεις που θα απομόνωναν τους μοναχούς από την Εκκλησία και θα
υπαινίσσονταν ότι η αποστολή τους είναι κατ’ ουσίαν διαφορετική και
ανώτερη από εκείνη των λοιπών χριστιανών. Από απόψεως ιερών κανόνων τα
μοναστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπόκεινται πάντοτε στον τοπικό
επίσκοπο και ενσωματώνονται επομένως αναπόσπαστα στη ζωή της επισκοπικής
περιφέρειας. Η Ανατολική Εκκλησία ουδέποτε αναγνώρισε θρησκευτικά
τάγματα που να ήταν με βάση τυχόν κανονικές διατάξεις «απαλλαγμένα» από
επισκοπικό έλεγχο. Ο βυζαντινός μοναχισμός επομένως καλείται να
επιτελέσει την ειδική του αποστολή εντός της Εκκλησίας και χάριν αυτής.
(π. Ιωάννης Μέγεντορφ, «Η Ορθόδοξη Εκκλησία», εκδ. Εν πλω, σ. 130-134)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου