Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Σήμερα ποὺ σπανίζει ἡ νοερὰ προσευχὴ στοὺς Ἐπισκόπους, καὶ δὲν ἔχουν συναντήσει ποτὲ ἕναν Πνευματικὸ Πατέρα μέ πνευματικὴ κατάσταση, εἶναι δυνατὸν αὐτοὶ νὰ βγάλουν ὀρθόδοξες ἀποφάσεις;

Οἱ ὀρθόδοξες προϋποθέσεις τῶν Συνόδων


 Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἐμπειρικὴ Δογματικὴ» Τόμος Β΄ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἰεροθέου, προφορικὲς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη 

Ἡ βασικὴ προϋπόθεση ὄχι μόνο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλὰ καὶ Τοπικῶν Συνόδων, εἶναι ὅτι, ἐκεῖνοι ποὺ συνεδριάζουν σὲ Τοπικὴ Σύνοδο ἢ σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, εἶναι ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι τουλάχιστον βρίσκονται στὴν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ. Ἀλλὰ ἡ κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ δὲν ἀρχίζει ὅταν ποῦν τὴν ἐναρκτήριο  προσευχὴ μίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Δὲν ἀρχίζει τότε ὁ φωτισμός.
Ὁπότε ὁρισμένοι φονταμελίστ Ὀρθόδοξοι, δὲν ξέρω πῶς νὰ τὸ περιγράψω, φαντάζονται τοὺς ἱστορικοὺς Ἐπισκόπους σὰν τοὺς σημερινοὺς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἰδέα δὲν ἔχουν ἀπὸ δόγματα, ἀλλὰ ἔχουν δογματικοὺς δίπλα τους, δηλαδὴ συμβούλους, οἱ ὁποῖοι αὐτοὶ τοὺς συμβουλεύουν ἐπάνω στὰ δόγματα. Ὁ Δεσπότης εἶναι καλὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀσχολεῖται μὲ ὀρφανοτροφεῖα, μὲ γηροκομεῖα, νοσοκομεῖα, μὲ καλὰ ἔργα, νὰ κτίσει Ἐκκλησίες καὶ δὲν ξέρω...
τί ἄλλο, δηλαδή, μαζεύει χρήματα σὲ ἐράνους, γιὰ νὰ βοηθάει τοὺς φτωχοὺς σεισμοπλήκτους΄ αὐτὸς εἶναι ὁ Δεσπότης, εἶναι  ὁ ἄνθρωπος τῆς δράσης, δηλαδή, ἢ τῆς βράσης, δὲν ξέρω ποία ἀπὸ τὰ δύο. Διότι λέει ἕνας φίλος κοινός, Μητροπολίτης, ἔλεγε ὁ πνευματικός του; «Δράσις, δράσις, δράσις, μετὰ βράσις, βράσις καὶ ἀτμός», δηλαδὴ στὸ τέλος δὲν ὑπάρχει τίποτα.

Φαντάζονται μερικοὶ ὅτι συνῆλθαν ὅλοι αὐτοὶ οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ὡς φοιτητὲς τῆς θεολογίας πῆραν πέντε στὶς ἐξετάσεις, δὲν καταλαβαίνουν τίποτα καί, ἀφοῦ συνεδριάζουν, ἔρχεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα σὰν τσεκούρι, δηλαδή, τοὺς δίνει μία στὸ κεφάλι, ἀνοίγει τὸ κεφάλι καὶ μπαίνει μέσα τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ μετὰ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα τους, ἂς ποῦμε, λόγοι σοφίας, ἐπεμβαίνει στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἢ σὲ μία Τοπικὴ Σύνοδο, φωτίζει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τοὺς Ἐπισκόπους νὰ βγάζουν σωστὲς ἀποφάσεις.

Καὶ ὑποτίθεται ὅτι, ὅταν συγκαλοῦνται οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἢ σὲ μία Τοπικὴ Σύνοδο, τουλάχιστον ἡ πλειοψηφία ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους ἐκεῖνα τὰ χρόνια ἦταν τουλάχιστον σὲ κατάσταση φωτισμοῦ καὶ ἴσως εἶχαν περάσει πρὸς τὴν  θέωση κάποτε κάποτε μερικοί. Ἀλλὰ ἦταν ἄνθρωποι ποὺ αὐτὰ τὰ θέματα ποὺ συζητοῦμε τὰ ξέρανε πολὺ καλά.

Γι` αὐτὸ δὲν μιλᾶνε γιὰ τὴν πίστη τῆς Ἁγίας Γραφῆς ποτέ. Ἐγὼ δὲν τὸ `χω βρεῖ ποτέ, ἡ πίστη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἢ Καινῆς Διαθήκης. Σήμερα, ἐπειδὴ καταργήσαμε τὴν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων, ἔχουμε καταργήσει μὲ ἄλλα λόγια τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση καὶ μιλᾶμε γιὰ τὴν διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μιλᾶνε γιὰ τὴν πίστη τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων. Δὲν μιλᾶνε ποτὲ γιὰ τὴν πίστη ἑνὸς βιβλίου.

Οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, - λέμε τώρα στὴν μοντέρνα ὀρθόδοξη θεολογία - οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, εἶναι ἀλάθητοι. Ὅτι κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων οἱ Πατέρες ὑπῆρξαν θεόπνευστοι καὶ ἀπεφάσισαν θεοπνεύστως περὶ τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐντάξει. Αὐτὸ κληρονομήθηκε ἀπὸ τήν παράδοση. Πῶς ὅμως ἐξηγεῖται; Ὅταν οἱ Ἐπίσκοποι ποὺ συνέρχονται σὲ μία Σύνοδο ἀσχολοῦνται μὲ δογματικὰ θέματα, ποιμαντικὰ θέματα κ.ο.κ., ἔχουν ὁρισμένα κριτήρια.

Πρῶτο κριτήριο εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή. Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη. Δὲν μποροῦν νὰ διδάξουν τίποτα ποὺ νὰ ἀντιβαίνει στὴν Ἁγία Γραφή. Μετὰ εἶναι ἡ συνεχὴς παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Πατέρων, τῶν ἁγίων, ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Μετὰ ἔχουμε τὶς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν Συνόδων. Μετὰ ὅμως ἔχουμε καὶ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τῶν Ἐπισκόπων ποὺ συνέρχονται. Διότι σ` ἐκεῖνα τὰ χρόνια ὑπῆρχε ἀκόμη ἡ παράδοση ποὺ οἱ Ἐπίσκοποι τουλάχιστον ἔπρεπε νὰ ἐπιλέγονται ἀπὸ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔχουν φθάσει στὸ δοξασμό. Εἶναι οἱ «Προφῆτες» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, δηλαδή.

Ἐὰν κανεὶς θέλει νὰ ἐξετάσει τὶς ἀπόψεις αὐτές, τὶς βρίσκει ὁλοκάθαρα στὸ «περὶ ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας» τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτη. Τὰ ἐκθέτει ἐκεῖ μία χαρά. Ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει φθάσει στὴν ἕνωση μὲ τὸ Θεό. Ἕνωση σημαίνει ἐδῶ, θέωση, θεοπτία κ.ο.κ. Εἶναι ὁ Προφήτης τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, διότι στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ὁ Ἐπίσκοπος ἐλέγετο «Προφήτης». Στὸν δεύτερο βαθμὸ ἔχουμε τοὺς Πρεσβυτέρους καὶ ὅλους τούς ἄλλους Κληρικούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι τουλάχιστον στὴν κατάσταση φωτισμοῦ. Ὁπότε συνερχόμενοι οἱ Πατέρες μὲ τέτοια πνευματικότητα ἐν Συνόδω, τότε βέβαια, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὁμιλεῖ διὰ μέσου τῶν Ἐπισκόπων.

Καὶ γι` αὐτὸ οἱ Πατέρες λένε: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίω Πνεύματι καὶ ἠμίν». Ἐπικαλοῦνται τὸ γεγονός, ὅτι ἔτσι θέλει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Ποῦ τὸ ξέρουν, ὅτι ἔτσι θέλει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον; Ἐὰν συνέλθει μία ὁμάδα ἑκατὸ Ἐπισκόπων καὶ οἱ εἴκοσι πέντε Ἐπίσκοποι εὑρίσκονται σὲ κατάσταση φωτισμοῦ, οἱ εἴκοσι πέντε θὰ εἶναι οἱ καθοδηγητὲς τῆς Συνόδου. Οἱ ἄλλοι θὰ ἀκολουθήσουν. Γιατί; Διότι, ὄχι μόνο ὁμιλοῦν ἐκ πείρας γι` αὐτὰ τὰ θέματα, ἀλλὰ ἐπικαλοῦνται καὶ τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τὴν πατερικὴ παράδοση καὶ κάνουν σωστὴ ἑρμηνεία. Ὁπότε, ἐκεῖνοι ποὺ παρακολουθοῦν αὐτὴν τὴν ἑρμηνεία ποὺ κάνουν αὐτοὶ οἱ φωτισμένοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πείθονται ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματα καὶ δέχονται αὐτὲς τὶς ἀπόψεις καὶ ἂς μὴν εἶναι οἱ ἴδιοι ἀκριβῶς σὲ κατάσταση φωτισμοῦ.

Τώρα, ἂν συνέλθουν ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἑκατὸ Ἐπίσκοποι καὶ κανεὶς δὲν βρίσκεται σὲ κατάσταση φωτισμοῦ καὶ ὄχι μόνο δὲν εὑρίσκονται σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση, ἀλλὰ οὔτε καὶ ξεύρουν τί εἶναι αὐτὴ ἡ κατάσταση, δὲν ἔχουν ἀκούσει ποτὲ γιὰ νοερὰ εὐχὴ καὶ ἀδιάλειπτη εὐχὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν καρδιὰ καὶ δὲν ἔχουν συναντήσει ποτὲ ἕναν Πνευματικὸ Πατέρα, πού ἔχει πνευματικὰ τέκνα, πού ἔχουν αὐτὴν τὴν πνευματικὴ κατάσταση, εἶναι δυνατὸν οἱ ἑκατὸ αὐτοὶ νὰ βγάλουν ὀρθόδοξες ἀποφάσεις; Τὸ θέτω τὸ θέμα.

Καὶ μάλιστα σὲ μία Σύνοδο, στὴν ΣΤ΄ νομίζω, ἀναφέρεται στὸν «ἕκαστον», ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν μαρτυρία τοῦ νοός του, δηλαδή, ὥστε ἡ συμμαρτυρία τοῦ νοὸς ὁλονῶν νὰ βγάλει τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου. Δηλαδή, εἶναι ἡ συμφωνία ὅσων ἔχουν φωτισμένο τὸν νοῦ, ἔχουν τὴν ἴδια ἐμπειρία, αὐτοὶ θὰ βγάλουν τὴν ἀπόφαση, ἐὰν ὁ Χριστὸς ἔχει δύο φυσικὰ θελήματα κάθε ἐνέργειας ἢ ἕνα φυσικὸ θέλημα καὶ μία ἐνέργεια.
Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως εἶναι ἡ ραχοκοκκαλιὰ τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, καθὼς καὶ τὸ θεμέλιο τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μέχρι σήμερα.

Ὁ θεσμὸς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι χαρισματικὸς θεσμός, δὲν εἶναι καθιδρυματικὸς θεσμός. Ἐνῶ γιὰ τὶς Τοπικὲς Συνόδους ὑπάρχουν κανόνες ποὺ ὁρίζουν πόσες φορὲς πρέπει νὰ συνέλθει Τοπικὴ Σύνοδος, δὲν ὑπάρχουν κανόνες γιὰ τὴν σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι συνεκαλοῦντο μόνο περιστασιακῶς, κατὰ τὶς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Τοπικὴ Σύνοδος θεωρεῖται θεόπνευστος κατὰ τὶς ἀποφάσεις της, ὅταν συμφωνεῖ μὲ τὴν παράδοση, δηλαδή, ὅταν συμφωνεῖ μὲ τὴν διαγνωστικὴ καὶ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔχει τὴν θεολογικὴ ἐκείνη παράδοση, ποὺ συντελεῖ σὲ αὐτά. Διερωτᾶται κανεὶς ἀπὸ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως, ἂν συνέλθει σήμερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τί ἀποτέλεσμα θὰ βγάλει; Γι` αὐτὸ καὶ ὑπάρχουν ὁρισμένοι ὀρθόδοξοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μεγάλες ἀμφιβολίες καὶ δισταγμοὺς γι` αὐτὴν τὴν συγκληθησομένη Οἰκουμενικὴ ἢ Μεγάλη Σύνοδο.

Σήμερα, ὅμως, ποὺ σπανίζει ἡ νοερὰ προσευχὴ στοὺς Ἐπισκόπους, ἂν συνέλθει μία Σύνοδος ἐξ ἐπισκόπων καὶ σηκωθοῦν κατὰ τὴν ἔναρξη νὰ ποῦν ὅλοι μαζί: «Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν…», θὰ ἔλθει ὁπωσδήποτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο νὰ τοὺς φωτίσει; Ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶναι κανονικοὶ Ἐπίσκοποι καὶ συνέρχονται σὲ Σύνοδο καὶ κάνουν προσευχή;
Ὅμως δὲν ἐνεργεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἔτσι, μόνο, δηλαδή, κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις. Χρειάζονται καὶ ἄλλες. Χρειάζεται ὁ προσευχόμενος νὰ ἔχει ἤδη ἐνεργουμένη τὴν νοερὰ προσευχὴ μέσα του, ὅταν προσέρχεται στὴν Σύνοδο, γιὰ νὰ τὸν φωτίσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Στὶς ψευδο-συνόδους οἱ προσερχόμενοι δὲν εἶχαν αὐτὴν τὴν προσευχητικὴ κατάσταση.

Ο τραχύς στην γλώσσα και τρυφερός στους τρόπους παπα-Εφραίμ


Παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης.

Τὸ 1967, μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ Γέροντα Ἀμφιλοχίου τοῦ Πατμίου, τρεῖς ἀδελφοὶ ἐπισκέφθηκαμε τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μία παλιὰ γνωριμία μᾶς ἔφερε στὴν Κέλλα τοῦ μοναχοῦ Παϊσίου. Τοῦ ζητήσαμε νὰ μᾶς ὑποδείξει κάποιους πνευματικοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀκροασθοῦμε λόγον ἀγαθόν.
Ἀποκρίθηκε:
-Ὁ λόγος ποὺ βρίσκομαι σ’ αὐτὴν τὴν ἔρημο εἶναι ἡ ἡσυχία καὶ ἡ ἀφάνεια.

***
Ἀπὸ ἄλλον νεώτερο μοναχό, πληροφορηθήκαμε πὼς στὰ Κατουνάκια ὑπάρχει Ἱερομόναχος ποὺ κάνει τὸν ἀγῶνά του, χωρὶς νὰ γίνεται καθόλου λόγος γιὰ προορατικά, προφητικὰ καὶ θαυματουργικὰ χαρίσματα. Καλογερικὲς κουβέντες: «Ἀγωνίζεται».
***
Ψάχνοντας τὸν Ἐφραίμ, βρεθήκαμε στὰ Κατουνάκια. Ἡ ἀδελφότητα τῶν Δανιηλαίων, εἶναι ἀπὸ παλιὰ ἕνα καλὸ στέκι γιὰ νὰ φέρει κανεὶς γυροβολιὰ τὴν «ἔρημο», ὅπως χαρακτηρίζονται ἐκεῖνα τὰ βραχώδη τοπία τοῦ Ἄθωνα. Στὴν συνοδεία αὐτὴν ὁ μετὰ τὸν Γέροντα Πατὴρ Μόδεστος ξεχώριζε γιὰ τὸ ἱλαρὸν τοῦ προσώπου, τὴν ἀκακία του τρόπου του καὶ τὴν ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς. Ἀργότερα, ποὺ ἔγινε Γέροντας τοῦ Κελλιοῦ, αὐτὰ ἔγιναν ἐμφανῆ καὶ ἐπίσημα στολίδια στὸ πρόσωπο τοῦ Πατρὸς Μοδέστου. Ἦταν καὶ αὐτὸς γνήσιο παιδὶ τῆς ἀθωνικῆς πολιτείας.Ὁ ἁπλὸς καὶ ἀνεπιτήδευτος λόγος του ἦτανε νᾶμα Χάριτος. Τὸ χέρι του τὸ ἀσπαζόσουνα ὅπως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας στὶς ἅγιες εἰκόνες. Ἔφερνε καὶ αὐτὸς σεβαστικὰ τὸ ψωμὶ στὸ στόμα του σὰν τοὺς παλιοὺς ἀνθρώπους. Μειδιοῦσε σὰν παιδὶ καὶ σοβαρευότανε σὰν μεγάλος μέσα στὴν ἐλαχιστότητά του. Μιλοῦσε ὄχι ἀπὸ καθέδρας, ἀλλ’ ἀπὸ τὸ σκίμποδο τοῦ ἁγιορείτου μαθητοῦ. Σπάνιες χάρες σήμερα. Ποῦ «γεροντισμὸς» στὸν γέροντα Μόδεστο καὶ «σοβαρότητα» ἱκανοῦ διδασκάλου; Μιλοῦσε, καὶ ῥόδιζε τὸ πρόσωπό του σὰν ντροπαλὴ παιδίσκη.
«Κύριε, μὴ μᾶς στερήσεις ἀπὸ τὴν παρουσία τους. Δίνε μας πάντα τέτοια κάντρα».
***
Καὶ ἄλλη μία συνοδία μᾶς ἐκαρδίωσε: τοῦ Γέροντα Χριστόδουλου. Τὸ Κελλὶ βρισκότανε κάτω ἀπὸ τοὺς Δανιηλαίους πρὸς τὰ Καρούλια. Ὁ Γέροντας καὶ ὁ ὑποτακτικὸς μᾶς ὑποδέχθηκαν στὴν ἀληθινὴ ἀετοφωλιά τους σὰν παλιοὺς γνώριμους. Ἐκεῖνο ποὺ ἀβίαστα διέκρινες ἦταν ὁ ἀλληλοσεβασμὸς μεταξύ τους· ἦταν ἄλλωστε καὶ οἱ δύο ἡλικιωμένοι. Ὁ καθένας κοίταζε νὰ κρυφτῆ πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλον, γι’ αὐτὸ φαίνοντα καὶ οἱ δύο. Μόνον ὁ Γέροντας, χωρὶς νὰ τὸν διορθώνει ὁ ὑποτακτικός, σιγομιλοῦσε, νὰ μὴν χαλάσει τὴν ἡσυχία τοῦ τόπου. Εἴχαμε ἕνα κοινὸ σημεῖο ἐπαφῆς. Αὐτὸ ἦταν ὁ θαυμασμός μας στὸν Ὅσιο Χριστόδουλο τὸν Λατρινό. Μιλοῦσε ὁ Γέροντας γιὰ τὸν Ὅσιο, ἀπὸ τὴν Λίμνη τῆς Εὐβοίας ποὺ καταγότανε. Καὶ ἐμεῖς πάλι γιὰ τὸν Ὅσιο συνδιαλεγόμεθα, ἀπὸ τὴν Πάτμο ποὺ προερχόμαστε. Ὄμορφες ἀνοιξιάτικες συναντήσεις, πετροκότσυφες καὶ ἀηδόνια, στὶς βραχώδεις παρυφὲς τοῦ Ἄθωνα.
Τὸν ῥωτήσαμε γιὰ τοὺς «ζηλωτές». Ἀπήντησε εὐθέως:
-Ἐμεῖς, παιδί μου, εἴμαστε ἀγράμματοι ἄνθρωποι. Τὸ ἔργο τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ λατρεία. Ἡ εὐθύνη εἶναι τῶν κρατούντων στὴν Ἐκκλησία καὶ τῶν μορφωμένων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν. Ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε τὴν Ἐκκλησία. Ἀκοῦμε πολλά. Σφίγγεται ἡ καρδιά μας. Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήσει.
***

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος, Ἡ ὄντως Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας


  Ἡ ὄντως Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
 Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ὅσο προχωροῦµε πρός τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόσο καί γράφονται διάφορα κείµενα, αὐξάνεται τό ἐνδιαφέρον τῶν Χριστιανῶν γιά τά ὅσα πρόκειται νά γίνουν σέ αὐτήν καί κυρίως γιά ὅσα θά ἀποφασισθοῦν.
Προσπαθῶ νά δῶ τά θέµατα αὐτά µέ ψυχραιµία, νηφαλιότητα καί κυρίως µέσα ἀπό τήν καθολική πείρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἤδη ἔχω συντάξει καί δηµοσιοποιήσει διάφορα κείµενα καί πρόκειται νά διατυπώσω τίς ἀπόψεις µου προφορικῶς καί γραπτῶς, κατά τήν Συνεδρίαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία πρόκειται νά συνέλθη κατά τόν Μάϊο γιά νά λάβη σαφεῖς ἀποφάσεις ὡς πρός τήν στάση πού θά τηρήση ἡ Ἐκκλησία µας στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, πού θά συνέλθη στήν Κρήτη τόν Ἰούνιο.
Ἐµεῖς, οἱ Ἐπίσκοποι, ὅπως καί οἱ Κληρικοί παντός βαθµοῦ, µοναχοί, θεολόγοι καί γενικά Χριστιανοί, µποροῦµε καί πρέπει νά καταθέτουµε τίς σκέψεις µας στά Συνοδικά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἐνηµερώνουµε τούς Χριστιανούς. ∆υστυχῶς ὅλη αὐτή ἡ συζήτηση γίνεται καθυστερηµένα, γιατί ἔπρεπε νά γίνη πρίν ὑπογραφοῦν τά κείµενα αὐτά κατά τήν Σύνοδο τῶν Προκαθηµένων στό Σαµπεζύ τῆς Γενεύης τόν παρελθόντα Ἰανουάριο. Εὐθύνονται δέ ὅλοι ἐκεῖνοι πού κρατοῦσαν τά κείµενα αὐτά «ὑπό τό µόδιον» καί δέν δίνονταν στήν δηµοσιότητα γιά εὐρύτερη συζήτηση οὔτε κἄν στούς Μητροπολίτες τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας µας γιά νά λάβουν γνώση. Αὐτή εἶναι µιά λυπηρά ἱστορία πού δέν περιποιεῖ τιµή σέ ἐκείνους πού τήν σχεδίασαν ἤ τήν ἐφάρµοσαν.
Ἐπιφυλασσόµενος νά ἐκφράσω τίς ἀπόψεις µου κατά τήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, θά καταγράψω ἐδῶ µερικά σηµεῖα πού µποροῦν νά ὠφελήσουν ὅσους ἔχουν καλή διάθεση.

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Τά οὐσιαστικά προβλήµατα µέ τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο (Παρέµβαση στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, Μάϊος 2016)


Τά οὐσιαστικά προβλήµαταµέ τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο
(Παρέµβαση στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, Μάϊος 2016)
 Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
 Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πού πρόκειται νά συνέλθη τόν Ἰούνιο τοῦ 2016 στήν Κρήτη ἦταν «προσδοκία» πολλῶν, πού τήν ὁραµατίσθηκαν, ἑτοιµάσθηκαν, κουράστηκαν, καί τώρα ὁδηγεῖται πρός τήν σύγκλησή της. Τά ἐρωτήµατα τά ὁποῖα τίθενται εἶναι ἐάν ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι αὐτή πού περίµεναν ὅσοι τήν ὁραµατίσθηκαν. Γράφονται καί λέγονται πολλά γιά τό θέµα αὐτό, ἄλλοι ἐκφράζουν τήν χαρά τους, γιατί ἐπιτέλους ἦλθε αὐτή ἡ ποθητή ὥρα, ἄλλοι ἐκφράζουν ἔντονο προβληµατισµό, ἔντονο δισταγµό καί ἄλλοι αἰσθάνονται πλήρη ἀπογοήτευση. Στήν µικρή αὐτή τοποθέτηση θά περιορισθῶ σέ µερικές ἐπισηµάνσεις.
1. Σύνοδος Προκαθηµένων
Ἡ µέλλουσα νά συνέλθη Σύνοδος ἔχει χαρακτηρισθῆ ὡς Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στήν πραγµατικότητα ὅµως θά εἶναι Σύνοδος τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τήν ἄποψη αὐτήν τήν στηρίζω στό ὅτι ὅλες οἱ κρίσιµες ἀποφάσεις ἐλήφθησαν ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.Στίς 6-9 Μαρτίου τοῦ 2014 στήν Κωνσταντινούπολη οἱ Προκαθήµενοι ἔλαβαν τήν ἀπόφαση νά συγκληθῆ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τόν Ἰούνιο τοῦ ἔτους 2016 καί καθόρισαν τήν θεµατολογία της. Στίς 27-28 Ἰανουαρίου 2016 οἱ Προκαθήµενοι στό Σαµπεζύ τῆς Γενεύης ἐψήφισαν τόν Κανονισµό λειτουργίας (ἐκτός τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας) καί τά ἑτοιµασθέντα κείµενα ἀπό τίς Ἐπιτροπές, πλήν ἑνός θέµατος τό ὁποῖο δέν ὑπεγράφη ἀπό δύο Πατριαρχεῖα (Ἀντιοχείας καί Γεωργίας). Πρό τῆς ἐνάρξεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου οἱ Προκαθήµενοι θά ὑπογράψουν τό µήνυµα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τό ὁποῖο θά καταρτισθῆ ἀπό ἕναν ἐκπρόσωπο ἀπό ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Τό πρόγραµµα τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου θά καταρτισθῆ ἀπό τούς Προκαθηµένους.

Ὁ γέροντας Θεόδωρος Νεῖλος, ὁ ἀσκητής


 Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ-ΝΕΙΛΟΣ,
Ο ΑΣΚΗΤΗΣ
 Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

     Τήν Μεγάλη Πέμπτη, τήν ὥρα πού ὁ Χριστός βρισκόταν σταυρωμένος στούς Ἱερούς Ναούς, κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ ὁ Γέροντας Θεόδωρος ἁγιοφαραγγίτης, ὁ γιά πολλά χρόνια σταυρωμένος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πού πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Νεῖλος.
Κατά διαστήματα εἶχα τηλεφωνική ἐπικοινωνία μαζί του καί μιά φορά τόν συνάντησα στόν δρόμο καί συζήτησα μαζί του γιά τήν ἀγαπημένη του ἔρημο. Πῆγα καί στό σπήλαιο πού ζοῦσε μερικές ἡμέρες τόν χρόνο, πλησίον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ.
Τόν περισσότερο καιρό ζοῦσε στά σπήλαια καί στήν ἔρημο τοῦ Ἁγιοφάραγγου, σέ κελλιά πού κατασκεύαζε γιά νά προφυλάσσεται ἀπό τό κρύο, τίς βροχές καί τούς ἀέρηδες καί νά φεύγη μακρυά ἀπό τήν προσοχή τῶν ἀνθρώπων. Σκληρός, δύσκολος καί ἀφιλόξενος τόπος τό Ἁγιοφάραγγο, τόπος παλαιῶν καί μάλιστα «ἀθέατων» ἀσκητῶν, κατά τήν παράδοση τῶν ἀνθρώπων τῆς περιοχῆς.
Ἦταν ἕνας σπάνιος ἐρημίτης ἀσκητής, πού ἐνσάρκωνε τούς παλαιούς ἀσκητές-ἐρημίτες, οἱ ὁποῖοι ἀφανίσθηκαν στίς ἡμέρες μας. Ἡ ἄσκησή του ἦταν ὑπέρμετρη, ἀπίστευτη, ἔξω ἀπό τά ἀνθρώπινα ὅρια.Δύσκολα νά ἀντέξη ὁ ἄνθρωπος σέ τέτοιες συνθῆκες ζωῆς, μέ ἀέρα καί κρύο, μέ ζέστη καί καύσωνα, μέ πείνα καί δίψα, μέ ἀπουσία ἀνθρώπων καί παρουσία ἑρπετῶν καί ἀγρίων ζώων, μέ προσευχή καί ἀϋπνία, μέ ἀγγέλους καί δαίμονες, μέ μελέτη καί προσευχή, μέ τήν κατά ἄνθρωπον μοναξιά καί τήν αἴσθηση τῆς οἰκουμενικότητας καί πολλά ἄλλα, πού φαίνονται ἀντιφατικά στούς λογικούς ἀνθρώπους.

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware Η Μοναστική ζωή ως μυστήριο αγάπης


«Φως μεν μοναχοίς άγγελοι, φως δε κοσμικοίς μοναχική πολιτεία». (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος).
ΜΕΛΗ Ο ΚΑΘ’ ΕΙΣ ΑΛΛΗΛΩΝ
«Εκ του πλησίον εστίν η ζωή και [εκ του πλησίον] ο θάνατος», δηλώνει ο Μέγας Αντώνιος. «Τίς ουν ουκ οίδεν, ότι ήμερον και κοινω­νικόν ζώον ο άνθρωπος, και ουχί μοναστικόν, ουδέ άγριον; Ουδέν γαρ ούτως ίδιον της φύσεως ημών, ως το κοινωνείν αλλήλοις, και χρήζειν αλλήλων, και αγαπάν το ομόφυλον», γράφει ο Μέγας Βασίλειος. Και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος (7ος αιώνας) αναφέρει τα εξής σαν το σημάδι του αληθινού μονάχου: «Τότε την εαυτού φιλαδελ­φίαν, και κυρίως αγάπην επιγνώσεταί τις, όταν εαυτόν πενθούντα επί τοις του αδελφού σφάλμασιν όψεται· και όταν αγαλλόμενον επί ταις εκείνου προκοπαίς, και χαρίσμασιν». Εδώ, από το στόμα τριών από τους πιο μεγάλους μοναστικούς διδασκάλους της Χριστιανικής Ανατολής, βρίσκουμε μια σαφή επιμονή σχετικά με την ανάγκη αμοιβαίας αγάπης. Ως ανθρώπινα πρόσωπα -έτσι βεβαιώνουν και οι τρεις- είμαστε ουσιαστικά ο καθ’ εις αλλήλων μέλη. Το ανθρώπινο ζώο, δημιουργημένο κατ’ εικόνα του Τριαδικού Θεού, καθίσταται αληθινά προσωπικό μόνο σε αναφορά προς τους άλλους, οικειοποιούμενο τις χαρές και τις λύπες τους, βλέποντας διά μέσου των δικών τους ματιών και αισθανόμενο με τη δική τους καρδιά. Και αυτό είναι τόσο αληθινό για το μοναχό ή τη μοναχή όσο είναι και για τον έγγαμο Χριστιανό. Η μοναστική «αναχώρηση» με κανένα τρόπο δεν σημαίνει παραίτηση από την ευθύνη για τον έξω κόσμο. Η μοναστική απάρνηση, άνκαι φαινομενικά είναι αρνητική, στην πραγματικότητα είναι υπέρτατα θετική: ο μοναχός αρνείται με σκοπό την κατάφαση. Όχι λιγότερο από τον πατέρα ή τη μητέρα μιας οικογένειας, όχι λιγότερο από τον τεχνίτη, τον γιατρό ή τον κοινωνικό εργάτη, ο μοναχός ζητά να συνεισφέρει στη μεταμόρφωση του κόσμου. Ο μοναχισμός, τόσο όσο και ο γάμος, είναι, κατά την έκφραση του Παύλου Ευδοκίμωφ, «μυστήριο αγάπης».
Αυτό είναι σαφές από τον ορισμό του μοναχισμού που δίνει ο Μέγας Βασίλειος: τον ονομάζει απλά ζωή «κατά το Ευαγγέλιον». Ο μοναχός ή η μοναχή -γιατί καθετί που θα πω αρμόζει εξ ίσου στις γυναίκες όπως στους άνδρες- δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας αυθεντικός Χριστιανός, ένας που παίρνει το Ευαγγέλιο κατά γράμμα, που είναι απόλυτα ασυμβίβαστος ως προς την αφοσίωσή του στην Άγια Γραφή. Δεν είναι σύμπτωση το ότι η ιεροτελεστία του μοναχικού σχήματος παραλληλίζεται τόσο στενά με την ακολουθία του βαπτίσματος. Οι μοναστικές υποσχέσεις είναι μια ανανέωση των βαπτισματικών υποσχέσεων· ο αληθινός μοναχός ζει στην πληρότητά του το θάνατο και την ανάσταση που έχει υποστεί κατά τη βαπτιστική μύηση. Όλοι οι βαπτισμένοι, είτε μοναχοί είτε έγγαμοι, απαντούν στην ίδια ευαγγελική κλήση: οι εξωτερικοί οροί της απάντησής τους μπορούν να ποικίλλουν αλλά ο δρόμος είναι ουσιαστικά ένας. Και αν ο μοναχισμός είναι «ζωή σύμφωνα με το ευαγγέλιο», τότε είναι μια ζωή αγάπης: είναι η εκπλήρωση των δύο μεγάλων ευαγγελικών εντολών, του να αγαπούμε τον Κύριο τον Θεό μας και του να αγαπούμε τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας (Ματθ. 22: 37-39).
Ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΧΩΜΙΟΣ ΩΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΑΓΑΠΗΣ
Αν εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο πατέρας των ερημιτών Μέγας Αντώνιος και ο ιδρυτής του αρχαιότερου κοινοβίου μοναστηρίου Άγιος Παχώμιος (286-346), πρωτάκουσαν και αποκρίθηκαν στην κλήση του Θεού, βλέπουμε και στις δύο περιπτώσεις με πολλή σαφήνεια το βασικό αυτό θέμα της αγάπης για τον Θεό και τον πλησίον. Όντας δεκαοκτώ ή είκοσι χρονών ο Αντώνιος, άκουσε μια Κυριακή το ευαγγελικό ανάγνωσμα: «Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και δεύρο ακολουθεί μοι» (Ματθ. 19:21). Τα λόγια αυτά άλλαξαν τη ζωή του: τα άκουε σαν να είχαν λεχθεί για πρώτη φορά προσωπικά γι’ αυτόν και μόνο. Εξέλαβε την εντολή του Χριστού κατά γράμμα, δίνοντας όλα τα υπάρχοντά του, αφοσιούμενος σε μια ζωή άσκησης και προσευχής, αποσυρόμενος βαθμιαία ολοένα και περισσότερο μέσα στην ακατοίκητη έρημο, έτσι ώστε να είναι μόνος με τον Θεό. «Ει θέλεις τέλειος είναι…»: Η δίψα του Αντώνιου για τελειότητα, η αγάπη του για τον Θεό, ήταν τόσο «βιάζουσα», τόσο ολοκληρωτική και ασυμβίβαστη, ώστε για χάρη του Θεού αρνήθηκε οτιδήποτε άλλο.
Ο Παχώμιος ήταν και αυτός περίπου είκοσι χρονών όταν πρωτάκουσε την κλήση του Θεού. Για την ώρα ήταν ακόμα ειδωλολάτρης. Όταν στρατολογήθηκε, αυτός και οι άλλοι νεοσύλλεκτοι μεταφέρθηκαν διά του Νείλου στην Αλεξάνδρεια· και, πιθανώς για να εμποδιστεί τυχόν διαφυγή τους, κλείστηκαν για τη νύχτα στην τοπική φυλακή. Όταν σκοτείνιασε, οι Χριστιανοί του μέρους εκείνου ήλθαν προς αυτούς με φαγητά και ποτά. Ο Παχώμιος ρώτησε ποιοί ήταν αυτοί οι απρόσμενοι επισκέπτες· ήταν η πρώτη φορά που άκουε το όνομα «Χριστιανός». Εντυπωσιασμένος από την έμπρακτη συμπάθειά τους, αποφάσισε αμέσως να γίνει Χριστιανός όταν θα αποστρατευόταν. «Ω Θεέ», προσευχήθηκε εκείνη την ίδια νύχτα στη φυλακή, «εάν επιβλέπων επιβλέψης επί την ταπείνωσίν μου, ανθ’ ων αγνοώ σε τον μόνον άληθινόν Θεόν, και από ταύτης της θλίψεως απολύσης με, λατρεύσω τω θελήματί σου πάσας τας ημέρας της ζωής μου· και πάντας τους ανθρώπους αγαπών, δουλεύσω αυτοίς κατά την εντολήν σου».Τήρησε την υπόσχεσή του. Απολυθείς από το στρατό λίγους μήνες αργότερα, βαπτίστηκε και ταυτόχρονα ακολούθησε την ασκητική ζωή: η μεταστροφή του στο Χριστιανισμό ήταν ταυτόχρονα μια μεταστροφή στη μοναχική ζωή. «Αγαπώντας όλους τους ανθρώπους, θα γίνω δούλος τους»: πιστός στο ιδεώδες της αγαπούσης συμπαθείας, την οποία η αρχική επαφή του με τους Χριστιανούς του είχε αποκαλύψει, δεν διάλεξε να είναι ένας ερημίτης σαν τον Αντώνιο αλλά ίδρυσε μια κοινότητα στην οποία αυτός και οι αδελφοί του μοναχοί θά μπορούσαν να εκφράσουν την αμοιβαία αγάπη τους μέσω μιας ζωής την οποία να μοιράζονται και μέσω πράξεων καθημερινής υπηρεσίας του ενός προς τον άλλο. Έτσι, με το πνεύμα του, της αμοιβαίας αγάπης, το μοναστήρι θα ήταν μια εικόνα της πρώτης αποστολικής κοινότητας των Ιεροσολύμων, όταν οι Χριστιανοί «είχον άπα­ντα κοινά» (Πράξ. 2:42).
ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ – ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ – ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Στην κλήση, λοιπόν, που έλαβαν οι δυο αυτοί πρωτοπόροι του μοναχισμού το κυρίαρχο κίνητρο είναι η αγάπη -αγάπη για τον Θεό, αγάπη για τον πλησίον. Εντούτοις μερικές δυσκολίες παραμένουν. Δεν ήταν η αγάπη τους πάρα πολύ περιορισμένη; Όταν ο Αντώνιος στην επιθυμία του για τελειότητα έφευγε μέσα στην έρημο, αποκόπτοντας τον εαυτό του από όλους τους συνανθρώπους του, δεν υπήρχε ένα στοιχείο εγωισμού σε μια τέτοια πράξη; Και όταν ο Παχώμιος ζητούσε να υπηρετήσει το ανθρώπινο γένος υπηρετώντας τις ανάγκες των αδελφών του μοναχών, ο κύκλος της αγάπης του δεν ήταν πάρα πολύ περιορισμένος; Τί θα γινόταν με τον έξω κόσμο;
Υπάρχει στην κάθε περίπτωση μια απάντηση. Η απομόνωση του Αντωνίου δεν ήταν ισόβια.
Ύστερα από περίπου τρεις δεκαετίες μόνωσης και σιωπής, άρχισε να παίρνει μαθητές και να δέχεται επισκέπτες. Στα υπόλοιπα πενήντα χρόνια της μακράς ζωής του, ένα συνεχώς αυξανόμενο ρεύμα μοναχών και κοσμικών αναλάμβαναν το δυσχερές ταξίδι προς το ερημητήριο του μέσα στην έρημο. Σύμφωνα με τα λόγια του βιογράφου του, Μεγάλου Αθανασίου, «όλως ώσπερ ιατρός ην δοθείς παρά του Θεού τη Αιγύπτω». Ακόμα και ο αυτοκράτορας του είχε γράψει.Χιλιάδες έρχονταν προς αυτόν με την παράκληση: «Ειπέ ημίν λόγον, αββά: πώς δυνάμεθα σωθήναι;» και δεν έφευγαν με αδειανά χέρια. Δυνάμει των πολλών χρόνων που δαπάνησε στην κατά μόνας προσευχή, η απάντησή του ερχόταν σ’ αυτούς σαν «λόγος από τη σιωπή» και έτσι, άνκαι σύντομος, αποδεικνύετο λόγος δυνάμεως και ιάσεως. Άλλους θεράπευε, όχι με λόγια συμβουλών αλλά με την ίδια την παρουσία του. Λέγεται π.χ. η ιστορία των τριών μοναχών που όλοι μαζί έκαναν μια ετήσια επίσκεψη στον Αντώνιο: οι δύο έρχονταν κάθε χρόνο με πολλές ερωτήσεις, μα ο τρίτος καθόταν πάντα σιωπηλός, χωρίς να ερωτά τίποτε. Ύστερα από πολλές τέτοιες περιπτώσεις, ο Αντώνιος γύρισε προς τον τρίτο και του είπε: «Ιδού τοσούτον χρόνον έχεις ερχόμενος ώδε, και ουδέν ερωτάς με». Και εκείνος απάντησε: «Αρκεί μοι μόνο το βλέπειν σε, πά­τερ».
Τέτοιος ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο ερημίτης Αντώνιος εξέφραζε την αγάπη του μέσω ενός άμεσου ποιμαντικού λειτουργήματος. Αποτελεί το πρότυπο μιας μορφής που επαναλαμβάνεται σε όλη την ιστορία του ορθόδοξου μοναχισμού: του χαρισματικού «γέροντος» ή πνευματικού οδηγού, που στα ελληνικά ονομάζεται γέροντας και στα σλαβικά στάρετς. Είναι εδώ, σ’ αυτό το λειτούργημα της πνευματικής πατρότητας, που βρίσκουμε την κύρια εξωτερική διακονία του μοναχισμού προς την κοινωνία, την πιο σημαντική ορατή συνεισφορά του στη μεταμόρφωση της ανθρώπινης ζωής. Στη ζωή πολλών άλλων αγίων του μοναχισμού διά μέσου των αιώνων -του Βενεδίκτου στην Ιταλία, του Σάββα στην Παλαιστίνη, του Σεργίου του Ράντονεζ και Σεραφείμ του Σάρωφ στη Ρωσία- μπορούμε να διακρίνουμε ακριβώς το ίδιο υπόδειγμα όπως στη ζωή του Αντωνίου: ένα πέταγμα με σκοπό το γυρισμό. Ο μοναχός αρχίζει αποσυρόμενος στη μόνωση, αλλά αργότερα ξανοίγει την πόρτα του στον κόσμο από τον οποίο κάποτε είχε φύγει. Το λειτούργημα αυτό της πνευματικής πατρότητας παραμένει σήμερα τόσο σημαντικό όσο υπήρξε και στο παρελθόν και αυτό είναι πάρα πολύ φανερό στη σύγχρονη αναγέννηση τής μοναστικής ζωής στο Άγιον Όρος,
Μια εξ ίσου άμεση υπηρεσία στην κοινωνία προσφέρεται από μοναχούς και στην παχωμιακή παράδοση. Ευθύς εξαρχής τα κοινόβια μοναστήρια θεωρούσαν πάντοτε την παροχή φιλοξενίας σαν μέρος της καθημερινής ζωής τους.
Ανακαλώ στη μνήμη μου τον πατέρα Γαβριήλ, Ηγούμενο της Μονής Διονυσίου στο Άγιον Όρος, ο οποίος μου έλεγε πόσο μεγάλο λάθος ήταν για τους μοναχούς να παραπονιούνται για το μεγάλο αριθμό επισκεπτών: «οι ξενιζόμενοι, έλεγε, δεν είναι βάρος αλλά προνόμιο». Πρόσθεσε ότι η Μονή του μοίραζε όλα τα εισοδήματα που είχε σε τρία μέρη: ένα τρίτο για τη συντήρηση των αρχαίων κτιρίων, ένα τρίτο για τροφή και ρουχισμό των μοναχών και ένα τρίτο για τις ανάγκες των επισκεπτών.
Έτσι ο κύκλος της μοναχικής αγάπης ουδέποτε κλείνει, γιατί πάντα υπάρχει τόπος μέσα της για τον ξένο και τον απόβλητο. «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. 25:40). Ο ξένος, σύμφωνα με τα λόγια του αγίου Βενεδίκτου, πρέπει να γίνει δεκτός «σαν να είναι ο ίδιος ο Χριστός». «Δει ερχομένους τους αδελφούς προσκυνείν ου γαρ αυτούς, αλλά τον Θεόν προσκυνούμεν», δηλώνει ο Αββάς Απολλώ στο Γεροντικό. Κι όπως τα αποφθέγματα συνεχίζουν: «Είδες γαρ τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου· και τούτο, φησί, παρά του Αβραάμ παρειλήφαμεν». Ακόμα και εκείνες οι κοινότητες που δεν έχουν μέσα τους χαρισματικούς γέροντες μπορούν εξίσου να θεραπεύουν και να οδηγούν άλλους με το να τους δέχονται με αγάπη για ένα διάστημα στη ζωή της μοναστικής οικογένειας, Έγγαμοι άνδρες και γυναίκες μπορούν να επιστρέφουν στο σπίτι τους και να εργαστούν με μια νέα ελπίδα, μια νέα εσωτερική ενότητα, επειδή μοιράστηκαν για λίγες μέρες, ή ακόμα και ώρες, την εύτακτη σειρά της προσευχής και της χειρονακτικής εργασίας που περιλαμβάνει το καθημερινό μοναστικό πρόγραμμα. Ο χρόνος επανακτά το νόημά του όταν διανθίζεται με τον ήχο των καμπάνων και το κτύπημα του σήμαντρου. Η κοινότητα η ίδια ενεργεί ως γέροντας. Έτσι κάθε μοναστήρι ενεργεί σαν ζύμη στην κοινωνία σε μεγάλο βαθμό, σχηματίζοντας μια όαση αποστολικής αδελφότητας μέσα σ’ έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και περισσότερο μοναξιασμένος και εχθρικός.
Η απάντησή μας όμως είναι ακόμα ατελής. Σε κάθε γενεά μόνο πολύ λίγοι ερημίτες γίνονται πραγματικά γέροντες (στάρετς): μήπως αυτό σημαίνει ότι οι άλλοι μοναχοί δεν πρόσφεραν υπηρεσία στον κόσμο; Και κάθε μοναστήρι μπορεί να παράσχει φιλοξενία μόνο σε ένα περιορισμένο αριθμό επισκεπτών: μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν προσφέρει κανένα είδος βοήθειας στην υπόλοιπη ανθρωπότητα; Άνκαι είναι σημαντικά τα λειτουργήματα της πνευματικής πατρότητας και της φιλοξενίας, εντούτοις δεν έχομε ακόμα αναφέρει τον πρώτιστο τρόπο με τον οποίο ο μοναχός βοηθά στη μεταμόρφωση της Εκκλησίας και του κόσμου. Και ποιός είναι αυτός; Σ’ ένα από τα αρχαία μοναστικά κείμενα αναφέρεται η ιστορία ενός νεαρού μοναχού ο οποίος πηγαίνει στον πνευματικό του πατέρα σε κατάσταση απόγνωσης και ερωτά: «Αββά Μακάριε, τί ποιήσω, ότι θλίβουσί με οι λογισμοί λέγοντές μοι, ότι ουδέν ποιείς, άπελθε εντεύθεν;». Και ο γέροντας απαντά: «Είπον σου τοις λογισμοίς, ότι διά τον Χριστόν τους τοίχους τηρώ»,Φρουρώ τούς τοίχους: οι μοναχοί είναι σαν τους φρουρούς στις επάλξεις, προστατεύοντας τα άλλα μέλη της Εκκλησίας ενώ αυτά ασχολούνται με τις καθημερινές εργασίες τους εντός των τειχών. «Φρουρώ τους τοίχους» -εναντίον ποίου; Οι αρχαίοι μοναχοί είχαν μια ακριβή απάντηση: εναντίον των δαιμόνων, οι οποίοι είναι οι κοινοί εχθροί της ανθρωπότητας. Αποσυρόμενος στην έρημο, το κατοικητήριο των δαιμόνων, ώστε να αναλάβει πόλεμο με τις δυνάμεις του κακού, ο μοναχός ωφελεί την ανθρωπότητα σαν σύνολο. (Με την ευκαιρία, αν η έρημος εκληφθεί με αυτήν την έννοια, σαν το κατοικητήριο των δαιμόνων, μπορούμε θαυμάσια να ρωτήσουμε πού βρίσκεται η έρημος στο σύγχρονο κόσμο μας; Στην ύπαιθρο ή στην πόλη);
Και με ποιά όπλα ο μοναχός φυλάττει τείχη εναντίον των δαιμονικών δυνάμεων; Και πάλι η μοναστική παράδοση άπαντα μ’ ένα ειδικό τρόπο: με το όπλο της προσευχής.
Αυτός, λοιπόν, είναι ο κυριότερος τρόπος με τον οποίο ο μοναχός υπηρετεί τον κόσμο: όχι πρωταρχικά με εξωτερικά έργα φιλανθρωπίας ή με την πολυμάθεια· όχι πρωταρχικά με τη φιλοξενία ή ακόμα με τις πνευματικές συμβουλές, μα με την εσωτερική εργασία της προσευχής. Η αγάπη του μοναχού εκφράζεται πάνω από όλα με την προσευχή του: η προσευχή του είναι η αγάπη του. Υπηρετεί τον πλησίον του προσευχόμενος -όχι απλώς με την προσευχή της μεσιτείας του, αλλά με την όλη προσευχή του, είτε πρόκειται για προσευχή μετανοίας, δοξολογίας, ή σιωπής. Όταν ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (759-826) διακήρυττε ότι οι μοναχοί είναι «τα νεύρα και εδραιώματα της Εκκλησίας», σίγουρα ήταν αυτό το λειτούργημα της προσευχής που θα είχε κυρίως υπόψη του. Ακριβώς επειδή προσεύχεται, ο μοναχός δεν είναι χωρισμένος από τον κόσμο, όσο μεγάλη και αν είναι η εξωτερική απομόνωσή του. Διότι η προσευχή, άνκαι είναι κάτι το εσωτερικό και προσωπικό, ουδέποτε είναι κάτι το απομονωμένο και μοναχικό: αυτός που προσφέρει αληθινή και ζωντανή προσευχή πάντοτε προσεύχεται ως μέλος ενός σώματος, σε ενότητα με όλους τους άλλους που προσεύχονται, και πραγματικά με ολόκληρη την ανθρωπότητα, είτε προσεύχονται είτε όχι. Κάθε προσευχή είναι ενσωματωμένη στο σύνολο και έχει κοσμικές διαστάσεις. Όταν ο μοναχός λέει την προσευχή του Ιησού -«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεοϋ, ελέησόν με»- ταυτόχρονα λέει «ελέησον ημάς» έστω κι αν δεν είναι αυτή η εξωτερική μορφή λέξεων την οποία χρησιμοποιεί. Η επίκλησή του δεν θα ήταν αληθινή προσευχή αν ήταν μόνο για τον εαυτό του. Δυνάμει της προσευχής του, λοιπόν, ο μοναχός είναι -κατά τον Ευάγριο (346-99)- «ο πάντων χωρισθείς και πάσι συνηρμοσμένος».
Συνεπαγόμενη αυτή την αμοιβαία ενύπαρξη, η προσευχή είναι μια δυναμική, μεταμορφώνουσα δύναμη, ακόμα και αν παραμένει εντελώς κρυμμένη. Πιθανόν οι ερημίτες να φέρνουν πιο πολύ κόσμο στον Χριστό παρά ένας οιοσδήποτε συγγραφέας ή κήρυκας, οσονδήποτε εύγλωττος κι αν είναι. «Απόκτησε εσωτερική ειρήνη», έλεγε ο Άγιος Σεραφείμ, «και χιλιάδες γύρω σου θα βρουν τη σωτηρία τους». «Αν μερικοί άνθρωποι γίνουν προσευχή», γράφει ο Οlivier Clement . «προσευχή που είναι «καθαρά» και κατά το φαινόμενο εντελώς άχρηστη, μεταμορφώνουν την οικουμένη με μόνο το γεγονός της παρουσίας τους, με την ίδια την ύπαρξή τους». Τέτοια, ακριβώς, είναι η κλήση του μοναχού: να είναι μια παρουσία, η παρουσία της προσευχής· να βοηθά τον κόσμο όχι τόσο ενεργητικά όσο υπαρξιακά, όχι τόσο με κάτι που κάνει όσο με ό,τι είναι, με το να γίνεται ο ίδιος μια ζωντανή προσευχή. Μεταμορφώνει τον κόσμο με το να μεταμορφώνεται ο ίδιος. Επανειλημμένα στην εκκλησιαστική ιστορία οι μοναχοί εξηγούν με ζωντανό παράδειγμα αυτό το συνεχώς επανερχόμενο παράδοξο: αυτός που απέχει από το να προγραμματίζει και να οργανώνει, που δεν υπολογίζει πόσο πιο πολύ χρήσιμος μπορεί νάναι για τους άλλους αλλά απλώς στρέφεται προς τον Θεό με μια πλήρως εκδαπανούσα αγάπη, είναι συχνά αυτός ο ίδιος που, πιο πολύ από κάθε άλλο σύγχρονό του, φέρνει διαρκή ωφέλεια στο σύνολο της κοινωνίας. Ίσως όσο λιγότερο ένας μοναχός σκέφτεται να μεταστρέψει τον κόσμο και όσο πιο πολύ σκέφτεται τη δική του μεταστροφή, τόσο πιο πολύ πιθανό είναι ότι ο κόσμος πραγματικά θα μεταστραφεί.
«Κοίταξε αυτό το  παράθυρο», λέγει ο Chuang Tzu: «δεν είναι παρά μια τρύπα στον τοίχο, μα εξαιτίας της όλο το δωμάτιο είναι γεμάτο φώς. Έτσι και όταν οι δυνάμεις και ικανότητες κενωθούν, η καρδία είναι γεμάτη φως. Όντας γεμάτη φως καθίσταται μια επιρροή διά της οποίας άλλοι κατά τρόπο μυστικό μεταμορφώνονται». Ο μοναχός είναι ακριβώς η τρύπα στον τοίχο, διά μέσου της οποίας λάμπει το άκτιστο φως του Θεού. Κενώνοντας την καρδία του από οτιδήποτε άλλο έκτος από την προσευχή, καθίσταται ένα παράθυρο για την Εκκλησία και τον κόσμο.

ΠΡΟΦΗΤΕΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ
Τέτοιος είναι ο μοναχός: μια παρουσία, ένας μάρτυρας ή ένα σημείο. Ακριβέστερα, είναι ένας μάρτυρας του μέλλοντος αιώνος, εκείνης της μελλοντικής βασιλείας η οποία ταυτόχρονα είναι ήδη παρούσα εντός ημών.
Από τις πρώτες-πρώτες αρχές του ο Χριστιανισμός ήταν μια ασκητική θρησκεία: γιατί, τότε, ο μοναχισμός αναφάνηκε σαν μια διακεκριμένη κίνηση μόνο τον τέταρτο αιώνα, σχεδόν τριακόσια χρόνια μετά το θάνατο του Χριστού; Γιατί η άνοδος του μοναχισμού να συμπέσει από απόψεως χρόνου σχεδόν ακριβώς με τη μεταστροφή του Κωνσταντίνου και την καθιέρωση του Χριστιανισμού σαν της επίσημης θρησκείας του κράτους; Σίγουρα υπάρχει ένας δεσμός μεταξύ των δύο γεγονότων. Οι μοναχοί είναι οι μάρτυρες σε μια εποχή που το μαρτύριο του αίματος δεν υφίσταται πια· ο μοναχισμός αποτελεί ένα αντίβαρο στον «καθιερωμένο» Χριστιανισμό. Σε μια εποχή που η Εκκλησία διέτρεχε τον κίνδυνο να συγχέει τα του Καίσαρος με τα του Θεού, οι μοναχοί έπαιζαν ένα προφητικό ή εσχατολογικό ρόλο, υπενθυμίζοντας στους ανθρώπους ότι η Εκκλησία του Θεού δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Και τέτοιο εξακολουθεί να είναι το λειτούργημά τους στην Εκκλησία σήμερα. Η μοναστική στάση είναι ουσιαστικά μια στάση προσεκτικής αναμονής, προσδοκίας. Μοναχός λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος (7ος  αιώνας), «έστιν ο εν πείνη και δίψη διάγων πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού, διά την ελπίδα των μελλόντων αγαθών».
Διά του βαπτίσματος κάθε Χριστιανός ανήκει ήδη στον μέλλοντα αιώνα. Αλλά ο μοναχός, δυνάμει της ασκητικής απόσπασης από τον κόσμο και της διαρκούς προσευχής, ανήκει στον μέλλοντα αιώνα κατά ένα ειδικό βαθμό. Είναι ένας μάρτυρας της όγδοης ημέρας. Αρνούμενος το γάμο, προλαμβάνει τη μετά την εκ νεκρών ανάσταση κατάσταση της ανθρωπότητας, όπου «ούτε γαμούσιν ούτε γαμίζονται, αλλ’ εισίν ως άγγελοι οι εν τοις ουρανοίς» (Μάρκ. 12:25). Όπως ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-1359) το διετύπωσε, οι μοναχοί είναι προφήτες και κήρυκες της Δευ­τέρας Παρουσίας του Χριστού: ακριβώς όπως οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης προέλεγαν την πρώτη έλευση του Χριστού κατά την ενσάρκωση, έτσι μέσα στην Εκκλησία οι μοναχοί είναι εκείνοι που δείχνουν προς τη Δευτέρα του Έλευση, όχι τόσο με τα λόγια τους όσο με τη ζωή τους.

Όλοι οι Χριστιανοί είναι «ξένοι και παρεπίδημοι» (Εβρ. 11:13), οδεύοντες προς το έσχατο, με τα πρόσωπα στραμμένα προς την ουράνια πολιτεία. Αλλά πλείστοι από αυτούς έχουν ταυτόχρονα πολλούς δευτερεύοντες σκοπούς: να φροντίσουν για σύζυγο, να μεγαλώσουν παιδιά, να περιθάλψουν αρρώστους, να βοηθήσουν τούς πτωχούς και απόρους. Ο μοναχός, όσον άφορα την ουσιαστική μοναστική του κλήση, δεν έχει δευτερεύοντες σκοπούς. Το πρότυπό του είναι η Μαρία, η οποία ακολούθησε «το εν ου έστι χρεία» (Λουκ. 10:42). Ο ίδιος ο τίτλος του, «μοναχός», έχει την έννοια ενός του οποίου η ύπαρξη δείχνει προς μια μονάχα κατεύθυνση, ο οποίος ζει για ένα πράγμα μόνο· και με το να δείχνει αυτή τη μια και μόνη κατεύθυνση υπενθυμίζει στο Λαό του Θεού που πηγαίνει. Ο μοναχισμός με την παρουσία του διατηρεί ζωντανή μέσα στην Εκκλησία μια αίσθηση κατευθύνσεως.
ΟΙ ΔΥΟ ΔΡΟΜΟΙ: ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΤΙΚΟΣ
Αυτός ο δεικνύων μια μόνη κατεύθυνση, εσχατολογικός χαρακτήρας του μοναχισμού μάς βοηθά να εκτιμήσουμε πιο καθαρά τη σχέση μεταξύ γάμου και μοναστικής ζωής. Τα δύο συμπληρώνουν το ένα το άλλο, όπως η καταφατική και η αποφατική οδός ισορροπούν και συμπληρώνουν η μια την άλλη στη θεολογία. Η καταφατική οδός δεικνύει την παρουσία του Δημιουργού Θεού σε όλα τα κτίσματα, σε όλες τις εικόνες και τα σύμβολα. Η αποφατική ή αρνητική οδός επιμένει ότι ο Θεός είναι απείρως υπεράνω και πέραν όλων όσων έχει δημιουργήσει· και εν ονόματι του πιο μεγάλου παραμερίζει μέσα στο θείο γνόφο. Η μία κατορθώνει μια έμμεση, η άλλη μια άμεση, γνώση του ζωντανού Θεού. Και οι δύο είναι αναγκαίες για μια υγιή και ισορροπημένη θεολογία. Μια εξ ολοκλήρου καταφατική θεολογία θα διέτρεχε τον κίνδυνο να εκφυλισθεί σε ειδωλολατρία· μια εξ ολοκλήρου αποφατική θεολογία θα κατέληγε σ’ ένα απλό κενό, ένα είδος διανοητικού μηδενισμού. Αυτό πώς εφαρμόζεται στο γάμο και το μοναχισμό; Και τα δύο είναι μυστήρια αγάπης. Αλλά εκείνο που το παντρεμένο ζευγάρι πραγματοποιεί με ένα έμμεσο τρόπο, ο μοναχός ζητά να το επιτύχει με άμεσο τρόπο. Στο γάμο, όπως και στην καταφατική ή συμβολική θεολογία, το αρχέτυπο κατορθώνεται μέσω της εικόνας. Ο σύζυγος και η σύζυγος εκφράζουν την αγάπη τους για τον Θεό μέσω και μέσα στην αγάπη τους, την αγάπη του ενός για τον άλλο. «Δώσε, Κύριε, ώστε, αγαπώντας ο ένας τον άλλο, να αγαπούμε Εσένα τον ίδιο»: τέτοια είναι η προσευχή τους στον Θεό. Στο μοναχισμό, όπως και στην αποφατική θεολογία, η εικόνα τίθεται κατά μέρος: η αγάπη προς τον Θεό εκφράζεται άμεσα, όχι μέσω της εικόνας ή ενός άλλου ανθρώπινου προσώπου. Όπως οι δύο οδοί στη θεολογία, οι δύο μορφές αγάπης συμπληρώνουν και εξισορροπούν η μια την άλλη. Κι οι δύο είναι αληθινές εκφράσεις της «βα­σιλείου» και γενικής ιεροσύνης των βαπτισμένων. Κι οι δύο είναι αναγκαίες για την Εκκλησία, και καμμιά δεν μπορεί να κατανοηθεί ορθά παρά στο φως της άλλης. Όπως λέγει ο Παύλος Ευδοκίμωφ: «Ο καλύτερος και ίσως ο μόνος τρόπος να εμβαθύνουμε την κατανόησή μας για την ξεχωριστή αξία του γάμου, είναι να συλλάβουμε στην πληρότητά του το νόημα του μοναχισμού». Με το ίδιο τεκμήριο, μόνο εκείνοι οι μοναχοί που θεωρούν το γάμο σαν μια πηγή χάριτος και μέσο θεώσεως μπορούν να εκτιμήσουν πλήρως τη θετική σημασία της δικής τους απάρνησης.
Υπάρχει ο πειρασμός να κάνουμε μια απλή αντίθεση: να πούμε ότι ο ασκητισμός και η αγνότητα είναι τα χαρακτηριστικά του μοναχισμού, και ότι η αγάπη είναι το χαρακτηριστικό του γάμου. Κι’ όμως οι δύο καταστάσεις δεν μπορούν να αντιτεθούν μ’ αυτό τον τρόπο. Οι έγγαμοι, όπως και οι μοναχοί, έχουν κληθεί και αυτοί στη «στενή οδό» της ασκητικής ζωής, σε νηστεία και αυταπάρνηση· αν οι μοναχοί είναι μάρτυρες, τότε το ίδιο είναι και οι έγγαμοι, όπως τα στέφανα και οι ύμνοι κατά την ακολουθία του γάμου σαφώς δεικνύουν. Η τέλεια αγάπη είναι πάντοτε εσταυρωμένη αγάπη· όμως, και για τους μοναχούς και για τους έγγαμους Χριστιανούς, αν ο σταυρός γίνεται θεληματικά δεκτός, αποδεικνύεται μια θύρα για την ανάσταση και την καινή Ζωή. Με τον ίδιο τρόπο, η αγνότητα -εκλαμβανομένη στην καθαυτό έννοιά της, και της ακεραιότητας και της ολοκλήρωσης- είναι μια ιδιότητα όχι μόνο του άγαμου μα και του έγγαμου βίου. Κατά κάποια έννοια, ο γάμος περιλαμβάνει μέσα του τις χαρακτηριστικές αξίες του μοναχισμού: οι μοναστικές υποσχέσεις της ακτημοσύνης, αγνότητας και υπακοής -όταν εκλη­φθούν, όπως θα έπρεπε να εκλαμβάνονται, κατά ένα θετικό τρόπο σαν ένα μέσο που μας βοηθά να είμαστε ελεύθεροι να αγαπούμε τον Θεό και ο ένας τον άλλο –  είναι και αυτές εφαρμόσιμες στον έγγαμο βίο.

Και αν ο ασκητισμός και η αγνότητα είναι στόχοι του έγγαμου βίου, τότε και η αγάπη (όπως έχουμε ήδη δει) είναι ένας στόχος του αληθινού μοναχού.
Ο μοναχός δεν είναι ένας δυαλιστής αλλά, στον ίδιο βαθμό με τον έγγαμο Χριστιανό, άνκαι κατά κάποιο άλλο τρόπο, ενδιαφέρεται να βεβαιώσει την εσωτερική αγαθότητα της υλικής δημιουργίας και του ανθρωπίνου σώματος. Αν ο μοναχός απέχει από το γάμο, αυτό δεν οφείλεται στο ότι η κατάσταση του έγγαμου βίου είναι εφάμαρτη, αλλά διότι έχει προσωπικά κληθεί να εκφράσει την αγάπη του για τον Θεό και τον άνθρωπο σε ένα διαφορετικό επίπεδο. Μοναχοί και έγγαμοι Χριστιανοί είναι εξίσου ασκητές και εξίσου υλιστές -χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή με το αληθινό χριστιανικό της νόημα που βεβαιώνει τις Πνευματοφόρες δυνατότητες των υλικών πραγμάτων. Και οι δύο εξίσου αρνούνται την αμαρτία και αντιμετωπίζουν τον κόσμο θετικά. Η μεταξύ τους διαφορά βρίσκεται μόνο στους εξωτερικούς όρους κάτω από τούς οποίους διεξάγεται ο ασκητικός αγώνας τους.
Ο Άγιος Ειρηναίος, Επίσκοπος Λουγδούνου (2ος  αιώνας), αναφέρει τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα σαν «τα δύο χέρια» του Θεού Πατέρα· σε όλο το έργο του της δημιουργίας, σωτηρίας και αγιασμού, ο Θεός πάντοτε χρησιμοποιεί και τα δύο του χέρια. Γάμος και μοναχισμός είναι, κατά τον ίδιο τρόπο, τα «δύο χέρια» της Εκκλησίας, οι δύο συμπληρωματικές εκφράσεις του ενός «βασιλείου ιερατεύματος». Το καθένα έχει ανάγκη του άλλου, και η Εκκλησία στην αποστολή της χρησιμοποιεί και τα δύο της χέ­ρια.
ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑ
«Έλεγον πάλι περί αυτού [Αββά Αρσένιου]», διαβάζουμε στο Γεροντικό, «ότι οψέ σαββάτων επιφωσκούσης Κυριακής, ήφιε τον ήλιο οπίσω αυτού, και έτεινε τας χείρας αυτού εις τον ουρανόν ευχόμενος,

έως πάλιν έλαμψεν ο ήλιος εις το πρόσωπον αυτού». «Αδελφός τις απήλθεν εις το κελλίον του Αββά Αρσενίου εν Σκήτει, και προσέσχε διά της θυρίδος, και θεωρεί τον γέροντα όλον ως πυρ».
Οι δύο αυτές ιστορίες θέτουν ενώπιον μας το μοναστικό ιδεώδες. Ο μοναχός είναι εκείνος που ίσταται συνεχώς ενώπιον του Θεού σε προσευχή, που είναι τόσο ολοκληρωτικά ταυτισμένος με την τέχνη της προσευχής ώστε να έχει γίνει ο ίδιος μια ζωντανή φλόγα προσευχής. Αυτή η ζωντανή φλόγα είναι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται η αγάπη του για τον θεό και τον άνθρωπο, και μέσω αυτής της φλόγας της προσευχής υπηρετεί την κοινωνία και συμμετέχει ενεργά στη μεταμόρφωση του κόσμου.
Τέτοιο είναι το ιδεώδες: τί γίνεται στην πράξη; Σ’ ένα από τα βιβλία του ο Φιλανδός ορθόδοξος συγγραφέας Τί­το Κολλιάντερ καταγράφει την ακόλουθη συνομιλία μεταξύ ενός μοναχού και ενός λαϊκού. «Τί κάνετε εδώ στο μοναστήρι; Ρώτησαν κάποτε ένα μοναχό. Κι αυτός αποκρίθηκε: πέφτουμε και σηκωνόμαστε, και πάλι πέφτουμε και πάλι σηκωνόμαστε και ξαναπέφτουμε και ξανασηκωνόμα­στε». Το μοναστήρι είναι ένας τόπος συνεχούς προσευχής αλλά και συνεχούς μετανοίας. Η προσευχή του Ιησού, η οποία κατέχει ένα αποφασιστικό μέρος στην πνευματική εξάσκηση του μοναχού, είναι μεταξύ άλλων μια προσευχή μετανοίας, μια κραυγή για έλεος:
«…ελέησόν με τον αμαρτωλό». Η μοναστική οικογένεια, όπως κάθε οικογένεια με σύζυγο, γυναίκα και παιδιά, είναι μια ομάδα από αμαρτωλά ανθρώπινα όντα, που με τη βοήθεια του Θεού μαθαίνουν σιγά-σιγά να μοιράζονται τη ζωή ο ένας του άλλου, που διαρκώς αποτυγχάνουν, αλλά που υστέρα από κάθε αποτυχία ζητούν να κάμουν μια καινούργια αρχή. Έτσι, όταν εμείς οι μοναχοί μιλούμε για τη ζωή μας, σκεφτόμαστε τον Αββά Αρσένιο, αλλά σκεφτόμαστε και τις ατέλειές μας, τον εγωισμό μας, το ευερέθιστο και την αδυναμία του πνεύματός μας.
Για όλους εμάς, είτε έγγαμους είτε μοναχούς, η αγάπη είναι κάτι που ήδη κατέχουμε με τη χάρη του Θεού, που εκπηγάζει αυθόρμητα μέσα στην καρδιά μας, και εντούτοις κάτι για το οποίο πρέπει να αγωνιζόμαστε και να υποφέρουμε, κάτι το οποίο έχουμε ακόμα να μάθουμε. Η αγάπη είναι και αφετηρία και τέρμα. Η αγάπη είναι στο εσώτερο κέντρο του είναι μας· είναι η ουσία μας, και αν δεν αγαπούμε είμαστε ένα τίποτε. Όπου και αν είμαστε, στο σπίτι μας ή στο μοναστήρι μας, ας αγωνιζόμαστε να γίνουμε σε πληρέστερο 6αθμό αυτό που είμαστε ήδη.

(«Ορθόδοξος Μοναχισμός» – Ορθόδοξα Τετράδια 3, εκδ.Αρμός, σ. 30-48)

Η νοερά προσευχή στους μοναχούς της Αιγύπτου


Οι πρώτες μαρτυρίες που συνήθως επικαλούμαστε, σχετικά με την πρακτική εφαρμογή της μονολογίστου ευχής, αφορούν στους μοναχούς της Αιγύπτου: ο άγιος Αυγουστίνος βεβαιώνει ότι κάνουν συχνές αλλά σύντομες προσευχές, παρόμοιες με βολές, “ modammodo iaculatas”. Ο αββάς Ισαάκ, διδάσκει στον Κασσιανό και στον σύντροφό του την αδιάκοπη επανάληψη του πρώτου στίχου του ξθ’ ψαλμού, «ο Θεός εις βοήθειάν μου πρόσχες• Κύριε, εις το βοηθήσαί μοι σπεύσον» παρουσιάζοντάς την ως μυστικό που είχε μεταδοθεί από την πρώτη γενεά των μοναχών της Σκήτεως. Η «προσευχή του Ιησού» είναι μία μονολόγιστος ευχή, που έχει όμως την ιδιαιτερότητα να περιέχει ως κύριο στοιχείο το όνομα του Ιησού, συνήθως συνδεδεμένο με την προσευχή του τελώνη: «ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. ιη, 13). Το πρώτο κείμενο που μπορεί να μνημονευθεί σχετικά είναι ένα απόφθεγμα του Αμμωνά, μαθητού του αγίου Αντωνίου: «Να κάθεσαι ατό κελλί σου», συμβούλευε ένα μοναχό που δίσταζε ανάμεσα σε διαφορετικούς πρακτικούς τρόπους άσκησης, «να τρώγεις λίγο κάθε μέρα. να έχεις διαρκώς τα λόγια του τελώνη στην καρδιά σου, και θα μπορέσεις να σωθείς». Όμως δεν υπάρχει στο κείμενο αναφορά του ονόματος του Ιησού που είναι αχώριστο από την νοερά προσευχή. Ο Η. Bacht πίστεψε ότι βρήκε ένα πρώτο διαπιστευτήριο αυτής της προσευχής στον Ευάγριο: «Σε κάθε αναπνοή σου να ενώνεις την εγρήγορση της ψυχής με το όνομα τον Ιησού». Δυστυχώς, το κείμενο αυτό δεν είναι του Ευάγριου, άλλα του Ησυχίου του Σιναΐτου, ενός από τους κύριους θεωρητικούς της νοεράς προσευχής και δεν μπορεί να χρονολογηθεί με ακρίβεια, αλλά είναι βεβαίως μεταγενέστερο του ζ’ αιώνος.
Για να βρούμε, στην αιγυπτιακή μοναστική λογοτεχνία, αυθεντικές και εντελώς συγκεκριμένες μαρτυρίες για την πρακτική εφαρμογή της νοεράς προσευχής, πρέπει να απευθυνθούμε σε μεταγενέστερα έργα, που έχουν διατηρηθεί στην κοπτική γλώσσα, από τα όποια το σπουδαιότερο φέρει τον τίτλο «Αρεταί του δικαίου Πατρός ημών, του μεγάλου αββά Μακαρίου». Θέλουμε εδώ να αναλύσουμε αυτά τα κείμενα, που δεν έχουν ακόμη προσελκύσει αρκετό την προσοχή των ιστορικών της νοεράς προσευχής, νια να τιμήσουμε τη μνήμη του αιδ, Derwas J. Chitty, του σοφού ιστορικού των μοναχών της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης, με τον οποίο μας ένωσε μια φιλία 25 περίπου χρόνων.
Σ’ ένα μοναχό που ήλθε να του εξομολογηθεί το αμάρτημά του, ο Μακάριος απηύθυνε την παραίνεση που ακολουθεί: «Έχε θάρρος, τέκνον μου! Να επικαλείσαι εκείνον που δεν έχει ούτε αρχή ούτε χρόνο, που παραμένει αιώνιος και δεν έχει τέλος, που είναι η βοήθεια όσων δεν ελπίζουν παρά μόνον σ’ αυτόν, που το όνομά του είναι γλυκύ σε κάθε στόμα, που είναι η μόνη γλυκύτητα, η τέλεια ζωή, αυτόν που έχει άφθονα πλούτη ελέους, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. τον όντως Θεόν ημών: ας είναι εκείνος η δύναμη σον, η βοήθειά σου, αυτός που σε συγχωρεί!». Η συνεχής επίκληση του ονόματος του Ιησού είναι το πιο σίγουρο μέσο σωτηρίας: αυτά τα λόγια ανταποκρίνονται σ’ εκείνα του Αμμωνά που συμβούλευε στον μοναχό που ήθελε να σωθεί, την αδιάλειπτη επανάληψη της προσευχής του τελώνη. Η επίκληση του ελέους και η δέηση για βοήθεια δεν διατυπώνονται εδώ ρητά, όμως το όνομα του Ιησού θεωρείται το μόνο που παρέχει βοήθεια και έλεος.
Μια μέρα, όπως διηγείται το ίδιο βιβλίο, ο Ευάγριος επισκέφθηκε τον Μακάριο, βασανισμένος από τους λογισμούς του και τα σωματικό πάθη: «Πάτερ μου, τον είπε. πες μου ένα λόγο, για να ζήσω χάρη σ’ αυτόν!» Ο Μακάριος απάντησε με τρόπο παραβολικό: «Δέσε τα σχοινιά στο κατάρτι για να κρατηθεί το πανί, και, με τη χάρη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, το καράβι θα περάσει τα διαβολικά κύματα, τις τρικυμίες αυτής της πλανεύτρας θάλασσας και την ζοφερή σκοτεινιά αυτού του μάταιου κόσμου». Ο Ευάγριος ερωτά: «Τί σημαίνει το πλοίο; Τί σημαίνουν τα σχοινιά; Τί σημαίνει το κατάρτι;» Ο αββάς Μακάριος εξηγεί: «Το καράβι είναι η καρδιά σου: φύλαγέ την! Τα σχοινιά είναι το πνεύμα σου: πρόσδεσέ το στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό· αυτός είναι το κατάρτι που δαμάζει τις τρικυμίες και τα διαβολικά κύματα, που παλεύουν με τους αγίους. Αλήθεια, δεν είναι εύκολο να λες σε κάθε αναπνοή: Κύριε Ιησού Χριστέ, ιλάσθητί μοι; Ευλογώ σε Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθησόν μοι!» Και, χρησιμοποιώντας μία άλλη παραβολή των νερών, συνεχίζει: «Ενώ το ψάρι γλύφει ακόμη το κύμα, θα πιαστεί χωρίς καν να το αντιλη¬φθεί» {με το κύμα παρομοιάζονται οι κακές ηδονές αυτού του κόσμου και με το ψάρι εκείνος που του αρέσουν). «Όμως, αν είμαστε προσηλωμένοι σ’ αυτό το σωτήριο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αυτός θα πιάσει τον διάβολο από τα ρουθούνια (πρβλ. Ιώβ μ’, 25-26), για το κακό που μας έχει κάνει, κι εμείς οι αδύνατοι θα γνωρίζουμε πως η βοήθεια έρχεται από τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό». Εδώ η επίκληση του ονόματος του Ιησού, που θεωρείται πάντοτε «σωτήριον» και πλήρες βοηθείας, συνοδεύεται από μία ρητή έκκληση για στήριξη και έλεος: «ιλάσθητί μοι!… Βοήθησόν μοι!» Μια ακόμη λεπτομέρεια είναι αξιοπρόσεκτη: η επίκληση αυτή γίνεται σε κάθε αναπνοή, πράγμα που σημαίνει, όχι μόνον ότι είναι συνεχής, αλλά και ότι είναι προσαρμοσμένη στον ίδιο τον ρυθμό της αναπνοής, όπως αυτό συμβαίνει συχνά στους ησυχαστές συγγραφείς.
Η επίκληση του «σωτηρίου» ονόματος του Ιησού σημαίνει τη σιγουριά της ίδιας της παρουσίας του Σωτήρα, που λυτρώνει από τους πόνους του σώματος και από εκείνους της ψυχής. Μια μέρα, ο Μακάριος επισκέφθηκε ένα γέρο μοναχό που ήταν στο κρεβάτι άρρωστος. Ο γέροντας είχε προτίμηση στο «σωτήριον και ευλογητόν» όνομα του Ιησού. Ο Μακάριος τον ρώτησε για την υγεία του (ή για τη σωτηρία του: η αντίστοιχη κοπτική λέξη έχει και τις δύο σημασίες)• ο γέροντας του απάντησε τότε χαρούμενος: «Επειδή επιμένω να λαμβάνω αυτή τη γλυκεία τροφή ζωής, το άγιο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, είχα την ευτυχία, μέσα στη γλύκα του ύπνου, να δω σε όραμα τον βασιλέα Χριστό, όμοιο με Ναζωραίο. Μου είπε τρεις φορές: Κοίτα! Εγώ είμαι και όχι κανένας άλλος! Μετά ξύπνησα καταχαρούμενος και ξέχασα τον πόνο μου».
Σε όλα αυτά τα κείμενα τονίζεται η «γλυκύτητα» που γνωρίζει όποιος αφοσιώνεται στην επίκληση του ονόματος του Ιησού. «Πάτερ μου, ρώτησε, μια μέρα, τον Μακάριο ένας νέος μοναχός, δείξε μου τί είναι γλυκύ και τί είναι πικρό». Ο Μακάριος απαντά με μία χαριτωμένη παραβολή: «Λέγεται ότι όταν η μητέρα αφήνει το παιδάκι της να πατήσει κάτω, του δίνει κάτι γλυκό στο χέρι του, για να το γλύψει, αντί να φάγει από κάτω καμιά βρωμιά, και να πεθάνει. Σύγκρινε λοιπόν τη βρωμιά με την αμαρτία και με την ηδονή. Όσο για το τί είναι γλυκύ, αυτά είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, το αληθινό μαργαριτάρι». Σε άλλο σημείο πάλι, εμπνεόμενος πάντοτε από το χωρίο του Ιακώβου, ο Μακάριος λέγει: «Είθε η πηγή, που αναβλύζει από τα βάθη της καρδιάς μας, να μη βγάζει ό,τι είναι πικρό (δηλαδή τους κακούς λογισμούς), αλλά να δίνει αδιάκοπα αυτό που είναι γλυκύ, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό».
Ο τύπος προσευχής, ο πιο διαδεδομένος στους μοναχούς της Αιγύπτου, ήταν αυτός που ονόμαζαν μελέτη: ο όρος αυτός σήμαινε αδιάκοπο μονολόγισμα, χαμηλόφωνα και από μνήμης, της Αγίας Γραφής. Αυτή η άσκηση είχε το πλεονέκτημα ότι τους επέτρεπε να εκπληρώνουν δύο εντολές, εξίσου υποχρεωτικές, σωματική εργασία και αδιάλειπτη προσευχή. Η νοερά προσευχή ταίριαζε τέλεια σ’ αυτό τον τύπο. Μια μέρα ένας αδελφός ζήτησε από τον Μακάριο να του εξηγήσει τον στίχο: «και έσονται… και η μελέτη της καρδίας μου ενώπιον σου διαπαντός» (Ψαλμ. ιη’.15). Ο Μακάριος απαντά: «Δεν υπάρχει πιο έξοχη μελέτη από αυτή του σωτηρίου και ευλογητού ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όταν το κρατάς μέσα σου σταθερά, σύμφωνα με τη γραφή: ως χελιδών, ούτω φωνήσω, και ως περιστερά, ούτω μελετήσω’ ( Ία. λη ‘. 14).

Έτσι πράττει ο δούλος του Θεού που έχει συλλάβει το σωτήριον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού».
Μερικά κείμενα της ίδιας ανώνυμης συλλογής περιγράφουν, με αρκετή ακρίβεια, την τεχνική αυτής της νοεράς προσευχής. Γνωρίζουμε ήδη ότι η επίκληση του ονόματος του Ιησού συνδέεται με την αναπνοή και ακολουθεί το ρυθμό της· έχει, όπως και η αναπνοή, μία διπλή κίνηση: αναβλύζει και επανέρχεται πίσω· αυτή η διπλή κίνηση συνοδεύεται από μια στιγμή ανάπαυλας. Αυτό σημειώνεται ωραία στα παρακάτω λόγια, που αποδίδονται κι αυτά στον Μακάριο: «Να έχεις στραμμένη την προσοχή σου στο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού¬ με καρδιά συντετριμμένη, κάμε το να αναβλύσει από τα χείλη σου, και τράβηξέ το πάλι πίσω σε σένα· μην το αποτυπώνεις στο πνεύμα σου με καμιά παράσταση, αλλά πρόσεχε όταν το επικαλείσαι: Κύριε Ιησού Χριστέ, ιλάσθητί μοι! Τότε καθώς θα σε αναπαύει, θα νοιώσεις την ανάπαυση της θεότητάς του μέσα σου, θα διώξει το σκοτάδι των παθών σου και θα φέρει στον μέσα άνθρωπο την αγνότητα του Αδάμ στον παράδεισο, αυτό το ευλογημένο όνομα που ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ονόμασε φως του κόσμου (Ιωάν. η’, 12), αυτή η γλυκύτητα από την οποία κανείς δεν χορταίνει, αυτή η αληθινή τροφή της ζωής». Η φράση: «μην το αποτυπώνεις στο πνεύμα σου με καμιά παράσταση» (πρόσωπο), δεν είναι αρκετά σαφής. Φαίνεται ότι έδώ υπάρχει μία ανάμνηση της «κα¬θαράς προσευχής» του Ευαγρίου: ο προσευχόμενος δεν πρέπει να έχει στο πνεύμα του καμία παράσταση, καμία μορφή ή δραστηριότητά του περιορίζεται αποκλειστικό στην προσοχή και μόνο σ’ αυτήν τότε δοκιμάζει μέσα του την ειρήνη, την ανάπαυση του Θεού. Το φως τον περιλούει, και, σ’ αυτή τη στάση καθαράς προσευχής, ξαναβρίσκει κάτι από την πρωταρχική αγνότητα.
Λίγο πολύ σε όλα αυτά τα κείμενα, και ιδιαίτερα στο τέλος του τελευταίου από τα παραπάνω μνημονευόμενα, υπάρχει μία σημαντική έκφραση που δεν έχουμε ακόμη επισημάνει: το όνομα του Ιησού είναι μία τροφή, μία τροφή πολύ γλυκεία. Αναπτύσσοντας αυτή την ιδέα, το κείμενο που ακολουθεί ανατρέχει σε μία παραβολή που περιγράφει ωραιότατα το «μάσημα», που συνιστά αυτή η αδιάκοπη επίκληση του ονόματος του Ιησού. Ένας αδελφός ερωτά τον Μακάριο: «Ποιά είναι η καλύτερη απασχόληση για τον μοναχό που αφοσιώνεται στην άσκηση;» Απάντηση του Μακαρίου: «Ευτυχής είναι εκείνος που θα βρεθεί να επαναλαμβάνει αδιάκοπα και με καρδιά συντετριμμένη το ευλογημένο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, γιατί, αληθινά, δεν υπάρχει απασχόληση, μέσα σ’ όλο το εύρος της άσκησης, που να είναι ανώτερη από αυτή την μακάρια τροφή: αν την μασάς αδιάκοπα, όπως κάνει το πρόβατο όταν επαναφέρει την τροφή στο στόμα του κι απολαμβάνει την γλυκύτητα από αυτό το μάσημα, μέχρις ότου η τροφή φθάσει στα φυλλοκάρδια του και σκορπίσει εκεί μια ευχαρίστηση και μια ευεξία, ευεργετική για τα σπλάγχνα του και για όλο το εσωτερικό του σώματός του. Δεν βλέπεις πόσο ομορφαίνουν τότε τα μάγουλά του, γεμάτα από τη νοστιμάδα της τροφής που μασάει στο στόμα του; Είθε ο Κύριος ημών να μας αξιώσει γι’ αυτή τη χάρη, με το γλυκύ και ευεργετικό του όνομα».
Σ’ ένα άλλο χωρίο, πολύ γραφικό, ο Μακάριος κάνει χρήση μιας άλλης παραβολής, ίσως ακόμη πιο παραστατικής: «Θυμάμαι, στα παιδικά μου χρόνια, όταν ήμουν στο σπίτι του πατέρα μου, παρατηρούσα ότι οι γερόντισσες και οι κοπέλες είχαν στο στόμα τους και μασούσαν μαστίχα, για να γλυκάνει το λαιμό τους και το σάλιο τους, διώχνοντας την άσχημη μυρωδιά από το στόμα τους, να λιπάνει και να δροσίσει το συκώτι και τα σπλάγχνα τους. Αν αυτό το υλικό πράγμα δίνει μια τέτοια γλυκύτητα σ’ αυτούς που το μασούν και το αναμασούν, πόσο περισσότερο αυτό ισχύει για την τροφή της ζωής, την πηγή της σωτηρίας, την πηγή τον γάργαρου νερού, την πιό γλυκιά από κάθε άλλη γλυκύτητα, τον Κύριον ημών Ιησού Χριστό, αυτόν που το τίμιο και ευλογημένο του όνομα κάνει τους δαίμονες να διαλύονται σαν καπνός, όταν το ακούνε από το στόμα μας; Αυτό το ευλογημένο όνομα, αν το μασάμε και το ξαναμασάμε διαρκώς, παρέχει αποκαλύψεις στο νου μας. τον ηνίοχο της ψυχής και του σώματός μας, διώχνει όλους τους κακούς λογισμούς έξω από την αθάνατη ψυχή μας και μάς αποκαλύπτει τα επουράνια, και κυρίως εκείνον που είναι στους ουρανούς, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τον Βασιλέα των βασιλέων, τον Κύριο των κυρίων, την ουράνια ανταμοιβή όσων τον αναζητούν με όλη τους την καρδιά».
Αυτά τα κείμενα, από τα οποία διαπιστώνεται μία εμπεριστατωμένη διδασκαλία και μία καλά εδραιωμένη πρακτική για την νοερά προσευχή, αποτελούν άραγε αυθεντικά λόγια του αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, του φημισμένου προδρόμου της μοναχικής ζωής στην έρημο της Σκήτεως; Αν ήταν έτσι, αυτά τα κείμενα θα συνιστούσαν την απόδειξη ότι από τον δ’ αιώνα οι μοναχοί της Αιγύπτου ήταν εξοικειωμένοι με τη νοερά προσευχή.
Η συλλογή των Αρετών του Αγίου Μακαρίου, στην οποία διατηρούνται αυτά τα κείμενα, αποτελείται από χωρία διαφορετικής προέλευσης. Εκεί υπάρχουν λόγια του Μακαρίου, που ανευρίσκονται ήδη στις αρχαιότερες συλλογές Αποφθεγμάτων και υπάρχει, κατά συνέπεια, η πιθανότητα να είναι αυθεντικά. Μερικά χωρία είναι αποσπάσματα των περίφημων Πνευματικών Ομιλιών, που μας μεταδόθηκαν με το όνομα του Μακαρίου, αλλά για τα οποία έχει διαπιστωθεί η συριακή καταγωγή. Τα κείμενα που αφορούν στη νοερά προσευχή ανήκουν σ’ εκείνα για τα οποία δεν υπάρχουν ίχνη πουθενά άλλου, και είναι πιθανόν να αποτελούν τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της συλλογής.
Σε ποιά εποχή απαρτίστηκε αυτή η συλλογή; Η ίδια δεν περιέχει καμία ένδειξη για το ζήτημα αυτό, αλλά είναι δυνατόν να χρονολογηθεί, χάρη σε άλλα έργα που έχουν συνταχθεί, προφανώς, την ίδια εποχή. Το χειρόγραφο σε μποχαϊρική διάλεκτο, όπου έχει διατηρηθεί η συλλογή, το Vat. Cort 64, περιέχει επίσης ένα Βίον του Αγίου Μακαρίου, με τον οποίο η συλλογή των Αρετών έχει στενή συγγένεια. Αυτός λοιπόν ο Βίος περικλείει αναφορές που επιτρέπουν να τον κατατάξουμε χρονολογικά στην αρχή της αραβικής εποχής, στο δεύτερο μισό του ζ΄ αιώνα ή στο πρώτο μισό του η΄. Επομένως το βιβλίο των Αρετών του Άγίου Μακαρίου συντάχθηκε κατά τη διάρκεια του πρώτου αιώνα της αραβικής κυριαρχίας. Στην ίδια εποχή ανήκουν, όπως φαίνεται, κι άλλα έργα που περιλαμβάνουν κι αυτά αναφορές στην πρακτική της νοεράς προσευχής. Ένα από αυτά, που διατηρήθηκε στο ίδιο χειρόγραφο, είναι μία συλλογή αποφθεγμάτων του αγίου Αντωνίου• σ’ αύτη ο Άγιος φαίνεται να δίνει σ’ ένα νέο μοναχό την παρακάτω συμβουλή: «Να τρέφεις την ψυχή σου με τον Λόγο του Θεού, με αγρυπνίες, με προσευχές και κυρίως με την αδιάκοπη ανάμνηση του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και, έτσι, θα μάθεις την τέχνη να κατανικάς τους κακούς λογισμούς». Ένα άλλο γραπτό κείμενο είναι ο βίος των αγίων Μαξίμου και Δομιτίου, που, όπως αναφέρει, αφηγείται τη ζωή δύο νεαρών ξένων που ήλθαν να μονάσουν κοντά στον άγιο Μακάριο, και τους οποίους παρουσιάζει ως γιους του αυτοκράτορα Βαλεντινιανού. Εκεί διαβάζουμε πως οι δύο άγιοι έκαμαν μια μέρα παρατήρηση στον αββά Ψόη, τον μελλοντικό βιογράφο τους, γιατί ξεστόμισε κάτι πολύ κοσμικό. «Στο είπαμε ήδη αρκετές φορές, αδελφέ Ψόη: είτε κάθεσαι μαζί μας είτε μένεις σπίτι σου, να προφέρεις το σωτήριον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, επαναλαμβάνοντάς το αδιάκοπα, γιατί αληθινά, αν αυτό το άγιον όνομα ήταν στην καρδιά σον, δεν θα είχες πει αυτό που μόλις είπες. Λοιπόν, από εδώ και πέρα, να προσέχεις τον εαυτό σου και να μην αμελείς το σωτήριον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αλλά να το επαναλαμβάνεις συνεχώς με όλη σου την καρδιά».
Αυτές οι γραπτές μαρτυρίες για τη γνώση και την πρακτική της νοερός προσευχής από τους μοναχούς της Αιγύπτου στους ζ’ και η’ αιώνες επιβεβαιώθηκαν, εδώ και λίγα χρόνια, από μια σπουδαία επιγραφική μαρτυρία. Τον Απρίλιο του 1965, στη διάρκεια της πρώτης μας ανασκαφικής εξόρμησης στην τοποθεσία Κελλιά, στην ομώνυμη αρχαία έρημο, που βρίσκεται ανάμενα στις έρημους της Νιτρίας και της Σκήτεως και είναι, όπως κι αυτές, πολύ γνωστή από τα Apophthegmata Patrum, είχαμε την καλή τύχη ν’ ανακαλύψουμε μια μεγάλη επιγραφή για τη νοερά προσευχή. Αυτή η επιγραφή με 29 αράδες δεν

είναι χρονολογημένη, αλλά ο αρχαιολογικός περίγυρος και η παρουσία χρονολογημένων επιγραφών στις γειτονικές αίθουσες μας επέτρεψαν να τοποθετήσουμε τη σύνταξη της επιγραφής ανάμεσα στα μέσα τού ζ’ και του η’ αιώνα. Η επιγραφή αναφέρεται και σε μία ένσταση που υπέβαλαν οι δαίμονες εναντίον της νοεράς προσευχής: «Αν φωνάζεις συνεχώς Κύριε Ιησού, δεν προσεύχεσαι στον Πατέρα ούτε στο Πνεύμα το Άγιο!». Η απάντηση που δίδεται σ’ αυτή την αντίρρηση, από την επιγραφή, είναι ότι ο Υιός είναι αχώριστος από τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα και ότι οποιοσδήποτε τον επικαλείται προσεύχεται ταυτόχρονα στην Αγία και Αδιαίρετο Τριάδα.
Η επιγραφή αυτή βρέθηκε ζωγραφισμένη στον τοίχο μιας αίθουσας που ήταν το ευκτήριο ενός κελλιού. Στην ίδια αίθουσα υπάρχουν άλλες επιγραφές που βεβαιώνουν ότι ο μοναχός που ζούσε σ’ αυτό το κελλί ήταν θερμός οπαδός της νοεράς προσευχής: «Ιησούς Χριστός το σωτήριον όνομα!», «Κύριε Ιησού βοήθησον ημίν!» Ο μοναχός αυτός δεν ήταν βέβαια ο μόνος στα Κελλιά που καλλιεργούσε στην πράξη την νοερά προσευχή. Όμως η αντιλογία που αναφέρεται παραπάνω δείχνει ότι η πρακτική αυτή είχε επίσης αντιπάλους στα Κελλιά, που την αμφισβητούσαν σαν να ήταν κάποιος καινοφανής τρόπος ευλάβειας του συρμού. Ίσως από αυτή την αμφισβήτηση να εξηγείται η επιμονή με την οποία οι γραπτές πηγές, που αναλύσαμε παραπάνω, συνιστούν την νοερά προσευχή, τυλίγοντάς την στην αυθεντία των αρχαίων που ήταν περισσότερο αναγνωρισμένοι, όπως του αγίου Μακαρίου, των «Ρωμαίων» μαθητών του Μακαρίου και ακόμη του ίδιου του αγίου Αντωνίου του Μεγάλου.
(Από το βιβλίο, «Aux origines du monachisme Chretien», μεταφρ. από τα γαλλικά:Απ. Αποστολίδης)
Πηγή: περιοδ. Σύναξη, τευχ. 35

Ιωάννης Κορναράκης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Η «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών»


Η «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών» είναι συλλογή πατερικών κειμένων, τα οποία έχουν ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο. Το περιεχόμενο αυτό αναφέρεται στη μυστική, δηλ. εσωτερική ψυχική εργασία της καθάρσεως του νου και της καρδίας. Γι’ αυτό τα πατερικά κείμενα της «Φιλοκαλίας» παρουσιάζουν διαστάσεις και όψεις της μυστικής θεολογίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επειδή δε η βίωση της μυστικής αυτής πνευματικής εργασίας πραγματοποιείται υπό τον όρο της αδιαλείπτου εγρηγόρσεως της ψυχής, της νήψεως, τα πατερικά αυτά κείμενα χαρακτηρίζονται και «νηπτικά».
Η λέξη «νήψις» ετυμολογείται από το ρήμα «νήφω», που σημαίνει- δεν πίνω οίνο, είμαι νηφάλιος, διάγω βίο εγκρατή, είμαι σώφρων, ήρεμος, κόσμιος. Επομένως τα νηπτικά πατερικά συγγράμματα είναι τα κείμενα εκείνα που, όπως θα λέγαμε σήμερα, παρουσιάζουν την «υπαρξιακήν» όψη της ηθικής και πνευματικής εργασίας της καθάρσεως του νου και της καρδιάς, με την οποία ο πιστός προσεγγίζει στην περιοχή της θείας παρουσίας και ενεργείας. Τα νηπτικά πατερικά κείμενα δεν είναι κείμενα αφηρημένων θρησκευτικών στοχασμών ή θεωρητικής ηθικής διδασκαλίας. Είναι «το μεγαλόπνοον απαύγασμα ηγιασμένου ασκητικού βιώματος θειοτάτων πατερικών μορφών, επί των οποίων επέλαμψε το πανάγιον και φωτιστικόν πνεύμα». Για τούτο πολύ εύστοχα η «Φιλοκαλία», συγκρινόμενη προς τα λοιπά πατερικά κείμενα, χαρακτηρίζεται από τους εκδότες της εκδόσεως που κυκλοφορεί, ως το «Αγιον των Αγίων».
Η «υπαρξιακή» σημασία των νηπτικών πατερικών κειμένων καταφαίνεται στις ημέρες μας από την εκτίμηση που εκδηλώνουν προς αυτά όλο και περισσότεροι πνευματικοί άνθρωποι, θεολόγοι, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι. Μάλιστα σε ορισμένες εποχές ηθικής και πνευματικής κρίσεως ένα μεγάλο μέρος των πιστών της ορθοδόξου Εκκλησίας βρήκε στα νηπτικά πατερικά κείμενα την «πηγήν του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιω. 4,14).
Στον πρόλογο της εκδόσεως της «Φιλοκαλίας», που κυκλοφορεί σήμερα, υπενθυμίζεται ότι η πρώτη έκδοσή της προκάλεσε «ενθουσιαστικόν συναγερμόν εις το ορθόδοξον πλήρωμα… Ολόκληρη η έκδοσις της Βενετίας του 1782 εγένετο ανάρπαστος από μονάζοντας και μη, εις τας περιοχάς των Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Εκκλησιών, αλλά και πέραν αυτών». Είναι δε πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μια εργασία του γνωστού ρωμαιοκαθολικού θρησκειοψυχολόγου Καθηγητού Γεωργίου Wunderle με θέμα, «Ψυχολογία της ησυχαστικής προσευχής», που κυκλοφόρησε το έτος 1947, έγινε κυριολεκτικώς ανάρπαστη και εκδόθηκε για δεύτερη φορά. Ο Wunderle υπογραμμίζει ζωηρά πως υπάρχουν στην Ευρώπη πολλοί απλοί άνθρωποι αλλά και διανοούμενοι που δεν ενδιαφέρονται απλώς για την «Φιλοκαλία» αλλά που ασκούνται και υποτάσσονται στους κανόνες της νηπτικής ζωής της «Φιλοκαλίας».
Έτσι τα νηπτικά πατερικά κείμενα δεν προορίζονται μόνο για τους μοναχούς και τους ασκητές. Απευθύνονται πάντοτε προς όλους αυτούς τους πιστούς, που, συνεπείς στην προτροπή του Κυρίου· «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε» (Ματθ. 26, 41), προσπαθούν να αγωνίζονται «νομίμως» (Β’ Τιμ. 2,5) τον καλό αγώνα της πίστεως. Με το πνεύμα δε αυτό προλογίζοντας την πρώτη έκδοση της «Φιλοκαλίας» ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης προσκαλεί τους λαϊκούς και τους μοναχούς να αξιοποιήσουν υπαρξιακά τους θησαυρούς των πατερικών νηπτικών κειμένων.
«Έλθετε πάντες όσοι κλήσεως ορθοδόξου τυγχά¬νετε μέτοχοι, συνάμα Λαϊκοί τε και Μοναχοί, οι την εντός υμών ούσαν του Θεού Βασιλείαν και τον εν τω αγρώ της καρδίας κεκρυμμένον ευρηκέναι σπουδάζοντες θησαυρόν, ος έστιν ο γλυκύς Ιησούς Χριστός· ίν’ όπως, της περί τα κάτω αιχμαλωσίας, και της περιφοράς του νοός υμών ελευθερωθέντος, και της καρδίας των παθών καθαρθείσης, διά της αδιάλειπτου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φοβεράς επικλήσεως, και των λοιπών συνεργών αρετών, των εν τη παρούση Βίβλω διδασκομένων, ενωθείητε μεν προς εαυτούς, δι’ εαυτών δε και προς Θεόν, κατά την προς τον Πατέρα του Κυρίου παράκλησιν, ίνα ώσι, λέγοντος, εν, ως ημείς εν έσμεν.. .». Πράγματι, η μεγάλη υπηρεσία που και σήμερα ημπορεί να προσφέρει η έμπρακτη μελέτη των πατερικών νηπτικών κειμένων είναι η ψυχική ανασυγκρότηση και εσωτερική ενοποίηση της προσωπικότητας του χριστιανού που θα ήθελε να βιώνει αυθεντικά την πιστή του στο Χριστό. Είναι φανερό πλέον ότι ο σύγχρονος τρόπος ζωής διεγείρει ενδιαφέροντα που ανήκουν στην περιοχή της ανέσεως, του υλικού κέρδους, της ηθικής χαλαρώσεως και γενικά της εγωιστικής και ατομικιστικής επιδιώξεως. Μέσα στο πνεύμα καθενός ανθρώπου παγιώνεται αδιάσειστα η βασική σκέψη πως πρέπει να κυνηγά καθετί που εξασφαλίζει άνεση, ευχαρίστηση και υλική ασφάλεια. Αλλά μια τέτοια υπαρξιακή προοπτική γεννά τυραννικό άγχος μέσα στο βάθος της ανθρώπινης προσωπικότητας και διασπά την εσωτερική της ενότητα. Κάνει τον άνθρωπο δίψυχο και επομένως «ακατάστατον εν πάσαις ταις οδοίς αυτού» (Ιακώβ. 1,8).
Η αγχωτική αυτή ψυχολογική πραγματικότητα, που είναι προϊόν της ηθικής κα! πνευματικής αναπηρίας του συγχρόνου χριστιανού, υπογραμμίζει επίσης την ανεκτίμητη σημασία των πατερικών νηπτικών κειμένων. Όπως λέγει ο άγιος Νικόδημος, το ουσιαστικό αποτέλεσμα της υπαρξιακής αξιοποιήσεως των κειμένων αυτών είναι η εσωτερική ενότητα της προσωπικότητας του πιστού και συνεπώς η ενότητα αυτού με τον Θεό.
Αξίζει λοιπόν να εντρυφήσει κανείς στις δροσιστικές, αλλά πολλές φορές και καυστικές, σελίδες της «Φιλοκαλίας» για να αποκτήσει την πνευματική εκείνη διαύγεια που θα τον κάνει ικανό να πραγματώνει την απροκατάληπτη αυτοθεώρησή του. Η μελέτη των νηπτικών πατερικών κειμένων μπορεί πάντοτε και κατ’ εξοχήν σήμερα να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε το είδος και την ποιότητα του πνευματικού μας περιεχομένου. Μια τέτοια αυτοθεώρηση είναι η μοναδική αφετηρία για μια δυναμική πνευματική προσπάθεια προς ενοποίηση και εξαγιασμό της ψυχής μας.
(Ιωάννου Κορναράκη, «Φιλοκαλικά θέματα», εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη – Θεσ/νίκη, σ. 5-10)