Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Ο Γέρων Άνθιμος Αγιαννανίτης όπως τον είδαν οι σύγχρονοί του


anthimos_agiannanitis (1)του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
κυρού Χριστοδούλου
Σ’ ένα απέριττο μοναχικό ταφο, στο φτωχικό κοιμητήρι που βρίσκεται πίσω από το Κυριακό της αγιορείτικης Σκήτης της Αγίας Άννης, κυριολεκτικά μεταξύ ουρανού και γης, αναπαύεται από τις 28.6.96 το χοϊκό σκήνος του Γέροντος Ανθίμου του Πνευματικού, μιας από τις σπάνιες φυσιογνωμίες που ανέδειξε στον αιώνα μας το «Περιβόλι της Παναγιάς», το Άγιον Όρος. Οι προσκυνητές της Αγίας Άννης είχαν για πολλά χρόνια το ακριβό προνόμιο να επισκέπτονται το κελλί του, που μοιάζει με αητοφωλιά σ’ ένα από τα υψηλότερα σημεία της Σκήτης, τον Γέροντα Άνθιμο, που και μόνο με την βιβλική του φυσιογνωμία εντυπωσίαζε.
Επί 63 χρόνια οικιστής του Άθω, ο μακαριστός Γέρων έμοιαζε με κάποιον παληό Προφήτη, καθώς η εκ πρώτης όψεως αυστηρή μορφή του και η κατάλευκη γενειάδα του σε συνήρπαζαν. Κάπως έτσι, σκεφτόσουν, θα έπρεπε να ήσαν οι Προφήτες του Ισραήλ, στους οποίους ο Θεός εμπιστευόταν κάθε φορά τοθέλημά Του.
Κι όμως αυτός ο Γέρων κατά βάθος ήταν, όπως όλοι οι γνήσιοι άνθρωποι του Θεού: όλος αγάπη, όλος στοργή, όλος θέρμη για καθέναν πού έφθανε μέχρι το απόμερο ενδιαίτημά του. Κι όταν έβγαινε από το Άγιον Όρος κι ερχόταν στον «κόσμο», δεν έχανε ποτέ την παρθενική του αθωότητα, εκείνο το μειλίχιο ύφος, που λες και σνομπάρει κάθε φορά τις πολυπραγμοσύνες και τις μικρότητες των «κοσμικών».
Μικρός το δέμας και καλωσυνάτος Γέρων, ο παπα-Άνθιμος ο Πνευματικός είχε επάνω του κάτι το θεϊκό. Τον είπαν «χαρισματικό» και «ουράνιο άνθρωπο». Άλλοι «θεοφόρο Πνευματικό και σοφό διδάσκαλο». Και άλλοι «σπουδαστή της ερήμου».
Η αλήθεια είναι ότι η πολυετής άσκηση του χάρισε διορατικότητα, σοφία και διάκριση, καρποί των οποίων ήταν η ταπείνωσή του, η αγάπη του και η ανεπιτήδευτη εξωτερική συμπεριφορά του, όλα εκφραστικά της βιωματικής εμπειρίας που του είχε χαρίσει η κατά Χριστόν ζωή, που με θαυμαστή συνέπεια ακολούθησε όλα τα χρόνια της επίγειας ζωής του. Πήγε στο Άγιον Όρος σε ηλικία 17 ετών, πριν καν γνωρίσει καλά-καλά τον κόσμο και τα προς χαμαιζηλίαν κακά του. Παιδί ακόμη αμούστακο, νεαρός έφηβος, παρακινούμενος από ένθεο ζήλο για την πνευματική τελείωση, ο Κωνσταντίνος Ζαφειρόπουλος ξεκίνησε από το χωριό του, τους Καλλιάνους της Κορινθίας, έχοντας τελειώσει το τότε σχολαρχείο, και πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στον αγιασμένο τόπο του Άθωνος, επιλέξας εις κατοίκησιν την ιεράν Σκήτην της Αγίας Άννης, το θεοφρούρητο αυτό κάστρο της ασκητικής Ορθοδοξίας, με τους ευάριθμους μέν, αλλά πολύαθλους οικιστές του.
Ποθών τον βίον της ασκήσεως, έφθασε στα ιερά αυτά σκηνώματα, παρακινούμενος από τη μυστική εκείνη φωνή, που εκ των ένδον προερχομένη, παρωθεί τον άνθρωπο σε μεγάλα βήματα προς την κορυφή της θεώσεως. Ανεξιχνίαστες είναι οι βουλές του Κυρίου και ανεξερεύνητα τα κρίματά Του. Ποιος μπορεί να εξηγήσει τους μυστικούς αυτούς μηχανισμούς που λειτουργούν μέσα στην ανθρώπινη καρδιά, και υπαγορεύουν στα «μωρά του κόσμου και τα εξουθενωμένα» ένα τρόπο ζωής που διαφέρει τόσο πολύ από εκείνον των πολλών; Ποιος έχει την δύναμη να προσπελάσει σ’ αυτό το μυστήριο και να δώσει μια πειστική απάντηση στο ερώτημα που πλανάται, κάθε φορά που το φαινόμενο της αναχώρησης προκαλεί και δέος και σκάνδαλο στους ανθρώπους του κόσμου; Κανείς άλλος, παρά μόνον ο ίδιος ο άνθρωπος που επιλέγεται κάθε φορά να βιώσει μέσα του τη δύναμη του πόθου της αφιέρωσης, που θεωρεί τα πάντα σκύβαλα μπροστά στη θέα του Θεού, στην αιχμαλώτευση του Ηγαπημένου.
Το 1930 κάνει το μεγάλο βήμα. Να γίνει Αγιαννανίτης. Η φήμη της Σκήτης εκείνη την εποχή τον συνεπαίρνει. Εντάσσεται στη συνοδεία του περιώνυμου Γέροντος Γαβριήλ του εκ Μαδύτου, που τον κείρει μοναχό και αναλαμβάνει και την πνευματική του καθοδήγηση. Κοντά στον Γέροντα αυτόν και τον αόμματο αυτάδελφό του Γέροντα Μιχαήλ, παρέμεινε ο Άνθιμος υποτασσόμενος με θέληση και δύναμη αγγέλου, υπηρετώντας τους με παραδειγματική αφοσοίωση, ταπείνωση και υπακοή. Εκεί εγνώρισε τα μυστικά του αοράτου πνευματικού πολέμου, την εκ του συστάδην μάχη του πνεύματος, τα όπλα της πνευματικής στρατείας, τις πτώσεις και τις νίκες, Η πνευματική του πρόοδος φαίνεται και από το γεγονός ότι μετά τριετίαν, δηλαδή το 1933, εχειροτονείτο διάκονος στο Κυριάκο της Αγίας Άννης από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Ιερόθεο, μόνιμο και αυτόν οικήτορα του Όρους, για να επακολουθήσει έπειτα και πάλι από τρία χρόνια, το 1936,η εις πρεσβύτερον χειροτονία του από τον ίδιο Μητροπολίτη. Στο Όρος δεν γίνεσαι εύκολα «Παπάς». Γιατί το να είσαι ιερομόναχος σημαίνει να είσαι λειτουργός καθημερινός, ευλογών και αγιάζων τους αδελφούς. Και το έργο αυτό δεν το εμπιστεύονται στον καθένα. Ο «Παπάς», όπως λέγεται θωπευτικά στο Άγιον Όρος ο ιερομόναχος, είναι πρόσωπο αξιοσέβαστο, αξιόπιστο και αξιοζήλευτο. Τέτοιο πρόσωπο κατάφερε να γίνει μέσα σε έξη χρόνια ο παπα-Άνθιμος, ξεπερνώντας με ταχύτητα τα εμπόδια στην ανοδική του πορεία και ξεφεύγοντας από τις παγίδες του πονηρού. Με τη χάρη της ιερωσύνης ο Γέρων εξελίσσεται βαθμηδόν σε έμπειρο οδηγόψυχών, σε θεραπευτή των τραυμάτων που ανοίγει στην ψυχή η αμαρτία, σε αναιρέτη του πονηρού.
Πολύ αργότερα ανυψώνεται σε Πνευματικό. Τη χειροθεσία του προσφέρει ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων ο Παπαγεωργίου, και ο ίδιος αγιορείτης και λάτρης του μοναχισμού. Ο Πνευματικός στο Άγιον Όρος είναι ο αυθεντικός διερμηνέας της θείας βουλής. Γνώστης το κατά δύναμιν των ιερών Κανόνων, των αγιορείτικων αποφάνσεων, της πρακτικής απόκρουσης των πειρασμών του αλάστορος, αλλά και των αδυναμιών της ανθρώπινης ψυχής, καλείται κάθε φορά όχι μόνο να ανακουφίσει τις ψυχές από το βάρος των ανομιών των, αλλά και να θεραπεύσει πληγές και τραύματα με το έλαιον της θείας ευσπλαχνίας και τον οίνον της πνευματικότητος. Και ο παπα-Άνθιμος δεν άργησε να αποκτήσει όνομα φημισμένου Γέροντος – Πνευματικού, γεμάτου αγάπη προς το πλάσμα του Θεού, «το μέγα τραύμα, τον άνθρωπον». Όσοι τον εγνώρισαν, ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια, απεκόμιζαν την εντύπωση ενός χαριτωμένου Γέροντα, με ανθρωπιά και γλυκύτητα, αλλά ταυτόχρονα με προσήλωση στην Παράδοση. Συνεδύαζε κατά αριστοτεχνικό τρόπο την πατρικότητα με την στοργή, τη φιλικότητα με την απόσταση, την παραδοσιακότητα με τον ρεαλισμό, την ασκητικότητα με την διάκριση. Ήταν ένας σοφός Γέρων με όλη τη σημασία της λέξεως. Εγνώριζε και σεβόταν το μέτρο, τα όριά του, τη χρήση του. Γι’ αυτό και όσοι τον συμβουλεύονταν έμεναν στο έπακρον ικανοποιημένοι. Νουνεχής, πρακτικός και απλός, όπως ήταν στη ζωή του, έτσι ήταν και στα λόγια του. Γελούσε αυθόρμητα και συνοφρυωνόταν με νόημα. Δεν είχε στη συμπεριφορά του τίποτε το επιτηδευμένο και ψεύτικο. Ήταν αυθεντικός.
Επειδή ήταν αυστηρός στον εαυτόν του, φερόταν με επιείκια στους άλλους. Στο βλέμμα του ξεχώριζες τον ασκητή της ερήμου, που πολίζει την έρημο, Η Καλύβη του έγινε πολλές φορές καταφύγιο ψυχών ιερών. Πολλοί «κοπιώντες και πεφορτισμένοι» βρήκαν κοντά του ανακούφιση και παρηγοριά. Μιλούσε από την θεωτική εμπειρία του, γι’ αυτό και οι λόγοι του είχαν μια αξιοθαύμαστη πειθώ. Όταν μετείχε στις ιερές Ακολουθίες, λες και πετούσε στα ουράνια. Εξαϋλωμένος έμοιαζε μετά από κάθε θεία Λειτουργία. Μεταρσιωνόταν νους και καρδιά στον ουρανό. Τους αγίους θεωρούσε φίλους του Χριστού και δικούς του. Τους μιλούσε με απλότητα. Την Κυρία Θεοτόκο σεβόταν υπερβαλλόντως. Έφθασε στα όρια της θέωσης. Γι’ αυτό και ο Θεός του χάρισε το προορατικό χάρισμα. Το εχρησιμοποίησε μόνον εις δόξαν Θεού και ποτέ προς ιδική του προβολή και δόξα.
Στην Αθήνα κατέβαινε ενίοτε, για να εξομολογήσει. Ο λαός τον ανέμενε και στο επιτραχήλι του απέθετε τα βάρη των ανομιών του. Τα εσήκωνε αγόγγυστα. Αυτή ήταν η αποστολή του. Σεβόταν τους ανωτέρους του, τους Επισκόπους της Εκκλησίας, τον Πατριάρχη του. Σώζονται φωτογραφίες του με τον αείμνηστο Δημήτριο, με τον Παναγιώτατο Βαρθολομαίο. Τα μάτια του πετούν σπίθες από εσωτερική ικανοποίηση. Υπήρξε άνδρας εκκλησιαστικός.
Σε μια μου προσκυνηματική επίσκεψη στην Αγία Άννα προ ετών, με απεδέχθη στο Κυριακό, με τους άλλους Πατέρες, με περισσή αγάπη και σεβασμό. Μου επρότεινε να ευλογήσω με την επίσκεψη μου το Κελλίον του. Το έπραξα με προθυμία. Πετούσε από τη χαρά του σαν ενα απλό γεροντάκι. Μου διηγήθη τα της Καλύβης του, μου παρουσίασε τον υποτακτικό του, τον π. Χερουβίμ, με ξενάγησε με καύχηση εν Κυρίω στα διάφορα διαμερίσματα της Καλύβης, στο ναό, στην αυλή, στο μπαλκόνι. Έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, καθώς με έβλεπε να αποθαυμάζω τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής. Εκεί μέσα με τα χεράκια του πάνω από πενήντα χρόνια είχε δουλέψει κτίζοντας, σκάβοντας, φυτεύοντας, μεταφέροντας χώμα και πέτρες. Η φωλιά του ήταν κτισμένη με δομικό υλικό αίμα και ιδρώτα. Ποιος να το ‘ξερε ότι τον Ιούνιο του 1996 έμελλε να πέσει από μια πεζούλα, στην προσπάθειά του, τώρα στα 83 του, να φθάσει με τα χέρια του κάποια άκρη, να τη διορθώσει, να μη μείνει αγιάτρευτη η πληγή της αταξίας…
Η πτώση του υπήρξε μοιραία. Στις 28.6.96 εκοιμήθη στο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, όπου διεκομίσθη μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του. Επέστρεψε στο Κελλί του νεκρός. Το λείψανό του είχε μιάν ανείπωτη ομορφιά. Ο Γέρων μέσα στο φέρετρο κοιμόταν ήσυχα, αναμένων την σάλπιγγα του αγγέλου. Είχε ήδη τελειώσει τον δρόμο του, είχε τηρήσει την πίστη του, τώρα του απέμενε το βραβείο της άνω κλήσεως. Τον εκήδευσε η Κοινότης της Σκήτης με όλες τις τιμές. Τον έθαψαν στο κοιμητήρι. Πάνω από τον τάφο του ενας μαύρος ξύλινος σταυρός και δίπλα του ένας φοίνικας, σύμβολο της αθανασίας.
Ας έχουμε την ευχή του.
Περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία».
Σεπτέμβριος 1996.
Δεν πατούσε στο έδαφος
Οι ασώματοι Άγγελοι, ελεύθεροι από το βάρος του χοϊκού σαρκίου, έχουν την δυνατότητα να υπερίπτανται. Οι άνθρωποι στερούνται αυτής της ικανότητας. Ο Γέρων όμως, Άνθιμος, ως ισάγγελος, φαινόταν σε πολλούς να μετεωρίζεται και να μη πατά στο έδαφος. Έτσι τον είδε και ο κ. Εμμανουήλ Κόκκινος, ιδιοκτήτης ξενοδοχείου και εστιατορίου στην Ουρανούπολη, μπροστά στην πόρτα της καλύβας του. Παρόμοιο θέαμα αντίκρισε και ο κ. Ηρακλής Γεωργιάδης από την Θεσσαλονίκη στο Κυριακό της Αγίας Άννας. Μάλιστα δεν τον είδε μόνο να μην πατά στο έδαφος, αλλά τον είδε φωτολαμπή, να βγάζει σπίθες και να λάμπει σαν χρυσάφι στον ήλιο.
Θεραπεύει τον καρκίνο
Ο πατέρας ενός πνευματικού παιδιού του πατρός Ανθίμου είχε καρκίνο στον λάρυγγα. Οι γιατροί του είπαν ότι δεν παίρνει χειρουργείο. Η κατάστασή του ήταν πολύ προχωρημένη. Με θλίψη ανείπωτη ξεκίνησε το νεαρό πνευματικοπαίδι του, να τον συναντήσει. Μόλις έβαλε μετάνοια στον Γέροντα, αυτός, πριν προλάβει να του πει τον σκοπό της επισκέψεώς του του λέει:
-Ο πατέρας σου είναι άρρωστος. Θα προσευχηθώ γι’ αυτόν.
Πράγματι, μετά από λίγες ημέρες ο όγκος εξαφανίστηκε και οι γιατροί δεν πίστευαν στα μάτια τους. Κοιτούσαν και ξανακοιτούσαν την βιοψία, για να βεβαιωθούν. Ο νεαρός με κρυφή χαρά τώρα σπεύδει να συναντήσει πάλι στον θεραπευτή του πατέρα του και να του αναγγείλει τα ευχάριστα. Ο πατήρ Άνθιμος, όμως, πάλι τον πρόλαβε και του είπε:
—Δεν ξέρεις καϋμένε τι ζητάς! Ο πατέρας σου είχε εξομολογηθεί και ήταν έτοιμος. Έγινε, όμως, το χατίρι σου, για να βεβαιωθείς ότι ο Θεός είναι Ζών και ακούει των δεήσεών μας. Κλίνει πάντοτε «ους ευήκοον», γιατί είναι Πατέρας ευσυμπάθητος και πολυέλεος και πολυεύσπλαχνος.
Αργότερα ο Γέρων απεκάλυψε στο νεαρό πνευματικοπαίδι του την ηλικία του πατέρα του και του είπε:
—Ο πατέρας σου πήρε δέκα χρόνια παράταση!
Θα γίνεις μοναχός
Ο μοναχός Αρσένιος Γρηγοριάτης, ο νεώτερος, μας διηγήθηκε το εξής περιστατικό:
—Προτού πάρω την απόφαση να μονάσω, πήγα στον πατέρα Άνθιμο, να εξομολογηθώ. Όταν μου διάβασε την συγχωρητική ευχή, μου είπε ότι θα γίνω μοναχός, σε ποιό μοναστήρι θα πάω και ποιος θα είναι ο Γέροντάς μου. Παραξενεύτηκα τότε, γιατί δεν είχα εκείνη την εποχή λογισμό περί αφιερώσεώς μου. Αυτό, όμως, που ταυτόχρονα με την πρόρρησή του με εντυπωσίασε ήταν ότι κατά την διάρκεια της εξομολογήσεως ο Γέρων ευωδίαζε σαν ανοιξιάτικος κήπος. Η χάρη του Θεού, βλέπετε, τον επισκίαζε και μου τον παρουσίαζε όπως ακριβώς ήταν, δηλαδή, «ευωδία Χριστού»
Πήρε κουβέρτες για να σβήσει την φωτιά
Ο πατήρ Βαρλαάμ, Ιερομόναχος της Καλύβης του Αγίου Γεωργίου της Νέας Σκήτης, έβλεπε θαυμαστά σημεία, όταν ο πατήρ Άνθιμος λειτουργούσε. Μία φορά την ώρα της μετουσιώσεως των τιμίων Δώρων είδε τον Γέροντα τυλιγμένο στις φλόγες και ασυναίσθητα πήρε κουβέρτες και πετσέτες να τον τυλίξει. Όταν κατάλαβε ότι δεν ήταν αληθινή φωτιά έκανε πίσω και σταυροκοπήθηκε.
Παρόμοιο περιστατικό διηγείται και η κ. Γεωργακοπούλου από το Άργος. Είδε τον Γέροντα λειτουργούντα, πλημμυρισμένο από θείο φως, από το άκτιστο φως, που μόνο οι καθαροί στην καρδιά μπορούν να απολαμβάνουν.
Δεν έβρεχε στο σημείο που δουλεύανε
Ο πατήρ Κύριλλος από την Συνοδεία των Βολιωτών της Αγίας Άννης διηγείται ένα θαύμα, που έγινε, όταν διορθώνανε την οροφή της καλύβης των Εισοδίων του Γέροντος Ανθίμου. Είχαν ξεσκεπάσει την οροφή όταν ξαφνικά ο καιρός χάλασε και τα σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό της Σκήτης. Η μπόρα φαινόταν ότι πλησίαζε. Ο Πατήρ Άνθιμος ήρεμος πήγε στο ναό των Εισοδίων, πήρε την εικόνα της τριετίζουσας Κόρης και σταύρωσε τον ορίζοντα. Η βροχή σε λίγο άρχισε να πέφτει ραγδαία γύρω γύρω, όμως, από την καλύβα. Στο σημείο που δούλευαν, ούτε σταγόνα δεν έπεσε. Η ευχή του πατρός Ανθίμου είχε εισακουσθεί και η παρρησία του στην Κυρία Θεοτόκο ήταν ορατή από όλους.
Λύνει το πρόβλημα τον Συμβολαιογράφου
Ο Γέρων με κάποιο συμβολαιογράφο συζητούσαν για εναν συγκεκριμένο νόμο. Ενδιαφερόταν για το ησυχαστήριο των Ταξιαρχών στο Βύρωνα και είχε αντίθετη άποψη από αυτή που πρότεινε ο συμβολαιογράφος. Σε κάποια στιγμή ο Γέροντας σηκώθηκε και του είπε:
—Πήγαινε στον τάδε νόμο και στην τάδε σελίδα της ποινικής δικονομίας και θα βρεις την λύση όσων ισχυρίζομαι.
Σημειωτέον ότι ο Γέροντας ουδέποτε είχε ασχοληθεί με τέτοιου είδους θέματα. Απλώς είχε φώτιση Θεού και τα χείλη του ήταν πνευματοκίνητα. Την άλλη ημέρα ο Συμβολαιογράφος επιβεβαίωσε τα όσα ο Γέρων έλεγε.
Είναι παιδί της Παναγίας
Ο κ. Θεόδωρος Πουλόπουλος είχε πάει με τον γιατρό κ. Νικολάου, και τον αγιογράφο κ. Κουστώφ στο Άγιον Όρος. Ο Γέρων τους φιλοξένησε μα αβραμιαία αγάπη και το πρωί μετά την ακολουθία άρχισε την συζήτηση κάτω από την μεγάλη απλωταριά, Διηγείτο πολλά πνευματικά και ανέπτυσσε θεολογικά θέματα. Μεταξύ των άλλων είπε και για ένα προσωπικό του θαύμα, που το περιγράφει ο αυτήκοος ως εξής:
«Υπήρχε κάποιος άρρωστος μοναχός στην Νέα Σκήτη. Ο πατήρ Άνθιμος πρόθυμος πάντοτε να κοινωνεί «ταις χρείαις των αγίων» πήρε το ραβδάκι του και πήγε να τον επισκεφθεί και να τον εξομολογήσει. Στον δρόμο της επιστροφής έπιασε τρομερό μπουρίνι και έγινε μούσκεμα. Δεν υπάρχει, βλέπετε, σε αυτή τη διαδρομή κάποιο σημείο να προφυλαχθεί κανείς, Ο ίδρωτας της ανηφόρας και η βροχή ανακατεύθηκαν στο γηρασμένο κορμί του Γέροντος και κρύωσε. Πήγε στην Καλύβη του και έπεσε βαριά άρρωστος στο ασκητικό του κρεββάτι από πνευμονία. Εκεί που ξάπλωνε, βλέπει να πέφτει ο τοίχος του κελλιού του. Βλέπει τον ήλιο λαμπερό να ακτινοβολεί. Βλέπει δύο Αγγέλους να έρχονται να πάρουν την ψυχή του και να λέει ο ένας στον άλλο. Ας τον αφήσουμε λίγο ακόμα. Έχει έργο να επιτελέσει! Κοιτάζει όμως και προς την μεριά της Σιθωνίας και βλέπει πλήθος δαιμόνων να τραβιούνται σαν τα σκυλιά. Ένας κατάμαυρος από αυτούς, ο αρχηγός:
—Σηκωθείτε να πάρουμε αυτόν που μας πολεμάει.
Σηκώθηκε ο άλλος και είπε:
—Δεν μπορούμε να τον πάρουμε. Αυτός είναι παιδί της Παναγίας! Και εξαφανίσθηκαν».
Η υπακοή μας ανεβάζει στον ουρανό,
γιατί αποβάλλει την παρακοή των πρωτοπλάστων.
Αποβάλλει την οίηση, την αυταρέσκεια και μας εξομοιώνει με τον Θεό.
Ας αγωνιζόμαστε να ανέβουμε στο καθ’ ομοίωση,
γιατί το όμοιο με το όμοιο ενώνεται.
Να ενωθούμε με την πηγή τον φωτός, της αρετής και της αγαθότητος,
που είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός.
Να πεθαίνουμε συνεχώς προς την αμαρτία.
Να μή θαρρούμε για ό,τι καλό κάναμε στον εαυτό μας
καί αυτοεπαινώμεθα.
Όσο καί να σφάλλουμε, να μην απελπιζώμεθα
και να γνωρίζουμε οτι ο Θεός παραχωρεί
να αμαρτάνουμε, για να ταπεινωθούμε.
Αλλιώς δεν μπορούμε να εισέλθουμε
στην Βασιλεία των ουρανών.
Πηγή: Διμηνιαίο περιοδικό «Μοναχική Έκφραση», τ. 49, Ιερά Μονής Αγίου Νεκταρίου, Τρίκορφο Δωρίδος, Ιούνιος-Ιούλιος-Αύγουστος 2012.

ΠΕΡΙ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕΡΟΣ 11o

Ο Γέρο Υπάτιος ο Γρηγοριάτης


1_9… Δέν μπορῶ νά μή μνημονεύσω καί τόν Γέρο ῾Υπάτιο, γιά νά γνωρίσουν οἱ μεταγενέστεροι καί αὐτοῦ τήν μεγάλη προσωπικότητα.
Γεννήθηκε στό χωριό Κοσμᾶς τῆς Κυνουρίας τοῦ Νομοῦ Ἀρκαδίας τό 1892. Τό ὄνομά του ἦταν Γεώργιος Ρόρης τοῦ Δημητρίου. Στήν νεανική του ἡλικία ἔφυγε γιά τήν Ἀμερική νά εὕρῃ καλλίτερη ζωή. ῾Ο πόθος του ὅμως γιά μοναχική ἀφιέρωσι τοῦ κατέτρωγε τά στήθη καί τέσσαρες φορές πηγαινοερχόταν Ἀμερική-῾Ελλάδα. Τήν τελευταία φορά ἔμεινε στήν Ἀμερική μόνον 13 ἡμέρες.
Ἐκεῖ μέ κάποιο θεῖο του εἶχαν ζαχαροπλαστεῖο, καί ἔβγαζαν ἀρκετά χρήματα. ῞Οταν λοιπόν ἔμαθε ὁ θεῖος του, ὅτι ὁ Γιῶργος, θά φύγῃ καί πάλι γιά τήν ῾Ελλάδα, χωρίς νά ὑπάρχουν ἐλπίδες ὅτι θά ξαναγυρίσῃ, δέν τοῦ ἔδινε χρήματα γιά τό ταξείδι καί συνεχῶς τοῦ προκαλοῦσε ἐμπόδια. ῾Ο Γιώργης ὅμως δέν κάμπτετται εὔκολα, καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν τόν ἐγκαταλείπει. Πηγαίνει στό λιμάνι καί εὑρίσκει τόν πλοίαρχο ἑνός πλοίου πού ἔφευγε σέ λίγο γιά τήν ῾Ελλάδα. Τότε τά ταξείδια στό ἐξωτερικό ἦταν ἐλεύθερα καί δέν χρειαζόταν διαβατήρια καί ἄλλες διαδικασίες. Παρακαλεῖ τόν πλοίαρχον λοιπόν, νά τόν πάρη μαζί του καί σ᾿ ὅλο τό διάστημα μέχρι τήν ῾Ελλάδα, θά ἐργασθῇ μέσα στό πλοῖο του, ὡς μάγειρος καί ζαχαροπλάστης. ῾Ο πλοίαρχος, ὄχι μόνον μέ ἐνθουσιασμό τόν ἐπῆρε, ἀλλά καί τόν εὐγνωμονοῦσε γιά τά καλά φαγητά καί γλυκά πού παρασκεύαζε γιά τούς ταξειδιῶτες καί τό προσωπικό.
῞Ενα ἀπογευματάκι, κουρασμένος ὁ Γιώργης ἀπό τήν κουζίνα καί τούς καπνούς ὅπου ἐδούλευε μέσα στήν καμπίνα τοῦ πλοίου, βγῆκε γιά λίγο ἔξω νά πάρῃ τόν ἀέρα του. ῾Οπότε στήν πλώρη τοῦ πλοίου βλέπει ἕνα παράξενο φαινόμενο. Δύο κουτσουνούριδες δαίμονες νά παίζουν τραμπάλα καί νά γελοῦν σαρκαστικά. Τά πρόσωπά τους ἦταν κατάμαυρα καί προκαλοῦσαν ἀηδία στόν νεαρό Γιώργιο. Αὐτός ὅταν τούς εἶδε, κατάλαβε ὅτι ἤθελαν νά τοῦ προκαλέσουν τήν περιέργεια καί κάποιο κακό ἴσως νά τοῦ κάνουν. Ἀρχίζει τούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου, διότι τούς ἤξερε ἀπό στήθους, καί οἱ φαινόμενοι τραμπαλίστες ἔγιναν ἄφαντοι.
῞Οταν ἔφθασε στόν Πειραιᾶ, χωρίς ἀργοπορία, ἔβαλε σέ ἐφαρμογή τό σχέδιό του, νά γίνῃ μοναχός καί μάλιστα ἀσκητής καί ἐρημίτης. Ἐπῆρε λοιπόν στό χέρι δύο καρβέλια ψωμί καί μιά κουβέρτα στήν πλάτη καί ἀνεχώρησε γιά τό βουνό ῾Υμηττός. Εὑρῆκε μιά σπηλιά καί ἐκεῖ ἀναπαύθηκε. ῎Αλλο πρόβλημα δέν εἶχε ἀπό τά ἐπίγεια, παρά τό πῶς θἀ ἐξοικονομῇ τό ψωμί του, γιατί ὁ τόπος ἐκεῖ ἦταν ἄνυδρος καί τελείως βραχώδης. Εἶδε ἀπό μακρυά ἕνα τσοπάνη, πού σέ ἐκεῖνα τά μέρη ἔβοσκε τά γιδοπρόβατά του. Πρόλαβε ἀπό μακρυά καί τοῦ μίλησε ὁ τσοπάνης.
-Τί κάνεις ἐδῶ βρέ καλόπαιδο;
-Τίποτε δέν κάνω.
-Πῶς δέν κάνεις τίποτε ἀφοῦ σέ βλέπω ἐδῶ, φαίνεται γιά κάποιο σκοπό ἦλθες. Μήπως θέλεις νά κλέψῃς καμμιά γίδα ἤ κρύβεσαι νά ἀποφύγῃς τήν ἀστυνομία, γιά κανένα κακό πού ἔκαμες;
-῎Οχι, τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά πού λέγεις. ῏Ηλθα νά γίνω Καλόγερος.
-Μά ἐδῶ δέν ὑπάρχουν Μοναχοί καί Μοναστήρια. Τί θά κάνῃς ἐδῶ μόνος σου;
-Καί ποῦ πρέπει νά πάω γιά νά μονάσω;
-Θά πᾶς στό ῞Αγιο ῎Ορος. Ἐκεῖ ὑπάρχουν πολλοί Μοναχοί καί Μοναστήρια. Ἐκεῖ νά μείνῃς καί σέ κοινόβιο Μοναστήρι.
-Δέν ξέρω ποῦ εὑρίσκεται καί πῶς θά φθάσω ἐκεῖ;
-Ἐγώ θά σοῦ δείξω καί θά σέ διευκολύνω νά φθάσῃς ἐκεῖ.
Πράγματι ὁ δοῦλος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ὁ ἀγαθός Γεώργιος, μέ τά τότε δύσκολα συγκοινωνιακά μέσα, ἔφθασε στό ῞Αγιο ῎Ορος. Στίς Καρυές τόν συνήντησε ὁ Γέρο Στέφανος, ἀντιπρόσωπος τῆς Μονῆς μας τότε στήν ῾Ιερά Κοινότητα, καί τόν ἔφερε στό Μοναστήρι.
῏Ηλθε σέ ἡλικία 28 ἐτῶν. Ἀπό τήν ἀρχή διακρίθηκε γιά δύο μεγάλα χαρίσματά του. Μάγειρος καλός καί καλλίφωνος Ψάλτης. Ἐγνώριζε τήν μαγειρική καί τήν Ψαλτική τέχνη ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά ἐδῶ τίς τελειοποίησε. Διακρίθηκε καί ὡς ἄριστος καλλιγράφος. Πολλές Ἀκολουθίες τῆς Μονῆς μας μέ τίς ὡραῖες εἰκόνες ἀπό τήν φύσι καί τήν μοναχική παράδοσι, εἶναι δικά του ἔργα, πού κυριολεκτικά ἀπαθανάτισαν τό ὄνομά του στήν μνήμη τῶν Πατέρων καί τήν ἱστορία τῆς Μονῆς μας. Ἐργάσθηκε μέ φιλότιμο σ᾿ ὅλα τά διακονήματα τῆς Μονῆς. Ἐξελέγη προϊστάμενος καί ὑπηρέτησε ὡς ἐπίτροπος, ἀντιπρόσωπος καί ἐπιστάτης πολλές φορές. ῾Ως πρός τόν χαρακτῆρα του, ἦταν μερικές φορές ἀπότομος, ἀλλά στά πνευματικά του καθήκοντα εὐλαβής καί φιλακόλουθος.
Στίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του, ἤμουν καί ἐγώ ἄρρωστος στό νοκομεῖο. ῾Ο γιατρός μέ εἶχε βάλει σέ ἄλλο δωμάτιο, νά εἶμαι μόνος μου, διότι μέ ἐνωχλοῦσαν τά βογγητά καί οἱ πόνοι τῶν ἄλλων ἀσθενῶν. Τήν τελευταία του νύκτα ὁ Γέρο ῾Υπάτιος μοῦ λέγε: «῎Ελα νά μείνῃς μαζί μου αὐτό τό βράδυ, πάτερ ῾Ησύχιε». Δέν μοῦ ἐπιτρέπει ὁ γιατρός, λόγῳ τῆς ἀσθενείας μου, Γέρο ῾Υπάτιε.
-῎Ελα καί ἔχω κάτι πολύ σπουδαῖο νά σοῦ πῶ.
Ἐγώ ὅμως δέν ἐπῆγα καί ἔτσι ποτέ δέν ἔμαθα τί ἤθελε νά μοῦ ἀποκαλύψη ὁ εὐλογημένος αὐτός ἀδελφός. Τήν ἄλλη ἡμέρα τό πρωῒ, εἶχε παραδώσει τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Κυρίου. Αἰωνία του ἡ μνήμη. Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Τελειώθηκε ἐν Κυρίῳ στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς μας στίς 5 Φεβρουαρίου 1965 σέ ἡλικλία 73 ἐτῶν.
Μαρτυρία του Γέροντα Ησύχιου Γρηγοριάτη (1896-1999)

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ(+1891)




Η καρδία του ήταν ευαίσθητη. Είχε — την ικανότητα να αγαπάει χωρίς όρια κάθε άνθρωπο που βρισκόταν απέναντι του, ξεχνώντας τον ίδιο του τον εαυτό. Αύτη ή διαρκής παραμέληση του εαυτού του χάριν του πλησίον αποτελούσε την επιλεγμένη από τον στάρετς Αμβρόσιο στάση ζωής. Έλεγε: «όλη μου την ζωή δεν κάνω τίποτε άλλο παρά να σκεπάζω τις στέγες των άλλων, ενώ ή δική μου μένει τρύπια». Αλλά ή ανθρώπινη ύπαρξη δεν μπορεί να φθάσει στην υπέρτατη τελείωση, εάν δεν πάψει να υπάρχει γι' αυτήν την ίδια, εάν δεν δοθεί σε όλους. Αυτό είναι το θεμέλιο τού ευαγγελικού λόγου, ό όποιος, όταν βιώνεται μέχρι τέλους, κάνει τους αληθινούς χριστιανούς όμοιους με τον Θεό-γιατί ό Θεός είναι ή ζωντανή και προσωπική εστία κάθε αγάπης. 


Κανένα ανθρώπινο ελάττωμα, κανένα αμάρτημα δεν μπορούσε να γίνει εμπόδιο στην αγάπη τού Γέροντος Αμβροσίου• προτού κρίνει, συνέπασχε και αγαπούσε. Γι' αυτό τον λόγο οι αμαρτωλοί πήγαιναν κοντά του χωρίς φόβο, με εμπιστοσύνη και ελπίδα. Μια νέα ή οποία έμεινε έγκυος, εκδιώχθηκε από τον πατέρα της, έναν πλούσιο έμπορο, ό οποίος επί πλέον την καταράστηκε. Αυτή ζήτησε καταφύγιο και παρηγοριά κοντά στον στάρετς Αμβρόσιο, ό οποίος την δέχθηκε με γλυκύτητα και την εγκατέστησε  σε σπίτι φίλων σε μια γειτονική πόλη όπου μπόρεσε να φέρει στον κόσμο το παιδί της. 

Ό στάρετς σε τακτά διαστήματα έστελνε χρήματα στην νεαρή μητέρα, ή οποία ερχόταν να τον δει κατά καιρούς με τον γυιό της. Με την συμβουλή τού Γέροντα ή νέα γυναίκα, πού ήξερε να ζωγραφίζει, άρχισε να κερδίζει το ψωμί της φτιάχνοντας εικόνες. Μερικά χρόνια αργότερα ό έμπορος συμφιλιώθηκε με την κόρη του και αγάπησε πολύ τον εγγονό του.



Ό π. Αμβρόσιος επεδίωκε πρώτα ν' ανακουφίσει τις ανθρώπινες υπάρξεις από τον πόνο τους, πριν τις οδηγήσει στον δρόμο της αρετής. Προς το τέλος της ζωής του συχνά άκουγε κανείς να λέει με χαμηλή φωνή κουνώντας το κεφάλι: «Ήμουν αυστηρός στην αρχή του στάρτσεστβό μου, αλλά τώρα έγινα επιεικής. Οι άνθρωποι έχουν τόσον πόνο, τόσον πόνο!». Όταν υποδεχόταν τους καινούργιους του επισκέπτες, ό στάρετς πήγαινε πάντα στους πιο πονεμένους• διάλεγε αυτούς πού είχαν περισσότερη ανάγκη παρηγοριάς και έβρισκε τις κατάλληλες λέξεις, για να τους ξαναδώσει το θάρρος, την ελπίδα, την χαρά της ζωής. Εξίσου καλός προς όλους, εκδηλώνοντας ιδιαιτέρως την αγάπη του στους δυσάρεστους, στους ανυπόφορους, στους πωρωμένους αμαρτωλούς, τούς περιφρονημένους από την κοινωνία, ποτέ δεν απελπίσθηκε μπροστά στην άβυσσο των ανθρωπίνων αμαρτημάτων, ποτέ δεν είπε: «Δεν μπορώ να κάνω τίποτε γι' αυτό».



Βλαντίμιρ Λόσσκυ, Αγιοι Γέροντες της Οπτινα, Α', Όσιος Αμβρόσιος, β' έκδ., Σταυροπηγιακή και Συνοδική Ι. Μονή Οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κάλαμος Αττικής 2002, σελ 28-30.

Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες καλλιεργοῦν τὸν θεῖο ἔρωτα



Μέσα ἀπ’ τὴν Ἁγία Γραφὴ βγαίνουν ὅλα. Πρέπει νὰ τὴ διαβάζετε συνεχῶς, γιὰ νὰ μάθετε τὰ μυστικὰ τοῦ ἀγώνα τοῦ πνευματικοῦ. Στὴν ἀγαπημένη μου Σοφία Σολομῶντος, στὸ ἔνατο κεφάλαιο, λέει:
«Θεὲ πατέρων καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους, ὁ ποιήσας τὰ πάντα ἐν λόγῳ Σου καὶ τῇ σοφίᾳ Σου κατεσκεύασας ἄνθρωπον, ἵνα δεσπόζῃ τῶν ὑπὸ Σοῦ γενομένων κτισμάντων καὶ διέπῃ τὸν κόσμον ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν εὐθύτητι ψυχῆς κρίσιν κρίνῃ, δός μοι τὴν τῶν σῶν θρόνων πάρεδρον σοφίαν καὶ μὴ μὲ ἀποδοκιμάσῃς ἐκ παίδων σου, ὅτι ἐγὼ δοῦλος σὸς καὶ υἱὸς τῆς παιδίσκης σου, ἄνθρωπος ἀσθενὴς καὶ ὀλιγοχρόνιος καὶ ἐλάσσων ἐν συνέσει κρίσεως καὶ νόμων» (Σοφ. Σολομ. 9, 1-5).
Βλέπουμε ἐδῶ τὸν σοφὸ Σολομῶντα νὰ ζητάει μὲ τόσο ταπεινὸ τρόπο ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ σοφία Του. Κι ὁ Θεὸς τοῦ τὴν ἔδωσε πλουσιοπάροχα. Ὅλ’ αὐτὰ τὰ σοφὰ πράγματα ποὺ γράφει δὲν εἶναι δικά του. Ἐμπνέονται ἀπὸ τὸ αὐτὸ πνεῦμα μὲ τὰ λόγια τῶν κανόνων, ποὺ ἔγραψαν οἱ ὑμνογράφοι. Γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ πολὺ τ’ ἀγαπάω. Αὐτὰ νὰ διαβάζετε, σ’ αὐτὰ νὰ ἐντρυφᾶτε. Ἔτσι θ’ ἀποκτήσετε τὸν θεῖο ἔρωτα. Ἀκοῦστε κάτι ἀπ’ τὸν Τριαδικὸ Κανόνα:
«Τρεῖς ὑποστάσεις ὑμνοῦμεν θεαρχικάς, ἑνιαίας φύσεως, ἀπαράλλακτον μορφή, ἀγαθὸν φιλάνθρωπον Θεόν, τῶν πταισμάτων ἱλασμὸν ἡμῖν δωρούμενον».
Πές μου, πῶς τὰ ξέρω; Ἔχω τρέλα, μέθη, θεία μέθη. Δὲν τὰ χορταίνω. Λέει καὶ στὴν Ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως: «Καὶ οὕτω τοῦ τῇδε βίου ἀπάρας ἐπ’ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου, εἰς τὴν ἀΐδιον καταντήσω ἀνάπαυσιν, ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καὶ ἡ ἀπέραντος ἡδονὴ τῶν καθορώντων τοῦ Σοῦ προσώπου τὸ κάλλος τὸ ἄρρητον. Σὺ γὰρ εἶ τὸ ὄντως ἐφετὸν καὶ ἡ ἀνέκφραστος εὐφροσύνη τῶν ἀγαπώντων Σέ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ Σὲ ὑμνεῖ πᾶσα ἡ Κτίσις εἰς τοὺς αἰῶνας».
Εἶναι μιὰ πανήγυρις καὶ τὸ κέντρο ὅλης τῆς χαρᾶς εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τί εἶναι ἀκριβῶς, δὲν μποροῦμε στὸ βάθος νὰ τὸ καταλάβουμε, διότι ὁ Θεὸς εἶναι μυστήριο, εἶναι σιωπή, εἶναι ἄπειρος. Ὁ Θεὸς εἶναι πολὺ μυστικός, ἀλλὰ ὑπάρχει παντοῦ. Θεὸ ζοῦμε, Θεὸ ἀναπνέουμε, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ αἰσθανθοῦμε τὸι μεγαλεῖο Του, τὴν πρόνοιά Του. Συχνὰ κρύβει τὶς ἐνέργειες τῆς Θείας Του πρόνοιας. Ὅταν, ὅμως, ἀποκτήσουμε τὴν ἁγία ταπείνωση, τότε τὰ βλέπουμε ὅλα κι ὅλα τὰ ζοῦμε. Ζοῦμε τὸν Θεὸ ὁλοφάνερα κι αἰσθανόμαστε τὰ μυστήριά Του. Τότε πιὰ ἀρχίζουμε νὰ Τὸν ἀγαπᾶμε. Κι αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ τὸ ζητάει Ἐκεῖνος. Εἶναι τὸ πρῶτο ποὺ ζητάει γιὰ τὴ δική μας εὐτυχία, ὅπως λέει: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή» (Ματθ. 22, 37-38).
Μιὰ τέτοια ἀγάπη εἶχαν οἱ ἅγιοι. Τέτοια ἀγάπη εἶχε καὶ ὁ Ἅγιος, τοῦ ὁποίου φέρω τὸ ὄνομα, ὁ Ἅγιος Πορφύριος, Ἐπίσκοπος Γάζης. Τὸ πρῶτο τροπάριο τῆς ἕκτης ᾠδῆς στὸν κανόνα του λέει:
«Ἐφέσεως ἀληθοῦς ἐπέτυχες, ἐγκρατείᾳ ταπεινώσας τὰ πάθη καὶ πρὸν Θεὸν προσεχώρησας χαίρων, καὶ ὀρεκτῶν ἀκροτάτῳ παρίστασαι, Πορφύριε, ἱεραρχῶν καὶ ποιμένων κανὼν ἀκριβέστατος».
«Ἐφέσεως ἀληθοῦς ἐπέτυχες … καὶ πρὸς Θεὸν προσεχώρησας χαίρων: Ἀπὸ τὸ ἐπιθυμητὸ στὸ ἀνώτερο, ἀγάπησες τὸ ἄκρον ἐφετόν. Τὸ ἄκρον ἐφετὸν εἶναι ὁ Θεός, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἕνα εἶναι ὅλα τὰ πρόσωπα μεταξύ τους καὶ εἶναι ἕνα καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Χριστέ μου, εἶσαι ἡ ἀγάπη μου!
Δὲν σκέφτομαι τὸν θάνατο. Ὅ,τι θέλει ὁ Κύριος. Ἐγὼ θέλω νὰ σκέφτομαι τὸν Χριστό. Ἀνοῖξτε καὶ σεῖς τὰ χέρια σας καὶ ριχτεῖτε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Χριστοῦ. Τότε ζεῖ μέσα σας. Κι ὅλο νομίζετε ὅτι δὲν Τὸν ἀγαπᾶτε πολὺ καὶ θέλετε πιὸ πολὺ νὰ Τὸν πλησιάσετε καὶ νὰ εἶστε ἕνα μαζί Του. Περιφρονῆστε τὰ πάθη, μὴν ἀσχολεῖσθε μὲ τὸν διάβολο. Στραφεῖτε στὸν Χριστό. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, χρειάζεται νὰ ἔλθει ἡ χάρις. «Ἡ θεία χάρις ἡ πάντοτε τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα» (Εὐχὴ ἐπὶ χειροτονίᾳ).

Βίος καὶ Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου, σελ. 233-236

Περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ: “Ἕνας ἡσυχαστὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὴν καρδιὰ τῆς πόλης …”

Περιοδικό Σύναξη, τεύχος 117ΟΙ ΔΥΟ ΑΓΑΠΕΣ

Ὅπως προανέφερα, βασικὴ πεποίθηση τοῦ γέροντα Πορφυρίου ἦταν ὅτι τὸ σκοτάδι τὸ διώχνει τὸ ἄναμμα τοῦ φωτός. Ὅτι, μὲ ἄλλα λόγια, ἡ οὐσία τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ πραγμάτωση τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ θεμελιώδες στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἐνῶ ὅλα τὰ ἄλλα στοιχεῖα της (ὅσο, ἐνδεχομένως, θαυμαστὰ καὶ ἔκτακτα κι ἂν εἶναι) νοηματοδοτοῦνται ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ ἀποκτοῦν ἀξία μόνο ἂν νοηματοδοτοῦνται ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Κατὰ τὴν ταπεινή μου αἴσθηση, εἶναι ὀφθαλμοφανὲς ὅτι ἡ ἀγάπη ὑπῆρξε ἡ ραχοκοκκαλιὰ τῆς ζωῆς καὶ τῆς θεολογίας τοῦ γέροντα Πορφυρίου, καὶ ὡς ἐκ τούτου εἶναι (ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ) ἐντυπωσιακὸ νὰ συναντᾶ κανεὶς ἀφηγήσεις ἀνθρώπων ποὺ τὸν ἔζησαν ἀπὸ κοντά, τὶς ὁποῖες σαρώνει ἡ ἔκπληξη προοράσεων, διοράσεων, θαυματουργιῶν, ὄχι ὅμως τὸ πρωτεῖο τῆς ἀγάπης! Ἢ, παρόμοια, ἀφηγήσεις οἱ ὁποῖες μνημονεύουν μὲν τὴν ἀγάπη του, ἀλλὰ τὴν ἀπαριθμοῦν ὡς μία, ἁπλῶς, ἀπὸ τὶς ἀρετές του, μὲ ἀποκορύφωμά τους τὸ προορατικὸ χάρισμα!
Ἕνα χαριτωμένο περιστατικό, ποὺ ἔχει διηγηθεῖ ἡ γερόντισσα Εὐφημία ἀπὸ τὴν Κέρκυρα, δείχνει αὐτὸ τὸν κυριαρχικὸ προσανατολισμὸ τοῦ Πορφυρίου στὴν ἀγάπη. Ὁ γέροντας ἔτρεφε πελώριο σεβασμὸ γιὰ τὴ λειτουργικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἁγιαστική της δύναμη. Ὡστόσο, μὲ ἕναν περίπου παιδικὸ τρόπο, κάποια στιγμὴ ἐξέφρασε τὴ διαφωνία του πρὸς τὸν ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης, διότι στὸ κορυφαῖο ὑμνολογικὸ ἔργο του, τὸν Μεγάλο Κανόνα, δεσπόζει μιὰ ὀπτικὴ θρηνητική, στραμμένη στὴν κόλαση καὶ τὸν θάνατο, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Πορφύριος προτιμοῦσε νὰ κοιτάζει πρὸς τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἡ συνομιλήτριά του τοῦ ἀνέφερε ὡς ἀντίθετο δεῖγμα γραφῆς τὸν Κανόνα ποὺ συνέθεσε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας γιὰ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο, τότε ὁ γέροντας Πορφύριος εἶπε τὸ καταπληκτικό: «Ὤ, αὐτὸς δὲν εἶναι κανόνας, εἶναι φωτιά. Σ’ αὐτὸν τὸν Κανόνα πάει ὁ ὑμνογράφος, χάθηκε! Τὸν κατάπιε, τὸν παρέσυρε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος» (Γερόντισσα Εὐφημία, «Ἡ πνευματικὴ μέριμνα τοῦ Γέροντος Πορφυρίου γιὰ τὰ γυναικεῖα μοναστήρια», Ὁρόσημο ἁγιότητος, σ. 328). Ὑπενθυμίζω ὅτι τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου εἶναι τὰ φοβερὰ λόγια «ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται [...] Ἄρτον Θεοῦ θέλω, ὅ ἐστιν σὰρξ Ἰησοῦ Χριστοῦ [...], καὶ πόμα θέλω τὸ αἷμα αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἀγάπη ἄφθαρτος».
Γιὰ τὸν γέροντα Πορφύριο ἡ ἀγάπη εἶναι ἀδιάζευκτα ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο:
«Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ δὲν ἔχει ὅρια, τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον». «Ἡ ἀγάπη στὸν Χριστὸ εἶναι κι ἀγάπη στὸν πλησίον, σ’ ὅλους, καὶ στοὺς ἐχθρούς [...]. Μέσω τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν ἀδελφὸ θὰ κατορθώσομε ν’ ἀγαπήσομε τὸν Θεόν. Ἐνῶ τὸ ἐπιθυμοῦμε, ἐνῶ τὸ θέλομε, ἐνῶ εἴμαστε ἄξιοι, ἡ θεία χάρις ἔρχεται μέσω τοῦ ἀδελφοῦ. Ὅταν ἀγαπᾶμε τὸν ἀδελφό, ἀγαπᾶμε τὴν Ἐκκλησία, ἄρα τὸν Χριστό. Μέσα στὴν Ἐκκλησία εἴμαστε κι ἐμεῖς. Ἄρα ὅταν ἀγαπᾶμε τὴν Ἐκκλησία, ἀγαπᾶμε καὶ τὸν ἑαυτό μας». «Ἕνα εἶναι τὸ ζητοῦμενο στὴ ζωή μας, ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία στὸν Χριστὸ καὶ ἡ ἀγάπη στοὺς συνανθρώπους μας [...]. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει στὸν Θεό, ἂν δὲν περάσει ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους. Γιατὶ «ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ὃν ἑώρακε, τὸν Θεόν, ὃν οὐχ ἑώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;».
Στὸν Πορφύριο ὁ ἀδελφὸς εἶναι ὅρος τῆς σωτηρίας. Κάθε ἐκκλησιαστικὸ μυστήριο στοιχειώνει ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ ἀδελφοῦ, ἀλλιῶς ἐκφυλίζεται σὲ μηχανιστικὴ τελετή. Πνίγεται, θὰ λέγαμε, στὸν ριτουαλισμό.
«Ὁ παραμικρὸς γογγυσμὸς κατὰ τοῦ πλησίον ἐπηρεάζει τὴν ψυχή σας καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ προσευχηθεῖτε. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὅταν βρίσκει ἔτσι τὴν ψυχή, δὲν τολμάει νὰ πλησιάσει». «Οἱ προσευχές μας δὲν εἰσακούονται, διότι δὲν εἴμαστε ἄξιοι. Πρέπει νὰ γίνεις ἄξιος, γιὰ νὰ προσευχηθεῖς».
Τί θὰ περίμενε, ἄραγε, κανεὶς ὡς συνέχεια τῆς τελευταίας φράσης; Νὰ ὁρίσει, ἴσως, τὴν ἀξιοσύνη βάσει μιᾶς διαδικασίας προσωπικῆς κάθαρσης, φωτισμοῦ κ.ο.κ.; Ὁ Πορφύριος ὅμως συνέχισε ὡς ἑξῆς:
«Δὲν εἴμαστε ἄξιοι, διότι δὲν ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας ὡς ἑαυτόν. Τὸ λέει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ…».
Αὐτὴ τὴν εὐαγγελικὴ παράδοση ἀπηχεῖ καὶ μιὰ μαρτυρία ὅτι ὁ Πορφύριος διέγνωσε ἀδυναμία κάποιου πιστοῦ νὰ κοινωνήσει ἐπειδὴ εἶχε διαπράξει ἀδικία κατὰ ἑνὸς ἐργαζομένου, καὶ γιὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ ἐπανορθώσει. Ἔχει, στὸ προκείμενο, ἐξαιρετικὴ σημασία το γεγονὸς ὅτι ὁ Πορφύριος θεωροῦσε τὴ νοερὴ προσευχή (τὴν «εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ») πολὺ περιεκτικὴ καὶ σημαντική, ὡστόσο τὴ θεμελίωνε στὴν ἄμεση, φλογερὴ καὶ ἀνεπιτήδευτη ἀγάπη τοῦ προσευχομένου πρὸς τὸν Χριστό, καὶ διαφωνοῦσε πρὸς τὴν ἐκμάθηση τεχνικῶν (κάθισμα σὲ χαμηλὸ σκαμνί, ἔλεγχος τῶν ἀναπνοῶν κ.λπ.), οἱ ὁποῖες μετατρέπουν τὴ ζωντανή, προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό, σὲ διαδικασία.
Τὴν προτεραιότητα τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀδελφοῦ ἀνακεφαλαιώνει μιὰ ἁλυσία ἀφηγήσεων: ὁ Πορφύριος ἀνα-αφηγήθηκε κάποτε τὴν ἀφήγηση τοῦ «Εὐεργετινοῦ», ἡ ὁποία εἶχε ἀνα-αφηγηθεῖ τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη ταιριάζοντάς την σὲ μοναστικὰ περιβάλλοντα. Ἡ ἀφήγηση μιλᾶ γιὰ δύο νεαροὺς μοναχοὺς ποὺ ἔχασαν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἄφησαν ἀβοήθητο ἕναν πληγωμένο, προκειμένου νὰ μὴν παρεκκλίνουν ἀπὸ τὰ λειτουργικὰ καθήκοντα ποὺ τοὺς εἶχε ἀναθέσει ὁ γέροντάς τους.
Ἂν προσέξουμε τὶς διδαχὲς τοῦ Πορφυρίου, θὰ δοῦμε, νομίζω, ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι καρπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅμως, κατὰ ἕναν περίεργο τρόπο, εἶναι καὶ προϋπόθεσή της. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶναι δώρημα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀκατόρθωτη χωρὶς τὴ Χάρη. Κι ὅμως, ἡ πρωτοβουλία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐκδηλώνεται ἂν δὲν ὑπάρξει «κάτι» ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ τὸ «κάτι» ὁ Πορφύριος τὸ προσδιορίζει ποιητικά, μὲ ἐπάλληλες ἐκφράσεις. Εἶναι ἡ ταπείνωση, τὸ ἄνοιγμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ αἴτημά του γιὰ ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει ἕνας ὑπαρξιακὸς ἀποφατισμὸς σ’ αὐτὴ τὴν προσέγγιση. Λόγου χάριν, ἡ ταπείνωση ἀλλοῦ δηλώνεται ὡς προϋπόθεση, ἀλλοῦ, ὅμως, μνημονεύεται ὡς δώρημα. Εἶναι κάτι παρόμοιο μ’ αὐτὸ ποὺ συμβαίνει στὴν προσευχή: «Ἡ προσευχή», ἔλεγε ὁ Πορφύριος, «γίνεται μόνο μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτὸ διδάσκει τὴν ψυχὴ πῶς νὰ προσεύχεται [...]. Πρὶν ἀπ’ τὴν προσευχὴ ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ προετοιμάζεται μὲ προσευχή. Προσευχὴ γιὰ τὴν προσευχή». Ὁ ἄνθρωπος, κοντολογίς, δὲν δύναται μὲν νὰ πετύχει ἀπὸ μόνος του τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, αὐτὸ ὅμως ποὺ δύναται εἶναι νὰ προσανατολίσει ἀποφασιστικὰ τὸν ἑαυτό του πρὸς αὐτήν. Αὐτὸ ποὺ ζητεῖται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο εἶναι τὸ νὰ θελήσει νὰ ἀγαπήσει, νὰ παραδεχτεῖ ὅτι μόνος δὲν ἀρκεῖ. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἕδρα τῆς ἀγάπης. Καὶ γι’ αὐτό, ὁ ἄνθρωπος παραμένει μὲν ἀτελὴς καὶ ἄστοχος, ὅμως ἔχει καίρια σημασία ὁ αὐτο-προσανατολισμός του: σὲ ποιὰ προοπτική, δηλαδή, ἀνοίγει τὸν ἑαυτό του καὶ ποιὸν καλωσορίζει στὴ ζωή του.

Περί αυτογνωσίας (Άγιος Μάξιμος)

Περί αυτογνωσίας (Άγιος Μάξιμος)




Γνωριμία με την ορθόδοξη πίστη

Η αυτογνωσία, δηλαδή η γνώση του εαυτού μας, είναι σπουδαία και απαραίτητη. Είναι ένα μέτρο που αποκτά σταδιακά ο άνθρωπος, χάριτι Θεού και υπακοής ανθρώπου, το οποίο του επιτρέπει να διακρίνει κάποια πράγματα, πρώτα στον εαυτό του, και κατόπιν στους συνανθρώπους του. Μαθαίνει στην πράξη αυτό που λέει ο Κύριος: «χωρίς εμού δεν δύνασθε να κάμητε ουδέν» (Κατά Ιωάννη, 15:5). Μαθαίνει τις αδυναμίες του, μαθαίνει να δίδει την δόξα στον Θεό. Γεύεται εμπειρικά την μακροθυμία του Θεού στην ζωή του, το έλεός του, την συγχωρητικότητά του. Σταματά να έχει καύχημα στον εαυτό του, και βιώνει το γεγονός ότι ο Θεός δεν τον αγαπά επειδή ο άνθρωπος είναι «καλός» και τα κάνει όλα «τέλεια», αλλά επειδή απλά «ο Θεός αγάπη εστί» (Α΄ Ιωάννου, 4:16). Τότε καταλαβαίνει όχι απλά εγκεφαλικά και στείρα, αλλά βιωματικά με όλη την ύπαρξή του, ότι είναι πολύτιμος μπροστά στα «μάτια» του Θεού. Τότε παύει να είναι αυστηρός με τα λάθη των άλλων, και προσπαθεί να συμπεριφερθεί σε αυτούς, όπως ο Θεός σε εκείνον. Η αυτογνωσία δεν είναι κάτι που αποκτάται σε μια στιγμή. Κτίζεται αενάως, και είναι ανάλογη με την επίγνωση του Θεού. Όσο πιο κοντά στον Θεό πάει κανείς, τόσο περισσότερο γνωρίζει τον εαυτό του. 


Ακολουθεί σύντομο απόσπασμα από την εμπειρία του αγίου Μάξιμου του Ομολογητή:
«Εκείνος που έχει γνωρίσει την αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως, αυτός έλαβε γνώση και της θείας δυνάμεως, και ο άνθρωπος αυτός, γνωρίζοντας ότι όλα τα κατορθώματα τα πραγματοποίησε με τη δύναμη του Θεού, και ότι προχωρεί στην πραγματοποίηση άλλων πιστεύοντας και πάλι σε αυτήν, δεν περιφρονεί ποτέ κανένα από τους ανθρώπους. Διότι γνωρίζει, ότι, όπως ακριβώς βοήθησε αυτόν και τον ελευθέρωσε από πολλά φοβερά πάθη, έτσι έχει τη δύναμη να βοηθήσει όλους όταν θέλει, και προ πάντων εκείνους που αγωνίζονται γι’ αυτόν, αν και βέβαια για ορισμένους λόγους ανεξερεύνητους δεν απαλλάσσει όλους τους ανθρώπους από τα πάθη με τη μία, αλλά σαν αγαθός και φιλάνθρωπος γιατρός θεραπεύει τον καθένα που καταφεύγει προς αυτόν στον κατάλληλο καιρό».
 

(Φ. ΕΠΕ 14, Έργα αγίου Μάξιμου Ομολογητή, σελ. 233).

Η επιστροφή του νου στην καρδία, κατά τη διδασκαλία του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού


Ο μεγαλύτερος πόλεμος που γίνεται σε κάθε αγωνιζόμενο Χριστιανό είναι ο μετεωρισμός. Παίρνει ο διάβολος το νου μας και τον περιτριγυρίζει όπου αυτός θέλει και ενσπείρει στην καρδία μας, πονηρούς λογισμούς και μολύνει την ψυχήν μας. Από εδώ αρχίζει η ασθένεια της ψυχής. Οι μάταιοι λογισμοί είναι η μεγαλύτερη ταλαιπωρία του συγχρόνου ανθρώπου.
Το καλύτερο μέσον αντιμετωπίσεως του μετεωρισμού είναι να αποκρούει κανείς τον μετεωρισμό στο πρώτο στάδιο, που είναι η προσβολή. Τότε η δύναμις του κακού είναι ακόμη μικρή και μπορούμε να την αποδιώξουμε εύκολα. Η απομάκρυνση της προσβολής του πειρασμού γίνεται διά της νήψεως και της ευχής: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
«Νήψις» σημαίνει: προσοχή και επαγρύπνηση και φυλακή του νου, για να διατηρείται ο οίκος της ψυχής καθαρός. Με αυτό τον τρόπο αποδιώκεται η προσβολή και η ψυχή δεν μολύνεται και επομένως δεν έχει ευθύνη, δεν λογίζεται ως αμαρτία. Απομακρύνεται, κατά τους φιλοκαλικούς Πατέρες το «δαιμόνιον ίνδαλμα», που προβάλλει ηδονικά στη φαντασία, και η ψυχή μένει ελεύθερη, για να εισέλθει ο νους, ο οποίος είναι η ευγενεστέρα αίσθηση της ψυχής, στο βάθος αυτής και να αναπαύεται και να ησυχάζει εκεί, μνημονεύοντας το όνομα του Ιησού Χριστού.
Διά του εγκλεισμού του νου στο βάθος της ψυχής και διά της ενεργείας της ευχής, η οποία λέγεται αυτομάτως μέσα στην καρδία, αποφεύγεται ο μετεωρισμός του, ο οποίος είναι μια περιπλάνηση του νου διά της φαντασίας σε πρόσωπα και πράγματα, τα οποία μας μολύνουν.
Ο μετεωρισμός είναι η πρώτη και η μεγαλύτερη ασθένεια της ψυχής και ο εγκλεισμός το μεγαλύτερο και αποτελεσματικότερο φάρμακο για την υγεία της ψυχής.
Τον άνθρωπο που αποδιώκει από την αρχή την προσβολή του πονηρού λογισμού τον τρέμουν οι δαίμονες. Διά τούτο και ξεσηκώνουν πολλούς πειρασμούς και πολέμους, για να σταματήσουν αυτό το άγιο έργο.
Τον Γέροντα Ιωσήφ τον πολέμησαν τα δαιμόνια πολύ σκληρά. Πάλευε στήθος προς στήθος, όχι μόνον με ένα δαιμόνιο, αλλά με λεγεώνες. Επειδή εκ φύσεως είχε θάρρος και τόλμη, ο Στρατηγός εκείνος που είδε στο όραμα, τον έφερε να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή. Παρατάχθηκε απέναντι από τις γραμμές των δαιμόνων και πάλευε γενναία. Τα παλαίσματά του με τα δαιμόνια μας θυμίζουν τον Μέγα Αντώνιο και άλλους παλαιούς ασκητές.
Δύο ήσαν οι αιτίες που πολέμησαν τόσον πολύ τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή τα δαιμόνια.
Πρώτον, διότι χτύπησε τον πονηρό λογισμό στην προσβολή και δεν τον άφησε να εισέλθει στη ψυχή του, για να την μολύνει μέ τις συγκαταθέσεις των λογισμών.
Δεύτερον, διότι διά του εγκλεισμού του νου στο βάθος της καρδίας του επέτυχε την καθαρότητα της ψυχής του και απέκτησε την οσιότητα.
Περί του πολέμου αυτού του διαβόλου γράφει σχετικά ο Γέρων Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός: «Ο άρχοντας του κακού και επίβουλος της σωτηρίας μας χρησιμοποιεί τους τόπους, τα μέρη, τα μέλη, τα πρόσωπα, τα πράγματα, τα εσωτερικά, τα εξωτερικά, τα τριγύρω και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να σκεφθεί».
Τα στρέφει όλα εναντίον μας, για να μειώσει την πίστη μας και να διαψεύσει τις ελπίδες μας. Κυρίως όμως επιτίθεται με λυσσώδη μανία εναντίον αυτών που πρόκοψαν στην εργασία της καρδιάς και του νου». Και σε άλλο σημείο συμπεραίνει περί του πολέμου αυτού: «Όσο η θεία χάρις αυξάνει την παρουσία της εις τον αγωνιστή, τόσον οι πειρασμοί πληθαίνουν και είναι κατά την ένταση ανάλογοι προς την κατάσταση αυτή».
Ομοφώνως η ασκητική πείρα βεβαιώνει ότι μετά την φλογερή και καρποφόρα προσευχή επακολουθεί λυσσώδης πόλεμος των δαιμόνων. Ο όσιος Μάρκος ο ασκητής στο λόγο του «περί των οιομένων εξ έργων δικαιούσθαι» σημειώνει χαρακτηριστικά: «Όταν ίδη ο διάβολος, ότι ο νους εκ καρδίας προσηύξατο, τότε μεγάλους και κακότεχνους πειρασμούς επιφέρει».
Ας τολμήσουμε να πούμε και τρίτο λόγο: Διέ­βλεψε, εν τινι μέτρω, και τον καρπό που θα προήρχετο από τον εγκλεισμό αυτόν τα ευώδη άνθη των αρετών του και τα φυτώρια των μοναστικών αδελφοτήτων που μεταφυτεύθηκαν στο Άγιον Όρος, αλλά και στα πέρατα του κόσμου, την Αμερική και τον Καναδά.
«Πνευματικαί εμπειρίαι Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού», Ι.Μ. Καρακάλλου, Αγ. Όρος
Αναδημοσίευση από: Εώς εσχάτου της γης

ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΟ ΣΙΝΑ



sina1.jpgΤο υπαίθριο αρχονταρίκι της Παναγούδας ήταν γεμάτο. Είχαν πάει σχεδόν συγχρόνως δυο μεγάλες ομάδες και υπήρχε το αδιαχώρητο. Ο Γέροντας έδωσε το κουτί με τα λουκούμια σ' ένα παιδί να μοιράσει και ο ίδιος γέμιζε τα κύπελλα νερό απ' το λάστιχο και τα έδινε στον καθένα Μετά το κέρασμα, όλοι κάθισαν γύρω απ' τον Γέροντα διψώντας ν' ακούσουν κάποιο λόγο του. Ό Γέροντας δεν έλεγε τίποτα Περίμενε να τον ρωτήσουν εκείνοι.
Μετά από λίγα λεπτά σιωπής, ένας μεσήλικας έθεσε το θέμα:

-Γέροντα, ο Θεός ανατρέπει τα σχέδια των ανθρώπων; Ή πρόνοια του περιορίζει τις πρωτοβουλίες τους;
-Βέβαια ιδίως, όταν οι άνθρωποι ακολουθούν τις εντολές του. Έμενα πολλές φορές μου χάλασε τα σχέδια ο Θεός. και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ενισχύεται ή εμπιστοσύνη μου στην πρόνοια του Θεού. Να σας πω κάτι προσωπικό. Όταν ήμουν στη μονή Φιλόθεου, νέος μοναχός τότε και άπειρος, ήθελα να πάω στην έρημο, σε κάποιο ερημονήσι. Είχα συμφωνήσει ακόμα και με το βαρκάρη, πού θα με πήγαινε. Τελικά ό βαρκάρης δεν φάνηκε. Ήταν οικονομία Θεού.

-Θα μπορούσες, Γέροντα, να ζήσεις σε κάποιο ερημονήσι ολομόναχος; ρώτησε ένας άλλος.
-Μα το ήθελα αυτό, αλλά ήμουν άπειρος ακόμα και θα πάθαινα μεγάλη ζημιά. Θα με αφάνιζαν οι δαίμονες. Αφού ματαιώθηκε εκείνο το σχέδιο μου, άρχισα να σκέφτομαι τα Κατουνάκια. Ήθελα πολύ ν' ασκητέψω κοντά στο γέρο Πέτρο, πού ήταν μεγάλος ασκητής. Θυμάμαι, πού το δέρμα του είχε κολλήσει στα κόκαλα απ' τη μεγάλη στέρηση. Είχε, όμως, τη χάρη, πού του έδινε δύναμη. Ό γέρο Πέτρος δεν είχε κοιλιά. Στη θέση της ήταν μια λακκούβα. Αν καμία φορά τύχαινε να ξεκουμπωθεί το ζωστικό του και να φανεί το στήθος του, μπορούσες να μετρήσεις τα πλευρά του, πού έμοιαζαν με βέργες από ζουλιγμένο καλάθι. Ό ασκητής αυτός είχε κάτι διαφορετικό από τους άλλους ασκητές. Στο πρόσωπο του ήταν ζωγραφισμένη μια θεϊκή γλυκύτητα Εγώ τον παρομοίαζα με την πνευματική κυψέλη, απ' την οποία ξεχείλιζε το μέλι. Ζούσε ιερές καταστάσεις. Κάποτε μου είχε πει ότι, όταν τον επισκεπτόταν ή θεία χάρη, ή καρδιά του θερμαινόταν γλυκά απ' την αγάπη του Θεού κι ένα παράξενο φως τον φώτιζε κι εσωτερικά κι εξωτερικά Τότε ζητούσε απ' το Χριστό να χτυπήσει την καρδιά μου με το κοντάρι της ευσπλαχνίας του. Απ' τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα κι ένιωθε ότι ήταν κοντά στο Χριστό και σταματούσε ακόμα και την προσευχή. Σ' αυτόν, λοιπόν, τον ασκητή ήθελα να πάω.

-Τελικά πήγατε, Γέροντα; ρώτησε ένα παιδί απ' την παρέα, πού είχε συγκινηθεί απ' όσα είχε ακούσει.
-Κα! αυτό το σχέδιο, ρε λεβέντη, δεν πραγματοποιήθηκε. Αντί να πάω στα Κατουνάκια βρέθηκα στο μοναστήρι του Στομίου της Κόνιτσας. Με ανάγκασε ένα σημαντικό γεγονός, πού μου συνέβηκε. Ένα βράδυ ήμουν στο κελί και προσευχόμουν. Περί τα μεσάνυχτα ξάπλωσα, για να ησυχάσω. Ήμουν αρκετά κουρασμένος. Όταν χτύπησε το σήμαντρο για την ακολουθία, με ξύπνησε, άλλα δεν μπορούσα να σηκωθώ. Μια δύναμη με κρατούσε καθηλωμένο στο κρεβάτι. Έτσι έμεινα μέχρι το μεσημέρι της νέας μέρας. Προσευχόμουν, σκεφτόμουν, αλλά δεν μπορούσα να σηκωθώ. Κατάλαβα ότι κάτι μου συνέβαινε εκ Θεού. Εκεί στο κρεβάτι μου έγινε ή αποκάλυψη. Φανερώθηκαν μπροστά μου, σαν σε τηλεόραση, απ' τη μια μεριά τα Κατουνάκια και από την άλλη το μοναστήρι του Στομίου. Αμέσως προσήλωσα τα μάτια μου στα Κατουνάκια, τα όποια έβλεπα με πολύ πόθο. Συγχρόνως άκουσα και τη φωνή της Παναγίας, πού μου έλεγε: «Δεν θα πάς στα Κατουνάκια. Θα πάς στο μοναστήρι του Στομίου». Τότε αμέσως είπα: «Παναγία μου, εγώ έρημο σου ζητούσα κι εσύ με στέλνεις στον κόσμο;». Έτσι το 1968 πήγα στην Κόνιτσα και επί τέσσερα χρόνια προσπαθούσα να ανακαινίσω το εγκαταλειμμένο μοναστήρι της Στομιώτισσας.

-Μετά απ' το Στόμιο, Γέροντα, πήγες στο ερημικό Σινά και συγκεκριμένα στο ασκητήριο της Αγίας Επιστήμης. Εκεί πώς ήταν ή ζωή; ρώτησε ένας άλλος, πού γνώριζε από παλιά τον Γέροντα.
Ό Μοναχός, όπου και να βρεθεί, το ίδιο περνάει. Ή πρόνοια του Θεού δεν τον εγκαταλείπει. Εκεί στο Σινά ό Θεός ήταν πάντα μαζί μου. Όταν πήγα εκεί, δεν είχα τίποτα βρέθηκα στην έρημο, με αγνώστους ανθρώπους, χωρίς να σκεφτώ τι θα φάω και πώς θα ζήσω. Το ασκητήριο ήταν εγκαταλειμμένο και ακατοίκητο. Το νερό λιγοστό. Εγώ δεν ήξερα και κάποιο εργόχειρο, για να βγάζω το ψωμί μου. Το μόνο εργαλείο, πού είχα ήταν ένα ψαλίδι, το όποιο χώρισα στα δυο κομμάτια και αφού τ' ακόνισα σε μια πέτρα, άρχισα να φτιάχνω ξυλόγλυπτα εικονάκια Δούλευα πολλές ώρες κι έτσι μπορούσα να ζω, άλλα και τους Βεδουίνους να βοηθάω.

-Μου κάνει εντύπωση, Γέροντα, πού μέσα στη φτώχεια σου, θυμόσουν και τους αλλόθρησκους Βεδουίνους, είπε ένας άλλος επισκέπτης
-Ήταν δυνατό να μη τους βοηθάω; Τους έδινα κάτι, ένα σκουφί, ένα ζευγάρι πέδιλα, λίγα χρήματα και χαίρονταν. Αυτό με παρακινούσε να δουλεύω το εργόχειρο περισσότερες ώρες. Κάποια μέρα, όμως, μου είπε ένας λογισμός:, «Γιατί ήρθα εδώ; Να βοηθάω τους Βεδουίνους ή να προσεύχομαι, για όλο τον κόσμο;». Έτσι λιγόστεψα το εργόχειρο και αύξησα την προσευχή. Ή βοήθεια, όμως, προς τους Βεδουίνους "συνεχίστηκε κανονικά, γιατί ή πρόνοια του Θεού δεν με άφησε.

-Γέροντα, αφού λιγόστεψες το εργόχειρο, πώς βοηθούσες τους Βεδουίνους; ρώτησε ο ίδιος επισκέπτης.
-Ξέρεις π έγινε; Τη μέρα, πού περιόρισα τη δουλειά, για να διαθέτω περισσότερο χρόνο στην προσευχή, ήρθε κάποιος στο ασκητήριο να με δει. Γνώριζε ότι εκεί υπήρχαν οι Βεδουίνοι και τα Βεδουινάκια τους, τους οποίους βοηθούσα. Μου λέει: «Γέροντα, σου έφερα εκατό λίρες, να βοηθάς τα Βεδουινάκια και να δουλεύεις λιγότερο. Να μη βγαίνεις απ' το πρόγραμμα της προσευχής». Αμέσως σηκώθηκα απ' τη θέση μου, μπήκα στο κελί και ζήτησα απ' τον Κύριο να μου πει αν έπρεπε να κρατήσω τα χρήματα. Μου είχε δημιουργηθεί μια τέτοια κατάσταση, πού έκλαιγα. Μετά ευχαρίστησα τον αδελφό, πού είχε γίνει το όργανο της πρόνοιας του Θεού

Η στέρηση, Γέροντα, τονώνει την εμπιστοσύνη μας στο Θεό; Ρώτησε ένας ακόμα επισκέπτης.
-Βοηθάει πολύ. Βοηθάει και στη δοξολογία του Θεού. Όταν τα έχουμε όλα άφθονα, ξεχνάμε το Θεό. Στο Σινά το νερό ήταν ελάχιστο. 'Από ένα βράχο έτρεχε σταγόνα - σταγόνα και μάζευα τρία κιλά νερό το εικοσιτετράωρο. Το λίγο αυτό νερό το εκτιμούσα πολύ κι ευχαριστούσα συνέχεια το Θεό, πού μου το έδινε. Μ' αυτό έκανα όλες τις δουλειές. Έπινα, πλενόμουν, έπλυνα τα ρούχα και κρατούσα λίγο και για τα πουλάκια και τα ποντικάκια, πού με συντρόφευαν. Ένιωθα ευγνωμοσύνη για αυτό το νερό. Αργότερα, όταν ήρθα στο Άγιο Όρος, στη σκήτη των Ιβήρων, άλλαξαν τα πράγματα. εκεί υπήρχε άφθονο νερό. Ή στέρνα ξεχείλιζε. Όμως, έχασα κάτι πολύ σημαντικό. Δεν αισθανόμουν την ανάγκη να ευχαριστήσω το Θεό. Στο Σινά βούρκωναν τα μάτια μου από ευγνωμοσύνη για το λίγο νερό, ενώ στη σκήτη ξεχάστηκα απ' την αφθονία του νερού.

-Πρέπει, Γέροντα, να έχει κανείς τη χάρη του Θεού, για ν' αντέξει σε τέτοιες καταστάσεις. Εμείς οι κοσμικοί ευχάριστα ακούμε τα όσα μας λες, αλλά δεν έχουμε καμιά τέτοια εμπειρία, είπε ό μεγαλύτερος της παρέας.
-Να ξέρετε ότι μόνο οι αμαρτίες είναι δικές μας. Ότι καλό κάνουμε, είναι απ' το Θεό. Αν μας αφήσει ή χάρη του Θεού, τίποτα δεν μπορούμε -να πετύχουμε. Ό, τι είναι το οξυγόνο στη φυσική ζωή, το ίδιο είναι και ή χάρη στην πνευματική ζωή. Αν μας αφαιρεθεί ή χάρη, χανόμαστε. Κάποτε προσευχόμουν κι ένιωθα αγαλλίαση. Ώρες στεκόμουν όρθιος και δεν ένιωθα καθόλου κούραση. Ή προσευχή μου έδινε μια γλυκιά ξεκούραση. Κάποια στιγμή, όμως, μου πέρασε απ' το νου ένας λογισμός ανθρώπινος. Σκέφτηκα: «Επειδή μου λείπουν δυο πλευρά και κρυώνω εύκολα, ας πάρω ένα σάλι, για να τυλιχτώ, μήπως αργότερα κρυώσω». Αυτό ήταν. Έχασα την ωραία κατάσταση. Σωριάστηκα κάτω κι έμεινα εκεί μίση ώρα Μετά σηκώθηκα και πήγα στο κρεβάτι με δυσκολία όταν προσευχόμουν, ένιωθα σαν ένα πούπουλο. Ήμουν ελαφρύς και γεμάτος αγαλλίαση, πού δεν εκφράζεται. Μόλις, όμως, δέχτηκα το λογισμό, σωριάστηκα κάτω.

Ό Γέροντας σταμάτησε να μιλάει.
Έριξε από μια διαπεραστική ματιά στον καθένα και αστειευόμενος τους είπε:
-Άντε βρε λεβέντες, τώρα να πάτε να προλάβετε κανένα μοναστήρι.

Η πολυπληθείς σύναξη άρχισε να σκορπίζεται. Όλοι ασπάστηκαν το χέρι του Γέροντα και βγήκαν απ' το σύρμα με φανερό τον ενθουσιασμό κι έκδηλη τη συγκίνηση στα πρόσωπα τους.

Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΤΡΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ!

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΤΡΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ!
επιμέλεια: Νικόλαος Δ. Γεωργαντώνης
 «Ας αφήσουμε τον εαυτό μας στα χέρια του Θεού», και ας πούμε:
Θεέ μου, ό,τι επιτρέψει η καλωσύνη Σου και το έλεος Σου, να είναι ευλογημένο»
Κυνηγάμε το περισσότερο. Αλλ’ ο Κύριος μας προειδοποίησε: «οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λουκ. 12,15) Η ζωή του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τα πολλά υπάρχοντα. Να μάθουμε να είμαστε ολιγαρκείς, κατά τον Αποστολικό λόγο: «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α΄ Τιμ. 6,8)
        Δύο μέτρα χώμα είναι η κατάληξις όλων μας. Και αν είναι κάποιος πλούσιος και δυνάστης και μεγάλος και τρανός, τι θα κερδίσει παραπάνω από δύο μέτρα χώμα; Το πολύ-πολύ, να του κάνουν έναν ωραίο τάφο. Αυτό είναι το κέρδος του!
        «Ας μη λησμονούμε , έγγαμοι και άγαμοι, ότι είμαστε αντιπρόσωποι του ταπεινού και πράου Ιησού. Κληθήκαμε για να προοδεύουμε στην ταπείνωση και όχι να διαπληκτιζόμαστε μέσα στο ιερό θυσιαστήριο για τα πρωτεία».

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Μιά ἀφανής ἁγία...


Σε μια κωμόπολη της βορείου Ελλάδος ζούσε μια κοπέλα τυφλή , ονόματι Ασπασία. Ήταν ορφανή, πολύ φτωχή και εγκαταλελειμμένη απ’ όλους γι’ αυτό και μεγάλωσε χωρίς να μπορέση να μάθη γράμματα.
Ήταν περίπου 18-20 ετών , όταν πέρασε κάποιος ιεροκήρυκας της μητροπολιτικής περιφερείας και την είδε, την πήρε μαζί του και την έβαλε στη Σχολή Τυφλών στη Θεσσαλονίκη κι έτσι... έμαθε ανάγνωσι δια της αφής κατά το σύστημα των τυφλών. Εν συνεχεία, αφού έμαθε καλώς να διαβάζη, της χάρισε και μια Καινή Διαθήκη , γραμμένη στην ίδια γλώσσα, στη γλώσσα των τυφλών.

Άρχισε λοιπόν η κοπέλα να τη διαβάζη ψηλαφώντας τη με τα δάχτυλα. Κι όσο τη μελετούσε, τόσο και μάθαινε τι ήταν ο Χριστός και τι έκανε γι’ αυτήν προσωπικά καθώς και για ολόκληρο τον κόσμο. Και όσο μάθαινε, τόσο γαλήνευε και τόσο ειρήνευε η ταραγμένη της καρδιά. Ο πόνος από τα τόσα βασανιστικά χρόνια που πέρασε, μαλάκωσε μέσα από τη μελέτη της Καινής Διαθήκης. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά γέμισε από χαρά και ειρήνη. Πλημμύρισε από ευτυχία. «Βρήκα τη χαρά, έλεγε. Τώρα άνοιξαν τα μάτια της ψυχής μου κι αν λείπουν τα μάτια του σώματος, δεν με πειράζει. Με τα μάτια της ψυχής μπορώ να δω όλο τον κόσμο». Έβλεπε το φως του Θεού σε κάθε Θεία Λειτουργία και εχαίρετο. ( Εμείς που είμαστε «ανοιχτομάτηδες» το βλέπουμε αυτό το Φως;…).
Κάποτε όμως έπαθε μια φοβερή δερματική νόσο που επρόσβαλε ακόμη και τα χέρια της, τα οποία «κάηκαν» , με αποτέλεσμα να χάση από τα δάχτυλά της την αφή. Δεν μπορούσε πλέον να ψηλαφήση την Αγία Γραφή ούτε και κανένα άλλο ιερό βιβλίο.
Η λύπη της και ο πόνος της ήταν απερίγραπτος . Έκλαιγε μέρα-νύχτα. Είχε χάσει τη δυνατότητα να παίρνη δύναμι και χαρά μέσα από το άγιο Βιβλίο. Της είχε μείνει όμως η προσευχή. Διότι, όταν ήταν στη Θεσσαλονίκη, στη Σχολή τυφλών ένας Αγιορείτης μοναχός, της δίδαξε τον τρόπο πώς να λέγη την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Έκανε λοιπόν πολλή προσευχή , για να δώση ο Ιησούς Χριστός μια καλή λύσι. Και ο Θεός απάντησε.
Μια μέρα πήρε με λαχτάρα το ιερό Βιβλίο , την Καινή Διαθήκη, και το έφερε στο στόμα της, για να ασπαστή τα γράμματά του, που αυτά τα γράμματα , μας μεταφέρουν τη σοφία του Θεού, τη λύτρωσι και τη σωτηρία. Και τότε ανακάλυψε κάτι παράξενο: κατάλαβε ότι μπορούσε να διαβάζη την γραφή των τυφλών με τα χείλη της! Και ξαναγέμισε η ζωή της χαρά, που της την έδινε πάλι η μελέτη του λόγου του Θεού. Και μέσα απ’ αυτή την παράδοξη μελέτη, ήλθε η δοξολογία, ήλθε η ευχαριστία, ήλθε η ζώσα προσευχή.
Μελετούσε και ύστερα έκανε προσευχή μετά δακρύων για όσους είχαν τα ίδια προβλήματα με σωματικές αναπηρίες και ασθένειες και ιδιαιτέρως προσευχή για όσους ήσαν τυφλοί στην ψυχή από την αμαρτία. Με την προσευχή της έβλεπε το θρόνο του Θεού και Τον παρακαλούσε και Τον ικέτευε για τους πτωχούς , τα ορφανά, τους ανέργους, τους αστέγους, για όλους τους ασθενείς. Για τους καλούς και τους κακούς, για τους αγαθούς και πονηρούς, για τους δικαίους και αδικουμένους, αλλά και για εκείνους που εξακολουθούν να αδικούν τον κόσμο… για τους άρχοντας και τους αρχομένους. Όλοι τους να φωτιστούν κι όλοι τους να δουν το Φως το αληθινό, τον Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου!
Κάποτε, αρρώστησε βαρειά. Εξομολογήθηκε για τελευταία φορά και κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων. Και ζήτησε την Καινή Διαθήκη,  είπε να την ανοίξουν και ανοιχτή να της την ακουμπήσουν στα χείλη της.
Άπλωσε τα χέρια της η Ασπασία και την κράτησε γερά, αλλά ξεψυχισμένα. Οι οικείοι της κατά Θεία Πρόνοια την άνοιξαν στο Α΄ κεφάλαιο του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Και επαναλαμβάνοντας συνεχώς το «Εν αρχή ην ο Λόγος ,και ο Λόγος ην προς τον Θεόν», πέταξε η ψυχούλα της ψηλά στον ουρανό, ενώ συγχρόνως πλημμύρισε το δωμάτιό της με άρρητη γλυκύτατη ευωδία.
Είναι κι αυτή μια αφανής Αγία!...
Από το βιβλίο: «ΟΙ ΑΝΑΒΑΘΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΠΟΡΕΙΑ»ΠΡΩΤ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ Κ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2011 ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΟΥ ΓΥΝ. ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ «ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ»ΣΕΡΓΟΥΛΑ ΔΩΡΙΔΟΣ

«ΟΥΤΩΣ ΕΝ ΘΕΡΕΙ, ΟΥΤΩΣ ΕΝ ΧΕΙΜΩΝΕΙ ΔΙΑΚΑΡΤΕΡΕΙ»

ΟΥΤΩΣ ΕΝ ΘΕΡΕΙ, ΟΥΤΩΣ ΕΝ ΧΕΙΜΩΝΕΙ ΔΙΑΚΑΡΤΕΡΕΙ.jpg
«ΟΥΤΩΣ ΕΝ ΘΕΡΕΙ, ΟΥΤΩΣ ΕΝ ΧΕΙΜΩΝΕΙ ΔΙΑΚΑΡΤΕΡΕΙ»
                                                                        Του Βασίλη Χαραλάμπους
_________________
Του μικρού Κελλίου
του Οσίου Γαβριήλ των Ιβήρων
τα παραθύρια αντικρύ στο πέλαγος
θαλασσογραφία καθημερινή
που με το πρώτο ημερήσιο φως
αφήνει τόσο αδιάφορο
τον αδιαλείπτως προσευχόμενο γέροντα
«τον τηρούντα την εαυτού ψυχήν».
Αδιάφορο αν φυσάει σιρόκος καταμεσήμερο
«ούτως εν θέρει, ούτως εν χειμώνει διακαρτερεί».
Αδιάφορο κι αν φαντάζει αντικρύ
ζωγραφιά ζηλευτή κι απόκοσμη.
Ξακολουθεί ν’ αντηχεί ακόμα στο κελλί
το σιγοψιθύρισμα της ευχής
ετούτην την προσήκουσαν εργασίαν
που «από γης προς ουράνια ανάγει».
 
*«…ούτως εν θέρει, ούτως εν χειμώνει διεκαρτέρουν» (Από τον βίον Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου)
 **σιρόκος - νοτιοανατολικός άνεμος
(Από την ποιητική Συλλογή «Αθωνικόν κατζίον»)

Πίστη χρειάζεται…






Ένας επιχειρηματίας ήταν βαθιά χρεωμένος και δεν έβλεπε με ποιο τρόπο θα μπορούσε να βρει μια διέξοδο στα οικονομικά του προβλήματα.
Οι πιστωτές του τον πίεζαν.
Οι προμηθευτές του απαιτούσαν τα χρήματά τους.

Καθόταν μόνος και απελπισμένος σε ένα παγκάκι, όταν τον πλησίασε ένας ηλικιωμένος άνδρας.
-Βλέπω ότι σε απασχολεί κάτι, του είπε ο ηλικιωμένος.
Αφού άκουσε την ιστορία και τα προβλήματά του, του είπε:
-Πιστεύω ότι μπορώ να σε βοηθήσω.
Τον ρώτησε πως τον λένε και του έγραψε μια επιταγή που την έβαλε στο χέρι του λέγοντας:
-Πάρε αυτά τα χρήματα.
Θέλω να με συναντήσεις ακριβώς σε ένα χρόνο από σήμερα και να μου τα επιστρέψεις.
Αμέσως μετά, σηκώθηκε και έφυγε με γρήγορα βήματα.
Ο επιχειρηματίας είδε έκπληκτος το ποσό των $500,000 να είναι γραμμένο στην επιταγή και από κάτω να φαίνεται ξεκάθαρο το ονοματεπώνυμο John D. Rockefeller, που ήταν ένας από τους πλουσιώτερους ανθρώπους στον κόσμο.
Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να εξαφανίσει όλες του τις οικονομικές έγνοιες με αυτή την επιταγή. Παρόλα αυτά, αποφάσισε κάτι άλλο.
Να κρατήσει την επιταγή στο χρηματοκιβώτιό του και να μη την εξαργυρώσει.
Η γνώση και μόνο ότι τα χρήματα υπήρχαν του έδωσε τη δύναμη να σκεφτεί τρόπους και να σώσει την επιχείρησή του από τους δανειστές και τα χρέη.
Είχε υψηλό ηθικό, περισσότερη αυτοπεποίθηση και έτσι, κατάφερε να διαπραγματευτεί καλύτερες συμφωνίες και να επεκτείνει τη διάρκεια των δανείων και των υποχρεώσεών του.
Στη συνέχεια, κατάφερε να κλείσει νέες δουλειές, να αυξήσει τις πωλήσεις του και σταδιακά, κατάφερε να αποπληρώσει και να εξοφλήσει όλους του τους δανειστές.
Ακριβώς μετά από ένα χρόνο, επέστρεψε στο παγκάκι που είχε συναντήσει τον ηλικιωμένο, έχοντας μαζί του την επιταγή που δεν είχε εξαργυρώσει.
Την ώρα που είχαν συμφωνήσει εμφανίστηκε ο γέροντας.
Τη στιγμή που ο επιχειρηματίας ετοιμαζόταν να του επιστρέψει την επιταγή και να του διηγηθεί την επιτυχία του, μια νοσοκόμα τρέχοντας ήρθε και άρπαξε τον γέροντα.
-Χαίρομαι που τον πρόλαβα, φώναξε στον επιχειρηματία η νοσοκόμα.
-Ελπίζω να μην ενόχλησε… συνηθίζει να φεύγει από το άσυλο ηλικιωμένων που τον φιλοξενούμε και πηγαίνει και λέει στον κόσμο ότι είναι ο John D. Rockefeller.
Και μ΄αυτά τα λόγια, πήρε τον ηλικιωμένο από το χέρι και απομακρύνθηκαν.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

«Πρώτα θα γίνει ένας μεγάλος πόλεμος (...) Μετά θα έρθει ο Αντίχριστος»


alt
ΝΕΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΤΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΠΑ-ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΛΑΪΔΗ


Tώρα θα αναφερθώ σε μια συζήτηση που είχαμε με το Γέροντα Παΐσιο το φθινόπωρο του 1991. Ήταν μάλλον ο μήνς Οκτώβριος. Η συζήτηση αυτή αφορούσε τα μελλοντικά γεγονότα και περισσότερο τον Αντίχριστο. Γινόταν πολύς λόγος κι ακούγονταν διάφορα τότε.
Όταν έφθασα στο κελί του ήταν ολομόναχος. Χτύπησα. Μετάό ήρθε στο φράχτη. Ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος:
Απόστολος: «Γέροντα, ευλογείται!».
Γ. Παΐσιος: «Ο Κύριος! Τι έγινε, παιδί μου;»
Α: «Γέροντα, άνοιξε, θέλω να συζητήσουμε για τον Αντίχριστο».
Γ. Π.: «Πνευματικό έχεις;»
Α: «Έχω».
Γ. Π.: «Ε, τότε να το συζητήσεις με τον πνευματικό σου».
Εγώ επέμενα να το συζητήσουμε. Ο Γέροντας Παΐσιος ήταν πολύ καταβεβλημένος. Πονούσε πολύ! Ο πόνος ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του. Δε μου άνοιξε. Η συζήτηση, όμως έγινε στο φράχτη. Παρόλο το φριχτό πόνο που ένιωθε, με υπέμεινε και συζητήσαμε.
Α: «Γέροντα, θέλω να μου πείτε για τον Αντίχριστο. Ακούγονται πολλά και διάφορα».
Γ. Π.: «Άκου. έχουμε ακόμη καιρό, αργεί ακόμη. Πρώτα θα γίνει ένας μεγάλος πόλεμος. Πολύ μεγάλος! Θα χυθεί πολύ αίμα! Θα πάρουμε την Πόλη! Θα χυθεί όμως πολύ αίμα! Όπως λέει και η προφητεία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, τριών χρόνων δαμάλι θα πλέει στο αίμα! Αυτός ο πόλεμος θα είναι μεγάλος. Θα είναι γενικός πόλεμος! Τέτοιος πόλεμος δεν έχει ξαναγίνει. Μετά θα έρθει ο Αντίχριστος».
Ήθελα να ρωτήσω κι άλλα, πολλά. Ο Γέροντας, όμως, με σταμάτησε.

Από το επίκαιρο και υπερπολύτιμο νεοεκδοθέν βιβλίο για τον Παπά-Γιάννη Καλαΐδη, Β' Τόμος (Σελ. 108 - 109)

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Οι καρποί της καρδιακής προσευχής (2ο Μέρος)

Ο δέκατος πέμπτος καρπός που γεννάται από την νοερά προσευχή συνίσταται στο γεγονός ότι με την επιστροφή του νού στην καρδιά, την επίμονη παραμονή του σ’ αυτήν, την νήψι και παρακολούθησι των νοημάτων, ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου γίνεται σαν ένας καθαρός καθρέπτης, κατά τον άγιο Κάλλιστο Ξανθόπουλο, στον οποίον ο νους βλέπει πολύ καθαρά τις πονηρές διαθέσεις της καρδιάς του, τις προσβολές και τις παγίδες των ακαθάρτων πνευμάτων. Συνοπτικά λέγομε ότι ο νους αρχίζει να βλέπη καθαρά όλα τα παραπτώματά του, ακόμη και το πιο τελευταίο, για το οποίο καλεί με μεγάλο πόνο τον Ιησού σε βοήθεια, ζητά να τον συγχώρηση, να μετανοήση, να κλαύση, πέφτει κάτω ενώπιον του Κυρίου και προσθέτει δάκρυα επάνω στα δάκρυα, ταπείνωσι επάνω στην ταπείνωσι και κάνει ότι μπορεί για να διορθωθή και να μην αμαρτήση πλέον. Γι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος είπε για την προσευχή ότι αυτή θα σου δείξη σε ποιά κατάστασι ευρίσκεσαι, διότι αυτή είναι το κάτοπτρο του θεολόγου μονάχου, το οποίο δείχνει καθαρά την εσωτερική σου κατάστασι (Λόγος 28ος).
kkp2
Ο δέκατος έκτος καρπός που είναι και καρπός της επιστροφής του νού στην καρδιά, είναι η εξομοίωσις της φύσεώς μας με την καθαρότητα του Θεού που γίνεται με την υπέρ φύσιν ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. Διότι, όπως οι θείοι Πατέρες ευρήκαν μερικούς τρόπους και φυσικές μεθόδους για να καθαρίσουν την ανθρώπινη φύσι από τα παρά φύσιν πάθη, τα οποία εισήλθαν σ’ αυτήν, όπως την νηστεία, αγρυπνία, χαμευνία, κλίσι των γονάτων, εδαφιαίες μετάνοιες, εγκράτεια και άλλες ασκήσεις του σώματος, κατά τον ίδιο τρόπο ευρήκαν και αυτή την τέχνη της επιστροφής του νού στην καρδιά, για να καθαρίζονται πληρέστερα και γρηγορώτερα, τόσο ο νους όσο και η καρδιά.
Αυτά τα δύο μέρη της ανθρωπίνης υπάρξεως είναι πολύ λεπτά και ευάλωτα στο κακό και με την είσοδο της αμαρτίας μέσα σ’ αυτά επηρεάζονται ταυτόχρονα και τα άλλα μέρη και μέλη του σώματος· διότι πρώτα προσβάλλονται τα λεπτότερα μέρη και κατόπιν τα μεγαλύτερα. Γι’ αυτό, εάν καθαρισθούμε από τα πρώτα, καθαρίζεται ολοκληρωτικά η φύσις μας από τα πάθη και έτσι διευκολύνουμε τον εαυτό μας να δεχθή την χάρι και ενέργεια του Θείου Πνεύματος. Αυτή η τέχνη μας καθαρίζει ευκολώτερα από οποιαδήποτε άλλη εργασία, επειδή έχει σαν έργο και απασχόλησι την μεγαλύτερη, καθολικώτερη και περιεκτικώτερη από όλες τις άλλες αρετή, δηλ. το να αγαπά ο άνθρωπος τον Θεό με όλη του την ψυχή, την καρδιά, την δύναμι και την διάνοια του (πρβλ. Ματθ. 22, 37). Για την έκπλήρωσι ιδιαίτερα αυτής της εντολής αλλά και για όλες τις άλλες, προσφέρεται στον άνθρωπο η υπέρ φύσιν χάρις του Θεού για την υπέρ φύσιν ζωή.
Ο δέκατος έβδομος καρπός της νοεράς και καρδιακής προσευχής είναι: Όταν ο νους συνηθίση να μπαίνη στην καρδιά και να ομιλή με τον ενδιάθετο λόγο, βλέπει τον εαυτό του και όλες τις δυνάμεις του· και αυτή η βύθισις του νού στην καρδιά δεν μένει χωρίς ευτυχία και πνευματική χαρά. Όπως ακριβώς όταν κάποιος απουσιάση για λίγο από το σπίτι του και πάλι επιστρέψη, χαίρεται και ευθυμεί, διότι αξιώθηκε να ιδή την σύζυγο του και τα παιδιά του, έτσι συμβαίνει και με τον νού, καθώς λέγει ο όσιος Νικηφόρος ο Μονάζων. Με αυτή την νοερά εκ καρδίας προσευχή μπορεί ο άνθρωπος να φυλάγη τον νού και την καρδιά του, εάν δεν έφθασε ακόμη στην τελεία καθαρότητα και απάθεια, δεδομένου ότι αυτό το έργο είναι πολύ δύσκολο στον κόσμο, μάλιστα ακόμη και στην έρημο και ησυχία λόγω της φιλαυτίας και πλάνης του γένους μας, όπως λέγει ο θείος πατήρ Ιωάννης της Κλίμακος.
Πλην όμως μπορούμε να αγωνιζώμεθα όσο είναι δυνατόν για την κάθαρσι από τα πάθη μας, διότι ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο την εντολή να φυλάγη την καρδιά του από τα πάθη και τις κακές σκέψεις, λέγοντας: «Πρόσεχε σεαυτώ, μή γένηται ρήμα κρυπτόν εν τη καρδία σου και ανόμημα» (Δευτ. 15, 9). Σ’ αυτή την εντολή έγραψε μια ολόκληρη ερμηνευτική πραγματεία ο Μέγας Βασίλειος. Παράλληλα και ο Σολομών λέγει τα εξής: «Πάση φυλακή τήρει την καρδίαν, εκ γάρ τούτων έξοδοι ζωής» (Παροιμ. 4, 23).
Ο δέκατος όγδοος και μεγαλύτερος καρπός της προσευχής είναι η απόκτησις της αγάπης του Θεού, η οποία είναι μητέρα όλων των αρετών, επειδή είναι το πλήρωμα όλων των αγαθών έργων και μέσα στην αγάπη του Θεού περιέχεται και η αγάπη προς τον πλησίον, κατά την μαρτυρία του Ευαγγελιστού Ιωάννου που λέγει: «Ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον πλησίον αυτού» (Α΄ Ίωάν. 4, 21). Και σ’ αυτές τις δύο εντολές, δηλ. στην αγάπη προς τον Θεό και προς τον πλησίον, περιέχεται όλος ο νόμος και οι προφήτες (Ματθ. 22, 40). Με παρόμοιο τρόπο και ο μέγας απόστολος Παύλος λέγει ότι η αγάπη είναι το πλήρωμα του νόμου, όταν γράφη στους Ρωμαίους (13, 8) «Ο γάρ αγαπών τον έτερον νόμον πεπλήρωκε».
Αυτοί λοιπόν και άλλοι πολλοί είναι οι καρποί της καρδιακής προσευχής. Οπότε, μακάρια και τρισμακάρια είναι η ψυχή εκείνη που εργάζεται μυστικά αυτή την αγία προσευχή. Αυτός που προσεύχεται μυστικά και αληθινά στο ταμιείον της καρδιάς του και συνομιλεί εκεί με τον Νυμφίο Χριστό, επειδή εργάσθηκε μυστικά εδώ στη γη, θα αμειφθή στα φανερά από τον επουράνιο Πατέρα μας κατά την ημέρα της μελλούσης κρίσεως, όπου θα αποκαλυφθούν όλα τα μυστικά έργα των ανθρώπων.
Πιστεύω ότι και στις ημέρες μας στα άγια μοναστήρια αλλά και σε χριστιανούς που ζουν μέσα στον κόσμο θα είναι πολλοί που απασχολούνται με αυτή την αγία προσευχή, από την οποία έχουν τον φόβο του Θεού, την ταπείνωσι και τη σιωπή στην ιερά αυτή εργασία τους. Αρκετοί άπ’ αυτούς εξαγνίζουν τον εαυτό τους με ανεξίτηλα δάκρυα που πηγάζουν από την καρδιά τους από τον θείο φόβο και προπαντός από την αγάπη του Θεού. Δεν είναι λίγοι αυτοί που αγωνίζονται να καθαρίσουν τις καρδιές τους από τα πάθη και τους αισχρούς λογισμούς, έχοντας ύπ’ όψιν αυτό που λέγει η Γραφή: «Πάς πόρνος ή ακάθαρτος ή πλεονέκτης ουκ έχει κληρονομίαν εν τη βασιλεία του Θεού» (Έφεσ. 5, 5). Αυτούς παρακαλώ και εγώ να προσεύχονται για μένα τον αμαρτωλό.
Το έλεος και η ευσπλαχνία του Ελεήμονος Θεού και η χάρις της Παναγίας Μητρός Του να βοηθούν όλους αυτούς που αγαπούν με την καρδιά τους και όλη τους την διάνοια και δύναμι τον Θεό, επικαλούνται σε βοήθεια το Πανάγιο Όνομά Του και τον μνημονεύουν πάντοτε. Αμήν!
Πηγή: «Ο Όσιος Γρηγόριος», ετήσια έκδοση της Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, περίοδος Β΄, έτος 1984, αριθμ. 9

Ο Γερο-Ευδόκιμος της Σκήτης του Αγ. Δημητρίου: Το τελευταίο απειρόκακο παιδί του Όρους – 2

Δεν κατέκρινε ποτέ κανένα. Δεν μας χάλασε τον λογισμό για κανένα μοναχό. Εκείνη την εποχή, προτού η Μονή του γίνει κοινόβιο, όλοι της ρίχναμε λάσπη. Ο παππούς ποτέ. Έλεγε μόνο επιγραμματικά:
- Δυσκολία περνάμε· ο Θεός θα μας βοηθήσει.
Το καλό το επεσήμανε και, ως Ανατολίτης, το’ λεγε με πομπώδες ύφος, για να επαυξήσει την αξία του. Στο κακό σιωπούσε. Το άφηνε να περάσει απαρατήρητο, αλλά το πρόσωπό του γινότανε παραπονιάρικο, λυπημένο. Δεν αγαπούσε τα λόγια των μοναχών. Δεν δεχότανε τον φλύαρο μοναχό. «Καλός είναι, αλλά λέει πολλά». Ο ίδιος, όταν πήγαινες στην κέλλα του, δεν σου έδινε την αίσθηση πως του λείπανε οι κουβέντες και «τώρα που σε βρήκα ας τα πούμε». Δεν είχε μόνον τον λόγο ως τρόπο έκφρασης, αλλά ολόκληρη την παρουσία του, όλο του το είναι. Πιο πολλά έλεγε με την έκφρασή του παρά με τον λόγο του.
evdapeir2
Έλαχε κάποτε στο μοναστήρι μου του Ακαθίστου. Είπε την πρώτη στάση ένας παπάς. Την είπε με την εναλλαγή των ήχων· πρώτο, πλάγιο του πρώτου….. Είπε πολλούς ήχους μέχρι να τελειώσει. Είδα τον γέρο δίπλα μου να μην αναπαύεται, να μη δέχεται αυτό το πράγμα. Το σιωπηλό πρόσωπό του εξέφραζε δυσανασχέτηση. Μετά πήγε ένας δεύτερος παπάς· μουσικολογιότατος και αυτός. Όταν τελείωσε, έδειξε ικανοποιημένος ο γέρος. Ο παπάς τα είπε απλά’ δεν άλλαξε καθόλου ήχους. Είπε τότε ο Γέρων:
-  Έτσι τα λέγαμε κι εμείς. Έτσι παραλάβαμε να τα λέμε.
Ο γέρο Ευδόκιμος ήτανε πάντα πράος, και το τονίζω, πράος. Γιατί πολλοί λένε ότι εμείς οι άγαμοι έχουμε νεύρα, έχουμε εξάψεις, αποτομίες κι εκνευρισμούς ανεξέλεγκτους. Δεν είχε τέτοια πράγματα ο γέρο Ευδόκιμος. Γαλήνια και πραότατα λειτουργούσε, όποιος και να τον διακονούσε και να του έψαλλε. Και πραότατα συμπεριφερόταν. Όπως λειτουργούσε μπροστά στο Θυσιαστήριο, έτσι ακριβώς φερόταν και στους ανθρώπους. Δεν σέβιζε μπροστά στο Θυσιαστήριο και έπειτα κακοφερνόταν στον αδελφό του. Κοινωνούσε με τον άλλον πάντα σεβαστικά. Τον ρώτησα κάποια φορά αν ποτέ εκνευρίστηκε και μου απάντησε:
- Δεν θυμάμαι.
Όταν του έκλεψαν τα καζάνια της Σκήτης, τον άκουσα να λέει:
- Τον ευλογημένο· ας άφηνε και σ’ εμάς κανένα να κάνουμε τη γιορτή. Όλα τα χρειαζότανε;
Στη θεία εξομολόγηση ήταν πάντα σοβαρός, σαν τον γιατρό που με ευθύνη εξετάζει τον ασθενή. Μετά το μυστήριο  ακολουθούσε η σιωπή του Ζαχαρία. Κάποτε-κάποτε έλεγε:
- Και ο σημερινός άνθρωπος αγωνίζεται όπως ο παλιός, αλλά η επίδραση του κακού είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις του. Αν ο Θεός δεν βάλει το χέρι του, πάντες θα καταποντισθούμε.
Σεβότανε και πολύ πονούσε το μοναστήρι του. Το αγαπούσε σαν τον οίκο του πατρός του. Ο λόγος του μοναστηριού του ήταν λόγος της Εκκλησίας και έπρεπε με κάθε θυσία να τον εφαρμόσει. Όλοι οι Γεροντάδες της Μονής ήταν σοβαροί και σεβαστοί. Κανένα δεν σχολίαζε. Σ’ όλους όλο και κάποιο καλό εύρισκε και το επαινούσε. Δεν είχε κανένα για πέταμα.
Μέσα στο μοναστήρι του, που διακόνησε πολλές φορές ως εφημέριος, ήταν γλυκύς στον λόγο και όμορφος στην συμπεριφορά. Δεν του άρεσε καθόλου η ερώτηση, και μάλιστα από μοναχό, τι είναι ο ένας και τι είναι ο άλλος.
- Αδελφέ μου –μού έλεγε- ποιος με όρισε εμένα να ξεχωρίσω την ήρα από το σιτάρι;
Όταν ήρθε η νέα αδελφότητα, στην αρχή ήταν διστακτικός. Μου έλεγε:
- Αν δεν τα βρω καλά, θα ‘ρθω στο μοναστήρι σου. Σας έχω περισσότερο θάρρος.
- Όχι, Γέροντα. Κάθισε πρώτα να δεις τους ανθρώπους και μετά αποφασίζεις.
Έπειτα όμως, όταν είδε την αδελφότητα να μεγαλύνεται, να έχει τα των μοναχών, την λατρεία προς τον Θεό και την διακονία, αναπαύθηκε. Οσάκις συναντώμεθα, με πολύ ενθουσιασμό μου διηγείτο τις περιποιήσεις των αδελφών, τον σεβασμό που του έδειχνε ο άγιος ηγούμενος, τις ψαλμωδίες στην εκκλησία. Και όλα αυτά τα βίωνε ως θαύμα της Παναγίας:
- Δεν είχαμε, αδελφέ μου, άνθρωπο να ψάλει. Και τώρα σείεται ο ναός από νεανικές φωνές. Δεν είναι θαύμα της Βηματάρισσας;
- Μια βδομάδα πριν κοιμηθεί τον επισκέφθηκα στο μοναστήρι, όπου γηροκομείτο. Τον ρώτησαν οι αδελφοί αν με γνωρίζει.
- Ναι, είναι ο ηγούμενος του Δοχειαρίου.
Είχε ένα βλέμμα καθαρό, ζωηρό, διαπεραστικό. Το τονίζω, καθαρό βλέμμα. Έλαμπε το πρόσωπό του. Αν τον κοίταζες προσεκτικά στα μάτια, έβλεπες τα σύμπαντα, έβλεπες όλη την ασκητική πορεία των Οσίων. Ο Τοθ, που ασχολήθηκε με τους νέους κι έγραψε τα γνωστά βιβλία (τα «Αγνά Νιάτα», το «Δεκάλογο» και άλλα), όταν θέλησε να χαρακτηρίσει τα ωραιότερα πράγματα της Δημιουργίας, απαρίθμησε τρία: τον έναστρο ουρανό, τα ήσυχα νερά της λίμνης –δεν είχε θάλασσα μπροστά του- και τα αγνά μάτια του μικρού παιδιού. Εμένα, επιτρέψτε μου να προσθέσω και τα μάτια του γέροντα Ευδόκιμου και κάθε Οσίου την στερνή του ώρα.