Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Μωυσής Αγιορείτης - Μοναχός Ιερομόναχος Αρσένιος Μπόκα [Αγιορείτης] (1910 – 29 Νοεμβρίου 1989)



Γεννήθηκε στο χωριό Βάτσα Ντε Σους της Ρουμανίας το 1910, ο Ιωάννης, ο υιός του Ιωσήφ Μπόκα και της Χριστίνας. Το «παρατσούκλι» του στο σχολείο από τους συμμαθητές του ήταν «άγιος», για την ωραία και καθαρή ζωή του. Το σχολείο τελείωσε το 1929 αριστεύοντας. Κατόπιν σπούδασε στη Θεολογική Ακαδημία Σιμπίου. Επίσης έμαθε εκκλησιαστική μουσική, αγιογραφία και ιατρική. Το 1939 εκάρη μοναχός στο μοναστήρι Σίμπαντα Ντε Σιούς και στη συνέχεια χειροτονήθηκε ιερεύς από τον μητροπολίτη Νικόλαο.
Το 1940 ήλθε στο Άγιον Όρος για να εμβαθύνει στον μοναχισμό. Μη γνωρίζοντας κανένα, περιδιάβαινε τα δάση και προσευχόταν να του φανερώσει ο Κύριος πνευματικό οδηγό. Μη βρίσκοντας απάντηση στις προσευχές του, παρακαλούσε θερμά και μετά δακρύων την Παναγία, η οποία του παρουσιάσθηκε και τον ανέβασε στον Άθωνα. Εκεί του φανερώθηκε ένας έμπειρος, άγνωστος, γηραιός ασκητής, ο οποίος του δίδαξε τα της μοναχικής πολιτείας. Η Παναγία τον ενίσχυσε κι έμεινε εκεί επί σαράντα ήμερες νηστικός.
Επέστρεψε στην πατρίδα του από τον ιερό Άθωνα με πλούσιες εμπειρίες, Με τον π. Δημήτριο Στανιλοάε συζητούσε τα του αθωνικού ησυχασμού. Μαζί εργάσθηκαν για τη μετάφραση και τον σχολιασμό της Φίλοκαλιας. Τον καιρό εκείνο όποιος τον πλησίαζε του μιλούσε μόνο για τη Φιλοκαλία. Μένοντας στο μοναστήρι Σίμπαντα Ντε Σιούς απόκτησε το χάρισμα της προοράσεως, Οι καρδιές των άνθρώπων του ήταν ανοιχτό βιβλίο. Ως εξομολόγος βοηθούσε τους εξομολογούμενους ν’ ανοίξουν διάπλατα την καρδιά τους και να πουν όλα τους τ’ ανομήματα, δίχως να κρύβουν τίποτε. Πολύ τον λυπούσε η αμετανοησία των ανθρώπων.
Στην περίοδο του αθεϊστικού καθεστώτος φυλακίσθηκε και ταλαιπωρήθηκε. Δεν έπαυσε όμως ποτέ να προσεύχεται και να βοηθά τους ανθρώπους με διάφορους τρόπους, Προείδε το τέλος του τρία έτη προ της εκδημίας του. Ανεπαύθη στις 28.11.1989, αφού προείπε την πτώση του κομμουνισμού. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Τώρα γνωρίζω που πηγαίνω…», Πλήθος κληρικών, μοναχών και λαϊκών τον συνόδευσαν στην τελευταία κατοικία του. Ετάφη στο προαύλιο της γυναικείας μονής Πρίσλοπ, πού ήταν Πνευματικός. Ο τάφος του κατέστη προσκύνημα. Οι πιστοί μετά το προσκύνημά τους, την προσευχή τους, και κατά την πίστη τους, βλέπουν θαύματα. Τον όσιο επικαλούνται ιδιαίτερα οι νέοι. Στον τάφο του συμβαίνει ένα παράδοξο. Ενώ εκεί έχει συνήθως παγωνιά, τα λουλούδια του τάφου του είναι πάντοτε ανθισμένα και ποτέ δεν μαραίνονται, δεν καίγονται, δεν παγώνουν. Ο μακαριστός φίλος του μακάριου π. Αρσενίου, π. Δημήτριος Στανιλοάε, έλεγε: «Ο π. Αρσένιος είναι ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του ορθοδόξου ρουμανικού μοναχισμού».
Ο π. Αρσένιος γράφοντας προς μοναχούς, ανέφερε τα εξής αξιοσημείωτα: «Οι λαϊκοί βλέπουν τους μοναχούς μέσα από τα πάθη τους, από τα οποία πολεμούνται, και δεν θέλουν να πιστεύσουν ότι είναι δυνατόν οι μοναχοί να κάμουν μία ενάρετη ζωή. Η αρετή είναι ακατανόητη, ενίοτε ονομάζεται άπ’ αυτούς και υποκρισία. Έτσι, αδελφέ μοναχέ, σκέπασε τους ανθρώπους εν αγάπη με την πολλή σου προσευχή και θα ιδής να ανάπτη στις καρδιές αυτών των εκκοσμικευμένων χριστιανών, με τους οποίους συνομιλούσες, μία θεία φλόγα, την οποία δεν ημπορώ να περιγράψω, αλλά μόνο με πάθος την υποστηρίζω».
Ο υποτακτικός του ιεροδιάκονος Δομέτιος, έξι μήνες μετά την κοίμηση του οσίου Γέροντός του, έγραφε γι’ αυτόν: «Ο π. Αρσένιος ήτο άνθρωπος του Θεού. Ήτο και θα παραμείνη ένα φως στον ουρανό της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας. Εγοήτευε τα πλήθη των πιστών, όλων των ηλικιών και των κοινωνικών τάξεων. Ιδιαίτερα τον αγάπησε η σπουδάζουσα νεολαία, η οποία επιθυμούσε να γευθή τα πνευματικά του βιώματα και ενεργήματα της θείας Χάριτος για την διατήρησι της ανθρωπίνης αξιοπρέπειας και την βίωση της Αληθείας. Πολλές διδαχές και έργα θαυμαστά έκανε ο πατήρ με την θεία Χάρι, τα οποία αποκαλύπτονται και θα αποκαλυφθούν στον καιρό τους. Εμείς ημπορούμε να βεβαιώσουμε ότι ο πατήρ ήτο προορατικός και θαυματουργός άγιος των ημερών μας, ότι βασανίσθηκε πολύ στις φυλακές και, όταν εξήλθε, εργάσθηκε σαν ποιμήν αληθινός υπέρ σωτηρίας του λαού του Θεού…».
Πηγές – Βιβλιογραφία:
Δομετίου Ιεροδιακόνου, Η ζωή του οσίου Γέροντος Αρσενίου Μπόκα (1910-1989) Ρουμάνου χαρισματούχου αγίου των ημερών μας (μετάφραση μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτη),Ορθόδοξη Μαρτυρία 72/2004, σσ. 58-63, 73/2004, σσ. 48-51, Όσιος Φιλόθεος της Πάρου 9/2003, σσ. 91-123.
Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ΄ – 1984-2000, § Ιερομόναχος Αρσένιος Αγιορείτης (1910-1989), Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΡΩΣΟΥΣ


 Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος
καί ἡ ἀποδοχή του ἀπό τούς Ρώσους
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Θωμᾶ Βαμβίνη:
«Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία.
 Ἀπάντηση στόν π. Ἰωάννη Διώτη»
[9ο' ΜΕΡΟΣ]

    Ἀπέναντι στίς συκοφαντίες τῆς προσωπικότητάς του, στίς παρερμηνεῖες τῶν λόγων του καί στίς κακοποιήσεις τῶν ποιμαντικῶν συμβουλῶν του, βλέπουμε τόν Γέροντα Σωφρόνιο μέσα ἀπό τά κείμενά του νά στέκεται ταπεινός καί μεγαλοπρεπής, καθαρός στούς λόγους καί εὐγενής στούς τρόπους, μέ τόν νοῦ στόν Ἅδη, χωρίς ἀπόγνωση, καί τό πολίτευμα στόν Οὐρανό, ὁλόκληρο μέσα στήν περιπέτεια τῶν τέκνων τοῦ χοϊκοῦ Ἀδάμ, ἀλλά ἐνδεδυμένο τόν Νέο Ἀδάμ, τόν Χριστό, μέσα στήν κόλαση τῶν «κάτω συρρομένων», ἀλλά ὡς «ὑπερόπτη τῶν κάτω καί μύστη τῶν ἄνω».
Βέβαια, αὐτός τώρα δέν εἶναι ὅπως ἐμεῖς μποροῦμε νά τόν δοῦμε μέσα στά κείμενά του. Στά κείμενά του εἶναι ὁ σπόρος, τώρα ἔγινε ἀκατανόητος ἀπό ἐμᾶς βλαστός, ἕτοιμος γιά τήν μέλλουσα ἀνθοφορία καί καρποφορία. Μετά τήν ἀπόθεση τοῦ σώματός του, ἔχει περάσει ὡς ὑπόσταση φλεγόμενη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ σέ ἄλλο τρόπο ὑπάρξεως, ἀπρόσβλητο ἀπό τήν μικρότητα τῶν χοϊκῶν ἀνθρώπων καί ἀπείραστο ἀπό τήν κακία τοῦ διαβόλου.
Θέλοντας, λοιπόν, νά γράψουμε κάποια πράγματα γιά τό πρόσωπο καί τόν λόγο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ὡς ἀντιστάθμισμα  στήν συκοφαντική δυσφήμισή τους, συναισθανθήκαμε ἔντονα τήν ἀδυναμία μας –αὐτό τό ἐγχείρημα, γιά νά μήν εἶναι τυπικά λόγια χωρίς ζωή, ἀπαιτεῖ ἄνθρωπο πού νά ἔχη κάτι κοινό μέ τόν περιγραφόμενο– γι’ αὐτό σκεφθήκαμε νά παραθέσουμε τί ἔγραψαν καί τί εἶπαν γι’ αὐτόν τρία πρόσωπα, τά ὁποῖα ἀφ’ ἑνός μέν δέν ἐμπλέκονται στίς πλοκές τῶν λόγων τοῦ π.Ἰ.Δ., ἀφ’ ἑτέρου δέ μέ τόν συνετό καί καίριο λόγο τους μποροῦν νά φωτίσουν σημαντικές πλευρές τοῦ προσώπου καί τῆς δράσης τοῦ Γέροντος.
Θά παραθέσουμε, λοιπόν, ἀποσπάσματα ἀπό κείμενα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, τοῦ Σέρβου Ἐπισκόπου πρώην Ἑρζεγοβίνης Ἀθανασίου Γιέφτιτς καί τοῦ Ρώσου Ἀρχιμανδρίτου Ἀλυπίου Kastalskij τῆς Λαύρας τοῦ ἁγίου Σεργίου. Εἶναι τρεῖς χαρακτηριστικές μορφές ἀπό τόν ἑλληνορθόδοξο καί σλαβορθόδοξο κόσμο, πού δείχνουν τήν πανορθόδοξη ἀκτινοβολία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, καθώς καί τήν ἀποδοχή του ἀπό τήν οἰκουμενική Ὀρθοδοξία.
Τό ἀπόσπασμα τοῦ κειμένου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἶναι ἀπό τόν πρόλογο τοῦ βιβλίου: «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ». Ὁ Παναγιώτατος, γνώριμος τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, τόν περιγράφει σέ οὐσιώδη σημεῖα τῆς ζωῆς καί τῆς ἀσκήσεώς του μέ συντομία, ἀλλά καί πληρότητα. Γράφει ὁ Πατριάρχης:
«Ὁ μακαριστός π. Σωφρόνιος ἦτο εἷς ἄνθρωπος ὅστις ἀνέλαβεν ἐν ἑαυτῷ τήν “ἐσχάτην εὐθύνην”, τήν ὁποίαν ἀναμένει ἀπό τούς χριστιανούς ὁ Θεός, παραδώσας ἑαυτόν εἰς τόν “Ἅδην τῆς μετανοίας”, ὡς χαρακτηριστικῶς γράφει εἰς τά συγγράμματα αὐτοῦ, διά νά γίνῃ τοιουτοτρόπως ὅμοιος πρός τόν Χριστόν, τόν κατελθόντα εἰς τόν Ἑαυτοῦ “Ἅδην τῆς ἀγάπης”. Συνεπῶς, ἡ ὑψηλή θεολογία τοῦ π. Σωφρονίου, ἥτις καί μεγάλως ἐδόξασεν αὐτόν, δέν ἦτο καρπός ἀκαδημαϊκῶν σπουδῶν καί ψιλή διανοητική ἐνασχόλησις. Ἦτο ἀληθῶς τό ἀπαύγασμα τῆς πεφωτισμένης διά τῆς ἐλλάμψεως τοῦ ἀκτίστου θείου φωτός καρδίας του, κεκαθαρμένης διά τῆς ἄχρι τελείας λήθης ἑαυτοῦ καί τοῦ σωτηρίου αὐτομίσους ἀφικνουμένης μετανοίας του.
Γενόμενος “νοῦς ὁρῶν τόν Θεόν”, ἐπάσχιζεν ὁ ἀοίδιμος νά ποιήσῃ πάντας κοινωνούς τῆς ἰδίας κενωτικῆς πολιτείας, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τήν θείαν μέθεξιν...
Ἡ ὅρασις τοῦ θείου φωτός, τό ὁποῖον ἐπεσκέφθη αὐτόν ἤδη ἐκ τῆς νεότητός του, ὅτε ἔζη ἐν τῇ Δύσει, ὡδήγησεν αὐτόν εἰς τόν Ἱερόν Ἄθωνα, τήν κληρουχίαν ταύτην τῆς καθ’ ἡμᾶς Μητρός Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τό καταφύγιον τῆς σωτηρίας καί τόπον ἁγιασμοῦ πλείστων θεοφιλῶν ψυχῶν. Ἐκεῖ παρεδόθη εἰς τήν ἄσκησιν καί τήν ἀδιάλειπτον νοεράν προσευχήν, ὑπό τήν ἀσφαλῆ καθοδήγησιν τοῦ ἐν ὁσίοις πατρός ἡμῶν Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου. Ἠκολούθησε τόν Κύριον συναποθνήσκων μετ’ Αὐτοῦ διά τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἐκκοπῆς τοῦ ἰδίου θελήματος, ἐγνώρισε Πνεύματι Ἁγίῳ τόν Χριστόν, ὡς ὁ πνευματικός του πατήρ, καί, ὁμοιωθείς πλήρως πρός Αὐτόν κατά τά παθήματα, συνανέστη μετά τοῦ Κυρίου καί ἐδέχθη “τοιοῦτον φῶς, τοιαύτην δύναμιν ζωῆς καί σοφίαν”, αἱ ὁποῖαι μόνον παρά τῆς Πηγῆς τοῦ φωτός καί τῆς ζωῆς δύναται νά προέλθουν.
Ὅμως, ἡ ἀνεξιχνίαστος Πρόνοια τοῦ Θεοῦ δέν ἀφῆκε τόν Γέροντα νά τελειώσῃ τήν ζωήν του εἰς τόν ἱερόν Ἄθωνα, ὡς ἐπεθύμει. Ἔπρεπε νά τεθῇ ὁ λύχνος ἐπί τήν λυχνίαν, ἵνα λάμπῃ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. Οὕτως, ἐπορεύθη εἰς τήν Δύσιν, ἔνθα θά ἔλαμπεν οὐχί ὡς λύχνος ἀλλ’ ὡς ἀστήρ ὑπέρλαμπρος καί νά ὁδηγήσῃ εἰς τό φῶς τῆς θεογνωσίας πλῆθος ἀπεγνωσμένων ψυχῶν, ποθουσῶν τόν Κύριον. Ἐκεῖ, ὑπό τήν εὐλογίαν καί σκέπην τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἥν ὑπερηγάπα καί βαθέως ἐσέβετο, ἵδρυσεν ἀληθῶς μίαν “καινήν πολιτείαν”, ἕν νέον ὑπερῷον τῆς Πεν-τηκοστῆς, ἔνθα μοναχοί καί ἁπλοῖ πιστοί ἐκ διαφόρων ἐθνῶν, γλωσσῶν καί παραδόσεων, συνήρχοντο καί συνέρχονται ἄχρι τοῦδε ἐπί τό αὐτό, ζῶντες καί ἀναπνέοντες διά τοῦ ὀνόματος τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ καί διά τῆς μετοχῆς εἰς τό κοινόν ποτήριον.
Ἡ ἀνύστακτος ποιμαντική μέριμνά του καί τό μέγα χάρισμα τῆς διακρίσεως, ὅπερ ἐκόσμει αὐτόν, συνήνωναν ἀρραγῶς τοσοῦτον διαφορετικῶν καταβολῶν ἀνθρώπους καί αὐτή ἡ αἴσθησις τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος ἐβιοῦτο ἔτι ἐντονώτερον κατά τήν ὑπό τοῦ Γέροντος ἱερουργίαν τῆς ἀναιμάκτου μυσταγωγίας, ἡ ὁποία ἦτο ἕν ἀνεπανάληπτον καί συγκλονιστικόν γεγονός διά πάντας τούς συμμετέχοντας»[1].
   Τό παραπάνω ἀπόσπασμα ἀπό τόν πρόλογο τοῦ Πατριάρχη εἶναι μιά προστατευτική ἀσπίδα γιά πολλές ἀπό τίς ἐπιθέσεις πού δέχθηκε ὁ Γέροντας. Ἰσχυρό πόλεμο δέχθηκε γιά τόν τύπο τῆς Μονῆς του, ὁ ὁποῖος ὅπως λέει ὁ ἴδιος δέν προβλέπεται ἀπό τούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἐπιβλήθηκε ὅμως ἀπό τίς συνθῆκες τῆς Ἀγγλικῆς κοινωνίας καί νοοτροπίας. Τό σημαντικό στήν ὑπόθεση αὐτή εἶναι ὅτι τήν ἰδιομορφία τῆς Μονῆς του δέν τήν ἐπέβαλε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος μόνος, χωρίς τήν ἔγκριση τῆς κανονικά προϊσταμένης του ἀρχῆς. Εἶναι χαρακτηριστικά αὐτά πού γράφει γιά τό θέμα αὐτό ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης: «Ἐκεῖ [εἰς τήν Δύσιν], ὑπό τήν εὐλογίαν καί σκέπην τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἥν ὑπερηγάπα καί βαθέως ἐσέβετο, ἵδρυσεν ἀληθῶς μίαν “καινήν πολιτείαν”, ἕν νέον ὑπερῷον τῆς Πεντηκοστῆς, ἔνθα μοναχοί καί ἁπλοῖ πιστοί ἐκ διαφόρων ἐθνῶν, γλωσσῶν καί παραδόσεων, συνήρχοντο καί συνέρχονται ἄχρι τοῦδε ἐπί τό αὐτό, ζῶντες καί ἀναπνέοντες διά τοῦ ὀνόματος τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ καί διά τῆς μετοχῆς εἰς τό κοινόν ποτήριον». Ἡ Ἱερά Μονή, λοιπόν, τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό Ἔσσεξ Ἀγγλίας εἶναι «ὑπό τήν εὐλογίαν καί σκέπην τῆς Μητρός Ἐκκλησίας».
Παρά ταῦτα ὑπήρξαν καταγγελίες πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖες ὅμως τέθηκαν στό ἀρχεῖο, λόγῳ τῆς θαυμαστῆς ἀκτινοβολίας τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία ὄχι μόνον δέν σκανδαλίζει κανέναν μέ τήν ἰδιομορφία της, ἀλλά πολλούς ἑλκύει στήν ἡσυχία, πού εἶναι λήθη τῶν κάτω, ἀπόθεση τῶν θνητῶν καί ἐμπαθῶν νοημάτων καί μύηση στά ἄνω.
Καρδιά τῆς Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου στό Ἔσσεξ εἶναι ἡ ἡσυχαστική παράδοση τῶν φιλοκαλικῶν Πατέρων, ὅπως τήν βίωσαν στόν Ἄθωνα ὁ ὅσιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης καί ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Οἱ μοναχοί καί οἱ μοναχές μέ βάση τίς ὁδηγίες τοῦ Γέροντος, ἐπιδιώκουν νά ζοῦν στά κελλιά τους μέ βαθύ πένθος καί νοερά προσευχή, ἐνῶ ἔξω ἀπό τά κελλιά τους μέ τούς ἐπισκέπτες τῆς Μονῆς νά «συμπεριφέρονται σάν Ἄγγλοι», μέ εὐγένεια, προσωπικό ἐνδιαφέρον καί λεπτότητα.
Μέ τέτοιο τυπικό ἡ Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου στό Ἔσσεξ ἔχει γίνει ὄντως «ἕν νέον ὑπερῷον τῆς Πεντηκοστῆς», τόπος πού ἀναπαύει ἀνήσυχα πνεύματα «διαφόρων ἐθνῶν, γλωσσῶν καί παραδόσεων», πού ἐνεργοποιεῖ ἀδρανεῖς συνειδήσεις, πού δημιουργεῖ ἐκπλήξεις σέ ράθυμες ψυχές, τίς ὁποῖες αἰχμαλωτίζει στήν μνήμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ καί στήν τεθλιμμένη ὁδό τῶν ἐντολῶν του, τήν ὁποία αἰσθάνονται μέσα στήν ἔκπληξη ὡς λεωφόρο φωτός.
λη αὐτή ἡ θερμή καί εἰρηνική ἀτμόσφαιρα, ἡ μυστικά ἐκρηκτική, ἀλλά καί ἔντονα ἑλκτική, εἶναι κληρονομιά τοῦ Γέροντος Σωφρονίου· κληρονομιά τῆς πνευματικῆς του ἀρχοντιᾶς καί τῆς ἀπελευθέρωσής του ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἀπό τά «καυσούμενα» στοιχεῖα καί τήν ἐξουσία τοῦ κοσμοκράτορος τοῦ παρόντος αἰῶνος. Ζοῦσε τήν ἐλευθερία ἐν Χριστῷ, ὁ Ὁποῖος ὑπάκουσε στόν Πατέρα καί ἀγάπησε τόν κόσμο ἕως θανάτου.
Βεβαίως καί ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι ὁ τύπος τῆς Μονῆς πού ἵδρυσε δέν εἶναι κάτι τό συνηθισμένο καί ὅτι δέν τόν συστήνει, οὔτε τόν ἐπιβάλλει ὡς πρότυπο σέ κανένα. Ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα μιᾶς ἀνάγκης σέ ἕνα ὁρισμένο τόπο καί χρόνο.
    Πολύ ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ μαρτυρία γιά τόν Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Σέρβου Ἐπισκόπου πρώην Ἑρζεγοβίνης Ἀθανασίου Γιέφτιτς.
Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος, μαθητής καί πνευματικό τέκνο τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἰουστίνου Πόποβιτς, ἐκφράζει, μέ αὐτά πού καταθέτει, τήν σχέση τῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς πού ἔλαβε ἀπό τόν πνευματικό του πατέρα, μέ τήν πνευματική κληρονομιά τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου καί τοῦ Γέροντος Σωφρονίου.
Πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι καί οἱ δύο αὐτές «κληρονομιές», οἱ ὁποῖες μποροῦν μέ κοσμικά κριτήρια νά χαρακτηρισθοῦν σλαβορθόδοξες, ἔχουν πολύ στενή σχέση μέ τήν ἑλληνόφωνη καί τήν οἰκουμενική Ὀρθοδοξία, γιατί εἶναι ἐνταγμένες μέσα στήν ἀποστολική καί πατερική παράδοση τῆς Μίας Ἐκκλησίας. Ἔχουν ἀκρογωνιαῖο λίθο τόν Χριστό καί ἐποικοδομοῦν πάνω στό θεμέλιο τῶν Ἀποστόλων καί Προφητῶν. Ἔτσι ἀνοίγουν στούς «κληρονόμους» τους τόν δρόμο γιά τήν βίωση τῆς ἑνότητας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἔξω ἀπό ἀφελεῖς οἰκουμενιστικούς συναισθηματισμούς καί μακριά ἀπό κοντόφθαλμες ἐθνικιστικές ἐπιδιώξεις, χωρίς αὐτό νά σημαίνη ὅτι ὁ καθένας δέν ἐνδιαφέρεται γιά τά καυτά προβλήματα τοῦ τόπου του.
Ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος γνώρισε τόν Γέροντα Σωφρόνιο πρῶτα ἀπό τά πολυγραφημένα γραπτά του καί πολύ ἀργότερα προσωπικά, μέσα σέ δύσκολες συνθῆκες τῆς Σερβίας, μέ πολλούς πειρασμούς: ἐκκλησιαστικούς, ἐθνικούς καί προσωπικούς.
ς τόν παρακολουθήσουμε λοιπόν στό πῶς ἐκφράζεται γιά τόν π. Σωφρόνιο. Τό κείμενο ἀπό τό ὁποῖο πήραμε τά ἀποσπάσματα ἦταν εἰσήγηση σέ Διεθνές Συνέδριο πού ὀργάνωσε ἡ Ἱ. Μ. Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ θέμα: Γέροντας Σωφρόνιος ὁ θεολόγος τοῦ ἀκτίστου φωτός. Γράφει ὁ Ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος:
«Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος εἶναι ἕνας ἄνθρωπος βαθύτατος, πολυδιάστατος, πολύπλοκος. Τόν γνώρισα πρῶτα ἀπό τό βιβλίο του γιά τόν ἅγιο Σιλουανό, πού τό εἶχε στείλει στόν Γέροντα Ἰουστῖνο (Πόποβιτς). Τό διάβασα στίς ἀρχές τοῦ 1960 σέ πολυγραφημένη ρωσική ἔκδοση τῶν Παρισίων, πού ἀργότερα κυκλοφόρησε τυπογραφημένη. Θαύμασα τόν πλοῦτο καί τῶν δύο· καί τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ καί τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Ἀλλά ἐκεῖνο πού μέ ἐντυπωσίασε περισσότερο κατά τήν προσωπική μου συνάντηση μέ τό Γέροντα Σωφρόνιο, ἀργότερα τό 1992, ἕνα περίπου χρόνο πρίν ἀναχωρήσει γιά τόν οὐρανό, εἶναι ὅτι ἦταν ἄνθρωπος βαθιά διψασμένος γιά τήν ἀληθινή ζωή, βαθιά διψασμένος γιά τό Ζῶντα Θεό καί ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης, μιᾶς ἐπώδυνης καί χαροποιοῦ ἀγάπης»[2].
Ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος ἐπανέρχεται σέ ἄλλο σημεῖο τῆς εἰσήγησής του στήν ἐμπειρία τῆς ἐξομολόγησής του στόν Γέροντα Σωφρόνιο καί ἀναφέρεται στήν αἴσθηση τῆς χάριτος πού ὁ Γέροντας ἀκτινοβολοῦσε. Γράφει:
«Ὅταν τόν Φεβρουάριο τοῦ 1992 ἐπισκέφθηκα τόν Γέροντα Σωφρόνιο ὡς ἐπίσκοπος καί ἐξομολογήθηκα (εἶχε ἀρχίσει ἤδη ὁ πόλεμος στήν Βοσνία), ἐκεῖνο πού μοῦ ἔκανε τήν πιό βαθιά ἐντύπωση ἦταν κυρίως αὐτή ἡ αἴσθηση τῆς χάριτος πού ἀκτινοβολοῦσε ἀπό αὐτόν. Ἡ μοναχική ζωή, ὅλος ὁ ἀγώνας, ἡ ἄσκηση “ПОДВИГ” –ὡραία σλαβική λέξη πού σημαίνει κίνηση πρός τά ἐμπρός καί κίνηση πρός τά ἄνω– γίνεται γιά τόν σκοπό αὐτό· νά γευθοῦμε τήν χάρη καί τήν ἀγάπη τοῦ Ζῶντος καί Ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ...
Ἡ χάρη, λέγει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, μᾶς διατηρεῖ σέ ζωντανή κοινωνία μέ τόν Θεό, ἐνῶ ἡ προσευχή καί ὅλες οἱ ἀσκήσεις ἀνοίγουν τό εἶναι μας στόν Θεό, ἔτσι πού νά μήν κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας, στή φτώχεια, στή μηδαμινότητά μας. Ἀλλοιῶς εἶναι πολύ ἐπικίνδυνη ἡ ἄβυσσος τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως... Καί ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἔζησε αὐτήν τήν χαρά τῆς συναντήσεως μέ τό φῶς τῆς θείας χάριτος, μᾶς τήν ἔδειξε καί τήν ἔδωσε. Εἶναι πολύ φοβερό νά κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ζοῦσε τόν κίνδυνο τοῦ αὐτοπεριορισμοῦ μας ἀλλά ζοῦσε καί τή χαρά τοῦ ἐν μετανοίᾳ ἀνοίγματός μας πρός τό Ζῶντα Θεό»[3].
Στό παραπάνω ἀπόσπασμα ὑπογραμμίζουμε τήν πολύ χαρακτηριστική καί ἀποκαλυπτική ἔκφραση: «ἐκεῖνο πού μοῦ ἔκανε τήν πιό βαθιά ἐντύπωση ἦταν κυρίως αὐτή ἡ αἴσθηση τῆς χάριτος πού ἀκτινοβολοῦσε ἀπό αὐτόν» καί τήν παρεμφερῆ σέ νόημα, ἀλλά μᾶλλον ἀποκαλυπτικότερη: «ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἔζησε αὐτήν τήν χαρά τῆς συναντήσεως μέ τό φῶς τῆς θείας χάριτος, μᾶς τήν ἔδειξε καί τήν ἔδωσε». Ἔχοντας αὐτήν τήν ἐμπειρία ἀπό τήν συνάντησή του μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο, εἶναι φυσικό νά τόν θεωρῆ δῶρο τοῦ Θεοῦ σέ ὅλον τόν κόσμο. Γράφει σχετικά:
«Ἀποτελεῖ μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ γιά ὅλη τήν Ὀρθοδοξία καί γιά ὅλον τόν κόσμο ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Βασική μαρτυρία του εἶναι ὅτι, ἐάν ἡ ζωή μας, ἀκόμη καί ἡ μοναχική, δέν εἶναι ζωή ἐν χάριτι, ζωή τῆς ἰδίας θείας χάριτος, δηλαδή τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ μέσα μας, ζωή πού μᾶς δίνει ἡ εἰλικρινής καί ὀρθή πίστη, τό ἅγιο Βάπτισμα, ἡ Θεία Εὐχαριστία, τότε εἴμαστε πτωχοί καί γυμνοί»[4].
   Πολύ σημαντική μαρτυρία γιά τόν Γέροντα Σωφρόνιο εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Ρώσου Ἀρχιμανδρίτου Ἀλυπίου Kastalskij τῆς Λαύρας τοῦ ἁγίου Σεργίου.
Ἡ μοναχική ζωή καί ἡ συγγραφική δραστηριότητα τοῦ Γέροντος Σωφρονίου πραγματοποιήθηκαν μακριά ἀπό τήν Ρωσία καί συμπίπτουν μέ τήν ταλαιπωρία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ἀπό τίς ἀθεϊστικές ἐπιλογές τῆς κομμουνιστικῆς κυβέρνησης τῆς χώρας. Γι’ αὐτό τόν λόγο ἡ ἐπικοινωνία τοῦ Γέροντα μέ τούς Ρώσους πιστούς δέν ἦταν εὔκολη. Αὐτό δημιούργησε μιά ἀπόσταση, μέσα στήν ὁποία φύτρωσαν κάποιες παρεξηγήσεις σχετικά μέ τήν αὐθεντικότητα τῆς ἐμπειρίας τοῦ π. Σωφρονίου, καθώς καί τήν ὠφελιμότητα τῶν συγγραμμάτων του. Ἄς παρακαλουθήσουμε ὅμως τόν Ἀρχιμανδρίτη Ἀλύπιο:   
«Τό ὄνομα τοῦ μακαριστοῦ Γέροντα ἀρχιμανδρίτη Σωφρονίου ἔγινε γνωστό στή Ρωσία μετά τήν ἔκδοση στό Παρίσι τοῦ βιβλίου “Ὁ Γέροντας Σιλουανός”. Αὐτό τό βιβλίο ἔφτασε μέ παράνομο τρόπο στήν Σοβιετική Ἕνωση καί προκάλεσε συγκλονιστική ἐντύπωση στόν πιστό λαό καί, ἰδιαίτερα, στήν νεολαία, ἡ ὁποία στά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’70 ἄρχισε νά μετέχει στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Παρά τίς ἀπαγορεύσεις τῶν διωκτικῶν ἀρχῶν στήν διάδοση τῆς πνευματικῆς λογοτεχνίας, τό βιβλίο τοῦ πατρός Σωφρονίου ἀντιγράφτηκε σέ χιλιάδες ἀντίτυπα καί διαδόθηκε ἀνάμεσα στούς ὀρθοδόξους. Πολλές φορές εἶχε ἀκουστεῖ ὅτι ἄνθρωποι πού βρίσκονταν μακριά ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅταν διάβασαν τό βιβλίο “Ὁ Γέροντας Σιλουανός”, ἄλλαξαν τήν ζωή τους καί ἔγιναν ἔνθερμοι χριστιανοί. Μέσα στήν ἀδελφότητα τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σεργίου ὑπάρχουν κάποιοι, οἱ ὁποῖοι ὑπό τήν ἐπίδραση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ἄφησαν τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου καί ἔγιναν μοναχοί»[5].
Αὐτή ἡ ἐπίδραση τῆς προσωπικότητας τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ, ὅπως τήν περιγράφει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, δημιούργησε ἐνδιαφέρον γιά τόν ἄγνωστο ἕως τότε συγγραφέα, ἀλλά καί σεβασμό πρός τό πρόσωπό του. Εἶναι χαρακτηριστικά αὐτά πού σημειώνει ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀλύπιος:
«...Στόν ἀναγνώστη δέν μποροῦσε νά μή γεννηθεῖ τό ἐρώτημα: Ποιός εἶναι ὁ πατέρας Σωφρόνιος; Πῶς κατόρθωσε τόσο βαθιά νά κατανοήσει τήν ἐξαίρετη προσωπικότητα τοῦ Γέροντα Σιλουανοῦ; Ἀπό ποῦ ἀπέκτησε ὁ πατέρας Σωφρόνιος τέτοια ἄνεση στήν περιγραφή τῶν δύσκολων ζητημάτων τῆς Θεολογίας καί τῆς ἀσκητικῆς;
Ἄν τό “ὅμοιο γνωρίζεται ἀπό τό ὅμοιό του” καί μονάχα τό πνευματικό μπορεῖ μέ ἀσφάλεια νά ἀναφερθεῖ στό πνευματικό, τότε γίνεται ὁλοφάνερο ὅτι ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου ἦταν ἄξιος μαθητής τοῦ διδασκάλου του καί ὁ ἴδιος βρισκόταν σέ ὑψηλό ἐπίπεδο πνευματικῆς ζωῆς»[6].
μως ὁ Γέροντας Σωφρόνιος δέν μποροῦσε νά ἔχη ζωντανή ἐπαφή μέ τούς Ρώσους ἀναγνῶστες του, οἱ ὁποῖοι τόν γνώριζαν ὡς πνευματικό συγγραφέα, δέν τόν γνώριζαν ὅμως ὡς ἔμπειρο πνευματικό πατέρα. Γι’ αὐτό ὅταν ἀργότερα κυκλοφόρησε τό ἐξομολογητικό –μέσα σέ πνεῦμα ταπείνωσης καί διάκρισης– βιβλίο του Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, καθώς καί τό βιβλίο του Περί προσευχῆς, δέν μπόρεσαν ὅλοι στήν Ρωσία νά σηκώσουν τό ἀποκαλυπτικό βάρος τους. Ἔτσι δέν ἔλλειψαν οἱ ἀντιδράσεις –ἐλάχιστες καί χωρίς ἀποδεικτικά στοιχεῖα– οἱ ὁποῖες καθυστέρησαν τήν εὐρεῖα διάδοση αὐτῶν τῶν δύο βιβλίων στούς Ρώσους ἀναγνῶστες. Γιά τίς ἀντιδράσεις αὐτές ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀλύπιος γράφει:
«Δυστυχῶς, μερικοί ἀναγνῶστες στήν Ρωσία, ἀνάμεσά τους καί ὁ διάσημος καθηγητής Ἀ. Ἰ. Ὀσίπωφ καί μερικοί ἰδεολογικά προσκείμενοι πρός αὐτόν ἱερεῖς, εἶδαν μέ δυσπιστία τό πνευματικό ἔργο τοῦ Γέροντα καί τοῦ ἄσκησαν δριμεία κριτική. Κατηγόρησαν τόν ἀρχιμανδρίτη Σωφρόνιο γιά ὑπερηφάνεια, κενοδοξία καί ἀκόμα γιά πνευματική μαγεία. Ἔτσι, ὁ καθηγητής πού ἀναφέραμε προηγουμένως ἔγραφε: “Γιά μένα δέν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ βαθιά καί συνάμα πολύ λεπτή πνευματική μαγεία. Σέ μένα αὐτό ἔγινε ὁλοφάνερα ἀντιληπτό μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου “Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι” καί τοῦ βιβλίου “Περί προσευχῆς”. Θά πρέπει νά εἴμαστε σέ μεγάλο βαθμό προσεκτικοί στά συγγράμματα αὐτῶν πού ἀκόμα δέν ἔχουν τό ἀδιαφιλονίκητο κύρος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως καί ἐκεῖ δέν μποροῦμε νά ἀναφερθοῦμε χωρίς ἕνα “ἀλλά”. Σήμερα παρατηρεῖται μία τάση νά ἁγιοποιοῦνται ἄνθρωποι πού ἀμφισβητοῦνταν. Ὁλόκληρο τό Ἅγιον Ὄρος τιμᾶ τόν Σαχάρωφ ὡς ἅγιο. Τό πνεῦμα μαγείας ἐπιχειρεῖται νά ἐπικυρωθεῖ, ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, φτάνοντας σέ σημεῖο νά τιμοῦν τούς Φραγκισκανούς, τούς Καθαρούς, τήν μητέρα–Τερέζα καί ἄλλους”. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, ὁ καθηγητής Ὀσίπωφ κατηγόρησε ὄχι μόνο τόν Γέροντα ἀλλά ὁλόκληρο τό Ἅγιο Ὄρος γιά διάδοση πνεύματος μαγείας. Κανένα σοβαρό θεολογικό ἐπιχείρημα δέν παρουσιάζει ὅμως πού νά στηρίζει τήν γνώμη του»[7].
Θεωροῦμε ὅτι εἶναι χρήσιμος ἕνας σύντομος σχολιασμός τῆς ἀντίδρασης τοῦ καθηγητῆ Ἀ. Ἰ. Ὀσίπωφ.
Εἶναι καταπλητική ἡ ὁμοιότητα τῶν ἀπόψεων τοῦ Ὀσίπωφ καί τοῦ π.Ἰ.Δ.. Ὁ π.Ἰ.Δ. χαρακτηρίζει, χωρίς συστολή καί φόβο Θεοῦ: «κακόδοξα, δαιμονοληπτικά καί παρανοϊκά» ὅσα ἔγραψε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος[8] καί ὁ καθηγητής Ὀσίπωφ ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Γέροντας βρισκόταν «σέ βαθιά καί συνάμα πολύ λεπτή πνευματική μαγεία». Καί οἱ δύο βάλλουν κατά τῶν «ἁγιοποιήσεων» τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Ὁ π.Ἰ.Δ. βάλλει κατά τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου, ὁ ὁποῖος, κατά τήν ἄποψή του, «διακηρύσσει αὐθαιρέτως» ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος «εἶναι “ἅγιος” καί ὡς ἅγιον τιμᾷ αὐτόν. Ἐδῶ πρόκειται περί πραξικοπηματικῆς ἀνακηρύξεως “ἁγίου” καί ὄχι περί κανονικῆς ἀναγνωρίσεως»[9], ἐνῶ ὁ Ὀσίπωφ βάλλει κατά τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀφοῦ, ὅπως ἰσχυρίζεται, «ὁλόκληρο τό Ἅγιον Ὄρος τιμᾶ τόν Σαχάρωφ [π. Σωφρόνιο] ὡς ἅγιο» καί μέ αὐτόν τόν τρόπο «τό πνεῦμα μαγείας ἐπιχειρεῖται νά ἐπικυρωθεῖ».
μως, ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου δέν «διακηρύσσει αὐθαιρέτως» καί δέν ἀνακηρύσσει πραξικοπηματικά τόν Γέροντα Σωφρόνιο ἅγιο, ἀφοῦ δέν τόν τιμᾶ μέ ἐκκλησιαστικές τελετές ὡς ἅγιο. Δίνει τήν προσωπική του μαρτυρία γιά τήν ἁγιότητα τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Οὔτε τήν εἰκόνα του κατασκεύασε οὔτε ἀκολουθία του συνέθεσε, οὔτε καλεῖ τόν λαό σέ λατρευτική σύναξη κατά τήν ἐτήσια μνήμη του. Ὀφείλει ὅμως νά καταθέση τήν προσωπική του μαρτυρία, ἡ ὁποία θά κριθῆ μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τά ἁρμόδια ὄργανά της. Ἡ ἁγιότητα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναγνωρίζεται μέ βάση τίς προσωπικές μαρτυρίες πού ὑπάρχουν. Οἱ μαρτυρίες προηγοῦνται τῆς ἐπίσημης ἀναγνωρίσεως. Γιά νά τό καταλάβη αὐτό κανείς δέν χρειάζεται ἰδιαίτερο πνευματικό χάρισμα, οὔτε μεγάλης ἰσχύος διανοητική ἐνέργεια.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁ καθηγητής Ὀσίπωφ, ὅπως γράφει ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀλύπιος, «κατηγόρησε ὄχι μόνο τόν Γέροντα ἀλλά ὁλόκληρο τό Ἅγιο Ὄρος γιά διάδοση πνεύματος μαγείας», χωρίς νά προσκομίζει «κανένα σοβαρό θεολογικό ἐπιχείρημα πού νά στηρίζει τήν γνώμη του». Νά προσθέσουμε ὅτι πρίν ἀπό ὅλα κατηγόρησε τό Ἅγιον Ὄρος γιά ἔλλειψη κριτηρίων τῆς ἁγιότητος.  Εἶναι ὅμως μεγάλη προπέτεια νά θεωρῆ κανείς ὅτι τά κριτήρια τῆς ἁγιότητος ὑπάρχουν στό πανεπιστημιακό σπουδαστήριο καί δέν ὑπάρχουν στά σπήλαια καί στά κελλιά τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στίς ἀσκητικές παλαίστρες τῶν παραδοσιακά ἀσκουμένων μοναχῶν, τήν στιγμή μάλιστα πού εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστή ἡ ἄκρως ὑπερβολική δυσπιστία τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων στήν ἁγιότητα τῶν ζώντων, ἀλλά καί στίς ἀποδείξεις τῆς ἁγιότητος τῶν κεκοιμημένων.
 Γι’ αὐτούς πού γνωρίζουν ἔστω καί ἐλάχιστα τό ἦθος τῶν ἁγιορειτῶν, ὅταν αὐτό τό «δύσπιστο» Ἅγιον Ὄρος, καί μάλιστα μέ τίς κορυφαῖες του στά τελευταῖα χρόνια μορφές, δέχεται ὡς γνήσια τήν θεοπτική ἐμπειρία τοῦ  Γέροντος Σωφρονίου καί τόν τιμᾶ, ὅπως λέει ὁ Ὀσίπωφ, ὡς ἅγιο, σημαίνει ὅτι ἡ ἀσκητική θεωρία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου εἶναι πέρα γιά πέρα φιλοκαλική, τελείως ξένη πρός τά «πνεύματα» τῆς «μαγείας», πού ἔχει στό νοῦ του ὁ καθηγητής Ὀσίπωφ. Εἶναι ἐμπειρία τοῦ Ζῶντος Θεοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἐνδεχόμενη ὕπαρξη μερικῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν μέ προβληματισμούς γιά τόν Γέροντα δέν ἀνατρέπει τόν κανόνα καί τήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.
ἀντίδραση τοῦ καθηγητῆ Ἀ. Ἰ. Ὀσίπωφ, χωρίς θεμέλια στήν ἀσκητική ἐμπειρία, σύντομα ἔσβησε, ἀφοῦ ὅμως πρός καιρόν δημιούργησε ἀναταραχή σέ ἀρκετές συνειδήσεις. Ἄς δοῦμε πῶς περιγράφει τά πράγματα ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀλύπιος:
«Οἱ κριτικές πού ἐμφανίστηκαν στόν ἐκκλησιαστικό τύπο, ἔφεραν ἀναταραχή στούς ἐκκλησιαστικούς κύκλους καί καθυστέρησαν τήν διάδοση τοῦ βιβλίου στήν Ρωσία. Ἔτσι, ὁ ἡγούμενος ἑνός γνωστοῦ μοναστηριοῦ θεώρησε ὅτι φαινόταν πώς τό βιβλίο περιεῖχε κάποια περίεργη αἵρεση καί διέταξε τούς ἀδελφούς μοναχούς του νά τό κάψουν στήν αὐλή του. Τώρα ὅλη αὐτή ἡ πολεμική πέρασε στό παρελθόν. Τό 2006 ἡ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος–Ἁγίου Σεργίου ἐξέδωσε τό βιβλίο “Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι” σέ 10.000 ἀντίτυπα καί καμία νέα παρεξήγηση μέ ἀφορμή αὐτό δέν προέκυψε ξανά.
Στήν σύγχρονη Ρωσία ἔχουν ἐκδοθεῖ ὅλες οἱ γνωστές στήν Δύση ἐργασίες τοῦ Γέροντα, οἱ ὁποῖες παρουσιάζουν ζήτηση, μονίμως ἐπανεκδίδονται καί ἀποκτοῦν ὅλο καί μεγαλύτερη δημοσιότητα. Οἱ βασικοί ἐκδότες τῶν βιβλίων τοῦ Γέροντα Σωφρονίου στήν Ρωσία εἶναι ἡ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος–Ἁγίου Σεργίου, πού τυπώνουν τά βιβλία του μέ τήν εὐλογία τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχη Μόσχας καί πάσης Ρωσίας Ἀλεξίου II, καί οἱ ἐκδόσεις “Προσκυνητής”. Τά συνολικά ἀντίτυπα τῶν βιβλίων τοῦ ἀρχιμανδρίτη Σωφρονίου, πού κυκλοφόρησαν στήν Ρωσία, δέν μποροῦν νά προσδιοριστοῦν ἐπακριβῶς. Ἕνα ἀπό τά βιβλία, “Ὁ Γέροντας Σιλουανός”, ἐκδόθηκε στήν Ρωσία σέ περίπου 1.000.000 ἀντίτυπα»[10].
Γέροντας Σωφρόνιος πέρασε μέ τά βιβλία του στό ὀρθόδοξο πλήρωμα τῆς Ρωσίας διά «πυρός»· αἰσθητοῦ πυρός, ἀλλά καί πυρός σκληρῶν καί ἀθεμελίωτων κριτικῶν, ὄχι μόνο τῶν συγγραφῶν του, ἀλλά καί τῆς πνευματικῆς του ἐμπειρίας. Ὅμως ἐπειδή «τό ἀληθινό ἐπιβάλλεται μέ τήν παρουσία του», σύντομα οἱ ἀντιδράσεις ἀτόνισαν καί σίγησαν καί οἱ συμπατριῶτες τοῦ Γέροντος γεύονται τώρα τούς πνευματικούς καρπούς τῶν συγγραφικῶν του κόπων.
σχέση ὅμως τοῦ Γέροντος Σωφρονίου μέ τήν Ρωσία δέν ἐξαντλεῖται στήν κυκλοφορία καί μελέτη τῶν βιβλίων του. Ὁ Γέροντας εἶχε προσωπικό ἐνδιαφέρον γιά τήν ἐκκλησιαστική ζωή τῆς πατρίδας του καί σέ κάποια συγκεκριμένη κρίσιμη στιγμή μάλιστα, ὅταν τοῦ ζητήθηκε, ἔδωσε τήν δική του ἐκκλησιολογική μαρτυρία.
Γέροντας εἶχε μεγάλη εὐαισθησία στό θέμα τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Γνώριζε τί σημαίνουν τά σχίσματα καί οἱ παρασυναγωγές. Γνώριζε ποίου πνεύματος εἶναι, ποιός λανθανόντως τίς καθοδηγεῖ. Γνώριζε ὅτι οἱ ἀποσχιζόμενοι ἀπό τήν Ἐκκλησία χωρίζονται ἀπό τόν Χριστό. Γι’ αὐτό, ὅταν μετά τήν πτώση τοῦ κομμουνισμοῦ στήν Ρωσία ἐκδηλώθηκαν διάφορες ἀμφισβητήσεις τοῦ Πατριάρχου τῆς Ρωσίας, πού μποροῦσαν νά ὁδηγήσουν σέ σχίσματα, ἡ ἐπέμβασή του σέ ἀνθρώπους πού ζήτησαν τήν γνώμη του ἦταν καθοριστική. Ἡ περιγραφή τῶν γεγονότων ἀπό τόν Ἀρχιμανδρίτη Ἀλύπιο καί ἡ ἐπιστολή τοῦ Γέροντος Σωφρονίου πού παραθέτει, δείχνουν τόν σεβασμό τοῦ χαρισματούχου Γέροντα στά χαρίσματα πού δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα γιά τήν συγκρότηση τοῦ Θεανθρώπινου ὀργανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Δείχνουν ὅτι ἡ ἀσκητική του συντελεῖται ἐν τῷ Χριστῷ καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Ἔξω ἀπό αὐτήν –μακριά ἀπό τό ὠμόφορο τοῦ Πατριάρχη– ἔξω ἀπό τόν χαρισματικά καί ἱεραρχικά διαρθρωμένο ἐκκλησιαστικό ὀργανισμό δέν ὑπάρχει σωτηρία. Ἄς παρακολουθήσουμε τί γράφει ὁ π. Ἀλύπιος:
«Ὁ ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος, μεγάλος ἀσκητής, θεολόγος καί πνευματικός συγγραφέας, κατόρθωσε νά ἐνηλικιωθεῖ ἐν Χριστῷ, ὥστε νά πάψουν νά ἐπικρατοῦν ὁποιεσδήποτε ἐθνικές διαφορές καί νά μή διακρίνονται “οὔτε Σκύθης οὔτε Ἰουδαῖος ἤ Ἕλλην”. Ἀλλά τό γεγονός ὅτι εὑρισκόμενος ἤδη σέ προχωρημένη ἡλικία καί μέ βεβαρυμένη σωματική ὑγεία, ὀκτώ φορές ἐπισκέφτηκε τήν Ρωσία, μαρτυρεῖ τό πόσο ἀγαποῦσε τήν πατρίδα του καί τόν λαό του. Δέν διέκοψε τήν πνευματική σχέση μέ τήν Ρωσική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία...
Μετά τήν κατάρρευση τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος στήν Ρωσία ξεχύθηκε ἕνα ὁλόκληρο ρεῦμα ἀπό ἀπρόσκλητους ἱεραποστόλους ἀπό τίς ΗΠΑ, τήν Εὐρώπη καί τήν Ἀσία, οἱ ὁποῖοι ἐπεδίωκαν νά διασπάσουν τήν ἑνότητα τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, νά ἐλέγχουν πνευματικά τόν ρωσικό λαό, νά διακόψουν τήν ἐπαφή του μέ τήν Ὀρθοδοξία τῶν προγόνων του καί νά προσηλυτίσουν αὐτόν σέ μία σειρά ἀπό νεομοδίτικες ψευδοχριστιανικές διδασκαλίες. Σέ αὐτούς τούς δύσκολους καιρούς στό τέλος τῆς ζωῆς του ὁ Γέροντας προέτρεπε ὅλα τά τέκνα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας νά μείνουν συσπειρωμένα κάτω ἀπό τό ὠμόφορο τοῦ Πατριάρχη. Ἕνας ἀπό τούς Ρώσους πνευματικούς μοιράστηκε μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο τίς ἀμφιβολίες του πού προκλήθηκαν ἀπό ὁρισμένα ἀρνητικά γεγονότα στήν ζωή τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Γέροντας στήν ἀπάντησή του ἔγραψε: “... Ἱκετεύω τήν ἁγιότητά σας νά εἰσακούσει τήν φωνή μου πού εἶναι αὐτή ἑνός ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου: Μείνετε πιστοί μέ ὅλες τίς δυνάμεις σας μόνο στό Πατριαρχεῖο. Συνεχίστε ἀκόμα καί μέχρι “ὁμολογίας” (γιά νά μήν πῶ μαρτυρεῖστε ἀκόμα καί μέχρι θανάτου). Ἡ σωτηρία βρίσκεται μονάχα ἐκεῖ. Ὅλες οἱ ἄλλες κινήσεις, παρότι ἐξωτερικά στήν ὄψη μοιάζουν μέ εὐσεβεῖς, ἀνήκουν σέ δυτικούς ἐχθρούς. Μέ αὐτές θά ἔρθει μόνο τό σχίσμα, τό μίσος καί ἡ ἀπώλεια ὅλων.
Σᾶς γράφω μέ πλήρη ἐπίγνωση τῆς ὑπευθυνότητάς μου ἀπέναντι στόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία πού ἔχει ἁγιασθεῖ ἀπό τό πολύτιμο Αἷμα τοῦ Ἐνσαρκωμένου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ὅποια καί ἄν εἶναι τά ἄλυτα προβλήματα, μόνο τό Ἅγιο Πνεῦμα γνωρίζει τόν δρόμο τῆς ἀληθείας. Αὐτό ἔλεγε ὅταν ζοῦσε καί ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἔτσι μιλοῦσε ὑπό τήν καθοδήγησή Του καί ὁ Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ. Ἔτσι σκέφτονται ὅλοι οἱ ἀσκητές πού πραγματικά παλεύουν νά ἐπωμισθοῦν τίς ἁμαρτίες ὅλων τῶν γενεῶν”»[11].
Μιά τέτοια προσωπικότητα, ὥριμη ἐν Χριστῷ, παρά τίς πρός καιρόν μικρόψυχες κριτικές, πού τάραξαν κάποιες συνειδήσεις, ἦταν ἀδύνατον νά μήν ἑλκύση τήν ἀγάπη, τόν σεβασμό καί τήν εὐλάβεια τοῦ λαοῦ, πού διψοῦσε τήν γνησιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἀπό τόν βαθύ σεβασμό ὁ λαός ἔφθασε στό νά εὐλαβῆται τόν Γέροντα Σωφρόνιο, γιατί βλέπει σ’ αὐτόν ἁπτά τά ἀποτελέσματα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. 
Κλείνουμε τήν ἀναφορά στό πρόσωπο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου μέ αὐτά πού μᾶς καταθέτει ὁ π. Ἀλύπιος γιά τήν εὐλάβεια πολλῶν Ρώσων πρός τόν Γέροντα:
«Πολλοί μοναχοί καί λαϊκοί ἐπικαλοῦνται τό ὄνομα τοῦ Γέροντα Σωφρονίου στίς προσευχές τους καί ἐλπίζουν στήν σύντομη ἀναγνώρισή του. Στήν Ρωσία ἤδη διεξάγονται προσπάθειες γιά νά ἑτοιμασθεῖ ἡ εἰκόνα τοῦ πατρός Σωφρονίου μέ τήν ἐλπίδα ὅτι στό μέλλον θά τιμᾶται ὡς ἅγιος ἀπό ὅλες τίς ἐκκλησίες»[12].


[1]. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ, σ. 13-14.
[2]. Πρακτικά Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου: Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ὁ θεολόγος τοῦ ἀκτίστου Φωτός, σ. 106.
[3]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 110-111.
[4]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 113.
[5]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 561.
[6]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 561-562.
[7]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 563.
[8]. Ἡ θεολογική τραγωδία..., σ. 44.
[9]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 49.
[10]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 565-566.
[11]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 567-568.
[12]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 568.

Σημ: Τό βιβλίο τοῦ π. Θωμᾶ Βαμβίνη: «Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία. Ἀπάντηση στόν π. Ἰωάννη Διώτη», σέ ὅσους ἐνδιαφέρονται γιά τό θέμα του, διατίθεται δωρεάν ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου.
  Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com

Read more: http://www.egolpion.com/diwtis_9.el.aspx#ixzz3KNI9lAFV

Ιωάννης Ε. Θεοδωρόπουλος - Καθηγητής Παιδαγωγικής Αμήχανον κάλλος: Επιθυμητότητα χωρίς επιθυμία



5.4.4.  π.Λουδοβίκος: Επιθυμητότητα χωρίς επιθυμία και  άκτιστο –μακάριο-αθάνατο αμήχανον κάλλος. Ενδιάσφιγξις των όντων και θεία συνέντευξις
Το άκτιστο κάλλος που εκπέμπει το πρόσωπο ενός ησυχαστή, όπως αυτό του γέροντα Ιωσήφ, είναι απόσταγμα μιας, για να χρησιμοποιήσουμε δάνεια ορολογία από τον π.Λουδοβίκο, επιθυμητότητας χωρίς επιθυμία (π.Λουδοβίκος 2003,31κ.εξ).  Πως μπορεί να αγαπά ο ησυχαστής  νηφάλια έχοντας επιθυμητότητα χωρίς να έχει επιθυμίες; Αυτή η «αινιγματική» αγάπη, όταν βρεθεί στην καρδιά ενός γέροντα-ησυχαστή, μοιάζει με εκείνη του γητευτή Σωκράτη, που κρατάει την επιθυμία σε αινιγματική απομόνωση. Όμως, για τον ησυχαστή το όντως εφετόν, σύμφωνα με την γνωστή ευχή Ανωνύνου, είναι ο Κύριος, τον οποίο ο Συμεών ο Μεταφραστής  παρακαλεί «..κάλλυνέ… με». Εξάλλου, η Παναγία είναι κατά τον Νικόλαο Καβάσιλα εκείνη, στην οποία ένας ειδικός έρως: «θείος έρως το της ψυχής επιθυμητικόν άπαν εις εαυτόν αναλώσας» («Θείος έρωτας, που απορρόφησε και αφομίωσε κάθε άλλη επιθυμία της ψυχής»).Είναι και αυτός ο έρως μια άλλου είδους επιθυμητότητα χωρίς επιθυμία(Καβάσιλας ό.π.α.,124.)
Φωτο: Σ. Καλαφάτη
Φωτο: Σ. Καλαφάτη
Τι κοινό έχει αυτή η επιθυμητότητα με αυτό που ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ονομάζει «έφεσιν της πλήρους οντότητας», ήτοι επιθυμία ενός μυστηριώδους πράγματος; Τι είναι αυτή η πληρότητα; Είναι η εσωτερίκευση του άλλου μέσα μου, η περιχώρησις, η ανάγκη να αγαπώ, είναι η αγάπη ως κάτι απόλυτο. «Πρέπει να αρχίσει κανείς να αγαπά για να μην αρρωστήσει», θα πει ο Freund (π.Θερμός 2006,231). Aλλά και ο  Lacan  τονίζει ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον  που ζητάει αγάπη (π.Λουδοβίκος 2003,31). Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι ο ψυχαναλυτής πρέπει να κρατήσει «αινιγματική» την επιθυμία του, για να βοηθήσει τον έχοντα ανάγκη στήριξης. Αυτή η αγάπη οδηγεί στην πληρότητα. Αυτήν επιθυμεί ο άνθρωπος.
Με αυτά θα θέματα έχει ασχοληθεί και ο Bollnow.Εδώ θα μας έβγαζε εκτός τροχιάς να αναφερθούμε διεξοδικότερα στο θέμα της επιθυμίας, όπως αυτό μάλιστα αποδόθηκε με τον επιγραμματικό τρόπο «Οι επιθυμίες είναι φόβοι», ανατρέχοντας στον Σπινόζα, ή στην ψυχιατρική  του Hofmannsthal, ότι οι επιθυμίες είναι καλυμμένοι φόβοι και  ότι ο άνθρωπος βρίσκει καταφύγιο σε αυτές, όταν φοβάται(Bollnow ό.π.α., 100). Σε μια ωστόσο ποιητική του εκδοχή αυτός ο φόβος βρίσκει εξιλέωση στο κάλλος: «φοβηθείτε αν θέλετε να ξυπνηθεί του ωραίου» το ένστικτο(Ελύτης). Ωστόσο αξίζει να τονισθεί ότι ο  Bollnow έχει μιλήσει για «εμπιστοσύνη χωρίς αντικείμενο», που πηγάζει -αλλού έχει τονίσει το αυτό για την αισιοδοξία-, από ένα βαθύτατο αίσθημα  εστιότητας που υπάρχει στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης(ό.π.α.,24). Τόσο όμως αυτή η εμπιστοσύνη χωρίς αντικείμενο, όπως και η  πίστη στο Είναι, καταχωρούνται εδώ σε έναν ανθρωπολογικό τόπο, που βρίσκεται πριν από την αντίληψη που έχουμε περί θρησκευτικής πίστης.(ό.π.α.,25).
Επανερχόμαστε στον π.Λουδοβίκο. Η επιθυμία φθάνει κάποτε σε ένα όριο, όπου επιθυμείς χωρίς αντικείμενο (π.Λουδοβίκος ό.π.α.,32). Φθάνεις σε καθαρή επιθυμητότητα, ενώ έχει προηγηθεί επιθυμία άπειρη και ατέρμονη. Αυτή την λακανική-ψυχαναλυτική επιθυμητότητα την απέδωσε η πατερική σοφία του αγίου Μαξίμου με  τον όρο «θέλημα φυσικόν», που σημαίνει, κατά τον π.Λουδοβίκο, καημός. Αυτός συνιστά κέντρο και ουσία του ανθρώπου(ό.π.α.,33). Θέλημα σημαίνει μια δύναμη  που ζητάει την πληρότητα της κατά φύσιν υπάρξεως, δύναμη συνεκτική των προσόντων της φύσης. Εφόσον αποκτηθεί σε μια μελλοντική στιγμή αυτή η πληρότητα, κάτι που σφόδρα  θα ήθελε η λογική ύπαρξη, τότε αυτή ζει και κινείται ως σύνολη ψυχοσωματική οντότητα. Είναι ένας καημός χωρίς όνομα, αλλά βαθύς και αγιάτρευτος. Είναι η επιθυμία του ανθρώπου να γίνει το όλον. Να είναι ένας, αλλά όχι μόνος, όπως συμβαίνει με την ομοουσιότητα. Να έχει εντός του «την ομοούσια σταυρική περιχώρηση του κτιστού των συνανθρώπων μου» (π.Λουδοβίκος 2006,49). Πρόκειται για άρνηση της «βούλησης για δύναμη» στο δρόμο του Ομοουσίου. Σε εναντία περίπτωση επέρχεται έκπτωση της αλήθειας σε De Sade και υπεράνθρωπο(ό.π.α.,115).Πρόκειται για μια ευλογημένη  «μωρία»,  που σε κάνει να πάσχεις για να σώσεις τον άλλον (Κορναράκης 2007,786).
Η επιθυμία  αυτού του είδους, ήτοι η χωρίς αντικείμενο, είναι «σώφρων μανία»(άγιος Μάξιμος, ό.π.α.198). Είναι, επίσης η επιθυμία του όλου, η οποία στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά είναι η επιθυμία του Θεού, αλλά και κάθε ανθρώπου(ό.π.α.,35).Η  κοινωνία μαζί του, μακράν από του να υπαγορεύεται από την καντιανή κατηγορική προσταγή, ήτοι η κοινωνία με τα άκτιστα θελήματά του και με το πρόσωπό του, με φέρνει  ενώπιον του μακαρίου κάλλους. Η έλλειψη της επιθυμίας του Θεού  και του άλλου με οδηγεί σε κόλαση.   Ο ησυχαστής δεν απολαμβάνει τη Χάρη ξέγνοιαστος για τον άλλο που υποφέρει(δες:ό.π.α.,128). Όχι μόνο δεν κλείνεται στον εαυτό του και δεν καταστρέφει το εγώ του, αλλά γίνεται όλος πυρύκαυστος από επιθυμία χωρίς αντικείμενο. Έχει προηγηθεί η εξόντωση της φιλαυτίας με την υπακοή, ήτοι έχει γίνει η «διαπαιδαγώγηση της γνωμικής χρήσης του φυσικού θελήματος», έχει γίνει  η χρήση του κατά Θεόν(ό.π.α.,134 κ.εξ),  ο πόθος της ανάλωσης για τους άλλους. Εν τέλει, μέσα από αυτή την επιθυμητότητα επέρχεται η οντολογική συναγωγή, η «ενδιάσφιγξις» των όντων(ό.π.α.,185).
Αυτή είναι η ανώνυμη επιθυμία του άλλου που χαρακτηρίζει έναν άγιο, μέσα στον οποίο βρίσκουν τόπο όλοι, έχει όλο το Είναι μέσα του, που σημαίνει είναι αθάνατος(ό.π.α., 42). Εξ αυτού του τρόπου ύπαρξής του εν κοινωνία με το Θεό είναι δεκτικός του θείου ακτίστου-μακαρίου κάλλους, της θείας ομορφιάς, των χαρισμάτων του  Πνεύματος, που συνιστά το τελικό «φυσικό» περιέχον του ανθρώπου, ασθενούς ή υγιούς (ό.π.α.,100). Γι’ αυτό και κάθε άνθρωπος είναι οιονεί φορέας του θείου ακτίστου-μακαρίου κάλλους. Αυτό το κάλλος είναι το δώρημα  της μεθέξεως  του Ακτίστου, στο οποίο ενδημεί και το κάλλος της πτωχείας. Ο ησυχαστής  αποκτά λόγω αυτής της επιθυμητότητας εμπειρία ενός άλλου κόσμου, εμπειρία του θανάτου του θανάτου και μια άσπιλης Εκκλησίας(π.Καρδαμάκης 2001,156). Εκείνης το άκτιστο-μακάριο-αθάνατο κάλλος δεν είναι ούτε φυσικό,  ούτε τεχνικό. Βρύει αίνιγμα και φως, το έχει επωάσει η Χάρη, είναι πρωτόνοιο και  σε εγκεντρίζει στα έσχατα.
Το  στιβαρό «υποκείμενο» του ησυχαστή είναι φορέας επιθυμητότητας χωρίς επιθυμία, είναι άκτιστο κατά Χάρι,  δεν αναζητά ψυχολογικά και συναισθηματικά  στηρίγματα, έχει λουσθεί μέσα στο άκτιστο κάλλος που εκπέμπει το αναστημένο σώμα του Χριστού, αφού «….όσο κανείς κατακτά την αγιότητα, τόσο και μειώνεται η ισχύς των ψυχολογικών νόμων επάνω του», λέγει ο π.Θερμός(π.Θερμός 2006,39). Αυτό το υποκείμενο είναι καλό-γερος, με όλο το νόημα που κομίζει η έννοια, ζει ως αγνωών και ιδιώτης, πάσχει τα θεία (π.Καρδαμάκης χ.χ.11).

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Ιωσήφ Βατοπαιδινός - Γέροντας Λόγος Εγκωμιαστικός σε όλους τους Αγίους της Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου – Επίλογος

Ο Άγιος Ιεράρχης Γρηγόριος ο Διδάσκαλος
Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στο Βουκουρέστι της Βλαχίας το έτος 1765 από ευσεβείς γονείς. Κατά το άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Γεώργιος.
Σε ώριμη ηλικία εγκατέλειψε τον κόσμο και έγινε μαθητής του αγίου Παΐσιου Βελιτσκόφσκι, που ήταν στην περίφημη Λαύρα του Νεάμτς έκανε αδιάκριτη υπακοή η οποία τον οδήγησε στην αποβολή του «ιδίου θελήματος». Ο Άγιος Παΐσιος βλέποντας το ζήλο του υποτακτικού του τον θεώρησε έτοιμο να λάβει το μέγα και αγγελικό σχήμα, δίνοντάς του κατά την μοναχική κουρά το όνομα Γρηγόριος.
PENTAX Image
Ο Γρηγόριος θεώρησε ότι πολύ θα ωφελείτο πνευματικά αν κατέφευγε, όπως και ο Γέροντάς του στο Άγιον Όρος. Η φήμη της Μονής του Βατοπαιδίου με το αυστηρό, ασκητικό, και το ησυχαστικό της πρόγραμμα, έκανε τον Γρηγόριο να την προτιμήσει. Επειδή όμως επιθυμούσε την τέλεια ησυχία για την άσκηση της νοεράς προσευχής εγκαταβίωσε για ένα διάστημα στη Σκήτη του Καλαμιτσίου. Εκεί, ταυτόχρονα με τους ασκητικούς αγώνες του, επεδόθη με πόθο στη μετάφραση πνευματικών βιβλίων στη ρουμανική γλώσσα.
Επέστρεψε στη Βλαχία και εγκατεστάθη στην Ιερά Μονή Καλδαρουσάνι του Βουκουρεστίου. Ο βοεβόδας Δημήτριος Γκίκας γνωρίζοντας τις αρετές του τον κάλεσε στην πρωτεύουσα, όπου χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ούγγροβλαχίας.
Ως ιεράρχης επιτέλεσε μεγάλο έργο. Φρόντισε για την ανοικοδόμηση ιερών ναών για την εξυπηρέτηση των αναγκών του ποιμνίου του, μεταξύ των οποίων και τον Πατριαρχικό Καθεδρικό Ναό της Ρουμανίας. Επιμελήθηκε ιδιαίτερα της ερμηνείας της Αγίας Γραφής κηρύττοντας συνεχώς στο πλήρωμα της ’Εκκλησίας. Σε όσους κατέφευγαν σ’ αυτόν τους παρότρυνε να ασκούν τη νοερά προσευχή της οποίας ήταν κάτοχος. Διεκρίνετο διά το αφιλάργυρο και αφιλοχρήματο, τηρώντας την μοναχική αρετή της ακτημοσύνης. Αυτό εφάνη κατά την κοίμησή του, στις 22 Ιουνίου 1834. Εις το κελλί του ευρέθη μόνον ένας σωρός βιβλίων, τα οποία ετοίμασε ο ίδιος διά να μοιραστούν στους μαθητές των δημοσίων σχολών.
Ιεροδιδάσκαλος και φωτιστής του Ρουμανικού λαού, ο Άγιος Γρηγόριος θεωρείται στην εκκλησιαστική Ιστορία της Ρουμανίας ο σημαντικότερος Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας κατά τον 19° αιώνα. Του απέδωσαν τον τίτλο «Μαΐστωρ των θείων ρημάτων και διδάσκαλος της ευχής του Ιησού». Η επίσημη κατάταξή του στο Αγιολόγιο έγινε μεταξύ 19ης και 22ας Μαΐου 2006, με τον τίτλο «Άγιος Ιεράρχης Γρηγόριος ο Διδάσκαλος» και ορίστηκε η μνήμη του να τελείται στις 22 Ιουνίου. Τα ιερά του λείψανα βρίσκονται στην Μονή Καλδαρουσάνι.
*
Πριν φθάσουμε στο τέλος του εγκωμιαστικού μας λόγου θεωρούμε ορθό να παραθέσομε και τα ονόματα μερικών αγίων που σχετίζονται με τη Μονή μας.
•          Ο Άγιος Νήφων, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο Διονυσιάτης, συχνά επισκεπτόταν τη Μονή και παρέμεινε για ένα χρονικό διάστημα σ’ αυτήν.
•          Ο Όσιος Θεόφιλος ο Μυροβλήτης, όταν ήλθε για πρώτη φορά στο Άγιον Όρος μόνασε στα Μονή μας για αρκετό χρόνο.
•          Στην περίφημη Βατοπαιδινή Αθωνιάδα Ακαδημία μαθήτευσε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, δίδαξε ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, πνευματικός της διετέλεσε ο Άγιος Μακάριος επίσκοπος Κορίνθου, έφορός της ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.
•          Οι Άγιοι Βαρνάβας και Σωφρόνιος, κτήτορες της Μονής Σουμελά φιλοξενήθηκαν για μια εβδομάδα από τον ηγούμενο που τους δέχθηκε με ευλάβεια και ωφέλησαν πάρα πολύ τους Πατέρες.
•          Ο Άγιος Γερμανός ο Μαρουλής μαζί με τον Γέροντά του ερχόταν στη Μονή είτε για να προσφέρει τις υπηρεσίες του είτε για να λάβει μέρος στις ακολουθίες, εντυπωσιάζοντας τους πατέρες με την αρετή του.
*
Στο διάστημα της ιστορικής διαδρομής δεκαέξη αιώνων της Μονής αυτής, ποιός μπορεί, πατέρες άγιοι και πανσέβαστοι, αγιότατο πλήθος της Βασίλισσας του Ουρανού, της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, ποιός μπορεί να σας απαριθμήσει;
Αδυναμία αισθανόμαστε για να εξυμνήσομε επάξια τους αγώνες, τους κόπους και το αναίμακτο μαρτύριο της συνειδήσεώς σας. Θαυμάζομε τα έργα σας, τιμούμε τα παθήματά σας, κάμπτουμε ευλαβικά τα γόνατά μας μπροστά στις άγιες εικόνες σας και προσκυνούμε ταπεινά τα χαριτόβρυτα λείψανά σας. Αισθανόμεθα κάποια μικρή καύχηση εν Κυρίω, γιατί εσείς μέσα σ’ αυτό το χώρο, που βρισκόμαστε τώρα εμείς, κατορθώσατε να μετάσχετε του κλήρου των Προφητών και των Αποστόλων. Τώρα περιμένετε να ακούσετε μόνο ένα λόγο. Το λόγο του Κυρίου μας· «ευ δούλοι αγαθοί και πιστοί, εισέλθετε εις την χαράν του Κυρίου υμών» για να είναι η χαρά σας  πλήρης. Γιατί αυτός ο λόγος σε σας έχει τέλεια εφαρμογή.
Καταφεύγουμε σε σας και δεόμεθα εκτενώς, επειδή είστε οι γνήσιοι και αληθινοί Πατέρες μας. Σεις τηρήσατε τη διπλή εντολή της αγάπης. Μας αγαπάτε σαν παιδιά και αδελφούς σας. Είστε πρεσβευτές με παρρησία στον Κύριό μας. Θυμηθείτε και εμάς τους φτωχούς, ταπεινούς και ανάξιους, που μένουμε, άνκαι ανάξιοι, στον ιερό αυτό τόπο που κατοικήσατε και χαρίστε μας λίγη από την πατρική σας στοργή και αγάπη, διότι «επτωχεύσαμεν σφόδρα».
Εσείς που βλέπετε το πρόσωπο του Κυρίου μας, ικετεύσατε τον Εύσπλαγχνο, να σπλαχνισθεί και συγχωρήσει εμάς τους ευτελείς και ταπεινούς. Να αποστείλει τη χάρη του θείου φόβου του, για να μας ξυπνήσει από το υλικό φρόνημα, που μας καλύπτει και μας σκοτίζει.
Ελεείστε, αγιότατοι Πατέρες, ελεείστε και τη δική μας γενεά και αξιώστε μας της σωτηρίας, που τόσο ποθούμε, με τη Χάρη του Κυρίου και Δεσπότου μας Ιησού Χριστού, στον οποίον ανήκει η δόξα η δύναμη και η προσκύνηση στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

/ Γέρων Ιωσήφ Βατοπαιδινός (+2009) Η νόμιμος άθλησις

Από τις κινήσεις τις όποιες ο άνθρωπος κάνει, αρχίζοντας από τα νοήματα του μέχρι την εφαρμογή των πραγμάτων, πρέπει να έξετάζη συνεχώς, τί παίρνει απ’ αυτά ο Θεός. Διότι μόνον αυτά θα μείνουν, τα υπόλοιπα θα καταργηθούν. Γι’ αυτό πάντοτε το τονίζομε, να είσθε προσεκτικοί, γιατί μέσα στην περιεκτική πονηρία του διαβόλου περιέχεται και τούτο το τρομερό μυστήριο. Δεν πολεμεί ο σατανάς μόνο να ανακόψη τον αγωνιστή και να τον βγάλη έξω της κονίστρας και του σταδίου. Βέβαια εκείνοι πού τον ακούουν και βγαίνουν έξω του σταδίου, φυσικά, τον χαροποιούν αφάνταστα.
Όσοι όμως δεν πείθονται και μπαίνουν μέσα στον κύκλο της δράσεως, αυτούς όχι μόνο δεν τους εμποδίζει, αλλά και τους ενισχύει, με την διαφορά ότι τους αποπροσανατολίζει. Κάνουν την διανοητική και πρακτική εργασία τους, αλλά όχι με φρόνημα ορθό. «Μακάριοι», λέγει ο Ιησούς μας, «οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται». Αν ερμηνεύσωμε την λέξη κατά γράμμα, θα δούμε ότι το περισσότερο πλήθος των ανθρώπων πού υπάρχουν σήμερα, είναι πενθούντες. Αλλά ποιος από αυτούς τους πενθούντες θα μακαρισθή; Μόνον οι ελάχιστοι εκείνοι οι όποιοι πενθούν για τον Θεό. Όσοι δηλαδή έχουν συναίσθηση της άμαρτωλότητός τους και είναι πληγωμένη η καρδιά τους από την κατά Θεόν λύπη, ότι έλύπησαν το κέντρο της αγάπης τους, τον Θεό και κλαίνε γι’ αυτό τον σκοπό. Αυτοί θα πάρουν τον μακαρισμό. Γι’ αυτό πρέπει να είμεθα προσεκτικοί. Δεν είναι θέμα απλώς να ένεργούμεν, αλλά να ενεργούμε κατά Θεόν. Κοιτάζετε με πόση λεπτομέρεια ο μεγάλος αυτός φωστήρας, τον όποιον αναγνώσαμε το πρωί, μας είπε το ωραίον αυτό παράδειγμα! Κάποιος μοναχός αποφασίζει να άφιερωθή στο να ύπηρετή έναν ασθενή. Και το ελατήριο το όποιο ξεκίνησε και έβαλε αυτή την απόφαση σε ενέργεια ήταν ότι, άμα το κάνει, θα έχη μισθόν από τον Θεό. Και μέσα από την ακριβέστατη διάκριση, ο μεγάλος αυτός Πατέρας είδατε τί είπε; Αυτός δεν ενεργεί σωστά. Δεν κτύπησε τον στόχο. Βέβαια δεν θα πούμε ότι αμάρτησε γι’ αυτή του την πράξη, αλλά το κέρδος του ήταν πολύ μικρό, έν συγκρίσει με τον κόπο πού έκανε και το μέγεθος της προσφοράς του. Θα ήταν καλύτερα αν ενεργούσε έν ονόματι της συμπαθείας, έν ονόματι της εντολής του Χριστού, έν ονόματι της αγάπης του Κυρίου μας· εάν «διά τους λόγους των χειλέων Του, έφύλαττεν οδούς σκληρός». Ιδού ο αληθινός στόχος. Για ποιό σκοπό κάνομεν ένα διακόνημα; Δεν το κάνομε γιατί φοβούμεθα τον Γέροντα πού έδωσε την εντολή. Όχι γιατί φοβούμεθα ότι θα μας παρεξηγήσουν οι συνάνθρωποι μας, πώς είμεθα τρόπον τινά δύστροποι και αποπροσανατόλιστοι. Ούτε για να γινόμεθα συνεπείς στην ρουτίνα, η για να είμεθα δήθεν πειθαρχικοί και να μην προκαλούμε ανωμαλία. Δεν είναι αυτός ο σκοπός. Ο σκοπός είναι ότι αυτό πού κάνομε, να το κάνομε ενσυνείδητα και αν είναι ανάγκη να μας το ύποδείξη κάποιος προγενέστερα, είναι γιατί δεν το γνωρίζαμε καλά και δεχθήκαμε με ταπείνωση την συμβουλή, για να πάρωμε τον πραγματικό στόχο. Αφού το καταλάβαμε, το συνειδητοποιήσαμε, τώρα μόνοι μας, κι αν ακόμη μας εμποδίσουν, δεν θα προβάλομε φυσικά αντίσταση αυθάδη, άλλ,ά θα επιδιώξωμε με ταπείνωση να εύρωμε τρόπο, ούτως ώστε να το έφαρμόσωμε για την αγάπη του Θεού. Θα το κάνωμε ως χρέος, διότι αυτό επιβάλλει η εντολή του Θεού. Ουδέποτε διεκδικώ μισθό. Ουδέποτε φοβούμαι κανένα. Δεν το κάνω γι’ αυτόν πού με απειλεί η με κολακεύει. Το κάνω, διότι συνειδητοποίησα ότι αυτό είναι το θέλημα του Θεού.Αν δεν κινείται ο άνθρωπος με βάση πρώτα την προς τον Θεόν αγάπη και μετά προς τον πλησίον, αυτός δεν βαδίζει εύστοχα, αλλά αποπροσανατολίσθηκε. Τα έμμεσα και πλάγια μέσα πού ο άνθρωπος χρησιμοποιεί, δεν τον βοηθούν να φθάση στον πραγματικό του σκοπό.
Γι’ αυτό πρέπει νό: ερευνούμε συνεχώς την συνείδηση μας, μήπως ύποκλαπήκαμεν από κάποιο πάθος η από κάποια επιθυμία και ενεργούμε με πλάγια μέσα και χάνουμε τον κόπο μας. Μόνο έτσι θα αποκτήσετε υγιή συνείδηση, μόνον έτσι θα αποκτήσετε πραγματική ελευθερία, την έν Χριστώ. Τότε θα καταλάβετε ότι όντως οι εντολές του Κυρίου μας «βαρείαι ούκ εισίν» και ότι ο ζυγός του Χριστού μας και το φορτίο Του «έλαφρόν έστί». Πειθαρχούμε στην κάθε εντολή, γιατί αγαπούμε τον Χριστό μας. Ενεργούμε μόνο γι’ Αυτόν. Όχι για την άφεση των αμαρτιών μας- εκείνη την παρέχει διά του Σταυρού. Όχι για την βασιλεία Του. Είναι προσβολή. Αυτός έδημιούργησε την βασιλεία Του, έφύτευσε κατά ανατολάς Παράδεισον, πριν ακόμα δημιουργήση τον άνθρωπο. Δεν χρειάζεται υποδείξεις. Η απόδειξη πού χρειάζεται είναι μία, να έλθη ο άνθρωπος στα συγκαλά του, να καταλάβη ότι προσβάλλει τον Θεό όταν δεν πειθαρχή στο θέλημα Του. Επομένως, τώρα δεν ζεί για κανέναν άλλο σκοπό, ζει μιόνο να πράτει το αγαθό, το τέλειο θέλημα του Θεού. Αυτή είναι η πραγματική θεωρία, αυτή είναι η πραγματική γραμμή των Πατέρων μας, για την οποία έθεωρήθησαν πλάνοι στον κόσμο τούτο και εξεδιώχθησαν, και έζησαν έξω στις έρημους, «έν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης». Δεν στέγνωσαν τα μάτια τους από το πένθος, την έγνοια μήπως υποκλαπούν από τον εχθρό, ο όποιος, όπως είπα, δεν πολεμάει μόνον από μια πλευρά στο να μας αποπροσανατολίση από το να ενεργούμε σωστά, αλλά και μας ενισχύει, αρκεί η ενέργεια μας να μην είναι κατά Θεόν. Γι’ αυτό, τουλάχιστον για μας τους μοναχούς, χρειάζεται αυτό το φώς, αυτοί οι οφθαλμοί να είναι ανοικτοί, αυτό το άλας να υπάρχει πάντοτε. Αυτή η λεπτομέρεια του πνευματικού νόμου, πού αναφέραμε, είναι πολύ σπουδαία και πρέπει να ληφθή σοβαρά ύπ’ όψιν. Διαπιστώνω όμως από την πείρα μου, ότι για έναν αληθινό υποτακτικό, δεν χρειάζεται η τόση λεπτολογία. Άπλούστατα, αν έφαρμόζη με ακρίβεια την υπακοή, τότε απαλάσσεται από την μέριμνα στο να διακρίνη αυτός μέσα στην νηπιότητα και την παιδική του ακόμα κατάσταση, αν αυτό πού κάνει είναι καλό η όχι. Αυτός είναι ο λόγος πού και η Εκκλησία μας δημιούργησε την κοινοβιακή ζωή, ούτως ώστε οι προγενέστεροι, οι μεγαλύτεροι να αναλαμβάνουν την ευθύνη των νεωτέρων. Έτσι ανέχθηκαν οι Πατέρες μας την ομαδική συμβίωση, οι όποιοι, όπως ξέρετε, στην άρχή ξεκίνησαν κατά μόνας. Μετά όμως επέστρεψαν και δημιούργησαν τις κοινότητες καί, έτσι, εφήρμοσαν το «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε». Αλλοίμονον, όμως, σε εκείνους οι όποιοι βαστάζονται και δεν «συνιούν». Όύαί τω βασταζομένω και μη συνιέντι», αναφέρει ο Άγιος Εφραίμ στα συγγράμματα του. Γι’ αυτό και οι προγενέστεροι, οι πεπειραμένοι, αναλαμβάνοντες τα βάρη των αδυνάτων, το κάνουν από καθήκον. Αλλά και οι ανώριμοι και οι νεώτεροι, υποτάσσονται με προθυμία και ζήλο, όχι από δουλικότητα, αλλά επειδή αισθάνονται ευγνωμοσύνη στο ότι καταδέχονται οι μεγαλύτεροι και αφήνουν την προς τον εαυτό τους ασχολία και γυρίζουν πίσω γι’ αυτούς, ενεχόμενοι τις αδυναμίες τους, και τούτο για να τους διδάξουν τον πνευματικό νόμο, μήπως, λόγω απειρίας, κοπιάσουν άσκοπα και δεν πετύχουν τον σκοπό τους. Και έτσι εφαρμόζεται ο νόμος της αλληλεγγύης.
Αυτό ήθελα να σας ενθυμίσω απόψε και να μην επαναπαύεται κανείς διότι ευρίσκεται ενεργών κάτι, εάν αυτό το κάτι, όπως είπα, δεν είναι νόμιμο. Πολλοί μέσα στο στάδιο αγωνίζονται, αλλά ένας λαμβάνει το βραβείον. Εκείνος ο όποιος άθλησε νομίμως. Σ’ αυτόν «απόκειται, και ο της δικαιοσύνης στέφανος, όν απο-δώση Κύριος έν εκείνη τη ήμερα». Αμήν.
Πηγή: Αθωνικά Μηνύματα

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

/ Γέρων Ιωσήφ Βατοπαιδινός (+2009) Περί της έν Χριστώ αναστροφής

Εμείς διά πίστεως βαδίζομε και όχι δι’ είδους, όπως πάντοτε τονίζουμε. Καί, παρούσης της πίστεως, φυσικά δεν χρειάζεται κάτι άλλο. Παρ’ όλα αυτά δεν καταργείται η δύναμη της γνώσεως και της λογικής η οποία πηγάζει από την ανθρώπινη προσωπικότητα. Τώρα αυτό πού υπενθυμίζω είναι για να δώσω βαρύτητα στο θέμα της έν Χριστώ αναστροφής, η οποία εξαρτάται από τον δικό μας έλεγχο. Γι’ αυτό βλέπετε, πέραν των όσων η Γραφή μας παραγγέλλει, τα όποια ανήκουν στην μεταφυσική και ενεργούνται διά της πίστεως, μας λέει ο Παύλος να προσέξωμε και το θέμα της αναστροφής.
«Όσα εστίν αληθή, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, εί τις αρετή και εί τις έπαινος, ταύτα λογίζεσθε» και τα τόσα άλλα τα όποια υπάγονται στον κώδικα της αναστροφής της περιεκτικής ηθικής. Άρα, αναπολόγητος καθίσταται ο άνθρωπος όταν προβάλλει προφάσεις ότι δήθεν τα αγνοεί, διότι δεν τα διδάχθηκε. Έχει δύναμη η φύση μας, από απόψεως της λογικής ικανότητος της, να επιλέξη και να προτίμηση· και είναι τούτο πού αναφέρει ο Παύλος, όταν κάνη την ανατομία του «κατ’ ένέργειαν νόμου της αμαρτίας», ο όποιος αναφέρει κάτι σχετικό πού είναι πάρα πολύ για ‘μάς βοηθητικό. Είναι το έξης: Φυσικά δεν θα πω απόλυτα το κείμενο αλλά το νόημα. «Εγώ αποφασίζω μόνος μου και επιλέγω την τροπή μου προς το καλό και το προτιμώ και το προγραμματίζω- όταν αποφασίσω να το βάλω σε ενέργεια, τότε βλέπω εντός μου άλλον νόμον «άντιστρα-τευόμενον τώ νόμω του νοός μου» και πείθοντα με «6 ού θέλω κακόν τούτο πράσσω» και «ο θέλω καλόν ούχ ευρίσκω». Εδώ μας παριστάνει την δύναμη της επιλογής, την δύναμη της ελευθερίας πού έχει ο άνθρωπος, ούτως ώστε να επιλέγη το καλό· και όχι μόνο να το επιλέγη, αλλά και να επιμένη στην κατάκτηση του μαχόμενος με τις αντίθετες δυνάμεις. Τούτο το τονίζω και πάλι, γιατί η αναστροφή, ιδίως στις σημερινές μέρες, για μας είναι ένας από τους απαραίτητους παράγοντες, για τον εξής λόγο: Επειδή «Χριστού εύωδία έσμέν τω Θεώ», όπως λέει ο Παύλος «καί έν τοις σωζομένοις και έν τοις όιπολλυμένοις, όίς μέν όσμή θανάτου είς θάνατον, οΤις δε όσμή ζωής είς ζωήν».
19233
Αυτό σήμερα ισχύει περισσότερο από κάθε άλλη φορά, επειδή βλέπετε η αλήθεια, η πραγματικότης έχει πολύ άμαυ-ρωθή και η πλάνη έχει επικρατήσει. Εμείς, οι αριθμητικά ελάχιστοι πιστοί, είμαστε υποχρεωμένοι να σηκώ-νωμε τον σταυρό της υπόλοιπης ανθρωπότητος. Διότι δεν είναι δυνατόν να επανέλθη ο Θεός Λόγος και να επαναλάβη το δράμα της κενώσεως Του. Αυτό απαξ έγινε. Συνεχίζεται μέσω των μελών της Εκκλησίας πού είμαστε εμείς. Οι σημερινοί άνθρωποι, πού στην πλειοψηφία δυστυχώς πλανούνται, πρέπει κάτι να δουν. Και ιδίως σήμερα πού πλήθυναν τα λόγια, ο κόσμος τα έχει όλα αηδιάσει και ζητάει αποδείξεις. Άρα πάντοτε είναι επωφελής η ηθική προσεκτική ζωή από μέρους μας. Τώρα όμως επιβάλλεται περισσότερο, γιατί με τον τρόπο αυτό εκπληρώνουμε την αποστολή μας. «Πορευθέντες, λέει ο Ιησούς μας, μαθητεύσατε πάντα τα έθνη». Πού θα πορευθούμε σήμερα να πάμε να βρούμε τα έθνη και να τα διδάξωμε με την γλώσσα; Τώρα και με τη γλώσσα άκούουν και με τα τηλεοπτικά μέσα πληροφορούνται και με τις τηλεοράσεις βλέπουν, αλλά δεν φτάνει αυτό. Εκείνο πού χρειάζεται να γίνη είναι να δουν σήμερα οι άνθρωποι έφηρμοσμένο πρακτικά το ευαγγέλιο. Δεν θα το δουν πουθενά, παρά μόνο στους πιστούς χριστιανούς. Άληθινοί πιστοί στην πραγματικότητα σήμερα είναι ιδιαίτερα οι μοναχοί. Διότι, σαν κατ’ έξαίρεσιν επιλελεγμένοι σ’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό, στο να ακολουθήσουν τον Ιησού μας, είναι η μόνη μερίδα πού της παρέχονται οι προύποθέσεις στο να πετύχη περισσότερο την εφαρμογή του ευαγγελίου.
Γι’ αυτό σήμερα, όπως και άλλοτε σας έχω ενθυμήσει, είναι επάναγκες αυτό, με την καλή αναστροφή την οποία είμαστε υποχρεωμένοι να κρατούμε και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερο κόπο, διότι ακριβώς το θέμα της συμπεριφοράς είναι καθήκον. Κρατούντες το καθήκον αυτό, ταυτόχρονα επιτελούμε και ένα τεράστιο έργο αποστολής, διότι δίνομε αφορμές σ’ εκείνους πού ζητούν να γνωρίσουν, ότι πράγματι ο Ιησούς Χριστός και παλαιά και τώρα, και χθες, και σήμερα, και αύριο, είναι ο ίδιος. Απόδειξη ότι και σήμερα ακόμη, στον κυκεώνα αυτόν της αρνήσεως, έχει πιστούς οπαδούς και άρα το ευαγγέλιο δεν είναι μυθοπλαστία, ούτε ανθρώπινο κατασκεύασμα, ούτε σύστημα κοινωνικό, αλλά είναι η αιώνια αποκάλυψη του Θεού πού πάντοτε ευρίσκεται έφηρμοσμένη.
Το θέμα της αναστροφής μπορεί και μόνο η λογική να το παραστήση, να το επιλέξη, να το προβάλη και να το τελείωση. Εμείς όμως ποτέ δεν μένομε μόνοι με την προαίρεση και την λογική. Μαζί μας είναι η θεία Χάρις πού τόσες φορές έχομε γευθεί. Σ’ αυτό επιμένω, διότι παρακολουθώ καμμιά φορά να προκαλήται κάποιος πνευματικός νυσταγμός. Αυτός ο νυσταγμός είναι κατακριτέος και δεν επιτρέπεται, επειδή με την καλήν μας αναστροφή μπορούμε να προβάλωμε το ευαγγέλιο και να ώφελήσωμε τον πλησίον μας. Με την ράθυμη όμως ζωή μας, παραβιάζεται η καλή αναστροφή και μπορούμε να βλάψωμε. Παρ’ όλο πού δεν υπάρχει θέμα τέτοιο κατά την λογικήν, έν τούτοις, οι ασθενείς το βρίσκουν ως πρόφαση.
Όταν κάποτε χαριεντιζόταν ο Μέγας Αντώνιος με τους μαθητές του, παρερμηνεύθη από έναν περαστικό κυνηγό. Θέλοντας να θεραπεύση τον λογισμό του ο Άγιος έκαμε εκείνο το παιχνίδι με το τόξο, όπως θα θυμάστε. Έβαλε τον κυνηγό να βάλη στο τόξο το βέλος και να το τανύση και εκείνος το έκανε. Τού λέει, «τράβηξε παραπάνω, τέκνον μου». «Μα άββά», απαντα, «εάν τραβήξω ακόμα περαπάνω θα το τσακίσω». Τού λέει ο Άγιος. «Και σε μας τό ίδιο συμβαίνει παιδί μου. Αν και είμαστε πνευματικοί άνθρωποι, έν τούτοις, δεν παύομε από του να είμαστε άνθρωποι. Επομένως και μείς πολλές φορές έχομε διάφορους σταθμούς στη ζωή μας και κάνομε μια διάχυση, ούτως ώστε να ξεκουράζουμε την φύση για να αντέξη».
Κοιτάξετε πόσο χρειάζεται προσοχή στην αναστροφή μας, ιδιαίτερα σήμερα πού ο κόσμος είναι πάρα πολύ ασθενής. Ενδέχεται μια δική μας συγκατάβαση, μέσα στα πλαίσια της οικονομίας, να βλάψη. Πέραν όμως τούτου, είναι ανάγκη περισσότερο να είμαστε προσεκτικοί για τον δεύτερο λόγο, επειδή μεταπτωτικά κατά φύσιν βρισκόμαστε σε μια κατάσταση ροής. Συμβαίνει δηλαδή το Ίδιο, όπως και με τα αντικείμενα στον κόσμο τούτο πού βρίσκονται ύπό την επίδραση του νόμου της βαρύτητας καί, αν θελήση κανείς να τα κράτηση μετέωρα πρέπει να καταβάλη μια κουραστική προσπάθεια. Έτσι και σε ‘μάς, επειδή η διάνοια μας είναι «έγκειμένη επί τα πονηρά έκ νεότητος ημών», ευρίσκεται ύπό τον πνευματικό νόμο της βαρύτητος καί, επομένως, χρειάζεται να ύπάρχη από μέρους μας συνεχής αναθέρμανση. Εάν, οποιαδήποτε ώρα ραθυ-μήσωμε, φυσιολογικά τότε γίνεται καθίζηση. «Η έγκειμένη επί τα πονηρά διάνοια έκ νεότητος ημών», όπως μας αποκάλυψε η Γραφή, είναι ένας συνεχής επίβουλος. Εάν δεν ύπάρχη συνεχής από μέρους μας ανακαίνιση του ζήλου, κατ’ ανάγκην παρασυρόμαστε από τον νόμο της ηθικά πνευματικής φθοράς. Γι’ αυτό λέει ο Κύριος μας: «Έστωσαν αι όσφύες περιεζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι» και άλλου στην Αποκάλυψη λέει, «σέ θέλω ζεστό και όχι χλιαρό, διότι τον χλιαρό θα τον έξεμέσοί έκ του στόματος μου». Όί καιόμενοι λύχνοι» δηλώνουν τον ζήλο και «αι περιεζωσμέναι όσφύαι», την ακρίβεια της πρακτικής την οποία μας παρέδωσαν οι Πατέρες μας. Με τον τρόπο αυτό κρατούμε σε επαγρύπνηση την διάνοια. Γιατί αν δεν αναζωπυρούμε συνεχώς αυτά, κατά φύσιν γίνεται φθορά. Αυτός είναι και ο λόγος πού οι Πατέρες, κάθε ένας με τον δικό του τρόπο, συνεχώς έμηχανεύοντο τρόπους ώστε να μην τους φύγη αυτή η μνήμη. Άλλος φώναζε, άλλος μιλούσε, άλλος έγραφε, άλλος έδενε πάνω του αντικείμενα και κάθε ένας με κάποιον τρόπο παράδοξο πού επινοούσε, κρατούσε σε συνεχή εγρήγορση την μνήμη, ώστε η διάνοια του να είναι σε συνεχή νήψη.
Geron Iosif 25
Κατά φύσιν ο άνθρωπος ρέπει προς την ραθυμία. Και σ’ αυτά ακόμα τα υλικά πράγματα, εάν δεν γίνεται προσθήκη, οπωσδήποτε θα γίνη φθορά. Ανάψαμε φωτιά για να κάνωμε κάτι- εάν συνεχώς δεν προσθέτωμε ξύλα, η φωτιά θα σβήση. Το ίδιο και στον πνευματικό τομέα. Γιατί δεν είναι μόνο η κατά φύσιν φθορά η οποία έχει επισυμβεί μεταπτωτικά- είναι και οι άλλοι παράγοντες οι. όποιοι ανθίστανται. Βλέπετε πρώτα – πρώτα είναι ο ίδιος ο διάβολος, η πηγή του κακού, ο όποιος κατόρθωσε να μας απόσπαση μέσα από την ζωή, να μας αποκόψη από τον Θεό και την μακαριότητα και να μας παραδώση στον θάνατο. Εάν τότε κατώρθωσε με την δολιότητά του και την πονηριά του να μας κάνη ζημιά στους χώρους πού δεν είχε δικαίωμα, πόσο μάλλον τώρα, πού είμαστε εξόριστοι μέσα στην δική τον αυλή. Αυτός είναι ο Θεός του αιώνος τούτου. Μετά είναι όλες οι φάσεις του παλαιού ανθρώπου τον οποίο φορούμε και αποτελεί τους δερμάτινους χιτώνες, πού και αυτοί πραγματικά είναι τα μόρια του νόμου της βαρύτητος πού τραβούν προς τα κάτω. Εάν δεν ύπάρχη από μέρους μας συνεχής ανακαινισμός, μην πιστεύετε ότι θα φθάσουμε σε αγαθό τέλος.
Πού ακόμα να πούμε για τις αλλοιώσεις, τον κάκιστον αυτόν γείτονο:, πού δεν ξεκολλάει από κοντά μας, όπως η σκιά από το σώμα; Έχετε όλοι σας πάρα πολύ σκληρή πείρα απ’ αυτόν τον πόλεμο. Αυτή την ώρα έχομε λίγο ζήλο μέσα μας, λίγη φωτιά, λίγη προθυμία· ύστερα από λίγο ξηρασία, σκοτισμόν, αδιαθεσίας, βάρος, άκηδία και όλα αύτάνά συμβαίνουν σε τόσο λίγο διάστημα, χωρίς να μεσολάβηση καμμιά αλλαγή στην πρόθεση. Διότι, αν κάποιος φυσικά έφυγε από το πρόγραμμα και δεν φύλαξε τα νόμιμα, κατά φύσιν θα πάθη την αλλοίωση. Άλλά η αλλοίωση δυστυχώς συμβαίνει, και τούτο είναι το παράδοξο- εκεί πού ο μοναχός δεν έχει φύγει καθόλου, ούτε από το πρόγραμμα του, ούτε από την απόφαση του, ούτε έκαμε καμμιά παράβαση, απλούστατα, η καλή εκείνη διάθεση την οποία είχε πριν λίγη ώρα, τώρα χάθηκε.
Ο διάβολος ο όποιος είναι πονηρός και «τηρεί την πτέρναν», κατά την Γραφή, καραδοκεί, όπως γίνεται στον αισθητό πόλεμο, να δή πότε η αντίπαλη πλευρά είναι απασχολημένη και δεν στέκεται στην έπαλξη-καραδοκεί λέω, να επιτεθή αυτή την ώρα για να σπάση τον κλοιό. Αυτή την ώρα πού η θεία Χάρις συστέλλεται, μπορεί, να γίνη διαστολή της πλάνης. Αυτή την στιγμή επιτίθενται οι δαίμονες- και μάλιστα, κατά τον πνευματικό νόμο, χρειάζεται πολλή προσοχή στους πνευματικούς ανθρώπους. Την ώρα πού συστέλλεται η Χάρις, ξεφυτρώνουν διάφορες προφάσεις περί δήθεν ασθενείας. Τότε γίνεται εύκολη συγκατάθεση στην οικονομία. Και από εδώ ο διάβολος εισάγει την πλάνη. Έχοντας ο άνθρωπος κατά φύσιν μέσα του τον νόμο της αυτοσυντηρήσεως, υποχωρεί στο πρόγραμμα πού έχει βάλει, διότι δήθεν κινδυνεύει η υγεία του- και έτσι παραχαράζει τον όρο της φιλοπονίας και βρίσκεται ευάλωτος στην επάρατη φιληδονία.
Περιγράφοντας ο Ιησούς μας όλη την νομοθεσία.
τήν ηθική, την φυσική και την επίκτητη, την ονόμασε αλληγορικά «Σάββατον» και είπε ότι «τό Σάββατον έγένετο διά τον άνθρωπον και ούχ ο άνθρωπος διά το Σάββατον» ελέγχοντας τους Εβραίους πού γύρευαν αφορμή να τον κατακρίνουν. Και ο Παύλος έν συνεχεία λέει: «Εμείς δεν είμαστε ύπό νόμον άλλ’ ύπό Χάριν». Βλέπετε το παράδειγμα πού είπε τότε ο Ιησούς μας στον Πέτρο; «Πέτρε, του λέει, από τίνων λαμβάνουσιν οι άρχοντες κίνσον η δώρα, από των υιών η από των αλλότριων;» Και ο Πέτρος απαντα- «από των αλλότριων». Τότε ο Ιησούς συμπληρώνει- «άρα οι υιοί ελεύθεροι είσί», εννοώντας έτσι ότι η ανθρώπινη προσωπικότητα είναι πάνω από νόμους και θεσμούς και γραμμές. Και οι θεσμοί και οι νόμοι και οι γραμμές προσετέθηκαν μεταπτωτικά για να βοηθήσουν τον άνθρωπο να μην παρασυρθή. Άλλά όμως αυτά είναι «άχρι καιρού». Εάν ο άνθρωπος «σύν τη Χάριτι» δρασκελίση τους όρους της αδυναμίας του, τότε επαληθεύεται δικαιωματικά στον εαυτό του το γραφικό, «δικαίω νόμος ού κείται». Επομένως, όσον ο άνθρωπος βρίσκεται ύπό την επίδραση των παθών, χρειάζεται προσοχή. Όταν περάση από αυτή την κατάσταση, τότε φυσικά δεν έχει ανάγκη από του να φυλάει όλα τούτα.
Έχοντας τον νόμο της αυτοσυντηρήσεως, όπως είπα, είμαστε υποχρεωμένοι να διαφυλάξωμε τη ζωήν μας. Δημιουργούμε μια μορφή ασκητική, μια μορφή εγκράτειας και αγωνιστικότητας. Όχι πώς αυτή καθ’ εαυτή η άγωνιστικότης σώζει, γιατί αυτή, όπως ερμη-νεύσαμε πολλές φορές, έχει σχετική αξία. Διότι των αγαθών μας ο Θεός χρεία δεν έχει. Πόσο μάλλον των μέσων τα οποία μεταχειριζόμαστε για το αγαθό! Αφού καταργούνται ακόμα και τα χαρίσματα. Πρέπει να σημειωθή ότι με τα διάφορα ασκητικά μέσα δεν υποβιβάζουμε, ούτε καταργούμε την προσωπικότητα. Αντιθέτως, την επαναφέρομε στην ισορροπία εξουδετερώνοντας τον παλαιό άνθρωπο με το να γινόμαστε παθοκτόνοι και όχι σωματοκτόνοι. Έχοντας ανάγκη από όλα αυτά, στις δύσκολες ώρες, κάνομε και οικονομίες, για να αποδείξωμε ότι είμαστε υπεράνω των νόμων. Αύτη είναι η λεπτομέρεια για έναν άνθρωπο αγωνιστή, ο όποιος βρίσκεται στην πρακτική. Πρέπει να φθάση στη θέση της ακριβείας, να ξέρη πότε πρέπει να ύποχωρή, πότε να χειρίζεται την λεγομένην οικονομία, γιατί, εάν αυτό δεν το πετύχη, τότε είναι ευάλωτος· είναι σαν ένα σπίτι πού δεν έχει πόρτα και έφ’ όσον δεν υπάρχει πόρτα, είναι πάντοτε έκτεθιμένο στον κίνδυνο. Γι’ αυτό και οι Πατέρες τονίζουν ότι, «πρόσεχε μοναχέ, στην ώρα της συστολής της Χάριτος, πού τότε η πρόφαση της οικονομίας γίνεται προσιτή». Γι’ αυτό ο μοναχός πρέπει να είναι πάντοτε προσεκτικός, ούτως ώστε να μην γίνεται εύκολα λεία των αποφάσεων της οικονομίας και έτσι να παρασύρεται από το κάκιστο και γιγαντιαίο πάθος της φιλαυτίας και μετά της άκηδίας και της ραθυμίας, πού επιβουλεύεται και σείει όλο το θεμέλιο της πνευματικής μας υποστάσεως.
Όλα αυτά θα επιτευχούν εάν κρατήσωμε, Χάριτι Χριστού, τον θείο ζήλο, την θέρμη αυτή την οποία πολλές φορές σας τόνισα με λεπτομέρεια από πού προέρχεται και πώς ενεργεί. Εάν αυτή μείνη μέσα μας, τότε γίνεται «λύχνος τοις ποσίν ημών και φως ταις τρίβοις ημών». Αυτό ακριβώς εννοεί ο Ιησούς μας όταν λέγη «περιπατείτε έως το φως έχετε, ίνα μη σκοτία υμάς καταλάβη» και «ο περίπατων έν τη σκοτία ούκ οίδε πού υπάγει».
Να κρατήτε πάντοτε την ακρίβεια του προγράμματος, του τυπικού. Να προσέχετε την αναστροφή σας. Μπορεί αυτά να φαίνονται μικρά και ούτιδανά· αλλά αυτά τα μικρά και ούτιδανά είναι εκείνα τα όποια μας απαλλάσσουν από τους μεγάλους πειρασμούς· διότι, εάν ο μοναχός είναι φειδωλός στο να κοιτάζη από δώ και απ’ έκεί, στο να κάνη χρήση και όχι κατάχρηση, πώς είναι δυνατό ο διάβολος να τον απατήση, ώστε να κάνη κάτι πού να είναι αμαρτία; Αυτό είναι αδύνατο. Ένας μοναχός ο όποιος προσέχει να μην κοιτάξη το σώμα του, προσέχει ακόμα, αν είναι δυνατό, να μην χόρταση, να μην ξεκούραστη όσο του χρειάζεται καί, συνεχώς, εποπτεύει τον εαυτό του μήπως του ξεφύγει, πώς είναι δυνατόν να τον πλανέση ο διάβολος να κοιτάξη ξένο κάλλος, η να κοιτάξη έμπαθώς η να κάνη κάτι πού θεωρείται ένοχο; Και έτσι, με κείνη την προσοχή πού κάνει, απαλλάσεται από τους μεγάλους κόπους των μεγάλων πολέμων πού φέρουν και τις μεγάλες πτώσεις.
Προσέχοντας αυτή την λεπτομέρεια οι Πατέρες μας κράτησαν την ακρίβεια της πρακτικής. Διότι η ακρίβεια της πρακτικής είναι εκείνη πού ανάβει εκείνο το «πύρ» στην καρδιά. Και τότε μένουν οι «λύχνοι καιόμενοι» και εκεί πού είναι «οι λύχνοι καιόμενοι», όπως λέει ο Αββάς Δωρόθεος, δεν μπορεί το ποντίκι να κάνη ζημιά, ούτε οι μύγες να πετάξουν από πάνω, διότι θα καούν. Όταν όμως ο λύχνος σβύση, συνεχίζει ο ίδιος Αββάς, τότε πάει το ποντίκι και τρώει το φυτίλι, τρώει και το λάδι, ρίχνει και τον λύχνο κάτω, και αν είναι πήλινος τσακίζεται.
Έκανα όλον αυτόν τον κύκλο λέγοντας όλα αυτά, για να τονίσω την σημασία πού έχει η κράτηση και η τήρηση της καλής έν Χριστώ αναστροφής πού δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ακρίβεια της συνειδήσεως στο πρόγραμμμά μας το μοναχικό. Όταν δεν υποχωρούμε στα προγράμματα μας και είμαστε προσεκτικοί, τότε να είστε βέβαιοι ότι ούτε η Θεία Χάρις από μας θα φύγη, ούτε και ο μυστικός θείος φωτισμός, για να μην περιγελαστούμε από τα πάθη και τους δαίμονες. Εκεί πού δεν υπάρχει η ζήλος, χρειάζεται πολύς κόπος για να «άρθή» ο Σταυρός. Έκεί όμως πού υπάρχει ο θείος ζήλος, όλα είναι εύκολα. Λοιπόν, όλοι μας να γίνωμε ζηλωτές. Αμήν.
Πηγή: Αθωνικά Μηνύματα, Γέρων Ιωσήφ Βατοπαιδινός, Εκδοσις Γ΄Ψυχωφελή Βατοπαιδινά,Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1999.

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Ιωσήφ Βατοπαιδινός - Γέροντας Τήρηση του νου [ Διδαχές από τον Άθωνα ] 23 Ιουνίου 2012

Το πάν στον μοναχό είναι η τήρησι του νού. Από εκεί γίνονται όλα. Γι αυτό και επιβάλλεται ο μοναχός να έχη αυστηρή προσήλωσι, τήρησι και στροφή προς τον νου του. Να τον ελέγχη, γιατί από εκεί ξεκινούν όλα τα καλά και από εκεί μπαίνει φραγμός όλων των κακών. Η χρήσι και παράχρησι των νοημάτων, γεννά όλα τα υπόλοιπα. Εάν κάποιος κάνη καλή κρίσι των νοημάτων, οπωσδήποτε θα κάνη και καλή χρήσι των πραγμάτων αλλοιώς θα συμβαίνη το αντίθετο. Γι αυτό να στρέψετε όλο σας το ενδιαφέρο στην προσοχή του νού. Ένας άριστος τρόπος τηρήσεως του νου είναι η συνεχής μνήμη του Θεού. Εάν η προσοχή στραφή εις αυτόν τον στόχο, τότε ο άνθρωπος αμέσως ευρισκόμενος στην μνήμη του Θεού, δεν αμαρτάνει. Ο άνθρωπος «κατ εικόνα και ομοίωσι Θεού» πλασμένος, σπανίως γίνεται κακοήθης εκ προθέσεως. Και αυτοί ακόμα οι απολύτως διεφθαρμένοι, πού δεν ημπορούν να αντισταθούν στα πάθη τους και συνεχώς παρασύρονται και αμαρτάνουν ημπορούμε να πούμε ότι δεν αμαρτάνουν πάντοτε εκ προθέσεως, αλλά πολλές φορές εξ αδυναμίας. Εκ προθέσεως ο υγιής άνθρωπος δεν γίνεται κακοήθης· και το ότι παρασύρεται, οφείλεται στο ότι σιγά-σιγά έφυγε ο νους από τον στόχο και έγινε θύμα της πονηρίας του σατανά και της εμπαθούς καταστάσεως του παλαιού ανθρώπου.
Μή δυνάμενος λοιπόν να έχη σωστή σκέψι, σωστή όρασι για να διακρίνη τα πράγματα, αποπλανάται από ακατονόμαστες προφάσεις και προτιμά τα κακά αντί των αγαθών. Όταν όμως ο νους ευρίσκεται στην θέσι του και γνωρίζη καλά την αποστολή του και συναισθάνεται την παρουσία του Θεού – γιατί «εκ δεξιών ημών εστίν, ίνα μή σαλευθώμεν» – δεν κινείται προς το κακό» αλλά το αποστρέφεται.
Ιδίως εμείς οι μοναχοί, οι οποίοι έχομε ιδιαιτέραν κλήσι και εγκατελείψαμε τον κόσμο και είμεθα αυτοεξόριστοι, εάν αυτό έχωμε υπ όψι μας, ήδη πρέπει να είμεθα πεπεισμένοι για την επιτυχία μας. Αν ο νους ευρίσκεται στην θέσι του, δεν θα πλανηθή ποτέ. Γιατί η αμαρτία είναι άλογος, δεν ημπορεί να πείση, μόνο απατά. Είναι δυνατό να απατήση ανθρώπους πού η γνώσι τους έχει αμβλυνθή και η έξι τους έχει παρασυρθή από το περιβάλλο τους. Δεν ημπορεί όμως τόσο εύκολα να αποπλανά τους μοναχούς, οι οποίοι έχουν συναίσθησι της ιδιαιτέρας προνοίας του Θεού και της καθημερινής ενεργείας της Χάριτός Του. Ένας μοναχός ο οποίος φοβάται να χορτάση, φοβάται να ξεκουραστή, φοβάται να μιλήση, πώς είναι δυνατό να γίνη κακοήθης;
Όταν γίνεται, είναι σημείο ότι ξέχασε τον στόχο του και ο νους του έφυγε από την βάσι. Ο φύλακας έφυγε. Ο φρουρός δεν είναι εκεί, και εφ όσον δεν έχει ο στρατός φρουρό, έρχονται οι αντίθετοι και τον περικυκλώνουν.
Εάν ήταν ο φρουρός στην θέσι του και εκοίταζε μακρυά, θα έδινε το σύνθημα και τότε ήταν αδύνατο να πλησίαση ο εχθρός. Τόση μεγάλη σημασία έχει η τήρησι του νού. Το ξέρετε και από τους Πατέρες μας. Ο Μ. Αντώνιος, ερωτώμενος να διευκρίνιση τί σημαίνει μοναχός, είπε: «Μοναχός εστι ο νούν τηρών». Και εκεί η ανθρώπινη γνώσι εσήκωσε ψηλά τα χέρια και είπε: «Εμείς δεν ημπορούμε να το κάνωμε αυτό».
Βέβαια αυτή η εργασία χωρίς την θεία Χάρι, είναι αδύνατο να επιτευχθή. Εμείς όμως έχοντες μαζί μας την Χάρι, είναι το μόνο εύκολο πού ημπορούμε να επιτύχωμε, διότι είναι και το κέντρο του στόχου μας. Αυτός είναι και ο λόγος πού οι Πατέρες μας εφώναζαν ο καθένας με τον τρόπο του· ο Μ. Αρσένιος εφώναζε ονομαστικά: «Αρσένιε, δι ο εξήλθες». Αλλος έδενε την μέση του με σχοινιά, άλλος με αλυσίδες, άλλος έθετε στα ρούχα του σύμβολα, άλλος έγραφε στους τοίχους, άλλος στο εργόχειρό του. Όλα αυτά ακριβώς αυτό το νόημα είχαν. Οι Πατέρες είχαν αξιολογήσει την σημασία του νου και επινοούσαν τεχνητά μέσα για να τους ενισχύσουν προς την επιτυχία.
Και σείς, καθένας με τον τρόπο του να επιδιώξετε αυτό το πράγμα. Και αν τούτο το επιτύχετε, πού οπωσδήποτε πρέπει, τότε ασφαλώς βαδίζετε απρόσκοπτα την Πατερική γραμμή και η επιτυχία είναι βεβαία· διαφορετικά, εάν δεν το επιδιώξετε, θα δεινοπαθήσετε, διότι θα γίνετε εύκολη λεία στην ποικιλόμορφη προφασιολογία της αμαρτίας και θα παρασύρεστε από το ένα ολίσθημα στο άλλο. Τότε θα ενεργή μέσα σας ο παλαιός άνθρωπος, τον οποίο έχετε αντίπαλο και εχθρό. Και τούτο θα γίνεται, γιατί ο νους έχει ξεφύγει από την αποστολή του. Πολύ συντελεί στην τήρησι του νου ο θείος ζήλος.
Τον θείο ζήλο τον κρατεί η ακρίβεια της συνειδήσεως, η ακρίβεια της συνειδήσεως στέκεται στην επιμονή, στο πρόγραμμα και στο τυπικό μας.
«Ανω σχώμεν, λοιπόν, τάς καρδίας». «Ανω» στα δεξιά του Πατρός, εκεί πού είναι το απαύγασμα της δόξης, εκεί πού είναι το κέντρο της αγάπης, ο Ιησούς μας, ο οποίος μάς αναμένει. Πότε θα ξυπνήσωμε από την αναισθησία μας και θα επικαλεσθούμε με πόνο, με ταπείνωσι την αγαθότητά Του, να συγκαταβή να μάς ελευθέρωση από τον παλαιό άνθρωπο;
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ – ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Ερωτ.: Γέροντα, τί γνώμη έχετε για τις τεχνικές πού χρησιμοποιούνται από τους μοναχούς για την συγκέντρωσι του νού; Ποιά σχέσι έχουν με τον αγιασμό του ανθρώπου;
Απ.: Το θέμα δεν είναι σύγχρονο. Υπήρχε και επί της εποχής του Άγιου Γρηγορίου του Παλαμά, θέλοντας να κτυπήσουν οι κακοήθεις εχθροί το θέμα της ησυχίας και εσωστρέφειας πού ο Αθωνας τότε επλουτούσε απομόνωσαν μερικές κινήσεις της πρακτικής μας ζωής και έλεγαν κοροϊδευτικά ότι είμεθα «Ομφαλοσκόποι» και άλλα πολλά πού αναφέρονται στον βίο του Αγίου.
Και ο Άγιος ανέσυρε το ανάστημά του και είπε: «Ναί, μεταχειρίζονται οι νηπτικοί Πατέρες διάφορους πρακτικούς τρόπους πού συντελούν στο να έχωμε περισσότερη ευχέρεια στην συγκράτησι του νού, αλλά αυτούς δεν τους δογματίζομε». Εις αυτούς τους τρόπους ή τις τεχνικές, όπως είπατε, δεν στεκόμεθα. Εκείνο το οποίο μάς απασχολεί, είναι η ακριβής τήρησι των Εντολών του Θεού, η ολοκληρωτική προς Αυτόν αγάπη μας, καθώς και προς τον πλησίο μας, μέσω των οποίων δεχόμεθα την επίσκεψι της Χάριτος. Σήμερα ακούομε παντού να γίνεται λόγος περί νοεράς προσευχής και Εσωστρέφειας μέσα στον κόσμο και πολλά άλλα συναφή.
Αν και εμάς τους μοναχούς μας απασχολούν αυτοί οι τρόποι, εν τούτοις δεν δίνομε εις αυτούς κανένα κέντρο βάρους. Το κέντρο βάρους είναι η ακρίβεια της συνειδήσεώς μας στο να φυλάξωμε το θέλημα του Θεού, να τηρήσωμε πάσας τάς εντολάς Του και μέσω αυτού του τρόπου να δεχθούμε την επίδρασι της Χάριτος. Δεν αποβλέπαμε στους τρόπους πού χρησιμοποιούμε για συγκράτησι του νού, διότι η εργασία μας δεν είναι μαγική, ούτως ώστε με εξωτερικά σχήματα να προσδοκώμε την έλευσι της Χάριτος. Έχοντες υιικές σχέσεις με τον Πατέρα Θεό, αποδεικνύαμε την προς Αυτόν στροφή μας με την απόλυτη πίστι και αγάπη και άρα αφοσίωσι.
Και έτσι ευρίσκομε ανταπόκρισι. «Εν ω μέτρω» μετρούμε, αντιμετρείται σε μάς. Καθώς αγαπούμε τον Θεό και εξ ολοκλήρου επεκτεινόμενα προς Αυτόν, τηρούντες το θέλημά Του κατά την δική του ρήσι – «ο μή αγαπών με, ου τηρεί τους λόγους μου» – έρχεται προς ημάς. Και η κοινωνία γίνεται οργανική, και η συνάντησι προσωπική. Ακόμη και αν η τήρησι του θελήματος θα στοιχίση και αυτή μας την ζωή προθυμότατα το κάνομε. Και τότε γίνεται το «ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός και αυτοί έσονταί μοι λαός».
Αυτό τον τρόπο διασάφισε ο Μέγας Φωστήρ της Εκκλησίας, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν εθόλωσαν τα νερά οι δυτικοί ορθολογισταί, για να εύρουν πρόφασι να κατηγορήσουν τους ορθοδόξους.
Και πάντοτε είναι επίκαιρα αυτά, ιδίως στον σημερινό κυκεώνα της αρνήσεως των πάντων και του περιεκτικού ορθολογισμού. Και είμεθα έτοιμοι να δώσωμε λόγο «παντί τώ αιτούντι, περί της εν ημίν ελπίδος». Αυτή είναι η στροφή μας. Αγαπούμε τον Θεό, στον οποίο απολύτως πιστεύομε και αφιερώναμε ολόκληρο το είναι μας. Όλη η θέλησι, η πρόθεσι, η ενέργειά μας επεκτείνεται στην τήρησι των αγίων Του εντολών.
Και δεν το κάνομε αυτό, διότι προσδοκούμε να μάς χαρίση δωρεάς. Όχι! Πιστεύομε στον Θεό διότι μόνο εις Αυτόν αξίζει να πιστεύωμε. Τον αγαπούμε, διότι είναι η απόλυτη αυτοαγάπη διότι πλέον εξ ολοκλήρου ανήκομε εις Αυτόν. Για μάς είναι διπλούς Κύριος και Δεσπότης, διότι και εκ του μηδενός μάς εδημιούργησε και μετά την πτώσι μας ανέπλασε και ανακατεσκεύασε διά της προσωπικής Του θυσίας. «Και ουκέτι πλέον, εσμέν εαυτοίς» αλλά «τώ υπέρ ημών αποθανόντι και αναστάντι» κατά τον Παύλο. Και όπως ο Ίδιος ομολογεί «όστις τηρεί τάς εντολάς μου αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου και εγώ και ο Πατήρ μου ελευσόμεθα και μονήν παρ ούτω ποιήσομεν». Αυτός είναι ο τρόπος πού μάς οδηγεί στον αγιασμό.

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης - Πεζογράφος,ποιητής,δοκιμιογράφος,ζωγράφος,κριτικός τέχνης και μεταφραστής Άθως. Η δεύτερη πανοπλία

Εκεί που κατέληξαν, οι επί του θέματος από μακρού χρόνου συλλογισμοί μου, είναι ότι το Άγιον Όρος μπορεί να παρομοιαστεί, αν όχι να ταυτιστεί, με την δεύτερη πανοπλία του Αχιλλέως.
Δίκαια η λαμπρώς περιγραφόμενη ασπίδα του μυθικού ήρωα, συσχετίστηκε με το δημώδες (και του Κρυστάλλη) τραγούδι «Το κέντημα του μαντηλιού».
Άσκηση υπομονής της συγκινημένης πίστεως και αφοσιώσεως, στον άγνωστο εισέτι Νυμφίο από την κόρη, το κέντημα με το βελόνι και την κλωστή, περιλαμβάνει όλο τον κόσμο των αισθήσεων σ’ ένα ρινόμακτρο.
Σε αγιορείτικες απεικονίσεις του Παραδείσου, σε τοιχογραφίες, οι ψυχές των Δικαίων, απάνω στα γόνατα των Αγίων Πατέρων, διακρίνονται μέσα σ’ ένα είδος μεγάλα μαντήλια, που κρατούν από τις δύο άκρες των οι παρά τον Κύριο των Δυνάμεων μορφές.
Αγ. Ορος
Ο Θεάνθρωπος αφήκε ν’ αποτυπωθεί η Αγία του Όψη επί ενός οικοδομικού μέσου, το κεραμίδι και επί του απομάσοντος, τους ιδρώτες των πόνων και μόχθων μας, παράλληλα προς τις εκκρίσεις και απεκκρίσεις της φυσιολογίας, φτωχό ιστό υφάνσεως, το μαντήλι.
Τα πάντα προς διευκόλυνση των εν ζωή θνητών, ώστε να διακρίνουν την αμέσως ασύλληπτη μορφή της αληθείας της Πίστεως.
Έχω διαβάσει ένα βιβλίο του Ακαδημαϊκού, ιστορικού της Ορθοδόξου Χριστιανικής Τέχνης Γ. Σωτηρίου, όπου αναφέρονται οι ποικίλες αποδόσεις, διά του χρωστήρος παραλλήλως προς τον γραπτό λόγο, της μορφής του Σωτήρος Χριστού. Εκ πρώτης όψεως και επιπολαίως, θα δυσκολευόταν κανείς να ανεύρει την ενότητα. Το ένα πρόσωπο.
Καλλίτερα όμως κάποτε ν’ αγνοούμε το ένα, το απρόσιτο φως και δυσκολοθώρητο σκότος, παρά να χάσουμε την αίσθηση της πιο μεγάλης χαράς που γίνεται, της εν παντί παρουσίας του Φιλαν¬θρώπου.
Καταλαβαίνω καλά τον ευλαβή δισταγμό των πρώτων πιστών, ως προς την συγκεκριμένη μορφή, του καταβάντος εξ ουρανών. Πατρικώ θελήματι Υιού και δια-μένοντος, αχωρίστως μεθ’ ημών ως Παρακλήτου, Τρισυποστάτου και Αδιαιρέτου Θεού.
Όταν πρώτη φορά, πηγαίνοντας με μια βάρκα, κατεννόησα την μεγαλυτέρα πυκνότητα και ασφάλεια διά το βάδισμα των ποδιών, του έναστρου ουρανίου στερεώματος που ατένιζα, παραδέχτηκα ότι το κτίσμα της εγκοσμίου κατοικίας του Κυρίου, θα ήταν δυνατόν, καθ’ όλο το μήκος και πλάτος των εσωτερικών επιφανειών των τοίχων του, να ζωγραφιθεί με ψάρια. Την επομένη το πρωί εκεί που στεκόμουν στην αποβάθρα που δέναν τα ψαροκάικα, ο νους μου ευρέθη άντικρυ σε μέγα πρόβλημα, σχετικά με την εξασφάλιση της συγκεκριμένης εικόνος της πίστεως, που είχε επεξεργαστεί ολόκληρο το είναι μου, διά των αισθήσεων και της σκέψεως, βλέποντας πεταμένα στον ρηχό βυθό άχρηστους, χαλασμένους, ψόφιους ιχθείς.
Ο οξύς προβληματισμός που δημιουργείται, εξ αιτίας της αναγκαίας εις την ανθρωπίνη φύση συγκεκριμενοποιήσεως της Θείας Ενότητος, παρωθεί τον άνθρωπο σε ποικίλους δρόμους ζωής και στοχασμού.
Θα μας διευκόλυνε πολύ αν αυτόν τον προβληματισμό του βίου και της σκέψης, τον συνδέαμε με ό,τι κατέστη συνήθεια να λέγεται, πάλη προς τον δαίμονα.
Πάραυτα μας έρχονται στο νου ένα πλήθος πρόσωπα του καιρού μας, που ελέχθη ότι παλαίψαν σκληρά με τον δαίμονα. Ειδικότερα μέσα στα πλαίσια τής Ορθοδόξου Πίστεως, παρέχεται η δυνατότητα εκτιμήσεως του αγώνος που αναφέρουμε στο έργο που μας άφηκε ο Νικολάϊ Γκόγκολ. Πιστός στην παραδομένη από τους πατεράδες μας πίστη στον Σωτήρα Χριστό, γράφει στις επιστολές του, ότι δεν είδε τίποτα (ικανό να του ερμηνεύσει την επί γης έλευση του Θεανθρώπου) πηγαίνοντας στην Βηθλεέμ. Η στέρηση της ειδικής αυτής επί του συγκεκριμένου οράσεως, του γεννά την συνείδηση της αμαρτίας, ώστε σπεύδει και εξομολογείται, σ’ έναν καλόν αλλά ακίνητον στην σκέψη, μέσα στα δεδογμένα ιερέα, με τελικό αποτέλεσμα να επιχειρήσει την καταστροφή του εκφραστικού του έργου και να αποθάνει.
Ο θάνατος του Νικολάϊ Βσέβολοντ Γκόγκολ, μου φέρνει στο νου τον θάνατο του γιου της χήρας στα Σαρεφθά, σαν απόφαση του Θεού ανάλογη με κείνην που δίδαξε στον Προφήτη Ηλία, το ανεξάντλητο της ευσπλαχνίας του Πλάστου και Δημιουργού της ζωής, όταν εκείνος μη κατανοώντας την επιεική θέληση του Κυρίου, επέμενε να συγκρατεί μακρυά τα βροχοφόρα σύννεφα, καταδικάζοντας σε λιμό, τα αυτεξούσια τέκνα του Κυρίου, λόγω των αμαρτιών και της απιστίας των.
Ο Παντοδύναμος δεν αίρει από μόνος του την ολέθρια και καταστρεπτική ανομβρία, για να μη μειώσει την ελευθερία των πλασμάτων του, που μόνο όταν δρουν αυτεξουσίως είναι δυνατόν να φτάσουν να εννοήσουν το μεγαλείο του μόνου αθανάτου, του ακεραίου και ολόκληρου, του δικαίου για όλους, που η όψη του παραμένει σταθερά κι’ απαρασάλευτη, είτε με τις χαρές της ημέρας, είτε με τους τρόμους της νυκτός.
Όμως η μη παρέμβαση δεν ανακόπτει το φιλάνθρωπον και κατ’ αυτόν τον τρόπον συνάπτεται, οξύς δραματικός διάλογος, μεταξύ του Κυρίου και του πιστού δικαίου που τον τιμά.
Τον Θ΄ π.Χ. αιώνα, δηλαδή σ’ εποχή κοντινή με την σύνταξη των Ομηρικών επών, ο ασεβής βασιλιάς Αχαάβ, παροτρυνόμενος απ’ την φυσικώς έμορφη, καταγόμενη εκ Φοινίκης σύζυγό του Ιεζάβελ, υπεκατέστησε την θρησκεία του Ιεχωβά των Ισραηλιτών, διά της λατρείας του Βάαλ. Τότε λοιπόν ο Άγιος Ηλίας ο Θεσβίτης, υπεραμυνόμενος της πατροπαράδοτου θρησκείας, ανακράζει: «Νυν δικάσω εγώ υπέρ του Κτίστου, ασεβείς δε της γης εξολοθρεύσω και ψηφί¬σομαι τιμωρίαν», σύμφωνα προς όσα αναγινώσκουμε στου Αγίου Ρωμανού του Μελωδού το ποίημα, πιστή ερμηνευτική αναδρομή εις τα της Αγίας Γραφής. Ο Προφήτης οργισμένος, δεσμεύοντας την θεία βούληση διά του όρκου «ζη Κύριος», αποφαίνεται πως βροχή και νερό δροσερό, δε θα σταλάξουν επί της γης της πατρίδος του, παρά μόνον τη εντολή του. Ο τιμών και αγαπών τον πλάστη τον υποκαθιστά, φοβούμενος μήπως από μεγάλη ευσπλαχνία συγχωρέσει ο Κύριος τους άδικους. Ούτε σ’ έναν Άγιο είναι εύκολο να εννοήσει την ρήση: «επί δικαίους και άδικους».
Η έξαρση του θυμού του Αγίου μας επιτρέπει να εννοήσουμε, πως είναι επιτρεπτό στην οικονομία των γήινων, εντός τόπου και χρόνου, ο ευσεβής να δρα υποκαθιστώντας πλασματικά το απόλυτο. Ούτω η ζωή προσλαμβάνει τον κατ’ εξοχήν χαρακτήρα της κινήσεως, χωρίς οπωσδήποτε τελικά, το όλον της κινήσεως να εκφεύγει των ορίων του Παντοκράτορος.
«Διός δ’ ετελείετο βουλή» αναφέρεται επίσης, χαρακτηριστικά παρόμοιας αντιλήψεως, στο προοίμιο του Ελληνικού Έπους, όπου ο Όμηρος επικαλείται την θυγατέρα της Μνημοσύνης, να του αφηγηθεί την έκρηξη θυμού του Πηληιάδεω Αχιλήος, που «μυρί’ Αχαιοίς άλγε’ έθη¬κεν, πολλάς δ’ ιφθίμους ψυχάς Άϊδι προίαψεν ηρώων».
Ορθώς τοποθετείται επίσης στο έπος η ασέβεια αντίκρυ σε μια όψη του θείου (του εκπροσωπούντος το Άγιον Φως Απόλλωνος) σαν απαρχή της όλης διενέξεως.
Πρέπει στις στοχαστικές εκδηλώσεις μας ν’ αφήνουμε να μεσολαβούν διαστήματα κενά και γεμάτα σιωπή. Έτσι μιμούμαστε πιστότερα την ασυνεχή δομή της ύλης του κόσμου που υποπίπτει στις αισθήσεις. Κάτι ακόμη σπουδαιότερο, έτσι είναι αδύνατο να παρουσιαστούμε άντικρυ σε οιονδήποτε πεφυσιωμένοι. Ένας άνθρωπος άμα του αφαιρεθεί ο αέρας των μορίων της ύλης που αποτελούν την προσωπικότητά του, θάταν αδύνατο να υπερηφανευτεί ξεκινώντας από τη βεβαιότητα του ότι υπάρχει, τόσο εν σχέσει με το κενό είναι μικρό το ποσοστό των υπολοίπων συστατικών των αποτελούντων την ασκούσα τόση μαγεία και γοητεία σάρκα.
Σαν άσκηση πνευματική, η ασυνεχής έκφραση, αποτελεί ασφαλή διέξοδο από το εγώ και την στενόχωρη λογική του.
Ο σημερινός άνθρωπος ξέροντας σε γενικότητες τα πάντα να εξηγεί, ματεριαλιστικά ή ιδεαλιστικά, δυσκολεύεται να πιστέψει ότι στο Άγιον Όρος θα εύρει την δευτέρα πανοπλία του Αχιλλέα, για να την φορέσει και να έβγει νικητής, υπερασπιστής και εκδικητής του δικαίου, κατά πως βαθειά το νοιώθει στην καρδία του, αναλογιζόμενος τον θάνατο του Γκόγκολ ή του γιου της χήρας στα Σαρεφθά ή του αγαπητού φίλου Πατρόκλου.
Τί μπορεί να πει κανείς για τον Άθω τριγυρνώντας στους δρόμους μιας σύγχρονης πόλης; Μήπως θα πρέπει ν’ αρχίσω αναφέροντας την έκταση του γεωγραφικού χώρου σε τετραγωνικά χιλιόμετρα;
Σε μια εργασία του για την πατρίδα του την Βρετάνη ο Λε Μπραζ ερευνά τους συντελεστές της ιδιομορφίας του τοπίου. Τον σχηματισμό των ακτών, τα όρη, την μορφολογία της στερεάς, δάση ή χέρσα και γυμνά, τέλματα, αλυκές, ποταμόκολπους και ποταμούς, θάλασσα και ουρανό, τις διάφορες απόψεις του τοπίου, την σύσταση του πληθυσμού, τις διαφορές μεταξύ των κατοίκων στα παραθαλάσσια από εκείνους των μεσογείων, την γενικότερη ψυχολογία των κατοικούντων, την ιστορία του τόπου, από απόψεως πολιτικής και ιστορίας της τέχνης και ιστορίας των γραμμάτων. Με ανάλογο πνεύμα ερευνώντας την περί Άγιου Όρους βιβλιογραφία, η οποία ομολογουμένως, λόγω του εορτασμού της Χιλιετηρίδας, επλουτίσθη σημαντικά, είναι ίσως δυνατόν να μας επιτραπεί να γνωρίσουμε ενδιαφέρουσες πλευρές, προσεγγίζοντας προς το ιδεώδες σύνολο που αποτελεί το Άγιον Όρος, σαν αντικείμενο πληροφορήσεως. Προσωπικώς ενδιαφέρθηκα για την Βρετάνη, λόγω του ιδιάζοντος τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον θάνατο οι κάτοικοι των παραλίων της. Όταν δε θυμηθούμε, πως εκείνον τον τόπο, ένας ιστορικός τον χαρακτήρισε ως τόπο νεκρών, είναι εύκολο να καταλάβουμε την κάποια προς τον Άθω συγγένειά του.
Ο μοναχός αποτάσσεται του κόσμου και ευτυχεί ζώντας ως νεκρός κατά κό¬σμον.
Αναφερόμενοι λοιπόν στην Βρετάνη έχουμε κιόλας κάποιο έδαφος, επί του οποίου στηριζόμενοι να προσπαθήσουμε να γίνουμε κατανοητοί, από τους αγνοούντες και αρνούμενους το Άγιον Όρος κατοίκους των πόλεων. Ενοχλούνται γιατί νομίζουν ότι ο καλόγερος δεν εργάζεται και δεν προσφέρει τίποτα στην κοινωνία. Σκέπτονται ποικίλα όσα σχέδια αξιοποιήσεως, ανορθώσεως, μορφωτικού εκσυγχρονισμού και οικονομικής ωφελίμου εκμεταλλεύσεως της Χερσονήσου Ακτής. Όλα αυτά γιατί είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς σήμερα την σημασία και την σπουδαιότητα της Προσευχής, που είναι το πρώτιστο και κύριο έργο του Μοναχού, που αφορά όλη την ανθρωπότητα.
Τί θα πει αλήθεια Προσευχή;
Αποστήθιση από μερικά λόγια, που μας έμαθαν, ότι τάχα αποκαθιστούν ένα είδος επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπου και Θεού;
Και ο Θεός;
Ο Γκαγκάριν, που πρώτος ταξίδεψε στο αχανές διάστημα, έσπευσε να δηλώσει ότι πουθενά δεν αντάμωσε τον Θεό.
Γερά στερεωμένη στην επιστήμη, η λογική πληροφόρηση του σύγχρονου ατόμου, δεν επιτρέπει εύκολα στις συγκινήσεις και την σκεπτική τους συνάρτηση να διατρυπήσουν την φυσική πανοπλία, που λαβαίνομε από τους γονιούς μας, όταν μας φέρνουν στον κόσμο.
Το όλο περί Αγίου Όρους θέμα, ουσιαστικά μπορεί να περιοριστεί σε μια διευκρίνηση της διαφοράς μεταξύ πρώτης και δευτέρας πανοπλίας.
Την πρώτη πανοπλία φορώντας, θυμώνει για το άδικο που του γίνεται ο Αχιλλέας. Δε θάταν τάχα επιτρεπτό να προσομοιάσουμε τον Αγαμέμνονα προς τον άσεβη Αχαάβ; Αντιλαμβάνομαι που προσκρούει η τέτοια παρομοίωση. Το άδικο του Αγαμέμνονα θίγει διά του ερωτικού ενστίκτου την μέσω αυτού αντίληψη του εγώ ενός άτομου. Η αδικία του Αχαάβ αγγίζει την πίστη ενός ανθρώπου, δηλαδή την αντίληψη χάρις στην οποία το εγώ γίνεται ολόκληρος λαός. Ασφαλώς υφίσταται μία τεραστία διαφορά μεγεθών, αλλά ξέροντας ότι μεταξύ των αρετών, η πίστη πάει συντροφιά με την αγάπη, νομίζω ότι μπορούμε να προχωρήσουμε αναλυτικά στην εξατομικευμένη περίπτωση, ελπίζοντας έτσι ότι σαν άνθρωποι του καιρού μας, θα μας επιτραπεί να καταλάβουμε περισσότερα.
Δηλαδή ότι η όλη προσπάθεια του διαλόγου μεταξύ Θεού και Προφήτου και όταν τα άγρια κοράκια μετατρέπονται σε φιλεύσπλαχνους παροχείς τροφής και όταν τα άδεια ντουλάπια της χήρας, εν και¬ρώ λιμού, γεμίζουν σιτία, κατ’ ουσίαν δεν είναι άλλη από την καταστροφή της φυσικής, έτοιμης, γονικής πανοπλίας, ώστε να μπορέσει ο άνθρωπος να ντυθεί την δεύτερη στολή.
Βαθαίνοντας στην πολιτιστική ιστορία, σύγχρονός μας ποιητής, εν ονόματι της προσωπικής του εμπειρίας στην Πόλη των Φώτων, αποκαλεί τον αποτελεσματικό παράγοντα καταστροφής της πρώτης πανοπλίας (που ευκολότερα και κατά τρόπον πιο απλό και γενικώτερο μπορούμε να την πούμε και στολή) τον μαύρο χάρο, που τόσο συνήθως μας τρομάζει, ως modiste madame la mort .
Συμπέρασμα ότι και η πίστη, σε όσο ποσοστό μπορεί να υπάρχει στην πρώτη φυσική στολή, αλλοιούται διά των εμπειριών των λυπηρών επαγωγών του βίου, ώστε ο άνθρωπος να υποχρεούται να καταφεύγει στον θάνατο για να ντυθεί.
«Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε εγώ νενίκηκα τον κόσμον». Αναφέρεται εις το Εύαγγέλιον ότι είπεν ο Κύριος.
Κόσμος είναι η φυσική πανοπλία που χαλνιέται και συντρίβεται.
Οι Μοναχοί του Αγίου Όρους το καταλαβαίνουν αυτό και το παραδέχονται απολύτως. Έτσι αν αναλογισθούμε πόσο πρόθυμα, καθ’ όλον τον βίον τους αποτάσσονται του κόσμου και εναγκαλίζονται τον θάνατο, δεν είναι δυνατόν παρά να καταλήξουμε στο συμπέρασμα, πως ο Άθως είναι το μεγαλύτερο βιομηχανικό κέντρο κλωστοϋφαντουργίας και ενδυμάτων σ’ ολόκληρη τη γη και να παραδεχτούμε, πως απολύτως δεν ξέρουμε τι λέμε, όταν σκεπτόμαστε ότι τάχα ο καλόγερος δεν εργάζεται.
Κάνουμε λάθος, γιατί αγνοούμε τι τεράστια παραγωγική δύναμη, εξυφάνσεως δευτέρας για τον άνθρωπο επενδύσεως, είναι η προσευχή.
Μιλήσαμε για το ασυνεχές και σχεδόν εξ αοράτων και ανύπαρκτων μορίων, συστάσεως της σκέψεως και σαρκικής μας υποστάσεως, γεγονός που δυσκόλως αντιλαμβανόμαστε φορώντας τα έτοιμα ρούχα που αναλύει προχωρώντας στα μεγαλύτερα βάθη του εγώ η ψυχολογία.
Τοποθετώντας τη νίκη του κόσμου στην διά του θανάτου σκύλευση του θανάτου, υπό του αναστάντος Παντοκράτορος Χριστού, αναφορικώς με τον Προφήτη Άγιο Ηλία, ο εκ των ποιητών της εκκλησίας, επισήμου τόπου παραμονής του Κυρίου επί γης, Ρωμανός ο Μελωδός, ορθώς χαρακτηρίζει ως ρητορίες τα όσα λέγει ο Άγιος, πριν δι’ όλου του σώματός του ξαπλώσει επί του κατακειμένου νεκρού υιού της χήρας στα Σαρεφθά.
Στους νάρθηκες των Ναών, των Ιερών Μονών, Σκητών, Καλυβιών και Καθισμάτων του Αγίου Όρους, μας δίνεται η ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στις τοιχογραφίες, τον τρόπο του εναγκαλισμού και σωματικής επαφής, υπό των αδελφών μοναχών του μεταστάντος, για να βοηθηθούμε στην κατανόηση, του τι σημαίνει, η εν απολύτω φυσική αδυναμία, κατάκλισις του ζώντος ανθρώπου επί του νεκρού.
Αισθάνεται ο ζων, πως στις σκέψεις και μεταξύ των μορίων της υποστάσεώς του, δεν υφίσταται καμία άλλη δυνατή συνοχή έκτος από την πίστη, την ελπίδα και προ παντός την αγάπη προς τον Θεό.
Παίρνω στα χέρια τον Α΄ τόμο της «Φιλοκαλίας» των Ιερών Νηπτικών Πατέρων, που ανθολόγησε ο πολυγραφότα¬τος Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Στην σελίδα 142, αναγινώσκω την ι΄ παράγραφο, του ψυχωφελούς προς Θεόδουλον, λόγου του Πρεσβυτέρου Ησυχίου.
Λέγει ότι η ευχή προς τον Αναστάντα, συχνή, πυκνή, μέσα στο κενό κάθε άλλης σκέψεως, στο βάθος της ησυχίας, μετά την κάθαρση της ψυχής, στην άβυσσο απορρήτων και εξαίσιων θεωριών, με θεληματική ταπείνωση και ευθυτένιση και αγάπη, αποτελεί σύστημα παραβαλλόμενο προς τα συστήματα των θαλασσών και το πολύ νερό.
Όσοι εν ταις ημέραις μας θρηνείτε προσφιλείς ναυαγούς, ψηλώνοντας τον νου σε όσα εκφράζει ο Άγιος Πατήρ, για να αλλάξετε ενδύματα μετατρέποντα το πένθος σε γεμάτη ελπίδα χαρά, κατα¬λάβετε τι απέραντο πέλαγος είναι μέσα μας η προσευχή, η δύναμη με την οποία επικαλούμεθα το έλεος του Πανάγαθου.
Ευθύς μετά ταύτα, ο γιός της χήρας στα Σαρεφθά, ηγέρθη εκ του θανάτου και μέσα σε πύρινο άρμα, πήρε απάνω στους ουρανούς ο Θεός τον Προφήτη.
Μετατιθέμενος δε εκ της ενταύθα γεμάτης πόνους στερεάς συνοχής, πέραν και της εκμηδενισμένης υγράς ενότητος των δακρύων, στον αποτελούντα, παρά την μοριακήν απώθηση των αερίων, την μεγίστη ενότητα Ουρανό, στους συνεχιστές της εν τω κόσμω πορείας του, ο Προφήτης άφηκε από ψηλά να πέσει (το ξέρουν πολύ καλά όλοι οι γουναράδες, πώχουν τον Άγιο προστάτη τους) μια νέα στολή, αποφόρι χρήσιμο, για όσους ατενίζουν τον Νυμφώνα του Χριστού και διστάζουν να εισέλθουν γιατί στερούνται ενδύματος.
Ενδυνόμενοι την μηλωτή του Αγίου, παραδεχόμαστε ως απολύτως αληθή και την δεύτερη πανοπλία που ντύθηκε ο Αχιλλέας, για να εκδικηθεί τον θάνατο του φιλτάτου του Πατρόκλου και κατά κάποιο τρόπο, προχριστιανικό, να τον αναστήσει.
Καταλαβαίνετε το τέχνασμά μου ως ανθρώπου των πόλεων, που ζει μη απαρνούμενος τις αισθήσεις και τον άμεσο έρωτα, αιτία του προπατορικού αμαρτήματος αλλά και κίνητρο του γονατίσματος προ της Θεοτόκου, της Αγνής Μητέρας του Αχωρήτου, που περιβόλι της είναι ο Άθως, προκειμένου να ομιλήσω γι’ αυτόν;
Σήμερα δεν επιτρέπεται να είμαστε φανατικοί στην πίστη μας, όπως ο ιερεύς εξομολογητής του Γκόγκολ, μισαλλόδοξοι. Όλοι οι άνθρωποι πιστεύουμε, πως θέλουν και αγωνίζονται να είναι Χριστιανοί. Εναντίον κανενός δεν ομιλεί ο Χριστιανός. Τα πάντα παραδέχεται. Είναι αδελφός όλων των ανθρώπων, γιατί πρώτος αυτός ξέρει πόσο είναι λίγο ικανός να δοξάσει τον Κύριο.
Δεν επιτρέπεται επομένως δι’ αντιθέσεως προς τους κοσμικούς να εκφράζουμε την αγάπη μας και πίστη στην Αγιώνυμη Μοναχική Πολιτεία, την ώρα μάλιστα που οι παλαιοί οχυροί πύργοι των Μοναστηριών προ πολλού έπαψαν νάχουν κανόνια, προς υπεράσπιση από τους αλλόθρησκους και πειρατές.
Παράδειγμα άριστο προς μίμηση αποτελεί ο Μέγας Άγιος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και δεύτερος Πολιούχος της, Γρηγόριος ο Παλαμάς, που αδιστάκτως, χωρίς ουδαμώς να εκφύγει της αληθείας της πίστεώς του εις Χριστόν, συνεζήτησε με Μωαμεθανό Πασά εν Προύση. Η πίστη μας εν Κυρίω τω Χριστώ δεν είναι έννοια εκφραζόμενη, αλλά αληθώς όλο το σώμα μας εις το ακέραιο. Το σώμα μας σκέφτεται και αγαπά τον Χριστό και όχι μόνο η γλώσσα. Στις πόλεις ζώντας με τις αισθήσεις μας ακέραιες, εξ αδυναμίας, χρειαζόμαστε την ομορφιά των ειδώλων, προκειμένου να βοηθηθούμε στην πορεία μας προς τον Κύριο των Δυνάμεων. Εξ αυτού λοιπόν το τέχνασμά μου ν’ αναφερθώ στον Ποιητή που πεπαίδευκεν την Ελλάδα. Μια και συσχετίσαμε προς την Προσευχή τη θάλασσα, είναι εύκολο να φανταστούμε, την μητέρα του Αχιλλέως Θέτιδα, (καθώς ακούει στο μέγα υποθαλάσσιο άντρον να θρηνεί ο γιός της), ν’ αναδύεται από τα νερά μαζί με τις αδελφάδες της, που η κάθε μια έχει προσωνυμία χαρακτηριστική της επί της θαλάσσης φοράς των ανέμων (συμβολικής εικόνος της επί των υδάτων πνοής του Κυρίου) προσερχόμενη αρωγός και παρήγορος. Τη μεσολαβήσει της ετοιμάστηκε από τον Ήφαιστο, στο επί του Ολύμπου εργαστήριό του, η δευ¬τέρα πανοπλία, που σαν σύνολο την ταυ¬τίσαμε με το Άγιο Βουνό και της οποίας ως είναι γνωστά η ασπίς, ωραιοτάτη, φέρει αναπαράσταση συμβολίζουσα όλες τις εκδηλώσεις της εν τω κόσμω ζωής των ανθρώπων.
Το σαφές τέχνασμά μου, ανθρώπου που αγαπά τα βιβλία, εκτός του παραδείγματος του περίφημου Μητροπολίτου Ευσταθίου, δεινού σχολιαστού του Ομήρου, μου το ενέπνευσε και το γεγονός της νυν εγκαταστάσεως των μοναστηριακών βιβλιοθηκών, στους άλλοτε αμυντηρίους πύργους. Δεν ήταν δυνατό να εύρω άλλο τρόπο προσεγγίσεως στο Όρος και το πνεύμα που αντιπροσωπεύει από τα βιβλία.
Σκεφτόμουν ότι εκεί μέσα στους πύργους, φυλάγονται μαζί με τα βιβλία και τα πλούσια, από εκατοντάδων ετών χρονολογούμενα, αγιορείτικα κειμήλια.
Ακολούθως ο νους μου πήγε στο γεγονός, ότι η εκκλησία ως αρχιτεκτόνημα, ιδία κατά τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, θυμίζει κειμηλιοθήκη. Ανελογίσθην λοιπόν ότι τα σπουδαιότερα κειμήλια του Αγίου Όρους, εκείνα που κυρίως παρατάσσουν οι Καλόγεροι, προκειμένου να τιμήσουν τον επισκέπτη προσκυνητή, είναι τα Άγια Λείψανα, ιερά κατάλοιπα προτελευτησάντων εν Κυρίω τω Θεώ Πατέρων.
Αντιλήφθηκα τότε την εκκλησία σαν κειμηλιοφυλάκιο και τα τμήματα του ανθρωπίνου σώματος, όχι μόνο σαν πολύτιμα κοσμήματα, μα και σαν βιβλία και ανεμνήσθην της μεγάλης χαράς, για την οποία πάντα θα ευγνωμονώ τον Άθωνα, που αξιώθηκα παρακολουθώντας την Πανηγυρική Ακολουθία της Αναστάσεως, σε Αγιορείτικη Εκκλησία μέσα, να μεταλάβω των Τιμίων Δώρων, θαυμάζοντας την εκ των βιβλίων συνεχή υπό των μοναχών ανάγνωση και την μεγίστη τιμή με την οποία ύψωναν, διά των χειρών προ του θυσιαστηρίου, το παντοδαπώς κεκοσμημένον, κατ’ εξοχήν βιβλίο των Χριστιανών, το Ιερό ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ.
(«Χριστιανικό Συμπόσιον. Γ΄», εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Κολλάρου και Σία Α.Ε., σ.93-98)