Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Τί είναι η ορθοδοξία;

Είναι το χάρισμα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος της Πεντηκοστής. Η Ορθοδοξία ως δόγμα δεν δέχεται καμμία προσθήκη ή αφαίρεση. Όποιος "κρατεί" λοιπόν την Ορθοδοξία, στέκεται, όποιος τη βρει ανίσταται, όποιος την έχασε θα χαθεί.


 Δεν είναι θέματα σκέψεων και αποφάσεων και ανθρώπινες επιλογές.

Αυτή είναι η πραγματικότητα. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν» (Μάρ. 8,34). Κατάλαβες; «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνός εστιν ο αγαπών με...

Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ' αυτώ ποιήσομεν» (Ιωάν. 14,21-23).

Βλέπεις πώς φαίνεται καθαρά; Και δεν μιλάμε με μισαλλοδοξία, αλλά φιλαληθώς.

Είναι γεγονός ότι τη φυλή μας την ευλόγησε ο Κύριός μας από την παρουσία του, ενταύθα. Δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς αυτό. Όταν οι Έλληνες ζήτησαν από τους Αποστόλους να δουν τον Ιησού, τότε ο Κύριός μας είπε το αξιοθαύμαστο: «Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός του ανθρώπου» (βλ. Ιωάν. 12,20-23). Ενώ στους Εβραίους είπε:

«Αρθήσεται αφ' υμών η βασιλεία του Θεού και δοθήσεται έθνει ποιούντι τους καρπούς αυτής» (Ματθ. 21,43). Το έθνος αυτό είναι το ελληνικό.

Απόδειξη ότι τούτο είναι αλήθεια, είναι ότι οι διάδοχοι των δώδεκα Αποστόλων ήταν Έλληνες και οι Έλληνες μετέφεραν την αλήθεια του Ευαγγελίου στον "παγκόσμιο στίβο".

Και μόνον οι Έλληνες το κρατούν μέχρι σήμερα απαραχάρακτα. Δεν μιλάμε φυλετικά. Όποιος θέλει ας ερευνήσει την ιστορία. Τώρα, λοιπόν, ο υγιής ελληνισμός για να είναι υγιής πρέπει να είναι και ορθόδοξος. Εάν κρατά αυτά τα δύο μαζί ο Έλληνας όπου και να πάει πάντοτε είναι επωφελής, και γίνεται υπόδειγμα ανιδιοτελείας και χριστιανικής βιοτής.



Γέροντας Ιωσήφ Βατοπεδινός


ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΟΡΦΥΡΙΟ ΚΑΙ ΟΣΙΟΥ ΜΕΛΕΤΙΟΥ Ο ΕΝ ΥΨΕΝΗ ΡΟΔΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΝΕΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΟΡΦΥΡΙΟ ΚΑΙ ΟΣΙΟ ΜΕΛΕΤΙΟ ΤΟΝ ΕΝ ΥΨΕΝΗ ΡΟΔΟ

ΜΙΛΟΥΝ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑΝ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΟΡΦΥΡΙΟ. Π. ΑΝΑΝΙΑΣ ΚΟΥΣΤΕΝΗΣ, Ο ΚΥΡΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ, ΠΑΤΗΡ ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣ.

Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός Η παραβολή του ασώτου

Ο Γέρων Άνθιμος Αγιαννανίτης όπως τον είδαν οι σύγχρονοί του του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κυρού Χριστοδούλου

του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών
και πάσης Ελλάδος, κυρού Χριστοδούλου

Σ’ ένα απέριττο μοναχικό ταφο, στο φτωχικό κοιμητήρι που βρίσκεται πίσω από το Κυριακό της αγιορείτικης Σκήτης της Αγίας Άννης, κυριολεκτικά μεταξύ ουρανού και γης, αναπαύεται από τις 28.6.96 το χοϊκό σκήνος του Γέροντος Ανθίμου του Πνευματικού, μιας από τις σπάνιες φυσιογνωμίες που ανέδειξε στον αιώνα μας το «Περιβόλι της Παναγιάς», το Άγιον Όρος.


Οι προσκυνητές της Αγίας Άννης είχαν για πολλά χρόνια το ακριβό προνόμιο να επισκέπτονται το κελλί του, που μοιάζει με αητοφωλιά σ’ ένα από τα υψηλότερα σημεία της Σκήτης, τον Γέροντα Άνθιμο, που και μόνο με την βιβλική του φυσιογνωμία εντυπωσίαζε.

Επί 63 χρόνια οικιστής του Άθω, ο μακαριστός Γέρων έμοιαζε με κάποιον παληό Προφήτη, καθώς η εκ πρώτης όψεως αυστηρή μορφή του και η κατάλευκη γενειάδα του σε συνήρπαζαν. Κάπως έτσι, σκεφτόσουν, θα έπρεπε να ήσαν οι Προφήτες του Ισραήλ, στους οποίους ο Θεός εμπιστευόταν κάθε φορά τοθέλημά Του.

Κι όμως αυτός ο Γέρων κατά βάθος ήταν, όπως όλοι οι γνήσιοι άνθρωποι του Θεού: όλος αγάπη, όλος στοργή, όλος θέρμη για καθέναν πού έφθανε μέχρι το απόμερο ενδιαίτημά του. Κι όταν έβγαινε από το Άγιον Όρος κι ερχόταν στον «κόσμο», δεν έχανε ποτέ την παρθενική του αθωότητα, εκείνο το μειλίχιο ύφος, που λες και σνομπάρει κάθε φορά τις πολυπραγμοσύνες και τις μικρότητες των «κοσμικών».

Μικρός το δέμας και καλωσυνάτος Γέρων, ο παπα-Άνθιμος ο Πνευματικός είχε επάνω του κάτι το θεϊκό. Τον είπαν «χαρισματικό» και «ουράνιο άνθρωπο». Άλλοι «θεοφόρο Πνευματικό και σοφό διδάσκαλο». Και άλλοι «σπουδαστή της ερήμου».

Η αλήθεια είναι ότι η πολυετής άσκηση του χάρισε διορατικότητα, σοφία και διάκριση, καρποί των οποίων ήταν η ταπείνωσή του, η αγάπη του και η ανεπιτήδευτη εξωτερική συμπεριφορά του, όλα εκφραστικά της βιωματικής εμπειρίας που του είχε χαρίσει η κατά Χριστόν ζωή, που με θαυμαστή συνέπεια ακολούθησε όλα τα χρόνια της επίγειας ζωής του. Πήγε στο Άγιον Όρος σε ηλικία 17 ετών, πριν καν γνωρίσει καλά-καλά τον κόσμο και τα προς χαμαιζηλίαν κακά του. Παιδί ακόμη αμούστακο, νεαρός έφηβος, παρακινούμενος από ένθεο ζήλο για την πνευματική τελείωση, ο Κωνσταντίνος Ζαφειρόπουλος ξεκίνησε από το χωριό του, τους Καλλιάνους της Κορινθίας, έχοντας τελειώσει το τότε σχολαρχείο, και πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στον αγιασμένο τόπο του Άθωνος, επιλέξας εις κατοίκησιν την ιεράν Σκήτην της Αγίας Άννης, το θεοφρούρητο αυτό κάστρο της ασκητικής Ορθοδοξίας, με τους ευάριθμους μέν, αλλά πολύαθλους οικιστές του.

Ποθών τον βίον της ασκήσεως, έφθασε στα ιερά αυτά σκηνώματα, παρακινούμενος από τη μυστική εκείνη φωνή, που εκ των ένδον προερχομένη, παρωθεί τον άνθρωπο σε μεγάλα βήματα προς την κορυφή της θεώσεως. Ανεξιχνίαστες είναι οι βουλές του Κυρίου και ανεξερεύνητα τα κρίματά Του. Ποιος μπορεί να εξηγήσει τους μυστικούς αυτούς μηχανισμούς που λειτουργούν μέσα στην ανθρώπινη καρδιά, και υπαγορεύουν στα «μωρά του κόσμου και τα εξουθενωμένα» ένα τρόπο ζωής που διαφέρει τόσο πολύ από εκείνον των πολλών; Ποιος έχει την δύναμη να προσπελάσει σ’ αυτό το μυστήριο και να δώσει μια πειστική απάντηση στο ερώτημα που πλανάται, κάθε φορά που το φαινόμενο της αναχώρησης προκαλεί και δέος και σκάνδαλο στους ανθρώπους του κόσμου; Κανείς άλλος, παρά μόνον ο ίδιος ο άνθρωπος που επιλέγεται κάθε φορά να βιώσει μέσα του τη δύναμη του πόθου της αφιέρωσης, που θεωρεί τα πάντα σκύβαλα μπροστά στη θέα του Θεού, στην αιχμαλώτευση του Ηγαπημένου.

Το 1930 κάνει το μεγάλο βήμα. Να γίνει Αγιαννανίτης. Η φήμη της Σκήτης εκείνη την εποχή τον συνεπαίρνει. Εντάσσεται στη συνοδεία του περιώνυμου Γέροντος Γαβριήλ του εκ Μαδύτου, που τον κείρει μοναχό και αναλαμβάνει και την πνευματική του καθοδήγηση.

Κοντά στον Γέροντα αυτόν και τον αόμματο αυτάδελφό του Γέροντα Μιχαήλ, παρέμεινε ο Άνθιμος υποτασσόμενος με θέληση και δύναμη αγγέλου, υπηρετώντας τους με παραδειγματική αφοσοίωση, ταπείνωση και υπακοή. Εκεί εγνώρισε τα μυστικά του αοράτου πνευματικού πολέμου, την εκ του συστάδην μάχη του πνεύματος, τα όπλα της πνευματικής στρατείας, τις πτώσεις και τις νίκες, Η πνευματική του πρόοδος φαίνεται και από το γεγονός ότι μετά τριετίαν, δηλαδή το 1933, εχειροτονείτο διάκονος στο Κυριάκο της Αγίας Άννης από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Ιερόθεο, μόνιμο και αυτόν οικήτορα του Όρους, για να επακολουθήσει έπειτα και πάλι από τρία χρόνια, το 1936, η εις πρεσβύτερον χειροτονία του από τον ίδιο Μητροπολίτη. Στο Όρος δεν γίνεσαι εύκολα «Παπάς». Γιατί το να είσαι ιερομόναχος σημαίνει να είσαι λειτουργός καθημερινός, ευλογών και αγιάζων τους αδελφούς. Και το έργο αυτό δεν το εμπιστεύονται στον καθένα. Ο «Παπάς», όπως λέγεται θωπευτικά στο Άγιον Όρος ο ιερομόναχος, είναι πρόσωπο αξιοσέβαστο, αξιόπιστο και αξιοζήλευτο. Τέτοιο πρόσωπο κατάφερε να γίνει μέσα σε έξη χρόνια ο παπα-Άνθιμος, ξεπερνώντας με ταχύτητα τα εμπόδια στην ανοδική του πορεία και ξεφεύγοντας από τις παγίδες του πονηρού. Με τη χάρη της ιερωσύνης ο Γέρων εξελίσσεται βαθμηδόν σε έμπειρο οδηγόψυχών, σε θεραπευτή των τραυμάτων που ανοίγει στην ψυχή η αμαρτία, σε αναιρέτη του πονηρού.

Πολύ αργότερα ανυψώνεται σε Πνευματικό. Τη χειροθεσία του προσφέρει ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων ο Παπαγεωργίου, και ο ίδιος αγιορείτης και λάτρης του μοναχισμού. Ο Πνευματικός στο Άγιον Όρος είναι ο αυθεντικός διερμηνέας της θείας βουλής. Γνώστης το κατά δύναμιν των ιερών Κανόνων, των αγιορείτικων αποφάνσεων, της πρακτικής απόκρουσης των πειρασμών του αλάστορος, αλλά και των αδυναμιών της ανθρώπινης ψυχής, καλείται κάθε φορά όχι μόνο να ανακουφίσει τις ψυχές από το βάρος των ανομιών των, αλλά και να θεραπεύσει πληγές και τραύματα με το έλαιον της θείας ευσπλαχνίας και τον οίνον της πνευματικότητος. Και ο παπα-Άνθιμος δεν άργησε να αποκτήσει όνομα φημισμένου Γέροντος – Πνευματικού, γεμάτου αγάπη προς το πλάσμα του Θεού, «το μέγα τραύμα, τον άνθρωπον». Όσοι τον εγνώρισαν, ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια, απεκόμιζαν την εντύπωση ενός χαριτωμένου Γέροντα, με ανθρωπιά και γλυκύτητα, αλλά ταυτόχρονα με προσήλωση στην Παράδοση. Συνεδύαζε κατά αριστοτεχνικό τρόπο την πατρικότητα με την στοργή, τη φιλικότητα με την απόσταση, την παραδοσιακότητα με τον ρεαλισμό, την ασκητικότητα με την διάκριση. Ήταν ένας σοφός Γέρων με όλη τη σημασία της λέξεως. Εγνώριζε και σεβόταν το μέτρο, τα όριά του, τη χρήση του. Γι’ αυτό και όσοι τον συμβουλεύονταν έμεναν στο έπακρον ικανοποιημένοι. Νουνεχής, πρακτικός και απλός, όπως ήταν στη ζωή του, έτσι ήταν και στα λόγια του. Γελούσε αυθόρμητα και συνοφρυωνόταν με νόημα. Δεν είχε στη συμπεριφορά του τίποτε το επιτηδευμένο και ψεύτικο. Ήταν αυθεντικός.

Επειδή ήταν αυστηρός στον εαυτόν του, φερόταν με επιείκια στους άλλους. Στο βλέμμα του ξεχώριζες τον ασκητή της ερήμου, που πολίζει την έρημο, Η Καλύβη του έγινε πολλές φορές καταφύγιο ψυχών ιερών. Πολλοί «κοπιώντες και πεφορτισμένοι» βρήκαν κοντά του ανακούφιση και παρηγοριά. Μιλούσε από την θεωτική εμπειρία του, γι’ αυτό και οι λόγοι του είχαν μια αξιοθαύμαστη πειθώ. Όταν μετείχε στις ιερές Ακολουθίες, λες και πετούσε στα ουράνια. Εξαϋλωμένος έμοιαζε μετά από κάθε θεία Λειτουργία. Μεταρσιωνόταν νους και καρδιά στον ουρανό. Τους αγίους θεωρούσε φίλους του Χριστού και δικούς του. Τους μιλούσε με απλότητα. Την Κυρία Θεοτόκο σεβόταν υπερβαλλόντως. Έφθασε στα όρια της θέωσης. Γι’ αυτό και ο Θεός του χάρισε το προορατικό χάρισμα. Το εχρησιμοποίησε μόνον εις δόξαν Θεού και ποτέ προς ιδική του προβολή και δόξα.

Στην Αθήνα κατέβαινε ενίοτε, για να εξομολογήσει. Ο λαός τον ανέμενε και στο επιτραχήλι του απέθετε τα βάρη των ανομιών του. Τα εσήκωνε αγόγγυστα. Αυτή ήταν η αποστολή του. Σεβόταν τους ανωτέρους του, τους Επισκόπους της Εκκλησίας, τον Πατριάρχη του. Σώζονται φωτογραφίες του με τον αείμνηστο Δημήτριο, με τον Παναγιώτατο Βαρθολομαίο. Τα μάτια του πετούν σπίθες από εσωτερική ικανοποίηση. Υπήρξε άνδρας εκκλησιαστικός.

Σε μια μου προσκυνηματική επίσκεψη στην Αγία Άννα προ ετών, με απεδέχθη στο Κυριακό, με τους άλλους Πατέρες, με περισσή αγάπη και σεβασμό. Μου επρότεινε να ευλογήσω με την επίσκεψη μου το Κελλίον του. Το έπραξα με προθυμία. Πετούσε από τη χαρά του σαν ενα απλό γεροντάκι. Μου διηγήθη τα της Καλύβης του, μου παρουσίασε τον υποτακτικό του, τον π. Χερουβίμ, με ξενάγησε με καύχηση εν Κυρίω στα διάφορα διαμερίσματα της Καλύβης, στο ναό, στην αυλή, στο μπαλκόνι. Έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, καθώς με έβλεπε να αποθαυμάζω τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής. Εκεί μέσα με τα χεράκια του πάνω από πενήντα χρόνια είχε δουλέψει κτίζοντας, σκάβοντας, φυτεύοντας, μεταφέροντας χώμα και πέτρες. Η φωλιά του ήταν κτισμένη με δομικό υλικό αίμα και ιδρώτα. Ποιος να το ‘ξερε ότι τον Ιούνιο του 1996 έμελλε να πέσει από μια πεζούλα, στην προσπάθειά του, τώρα στα 83 του, να φθάσει με τα χέρια του κάποια άκρη, να τη διορθώσει, να μη μείνει αγιάτρευτη η πληγή της αταξίας…

Η πτώση του υπήρξε μοιραία. Στις 28.6.96 εκοιμήθη στο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, όπου διεκομίσθη μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του. Επέστρεψε στο Κελλί του νεκρός. Το λείψανό του είχε μιάν ανείπωτη ομορφιά. Ο Γέρων μέσα στο φέρετρο κοιμόταν ήσυχα, αναμένων την σάλπιγγα του αγγέλου. Είχε ήδη τελειώσει τον δρόμο του, είχε τηρήσει την πίστη του, τώρα του απέμενε το βραβείο της άνω κλήσεως. Τον εκήδευσε η Κοινότης της Σκήτης με όλες τις τιμές. Τον έθαψαν στο κοιμητήρι. Πάνω από τον τάφο του ένας μαύρος ξύλινος σταυρός και δίπλα του ένας φοίνικας, σύμβολο της αθανασίας.

Ας έχουμε την ευχή του.




Περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία».








Η αγρυπνία του μοναχού στο κελλί του - Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

Αφού είδαμε μέχρι τώρα τι ζητάμε από τον Θεόν στην αγρυπνία μας, για να είναι ένα σάλτο προς τον Θεόν και όχι ένα σκοτάδι, ένα μαρτύριο, τώρα ας πλησιάσωμε περισσότερο την ώρα αυτή της αγρυπνίας.

Είμαστε μόνοι στο κελλί, δεν υπάρχουν άλλα πρόσωπα, ούτε μεταφέρομε μέριμνες ή λογισμούς. Όταν όλα τα θέτωμε εκποδών από το μυαλό και την καρδιά μας, δεν ευρίσκουν κάποιο σημείο για να κολλήσουν. Ό,τι είναι ξένο προς την ζωή μας, δεν έχει καμιά όρεξι να μπή στον νου ή στην καρδιά μας· μόλις πλησίαση, φεύγει ευθύς αμέσως.


Οτιδήποτε κολλάει στο μυαλό μας, σημαίνει ότι το θέλομε, το αγαπούμε, υπάρχει ήδη στο βάθος της ψυχής μας. Βεβαίως, ο Θεός επιτρέπει στον σατανά να βάλη κάτι πειραστικό μέσα στον άνθρωπο, αλλά μόνον σε έναν πνευματικό άνθρωπο, για να αποκτήση περισσότερη δόξα, τιμή και απόλαυσι. Γενικώς όμως, όλα όσα έχομε στον νου, προέρχονται από τον βαθύτατο χώρο της βουλήσεως και της καρδιάς μας. Εάν αυτά τα αποβάλωμε με μία βουλητική διάθεσι, τότε μένομε ελεύθεροι και μπορούμε να γεμίσωμε με ό,τι θέλομε την ώρα και τον νου μας. Με τί θα γεμίσωμε λοιπόν την λειτουργία μας; Με ποιούς θα ασχοληθούμε;

Εφ’ όσον είμαστε μόνοι μας, το πρώτο που θα κάνωμε είναι να φέρωμε κοντά μας, με το δικαίωμα που μας δίνει ο ίδιος ο Θεός, τον Θεόν μας. Δεν χρειάζεται να κουρασθούμε, διότι ο Θεός είναι παρών. Δεν ζητάμε από τον Θεόν τίποτε, παρά μόνον να νοιώσωμε και να πιστεύσωμε αυτό που είναι αληθές. Ότι είναι παρών. Ακόμη και να θέλωμε, δεν είναι δυνατόν να απιστούμε στην παρουσία και στην οντότητα του Θεού. Κοιτάζομε μέσα στο σκοτάδι; Εκεί είναι ο Θεός. Κοιτάζαμε την εικόνα, τον τοίχο; Εκεί είναι ο Θεός. Παντού είναι ο Θεός.

Καμιά φορά η μιζέρια μας, ο αυθεντισμός μας, η αδράνειά μας, η ραθυμία μας, μας κάνουν να αναρωτιώμαστε πού είναι ο Θεός, διότι έτσι καλύπτεται η συνείδησίς μας και βολευόμαστε στην καθημερινότητά μας. Με την σκέψι ότι ο Θεός είναι μακριά μας, η ζωή μας ρυθμίζεται πολύ καλά και δεν έχομε καμία αγωνία. Αφ’ ης στιγμής όμως θέλομε να είμαστε συνεπείς με την αλήθεια ότι ο Θεός είναι ο εγγύς, ο ων, από την στιγμή εκείνη ο τα πάντα πληρών πρέπει να γίνη το πλήρωμα και του δικού μου κελλιού.

Ο πρώτος λοιπόν που γεμίζει το κελλί μου είναι ο Θεός. Ίσταμαι ενώπιον του Θεού, τον αγαπώ, τον αγκαλιάζω νοερώς ή αισθαντικώς, τον φιλώ, του χαμογελώ, του υπόσχομαι, τον παρακαλώ, τον βάζω να μου υπόσχεται, όπως έκαναν οι άγιοι της Εκκλησίας, γονατίζω μπροστά του, κλαίω, και σιγά- σιγά αρχίζω νοιώθω ότι ανοίγει για μένα η πύλη του ουρανού, ότι δεν είμαι τόσο τυφλός. Αν και τα νοερά μου μάτια έχουν ακόμη πολλή αμβλυωπία, η καρδιά μου, που είναι πιο ευαίσθητη, λυγίζει ευκολώτερα και μπορεί να αντιλαμβάνεται τον Θεον ταχύτερα. Αρχίζω τώρα να του μιλάω, να του εμπιστεύωμαι, να του ανοίγω την καρδιά μου, να του ζητώ, να του απαιτώ, και εκείνος, έχω την αίσθησι ότι με ακούει, διότι πάντοτε έχει την ευαισθησία να ακούη. Ο Θεός πάντοτε είναι πλήρης ακοής· κατά τον προφήτη σκύβει το ους του επάνω μας.

Εάν ο Θεός σκύβη, για να μας μιλήση, για να μας δώση τον λόγο του, πόσο μάλλον σκύβει για να ακούση την κραυγή της καρδιάς μας που πάσχει από την δική του απουσία. Έτσι, η οροφή μας γίνεται ένα άνοιγμα, ένα παράθυρο, και εγώ δεν είμαι μόνος, σπάει η παγωνιά της μοναξιάς. Μπορώ τώρα ό,τι κάνω να το κάνω με μεγαλύτερη επίγνωσι ότι το κάνω γι’ αυτόν. Ακόμη και αν θα έκανα ακροβατισμούς, είμαι βέβαιος ότι θα ένοιωθε τι ήθελα να του πω με αυτούς, πολλώ μάλλον με όλες αυτές τις προσπάθειες της ψυχής μου. Ζω κάτι πολύ ήρεμο, πολύ γλυκύ, κάτι που το αρχίζω μετά από την γαλήνη και την ησυχία, που τα επεδίωξα και τα πέτυχα. Με μία σωματικο-πνευματική προσπάθεια αμέσως το επιτυγχάνομε αυτό. Πρέπει να είναι κανένας πολύ ανήμπορος, ακρωτηριασμένος πνευματικά, αχρηστεμένος, για να μην μπορή να το πετύχη. Αλλά όλοι μας δεν προλάβαμε ακόμη να αχρηστευθούμε τόσο πολύ, ώστε να μην μπορούμε να ονομάσωμε τον Θεόν μας Θεόν ζώντα και άληθινόν.

Κατά κανόνα, ο Θεός είναι πολύ άμεσος στις απαντήσεις του, μόνο που θέλει το κάθε τι να γίνεται με την απλότητα ενός μικρού παιδιού. Όπως το παιδάκι φωνάζει τον πατέρα του, έτσι να φωνάζωμε και εμείς τον Θεόν. Αν έχω αυτή την ταπείνωσι και αυτή την ελπίδα και την πίστι εν τη απιστία μου, ο Θεός οπωσδήποτε θα μου εμφανισθή. Ουδείς ποτέ ζήτησε τον Θεόν και αστόχησε.

Εν συνεχεία βάζομε στο κελλί μας την Αγία Γραφή και τους Πατέρες. Η Αγία Γραφή είναι γεμάτη από αποκαλύψεις του Θεού. Θέλοντας και μη, διαβάζοντάς την δεν κάνομε τίποτε άλλο, παρά να συναντάμε τον Θεόν. Ο Θεός, ο ων, παρίσταται μυστικώς και μας μιλάει διά μέσου των Γραφών. Έτσι, από την μια έχομε την εσωτερική μυστική αποκάλυψι του Θεού, και από την άλλη το ζωντανό και απλό αυτό γεγονός, ο Θεός να μας αποκαλύπτεται -ποιός μπορεί να δυσπιστήση σε κάτι τέτοιο;- μέσα από τις γραμμές της Αγίας Γραφής. Αυτή η αποκάλυψις είναι πιο πολύ στα μέτρα μας, αισθητή. Βλέπομε άλλοτε να κινήται ο Θεός προς τον άνθρωπο, άλλοτε ο άνθρωπος προς τον Θεόν ή μακράν του Θεού· άλλοτε ο Θεός να απειλή, άλλοτε να συμβουλεύη ή να αγαπά. Μιλάει ο Θεός, μιλούν οι άγγελοι, μιλούν οι άγιοί του. Και όλα αυτά τα γεγονότα είναι δικά μας, τα ζούμε, τα οικειοποιούμαστε. Βλέπομε την αμαρτωλότητά μας συγκρίνοντας την ζωή μας με την ζωή των αγίων σχεδόν δεν περνάει σελίδα που δεν βρίσκομε τον εαυτό μας. Όταν διαβάζωμε την Αγία Γραφή επικαλούμενοι τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, όσο χοντροκομμένη και να είναι η ψυχή μας, αυτά τα νοιώθει, τα χαίρεται· η Αγία Γραφή γίνεται ένας διάλογος με τον αληθινόν Θεόν.

Οι ψαλμοί παίζουν σημαντικό ρόλο στην αγρυπνία, όταν μάλιστα διαρκή αρκετές ώρες. Σιγά- σιγά μαθαίνομε τα νοήματά τους, μπαίνουν μέσα στην καρδιά μας, μαλακώνουν τα σπλάγχνα μας και μας γεμίζουν. Το Ψαλτήρι είναι από τα πλέον πνευματοφόρα βιβλία της Εκκλησίας μας. Έτσι, η μελέτη της Αγίας Γραφής γίνεται ένα θαυμάσιο και πολύ εύκολο μέσο κοινωνίας με τον Θεόν γίνεται μία προσευχή, αλλά και μία προετοιμασία για την προσευχή. Με την μελέτη αυτή ανανεώνομε τις σχέσεις μας και τις υποσχέσεις μας με τον Θεόν, θυμόμαστε και πάλι τις επαγγελίες του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και αποκτούμε προσωπική σχέσι με την ιστορία της Εκκλησίας μας και με τον ίδιον τον Θεόν. Μπορούμε να μελετούμε ακόμη και ερμηνείες της Αγίας Γραφής. Αυτό μπορεί να γίνη την νύκτα, μπορεί και την ήμερα.

Συνεχίζομε με οποιαδήποτε άλλη πνευματική μελέτη, η οποία όμως δεν μας χαλάει την ατμόσφαιρα αυτή, δεν μας βγάζει από το κελλί μας, αλλά μας κρατάει γονατιστούς ενώπιον του Κυρίου.

Όταν κανείς έχη περισσότερες ώρες για κανόνα, μπορεί να χρησιμοποιή ταυτοχρόνως ένα εργόχειρο, να πλέκη ένα κοαποσχοίνι ή να κάνη οτιδήποτε άλλο. Μπορεί ακόμη, όταν οι ώρες είναι ατέρμονες, να διανθίζη την ώρα του με μια γραφική εργασία, που δεν τον αποσπά άλλα είναι ένα διάλειμμα, με την επίγνωσι ότι εδώ καθίζει τον Θεόν και εκείνος γράφει ή κάνει την συγκεκριμένη δουλειά. Είμαι ποιμήν; Κάνω την ποιμαντική μου εργασία ή μελετώ τους κανόνες της Εκκλησίας. Είμαι υποτακτικός; Κάνω κάτι σχετικό με την υποτακτική μου δουλειά ή μελετώ ένα θεολογικό βιβλίο.

Εάν είμαι περισσότερο αδύνατος, με ευλογία μπορώ να κάνω αντί για προσευχή οποιαδήποτε δουλειά· στην ανάγκη κάτι είναι και αυτό· και εάν θυμηθώ, έστω και μια φορά, ας πω το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Εάν το ξεχάσω, όταν τελειώσω, ας πω, δόξα σοι ο Θεός που μου έδωσες απόψε αυτή την αγρυπνία. Και έτσι, το δόξα σοι ο Θεός σφραγίζει όλη αυτή την ταλαιπωρία της νύκτας και πάω και κοιμάμαι ήσυχος, γιατί εγώ έκανα αυτό που μπορούσα να κάνω σήμερα, και ο Θεός ας κάνη το δικό του. Εγώ, σαν άνθρωπος αγωνίσθηκα, σαν άνθρωπος πόνεσα, σαν άνθρωπος αδύνατος και αμαρτωλός αμάρτησα, σαν άνθρωπος έκλαψα, σαν άνθρωπος συντετριμμένος μετανόησα, και ο Θεός, σαν άγιος, σαν πολυεύσπλαχνος, σαν ελεήμων, σαν πατέρας στοργικός, ας μου δώση εκείνο που μπορεί να μου δώση.

Επίσης, μπορώ να διαβάζω ορισμένες ακολουθίες. Όταν ακόμη είμαι σε ένα στάδιο που χρειάζεται να καταλάβω τον εαυτό μου, οι Ώρες μπορούν να μου καλύψουν ένα χρονικό διάστημα, διότι έχουν ψαλμούς και τροπάρια γεμάτα από νοήματα της Αγίας Γραφής, είναι δηλαδή παρμένες από την ζωή και την αποκάλυψι του Θεού, από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, την σταύρωσι και την ταφή του Χριστού. Όλα αυτά με ενισχύουν.

Μπορώ λοιπόν να διαβάζω, να προσεύχωμαι, να κάνω έργα των χειρών μου, να πλουτίζω τον χρόνο μου, αρκεί να μη σταματώ να είμαι ενώπιον του Θεού.

Μεγάλη σημασία για τον κανόνα μου έχει και το να βάζω στο κελλί μου τους αγίους. Οι άγιοι μου κάνουν πιο εύκολο τον αγώνα μου, μου γεμίζουν τον χώρο, διότι είναι χιλιάδες χιλιάδων και μυριάδες μυριάδων. Αν αναλογισθώ και τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους, και αν οι άγιοι για μένα δεν είναι απλώς νοητά πρόσωπα, αλλά είναι και λείψανα και εικόνες, που η καθεμιά είναι ένα σημάδι της αληθινής παρουσίας του Θεού, τότε η βοήθεια είναι πολύ μεγάλη. Σχεδόν παύει το κελλί μου να έχη τόπο αισθητώς άδειο, το γεμίζει ο Θεός. Αλλά τί παθαίνομε εμείς οι άνθρωποι! Νοιώθομε πιο κοντά μας τους αγίους, και θα έλεγε κανείς ότι αυτό το κάνει ο πονηρός. Όχι· ο Θεός, η ανθρώπινη φύσις μάς κάνει να νοιώθωμε περισσότερο εγγύς τον άγιο, γιατί και αυτός ήταν σαν και εμάς, ασθενής, αδύνατος• πάλεψε, αμάρτησε, σηκώθηκε όπως και εμείς. Ήταν σύμφυτος με την αμαρτία και εν συνεχεία έγινε σύμφυτος της ζωής του Χριστού.

Καλούμε λοιπόν τους αγίους, τους αγγέλους, που και αυτοί έχουν κάποια παχύτητα, όπως παραδέχεται η δογματική της Εκκλησίας μας, ή έχομε τα απτά σημάδια της παρουσίας τους, τις εικόνες και τα λείψανά τους. Καλόν είναι οι εικόνες που βάζομε στο κελλί μας και οι άγιοι που καλούμε να έχουν κάποια σχέσι με την ζωή μας· κάποιο περιστατικό, κάποια αρρώστια, κάποιος φωτισμός, κάποια ζωηρή ανάμνησις, κάποιο εσωτερικό ή εξωτερικό, ψυχικό ή σαρκικό βίωμα να μας έχη συνδέσει μαζί τους. Αν δεν έχωμε κάτι τέτοιο, τουλάχιστον να το επιθυμούμε· κάτι είναι και αυτό και μπορεί κάτι να μας δώση. Έχω, λόγου χάριν, το όνομα του αγίου Νικόδημου. Δεν μου μιλάει ο άγιος Νικόδημος, αλλά είναι ο άγιός μου. Θα τον καλέσω, θα τον βάλω στο κελλί μου. Διαβάζω τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και μου κάνουν εντύπωσι. Διαβάζω τον Μέγα Βασίλειο και μου μιλάει. Αυτούς τους αγίους θα τους καλέσω στο κελλί μου, και θα τους αφήσω να μιλούν συνεχώς στην ψυχή μου.

Αφού καλέσω τους αγίους, βάζω τον καθένα στην θέσι του. Εδώ τον άγιο που τον αγαπώ περισσότερο, εκεί τον άγιο που μου αρέσει να τον βλέπω συχνότερα με τα μάτια της σαρκός μου ή της ψυχής μου. Μπροστά μου εκείνον για τον οποίο έχω την πείρα πως ό,τι του ζητώ μου το δίνει, οπότε και τώρα, εάν του ζητήσω κάτι, θα μου το δώση. Αν σήμερα νοιώθω βαρύς, αν βλέπω τον ουρανό σκοτεινό, αυτός ο άγιος έχω την πείρα ότι θα με βοηθήση. Και πράγματι, αν βρούμε τα κουμπιά ενός αγίου, διαπιστώνομε ότι ο άγιος μάς λύνει τα πάντα, μας βάζει στην ζωή του και μπαίνει και μέσα μας. Ο κάθε άγιος μπορεί να εχη κάτι να μας δώση. Αν κάποιος είναι πτωχός στην ζωή του, δηλαδή στα μυαλά του, θα έχη λίγους αγίους. Άλλος μπορεί να έχη πολλούς ή να πάρη όσους θέλει. Αρκεί να ξέρη να συνάπτη δεσμούς με τους αγίους, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας την ζωή τους.

Όταν κάποιος μάς απωθή ή είναι στενοχωρημένος μαζί μας, τον πλησιάζομε, τον ερωτούμε γιατί είναι στενοχωρημένος, μήπως έχη κάτι μαζί μας, του πάμε ένα δώρο για να τον γλυκάνωμε, τον χαροποιούμε, κοιτάζαμε τι θέλει για να μας αγαπάη περισσότερο ή για να τον αγαπήσωμε· και είναι ένας άνθρωπος θνητός, μπορεί και αμαρτωλός. Πολύ περισσότερο πρέπει να κάνωμε κάτι τέτοιο με έναν άγιο. Χρειάζεται να συσχετισθούμε μαζί του, για να μπορούμε να έχωμε την άνεσι και την ευχέρεια να του ζητάμε ό,τι θέλομε. Ο άγιος πάλεψε στην ζωή του, έζησε με έναν συγκεκριμένο τρόπο, κουράσθηκε για τον Χριστόν, γι’ αυτό δεν ανέχεται να του αποσπάσωμε τα μυστικά χωρίς να κουρασθούμε. Εκείνος είναι βέβαιος ότι και εμείς κοπιάζοντας μπορούμε να επιτύχωμε, διότι γνωρίζει εξ ιδίας πείρας την αγάπη και την ετοιμότητα του Θεού να μας πλουτίζη. Όμως θέλει να καταβάλωμε και εμείς τον δικό του μόχθο, να κάνωμε τις δικές του ασκητικές δοκιμές. Αυτό είναι μία απαίτησις του πνευματικού νόμου της σχέσεώς μας με τους αγίους. Επομένως, πρέπει να αποκτήσωμε προσωπικά νήματα με τους αγίους. Αν δεν αποκτήσωμε με πολλούς, τουλάχιστον ας αποκτήσωμε με έναν. Προκειμένου να είμαστε μόνοι, καλύτερα να είμαστε και με έναν άλλον.

Ας σχετισθούμε με τον άγιο που φέρομε το όνομά του ή με τον άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή, που είναι πολύ πρόχειρος και εύκολος· ακόμη και τους μουσουλμάνους ακούει. Ας σχετι¬σθούμε με τον άγιο Νικόλαο, που πηγαίνει και στους αμαρτωλούς και στους εγκληματίες και τους σώζει. Ας σχετισθούμε με την Παναγία. Ποιός μίλησε στην Παναγία και αστόχησε, δεν άκουσε την φωνή της, δεν δέχθηκε το χάδι της; Την Παναγία ακόμη και μέσα από την κόλασι την φωνάζουν· πόσο μάλλον εμείς που είμαστε έξω από την κόλασι. Ας έχωμε, όσο μπορούμε, τους δικούς μας μεσίτες. Και αναμφιβόλως, ποιός αγνοεί ότι οι άγιοι είναι πρόσωπα ζωντανά, ότι ευρίσκονται «εν χειρί Θεού» και επομένως μπορούν να ενεργούν οι ίδιοι;

Πώς όμως ενεργούν; Διά του Αγίου Πνεύματος, διά των αγγέλων και διά μυρίων άλλων τρόπων. Εν Αγίω Πνεύματι μπορούν να γίνουν ορατοί. Αυτό είναι βέβαιο, το λένε και οι Πατέρες μας. Έτσι, τα δυό χέρια γίνονται αμέσως τέσσερα. Τα δυό μάτια γίνονται τέσσερα μάτια. Τα δυό πόδια γίνονται τέσσερα πόδια, η μια καρδιά γίνεται δυό καρδιές. Και ένας άλλος ζη μαζί με μένα και κυριαρχεί και αγωνίζεται για το θέμα της υγείας μου, των αναγκών μου, για να καταλάβω κάτι, να νοιώσω κάτι, σε κάτι να διαφωτισθώ.

Άραγε, τί μπορώ να του ζητήσω; Οτιδήποτε, προπάντων όμως την σωτηρία μου, την αποκάλυψι του θελήματος του Θεού, ή να μου δώση τον Χριστόν που αυτός κατέχει. Ένας τέτοιος κόπος και μια τέτοια προσπάθεια μας γεμίζει με αναμνήσεις. Μία φορά στις εκατό να πετύχωμε κάτι, αυτή η μία φορά είναι δυνατόν να μας θρέφη για ένα, δέκα, είκοσι, πενήντα χρόνια. Πολλές φορές ακούμε να λένε: «Υπάρχει άγιος! θυμάμαι όταν ήμουν παιδάκι -τώρα είναι υπέργηρος και ακόμη ζη το γεγονός αυτό- βράδιασα στο χωράφι και άρχισα να φοβάμαι. Τότε φώναξα δυνατά: Άγιε μου Νικόλαε. Και αμέσως ο άγιος με άρπαξε από το χέρι και με έφερε στο χωριό». Είμαστε πιο κοντά με τους αγίους, καταλαβαίναμε ότι είναι πιο πρόθυμοι να έλθουν, ότι μας νοιώθουν περισσότερο, ότι μας αγαπούν πιο εύκολα, ότι είναι επιεικέστεροι μαζί μας, γιατί είναι του αυτού φυράματος με μας. Έτσι, μπορούμε να περάσωμε περίφημα την βραδιά μας. Όταν μάλιστα ασχολούμαστε και με την ζωή τους και προσπαθούμε να τους μιμηθούμε, τότε γίνεται καλύτερη η βραδιά μας.

Οι άγιοι λοιπόν πρεσβεύουν συνεχώς στον Χριστόν. Δεν θα χρησιμοποιήσω αυτόν που είναι αυτόβουλος και αυτοδύναμος και αυτενέργητος; Θα είναι πολύ αφελές εκ μέρους μου. Και αν ακόμη ο άγιος δεν έχη πάρει από τον Θεόν το δώρημα που του ζητώ, διότι ο καθένας έχει το δικό του δώρημα, μπορεί και μεσιτεύει. Και μια μεσιτεία δεν πάει ποτέ χαμένη.

Κάποιος μοναχός παρακαλούσε επίμονα για κάτι τον άγιο Σίμωνα, τον κτίτορα της Σιμωνόπετρας, αλλά φαινόταν αδύνα¬τον να πραγματοποιηθή. Πήγε τότε στον παπα-Εφραίμ και του παραπονέθηκε ότι πήγαν χαμένες οι προσευχές του. “Άντε, του λέγει εκείνος, φύγε” ποτέ δεν πάει η προσευχή χαμένη, και θα πάη χαμένη η μεσιτεία ενός αγίου που προσεδρεύει πρόσωπο με πρόσωπο στο θυσιαστήριο του Θεού, και μπορεί να συμπαρασύρη στην μεσιτεία όλους τους αγίους που είναι τριγύρω του;



(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 472-482)





Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Πορφύριος ο όσιος των μυστικών συχνοτήτων... Του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου

Ὁ εἰκοστὸς αἰῶνας, αἰῶνας ἀποστασίας καὶ ἐφηρμοσμένης ἀθεΐας σ᾽ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, αἰῶνας μηδενισμοῦ, σαρκολατρείας καὶ ἐκκοσμίκευσης, ἀποδεικνύεται καὶ αἰῶνας ἁγιότητας.
Ἡ θεόπνευστη ρήση τοῦ Παύλου, «οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ῥωμ. 5,20) ἐπαληθεύεται διαχρονικά. Αὐτὸ τὸ ζήσαμε ἔντονα μὲ τὴ διαπίστωση καὶ διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τοῦ ἁγίου νέου ἱερομάρτυρος Φιλουμένου τοῦ Κυπρίου τὸ ἔτος 2009 καί, πρόσφατα, στὶς 27.11.2013, μὲ αὐτὴ τοῦ ὁσίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου.
Ὁ χριστεπώνυμος βεβαίως Ὀρθόδοξος λαὸς ἀκροᾶται τὴν ἁγιότητα καὶ ἄλλων οὐρανοπολιτῶν ἀνθρώπων τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, ὅπως τῶν ὁσίας μνήμης πατέρων ἡμῶν Ἰακώβου Τσαλίκη τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ, Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Βησσαρίωνος τῆς Μονῆς Ἀγάθωνος, κ.ἄ.
Ἐδῶ πρέπει νὰ διασαφηνίσουμε, ὅτι εἶναι ὁ κλῆρος καὶ λαὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος βιώνει καὶ «ψηλαφεῖ» πρῶτος τὴν ἁγιότητα ἑνὸς δούλου τοῦ Θεοῦ καί, ἐν καιρῷ, ὅταν τὸ θέμα ὠριμάσει καὶ κριθεῖ κατάλληλη ἡ στιγμή, παραπέμπεται στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἡ Σύνοδος τοῦ ὁποίου, ἀφοῦ ἐξετάσει ἐνδελεχῶς τὸν κατηρτισμένο  σχετικὸ φάκελλο, κάνει τὴ διαπίστωση τῆς ἁγιότητας κάποιου Ὀρθοδόξου χριστιανοῦ, τὴν ὁποία στὴ συνέχεια διακηρύττει στὰ πέρατα τῆς Οἰκουμένης, ἐγγράφοντας τὸν διακηρυχθέντα ἅγιο στὸ Ἑορτολόγιο τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας1.

Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ μιλήσει κανεὶς γιὰ τὸν ὅσιο Πορφύριο τὸν Καυσοκαλυβίτη, τὸν διορατικό, τὸν σοφὸ καὶ θεοδίδακτο συμπαντικὸ ἐπιστήμονα, γιατὶ οἱ λέξεις ἀδυνατοῦν νὰ περιγράψουν καὶ νὰ ἀποδώσουν μὲ ἀκρίβεια τὴ σπάνια χαρισματική του προσωπικότητα, τὴν ἁγιότητά του.
Μιὰ ἁγιότητα, ποὺ ἀναπτύχθηκε καὶ ἀνδρώθηκε μέσα στὴν ἐν Χριστῷ ἄσκηση καὶ ἀποτελεῖ ἀδιάσπαστη φυσικὴ συνέχεια τῆς ἀσκητικῆς παράδοσης τῶν  μεγάλων ἀσκητῶν τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες μέχρι καὶ σήμερα.
Ἄλλωστε, ἡ πανηγυρικὴ ὑποδοχὴ τῆς διακήρυξης τῆς ἁγιότητας τοῦ ὁσίου Πορφυρίου ἀπὸ τὸν λαό μας μαρτυρεῖ τὴν ἁγιοπνευματικὴ παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ποὺ τὴ θέλει νὰ εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴ βιωμένη μέσα στοὺς αἰῶνες αὐθεντικὴ κι ἀνόθευτη λαϊκὴ εὐσέβεια, ἡ ὁποία γνωρίζει νὰ ἀναγνωρίζει τὴν ἁγιότητα τῶν χαριτωμένων ἀνθρώπων, πολὺ πρὶν τὴν ἐπίσημη διακήρυξη τῆς ἁγιότητάς τους, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε.  

Μέσα σὲ συνθῆκες μιᾶς γενικώτερης πνευματικῆς κρίσης, μὲ ὅλα τὰ τραγικὰ ἐπακόλουθά της σὲ ὅλο τὸν ἑλληνισμὸ καὶ σ᾽ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, τὸ σοφὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μᾶς ἀνήγγειλε, «δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός»· καὶ ἡ λαμπάδα εἶναι ἡ «ἀείποτε καιομένη» τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Πορφυρίου, τοῦ διορατικοῦ ἀσκητοῦ καὶ συμπαντικοῦ ἐπιστήμονος, ποὺ ἄναψε ἡ πυρσοφεγγὴς τοῦ Πνεύματος ἐνέργεια.
Τὶς δύσκολες τοῦτες μέρες, ἔρχεται ὁ ταπεινὸς Καυσοκαλυβίτης νὰ μᾶς ἀναπαύσει  ἐν Πνεύματι καὶ νὰ μᾶς διδάξει, πῶς πρέπει νὰ ζήσουμε, πῶς νὰ ἀγαπήσουμε, νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ ἐρωτευθοῦμε τὸν Χριστό.
Δὲν ἔχουμε καμμία ἀμφιβολία, ὅτι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἐνέταξε στὸ Ἑορτολόγιό της ἕνα σύγχρονο ἅγιο, «φωστῆρα καὶ θεολόγον τῆς  οἰκουμένης», ἐπάνω στὸν ὁποῖο θὰ στηριχθοῦν πολλοὶ χειμαζόμενοι καὶ ἀδύναμοι ἄνθρωποι τοῦ παρόντος καὶ τοῦ μέλλοντος.

Ὁ ὅσιος Πορφύριος, κατὰ κόσμον Εὐάγγελος Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε τὸ 1906 στὸ χωριὸ Ἅγιος Ἰωάννης Καρυστίας στὴν Εὔβοια. Δύο μόνο χρόνια φοίτησε στὸ σχολεῖο, γιατί, ἕνεκα φτώχειας τῆς οἰκογένειάς του, ρίχθηκε ἀπὸ μικρὸς στὴ βιοπάλη. Ἡ καθαρή του καρδιὰ πόθησε ἀπὸ πολὺ νωρὶς τὸν Χριστό.
Διαβάζοντας τὸν Βίο τοῦ ὁσίου Ἰωάννη τοῦ Καλυβίτη, τοῦ γεννήθηκε ὁ πόθος τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ σὲ ἡλικία μόλις 14 ἐτῶν, θέλοντας νὰ μιμηθεῖ τὸν ἀγαπημένο του ἅγιο, ἐγκαταλείπει τὸν κόσμο καὶ πάει στὸ 'Αγιον Ὄρος, γιὰ νὰ ἀσκητέψει.
Ἐκεῖ συναντᾶ τοὺς  Γέροντες  Ἰωαννίκιο καὶ Παντελεήμονα καὶ μένει μαζί τους στὰ Καυσοκαλύβια. Ἔτσι γίνεται, ὡς μιμητὴς τοῦ Καλυβίτη, Καυσοκαλυβίτης. Κοντά στοὺς δύο τούτους ἐνάρετους καὶ αὐστηροὺς Γέροντες ἀσκεῖται καθημερινὰ στὴν  ὑπακοὴ καὶ τὴ νέκρωση τοῦ θελήματός του καί, λίγο πρὶν τὰ εἴκοσί του χρόνια, τὸν ἐπισκέπτεται πλούσια ἡ θεία Χάρη.
Ὁ τότε μοναχὸς Νικήτας, ὅπως ὀνομάστηκε στὴ μοναχική του κουρὰ ὁ μικρὸς Εὐάγγελος, περιμένει κάποτε στὸν προνάρθηκα τοῦ Κυριακοῦ (κεντρικοῦ ναοῦ) τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων, νὰ ἀρχίσει ἡ ἀγρυπνία. Φθάνει τότε ὁ γέρο Δημᾶς, ἕνας κρυφὸς ἅγιος, ἐνενῆντα ἐτῶν, πρώην ἀξιωματικὸς τοῦ ρωσικοῦ στρατοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἀντιλαμβάνεται τὴν παρουσία τοῦ π. Νικήτα.
Βέβαιος, ὅτι κανεὶς ἄλλος δὲν βρίσκεται ἐκεῖ, ἀρχίζει νὰ προσεύχεται θερμὰ μπροστὰ στὴν κλειστὴ πόρτα τοῦ ναοῦ μὲ στρωτὲς μετάνοιες. Τότε ἀρχίζει νὰ ξεχειλίζει ἡ Χάρη ἀπὸ τὸν ἀσκητὴ Δημᾶ ὡς φῶς, καὶ νὰ ἁπλώνει παντοῦ, καλύπτοντας καὶ τὸν μοναχὸ Νικήτα (Πορφύριο).
Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Θεὸς χρησιμοποίησε ἕνα κρυφὸ ἅγιο, τὸν πυρφόρο καὶ θεοφόρο Γέροντα Δημᾶ, γιὰ ν᾽ ἀνάψει τὴ φλόγα τοῦ Πνεύματος σ᾽ ἕνα ἄλλο ἅγιο, τὸν μοναχὸ Νικήτα, ποὺ ἦταν ἕτοιμο «εὔφλεκτο ὑλικό», νὰ δεχθεῖ τὴ θεία Χάρη.  
Ἀπὸ τότε ἄνοιξαν  οἱ αἰσθήσεις τοῦ ὁσίου Πορφυρίου καὶ ἡ προσευχή του ἔγινε διαπεραστική. Τὸ διορατικὸ χάρισμα, ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν ἦταν περιορισμένης κλίμακας, ἀλλὰ πολὺ μεγάλης. Ἄκουε, ὀσφραινόταν καὶ ἔβλεπε τὰ πάντα ἀπὸ χιλιόμετρα μακριά.
Μιλοῦσε γιὰ ὅλα μὲ λεπτότητα καὶ ἁπαλότητα, γιὰ τὸ σύμπαν, τοὺς οὐρανούς, τοὺς πλανῆτες, τὴν ἐπιστήμη, τὰ λουλούδια, τὰ πουλιά, τὴ φύση, τὴν ψυχή, τὴν καρδιά, τὸν νοῦ καὶ τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων, τὴ θεία Λειτουργία, τοὺς ὕμνους.
Καί, δὲν τοῦ δόθηκε ἄνωθεν ἡ γνώση ἁπλῶς τῶν ὄντων, ἀλλὰ καὶ ἡ γνώση τῶν λόγων τῶν ὄντων, δηλαδὴ ἡ ἀποκάλυψη τῆς γνώσης τοῦ γιατὶ πλάσθηκε τὸ κάθε δημιούργημα καὶ ποιὸ σκοπὸ ἔχει.
Προκαλοῦσε βεβαίως ἔκπληξη καὶ θαυμασμὸ στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὰ χαρίσματά του, ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν γινόταν γιὰ νὰ θαυμάζουν τὸν ἴδιο, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια, ὥστε νὰ δημιουργηθεῖ  μέσα τους  ἕνα ὡραῖο κλίμα, γιὰ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ποῦν· «Ἔλα, Χριστέ μου, γιατὶ χωρὶς  Ἐσένα, ὅσο ὡραῖο κι ἂν εἶναι τὸ κλίμα αὐτό, ἡ ὀμορφιὰ εἶναι λειψή,  ἐπειδὴ Ἐσὺ εἶσαι ἡ μόνη πηγὴ τῆς ὡραιότητας. 
Ὁ μόνος  Ὡραῖος, ὁ ἀείποτε Ὡραῖος, ὁ Ὡραῖος κάλλει παρὰ πάντας βροτούς!» Τὸν ἐνδιέφερε οἱ ἄνθρωποι νὰ γνωρίζουν τὸν Χριστὸ χωρὶς βία. Νὰ ἐμπνέονται ἀπὸ τὰ δημιουργήματά Του, τὴν ὀμορφιὰ τῆς φύσης, ἀπὸ μιὰ καλὴ ψυχή, μιὰ ὡραία εἰκόνα, μιὰ ὡραία μουσική, νὰ θαυμάζουν, νὰ ἐκπλήσσονται καὶ νὰ χαίρονται ἔτσι τὸν Δημιουργὸ τοῦ σύμπαντος κόσμου καὶ τὴ δημιουργία Του. 
Πολλὲς φορές, ἀκούγοντάς τον νὰ ἐκφράζεται ἔτσι, αἰσθάνθηκα αὐτό, ποὺ γράφει στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς Γένεσης :«καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» (Γεν.1,31).

Ὁ μοναχὸς Νικήτας, λόγῳ σοβαρῆς ἀσθένειάς του, μεταβαίνει ἀργότερα ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος στὴ Μονὴ Ἁγίου Χαραλάμπους Εὐβοίας, ὅπου ὁ ἀρχιεπίσκοπος Σινᾶ Πορφύριος, διαπιστώνοντας τὴ χαρισματική του προσωπικότητα, τὸν χειροτονεῖ ἱερέα σὲ ἡλικία μόλις 20 ἐτῶν, δίνοντάς του μάλιστα καὶ τὸ ὄνομά του.
Τὸ 1940 ὁ π. Πορφύριος διορίζεται ἐφημέριος στὴν Πολυκλινικὴ Ἀθηνῶν, στὴν «ἔρημο τῆς Ὁμόνοιας», ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος. Στὴ θέση τούτη  παραμένει γιὰ 33 χρόνια, ἐξομολογώντας, προσευχόμενος, συμβουλεύοντας καὶ πολλὲς φορὲς θεραπεύοντας μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀσθενεῖς.
Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἱερατικῆς του διακονίας στὴν Πολυκλινικὴ Ἀθηνῶν, τὴν ἐποχὴ τῆς κατοχῆς, συνδέθηκε πολὺ στενὰ μὲ τὸν Κύπρου Μακάριο Γ´, τότε διάκονο τοῦ ναοῦ Ἁγίας Εἰρήνης Αἰόλου. Ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὁ ὅσιος: «Τὴν κατοχὴ τὴν περάσαμε μαζί.»
Τὸ 1950 ἐνοικιάζει τὸ ἐγκαταλελειμμένο Μονύδριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὰ Καλλίσια Πεντέλης, ὅπου συχνάζει προσευχόμενος καὶ καλλιεργώντας τὰ ἐκεῖ κτήματα, ἐνῶ τὸ 1979 ἐγκαθίσταται στὸ Μήλεσι Ἀττικῆς, κοντὰ στὸν Ὠρωπό, ὅπου ἀνεγείρει σταδιακὰ τὸ μεγάλο Ἡσυχαστήριο τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος.
Τελικά, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1991, προαισθανόμενος τὸ ἐπερχόμενο τέλος, ζήτησε καὶ τὸν μετέφεραν, τυφλὸ πλέον καὶ ἀσθενῆ, στὸν τόπο τῆς μετανοίας του, τὸ καλύβι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὰ Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου καὶ παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ εἰς χεῖρας Θεοῦ τὸ πρωὶ τῆς 2ας Δεκεμβρίου 1991.

Γιὰ τὸν ὅσιο Πορφύριο ἀσφαλῶς γράφτηκαν καὶ θὰ γραφοῦν πολλά. Θὰ ἤθελα ὅμως ἐδῶ νὰ καταθέσω τὴν προσωπική μου μαρτυρία γιὰ τὸν μεγάλο τοῦτο σύγχρονο ἅγιο, μέσα ἀπὸ τὶς συναντήσεις καὶ τὴ γνωριμία, ποὺ μὲ ἀξίωσε ὁ Κύριος νὰ ἔχω μαζί του ὡς φοιτητὴς στὴν Ἀθῆνα.

Προσωπικά,  μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι θὰ γίνω ἱερέας, γιατὶ εἶχα ἕνα πρόπαππο ἱερέα, ποὺ προσευχόταν καὶ ἔλεγε· «Θεέ μου, βγάλε ἕναν παπᾶ ἀπὸ τὴ γενιά μας, νὰ μᾶς μνημονεύει!» Καί, ὅταν ἀργότερα εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ ἀκολουθήσω τὸν μοναχικὸ βίο καὶ τὸν ἐπισκέφτηκα, γιὰ νὰ τοῦ πῶ ὅτι ἤθελα νὰ διακόψω τὶς σπουδές μου στὴ Νομική, αὐτὸς ἐπέμενε νὰ πάρω τὸ πτυχίο, λέγοντάς μου: «Αὐτὸ τὸ πτυχίο θὰ τὸ πάρεις! Θὰ τὸ καθυστερήσεις ἕνα χρόνο, γιατὶ θὰ πηγαίνεις ἀπὸ μοναστήρι σὲ μοναστήρι, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ πάρεις. Δὲν σοῦ μιλῶ ἐγώ, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὸ πτυχίο αὐτὸ θὰ σοῦ τὸ ζητήσει κάποτε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου.»
Ὅπως καὶ ἔγινε! Τὸ 1998 χειροτονοῦμαι καὶ ἐνθρονίζομαι Μητροπολίτης Μόρφου καί, στὴν πρώτη συνεδρία τῆς Συνόδου ποὺ παρακάθησα, ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος  Κύπρου Χρυσόστομος Α´ μὲ διορίζει, λόγῳ τοῦ πτυχίου τῆς Νομικῆς, σὲ ἀνακριτικὴ ἐπιτροπή, πρὸς διερεύνηση κάποιων οἰκονομικῆς φύσεως τότε προβλημάτων. Ὁ ὅσιος Πορφύριος εἶχε ἰδεῖ αὐτὴ τὴ στιγμὴ χρόνια πρίν!

Θυμᾶμαι μιὰ φορά, ποὺ μᾶς διηγεῖτο μιὰ ἐπίσκεψή του σὲ ναὸ Μονῆς στὴν Ἄμφισσα. Τὴν ὥρα ποὺ θαύμαζε τὸ ὡραῖο ἀρχαῖο εἰκονοστάσι τοῦ ναοῦ, σκέφτηκε· «Τί Λειτουργίες θὰ εἶδε τὸ εἰκονοστάσι αὐτό!». Καί, ἀμέσως, «ἄνοιξε» ἡ ὅρασή του καὶ ἔβλεπε παλαιὲς Λειτουργίες, ποὺ τελέστηκαν ἐκεῖ. Εἶδε μιὰ Λειτουργία, ποὺ ἔγινε τὴν ἐποχὴ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, ὁπόταν ἦρθαν ἐκεῖ οἱ Τοῦρκοι καὶ ἔσφαξαν τοὺς μοναχούς.
Ἔβλεπε τὴν ἀγωνία, ποὺ εἶχαν οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνοι στὴν προσευχή τους, καθὼς καὶ τὸ αἱματοβαμμένο ἀπὸ τὰ αἵματά τους εἰκονοστάσι. Κι ὅλα τοῦτα ἔγιναν μὲ ἀφορμὴ ἕνα καλὸ λογισμὸ τοῦ π. Πορφυρίου, ἕνα θαυμασμὸ στὴν ὀμορφιὰ τοῦ εἰκονοστασίου.

Ἐπέμενε πολὺ στὸ Μυστήριο τῆς θείας Ἐξομολόγησης καὶ ἔλεγε κάτι πολὺ σημαντικό, ποὺ δὲν τοῦ δίνουμε σημασία, γιατὶ δὲν τὸ γνωρίζουμε. «Δὲν εὐθύνεται μονάχα ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὰ παραπτώματά του...Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει πάρει μέσα του καὶ τὰ βιώματα τῶν γονέων του καὶ εἰδικὰ τῆς μητέρας...δημιουργεῖται μία κατάστασις στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐξαιτίας τῶν γονέων του, ποὺ τὴν παίρνει μαζί του σ᾽ ὅλη του τὴ ζωή, ἀφήνει ἴχνη μέσα του...Ὑπάρχει, ὅμως, ἕνα μυστικό. Ὑπάρχει κάποιος τρόπος ν᾽ ἀπαλλαγεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ κακό.
Ὁ τρόπος αὐτὸς εἶναι ἡ γενικὴ Ἐξομολόγηση, ποὺ γίνεται μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ...Πολλὲς φορὲς ἔχω μεταχειρισθεῖ αὐτὴ τὴ γενικὴ Ἐξομολόγηση καὶ εἶδα θαύματα πάνω σ᾽ αὐτό. Τὴν ὥρα ποὺ τὰ λές στὸν ἐξομολόγο, ἔρχεται ἡ θεία Χάρη καὶ σὲ ἀπαλλάσσει ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἄσχημα βιώματα καὶ τὶς πληγὲς καὶ τὰ ψυχικὰ τραύματα καὶ τὶς ἐνοχές· διότι, τὴν ὥρα ποὺ τὰ λές, ὁ ἐξομολόγος εὔχεται θερμὰ στὸν Κύριο γιὰ τὴν ἀπαλλαγή σου.»2 Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἂν δὲν καταλλαγεῖ, δὲν ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό, μέσῳ τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολόγησης, ὅλο καὶ περισσότερες ἐπιπλοκὲς θὰ παθαίνει στὴ ψυχή του.
Ἐδῶ, θὰ ἀναφερθῶ σύντομα σὲ ἕνα σχετικὸ προσωπικό μου βίωμα μὲ τὸν ὅσιο Πορφύριο. Ὅταν κάποτε τὸν ἐπισκέφθηκα, τοῦ λέω· «Ξέρεις, Γέροντα, μοῦ λένε ὅτι πρέπει νὰ γίνω καὶ παπᾶς, κι ὄχι μόνο μοναχός, ἀλλὰ ἐγώ, ξέρεις, ἔχω ἀδυναμία στὰ χέρια! Πῶς θὰ γίνω παπᾶς; Ἄσε, ποὺ ἔχω καὶ ἄλλα προβλήματα, π.χ. θυμώνω εὔκολα καὶ εἶμαι ἀπότομος. Δὲν ἔχω καὶ τὴν καλύτερη κληρονομικότητα!»
Μόλις τοῦ εἶπα τὴ λέξη κληρονομικότητα, ἔπιασε τὸ χέρι μου, κρατώντας το, ὅπως παίρνουμε τὸν σφυγμὸ κάποιου, καὶ μοῦ λέει· «Γιὰ νὰ δοῦμε! Μὰ δὲν εἶναι μόνο αὐτό, ποὺ ἔχεις!» Κι ἐγώ, ὡς ὁρμητικὸς Ζωδιάτης ποὺ εἶμαι, τοῦ λέω· «Καὶ τί ἄλλο ἔχω;»
Ὁμολογῶ, ὅτι ἐπὶ μισὴ ὥρα περίπου κατέβαινε ἀπὸ ὑπόγειο σὲ ὑπόγειο τῆς ψυχῆς μου καὶ εἶδε ὅλα τὰ χάλια μου! Προσωπικά, κληρονομικά, ἐπίκτητα! Κι ἀφοῦ μοῦ ἔκανε αὐτὴ τὴν ἁγία ψυχανάλυση, μοῦ εἶπε· «Αὐτὸς εἶσαι καὶ μὴ ψάχνεσαι ἀπ᾽ ἐδῶ κι ἀπ᾽ ἐκεῖ. Οὔτε καὶ περισσότερος, ἀλλ᾽ οὔτε καὶ λιγότερος.
Μὲ αὐτὰ θὰ ἀγωνιστεῖς, ποὺ ἄντεξες μαζί μου καὶ ἄντεξα κι ἐγὼ νὰ βλέπω, αὐτὰ ποὺ κληρονόμησες κι αὐτὰ ποὺ ἔχεις. Καὶ τώρα ποὺ θὰ βγεῖς ἔξω, ὄχι νὰ λὲς ἀπὸ ᾽δῶ κι ἀπὸ ᾽κεῖ, ὅτι εὐωδιάζω!» Κι αὐτὸ τὸ εἶπε, γιατὶ ἐκείνη τὴν ὥρα γέμισε ὅλο τὸ δωμάτιο εὐωδία, ἀρώματα, ἔγινε σὰν μυροπωλεῖο!
«Ξέρεις», μοῦ λέει, «ἔχω κάτι λείψανα ἁγίων ἐδῶ, καὶ ὅταν γίνεται καθαρὴ Ἐξομολόγηση, γενικὴ Ἐξομολόγηση, χαίρονται αὐτά! Ἀλλὰ χαίρομαι κι ἐγώ, ποὺ εἶχες τὴν τόλμη νὰ κατέβουμε μαζὶ στὸν ἅδη τῆς ψυχῆς σου.»

Τὸ ἐκπληκτικό, ὅμως,  μὲ τὸν ὅσιο Πορφύριο, δὲν εἶναι ὅτι ἀπὸ μικρὸς ἔλαβε τὸ διορατικὸ χάρισμα σὲ βαθμό, ποὺ νὰ βλέπει ὅλο τὸ σύμπαν καὶ τὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸ πῶς κράτησε τὸ χάρισμα αὐτό.
Γιατὶ ὁ Θεός, ὡς «χουβαρντᾶς»,  μπορεῖ νὰ δώσει πολλὰ χαρίσματα, ἀλλὰ τὸ ζήτημα εἶναι πῶς τὰ διαχειρίζεσαι καὶ πῶς τὰ κρατᾶς, νὰ μὴν τὰ χάσεις. Καὶ ὁ ὅσιος κράτησε τὰ χαρίσματα αὐτά, ἀφενὸς γιατὶ ποτέ του δὲν διαμαρτυρήθηκε γιὰ τὶς πολλὲς καὶ μεγάλες ἀσθένειές του -σκεφτεῖτε, ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔβλεπε τὸ σύμπαν καὶ τοὺς ἀστέρες, τὰ ἔγκατα τῆς γῆς, τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔβγαζε δαιμόνια, ἐπέτρεψε ὁ Κύριος νὰ πάσχει ἀπὸ μικρός, καὶ τέλος νὰ προσβληθεῖ ἀπὸ καρκῖνο καὶ νὰ τυφλωθεῖ- καί, ἀφετέρου, γιατὶ  εἶχε ἐπιμελημένη μετάνοια μέχρι τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του.
Μάλιστα, ἡ μετάνοιά του ἦταν τόσο μεγάλη, ποὺ λέπτυνε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴ συνείδησή του, τὴν ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του, ὥστε στὴν πνευματική του διαθήκη, ποὺ μᾶς ἄφησε λίγους μῆνες πρὶν κοιμηθεῖ, λέει ὅτι ἔκανε πολλὲς ἁμαρτίες ἀπὸ μικρός, τὶς ὁποῖες βεβαίως ἐξομολογήθηκε, ἀλλὰ αἰσθανόταν ὅτι οἱ πνευματικές του ἁμαρτίες ἦταν πάρα πολλές, καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τὰ πνευματικά του τέκνα νὰ προσεύχονται γι᾽ αὐτόν. Διότι, ὅπως ἔχουμε σαρκικὲς καὶ ψυχικὲς ἁμαρτίες, ἔχουμε καὶ πνευματικές.
Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τοῦ Θεοῦ χρησιμοποιοῦσε τὸ διορατικό του χάρισμα,  ὄχι μόνο γιὰ νὰ βλέπει μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ καθενός, ἀλλὰ γιὰ νὰ βλέπει καὶ τὰ δικά του λάθη καὶ πάθη καὶ νὰ μετανοεῖ γι᾽ αὐτά.  

Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς προσωπικότητας τοῦ ὁσίου Πορφυρίου ἦταν ἡ μεγάλη ἀγάπη ποὺ εἶχε γιὰ τὶς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑμνωδία. Ἔμαθε νὰ ψέλνει τοὺς διάφορους Κανόνες, πρᾶγμα ὄχι εὔκολο, ἀποστήθισε ὅλο τὸ Ψαλτήριο τοῦ Δαβίδ, ὅπως συνηθιζόταν στὴν ἀρχαία μοναστικὴ πράξη, καθὼς καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, εἰδικώτερα μάλιστα τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, πού, ὅταν μποροῦσε, τὸ ἀπήγγελλε ὄρθιος.
Ὅταν τὰ πνευματικά του τέκνα τοῦ ζητοῦσαν νὰ κάνουν κομποσχοίνι στὴ θέση τῶν Ἀκολουθιῶν, τοὺς ἔλεγε: «Καλὸ εἶναι καὶ τοῦτο, ἀλλὰ ἀνώτερο εἶναι νὰ διαβάζεις τὰ ὑμνογραφικὰ κείμενα ποὺ ἔγραψε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ἅγιος Θεοφάνης ὁ Γραπτὸς κ.ἄ., γιατὶ  κάθε λέξη εἶναι γραμμένη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Καὶ μόνο νὰ δεῖ αὐτὰ τὰ κείμενα τὸ μάτι σου, νὰ τὰ ἀκούσει τὸ αὐτί σου, νὰ τὰ ψάλλει ἡ γλῶσσα σου, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὲ ἁγιάζει, καὶ μετὰ εὔκολα ἐρωτεύεσαι τὸν Χριστὸ καὶ ὅλα τὰ κακὰ ἀντέχονται.» Ἐδῶ νὰ τονίσουμε καὶ τὸ πόσο ἰδιαίτερα ἐπέμενε ὁ ὅσιος στὴν ἀπόκτηση τοῦ θείου ἔρωτα. Γι᾽ αὐτὸ καί, ἐπαναλαμβάνοντας στίχο ἑνὸς ὡραιότατου ὁσιακοῦ Δοξαστικοῦ, συμβούλευε συχνά: «ἀγαπήσατε τὸν Χριστόν· μηδὲν προτιμήσητε τῆς ἀγάπης αὐτοῦ!»

Θεωρῶ ἐπίσης πολὺ σημαντικὴ τὴ διδαχή του περὶ μετανοίας. Ἔλεγε χαρακτηριστικά, ὅτι ὑπάρχουν δύο τρόποι μετανοίας. Ὁ ἕνας ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τὴ μνήμη τῆς κολάσεως, τὴ μνήμη τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ποὺ σὲ βοηθοῦν νὰ βρίσκεσαι συνέχεια σὲ πνευματικὴ ἐγρήγορση, πολεμώντας τὰ πάθη σου.
Ὁ ἄλλος εἶναι ὁ «ἀναίμακτος», ὅπως τὸν ὀνόμαζε, δηλ. τὸ νὰ μὴ μπεῖς σὲ ἀνοιχτὴ αἱματηρὴ πάλη μὲ τὸν ἐχθρὸ διάβολο, ὁπόταν μπορεῖ νὰ πληγωθεῖς. «Σοῦ ἔρχεται ἕνας λογισμός, μιὰ ἐπιθυμία; Μὴν πανικοβάλλεσαι! Γύρισε ἀμέσως κάπου τὴν προσοχή σου.  Μὴν προσέχεις συνεχῶς τὸ μαράζι ποὺ ἔχεις, τὸ παράπονο ἐναντίον κάποιου. Ἂν σᾶς θέτει ἐμπόδια ὁ πονηρός, νὰ τὸν περιφρονεῖτε», συμβούλευε. Δηλαδή, ἔδινε μεγάλη σημασία στὸν προσανατολισμὸ τοῦ νοῦ. 
Δὲν ἀκύρωνε τὸν πρῶτο τρόπο μετανοίας καὶ πνευματικῆς ἀντίστασης στὶς πειρασμικὲς προσβολές, ἀλλὰ προέκρινε τὸν δέυτερο, τὸν «ἀναίμακτο τρόπο».

Κύριο καὶ καίριο χαρακτηριστικὸ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου Πορφυρίου ἦταν ὅτι καταγινόταν στὴν πνευματικὴ ἐργασία ἀθόρυβα, μὲ ταπείνωση καὶ ἀφάνεια. Ταπείνωνε τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή του μὲ ὑπακοή, ὑπομονὴ καὶ μετάνοια, ἀλλὰ μυστικά. «Ἡ ἐσωτερικὴ ἐργασία,  ἔλεγε, νὰ εἶναι μυστική.
Ὄχι μόνο νὰ μὴν γνωρίζουν οἱ ἄλλοι, πῶς ἐμεῖς ἐργαζόμαστε στὴ μετάνοια, στὴ δοξολογία, στὴν εὐχαριστία μας. Ὄχι μόνο νὰ μὴ γνωρίζει ‘‘ἡ ἀριστερὰ τί ποιεῖ ἡ δεξιά’’, ἀλλά, κατὰ κάποιο τρόπο, νὰ μὴ γνωρίζουμε οὔτε οἱ ἴδιοι πῶς ἐργαζόμαστε. Κρυφά, ἀθόρυβα, ἀπαλά, ἁπλᾶ.»
Ὅταν ρώτησα πρὶν ἀπὸ καιρὸ ἕνα πολιὸ ἱερέα τῆς Μητροπόλεώς μας, 80 ἐτῶν, τί εἶναι αὐτό, ποὺ ἔφεραν στὴν ἐποχή μας καὶ ἐπισφράγισαν μὲ τὴ ζωή τους οἱ σύγχρονοι Γέροντες, μοῦ ἀπάντησε: «Αὐτοί, Δεσπότη μου, ἔφεραν πίσω τὴν ἄσκηση, τὸ παραδοσιακὸ ἀσκητικὸ  φρόνημα καὶ τὴν αὐθεντικὴ εὐσέβεια, καὶ ἔδιωξαν τὸν εὐσεβισμό.» Αὐτὸ τὸ λέει ἕνας ἱερέας, ποὺ ἔζησε ὅλη αὐτὴ τὴν περίοδο, ποὺ περιγράφουμε. Ὁ δὲ ὅσιος Πορφύριος ἦταν ἡ πλήρης ἀναίρεση τοῦ διαστρεβλωμένου καὶ ἀντορθόδοξου θρησκευτικοῦ πνεύματος, ποὺ θέλει μὲ τὸ ζόρι νὰ διορθώσει καὶ νὰ σώσει τὸν κόσμο, ὑπερτονίζοντας τὴν ἀξία τῶν «καλῶν ἔργων». Τὸ μέγα ἔλεος τοῦ Χριστοῦ θὰ μᾶς σώσει, κι ὄχι τὰ ἔργα μας.

Τέλος, νὰ τονίσουμε, ὅτι, ὁ μεγάλος τοῦτος νεοφανὴς ὅσιος, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι σύγχρονοι καὶ ὁμότροποί του ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ Γέροντες Ἰάκωβος Τσαλίκης, Παΐσιος Ἁγιορείτης, Εὐμένιος Σαριδάκης, Βησσαρίων τῆς Μονῆς Ἀγάθωνος κ.ἄ. , οὐδέποτε καλλιέργησαν τὸν «Γεροντισμὸ» καὶ τὴν ὁπαδοποίηση. Αὐτὸ εἶναι φαινόμενο, ποὺ κυρίως ἀκολούθησε μετὰ τὴν ἐκδημία τους, καὶ καλλιεργήθηκε ἀπὸ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θέλησαν νὰ τοὺς μιμηθοῦν, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχουν τὶς ἁρμόζουσες πνευματικὲς προϋποθέσεις.

Αὐτὸς ἦταν περίπου ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ἔζησε τὸν Θεὸ καὶ ἁγίασε ὁ ὡραῖος αὐτὸς ἄνθρωπος, ὁ θεόμορφος, ποὺ ἔγινε δηλαδή, ἀποκαθαίροντας τὸ κατ᾽ εἰκόνα, καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ· ποὺ «τὸν ἔστειλε ὁ Χριστὸς στὰ ὕστερα τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, γιὰ νὰ δοῦμε πῶς εἶναι ὁ Χριστός», ὅπως μοῦ εἶπε χαρακτηριστικὰ ἕνας συμπατριώτης μας.
Καὶ συμπληρώνω, ὅτι ἕνας τόπος ποὺ γεννᾶ ἁγίους ἔχει μεγάλη εὐλογία, ἔχει ἐλπίδες. Καὶ ἡ Ἑλλάδα καὶ ἡ Κύπρος μας, χῶροι ἁγιότοκοι, θὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὴ σύγχρονη πολυποίκιλη κρίση, εὐχαῖς τῶν ἁγίων μας· φθάνει νὰ ἔχουμε μετάνοια, ἀληθινὴ μετάνοια, ὅπως μᾶς τὴ δίδαξε ὁ Κύριος, οἱ ἀπ᾽ αἰῶνος ἅγιοι, ἀλλὰ καὶ οἱ σύγχρονοι ὅσιοι, ποὺ προαναφέραμε, ὅπως τὴν κήρυξε, ἔργῳ καὶ λόγῳ, ὁ μέγας νεοφανὴς ἀστὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ὅσιος καὶ θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης.

Ἐπισφραγίζουμε τὸ μικρό μας τοῦτο κείμενο, ἱκέσιο δέηση στὸν ὅσιο, μὲ ἀναφορὰ στὴν εὐχή, ποὺ ἐπισφράγισε τὴν ἐπίγεια εὐλογημένη βιοτή του.
Ἡ τελευταία προσευχὴ τοῦ Γέροντος, ἐνῶ ξεψυχοῦσε, παρμένη ἀπὸ τὴν ἀρχιερατικὴ Προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ πρὶν τὸ σωτήριο Πάθος, εἶναι καὶ ἡ βαρύτιμη πνευματική του παρακαταθήκη καὶ εὐλογία πρὸς ἐμᾶς τοὺς χριστιανοὺς τῶν ἐσχάτων τούτων χρόνων: Εὐχήθηκε γιὰ τοὺς ἁπανταχοῦ τῆς οἰκουμένης πιστούς, «ἵνα ὦσιν ἕν»!

Ταῖς τοῦ σοῦ ὁσίου Πορφυρίου πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν!
Πηγή: romfea.gr

Αν θες, όσιε Δαβίδ μου, να ξαναγυρίσω στο μοναστήρι σου, έλα να με κάνεις καλά…(Από τον βίο του γέροντος Ιακώβου)

Οι αρρώστιες τον σημάδεψαν από νωρίς.
Η σκληρή εργασία, οι πολύωρες Ακολουθίες και η καθημερινή αγρυπνία στο κελί του φέρανε αποτέλεσμα. Είχε και την αυστηρή νηστεία, που έφτανε στην ασιτία. Έτσι η εξάντληση του οργανισμού προχώρησε πολύ. Κάτι που κανονικά θα έπρεπε να είχε γίνει ακόμη νωρίτερα. Και δεν εννοούσε να μειώσει την άσκηση με καμία δύναμη. Όσο οι πνευματικές του δυνάμεις ήτανε ακμαίες, τόσο επέμενε στην αυστηρή άσκηση. Άλλωστε, σκοπός της άσκησης ήτανε ακριβώς αυτό, να κρατάει τις πνευματικές του δυνάμεις ελεύθερες από την επήρεια των παθών, των πειρασμών και της ύλης, ώστε να κατευθύνονται ανεμπόδιστα προς το Θεό και να αγιάζονται από αυτόν.

Όμως το σώμα υπέκυψε. Από το 1956 τον πονούσε αφόρητα η μέση του. Για τον πόνο στα πόδια δεν έλεγε τίποτα, γιατί τον υπέφερε. Με τη μέση του όμως ήτανε αδύνατο. Και πώς να μην πονούσε, αφού 22 ώρες το 24ωρο δεν την ανέπαυε; Είναι ζήτημα εάν ξάπλωνε δύο ώρες τη νύχτα. Δύο γινόσανε οι ώρες της ανάπαυσης, όταν πονούσε πολύ. Και όταν δε λειτουργούσε. Διότι αν είχε να λειτουργήσει και αν μάλιστα ξημέρωνε μεγάλη γιορτή, Χριστούγεννα, Θεοφάνεια και άλλες, τότε πια δεν κοιμότανε καθόλου. Ούτε και στα τελευταία του χρόνια, που είχε βηματοδότη στην καρδιά. Πήγαινε από δίπλα ο αδελφός μοναχός και του ’λεγε:
–Κουράστηκες, γέροντα, έλα τώρα να ησυχάσεις λίγο…
Εκείνος απαντούσε:
–Πήγαινε, πάτερ μου, εγώ θα μείνω. Είναι μεγάλη νύχτα σήμερα, δεν είμαι κουρασμένος.

Το πρωί, που σηκωνόσανε όλοι, τον βρίσκανε ακόμη γονατιστό, με το πετραχήλι του, να προσεύχεται.
Τέτοιες ημέρες, μετά την ολονύκτια προσευχή, κατέβαινε στο ναό χωρίς να μιλάει σε κανένα. Ούτε και ήθελε να του μιλάνε, βρισκότανε αλλού και ζούσε σε άλλο κόσμο!
Έτσι, χρειάστηκε για τη μέση του γιατρό. Του έκανε 80 ενέσεις, αλλά το κακό συνέχιζε, θεραπεία δεν έβλεπε. Κυριολεκτικά σερνότανε για τις δουλειές και τις Ακολουθίες. Το μεσημέρι δεν άντεξε κι έπεσε στο ξυλοκρέβατο, στα σανίδια. Εκεί του εμφανίστηκε ο όσιος Δαβίδ με το πρόσωπο του π. Σπυρίδωνα, φιλοξενούμενου αγιορείτη. Ο Σπυρίδων τον βοήθησε να σηκωθεί και του είπε: «Ακούμπα τη μέση σου στη δική μου γέρικη μέση». Τον βοήθησε και το ’κανε. Τότε ο Άγιος γύρισε πίσω τα χέρια του κι έπιασε από τη μέση τον π. Ιάκωβο, που άκουσε τρίξιμο μέσης. Αυτό ήτανε. Ο πόνος χάθηκε. Και ο άγιος τον ρώτησε:
–Ποιος είμαι;
Πήρε την απάντηση: «ο π. Σπυρίδων». Τότε ο άγιος είπε:
–Όχι, με ξέρεις, δε θες να πεις τ’ όνομά μου, κάθεσαι σπίτι μου: Άνοιξε η πόρτα και είδε τον Άγιο να βγαίνει και να κατεβαίνει τις σκάλες.

Το 1964, έπαθε από τις αμυγδαλές του. Πονούσε φοβερά κι έπεφτε στα νεφρά του πύο. Πολλές φορές τον πιάνανε ανυπόφοροι πόνοι στη Λειτουργία και μελάνιαζε ολόκληρος. Ποτέ όμως δεν έτυχε να διακόψει τη θεία Λειτουργία. Όσο και να υπέφερε, θα την τελείωνε. Το 1962 τον λυπήθηκε ο Θεός κι έστειλε στη Μονή έναν καλό μοναχό, τον Κύριλλο(τον μακαριστό ηγούμενο της μονής), παραστάθηκε και βοήθησε όσο μπορούσε τον άρρωστο ασκητή π. Ιάκωβο, του οποίου τα βάσανα τελειωμό δεν είχαν.
Το 1967 τον βρήκανε άλλα. Έκανε πολύ δύσκολη εγχείρηση: βουβωνοκήλης και σκωληκοειδίτιδας με περιτοναϊκή αντίδραση και προβλήματα προστάτη. Υπέφερε πολύ, δεν ήξερε τι έχει. Σε νοσοκομείο δεν ήθελε να πάει. Μελάνιαζε, κουλουριαζόταν και σφάδαζε από τους πόνους. Ο Κύριλλος τον έβρισκε σε απελπιστική κατάσταση. Δεν μπορούσε να κινηθεί, σερνόταν. Για να πάει λίγο πιο πέρα, έπεφτε και σερνότανε με τα τέσσερα, μπρούμυτα. Έπαθε φοβερή κρίση και τον μεταφέρανε αναίσθητο στο νοσοκομείο της Χαλκίδας. Εκεί νομίσανε ότι πρόκειται για απλή σκωληκοειδίτιδα. Δέχτηκε με χίλια παρακάλια, γιατρών και κληρικών, να γίνει η εγχείρηση. Η δυσκολία του οφειλότανε στο ότι δεν ήθελε να βγάλει τα ρούχα και να δουν οι γιατροί το σώμα του. Το θεωρούσε άκρο εξευτελισμό:
–Θα γίνω θέατρο, πατέρες. Ουδέποτε άνθρωπος με είδε.
Και πράγματι, ήτανε τόσο καθαρός και πρόσεχε τόσο πολύ να μη βλέπει σώμα, ώστε ο ίδιος «ουδέποτε άπλωσε το χέρι του στο σώμα του», όπως έλεγε ο ηγούμενος και καλός γνώστης Νικόδημος. Ακόμη και τα νήπια που βάπτιζε, τόσα χρόνια, δεν τα κοίταζε ποτέ. Κρατούσε τα μάτια του ψηλά και ομολογούσε με ιερή αφέλεια και καύχηση:
–Δεν είδα ποτέ μου πως είναι τα όργανα των παιδιών.
Του είπανε λοιπόν, ψέματα, ότι δε θα του βγάλουνε τα ρούχα, θα’καναν τάχα μόνο μια τρύπα στο αντερί. Έτσι δέχτηκε να γίνει η εγχείρηση. Τέσσερες του Οκτώβρη περίμενε στο μικρό θάλαμο για το χειρουργείο. Παρόντες ήταν αρχιμανδρίτες κληρικοί Πολύκαρπος, Νικόδημος, Βασίλειος και κάποιος ακόμα.

Ο π. Ιάκωβος προσευχήθηκε πολύ και μεταξύ άλλων είπε, όπως τα διηγόταν:
–Αν θες, όσιε Δαβίδ μου, να ξαναγυρίσω στο μοναστήρι σου, έλα να με κάνεις καλά… Σ’ ένα τέταρτο πρέπει να είσαι εδώ… Και αν έρθεις, πέρνα σε παρακαλώ να πάρεις και τον όσιο Ιωάννη… Είναι στο δρόμο σου, θα στρίψεις ένα στενό δεξιά και θα τον βρεις.

Σε λίγα λεπτά, έλεγε με φωνή επίσημη, φτάσανε ο όσιος Δαβίδ (ιδρωμένος μάλιστα, γιατί του είχε ζητήσει να ’ρθει πολύ γρήγορα) και ο όσιος Ιωάννης. Στάθηκε στην πόρτα και χαιρετώντας του είπανε με λόγια και κινήσεις:
–Εγώ είμαι ο Γέρων Δαβίδ και από εδώ (χειρονομία) ο όσιος Ιωάννης ο Ομολογητής (τονισμένο). Δε μας ζήτησες; ήρθαμε, μην ανησυχείς, θα γίνεις καλά!
Αμέσως κατάλαβε ότι οι παριστάμενοι κληρικοί δεν χαιρέτισαν καν τους δύο Αγίους και διαμαρτυρήθηκε:
–Πατέρες, Δε σηκώνεστε; Δε χαιρετάτε;
Εκείνοι παραξενεύτηκαν και ο Νικόδημος έγινε πιο σαφής:
–Πάει, τα ’χασε ο Ιάκωβος…
Τον πήρανε στο χειρουργείο, τον νάρκωσαν κι έπειτα του βγάλανε ράσο, Αντερί κι εσώρουχα. Πριν τον πιάσει καλά η νάρκωση είδε ν’ανοίγει η πόρτα και να μπαίνουν οι δυο Άγιοι. Ο χειρούργος Σπ. Καλοχέρης τον άνοιξε κι έμεινε εμβρόντητος. Δεν ήτανε απλή σκωληκοειδίτιδα, μα πολύπλοκη κι επικίνδυνη κατάσταση. Ο ασθενής θα ’πρεπε να είχε πεθάνει. Εκλογή δεν είχε. Αποφάσισε να ξεκινήσει και ό,τι ήθελε προκύψει. Προέκυψε καλό. Πέτυχε η πολλαπλή εγχείρηση, επέστρεψε ο ασκητής στο κελί. Όποιος πήγαινε να τον ιδεί, του έλεγε «πόσο καλός χειρούργος είναι ο κύριος Καλοχέρης», για τον οποίο συγχρόνως προσευχότανε να έχει υγεία. Τότε, έχασε την υπομονή του ο Όσιος Ιωάννης και τη Νύχτα εμφανίστηκε θυμωμένος:

–Ιάκωβε, τι επαινείς συνέχεια το γιατρό; Εγώ σ’ έκανα καλά, εγώ είχα την εντολή να σε χειρουργήσω. Μόνος του ο γιατρός τι μπορούσε να κάνει;

Ο γιατρός Καλοχέρης, αφού περάσανε μερικές ημέρες, πήγε στο Μοναστήρι να ιδεί τον π. Ιάκωβο, στον οποίο και ομολόγησε ότι κατά την πολλαπλή εγχείρηση:
–Ένιωθα ότι το χέρι μου κάποιος το κατευθύνει και τώρα έχω την αίσθηση ότι δεν έκανα εγώ την εγχείρηση…
Η νυχθήμερη εργασία, χειρωνακτική και πνευματική, του δημιούργησε επίσης άσχημη κατάσταση στα πόδια. Έκανε φλεβίτιδα εκτεταμένη. Πονούσε φρικτά και δεν μπορούσε πια να περπατήσει. Το 1974 τον πήγανε στο νοσοκομείο, το ΝΙΜΙΤΣ, για εγχείρηση. Δέχτηκε, γιατί ερμήνευσε τις δοκιμασίες των εγχειρήσεων ως ειδικό μέτρο του Θεού κι έλεγε:
–Επέτρεψε ο Θεός να πάω στα νοσοκομεία τόσες φορές και να κάνω εγχειρήσεις, για να ταπεινωθώ.
Ετούτη τη φορά έμεινε στο χειρουργείο έξι ώρες και πλέον. Ο χειρούργος Γ. Κορδέλλης χρειάστηκε να κάνει πολύ μεγάλες τομές, διότι οι σάπιες φλέβες ήτανε πολλές.

Εκεί, στο θάλαμο του νοσοκομείου, κατά την ανάρρωση, του εμφανίστηκε η Θεοτόκος για να τον ενθαρρύνει, όπως διηγήθηκε στον επισκέπτη του και πνευματικό του τέκνο π. Παύλο Ιωάννου.
–Χθες, παιδί μου, σε κάποια στιγμή μπήκε κάποια κυρία, ντυμένη σα νοσοκόμα. Κρατούσε κι ένα παιδάκι στην αγκαλιά της.
 «Τι κάνεις, πάτερ μου», με ρώτησε. 
«Τι να κάνω, κυρία μου, άρρωστος είμαι και στεναχωριέμαι που έχω φύγει από το μοναστήρι μου». Εν τω μεταξύ, παιδί μου, διερωτήθηκα: «εδώ οι νοσοκόμες έχουνε και τα παιδιά τους στο νοσοκομείο»;
 Τότε εκείνη μου χαμογέλασε και μου είπε: «μη φοβάσαι, θα γίνεις καλά» 
Τη ρώτησα «ποια είσθε σεις, κυρία μου»;
 Τότε πάλι μου χαμογέλασε χωρίς να μου ειπεί τίποτε άλλο. Εγώ στράφηκα στον διπλανό ασθενή, να τον ρωτήσω, μήπως ήξερε ποια ήτανε αυτή η κυρία. Κι αυτός, γεμάτος απορία: «για ποια κυρία μιλάτε»; Τότε γύρισα και δεν είδα κανέναν. Και κατάλαβα, παιδί μου, ότι ήταν η Παναγία μας.

Επέστρεψε στο Μοναστήρι, αλλά πλέον χειρωνακτικά δεν μπορούσε να εργαστεί πολύ. Πολλές ώρες της ημέρας στεκότανε γονατιστός κι εξομολογούσε. Διότι τις περισσότερες εξομολογήσεις τις δεχότανε, μέχρι το τέλος της ζωής του, γονατιστός.

Σ’ αυτά όλα να προσθέσει κανείς τους φοβερούς ιλίγγους από σύνδρομο αυχενικό. Για να μπορέσει να λειτουργήσει, ν’ αντέξει τους ιλίγγους και τον πόνο των ποδιών, προσευχόταν στην Παναγία πολύ και στον όσιο Δαβίδ. Έκαναν το θαύμα τους κι έτσι τελείωνε τη Λειτουργία. Κατόπιν άρχιζαν πάλι. Τα ίδια με το ουροποιητικό σύστημα και το πεπτικό. Σε κακό χάλι ήταν πάντα.
Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος Ομότ. Καθ. Παν. ΑθηνώνΟ Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης

Από το ομώνυμο βιβλίο, εκδόσεις «Τροχαλία»/ΠΗΓΗ

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου - Ἡ κοινωνία τῆς ἐρήμου καί ἡ ἐρημία τῶν πόλεων

Βρισκόμαστε, ἀγαπητοί μου, στήν ἐποχή πού προφήτευσε ὁ ἅγιος, πώς ὁ ἄνθρωπος θά κάνει ἡμέρες δρόμο γιά νά βρεῖ ἕναν ἄνθρωπο καί σάν τόν συναντήσει θά τόν ἀσπάζεται ὡς ἀδελφό του. Τοῦτο παράδοξα συμβαίνει προτοῦ πραγματοποιηθεῖ ἀκριβῶς, ὅπως τό λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὕστερα ἀπό ἕναν, ἄς ποῦμε, ἐπερχόμενο τρίτο παγκόσμιο πόλεμο.
Μόνος ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἄγχεται, ἀγωνιᾶ, πάσχει, ταλαιπωρεῖται καί ταλαιπωρεῖ. Γιατί; Μιά κάποια ἀπάντηση θά προσπαθήσει νά δώσει ἡ παροῦσα ὁμιλία μεταφέροντας τό ἄρωμα τῆς κοινωνίας τῆς ἐρήμου στήν ἐρημία τῶν συγχρόνων μεγαλουπόλεων.

 Μοναξιά εἶναι ἡ ἀδυναμία ἐπαφῆς καί ἐπικοινωνίας. Ἡ ἀνικανότητα νά δημιουργηθεῖ καί νά ὑπάρξει δεσμός, σχέση μέ τούς ἄλλους. Ὁ σύγχρονος πολιτισμός καί οἱ δομές τῆς σημερινῆς κοινωνίας, τά τηλεκατευθυνόμενα ἀπό τήν προπαγάνδα μέσα ἐπικοινωνίας, ἀκόμη καί τά παιχνίδια τῶν παιδιῶν, ὁδηγοῦν στήν κοινωνική ἀλλοτρίωση στήν πολιτική ἀποξένωση στήν ἀτομική ἀπομόνωση, καθώς ἀναφέρει σύγχρονος μελετητής (Δασκαλάκης Γ.Δ.). Ὁ ἄνθρωπος ἔτσι, ἀπό νωρίς ἀρχίζει νά διακατέχεται ἀπό αἴσθημα βαρειᾶς ἀδυναμίας καί ὀκνηρίας, νά χάνει τό νόημα τῆς ζωῆς καί τόν σκοπό της, νά ζεῖ δίχως ἰδανικά καί κανόνες, συνεχῶς νά ὑποπτεύεται καί ν’ ἀμφιβάλλει.

Μόνος καί ἀνασφαλής, ἀνήσυχος καί ἀκατάστατος, ἰδιαίτερα ὁ σημερινός νέος, προσπαθεῖ ν’ ἁπλώσει γέφυρες, νά ὑψώσει σημεῖα, νά φωνάξει. Δίχως ὁδηγό ἤ μέ κακούς ὁδηγούς ἀπογοητεύεται σύντομα καί γίνεται σκληρός κι ἐπιθετικός, πιόνι ἐκμεταλλευτῶν πολιτικῶν ἤ ἀρχομανῶν ἀναρχικῶν. Κι ὁ πόθος γιά ἐλευθερία γίνεται ὁ πικρός θάνατος τῆς ἐλευθερίας του. Συμβιβαζόμενοι οἱ νέοι, αὐτοί πού ἔλεγαν πώς ποτέ καί μέ κανένα δέν θά συμβιβαστοῦν, καταφεύγουν σ’ ἐξεγέρσεις καί καταλήψεις, γίνονται ἐπαναστάτες στήν προσπάθειά τους ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό βάρος τῆς μοναξιᾶς τους, δίχως νά ἐννοοῦν πώς ὑποδουλώνονται τώρα βαρύτερα. Δυστυχῶς ὅλα τοῦτα συμβαίνουν κι ἐκεῖ πού ποτέ δέν θά τό περίμενες σέ νέους μέ καλή μόρφωση, σπάνια εὐφυΐα, δύναμη καί ταλέντο. Ἀνικανοποίητος ὁ νέος αὐτός ἀπό τήν ὑλική εὐδαιμονία καί τή συχνή ὑποκρισία τῶν μεγαλυτέρων του, ἀγωνίζεται γιά μιά ἁπλότητα στή ζωή, γιά μιά ποιότητα γιά ἕνα ἀνώτερο ὕφος, μά δέν βάζει τό νερό στό αὐλάκι πού πρέπει.
Ἡ τέχνη συνήθως κάνει τήν ἐμφάνισή της μ’ ἔνδυμα λίαν ἀπομονωτικό κι ἀντί νά φωτίζει καί ν’ ἀνοίγει παράθυρα πρός τούς ἄλλους καί τόν οὐρανό σέ κλείνει καί σέ σκοτίζει περισσότερο. Ὁ ἀπομονωμένος ἄνθρωπος δέν θ’ ἀργήσει νά παραμιλᾶ, νά μιλᾶ μέ τ’ ἄλογα ζῶα, τίς σκιές, τούς νεκρούς. Εἶναι πιά βαρειά κι ἀνίατα ἀσθενής. Ἡ μελαγχολία, ἡ κοσμοφοβία, ἡ καχυποψία ἔφεραν τήν ψυχοπάθεια. Ἕνας ἀπό τούς ἐπιτυχέστερους χαρακτηρισμούς τοῦ αἰώνα μας εἶναι, ὡς ὁ αἰώνας τῶν ψυχιάτρων. Σύμφωνα μέ περσινή στατιστική τοῦ Παγκοσμίου Ὀργανισμοῦ Ὑγείας περισσότερα ἀπό 400 ἑκατομμύρια ἄτομα στόν κόσμο πάσχουν ἀπό κατάθλιψη. Ἀπό αὐτά περίπου 400.000 κάθε χρόνο αὐτοκτονοῦν. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἡ στατιστική ἀφορᾶ τίς λεγόμενες προηγμένες χῶρες! Ὁ ἄνθρωπος μόνος κι ἔρημος μαστίζεται ἀδυσώπητα ἀπό τόν ἐγωϊσμό καί τήν ὑπερηφάνεια, πού εἶναι οἱ φυσικοί γονεῖς τῆς μοναξιᾶς του.
Ἄν αὐτοί εἶναι οἱ γονεῖς τῆς μοναξιᾶς τότε ἡ ἀληθινή ταπείνωση, παρά τήν ὅποια κακομεταχείριση καί φθορά τῆς λέξεως ἀπό τούς ταπεινόλογους, εἶναι τό κλίμα πού δέν τήν ἀφήνει νά εὐδοκιμήσει. Ἰδού πώς λαλεῖ ἡ καλή μητέρα, ἡ ἄριστη φιλόσοφος καί θεολόγος ἔρημος περί τῆς φονεύτριας τῆς μοναξιᾶς, τῆς ἁγίας ταπεινώσεως καί τῶν κεκοσμημένων γνησίων τέκνων της.
Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος, κατά τόν ἀββᾶ Ποιμένα, εἶναι ἀναπαυμένος σ’ ὅποιον τόπο κι ἄν καθίσει. Αὐτός πού μικραίνει τόν ἑαυτό του σέ ὅλα, θά ὑψωθεῖ πάνω ἀπ’ ὅλους, λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ. Καί συνεχίζει ἡ γλυκεία καί διακριτική γλώσσα του. Μίσησε τήν τιμή, γιά νά τιμηθεῖς. Ἐκεῖνος πού τρέχει πίσω ἀπό τήν τιμή, φεύγει ἡ τιμή ἀπό μπροστά του. Ἄν καταφρονεῖς ὑποκριτικά τόν ἑαυτό σου γιά νά ταπεινωθεῖς, θά σέ φανερώσει ὁ Θεός.
Στό Γεροντικό ἀναφέρεται πώς ταπεινόφρων δέν εἶναι αὐτός πού αὐτοεξευτελίζεται καί ταπεινολογεῖ, ἀλλά ἐκεῖνος πού ὑπομένει μέ χαρά τίς ἀτιμίες πού προέρχονται ἀπό τόν πλησίον. Καί σέ ἄλλο σημεῖο ἀναφέρεται πώς ἐκεῖνον πού τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἀξίζει ζημιώνεται, ἐκεῖνος ὅμως, πού δέν τόν τιμοῦν καθόλου οἱ ἄνθρωποι, θά δοξαστεῖ στούς οὐρανούς ἀπό τόν Θεό. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν συμβουλεύει: Ἡ ὁποιαδήποτε στενοχώρια, πού θά σοῦ συμβεῖ, θά νικηθεῖ μέ τή σιωπή. Μαζί του συμφωνεῖ κι ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας. Μέχρις ὅτου ἠρεμήσει ἡ καρδιά σου μέ τήν προσευχή, μήν κάνεις καμιά ἐξήγηση μέ τόν ἀδελφό σου. Μελετώντας τίς γραφές τῶν ἁγίων πατέρων τῆς ἐρήμου παρατηρεῖ εὔκολα κανείς μιά σύμπνοια, μιά εὐγένεια, μιά ἀνθρωπιά, μιά κατανόηση, μιά σοφία. Στάλες ἁγιοπνευματικές ὅπου ἄνθισαν στήν ἀπρόσιτη ἄνυδρη ἔρημο, ὕστερα ἀπό ἀγῶνες μακρούς κι ἔδωσαν ἄνθη πού εὐωδίασαν κοινωνίες ἀνθρώπων ἀπόλυτα δοσμένων στόν Θεό κι εὐωδιάζουν ἀκόμη τίς ψυχές πού πράγματι διψοῦν.
Ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας, ὁ μέγας νοῦς, σημειώνει μέ ἰδιαίτερη χάρη καί λεπτότητα: Αὐτός πού ταπεινώνεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καθίσταται ἱκανός νά ὑπομένει κάθε προσβολή. Ὁ ταπεινός δέν ἐνδιαφέρεται τί λένε οἱ ἄλλοι γι’ αὐτόν. Ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ὑποφέρει γιά τόν Θεό, αὐτός εἶναι ἄξιος ν’ ἀποκτήσει τήν εἰρήνη.
Ὁ ἀββᾶς Μᾶρκος, στό μεγάλο κι ἐνδιαφέρον αὐτό κεφάλαιο τῶν σχέσεών μας μέ τόν ἑαυτό μας καί μέ τούς ἄλλους, πού καθημερινῶς σκουντουφλᾶμε, προχωρεῖ καί σημειώνει χαρακτηριστικά: Ὅταν ἀντιληφθεῖς μέσα σου τή σκέψη νά σοῦ ὑπαγορεύει ἀνθρώπινη δόξα, νά γνωρίζεις καλά πώς ἡ σκέψη αὐτή σοῦ ἑτοιμάζει ντροπή. Κι ἄν δεῖς κάποιον νά σ’ ἐπαινεῖ ὑποκριτικά, νά περιμένεις τήν ἴδια στιγμή καί τήν κατηγορία ἀπό μέρους του. Καί συνεχίζει μέ τόλμη χειρούργου ὁ ψυχοανατόμος ἀββᾶς: Ὅταν δεῖς κάποιον νά κλαίει γιά τίς πολλές προσβολές πού τοῦ ἔγιναν, νά γνωρίζεις πώς ἐπειδή κυριεύθηκε ἀπό λογισμό κενοδοξίας, θερίζει χωρίς νά τό αἰσθάνεται τούς καρπούς τῶν κακῶν τῆς καρδιᾶς του. Ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἡδονή, λυπᾶται γιά τίς κατηγορίες καί τήν κακομεταχείριση, ἀντίθετα ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Θεό λυπᾶται γιά τούς ἐπαίνους καί τίς λοιπές πλεονεξίες. Ἡ ταπείνωσή μας κρίνεται ἀπό τή συκοφαντία. Μή νομίσεις πώς ἔχεις ταπείνωση, τονίζει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὅταν δέν ἀνέχεσαι τήν παραμικρή κατηγορία. Ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς προχωρεῖ πιό ψηλά: Αὐτόν πού σ’ ἐνέπαιξε ἤ σέ στενοχώρησε ἤ σέ ζημίωσε ἤ ὁτιδήποτε κακό σοῦ ἔκανε, νά τόν θυμηθεῖς ὡς ἰατρό σου. Ὁ Χριστός τόν ἔστειλε γιά νά σέ θεραπεύσει, μή λοιπόν τόν θυμᾶσαι μέ θυμό. Κι ὁ Εὐάγριος εὐεργέτες του θεωροῦσε τούς κακολόγους του.
Ἔχουν μεγάλη σημασία τά παραπάνω ἀναφερόμενα ἀπό τούς θεόσοφους αὐτούς ἰατρούς τῆς ἐρήμου στό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ. Τό νά πεῖ κανείς πώς αὐτά ἀναφέρονται ἀπό μοναχούς καί μόνο γιά μοναχούς, τό λιγότερο εἶναι ἀρκετά ἐπιπόλαιος. Γιατί, ὅπως πολύ καλά ἀντιλαμβάνεσθε καί παρατηρεῖτε, ἀποτέλεσμα ἀταπείνωτου φρονήματος, ἀποτυχημένων ἤ λαθεμένων διαπροσωπικῶν σχέσεων, ἀνικανοποίητων ἐγωϊσμῶν, ἀνενέργητων φιλοδοξιῶν, κενοδοξίας, καυχησιολογίας, ἐπαινοθηρίας, φιλαυτίας κι ἐπιθυμίας δικαιώσεως καί διαφημίσεως εἶναι ἡ ἐπιδημία τῆς μοναξιᾶς.
Βεβαίως ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη μοναξιά. Μά αὐτή δέν εἶναι καθόλου ἀρρωστημένη. Εἶναι ὁ φυσικός χωρισμός τῶν μοναχῶν ἀπό τόν κόσμο. Δίχως νά ἔχουν διόλου μίσος γιά τούς ἀνθρώπους, νά ἔχουν ἀπαιτήσεις ἀπό τούς ἄλλους. Ἡ μοναξιά τους εἶναι δημιουργική. Ὄχι πώς δέν τούς ἐνδιαφέρουν οἱ ἄλλοι πώς εἶναι ἀνώτεροί τους αὐτοί, δέν ἔχουν κανένα κοινό σημεῖο. Μά θά ἐπανέλθουμε στό σημεῖο αὐτό.
Εἶναι δυνατή ἡ μοναξιά ν’ ἀρρωστήσει καί νά ἐξουθενώσει τόν ἄνθρωπο. Μά ἡ ἀγάπη εἶναι πιό κραταιή, νά γιάνει καί ν’ ἀναστήσει τόν κόσμο ὅλο. Ἡ ἀκατανίκητη ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου γιά ἐπικοινωνία πρέπει νά διοχετευθεῖ σωστά. Πρῶτα-πρῶτα πρέπει νά πιάσουμε κάποτε κουβέντα μέ αὐτόν τόν ἄγνωστο ἑαυτό μας. Κουβέντα εἰλικρινῆ, τίμια, θαρρετή. Νά βροῦμε στά βάθη μας τήν κριμένη ἀθωότητα τῶν παιδικῶν μας χρόνων. Κουβέντα πρόσωπο πρός πρόσωπο, δίχως προσωπεῖο, μέ τόν ἕνα, μόνο, ἀληθινό, ζωντανό φίλο, Πατέρα Θεό. Κουβέντα μέ τούς ἄλλους, τούς ὅποιους, τούς χειρότερους, τούς καλύτερους, τούς πλησίον, τούς μακράν, τούς ἀδελφούς μας ἐν Κυρίῳ. Ἔτσι διαλύονται οἱ ἱστοί τῆς μοναξιᾶς, φωτίζονται τ’ ἄδυτα κι ἀνήλια ὑπόγεια τῶν καρδιῶν, σπάει τό καβούκι τοῦ ἐγώ, χαίρεται ὁ ἄνθρωπος, ἐλευθερώνεται, ζωογονεῖται, ἀναπνέει, ζεῖ, ἀρνεῖται τή μοναξιά τοῦ ἄθλιου ἐγωϊσμοῦ. Ἀλήθεια μέ πόσα λίγα κι ἁπλά μέσα μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ζεσταθεῖ, νά ξαναενωθεῖ μέ ὅλο τόν κόσμο. Δέν χρειάζεται νά ψάξει κανείς πολύ γιά νά ξαναβρεῖ τήν ἐλπίδα, τήν ἀνάταση, τ’ ἀνείπωτα πανηγύρια τῆς καρδιᾶς, τίς ἑορτές τῶν ἑορτῶν καί τίς πανηγύρεις τῶν πανηγύρεων.
Ὑπάρχει καί μιά ἄλλη μοναξιά, ζωηφόρα καί χαριτόδοτη. Μιά μοναξιά πού ἀξίζει πολύ νά τῆς ἀφιερώσει κανείς ἀρκετό χρόνο. Ἕνα ἀποσυρμό ἀπό τή βουή τοῦ πλήθους μέ τήν τόση διάχυση, περίσπαση κι ἐξωστρέφεια ἀνωφελῆ. Μιά μοναξιά ὑγιῆ, ὡραία, καλή. Μακριά ἀπό τή μορφή ἐπικοινωνίας ἐκείνη τή συνεχῆ μέ τούς πολλούς, γιά νά μή μείνουμε ποτέ μέ τόν ἕνα, τόν ἑαυτό μας, καί νά μήν ἀναχθοῦμε, ἀπό φόβο, δειλία ἤ ἀγνωσία, στόν Ἄλλο, τόν πάντα Ἀναμένοντα, τόν Ἕνα, τόν Ἐνανθρωπήσαντα Θεό Λόγο. Νά βροῦμε τόν τρόπο, τόν τόπο, τήν ὥρα, τόν χρόνο γι’ αὐτή τήν ἱερή στιγμή, γι’ αὐτή τήν ἄλλη ἐπικοινωνία. Μέ γνώση, μέ τάξη, μέ πρόγραμμα. Δέν μιλᾶμε γιά μιά διαφυγή μερικῶν, ἀρκετῶν, ἀπό τίς πολλές τους ἀσχολίες γι’ ἀνάπαυλα, θέα τοῦ ἡλιοβασιλέματος καί τοῦ ἔναστρου οὐρανοῦ. Τούς ρομαντικούς αὐτούς βιαστικά τούς ἀντιπαρερχόμαστε. Τούς χαιρετοῦμε ὡς κουρασμένους πού ξεκουράζονται ἀλλ’ ὄχι ὡς πνευματικούς ἀνθρώπους, ὅπως ἴσως θέλουν νά ὀνομάζονται. Δέν μιλᾶμε γι’ αὐτούς πού καμώνονται πώς αὐτοσυγκεντρώνονται μέ τεχνικές ἀμφίβολης προελεύσεως καί ἀποτελεσματικότητος ἤ ἄλλους πού ἀφιερώνουν λίγο χρόνο σέ φευγαλέες κι ἐπιπόλαιες ὀνειροπολήσεις καί νομίζουν πώς μετανοοῦν, γιά κάποια συντριβή πού εἶχαν, ἐνθυμούμενοι τ’ ἀτοπήματά τους στό ταξίδι πού εἶχαν στό παρελθόν τους. Πρόκειται μᾶλλον γιά ψεῦτες φυγάδες τῆς ζωῆς, ὀνειροπαρμένους καί φαντασιόπληκτους. Οὔτε, ἐπιτρέψτε μας νά ποῦμε, ἀναφερόμαστε στούς ἀγαθούς, ὅσο τολμηρά ἀφελεῖς ἐκείνους πού νομίζουν πώς ζοῦν τήν πνευματική ζωή καί τήν ἱερά ἡσυχία, σεργιανίζοντας μ’ ἕνα κομποσχοίνι στό χέρι, σέ ἀκρογιαλιές καί πλαγιές ὡραίων βουνῶν, ἀκούοντας καλή μουσική ἔχοντας τά νέα βιβλία, τή γαστέρα πεπληρωμένη καί συντροφιά τούς φίλους πού δέν φέρνουν ἀντιρρήσεις. Κι ἀκόμη αὐτούς πού κάνουν πνευματικό τουρισμό ἐπισκεπτόμενοι καί ἱερούς τόπους καί συνομιλώντας μέ παρρησία μέ ἁγίους ἀνθρώπους, μά πού δέν βγαίνουν διόλου ποτέ ἀπό τό θέλημά τους. Συγχωρέστε μας παρακαλοῦμε, μά φοβόμαστε πώς δέν εἴμαστε καθόλου ὑπερβολικοί.
Ἀναφερόμαστε, ἀγαπητοί μου, στήν ἁγία ἐκείνη ἡσυχία, πού ἀξίζει κάθε κόπος καί μέριμνα γιά νά δώσουμε τή σημαντική αὐτή εὐκαιρία στόν ἑαυτό μας καί μέσα στή θορυβώδη αὐτή πολιτεία καί μέσα στό ἄστατο σπιτικό μας καί μέ αὐτά τά χάλια τῆς ζωῆς μας καί τοῦ χαρακτήρα μας. Ἀνάγκη πᾶσα νά ἐλευθερωθοῦμε στήν ἁγία αὐτή μοναξιά. Χρειάζεται ἄσκηση, ὑπομονή, μόχθος, μέχρι νά σβήσουν τά σκοτάδια πού μᾶς κουράζουν στήν ἐργασία αὐτή. Νά βροῦμε τίς ρίζες καί τά ὅρια τῆς ὑπάρξεώς μας. Νά μάθουμε νά προσευχόμαστε. Νά γίνει ἡ σιωπή, πηγή, βροντή, σιντριβάνι, φῶς, καθώς λέει ὁ γλυκύτατος ποιητής ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος.
Χρειάζεται ἀγρύπνια, ἐγρήγορση συνεχής, ἀκινησία, γαλήνη. Ὁ Θεός εἶναι πλάι μας. Αὐτός μέ ὁδηγεῖ. Σ’ αὐτόν ὁδηγοῦμαι. Τί ἔχω νά φοβηθῶ; Ἀπελπισμένος ἀπό τίς φιλίες, τίς γνωριμίες, τίς τέχνες, τίς τεχνικές, τίς ἰδεολογίες, τίς φλυαρίες, τίς κοινοτυπίες, φθάνω στήν προνομιοῦχο ἐσχάτη ἀπελπισία, καί καθώς εἶμαι ἔτσι γυμνός, ὁ ἴδιος ὁ Θεός μέ ντύνει τήν πιό γνήσια ἐλπίδα. Μέ στηρίζουν σέ αὐτό τό θαῦμα ἡ Παναγία καί ὅλοι οἱ ἅγιοι.
Ἐντός αὐτῆς τῆς θείας μοναξιᾶς, ἀπαλλάσσομαι ἀπό τό προσωπεῖο πού ἀναγκάσθηκα νά φορέσω ἤ μοῦ φόρεσαν. Ἤμουν τρομοκρατημένος καί κάθε βράδυ πήγαινα καί σέ ἄλλη συγκέντρωση, ἄλλη ὁμάδα, γιατί, ἔπρεπε κάπου νά ἐνταχθῶ, ἀλλάσσοντας συνεχῶς προσωπεῖο. Ἐνδοσκαφώντας βιώνω, συνειδητοποιῶ, αἰσθάνομαι παιδί τοῦ Θεοῦ, βρίσκω, ἀποκαλύπτω τήν ταυτότητά μου, τό πρόσωπό μου, τό μοναδικό κι ἀνεπανάληπτο. Παρατηρῶ τίς κινήσεις τῶν παθῶν. Βλέπω καί βρίσκω τά ὅριά μου, τά τάλαντά μου, τίς δυνατότητές μου, λυτρώνομαι ἀπό τίς πλάνες, τούς φανατισμούς, τό ὑπέρμετρο, τό ὑποτονικό.
Θέλει δυνατή βούληση ὁ ἄνθρωπος γιά νά ὁδηγήσει τά βήματά του σέ τακτά διαστήματα στό ἅγιο αὐτό βῆμα τῆς αὐτογνωσίας καί θεογνωσίας. Γιατί ἡ μοναξιά αὐτή εἶναι ἐντρύφηση γιά τούς δυνατούς καί φόβος γιά τούς ἀδύναμους. Τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ βήματος ἐξέρχεται κανείς μέ λιγότερη ἀτομικότητα, μέ περισσότερη ἀγάπη γιά τούς ἄλλους, μέ δύναμη γιά μεγαλύτερους ἀγῶνες, μέ νωπά τά δάκρυα γιά τόν πόνο τῶν ἀδελφῶν του. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ ποτέ νά εἶναι μόνος, δέν μπορεῖ ποτέ νά πάσχει ἀπό μοναξιά. Ἔχει διάλογο μέ τόν ἑαυτό του, ὅταν εἶναι μόνος καί μέ τόν Θεό του. Μέσα ἀπό τήν σπαρακτική μοναξιά τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τά τσαλαπατήματα πού τοῦ ἔκαναν ἀπρόσεκτοι στό δρόμο, στό λεωφορεῖο, στήν ἐργασία, στό σχολεῖο, πατήματα πού πέρασαν στήν ψυχή του, ὑψώνεται ἀπό τά βάθη φωνή πού σχίζει νέφη κι ἔρχεται στόν Τριαδικό Θεό, πού πάντα ἀκούει καί πάντα ἀπαντάει.
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μόνο νά θερμαίνει τή φωνή του γνωρίζει, νά χαίρεται πού στέκεται δεύτερος, νά εἶναι φίλος καί μέ τόν ξένο, ν’ ἀρκεῖται στό ὀλίγο, νά κουράζεται στό πολύ, νά πλένει μέ δάκρυα τούς ἄπληστους, τούς ἄσωτους, δίχως κανένα παράπονο, καμιά δυσαρέσκεια, ἀκόμη κι ὅταν τόν ἐγκαταλείπουν αὐτοί πού ποτέ δέν θά τό περίμενες: συγγενεῖς, φίλοι, ὁμοϊδεάτες.
Μακριά ἀπό τήν τύρβη, τήν ἀγορά καί τή σύγχυση, στό ταμεῖο σου, πού τό διάλεξες ἀβίαστα κι ἐλεύθερα, φαίνεται νά μή προσφέρεις τίποτε στούς ἄλλους, νά εἶναι μιά πράξη ἐγωϊστική, μόνο γιά τόν ἑαυτό σου, τή στιγμή μάλιστα πού οἱ ἄλλοι λένε σ’ ἔχουν ἀνάγκη καί πάσχουν ἀπό τήν ὀδυνηρή μοναξιά. Αὐτά, ὅπως θά ἔχετε ἀκούσει, προσάπτουν καί στούς μοναχούς. Ἡ πρώτη αὐτή ἐντύπωση δέν εἶναι ἀκριβής. Ἡ μοναξιά αὐτή εἶναι ἔργο ἐπίπονο, θέλει δύναμη, ἡρωϊσμό, ἐπιμονή. Εἶναι ἐργασία μακρά κι ἀτελείωτη, πού κάποτε μπορεῖ νά εἶναι καί προεργασία γιά μιά ἐπιστροφή σέ αὐτούς πού ἀφήσαμε ἔξω ἀπό τό κελλί μας, δίχως αὐτό βεβαίως νά εἶναι ὁ σκοπός τοῦ μονασμοῦ μας.
Ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀκόμη καί οἱ πιό φλογεροί ἱεραπόστολοι, κι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στήν ἐπίγεια ζωή του ἔζησαν τό μυστήριο τῆς θείας αὐτῆς μοναξιᾶς. Ἤ οἱ μεγάλες ἐκεῖνες μορφές τῶν Προφητῶν τῆς Π. Διαθήκης Μωυσῆς, Ἠλίας, Ἠσαΐας καί Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος.
Ἐπανερχόμενοι στόν κόσμο τοῦ αἰώνα μας τόν βρίσκουμε τραγικά μόνο, ἀπελπισμένο, ἀπαισιόδοξο, νά τά ἔχει συγκρούσει, παρ’ ὅλες τίς προσπάθειές του γιά κάτι ἄλλο, μέ ὅλους καί ὅλα, συναδέλφους, γονεῖς, φίλους, παιδιά, βιβλία, μαθήματα, ἐργασίες καί προπαντός μέ τόν ἑαυτό του καί τόν Θεό, πού αὐτοῦ ποτέ δέν τοῦ μίλησε, δέν τοῦ εἶπε τίποτε. Ἡ πιό σκληρή μοναξιά εἶναι νά εἶσαι πλάι στή σύζυγό σου καί νά μή μπορεῖς νά τῆς μεταδώσεις τά αἰσθήματά σου, τήν ἴδια στιγμή πού ἕνα μήνυμα μεταδίδεται ἀπό τή μιά ἤπειρο στήν ἄλλη, νά ὑπάρχουν πολυετῆ μυστικά μεταξύ τῶν συζύγων, νά εἶναι ἄγνωστος κι ἀνύπαρκτος ὁ διάλογος τῶν παιδιῶν μέ τούς γονεῖς, τούς δασκάλους, τούς κληρικούς. Δέν ὑπάρχει πιό ἄγρια μοναξιά ἀπό μιά οἰκογένεια νά κάθεται ὧρες ἀμίλητη μπροστά στήν τηλεόραση. Βρισκόμαστε σέ δύσκολα ἔτη. Ἡ μοναξιά σέ ἔξαρση. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει χαθεῖ. Ὁ Θεός δέν μιλᾶ.
Μέσα σέ αὐτή τήν ἐρημία τῶν πόλεων, τή φαινομενική σιωπή καί ἀπουσία τοῦ Θεοῦ καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά συνάξει τούς λογισμούς του, νἄλθει στά συγκαλά του, ὅπως λέει ὁ λαός, ν’ ἀφήσει τήν τόση κοσμική δραστηριότητα καί ν’ ἀπέλθει στό προσκυνητάρι του ἄλαλος, γυμνός, νήπιο, γιά νά μπορέσει ὁ Θεός νά τοῦ μιλήσει, νά τόν ντύσει, νά τόν ἀνδρώσει. Ἡ μοναξιά του τότε θά γίνει ἀπελευθερωτική καί θά αἰσθάνεται πλήρης. Μόνο μιά τέτοια ριζική μοναξιά ὁδηγεῖ σέ μιά ριζική σύλληψη τοῦ Θεοῦ, πού καταργεῖ κάθε δισταγμό, ἀμφιβολία καί ταλαιπωρία.
Μέσα στήν ἱερή μοναξιά βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀντικρίζει τήν ὑπαρξιακή του πενία καί τόν φόβο τοῦ θανάτου, πού αὐτή προκαλεῖ. Ἔτσι θέτει ὡς λύση τή φυγή, τήν ἀναβολή, ἠσυχάζοντας ἔτσι τόν πανικόβλητο ἑαυτό του μπροστά στό μέγα κενό πού συναντᾶ ἐντός του. Ἀρχίζει τότε ἕνα τρεχαλητό ἀσταμάτητο, πού ἐξαντλεῖται σέ συνεχεῖς κοινωνικές ὑποχρεώσεις, διασκεδάσεις ποικίλες καί προγράμματα ὑπεραπασχολήσεων, ὥστε οἱ ἄλλοι καί τά πράγματα, οἱ ἐργασίες καί οἱ ὑπερωριακές ἀπασχολήσεις, νά γίνονται κάλυμμα τῆς μεγάλης ἐνδείας του. Καί αὐτό πού εἴμαστε ἐμεῖς εἶναι ὅλος ὁ κόσμος· περιφέρεται, στροβιλίζεται, καταταλαιπωρεῖται, ἐρωτοτροπεῖ μέ τό ἄσπρο καί τό μαῦρο, μάχεται σπαράσσεται, ἐξοντώνεται.
Ἡ δουλειά γίνεται δουλεία, ἡ ἀγωνία τοῦ εὔκολου καί πολλοῦ κέρδους νόσος ἀνίατη καί βασανιστική. Ὁ φόβος γιά τό μέλλον αἰτία πλεονεξίας, φιλαργυρίας, θησαυρισμοῦ, ἐξόδου ἀπό τό μέτρο, λησμονιά τοῦ Θεοῦ. Ἰδού πώς ὁ ἀββᾶς Μάρκος ὁμιλεῖ περί τοῦ πῶς ὁ ἄνθρωπος δέν θά γίνει δοῦλος τῆς δουλειᾶς, ἀλλά ἐλεύθερος δοῦλος τοῦ Θεοῦ: Ὅποιος ἀποβάλλει τήν ἀνήσυχη μέριμνα γιά τά πρόσκαιρα κι ἐλευθερωθεῖ ἀπό κάθε ἀνάγκη θά δώσει ὅλη τήν πίστη του στόν Θεό καί τά αἰώνια ἀγαθά. Ὁ Κύριος δέν ἀπαγόρευσε τήν ἀπαραίτητη καθημερινή φροντίδα γιά τή σάρκα μόνο μᾶς ὑπέδειξε ν’ ἀσχολούμεθα μόνο μέ τή σημερινή ἡμέρα. Τό νά περιορίσουμε τά πολλά στά ἀπολύτως ἀναγκαῖα μέ προσευχή κι ἐγκράτεια εἶναι δυνατόν, μά νά τά παραβλέψουμε εἶναι ἀδύνατον. Συνοψίζοντας τά τοῦ διακριτικοῦ καλάμου τοῦ ἀββᾶ Μάρκου, θά παρακαλούσαμε νά εἴχαμε τήν προσοχή σας πιό τεταμένη σ’ ἕνα λεπτό σημεῖο πού ἀπασχολεῖ πολλούς πιστούς. Τίς ἀπαραίτητες ὑπηρεσίες, πού μᾶς ἐπιβάλλονται, πρέπει ὁπωσδήποτε νά τίς δεχόμαστε, ν’ ἀφήνουμε ὅμως τίς ἄσκοπες ἀπασχολήσεις, γιά νά προτιμᾶμε τήν προσευχή, ὅταν μάλιστα αὐτές μᾶς παρασύρουν στήν πολυτέλεια καί τήν πλεονεξία τῶν χρημάτων. Γιατί ὅσο μπορέσει κανείς νά περιορίσει, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ αὐτές τίς ἀπασχολήσεις καί περικόψει τό ὑλικό πού τίς τροφοδοτεῖ, τόσο καί περισσότερο συμμαζεύει τό νοῦ του ἀπό ἀνήσυχες περιπλανήσεις. Ἄν πάλι κανείς ἀπό ὀλιγοπιστία ἤ ἀπό κάποια ἀσθένεια δέν μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό, τουλάχιστον ἄς γνωρίσει καλά τήν ἀλήθεια κι ἄς προσπαθεῖ, ὅσο μπορεῖ, νά μέμφεται τόν ἑαυτό του γιά τήν ἀδυναμία αὐτή καί τή νηπιακή κατάσταση στήν ὁποία ἀκόμη βρίσκεται. Γιατί εἶναι πολύ προτιμότερο νά δώσουμε λόγο στόν Θεό γιά παραλείψεις, παρά γιά πλάνη καί ὑπερηφάνεια. Τό ἐπαναλαμβάνουμε. Γιατί εἶναι πολύ προτιμότερο νά δώσουμε λόγο στόν Θεό γιά παραλείψεις, παρά γιά πλάνη καί ὑπερηφάνεια.
Παίζεται ἕνα δράμα στόν ἄνθρωπο πού μέ ἔνταση συνεχῶς ἐξέρχεται τοῦ ἑαυτοῦ του γιά νά βρεῖ τήν ἀνάπαυση καί τήν πληροφορία πού ἐντός του θά βρεῖ. Εἶναι ἀλήθεια πώς ἐπιστρέφοντας στόν ἑαυτό του πρέπει νά εἶναι ἕτοιμος νά φιλοξενηθεῖ κατ’ ἀρχάς σ’ ἕναν τόπο ξένο ὅπου ὅμως ἐκεῖ θά βρεῖ τήν ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου του καί θά τή ζήσει. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀληθινή ἀνθρώπινη μοναξιά, πού πηγή της ἔχει τή γνώση τῆς ἰδιαιτερότητός μας. Ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀποφασίζει, μετρᾶ, ἀναλαμβάνει τίς εὐθύνες του. Ἡ μυστική αὐτή ἐμπειρία τοῦ τί εἴμαστε, τί μποροῦμε νά κάνουμε, τί θέλουμε καί τί ζητᾶμε, εἶναι μιά συνταρακτική καί καίρια στιγμή τῆς ζωῆς μας. Ἐντός αὐτῆς τῆς ἡσυχίας σωζόμαστε, σώζουμε τό πρόσωπό μας, σώζουμε τήν ἀγάπη ἀπό τόν παρασυρμό καί τόν διασυρμό μιᾶς ἄθεης, ἀπρόσωπης, προσωρινῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη, ὅπως εἴπαμε, νικᾶ τή μοναξιά τοῦ ἐγώ καί φέρνει τό φῶς τοῦ ἐμεῖς.
Κουρασμένοι ἀπό τίς ματαιότητες, τίς πικρότητες, τό πηγαινέλα, τίς ἄχαρες χαρές πού γέμισε ἡ ζωή μας ἄς ἔλθουμε στήν πηγή τήν εὐλογημένη αὐτῆς τῆς μοναξιᾶς γιά νά ξεδιψάσουμε ὅσο θέλουμε. Ἄν δέ μείνουμε ἑκούσια καί ὑπεύθυνα μόνοι, θά γνωρίσουμε τά πάντα καί θ’ ἀγνοοῦμε τόν ἑαυτό μας. Σ’ ἕνα κόσμο σάν τόν κόσμο μας, πού κυβερνοῦν οἱ σοφιστές, οἱ σοφοί ἐξορίστηκαν, ἡ αἰδώς ἀπωλέσθη πού κυβερνιέται ἀπό τό ψεῦδος καί τήν ἀπάτη, μέ ἀποτέλεσμα ἡ ἱστορία μας νά παραχαράσσεται, τό Εὐαγγέλιο νά παρερμηνεύεται, τά σχολικά ἐγχειρίδια νά διαπλάθουν μαριονέτες τῶν ἰδεῶν τῶν ἑκάστοτε κρατούντων, ἡ γλῶσσα νά κατακρεουργεῖται κι ὁ σεβασμός τῆς παραδόσεως, τοῦ ἤθους καί τῆς ὀρθοστασίας ν’ ἀναζητοῦνται ματαίως μετά τοῦ ἀπολεσθέντος κάλλους τοῦ ὕφους τῶν Ἑλλήνων, πού θέλουν ἐλευθερία δίχως ἀρετή καί τόλμη. Μόνη τελικῶς καταφυγή στῶν καιρῶν μας τόν πιθηκισμό καί τή δυτικοπληξία, τόν εὐσεβισμό καί τόν ἀνώδυνο κοινωνικό νεοχριστιανισμό, στήν ἄγνοια τῆς ζωηφόρου ἱερῆς Παραδόσεως τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους τό στήσιμο τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ καθενός ὅπου μπορεῖ. Αὐτή εἶναι ἡ καλύτερη μορφή ἀντιστάσεως στήν κατρακύλα καί τόν ἀποχρωματισμό. Τό νά μένει κανείς θεληματικά μόνος σέ μιά κοινωνία πού τόν θέλει νά τή χειροκροτεῖ καί νά τόν συγχωνεύει εἶναι πράξη ἡρωϊκή. Λέγετε ἀδελφοί μου, «μή μου ἅπτου», στόν κόσμο πού τήν ἀπάτη θεωρεῖ εὐφυΐα καί τήν τιμιότητα ὀλιγόνοια.
Εἶναι πολλοί κρυμμένοι πού σᾶς ἀκολουθοῦν καί σᾶς ἐνισχύουν μέ τίς δικές τους προσευχές. Μοναχοί τῶν ὀρέων, δοσμένοι ὅλοι στόν Θεό, πού ἀγρυπνοῦν γιά σᾶς, πού σκέπτονται καί σᾶς πολύ καί σᾶς μελετοῦν καί μνημονεύουν κι ἄς μή σᾶς μιλοῦν κι ἄς μή τούς εἴδατε, σιωπηλοί καί ἔγκλειστοι, ζῶντες καί κεκοιμημένοι, μέ ὑψωμένα τά χέρια, μέ γόνατα καί δάχτυλα πού ἔβγαλαν κάλους ἀπό τίς μετάνοιες, πού τήν ὀσφύ τους ἔχουν πάντα κυρτωμένη στόν Θεό τοῦ Ἐλέους, τῆς Ἀγάπης καί τῆς Συγγνώμης.
Φτιάχνοντας ὁ ἄνθρωπος τόν ἐσωτερικό του κόσμο γίνεται ἀπρόσβλητος στίς ὀργανωμένες ἐπιθέσεις τοῦ κακοῦ, ἄφοβος σέ ὅποια φοβέρα, προσβολή καί ὕβρη κι ἄν ἀκούσει. Ἐναποθέτοντας κανείς πᾶσα τή ζωή του στά πόδια τοῦ Θεοῦ, παρακαλώντας τον γι’ αὐτή τήν ὑπεύθυνη καί σωστή ζωή πού θέλει νά ζήσει, θά φωλιάσει ἡ ζεστασιά τῆς βεβαιότητας μιᾶς γλυκύτατης παραμυθίας, ἡ καρδιά θ’ ἀποκτήσει ἀφάνταστο εὖρος, ὁ ἄνθρωπος τότε προγεύεται τήν ἀθανασία, δέν εἶναι πιά ποτέ μόνος, μά παρέα μέ τόν Χριστό καί τούς φίλους του, τούς ἁγίους. Ἡ ἐσωτερική τότε αὐτάρκεια τοῦ ἀνθρώπου φυγαδεύει ἀμέσως καί βίαια τή μοναξιά. Ὁ ἄνθρωπος ὁ πιστός δέν συνθλίβεται ἀπό ἕνα ἀπρόσωπο, ἄκοσμο κόσμο, τή βουή τῶν μηχανῶν, τό φραγγέλιο τῶν νόμων, τήν παντοδυναμία τῆς τεχνικῆς, τῶν διαστημικῶν κατακτήσεων, τῶν ἠλεκτρονικῶν ἐγκεφάλων, τῶν ἐχθρικῶν καί ἀνάπηρων κοινωνιῶν, τῶν βάρβαρων καί μαζοποιημένων πολιτειῶν. Τό χνῶτο τοῦ Θεοῦ πού ἄγγιξε τόν πιστό στίς ὧρες τίς σιγῆς του θά τόν κάνει δυνατό ν’ ἀνταπεξέρχεται τή μηδενισμένη ζωή, τήν ἀνεξάντλητη μοναξιά τοῦ κόσμου μέ τό θρυμματισμένο πρόσωπο. Ἡ ἐπιτυχία τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει ὕστερα ἀπό μιά προσωπική σχέση τῆς ὑπάρξεώς του μέ τόν Θεό. Οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς καί τά ρήγματά της ξεπερνιοῦνται τώρα εὔκολα. Τό κενό ἐξαφανίζεται καί ἡ μοναξιά δύει. Στίς θωπεῖες τῆς ἀγκάλης τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τίς ἐπιπλήξεις, ὁ ἄνθρωπος ἰσορροπεῖ καί ἡ ἀγωνία τῆς ὑπάρξεως παύει.
Εἶπαν πώς ὁ κάθε ἄνθρωπος κουβαλᾶ τή μοναξιά του. Ὁ σαλός ἔχει μιά ἐπικίνδυνη μοναξιά. Ὁ ἀσθενής μιά ἐναγώνια μοναξιά. Ὁ ἄδικος πλούσιος μιά πικρή ὅσο ἄσχημη μοναξιά. Μά ὁ πιστός ἔχει μιά μόνιμη, ἀγιάτρευτη καί κορυφαία μοναξιά: πῶς θά σωθεῖ. Συνηθίζουμε νά λέμε ἡ μοναξιά τοῦ ἀπόβραδου, τοῦ πένθους, τῆς ξενιτειᾶς. Κι ὁ καθένας τήν κάθε μιά περίπτωση τήν ἀντιμετωπίζει κατά πῶς δύναται. Μά ἐμεῖς, μπροστά στό αἰώνιο αἴνιγμα τῆς ὑπάρξεως, οἱ υἱοί τοῦ Θεοῦ, κατά χάριν καί κατά μέθεξιν, οἱ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν, τά φωτόμορφα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, πότε θά τολμήσουμε νά ριψοκινδυνεύσουμε ἕνα ἀποτίναγμα τῶν ἰδεῶν καί τῶν πολλῶν συζητήσεων καί νά σταθοῦμε ἐνώπιοι ἐνωπίῳ μέ μιά ἀπόφαση γιά μιά ριζική τῆς ζωῆς μας ἀλλαγή; Μέχρι πότε θά περιστρεφώμεθα, θά περιτριγυρίζουμε περί τό θέμα καί ποτέ δέν θά εἰσερχόμεθα ἐντός; Δέν ἔχουμε δυστυχῶς πολλά περιθώρια. Οἱ κινήσεις μας εἶναι συνεχῶς παλινδρομικές κι ἀμφιταλαντευόμενες. Μιλᾶμε περί Θεοῦ καί τόν Θεό δέν τόν γνωρίζουμε. Τόν ἐπιθυμοῦμε καί δέν τόν ἔχουμε. Προχωρᾶμε πρός αὐτόν καί τήν τελευταία στιγμή βρίσκουμε ἕνα παραπόρτι κι ὁλοταχῶς τοῦ ξεφεύγουμε. Ἀγαπᾶμε κακῶς, ὑπέρ τοῦ δέοντος τόν ἑαυτό μας. Εἴμαστε ἀξιοδάκρυτοι, ἀδικαιολόγητοι, νωχελεῖς. Δέν τόν ἀντέχουμε τόν Θεό. Τόν φοβόμαστε, τόν κοροϊδεύουμε, δηλαδή κοροϊδευόμαστε, κι εἴμαστε πλήρεις ὡραίων καί πειστικῶν προφάσεων. Φθάνουμε νά ἀγαποῦμε τό ψέμα μας, νά μή ντρεπόμαστε, οὔτε κἄν νά μή τό δικαιολογοῦμε. Ὅμως κι ὁ Θεός δέν κουράζεται διακριτικά νά μᾶς κυνηγᾶ καί νά μᾶς θυμίζει τήν παρουσία του, στούς πόνους καί τίς χαρές μας, στά λάθη καί τίς νίκες μας.
Εἶναι ἀναγκαῖο ὁ πιστός νά ξαναρχίσει τήν ὁδό τοῦ Κυρίου. Ἄς ἀφήσει τά πλήθη ν’ ἀλαλάζουν, μή τόν κανακεύουν κι ἐπηρεάζουν οἱ λόγοι τους. Ἡ ὁδός του εἶναι στενή, ἀνηφορική, μαρτυρική καί μοναχική μά σωτήρια, ὅπως σαφῶς τό δήλωσε. Πρέπει ἐπιτέλους κάποτε ὁ πιστός νά προσκολληθεῖ μέ ἀγάπη στά ἀπαραίτητα καί οὐσιαστικά γιά τήν προσωπική του ὕπαρξη, λησμονώντας ἀποφασιστικά κι ἀμετάκλητα τά δευτερεύοντα καί περιττά. Ὁ λόγος τῆς Ἀποκαλύψεως εἶναι φοβερός. Τούς χλιαρούς θά τούς ἐμέσω, λέει ὁ Θεός. Τό ρῆμα πού χρησιμοποιεῖ εἶναι λίαν δηλωτικό τῆς ἀπέχθειάς του πρός τούς δίψυχους. Ἡ συντροφιά τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι χαρά γιά τόν πρῶτο καί ἡ μεγαλύτερη ἐλευθεροποιός μακαριότητα γιά τόν δεύτερο. Ἡ γνωριμία καί συμφιλίωσή μας μέ τόν Θεό δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀποκομμένη ἀπό αὐτή τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν ἀδελφῶν μας. Αὐτά πᾶνε πάντα ἀντάμα. Ὁ φίλος τοῦ Θεοῦ εἶναι φίλος καλός τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν ἄλλων, δίχως σέ αὐτές τίς σχέσεις νά ὑπάρχει ἔπαρση, ἀπομονωτισμός, ἡ ἡδονή τῆς αὐτολατρείας, ἡ φιλοθεΐα νά γίνει φαρισαϊκή καί ἡ φιλανθρωπία καθηκοντολογία. Τό ἄνοιγμα αὐτό πρός τίς τρεῖς πλευρές γίνεται σύμμετρα, ἰσορροπημένα, μέ γνώση, ἐλευθερία κι ἀγάπη. Ἡ παθολογική ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό μας καί τούς ἄλλους εἶναι ἐμπόδιο τῶν σχέσεών μας μέ τόν Θεό, λέγει ὁ μεγαλόπνοος ἀββᾶς Ἠσαΐας, διδάσκαλος τῆς ἐρήμου τοῦ 4ου αἰώνα.
Ὁ Κικέρων ἔλεγε: Μεγάλη πολιτεία, μεγάλη μοναξιά! Τή ρήση του ἐπαναλαμβάνουν ἀγωνιωδῶς μυριάδες στόματα σήμερα. Αὐτή ἡ μοναξιά, ἡ βαριεστιμάρα, ἡ χαλαρότητα, ἡ χλιαρότητα, ἡ ὑποτονικότητα, ἡ βραδύτητα, ἡ συνεχής μελλοντολογία, δίχως νά κάνεις σήμερα τίποτε, ἡ ἀνικανοποίηση, ὁ κορεσμός, τό αἴσθημα φυγῆς, ὁ ἀντιηρωϊσμός, στήν ἀσκητική γραμματεία ὀνομάζονται ἀκηδία καί μαστίζει ἀλύπητα καί συχνά καί κάθε ἀπρόσεκτο μοναχό. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ μέγας αὐτός Βυζαντινός Θεολόγος, νά πῶς μιλᾶ γι’ αὐτή: Ὅλες τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς τίς σκλαβώνει καί μαζί κι ἀμέσως φουντώνει ὅλα σχεδόν τά πάθη, γιατί ἀπ’ ὅλα τα πάθη εἶναι τό πιό βαρύ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὁ βαθύς αὐτός γνώστης καί τῶν λεπτότερων κινήσεων τῆς ψυχῆς, σέ μοναχούς πού τοῦ ζήτησαν πληροφορίες, τή χαρακτηρίζει μέ βαρειά λόγια: Εἶναι χαλάρωση τῆς ψυχῆς, ξεστράτισμα τοῦ νοῦ, ἀμέλεια τῆς ἀσκήσεως, μίσος τοῦ μονασμοῦ, κοσμικῶν μακαρίστρια, ἀσέβεια τοῦ Θεοῦ, λησμονιά τῆς προσευχῆς. Ὁ Εὐάγριος ἀναφέρει πώς ἡ ἀνυπόφορη αὐτή ψυχική κατάσταση κάνει τό θύμα της νά μή ξέρει τί νά κάνει, νά βλέπει νά μήν περνᾶ ἡ ὥρα, πότε θά ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ, πού ἀργεῖ. Ὁ Ἀντίοχος, πού ἔζησε τόν 7ο αἰώνα, γίνεται πιό παραστατικός καί ἀκριβής: Ἡ κατάσταση αὐτή σοῦ φέρνει ἀγωνία, ἀπέχθεια γιά τόν τόπο πού μένεις, ἀλλά καί πρός τούς ἀδελφούς σου καί γιά κάθε ἐργασία καί γι’ αὐτή τήν Ἁγία Γραφή ἀηδία καί συνεχῆ χασμουρητά. Ἀκόμη σέ κάνει νά πεινᾶς καί νά στριφογυρίζεις, πότε θά ’ρθει ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ. Καί ἀφοῦ ἀποφασίσεις νά πάρεις ἕνα βιβλίο, νά διαβάσεις λίγο, τό παρατᾶς, κι ἀρχίζεις νά ξύνεσαι καί νά κυττᾶς ἀπ’ τά παράθυρα καί πάλι λίγο διαβάζεις, μετά, μετρᾶς τίς σελίδες καί βλέπεις τούς τίτλους τῶν κεφαλαίων. Τέλος παρατᾶς τό βιβλίο καί κοιμᾶσαι, καί ἀφοῦ λίγο κοιμηθεῖς πάλι σηκώνεσαι. Κι αὐτά ὅλα τά κάνεις γιά νά περνᾶ ἡ ὥρα… Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀναφέρει πώς εἶναι πολύ βαρύς καί σκληρός αὐτός ὁ πόλεμος γιά τούς μοναχούς. Καί ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέει πώς τό πάθος αὐτό μπορεῖ νά σέ πάει στόν βυθό τοῦ ἅδη.
Ὁ πατερικός Ντοστογιέφσκυ δίδοντας μιά λύση βάζει στά χείλη τοῦ στάρετς Ζωσιμᾶ νά μᾶς πεῖ πώς πρέπει νά καταστήσουμε τούς ἑαυτούς μας ὑπεύθυνους γιά τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Ἡ αἴσθηση αὐτή γιά τή σωτηρία μας μέσῳ τῶν ἄλλων μᾶς δίνει νά καταλάβουμε πώς ἡ ἀγάπη δέν ἐξαντλεῖται μόνο νά δίνει τό καλό, ἀλλά νά κάνει δικές της τίς ἀγωνίες καί τούς πόνους τῶν ἄλλων. Οἱ μοναχοί καθημερινῶς προσεύχονται ὑπέρ τῆς σωτηρίας παντός τοῦ κόσμου. Πλασμένοι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ εἴμαστε ὅλοι δικοί του, εἴμαστε ἀδέλφια, παιδιά του. Ἡ μοναξιά καταργεῖται ἐν Θεῷ. Εἴμαστε ὅλοι «ἀλλήλων μέλη» κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Ἔτσι οἱ ἁμαρτίες καί οἱ ἀρετές μας ἔχουν ἐπίδραση καί στούς ἄλλους, ἀφοῦ ὅπως εἴπαμε, εἴμαστε μέλη ἑνός σώματος. Ἡ ἀκηδία γίνεται ἀφορμή ἐντονώτερης προσευχῆς, οἱ δυσκολίες εὐκαιρία ὡριμάνσεως καί προόδου πνευματικῆς.
Μέ τήν ἐλπίδα πώς δέν γινόμαστε κουραστικοί θά ἐπαναλάβουμε πώς ἡ φυγή ἐκ τοῦ κόσμου, ἐντός ἤ ἐκτός αὐτοῦ πού τόσο ἔχει κατηγορηθεῖ ὡς λιποταξία, εἶναι πράξη γενναία καί ἀπαραίτητη, πράξη ἀντιστάσεως στόν ἰσοπεδωτισμό πού σαρώνει τά πάντα. Μέσα τήν ἁγία ἡσυχία βρίσκοντας ὁ ἄνθρωπος τήν αὐθεντικότητά του, τήν ὡραιότητα τῆς μοναδικότητας τοῦ προσώπου του ξεχωρίζει ἀπό τήν ἐκφυλισμένη μάζα. Κονταροχτυπημένος ἀπό τόν Θεό ἐπανέρχεται στά κοινά ζωηρότερος καί δυνατώτερος γιά δημιουργία καί ὁλοκάρδια προσφορά.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἁλώνιος: Ἄν δέν πεῖ στήν καρδιά του ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἐγώ μόνος καί ὁ Θεός εἴμαστε σ’ αὐτόν τόν κόσμο, δέν θά βρεῖ ποτέ ἀνάπαυση. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει πώς ἡ ἡσυχία στή μοναξιά δέν εἶναι μικρή διδασκαλία ἀρετῆς. Καί ἀλλοῦ σημειώνει ὁ χρυσορρήμων ποταμός: Ὅπου κι ἄν εἶσαι, μπορεῖς νά στήσεις τόν βωμό σου. Μόνο καθαρή προαίρεση νά δείξεις καί οὔτε ὁ τόπος σ’ ἐμποδίζει, οὔτε ὁ καιρός καί χωρίς νά γονατίσεις καί χωρίς τό στῆθος σου νά κτυπήσεις καί τά χέρια σου στόν οὐρανό νά ὑψώσεις, τή διάνοιά σου μόνο νά ἔχεις θερμή καί τότε εἶσαι ὅλος ἀπηρτισμένος. Δέν ἐνοχλεῖται ἀπό τόν τόπο ὁ Θεός, ἕνα μόνο ζητᾶ διάνοια θερμή καί ψυχή πού ἐπιθυμεῖ τή σωφροσύνη. Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος στίς πνευματικές του ὁμιλίες γίνεται πιό στοργικός: Κι ἄν πτωχεύσεις ἀπό πνευματικά ἀγαθά, λύπη καί πόνο συνεχῆ νά ἔχεις, γιατί εἶσαι ἔξω ἀπό τή βασιλεία Του καί σάν τραυματισμένος φώναζε στόν Κύριο καί ζήτα Του γιά ν’ ἀξιωθεῖς καί σύ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Παρακάτω σημειώνει: Κλαίει ὁ Θεός καί οἱ ἅγιοι ἄγγελοι τίς ψυχές πού δέν χορταίνουν μέ οὐράνια τροφή. Καί συνεχίζει μέ τ’ ἀξιοσημείωτα καί ἀξιομνημόνευτα: Ὅλα εἶναι πολύ εὔκολα σ’ αὐτούς πού θέλουν νά μεταμορφωθοῦν ψυχικά, μόνο ν’ ἀγωνίζεται κανείς νά γίνει φίλος καί εὐάρεστος στόν Θεό καί θά λάβει πεῖρα καί αἴσθηση τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν καί μακαριότητα ἀνέκφραστη καί ἀληθινά μεγάλο θεῖο πλοῦτο.
Ἄγευστος ὁ ὁμιλῶν τελείως τῶν πνευματικῶν αὐτῶν καταστάσεων θά ἔπρεπε μᾶλλον νά σιωπᾶ καί νά ἐργάζεται στή φίλη ἔρημο τό ξερίζωμα τῶν παθῶν. Ὁ ὁμιλητὴς ὅμως θέλει ν’ ἀναφέρεται σέ ἀνθρώπους πού εἶδε κι ἄκουσε, κατοίκους τῆς ἱερᾶς ἀθωνικῆς χερσονήσου, τῶν ἤρεμων πλαγιῶν τῶν πενιχρῶν καλυβῶν, τῶν ταπεινῶν κελλίων, ὅπου ζοῦν τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Μοναχοί χαρισματοῦχοι καί οὐρανότρωτοι, χριστοφόροι καί θεοφιλεῖς, λάτρεις τῆς ἡσυχίας, τῆς μονώσεως, ἐργάτες βροντεροί τῆς σιωπῆς, μόνοι μά δίχως μοναξιά, πού στή μοναξιά τους θυμοῦνται τίς μοναξιές ὅλου τοῦ κόσμου καί τίς ὧρες πού ἀκούσια ἄλλοι πάσχουν ἀπό ἀϋπνίες κι ἄλλοι ξαγρυπνοῦν ἀνούσια, ἀνέστιοι καί ἀνέραστοι, σέ τόπους ξένους, αὐτοί ἑκούσια ἀγρυπνοῦν προσευχόμενοι, ὑπέρ ὑγείας, σωτηρίας, ἐλέους καί θείας βοηθείας σύμπαντος τοῦ κόσμου.
Ὁ περιβόητος ἀσκητής τοῦ Ἄθω Χατζη-Γεωργης, στό θαυμάσιο βιβλίο ἑνός σύγχρονου ἐρημίτου, πού πρόσφατα κυκλοφόρησε, ἀναφέρεται ὡς πιστός φίλος τῆς ἡσυχίας τῶν σπηλαίων, τῆς ἐρήμου, φιλότιμος ἀγωνιστής, μεγάλος νηστευτής, ὅπου τήν ἀνάπαυση ἔβρισκε στήν ἀγρυπνία, τήν προσευχή καί τή μόνωση. Ἡ ἔρημος δέν τόν ἀγρίεψε μά τόν ὀμόρφυνε πιό πολύ. Γράφει ὁ σεβαστός βιογράφος του: Ὁ Χατζη-Γεωργης εἶχε πολλή ἀγάπη γιά ὅλους, ἄδολη. Ἦταν πάντοτε εἰρηνικός, ἀνεξίκακος καί συγχωροῦσε. Εἶχε μεγάλη καρδιά, γι’ αὐτό ὅλα καί ὅλους τούς χωροῦσε, ὅπως ἦταν. Εἶχε ἐξαϋλωθῆ κατά κάποιον τρόπο. Ζώντας τήν ἀγγελική ζωή, ἔγινε Ἄγγελος καί πέταξε στούς Οὐρανούς, διότι δέν κρατοῦσε τίποτε, οὔτε ψυχικά πάθη οὔτε ὑλικά πράγματα. Ὅλα τά πετοῦσε, γι’ αὐτό καί πέταξε ψηλά.
Ὁ Κατουνακιώτης ἡσυχαστής Γέροντας Γεράσιμος ἔκαμε 17 ἔτη –σημειώνει συνασκητής του– εἰς τήν κορυφή τοῦ Προφήτου Ἡλιοῦ παλεύων μέ δαίμονας καί κεραυνιζόμενος ἀπό τούς καιρούς, ἔμεινε ἄσειστος στύλος ὑπομονῆς. Εἶχε τά δάκρυα συνεχῆ. Γλυκαινόμενος μέ τή μελέτη τοῦ Ἰησοῦ ἐξετέλεσε τόν ἀμέριμνον καί ἡσύχιον βίον του.
Ὁ ἐπίσης Κατουνακιώτης ἡσυχαστής Καλλίνικος ἀγάπησε τόν πόνο, τόν κόπο καί τήν ἡσυχία ὑπέρμετρα. Νιβόταν μέ τόν ἱδρώτα καί τά δάκρυά του. Τά τελευταῖα 45 ἔτη τῆς ζωῆς τοῦ τά ἔζησε ἔγκλειστος προσευχόμενος ἀδιαλείπτως. Τό πρόσωπό του ἔφθανε νά λάμπει σάν τοῦ Μωυσῆ κατερχόμενου ἀπό τό Σινᾶ.
Καθώς ἐπίσης ὁ πνευματικός Ἰγνάτιος, ὅπου ἔκλεινε τά παντζούρια τοῦ κελλιοῦ του γιά νά μήν βλέπει τόν ἐρχομό τῆς ἡμέρας καί νά συνεχίζει τήν προσευχή του. Τόν κάθε ἐπισκέπτη του τόν παρακαλοῦσε λέγοντας: Ἀγάπησε τόν Θεό πού σέ ἀγάπησε. Λησμονοῦσε νά πλυθεῖ, νά χτενιστεῖ, νά φάει καί τό κομποσχοίνι δέν τό ἄφηνε. Σάν ἔχασε τό φῶς του ἔγινε πιό φωτεινός. Εὐωδίαζε ἐν ζωῇ, εὐωδίασε καί μετά τήν κοίμησή του. Ὁ ὀνομαστός Μικραγιαννανίτης παπα-Σάββας ὁ Πνευματικός τή δύναμή του ἀντλοῦσε ἀπό τίς καθημερινές ἔνδακρεις θεῖες λειτουργίες του, ὅπου μνημόνευε ἐπί τρεῖς ὧρες χιλιάδες ὀνόματα καί ἀπό τίς ὁλονύκτιες στάσεις του.
Αὐτή εἶναι ἡ κοινωνία τῆς ἐρήμου σιωπηλή, προσευχομένη, γαληνιῶσα, μακαρία. Δέν προσπαθήσαμε νά ὡραιοποιήσουμε ἰδανικές καταστάσεις ἐξαιρέσεων. Αὐτή εἶναι ἡ ζωή τῆς ἐρήμου. Βεβαίως ἐάν ἕνας μοναχός δέν ἔχει μιά ἔντονη πνευματική ζωή καί μιά συνεχῆ ἐγρήγορση θά περιπέσει σέ μύριους πειρασμούς, ἡ ἀκηδία θά τόν ὁδηγήσει στήν ἀπομόνωση καί τότε θά γίνει περίγελως ἀγγέλων καί δαιμόνων, κτηνώδης καί θηριώδης, χειρότερος τοῦ χειροτέρου κοσμικοῦ καί ἡ ἐρημία τῆς ἐρήμου ἀβάσταχτη.
Οἱ πόλεις γίνονται ὅλο καί πιό ἔρημες καί θά γίνονται κι οἱ ἔρημοι θά πολίζονται καί κανείς ἀμετανόητος δέν θά δύναται νά ἐμποδίζει τή μετάνοια τῶν θελόντων, τήν ἱκεσία τῶν πιστῶν, τή δέηση τῶν πενήτων. Οὐδείς δύναται νά ἐμποδίζει τόν κάθε ἐλεύθερο ν’ αὐτοφυλακίζεται, νά αὐτοεξορίζεται, νά ζεῖ τό μυστήριο τοῦ ζῶντος Θεοῦ, τό θαῦμα μέσα στό μαρτύριο καί τήν ταπείνωση, ἐκεῖ ὅπου πάντα ἀνθεῖ τό ὀρθόδοξο βίωμα. Ἐντός τῆς σιγῆς, τῆς σιωπῆς καί τῆς προσδοκίας, ζωντας τήν ὑπέρβαση τοῦ χριστιανισμοῦ, πού ἔγκειται, ὄχι στήν ἐξαφάνιση τοῦ κακοῦ, ἀλλά στήν τίμια παραδοχή τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν ἄλλων, βιώνοντας τήν πενία τοῦ πλούτου, τόν πλοῦτο τῆς πενίας, τήν ὑγεία τῆς ἀσθένειας, τήν εὐλογία τῆς δοκιμασίας, τή δύναμη τῆς ἀδυναμίας, τή χαρά τῆς ὑπομονῆς, τή νίκη τῆς ἧττας, τήν τιμή τῆς ἀδοξίας, τήν ἐλευθερία τοῦ ἐγκλεισμοῦ, τή μεγαλειότητα τῆς σμίκρυνσης, τήν ἀντίσταση στόν θάνατο, τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Καί τοῦτα κανείς ἄς ἀναμένει ὄχι ἀπό τήν ἐξουσία τῶν ἀρχῶν τοῦ κόσμου, ἀλλά ἀπό τήν ἐξουσία ἐπί τοῦ ἑαυτοῦ μας, καί τή δημιουργία ὑγιῶν καί φωτεινῶν μικρῶν ἑστιῶν, πού ὀνομάζονται ἐκκλησία, κελλί, ἐργαστήρι, γραφεῖο, αἴθουσα, δωμάτιο. Ἔτσι ἡ ἐρημία τῶν πόλεων θά συνεχίζει νά ὑπάρχει, ἀλλά δέν θά περνᾶ στήν καρδιά. Ἔτσι ἀλλάζει ὁ κόσμος. Ἔσωθεν καί ὄχι ἔξωθεν καί ἄνωθεν. Μή θεωρεῖται μεγάλος ὁ ἱεραπόστολος τῆς Ἀφρικῆς καί ὁ κάθε ἐφευρέτης. Μέγας εἶναι ὁ μικρός πού ὑπομένει τήν παραφροσύνη, τήν ἀδικία, τόν κατατρεγμό, τόν πόνο τοῦ πλησίον καί τόν δικό του. Μεγαλύτερος εἶναι, κατά τόν ἀββᾶ Ἰσαάκ, αὐτός πού γνώρισε καί νίκησε τά πάθη του ἀπό αὐτόν πού ἀνασταίνει νεκρούς.
Ὅλοι ὅσοι ἀναζητοῦν τή λύτρωση ἀπό τό ἄγχος, τή θλίψη, τό κενό καί τή μοναξιά καλοῦνται ἀπροφάσιστα νά κλείσουν μιά συνάντηση, ἕνα ραντεβοῦ, ἄν θέλετε, ἐπιτέλους, μέ τόν ἑαυτό τους, ἕνα ραντεβοῦ ὁπωσδήποτε μέ τόν Θεό καί τότε ἄς θυμηθοῦν καί τήν ἐλαχιστότητά μας, πού προσπάθησε νά μή σᾶς κουράσει μά νά πού δυστυχῶς, φαίνεται, δέν τά κατάφερε. Ἀδαής πολύ ὑπάρχων μετέβαλε ὁ ὁμιλητής τό βῆμα σέ ἄμβωνα καί μάλιστα ἐνώπιον φωτισμένων καί διακεκριμένων προσώπων.