Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

Περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ: “Ἕνας ἡσυχαστὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὴν καρδιὰ τῆς πόλης …”

Περιοδικό Σύναξη, τεύχος 117ΟΙ ΔΥΟ ΑΓΑΠΕΣ

Ὅπως προανέφερα, βασικὴ πεποίθηση τοῦ γέροντα Πορφυρίου ἦταν ὅτι τὸ σκοτάδι τὸ διώχνει τὸ ἄναμμα τοῦ φωτός. Ὅτι, μὲ ἄλλα λόγια, ἡ οὐσία τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ πραγμάτωση τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ θεμελιώδες στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἐνῶ ὅλα τὰ ἄλλα στοιχεῖα της (ὅσο, ἐνδεχομένως, θαυμαστὰ καὶ ἔκτακτα κι ἂν εἶναι) νοηματοδοτοῦνται ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ ἀποκτοῦν ἀξία μόνο ἂν νοηματοδοτοῦνται ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Κατὰ τὴν ταπεινή μου αἴσθηση, εἶναι ὀφθαλμοφανὲς ὅτι ἡ ἀγάπη ὑπῆρξε ἡ ραχοκοκκαλιὰ τῆς ζωῆς καὶ τῆς θεολογίας τοῦ γέροντα Πορφυρίου, καὶ ὡς ἐκ τούτου εἶναι (ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ) ἐντυπωσιακὸ νὰ συναντᾶ κανεὶς ἀφηγήσεις ἀνθρώπων ποὺ τὸν ἔζησαν ἀπὸ κοντά, τὶς ὁποῖες σαρώνει ἡ ἔκπληξη προοράσεων, διοράσεων, θαυματουργιῶν, ὄχι ὅμως τὸ πρωτεῖο τῆς ἀγάπης! Ἢ, παρόμοια, ἀφηγήσεις οἱ ὁποῖες μνημονεύουν μὲν τὴν ἀγάπη του, ἀλλὰ τὴν ἀπαριθμοῦν ὡς μία, ἁπλῶς, ἀπὸ τὶς ἀρετές του, μὲ ἀποκορύφωμά τους τὸ προορατικὸ χάρισμα!
Ἕνα χαριτωμένο περιστατικό, ποὺ ἔχει διηγηθεῖ ἡ γερόντισσα Εὐφημία ἀπὸ τὴν Κέρκυρα, δείχνει αὐτὸ τὸν κυριαρχικὸ προσανατολισμὸ τοῦ Πορφυρίου στὴν ἀγάπη. Ὁ γέροντας ἔτρεφε πελώριο σεβασμὸ γιὰ τὴ λειτουργικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἁγιαστική της δύναμη. Ὡστόσο, μὲ ἕναν περίπου παιδικὸ τρόπο, κάποια στιγμὴ ἐξέφρασε τὴ διαφωνία του πρὸς τὸν ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης, διότι στὸ κορυφαῖο ὑμνολογικὸ ἔργο του, τὸν Μεγάλο Κανόνα, δεσπόζει μιὰ ὀπτικὴ θρηνητική, στραμμένη στὴν κόλαση καὶ τὸν θάνατο, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Πορφύριος προτιμοῦσε νὰ κοιτάζει πρὸς τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἡ συνομιλήτριά του τοῦ ἀνέφερε ὡς ἀντίθετο δεῖγμα γραφῆς τὸν Κανόνα ποὺ συνέθεσε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας γιὰ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο, τότε ὁ γέροντας Πορφύριος εἶπε τὸ καταπληκτικό: «Ὤ, αὐτὸς δὲν εἶναι κανόνας, εἶναι φωτιά. Σ’ αὐτὸν τὸν Κανόνα πάει ὁ ὑμνογράφος, χάθηκε! Τὸν κατάπιε, τὸν παρέσυρε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος» (Γερόντισσα Εὐφημία, «Ἡ πνευματικὴ μέριμνα τοῦ Γέροντος Πορφυρίου γιὰ τὰ γυναικεῖα μοναστήρια», Ὁρόσημο ἁγιότητος, σ. 328). Ὑπενθυμίζω ὅτι τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου εἶναι τὰ φοβερὰ λόγια «ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται [...] Ἄρτον Θεοῦ θέλω, ὅ ἐστιν σὰρξ Ἰησοῦ Χριστοῦ [...], καὶ πόμα θέλω τὸ αἷμα αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἀγάπη ἄφθαρτος».
Γιὰ τὸν γέροντα Πορφύριο ἡ ἀγάπη εἶναι ἀδιάζευκτα ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο:
«Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ δὲν ἔχει ὅρια, τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον». «Ἡ ἀγάπη στὸν Χριστὸ εἶναι κι ἀγάπη στὸν πλησίον, σ’ ὅλους, καὶ στοὺς ἐχθρούς [...]. Μέσω τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν ἀδελφὸ θὰ κατορθώσομε ν’ ἀγαπήσομε τὸν Θεόν. Ἐνῶ τὸ ἐπιθυμοῦμε, ἐνῶ τὸ θέλομε, ἐνῶ εἴμαστε ἄξιοι, ἡ θεία χάρις ἔρχεται μέσω τοῦ ἀδελφοῦ. Ὅταν ἀγαπᾶμε τὸν ἀδελφό, ἀγαπᾶμε τὴν Ἐκκλησία, ἄρα τὸν Χριστό. Μέσα στὴν Ἐκκλησία εἴμαστε κι ἐμεῖς. Ἄρα ὅταν ἀγαπᾶμε τὴν Ἐκκλησία, ἀγαπᾶμε καὶ τὸν ἑαυτό μας». «Ἕνα εἶναι τὸ ζητοῦμενο στὴ ζωή μας, ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία στὸν Χριστὸ καὶ ἡ ἀγάπη στοὺς συνανθρώπους μας [...]. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει στὸν Θεό, ἂν δὲν περάσει ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους. Γιατὶ «ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ὃν ἑώρακε, τὸν Θεόν, ὃν οὐχ ἑώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;».
Στὸν Πορφύριο ὁ ἀδελφὸς εἶναι ὅρος τῆς σωτηρίας. Κάθε ἐκκλησιαστικὸ μυστήριο στοιχειώνει ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ ἀδελφοῦ, ἀλλιῶς ἐκφυλίζεται σὲ μηχανιστικὴ τελετή. Πνίγεται, θὰ λέγαμε, στὸν ριτουαλισμό.
«Ὁ παραμικρὸς γογγυσμὸς κατὰ τοῦ πλησίον ἐπηρεάζει τὴν ψυχή σας καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ προσευχηθεῖτε. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὅταν βρίσκει ἔτσι τὴν ψυχή, δὲν τολμάει νὰ πλησιάσει». «Οἱ προσευχές μας δὲν εἰσακούονται, διότι δὲν εἴμαστε ἄξιοι. Πρέπει νὰ γίνεις ἄξιος, γιὰ νὰ προσευχηθεῖς».
Τί θὰ περίμενε, ἄραγε, κανεὶς ὡς συνέχεια τῆς τελευταίας φράσης; Νὰ ὁρίσει, ἴσως, τὴν ἀξιοσύνη βάσει μιᾶς διαδικασίας προσωπικῆς κάθαρσης, φωτισμοῦ κ.ο.κ.; Ὁ Πορφύριος ὅμως συνέχισε ὡς ἑξῆς:
«Δὲν εἴμαστε ἄξιοι, διότι δὲν ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας ὡς ἑαυτόν. Τὸ λέει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ…».
Αὐτὴ τὴν εὐαγγελικὴ παράδοση ἀπηχεῖ καὶ μιὰ μαρτυρία ὅτι ὁ Πορφύριος διέγνωσε ἀδυναμία κάποιου πιστοῦ νὰ κοινωνήσει ἐπειδὴ εἶχε διαπράξει ἀδικία κατὰ ἑνὸς ἐργαζομένου, καὶ γιὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ ἐπανορθώσει. Ἔχει, στὸ προκείμενο, ἐξαιρετικὴ σημασία το γεγονὸς ὅτι ὁ Πορφύριος θεωροῦσε τὴ νοερὴ προσευχή (τὴν «εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ») πολὺ περιεκτικὴ καὶ σημαντική, ὡστόσο τὴ θεμελίωνε στὴν ἄμεση, φλογερὴ καὶ ἀνεπιτήδευτη ἀγάπη τοῦ προσευχομένου πρὸς τὸν Χριστό, καὶ διαφωνοῦσε πρὸς τὴν ἐκμάθηση τεχνικῶν (κάθισμα σὲ χαμηλὸ σκαμνί, ἔλεγχος τῶν ἀναπνοῶν κ.λπ.), οἱ ὁποῖες μετατρέπουν τὴ ζωντανή, προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό, σὲ διαδικασία.
Τὴν προτεραιότητα τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀδελφοῦ ἀνακεφαλαιώνει μιὰ ἁλυσία ἀφηγήσεων: ὁ Πορφύριος ἀνα-αφηγήθηκε κάποτε τὴν ἀφήγηση τοῦ «Εὐεργετινοῦ», ἡ ὁποία εἶχε ἀνα-αφηγηθεῖ τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη ταιριάζοντάς την σὲ μοναστικὰ περιβάλλοντα. Ἡ ἀφήγηση μιλᾶ γιὰ δύο νεαροὺς μοναχοὺς ποὺ ἔχασαν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἄφησαν ἀβοήθητο ἕναν πληγωμένο, προκειμένου νὰ μὴν παρεκκλίνουν ἀπὸ τὰ λειτουργικὰ καθήκοντα ποὺ τοὺς εἶχε ἀναθέσει ὁ γέροντάς τους.
Ἂν προσέξουμε τὶς διδαχὲς τοῦ Πορφυρίου, θὰ δοῦμε, νομίζω, ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι καρπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅμως, κατὰ ἕναν περίεργο τρόπο, εἶναι καὶ προϋπόθεσή της. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶναι δώρημα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀκατόρθωτη χωρὶς τὴ Χάρη. Κι ὅμως, ἡ πρωτοβουλία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐκδηλώνεται ἂν δὲν ὑπάρξει «κάτι» ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ τὸ «κάτι» ὁ Πορφύριος τὸ προσδιορίζει ποιητικά, μὲ ἐπάλληλες ἐκφράσεις. Εἶναι ἡ ταπείνωση, τὸ ἄνοιγμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ αἴτημά του γιὰ ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει ἕνας ὑπαρξιακὸς ἀποφατισμὸς σ’ αὐτὴ τὴν προσέγγιση. Λόγου χάριν, ἡ ταπείνωση ἀλλοῦ δηλώνεται ὡς προϋπόθεση, ἀλλοῦ, ὅμως, μνημονεύεται ὡς δώρημα. Εἶναι κάτι παρόμοιο μ’ αὐτὸ ποὺ συμβαίνει στὴν προσευχή: «Ἡ προσευχή», ἔλεγε ὁ Πορφύριος, «γίνεται μόνο μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτὸ διδάσκει τὴν ψυχὴ πῶς νὰ προσεύχεται [...]. Πρὶν ἀπ’ τὴν προσευχὴ ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ προετοιμάζεται μὲ προσευχή. Προσευχὴ γιὰ τὴν προσευχή». Ὁ ἄνθρωπος, κοντολογίς, δὲν δύναται μὲν νὰ πετύχει ἀπὸ μόνος του τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, αὐτὸ ὅμως ποὺ δύναται εἶναι νὰ προσανατολίσει ἀποφασιστικὰ τὸν ἑαυτό του πρὸς αὐτήν. Αὐτὸ ποὺ ζητεῖται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο εἶναι τὸ νὰ θελήσει νὰ ἀγαπήσει, νὰ παραδεχτεῖ ὅτι μόνος δὲν ἀρκεῖ. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἕδρα τῆς ἀγάπης. Καὶ γι’ αὐτό, ὁ ἄνθρωπος παραμένει μὲν ἀτελὴς καὶ ἄστοχος, ὅμως ἔχει καίρια σημασία ὁ αὐτο-προσανατολισμός του: σὲ ποιὰ προοπτική, δηλαδή, ἀνοίγει τὸν ἑαυτό του καὶ ποιὸν καλωσορίζει στὴ ζωή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου