Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

Το Άγιον Όρος και η Εκκλησία στη Γαλλία (από το 1978)




Ο π. Πλακίδας Deseille, διακεκριμένος Γάλλος ρωμαιοκαθολικός κληρικός, μετά από μια πολυχρόνια και επίπονη πνευματική αναζήτηση, το 1977 εισήλθε στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Έκτοτε αγωνίζεται να καταθέτει την Ορθόδοξη μαρτυρία και να μεταφυτεύσει τη μοναχική παράδοση του Αγίου Όρους στο γαλλικό έδαφος.

Μετά από λίγο καιρό φύγαμε για το Άγιο Όρος. Η γνώση μας για την ορθόδοξη Εκκλησία και το μοναχισμό της ήταν ακόμη εξωτερική και ανεπαρκής. Η δυνατότητα να λάβουμε σ' ένα μοναστήρι μια σοβαρή μύηση σ' αυτό το είδος ζωής αποτελούσε μια ανεκτίμητη χάρη. Η μονή Σίμωνος Πέτρας ήταν πολύ γνωστή, τόσο για την πνευματική προσωπικότητα του ηγουμένου της, όσο και για τη ζωντάνια και το πνευματικό σφρίγος της αδελφότητας της. Πολλές φορές καθολικοί μοναχοί είχαν γίνει εκεί δεκτοί πολύ αδελφικά, και τα προβλήματα και οι πραγματικότητες της Δύσεως ήταν πολύ καλά γνωστά και κατανοητά.
Η πρώτη παραμονή μας στον Άθωνα πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1971. Στη Δύση τότε μιλούσαν για παρακμή και κατάπτωση του Αγίου Όρους και πολλοί δεν παρέλειπαν να προλέγουν την πλήρη εξαφάνιση του αθωνικού μοναχισμού στο πολύ προσεχές μέλλον.
Αυτό το πρώτο ταξίδι μάς είχε ήδη επιτρέψει να καταλάβουμε ότι οι κατηγορίες της «παρακμής» ή, αντίστροφα, της «ανανεώσεως» είναι αρκετά αταίριαστες, όταν μιλούμε για τον ορθόδοξο μοναχισμό. Φέρνουν στο νου μας κυρίως την εξωτερική, κοινωνιολογική και στατιστική όψη των πραγμάτων. Η ουσία, ωστόσο, βρίσκεται στην εσωτερική ζωή, η οποία ξεφεύγει από εξετάσεις αυτής της τάξεως. Υπήρξε, πράγματι, μια τεράστια πτώση στους αριθμούς. Οφειλόταν, σε ό,τι άφορα τους Σλαύους, στις συνέπειες της εγκαταστάσεως του σοβιετικού καθεστώτος στη Ρωσία και, σε ό,τι άφορα τους Έλληνες, στην αναγκαστική έξοδο του 1922, που κατέστρεψε τον ακμαίο ελληνικό Χριστιανισμό της Μικράς Ασίας, και αργότερα στο Β παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο πόλεμο. Ωστόσο, η ελάττωση αυτή του αριθμού των μοναχών το 1971 ανακοβόταν και εμφανιζόταν η άνοδος. Στη συνέχεια, η άνοδος αυτή θα επιταχυνόταν μ' έναν ανέλπιστο ρυθμό. Χάρη στην άφιξη πολυαρίθμων δοκίμων και νέων μοναχών, τα μοναστήρια που δεν αριθμούσαν πια παρά μερικούς γέροντες θα ξανάπαιρναν ζωή το ένα μετά το άλλο.
Πρέπει να διευκρινίσουμε πως αυτοί οι νέοι μοναχοί, τους οποίους συναντούμε παντού σήμερα στον Άθωνα, δεν ισχυρίζονται καθόλου ότι ανανεώνουν ή αλλάζουν σ' ο,τιδήποτε τη μοναχική ζωή. Αντίθετα, ο στόχος τους είναι μάλλον να επαναλάβουν τις πιο παραδοσιακές και τις πιο αυστηρές μορφές ζωής, εγκαταλείποντας τους μετριασμούς του ιδιόρρυθμου βίου. Θέλουν να είναι μαθητές και επωφελούνται από την πείρα πνευματικών Πατέρων πολύ μεγάλης αξίας, που ποτέ δεν έλειψαν στο Άγιο Όρος.
Γνωρίζουμε στη Γαλλία, χάρη στο βιβλίο του π. Σωφρονίου, το γέροντα Σιλουανό, ο οποίος έζησε στο Όρος από το 1892 ως το 1938. Την ίδια εποχή, όμως, υπήρχε στο Όρος ένας αξιόλογος αριθμός μοναχών που δεν ήταν καθόλου κατώτερος απ' αυτόν σε ό,τι άφορα τη δύναμη της πνευματικής τους ζωής. Πολλά μοναστήρια διευθύνονται τώρα από πνευματικούς Πατέρες που οι ίδιοι καθοδηγήθηκαν από έναν ησυχαστή, τον γέροντα Ιωσήφ, που πέθανε το 1959 και του οποίου θαυμάσιες πνευματικές επιστολές δημοσιεύτηκαν στην Ελλάδα.
Εγκαλούμε συχνά τους μοναχούς του Αγίου Όρους για την αντίθεσή τους στον οικουμενισμό και τους κατηγορούμε ευχαρίστως πως θυσιάζουν την αγάπη χάρη της αλήθειας. Από το πρώτο ταξίδι μας - ενώ ακόμη ήμασταν ρωμαιοκαθολικοί, και η σκέψη να γίνουμε ορθόδοξοι μας ήταν εντελώς ξένη -, υπήρξε για μας πολύ εύκολο να εκτιμήσουμε πόσο ξέρουν οι μοναχοί του Όρους να συνδυάζουν μια αγάπη πολύ λεπτή και πολύ περιποιητική προς τα πρόσωπα, όποιες κι αν είναι οι πεποιθήσεις τους κι οπουδήποτε κι αν ομολογιακά ανήκουν, με την ανυποχώρητη στάση σε δογματικά ζητήματα. Εξάλλου, γι' αυτούς ο πλήρης σεβασμός της αλήθειας είναι ένα από τα πρώτα καθήκοντα, που τους επιβάλλει η αγάπη προς τον άλλο.
Δεν έχουν καμιά ιδιαίτερη δογματική τοποθέτηση και ομολογούν απλώς την πίστη της ορθόδοξης Εκκλησίας: «Η Εκκλησία είναι μία. Αυτή η μία και αληθινή Εκκλησία, η οποία διαφυλάσσει τη συνέχεια της Εκκλησιαστικής ζωής, δηλαδή την ενότητα της Παραδόσεως, είναι η Ορθοδοξία. Το να δεχτούμε ότι αυτή η μία και αληθινή Εκκλησία, υπό μορφή καθαρή, δεν υπάρχει στη γη και ότι περιέχεται μερικά στους διαφόρους «κλάδους», αυτό θα σήμαινε (...) πως δεν πιστεύουμε στην Εκκλησία και στον Αρχηγό της»22.
Απλώς, οι Αθωνίτες επιθυμούν αυτή η πεποίθηση να εμφανίζεται στην πράξη. Δεν μπορούν να επιδοκιμάσουν ενέργειες ή λόγους που θα φαίνονταν πως περικλείουν μια πρακτική αναγνώριση της θεωρίας των «κλάδων». Η ενότητα των χριστιανών, την οποία θεωρούν σημαντική, όσο κι οποιοσδήποτε, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά με την προσχώρηση των μη ορθοδόξων στην ολοκληρία και το πλήρωμα της αποστολικής πίστεως. Αυτή δεν θα μπορούσε να είναι ο καρπός συμβιβασμών και προσπαθειών που γεννιούνται από έμπνευση ανθρώπινη και φυσική για την ενότητα μεταξύ των ανθρώπων, και η οποία δεν θα απέδιδε μεγάλη σημασία στην παρακαταθήκη που είναι εμπιστευμένη στην Εκκλησία. Σε ζητήματα οικουμενισμού, όπως και πνευματικής ζωής, η στάση του Αγίου Όρους υπαγορεύεται από αυστηρότητα και διάκριση. Πρέπει να γνωρίζουμε να ελέγχουμε τόσο τις παρορμήσεις του συναισθήματος όσο και τα επιχειρήματα του πνεύματος, και κυρίως να αρνούμαστε ν' «αρέσουμε στους ανθρώπους», αν θέλουμε ν' αρέσουμε στο Θεό και να εισέλθουμε στη Βασιλεία του.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων συζητήσεων που είχαμε με τον π. Αιμιλιανό, ηγούμενο της Σιμωνόπετρας, για το θέμα της εισόδου μας στην Ορθοδοξία, δεν μας έκρυψε ότι κατά την άποψη του ο κανονικός και ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος εισόδου στην ορθόδοξη Εκκλησία ήταν το βάπτισμα. Δεν είχα πότε σκεφτεί αυτό το στοιχείο της ορθόδοξης εκκλησιολογίας και προς στιγμή δοκίμασα μεγάλη έκπληξη. Μελετούσα μ' επιμέλεια το πρόβλημα με βάση τις κανονικές και πατερικές πηγές. Πολλά άρθρα γραμμένα από θεολόγους ή κανονολόγους καθολικούς ή ορθοδόξους μου φάνηκαν πολύ διαφωτιστικά23.
Μετά από ώριμη εξέταση του προβλήματος και με την ολόθυμη συγκατάθεση του ηγουμένου μας, αποφασίστηκε, όταν ήρθε η στιγμή, η είσοδος μας στην ορθόδοξη Εκκλησία να γίνει με βάπτισμα. Το γεγονός στη συνέχεια προκάλεσε έκπληξη και σε μερικές περιπτώσεις αγανάκτηση σε καθολικούς ή ορθοδόξους κύκλους που αγνοούσαν τη θεολογική και κανονική παράδοση της ελληνικής Εκκλησίας. Επειδή διαδόθηκαν γι' αυτό το θέμα πολλές ανακριβείς πληροφορίες, μου φαίνεται πως είναι ανάγκη να δώσω εδώ μερικά ιστορικά και δογματικά στοιχεία, τα όποια θα βοηθήσουν για να ερμηνεύσουμε σωστά τα γεγονότα.
Από τον Γ αιώνα για την εισδοχή των ετερόδοξων στην Εκκλησία υπήρχαν δυο τρόποι σε χρήση: η εισδοχή με την επίθεση των χειρών (ή με το χρίσμα) και η επανάληψη της ακολουθίας του βαπτίσματος που κάποιος είχε λάβει όταν ακόμη ήταν ετερόδοξος. Η Ρώμη δεχόταν μόνο την επίθεση των χειρών και καταδίκαζε αυστηρά την επανάληψη του βαπτίσματος των αιρετικών. Οι Εκκλησίες της Αφρικής και της Ασίας, αντίθετα, υποστήριζαν τη δεύτερη πρακτική, της όποιας οι πιο θερμοί υποστηρικτές ήταν ο Άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος και ο Άγιος Φιρμιλιανός Καισαρείας. Επέμεναν στο σύνδεσμο που υπάρχει ανάμεσα στα μυστήρια και την Εκκλησία. Γι' αυτούς ένας λειτουργός που απομακρυνόταν από την ομολογία πίστεως της Εκκλησίας, απομακρυνόταν ταυτόχρονα από την ίδια την Εκκλησία και δεν μπορούσε πλέον να τελεί έγκυρα μυστήρια.
Από τον Δ αιώνα η ρωμαϊκή διδασκαλία για το κύρος των μυστηρίων των ετεροδόξων, που υποστηρίχτηκε από την αυθεντία του Αγίου Αυγουστίνου, εξαιρετική σ' ολόκληρη τη Δύση, επιβλήθηκε στο σύνολο της λατινικής Εκκλησίας, το λιγότερο σε ό,τι αφορά το βάπτισμα, επειδή το πρόβλημα του κύρους των χειροτονιών των ετεροδόξων δεν έγινε γενικά δεκτό στη Δύση παρά τον ΙΓ αιώνα.
Αντίθετα, στην Ανατολή, χάρη κυρίως στην επίδραση του Μεγάλου Βασιλείου, η εκκλησιολογία και η θεολογία των μυστηρίων του Αγίου Κυπριανού δεν έπαυσαν ποτέ να θεωρούνται σαν πιο σύμφωνες με την παράδοση και το πνεύμα της Εκκλησίας παρά η διδασκαλία του Αγίου Αυγουστίνου. Η εισδοχή των ετεροδόξων με βάπτισμα έμενε ο ιδεώδης κανών (ακρίβεια). Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την πρακτική των Εκκλησιών, όπου αναγνωριζόταν το βάπτισμα των ετεροδόξων, οι οποίοι δεν αρνιούνταν τα ίδια τα θεμέλια της πίστεως (την τριαδική διδασκαλία), αποδέχονταν, όταν το ζητούσαν λόγοι οικονομίας (δηλαδή συγκαταβάσεως προς την ανθρώπινη αδυναμία), να τους κάνουν δεκτούς με την επίθεση των χειρών ή με το χρίσμα.
Το βασικό κανονικό έρεισμα της μη αναγνωρίσεως με το πνεύμα της ακριβείας των μυστηρίων των ετεροδόξων είναι ο 46ος αποστολικός κανόνας που τονίζει: «Επίσκοπον ή πρεσβύτερον, αιρετικών δεξαμένους βάπτισμα ή θυσίαν, καθαιρείσθαι προστάττομεν». Οι αποστολικοί αυτοί κανόνες, που επικυρώθηκαν από την ΣΤ οικουμενική Σύνοδο (εν Τρούλλω), συνιστούν τη βάση του ορθοδόξου κανονικού δικαίου. Η άσκηση της οικονομίας σε μερικές περιπτώσεις επιτρέπεται από τον 1ο κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου.
Σε μια μεταγενέστερη εποχή (ΙΖ αιώνας) η ρωσική ορθόδοξη Εκκλησία υπέστη μια πολύ ισχυρή λατινική επίδραση και συντάχτηκε μερικά με την αυγουστίνεια θέση. Αποφάσισε, λοιπόν, να δέχεται τους καθολικούς στην Ορθοδοξία μόνο με την εξομολόγηση και με ομολογία πίστεως. Από την άποψη της παραδοσιακής ορθόδοξης θεολογίας, αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό παρά μόνο σαν μια πολύ ευρεία προσφυγή στην αρχή της οικονομίας.
Έτσι εξηγούνται και οι φαινομενικές αντιφάσεις, που μπορούμε να επισημάνουμε στα κείμενα των κανόνων των Συνόδων και των Πατέρων, καθώς επίσης και στην πράξη των ορθοδόξων Εκκλησιών δια μέσου των αιώνων. Σε ό,τι άφορα τη σημερινή πράξη, η εισδοχή των καθολικών με βάπτισμα επιτάσσεται πολύ σαφώς από το Πηδάλιον, που αποτελεί επίσημη κανονική συλλογή αδιαμφισβήτητου κύρους των ελληνοφώνων Εκκλησιών, όπου το κείμενο των κανόνων συνοδεύεται από σχόλια του Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου. Για τις χώρες που εξαρτώνται από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως η εγκύκλιος που καθόριζε την επανάληψη του βαπτίσματος των καθολικών ουδέποτε καταργήθηκε. Σε ό,τι αφορά την Εκκλησία της Ελλάδος «εκείνοι που θέλουν να ασπαστούν την Ορθοδοξία πρέπει να καλούνται να αναβαπτιστούν και μόνο εκεί όπου αυτό δεν είναι εφικτό, μπορεί να γίνονται δεκτοί με το χρίσμα του Αγίου Μύρου»24.
Ο Άθωνας είναι ένας τόπος όπου ζουν μόνο μοναχοί, οι οποίοι οφείλουν, λόγω της ιδιότητας τους, να προσπαθούν να πραγματοποιήσουν, όσο γίνεται καλύτερα, όλες τις απαιτήσεις της χριστιανικής ζωής και της παραδόσεως της Εκκλησίας. Δεν ασκούν καμιά ποιμαντική δραστηριότητα και δεν επιδιώκουν να ασκήσουν οποιοδήποτε προσηλυτισμό, δηλαδή να προσελκύσουν στην Ορθοδοξία οπαδούς με εύκολους τρόπους. Είναι, λοιπόν, φυσικό γι' αυτούς να μη θέλουν τίποτε άλλο περισσότερο από την ακρίβεια, χωρίς, ωστόσο, να κατακρίνουν εκείνους οι οποίοι, ευρισκόμενοι σε διαφορετικές συνθήκες, προσφεύγουν στην οικονομία.
Η κλήση του Αγίου Όρους είναι η ακρίβεια σε όλους τους τομείς. Είναι φυσικό οι μη ορθόδοξοι, που θέλουν να μονάσουν εκεί, να γίνονται δεκτοί με βάπτισμα. Ωστόσο, οι μοναχοί του Όρους δεν είναι άνθρωποι που θέλουν να καταδικάζουν πάντοτε τους άλλους, κάνοντας έτσι να υπερισχύει η αυστηρότητα πάνω στην αγάπη, και δεν μένουν στενά προσκολλημένοι στο «γράμμα». Το πρόβλημα τοποθετείται σ' ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο.
Γράφτηκε, ότι με το να μας «επιβάλουν» ένα καινούριο βάπτισμα, οι μοναχοί του Αγίου Όρους μας εξανάγκασαν να αρνηθούμε και να αποδοκιμάσουμε ολόκληρο το παρελθόν μας ως καθολικών μοναχών. Ακόμη γράφτηκε και το αντίθετο: ότι εμείς ζητήσαμε το βάπτισμα, σε αντίθεση με την επιθυμία του ηγουμένου μας, για να αρέσουμε στην πιο αυστηρή μερίδα των μοναχών του Αγίου Όρους25.
Αυτές οι απόψεις δεν ανταποκρίνονται καθόλου προς την πραγματικότητα. Στην ουσία οι μοναχοί του Άθω δεν μας επέβαλαν τίποτε. Δεν μας υποχρέωσαν να γίνουμε μοναχοί του Άθω και μας άφηναν απόλυτα ελεύθερους να γίνουμε δεκτοί στην Ορθοδοξία αλλού και μ' έναν άλλο τρόπο. Πολύ περισσότερο δεν επιδιώξαμε ν' αρέσουμε σ' οποιονδήποτε. Όμως, επειδή είχαμε επιλέξει, όπως ειπώθηκε παραπάνω, να γίνουμε μοναχοί του Αγίου Όρους, δεν μπορούσαμε παρά να συμμεριστούμε τις απόψεις των ανθρώπων, τους οποίους αναγνωρίζαμε για Πατέρες και αδελφούς μας και των οποίων η σκέψη μας ήταν απόλυτα γνωστή. Ζητήσαμε ελεύθερα να γίνουμε δεκτοί με βάπτισμα σε πλήρη σύμπνοια με τον ηγούμενό μας, επειδή αυτή η διαδικασία μας φαινόταν φυσική και αναγκαία για το Άγιο Όρος, θεολογικά ορθή και κανονικά ακριβής. Αυτό δεν είχε το νόημα ότι «αρνούμαστε» το καθολικό βάπτισμα μας, που είχαμε λάβει στο όνομα της Τριάδος, αλλά ότι ομολογούμε πως όλα αυτά τα όποια σήμαινε, εύρισκαν το πλήρωμα τους με την είσοδο μας στην ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτό δεν σήμαινε ότι αρνούμαστε την πραγματική συμφωνία που υπάρχει ανάμεσα στην ορθόδοξη και την καθολική Εκκλησία σε ένα μεγάλο μέρος της διδασκαλίας και της τελετουργικής πράξεως σχετικά με τα μυστήρια, αλλά ότι αναγνωρίζουμε πως αυτή η συμφωνία στην πίστη δεν είναι τέλεια και πως γι' αυτό το λόγο, σύμφωνα με την πραγματικά ορθόδοξη θεολογία, τα καθολικά μυστήρια δεν είναι δυνατόν να αναγνωρίζονται χωρίς επιφυλάξεις και όρους από την ορθόδοξη Εκκλησία.
Με ρώτησαν, πως κρίνουμε αναδρομικά τα μυστήρια που εμείς οι ίδιοι είχαμε τελέσει, όταν ήμασταν ιερείς της ρωμαϊκής Εκκλησίας. Θα πω απλώς ότι η ορθόδοξη Εκκλησία μιλά, προκειμένου περί μυστηρίων, πιο συχνά για «αυθεντικότητα» και για «νομιμότητα», παρά για «εγκυρότητα». Μόνο τα μυστήρια που μεταδίδονται και λαμβάνονται σε κοινωνία με την ορθόδοξη Εκκλησία είναι «αυθεντικά» και «νόμιμα» και, σύμφωνα με τη φυσιολογική τάξη των πραγμάτων, η εγκυρότητα, η αποτελεσματική μετάδοση της χάριτος, εξαρτάται από αυτή τη νομιμότητα. Ωστόσο, το Άγιο Πνεύμα είναι ελεύθερο ως προς τα δώρα του και μπορεί να τα μεταδώσει χωρίς να ακολουθεί τους κανονικούς δρόμους σωτηρίας, εκεί όπου βρίσκει καλοπροαίρετες καρδιές. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έλεγε ότι «ώσπερ γαρ πολλοί των ημετέρων ου μεθ' ημών εισίν, ους ο βίος αλλότριοι του κοινού σώματος, ούτω πολλοί των έξωθεν προ ημών, όσοι τω τρόπω την πίστιν φθάνουσι και δέονται του ονόματος, το έργον έχοντες». Και ανέφερε την περίπτωση του πατέρα του, πριν από τη μεταστροφή του, «πτόρθος αλλότριος, τω βίω προς ημάς επικλίνων»26. Δεν μπορούμε, λοιπόν, παρά να αφήσουμε αυτό το ζήτημα με πλήρη εμπιστοσύνη στο έλεος του Θεού.
Γίναμε δεκτοί στην ορθόδοξη Εκκλησία στις 19 Ιουνίου 1977. Λίγους μήνες αργότερα - στις 26 Φεβρουαρίου 1978 - γινόμασταν μοναχοί της Σιμωνόπετρας. Παράλληλα είχαμε πει στον ηγούμενό μας ότι ήμασταν διατεθειμένοι να μείνουμε στο Άγιο Όρος ή να γυρίσουμε στη Γαλλία, έχοντας εμπιστοσύνη στην απόφασή του.
Έκρινε προτιμότερο να εγκατασταθούμε στη Γαλλία. Έτσι δημιουργήθηκαν δυο μετόχια της μονής Σίμωνος Πέτρας, το ένα στο Martel πάνω στο αργιλώδες οροπέδιο του Quercy και το άλλο στο Dauphine μέσα στη βαθιά κοιλάδα του Vercors.
Λόγω του μετοχιακού καθεστώτος τους, τα δυο αυτά μοναστήρια εξαρτώνται απευθείας από τη μονή Σίμωνος Πέτρας, η όποια, όπως όλα τα αγιορείτικα μοναστήρια, υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η ενδεχόμενη εξωτερική δραστηριότητα των μοναχών ασκείται στα πλαίσια της ελληνικής ορθόδοξης Μητροπόλεως της Γαλλίας, με την ευλογία του Σεβασμ. Μελετίου, με τον οποίο διατηρούμε στενές και πολύ θερμές σχέσεις.
Έχοντας εισέλθει στην ορθόδοξη Εκκλησία, δεν εκπλαγήκαμε από το ότι δεν βρήκαμε σ'; αυτήν μια υποδειγματική εξωτερική οργάνωση, παράλληλη μ' εκείνη της καθολικής Εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια μιας επισκέψεως στο Βελιγράδι, λίγο πριν από την είσοδο μας στην Εκκλησία, ένας Σέρβος επίσκοπος μας είχε πει: «Χωρίς αμφιβολία, η Εκκλησία θα σας δώσει μια εντύπωση «ανακατωσούρας». Μην εκπλαγείτε γι'; αυτό. Είναι αναπόφευκτο, αν θέλουμε ν' αφήσουμε το Άγιο Πνεύμα ελεύθερο να ενεργήσει και όχι να το υποκαταστήσουμε» . Αυτή ήταν η εικόνα που έδινε ήδη η Εκκλησία των Πατέρων. Τα πράγματα άλλαξαν στη λατινική Εκκλησία με τις προόδους του ρωμαϊκού συγκεντρωτισμού, αλλά εδώ υπάρχει ένα άλλο πρόβλημα.
Η κατάσταση με την οποία βρισκόμασταν αντιμέτωποι στη Γαλλία, γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη από το γεγονός ότι η ορθόδοξη Εκκλησία εγκαταστάθηκε εκεί χάρη στις διάφορες ρωσικές και ελληνικές μεταναστεύσεις. Από αυτό προέκυψαν διάφορες δικαιοδοσίες μέσα στον ίδιο χώρο, πράγμα το οποίο αποτελεί μια σοβαρή κανονική ανωμαλία. Οι εθνικές ιδιαιτερότητες που σημάδεψαν αρκετά έντονα τις διάφορες ομάδες είναι μια άλλη ανωμαλία, η οποία, άλλωστε, συνδέεται, με την προηγούμενη. Όμως εδώ βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα γεγονός κοινό σε όλες τις διασπορές, και θα ήταν ουτοπικό να ισχυριστούμε ότι θα υπάρξει γρήγορη θεραπεία. Κάτω από δύσκολες προϋποθέσεις, οι περισσότερες δικαιοδοσίες παρουσιάζουν παράλληλα και πλεονεκτήματα και μπορούν να συντελέσουν στη διαφύλαξη μιας αυθεντικής πνευματικής ελευθερίας.
Οι δικαιοδοσίες, κατά βάση, δεν είναι παρά επισκοπές, οι οποίες έχουν το ελάττωμα να είναι τοπικά τοποθετημένες οι μεν μέσα στις δε, που όμως όλες αποτελούν την Εκκλησία του Χριστού. Το γεγονός ότι εξαρτώνται από διαφορετικές Εκκλησίες - μητέρες δεν αλλάζει τίποτε. Σε κάθε ενορία, όπου τελείται η θεία λειτουργία, η Εκκλησία του Θεού είναι παρούσα. Πριν από οτιδήποτε άλλο, πρέπει να έχουμε συνειδητοποιήσει αυτό το πράγμα και να μη μετατρέπουμε τις δικαιοδοσιακές εξαρτήσεις σε στεγανούς διαχωρισμούς. Όταν ο Άγιος Ειρηναίος λειτουργούσε στη Λυών, δεν ήταν η Εκκλησία της Σμύρνης που αντιπροσωπευόταν. Η συναγμένη κοινότητα, που την αποτελούσαν Έλληνες έμποροι και νεόφυτοι Γαλάτες, ήταν απλώς η Εκκλησία του Θεού στη Λυών. Εάν φτάσουμε μια μέρα να ενοποιήσουμε όλες τις ορθόδοξες ενορίες της Γαλλίας υπό την εξουσία ενός και μόνο αρχιεπισκόπου και να συστήσουμε επισκοπές με ξεχωριστή εδαφική δικαιοδοσία, αυτό ασφαλώς θα είναι κάτι καλό, διότι η κατάσταση θα ξαναγινόταν σύμφωνη με τους ιερούς κανόνες. Τελικά, όμως, αυτή η ενοποιημένη στη δομή της Εκκλησία δεν θα είναι περισσότερο «η Εκκλησία της Γαλλίας» ή μάλλον «η Εκκλησία του Θεού στη Γαλλία» από το σημερινό δικαιοδοσιακό μωσαϊκό. Και μια πρόωρη αυτονομία δεν θα είναι χωρίς κινδύνους.
Αυτό το οποίο ενδιαφέρει πριν από ο,τιδήποτε άλλο, είναι να έχουμε την αίσθηση και την αγάπη της ενότητας της Εκκλησίας. Ανάμεσα σε Ορθοδόξους, είναι αναπόφευκτο και είναι ακόμη και σωστό να υπάρχουν διαφορές απόψεων και τάσεων. Όμως, από τη στιγμή που οι διαφορές αυτές αναφέρονται σε δευτερεύοντα θέματα και δεν θέτουν σε κίνδυνο ούτε την πίστη ούτε τη θεμελιώδη τάξη της Εκκλησίας, δεν πρέπει ποτέ να προκαλούν εχθρότητες, αποπομπές, ακόμη λιγότερο διακοπές της κοινωνίας.
Η θέση μας ως μοναχών του Αγίου Όρους στη Γαλλία, έχει το πλεονέκτημα να μας τοποθετεί έξω από μερικούς δικαιοδοσιακούς ανταγωνισμούς. Ο Άθως έχει από αιώνες μια διορθόδοξη αποστολή. Μοναχοί πολύ διαφορετικών εθνικοτήτων εδώ συμβιώνουν κάτω από την αίσθηση ότι ανήκουν από κοινού στο «περιβόλι της Παναγίας». Θα επιθυμούσαμε, λοιπόν, η παρουσία μας στη Γαλλία να είναι ένας παράγοντας ενότητας και πνευματικής προσεγγίσεως ανάμεσα σε Ορθοδόξους διαφορετικής εθνικότητας.
Ένας γέροντας μοναχός του Αγίου Όρους μας είχε πει μια μέρα: «Δεν είστε ρωμαιοκαθολικοί που μετα-στραφήκατε στην ελληνική Ορθοδοξία. Είστε χριστιανοί της Δύσεως, μέλη της Εκκλησίας της Ρώμης, που επανέρχεστε σε κοινωνία με την καθολική Εκκλησία. Είναι πολύ πιο μεγάλο και πολύ πιο σημαντικό». Και ενώ έλεγε αυτά, άφθονα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπο του... Πραγματικά, είμαστε «μεταστραφέντες», με την έννοια ότι προσήλθαμε στην ορθόδοξη Εκκλησία προερχόμενοι από τη ρωμαϊκή, προς την οποία διατηρούμε απεριόριστη ευγνωμοσύνη για όσα λάβαμε στους κόλπους των οικογενειών μας και του χριστιανικού αυτού λαού, ο οποίος για τόσο πολλά χρόνια μας στήριξε.
Ωστόσο, η ορθόδοξη αυτή Εκκλησία δεν είναι μια «ανατολική» Εκκλησία, μια ανατολική έκφραση της χριστιανικής πίστεως. Είναι η Εκκλησία του Χριστού. Η παράδοση της υπήρξε η κοινή παράδοση όλων των χριστιανών κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων, κι εμείς ερχόμενοι σε κοινωνία μαζί της δεν κάναμε τίποτα άλλο παρά να επιστρέψουμε σ' αυτή την πηγή. Δεν «αλλάξαμε Εκκλησία». Απλώς περάσαμε από ένα κλάδο αποκομμένο από τη μία Εκκλησία, στο πλήρωμα της.
Αισθανόμαστε καθαρά ότι ανήκουμε στον αριθμό αυτών των χριστιανών της Δύσεως, οι οποίοι «ζητώντας να γίνουν δεκτοί στην ορθόδοξη Εκκλησία δεν αρνήθηκαν, ωστόσο, αυτό που στη Δύση, και πιο ιδιαίτερα στην πατρίδα τους - πριν και μετά τις διαιρέσεις και το σχίσμα - φέρει τη σφραγίδα του Πνεύματος του Θεού, το οποίο «όπου θέλει πνεί»27.
Ορθόδοξοι μοναχοί που κληθήκαμε να ζήσουμε την παράδοση του Αγίου Όρους στο έδαφος της Γαλλίας, γνωρίζουμε πως η αποστολή του μονάχου «δεν είναι να κάνει κάτι με τις δικές του δυνατότητες, αλλά με τη ζωή του να δίνει τη μαρτυρία ότι ο θάνατος νικήθηκε. Και αυτό το κάνει με το να θάβεται ο ίδιος, όπως ο σπόρος στη γη»28.
22. ΣΕΡΓΙΟΥ BOULGAKOV, L' Orthodoxie, Λωζάννη 1980, σσ.101-102.
23. Πρβλ. κυρίως την εξαίρετη μελέτη του Υ. CONGAR για την «Οικονομία»: «Οι ορθόδοξοι θεολόγοι, με εξαίρεση μερικούς (...), ως προς το θέμα αυτό δέχονται μαζικά πως δεν υπάρχουν πράγματι μυστήρια παρά στη μία Εκκλησία... Η θέση αυτή (...) φαίνεται να προσεγγίζει μια κοινή θέση και να διερμηνεύει το παραδοσιακό βάθος της ορθόδοξης σκέψεως» (Υ, Congar, Propos en vue d' une theologie de Γ «Economie» dans la tradition latine, στο «Irenikon», 45 (1972), σσ. 180 και183). O ανώνυμος συντάκτης του κύριου άρθρου του ίδιου αυτού τεύχους του «Irenikon» υπογράμμιζε σωστά τα περιορισμένα όρια της αυγουστίνειας θεολογίας, η οποία υπερίσχυσε στη Δύση, σε ό,τι αφορά τα μυστήρια των ετερόδοξων: «Σ'; εμάς, από τον ΙΓ αιώνα και δώθε, ένα σφάλμα οπτικής αποσυνέδεσε τα μυστήρια από την εκκλησιολογία. Αυτό το γεγονός μας φαίνεται να είναι η λογική κατάληξη της αργής εξελίξεως των θέσεων πού υιοθέτησε η Δύση από τον αγώνα εναντίον του Δονατισμού. Προοδευτικά η θεολογία του Αγίου Πνεύματος ζημιώθηκε γι'; αυτό μέχρι σχεδόν την πλήρη κατάργηση του ρόλου της στη σχέση μεταξύ των μυστηρίων και της Εκκλησίας. Η Β Βατικανή σύνοδος προσπάθησε να το επανορθώσει. Πολύ δειλά. Μερικές φορές αδέξια, περισσότερο με καλή θέληση παρά με μια συνολική θεώρηση» (ο.π.,σσ.153-154). Εν πάση περιπτώσει, μπορούμε να πούμε ότι, στο σύνολο της παραδόσεως, από τον Γ αιώνα και δώθε, δεν υπήρξε ομοφωνία υπέρ τής αναγνωρίσεως των μυστηρίων των ετεροδόξων, και στις μη λατινικές εκκλησίες εκείνο πού μάλλον υπερίσχυσε ήταν η αντίθετη θέση. Πρβλ. επίσης P.L'; Huillier, Les divers modes de reception dans l'; Orthodoxie des Catholiques romains, στο «Le Messager orthodoxe», No 82, 1979/1. Του ίδιου, Economie ecclesiastique et reiteration des sacrements, στο «Irenikon», 1937, σσ. 228-247 και 338-362.
24. P. L'; HUILLIER, ό.π., σ. 22 και σημ. 27.
25. Η «πληροφορία» αυτή διαδόθηκε μ'; ένα εμπιστευτικό σημείωμα, που απηύθυνε η «Μοναστική Γραμματεία» προς τα γαλλόφωνα καθολικά μοναστήρια. Πρόκειται για το λόγο που θα μπορούσε να είχε ωθήσει «τον π. Πλακίδα και τους συμμοναστές του» να ζητήσουν το βάπτισμα παρά τη θέληση του ηγουμένου τους (!): «Ενεργώντας έτσι, χωρίς αμφιβολία θέλησαν να κερδίσουν τη συμπάθεια της φανατικής μερίδας του αθωνικού μοναχισμού, του οποίου μπορούσαν να φοβούνται μια στάση κριτικής επιφυλάξεως, ακόμη μάλιστα και έχθρας»

(«.Δελτίο της Μοναστικής Γραμματείας», Οκτώβριος 1977).
26. Λογ. 18,6, PG 35, 992 BC.
27. Ε. BEHR-SIGEL, στο «Contacts», No 45 (1964/1), σ. 49.
28. ΑΡΧΙΜ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ηγουμένου του Σταυρονικήτα, στο «Contacts», No 89 (1975/1), σ. 101.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου