Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία Τού Επισκόπου Ναζιανζού Παύλου ντε Μπαγιεστέρ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο. «Συ ει Πέτρος...»

Τού Επισκόπου Ναζιανζού Παύλου ντε Μπαγιεστέρ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο.
«Συ ει Πέτρος...»

Οι πιο αντικειμενικοί από τους δικούς μου ανθρώπους με συμβούλεψαν να μελετήσω τις βιβλικές βάσεις της παποσύνης, δηλαδή τα ευαγγελικά χωρία που επικαλείται ο παπισμός προς απόδειξη και δικαίωση του ονομαζομένου «Πρωτείου του Πέτρου»[1].
Θεώρησα δίκαιη την συμβουλή αυτή και ήταν και πολύ της αρεσκείας μου, εφόσον μου προσφερόταν μία νέα ευκαιρία να εξετάσω το ζήτημα με βάση τις Άγιες Γραφές. Όπως είναι φυσικό, διάλεξα ως αντικείμενο των ερευνών μου την κυριότερη από τις ευαγγελικές αυτές περικοπές, στο 16ο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του Ματθαίου, πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η διδασκαλία περί του Πρωτείου: «Συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν»[2].
Για τον Ρωμαιοκαθολικισμό οι φράσεις αυτές του Κυρίου προς τον Σίμωνα Πέτρο αποτελούν την θεία σύσταση της παπικής εξουσίας του.[3] Ο Ιησουίτης Bernardino Llorca γράφει: «Ως αμοιβή της θαυμάσιας ομολογίας του για την θεότητα του Ιησού Χριστού, Εκείνος ανακοίνωσε στον Πέτρο ότι θα ήταν ο θεμέλιος λίθος, δηλαδή η κεφαλή και η ανώτατη αρχή του οικοδομήματος της Εκκλησίας Του»[4]. Δηλαδή, «η μεταφορά αυτή (Πέτρος = Πέτρα) για τον Απόστολο, που δείχνει ότι είναι το θεμέλιο της Εκκλησίας, αποδεικνύει επίσης σαφώς ότι καθίσταται ανώτατος άρχοντάς της. Η έννοιά της είναι ότι εκείνος οφείλει να είναι για την Εκκλησία ό,τι είναι το θεμέλιο για ένα οικοδόμημα. Και όπως σε κάθε οικοδόμημα το θεμέλιο είναι ακριβώς εκείνο που στερεώνει και δίνει αληθινή ενότητα στο σύνολο, έτσι και στην Εκκλησία αυτός είναι που δίνει την σταθερότητα και την αληθινή ενότητα»[5].
Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία της ευαγγελικής περικοπής, η ρωμαϊκή Εκκλησία διδάσκει ότι ο άγιος Πέτρος, πρώτος Πάπας, «είναι το θεμέλιο και ο ακρογωνιαίος λίθος της Εκκλησίας, ο άρχοντας και η κεφαλή της και ο αλάθητος διδάσκαλος της οικουμένης»[6]. Και πράγματι, η διδασκαλία αυτή καθίσταται επίσημη και υποχρεωτική και «είναι προφανές ότι σύμφωνα με την θέληση και την διαταγή του Θεού, η Εκκλησία στηρίζεται πάνω στον μακάριο απόστολο Πέτρο, όπως ακριβώς ένα οικοδόμημα πάνω στα θεμέλιά του»[7].
Ωστόσο, αυτή η τόσο εσφαλμένη διδασκαλία, απαιτεί να συμφωνεί, κατά την Σύνοδο του Βατικανού, «με την απολύτως σαφή και προφανή έννοια των Αγίων Γραφών, όπως την εννοούσε πάντοτε η καθολική Εκκλησία»[8]. Και παρ’ όλα αυτά, κατά την κρίση μου, «η προφανής και απολύτως σαφής έννοια των Αγίων Γραφών, όπως την εννοούσε πάντοτε η καθολική Εκκλησία», ήταν ακριβώς η τελείως αντίθετη. Γιατί λίγα πράγματα στις Άγιες Γραφές είναι τόσο προφανή και τόσο σαφή όσο το ότι «θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστιν Ιησούς Χριστός»[9]. «Ο Ιησούς Χριστός είναι το μόνο αληθινό θεμέλιο της Εκκλησίας», λέει ο άγιος Αθανάσιος[10]. Ο Κύριος είναι το μοναδικό θεμέλιο, για το οποίο ο απόστολος Παύλος είναι υπερήφανος που το έθεσε, όταν μαζί με τον ίδιο τον απόστολο Πέτρο «οικοδόμησε την Εκκλησία της Ρώμης»[11]· διότι «μόνον ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι το θεμέλιο όλων των τμημάτων της Εκκλησίας Του»[12]. «Όποτε στις Άγιες Γραφές γίνεται λόγος για θεμέλιο», λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Μέγας, «δεν λέγεται για κανέναν άλλον παρά για τον Κύριο»[13]. Φαίνεται απίστευτο το να μπορεί κανείς να αρνείται ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η Πέτρα και το θεμέλιο της Εκκλησίας, αν αναγνώσει έστω και για μία μόνο φορά τα κανονικά βιβλία της Παλαιάς[14] και της Καινής Διαθήκης[15].
Τα λόγια του Κυρίου «Συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν», τα οποία αναφέρονται στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, δεν επαναλαμβάνονται από κανέναν άλλον Ευαγγελιστή. Στον Ιωάννη, παρ’ όλο που ήταν αυτόπτης μάρτυς της ομολογίας του Πέτρου, δεν βρίσκεται ούτε ο ελάχιστος υπαινιγμός για αυτά, ούτε στον Λουκά ούτε στον Μάρκο, ο οποίος μάλιστα ήταν μαθητής, σύντροφος και ερμηνευτής του ιδίου του Πέτρου και έγραψε το Ευαγγέλιό του σύμφωνα με το πνεύμα και την διδασκαλία του Αποστόλου αυτού.
Όλα αυτά φανερώνουν ότι οι Ευαγγελιστές δεν ήταν οπαδοί και υποστηρικτές του παπικού πρωτείου, δεδομένου ότι λησμόνησαν να σημειώσουν στα ιερά έργα τους εκείνο που κατά την ρωμαϊκή διδασκαλία, αποτελεί «το σημαντικότερο στοιχείο του χριστιανισμού»[16], «την σύνοψη και την ουσία του»[17]. Η μήπως θα ήταν σωστότερο να αποδώσουμε την ευθύνη της αδικαιολόγητης αυτής παραλείψεως στο ίδιο το Άγιο Πνεύμα, υπό την καθοδήγηση του οποίου «φερόμενοι ελάλησαν» [18]; Ομοίως, στους άμεσους μαθητές των Αποστόλων, κατά την δεύτερη γενιά του χριστιανισμού, δεν βρίσκουμε ούτε ίχνος υπαινιγμού για το συγκεκριμένο χωρίο. Πράγματι, στα έργα των αποστολικών Πατέρων, στα οποία εμπεριέχονται 412 παραπομπές της Αγίας Γραφής, απουσιάζει τελείως κάτι σχετικό με την ομολογία του Πέτρου, η οποία αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο από τον Ματθαίο. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα άλλα ευαγγελικά χωρία που οι ρωμαιοκαθολικοί επικαλούνται για να υποστηρίξουν το παπικό πρωτείο.
Ούτε στην Διδαχή (Διδασκαλία των Δώδεκα Αποστόλων) ούτε στον Κλήμη ούτε στον Ιγνάτιο ούτε στον Πολύκαρπο ούτε στον Βαρνάβα ούτε στην προς Διόγνητο επιστολή ούτε στα αποσπάσματα του Παπία ούτε ακόμη και στον Ποιμένα του Ερμά, όπου γίνεται λόγος μόνο για την οργάνωση και την συγκρότηση της Εκκλησίας, μπορεί κανείς να βρει το ελάχιστο ίχνος για το διαφημιζόμενο από τους ρωμαιοκαθολικούς «Συ ει Πέτρος...».
Σαφέστατα λοιπόν φαίνεται ότι οι δύο πρώτοι αιώνες αγνοούν το στοιχείο εκείνο «πάνω στο οποίο στηρίζεται ολοκληρωτικά ο χριστιανισμός»[19]!
Η σημαντική αυτή παράλειψη είναι περισσότερο αισθητή στον Ποιμένα του Ερμά, ο οποίος ήταν αδελφός του Πίου, Επισκόπου Ρώμης, και ο οποίος, όπως γνωρίζουμε από τον κανόνα του Μουρατόρι, έγραψε επιπλέον το έργο αυτό κατά την διάρκεια της επισκοπείας του αδελφού του. Εκεί ο Ερμάς περιγράφει την θέση των Αποστόλων, των επισκόπων, των διδασκάλων και διακόνων[20], των ηγουμένων[21], των πρωτοκαθεδριτών και των προεδρευόντων στην Εκκλησία πρεσβυτέρων[22].
Ωστόσο, στον Ποιμένα, τον πληρέστατο από εικόνες και συμβολισμούς για την οργάνωση και την ιεραρχία της Εκκλησίας, δεν συναντούμε πουθενά ούτε μία μαρτυρία για την μοναδική θέση ενός επισκόπου, ως γενικού αρχηγού ολοκλήρου του χριστιανισμού.
Είναι λοιπόν εξαιρετικά σημαντικό το ότι και αυτός ακόμη ο αδελφός του Επισκόπου Ρώμης φαίνεται να αγνοεί τελείως τα περί του παπικού πρωτείου! Η πρώτη ένδειξη του ευαγγελικού χωρίου για την ομολογία, δεν εμφανίζεται παρά μόλις στο δεύτερο μισό του 2ου αιώνα, οπότε, περί το 160, γράφτηκε ο προς τον Ιουδαίο Τρύφωνα Διάλογος από τον μάρτυρα Ιουστίνο.
Το αδιάφορο ύφος με το οποίο ο Ιουστίνος εξιστορεί την ομολογία του Αποστόλου είναι σαφές: «Έναν από τους μαθητές του, ο οποίος, μέσω αποκαλύψεως από τον Πατέρα, τον ομολόγησε Υιό του Θεού, ενώ πριν ονομαζόταν Σίμων, τον ονόμασε Πέτρο»[23].
Περί το τέλος του ιδίου αιώνα εμφανίζεται για πρώτη φορά στην εκκλησιαστική γραμματολογία, αν και όχι πολύ αξιόπιστη, μία παραπομπή του συγκεκριμένου χωρίου. Το κείμενο στο οποίο αυτή περιέχεται ανήκει στο Διατεσσάρων Ευαγγέλιον του σύρου κληρικού Τατιανού. Το έργο αυτό είναι τέτοιας σημασίας, ώστε στην συριακή Εκκλησία αντικατέστησε σχεδόν πλήρως τα κανονικά Ευαγγέλια, τουλάχιστον μέχρι το μισό του 4ου αιώνα. Η παραπομπή είναι η εξής: «Μακάριος είσαι, Σίμωνα. Και οι θύρες του Άδη δεν θα σε νικήσουν»[24].
Από την σημασία της ανατολικής εκφράσεως «οι θύρες» μπορούμε μόνο να συμπεράνουμε την νίκη του Πέτρου πάνω στον θάνατο[25], κατά την ίδια έννοια με εκείνην που ο αναστάς Κύριος χρησιμοποίησε λέγοντας για τον Ιωάννη: «Ο μαθητής εκείνος ουκ αποθνήσκει»[26].
Από τον Ιουστίνο πρέπει να μεταπηδήσουμε στον χρυσό αιώνα της Εκκλησίας για να βρούμε άλλες παραπομπές του χωρίου μας. Κατ’ αρχήν, το πρώτο που παρατήρησαν οι άγιοι Πατέρες, είναι ότι ο Κύριος ονόμασε τον Απόστολό του «Πέτρο», σε αρσενικό γένος, ενώ είπε ότι θα οικοδομήσει την Εκκλησία «επί τη πέτρα», σε θηλυκό γένος.
Η διάκριση είναι προφανής, αποκλείοντας έτσι εντελώς την ταύτιση του Πέτρου με την Πέτρα. Η διάκριση αυτή οδήγησε τους Πατέρες και τους υπολοίπους εκκλησιαστικούς συγγραφείς στο να πιστέψουν ότι η πέτρα πάνω στην οποία χτίστηκε η Εκκλησία δεν ήταν η προσωπικότητα του αποστόλου Πέτρου, γιατί σε αυτήν την περίπτωση ο Κύριος θα χρησιμοποιούσε την έκφραση «επ’ αυτώ τω Πέτρω»[27].
Συνεπώς, οι περισσότεροι από τους αγίους αυτούς συγγραφείς έκλιναν προς την ερμηνεία της πέτρας ως ομολογίας πίστεως στον Υιό του Θεού, ερμηνεία την οποίαν προ πολλού είχε ήδη χαράξει ο άγιος Ιούδας, συμβουλεύοντας να οικοδομούμε «εαυτούς τη αγιωτάτη ημών πίστει»[28].
Κάποιοι άλλοι ερμήνευσαν την πέτρα ως τον ίδιο τον Χριστό, τον οποίον οι Προφήτες προανήγγειλαν ως την αναμενόμενη Πέτρα του Ισραήλ[29], πράγμα το οποίο ο ίδιος ανάγει στον εαυτό Του[30].
Τέλος, άλλοι, πλην ελάχιστοι, συγγραφείς, όπως ο Τερτυλλιανός, μολονότι ορισμένες φορές ταυτίζουν την πέτρα με τον Απόστολο, αποδίδουν στην μεταφορική αυτήν ερμηνεία μία πνευματική μόνο σημασία, χωρίς να θεωρούν αυτήν ιδιαίτερο προνόμιο του Αποστόλου σε σύγκριση με τους άλλους, και πολύ περισσότερο διαδοχικα[31]. Ο μέγας άγιος Αυγουστίνος γράφει στις Retractationes του ότι διαβάζοντας το ευαγγελικό αυτό χωρίο κατ’ αρχάς επιφανειακά, νόμισε ότι η πέτρα μπορεί να ταυτιστεί με τον Απόστολο. Αργότερα όμως, μελετώντας το με προσοχή, κατάλαβε ότι η σωστή ερμηνεία είναι ότι η πέτρα πάνω στην οποίαν η Εκκλησία είναι κτισμένη, δεν είναι παρά Εκείνος, τον οποίον ο απόστολος Πέτρος ομολόγησε ως Υιό του Θεού[32].
Ο ιερός Αυγουστίνος δίδασκε πάντοτε την διδασκαλία αυτήν, όπως συνάγεται από αναρίθμητα σημεία των έργων του. Και αναφέρει τους λόγους αυτής της ερμηνείας: «Διότι η Πέτρα είναι το κύριο όνομα και γι αυτό ο Πέτρος παίρνει το όνομα αυτό από την Πέτρα κι όχι η Πέτρα από τον Πέτρο· όπως κι εμείς οι ίδιοι οι χριστιανοί παίρνουμε το όνομα τούτο από τον Χριστό και όχι ο Χριστός από τους χριστιανούς. “ Εσύ”, λέει ο Χριστός, “είσαι Πέτρος, και πάνω σε αυτήν την Πέτρα την οποίαν ομολόγησες λέγοντας ‘Συ ει ο Χριστός ο Υιος του Θεού’, θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου· δηλαδή πάνω σε Εμένα τον ίδιο, τον Υιό του Θεού του ζώντος”»[33].
Το ίδιο επαναλαμβάνει ο ιερός Αυγουστίνος, σχεδόν με τις ίδιες λέξεις, στην 1η του ομιλία για την εορτή των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου[34].
Επίσης στην 5η ομιλία του, της Πεντηκοστής, λέει ακόμη πιο σαφώς: «Πάνω σε αυτήν την Πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου· όχι πάνω στον Πέτρο (Petrum), ο οποίος είσαι εσύ, αλλά στην Πέτρα (Petram), την οποίαν ομολόγησες»[35]. Και προσθέτει στο 124ο Tractatus για τον ευαγγελιστή Ιωάννη: «Πάνω σε αυτήν την Πέτρα την οποίαν ομολόγησες θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου· επειδή ο ίδιος ο Χριστός ήταν η Πέτρα»[36] .
Ο ίδιος άγιος Πατήρ ειρωνευόταν κάποιους ετεροδόξους, οι οποίοι, όπως σήμερα οι παπικοί, ταύτιζαν τον απόστολο Πέτρο με την Πέτρα. Ερμηνεύοντας τα χωρία της αποστασίας του Πέτρου, τους ρωτά σκωπτικά με το πύρινο ύφος που τον χαρακτηρίζει: «Και που είναι τώρα η Πέτρα σας; Που η στερεότητά της; Ο ίδιος ο Χριστός ήταν η Πέτρα, ενώ ο Σίμων δεν ήταν παρά μόνον ένας Πέτρος ...πέτρινος. Η αληθινή Πέτρα σηκώθηκε για να ενδυναμώσει τον Πέτρο, ο οποίος είχε κλονιστεί εγκαταλείποντας την Πέτρα»[37].
Πάνω σε αυτήν την θεία Πέτρα, τον αληθινό Υιό Του, ο Θεός έθεσε «τα σχετικά θεμέλια», δηλαδή τα πρώτα ανθρώπινα υλικά της Εκκλησίας. Τα θεμέλια αυτά είναι όλοι οι Απόστολοι μαζί, μεταξύ των οποίων ο Σίμων Πέτρος δεν κατέχει καμία ειδική θέση εξουσίας. Αυτό διδάσκουν ο απόστολος Παύλος[38] και ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο οποίος σε ένα από τα θαυμαστά προφητικά οράματά του είδε ότι το οικοδόμημα της Εκκλησίας, το οποίο θεμελιώθηκε πάνω στην «Πέτρα», είχε «θεμελίους δώδεκα, και επ’ αυτών τα δώδεκα ονόματα των δώδεκα Αποστόλων του Αρνίου»[39].
Γι' αυτό ο άγιος Ιγνάτιος ο Αντιοχεύς γράφει στους Τραλλιανούς ότι «εκτός αυτών [των Αποστόλων], δεν υπάρχει ούτε το όνομα της Εκκλησίας»[40]· και ο άγιος Κυπριανός διακηρύττει το ίδιο με άλλες λέξεις, διδάσκοντας ότι η Εκκλησία στηρίζεται «super episcopos», δηλαδή πάνω στους Αποστόλους και τους διαδόχους τους[41], οι οποίοι οικοδομήθηκαν πάνω στον αμετακίνητο βράχο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού[42].
Το να παραδεχθούμε ότι η Εκκλησία οικοδομήθηκε μόνο πάνω στον απόστολο Πέτρο, εξαιρώντας όλους τους άλλους, όπως ισχυρίζεται το παπικό σύστημα[43], ισοδυναμεί με το να συγκρίνουμε τον Σωτήρα με εκείνον τον «μωρό άνδρα» της παραβολής, «όστις ωκοδόμησεν αυτού την οικίαν επί την άμμον», η οποία οικία «έπεσεν, και ην η πτώσις αυτής μεγάλη»[44].
«Εσύ λες ότι η Εκκλησία στηρίχθηκε πάνω στον απόστολο Πέτρο», γράφει ο άγιος Ιερώνυμος στον αιρετικό Iovinianus, «αλλά η αλήθεια είναι ότι στηρίχθηκε πάνω σε όλους τους Αποστόλους· και η δύναμη της Εκκλησίας αποκαταστάθηκε πάνω σε όλους αυτούς»[45].
Η μελέτη των διδασκαλιών των Πατέρων σχετικά με το θέμα αυτό των Αγίων Γραφών ήταν ιδιαιτέρως ωφέλιμη για μένα. Γιατί, όπως γράφει ο άγιος Βικέντιος, «είναι ανάγκη, για να αποφύγουμε τις δυσκολίες και τους λαβυρίνθους της πλάνης, ο τρόπος της ερμηνείας των Αγίων Βίβλων να είναι σύμφωνος με τον τρόπο που έχει οριστεί από την κατά παράδοση εκκλησιαστική έννοια»[46].
Μετά την πατρολογική αυτή έρευνα, δεν είχα πλέον καμία αμφιβολία ότι η ρωμαιοκαθολική διδασκαλία που αναφερόταν στο παπικό πρωτείο του αποστόλου Πέτρου ήταν παντελώς αντίθετη με το «προφανές και σαφέστατο νόημα» των Αγίων Γραφών, τις διδασκαλίες των Αποστόλων, τις ερμηνείες των αγίων Πατέρων και γενικά με την σταθερή και οικουμενική κατά παράδοση διδασκαλία της Εκκλησίας του Χριστού[47].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου