Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Επακριβώσεις στην ιδεολογική ταυτότητα του Θεόκλητου Φαρμακίδη Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού,





Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού,

Ελληνισμός μετέωρος,
Εκδ. Αποστολική Διακονία, Β΄ Εκδ. Αθήνα 1999, σελ. 168-183



      Το κείμενό μας αυτό επιχειρεί μια απογραφή των γνώσεών μας, από ανέκδοτες κυρίως μαρτυρίες, για μια κριτική ανασύνθεση όψεων της ιδεολογίας του «μοιραίου» για τη νεώτερή μας ιστορία ανθρώπου, του Θ. Φαρμακίδη (1784-1860) (1), που δίκαια χαρακτηρίστηκε «σημείον αντιλεγόμενον». Γιατί άλλοτε μεν η υπεύθυνη ακαδημαϊκή μας Θεολογία τον βλέπει ως τον κακόν δαίμονα της νεοελληνικής πραγματικότητας (2), και άλλοτε η ίδια τον ανακηρύσσει απροκάλυπτα ήδη στον ΙΘ΄ αιώνα «άξιον, ίνα χρησιμεύση ως πρότυπον θεολόγου εις τους νεωτέρους έλληνας θεολόγους» (3).

Η ιχνηλάτηση, άλλωστε, των θεμελιακών ιδεολογικών στοιχείων, που συγκροτούσαν την προσωπικότητα του Φαρμακίδη, βοηθά στην κατανόηση και ερμηνεία της πράξεώς του, μέσω μιας ψυχογραφικής θεωρήσεώς του. Και σ' αυτό θα κληθούν να μας συνδράμουν οι υπεύθυνες αυτοεκφράσεις του, όπως είναι τα χειρόγραφα των ανεκδότων -ακόμη- εργασιών του (4). Η σύντομη έκθεσή μας θα εστιασθεί στη θεώρηση της πολιτικής συνειδήσεως του επιφανούς Κληρικού και Θεολόγου, η οποία κατά την ομολογία του ιστορικού του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Καθηγητού της Σχολής μας Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου ήταν η συνισταμένη όλης της υπάρξεώς του.

1. Ο Θ. Φαρμακίδης υπήρξε ο «πολιτικός θεολόγος» του ΙΘ΄ αιώνα με την σημερινή νοηματοδότηση του όρου. Ενσάρκωνε στην εποχή του το τύπο του εκκλησιαστικού άνδρα, που είχε ήδη διαμορφωθεί στο κοσμογονικό για την ιστορική πορεία της Εκκλησίας μας Δ΄ αιώνα στο πρόσωπο του πατέρα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας Ευσεβίου Καισαρείας (5). Στο εκκλησιαστικό ζήτημα, που ήταν ο κύριος χώρος της αρμοδιότητάς του, «εσκέπτετο ως πολιτικός μάλλον ανήρ» και «υπερίσχυσε το αίσθημά του προς την πατρίδα (γρ. πολιτεία) καθήκοντος» (7). Πράγματι, ο πατριωτισμός του Φαρμακίδη αφ' ενός με περιθωριοποιούσε καταλυτικά την ιερατική του ιδιότητα, ενώ ταυτόχρονα κατέφασκε μια μινωταυρική Πολιτεία, που ως «παμφάγον τέρας» καταβροχθίζει τον εκκλησιαστικό οργανισμό, στα όρια μιας μονοφυσιτικής απορροφήσεως της Εκκλησίας, ως της μιας φύσεως του εθνικού μας σώματος, από την άλλη του φύση, την Πολιτεία. Έστω κι αν εκ των υστέρων δήλωνε την μετάνοιά του για διάφορες ενέργειές του-και είναι αυτό σημαντικότατο τεκμήριο για μια ψυχογραφία του-, μπορεί να χαρακτηρισθεί ανεπιφύλακτα ως πατριδολάτρης και «επιστήμων θεολόγος», κατά τον καθηγητή Α. Διομήδη Κυριακό, όπως όμως ήδη ο κ. Οικονόμος παρατήρησε, ο Φαρμακίδης ήταν «ιερομόναχος της εν λόγοις μεν παιδείας εγκρατής και την θεολογίαν εν Γοττίγγη της Γερμανίας επί διετίαν σπουδάσας, αλλ' εις ουδέν ανήκων μοναστήριον η εκκλησίαν ουδεμιάς του κράτους επισκοπής» (8). Έμεινε δηλαδή χωρίς εσωτερικό σύνδεσμο με την παράδοση της Εκκλησίας του και, αν θέλαμε κάποιο παραλληλισμό, η είσοδός του στην ιεροσύνη (18 ετών διάκονος) έχει σε μεγάλο βαθμό αντιστοιχία με εκείνη του Θ. Καίρη (9).

      Τα σωζόμενα χειρόγραφα του Φαρμακίδη μας βοηθούν να εισέλθουμε στο επίκεντρο του πολιτικού προβληματισμού του, που ήταν η διασφάλιση της πολιτικής υποστάσεως του νεότευκτου ελληνικού κρατιδίου, άμεσα εξαρτημένη από την συναφή με την Ελλάδα ευρωπαϊκή πολιτική. Είναι γνωστή η ρωσοφοβία του Φαρμακίδη και η ένταξή του στην παράταξη των αγγλοφίλων, μολονότι δεν φαίνεται απληροφόρητος (10) για την πραγματική ταυτότητα της αγγλικής πολιτικής και συνεπώς και την αληθινή της στάση απέναντι στην Ελλάδα. Η απέχθειά του όμως απέναντι στην απολυταρχική Ρωσία, συνέπεια και της επιρροής του Κοραή, επηρέαζε απόλυτα την στάση του, πολύ περισσότερο όμως από τη στιγμή, που συνειδητοποίησε την ουσία, τις μεθοδεύσεις και τους παραμόνιμους στόχους του Πανσλαβισμού.
Η ομαδική επίθεση που δέχθηκε ο γνωστός «Αντιτόμος» του Φαρμακίδη (11), και κυρίως τα εναντίον του δημοσιεύματα του Γ. Μαυροκορδάτου (12) καθηγητή της Νομικής Σχολής και στενού φίλου και συνεργάτου του Κ. Οικονόμου, ανάγκασαν τον Φαρμακίδη να διατυπώσει απερίφραστα τις πεποιθήσεις του για το Έθνος, τα οράματά του και τις αδυσώπητες δυνάμεις που τα απειλούσαν. Ο φάκελος 15 του Αρχείου του περιέχει υλικό σπουδαιότατο, που αναλύεται σε πολυσέλιδες απαντήσεις προς τους αντιφρονούντες, πέρα από όσα έχει κατά καιρούς δημοσιεύσει, επώνυμα και ανώνυμα, στον Τύπο της εποχής (13).


2. Ο Φαρμακίδης είχε κατηγορηθεί απροκάλυπτα από αντιπάλους του, ότι με τον «Αντίτομό» του «θραύει και συναθλά τον θεμέλιον λίθον της Μ. Ιδέας». Η αντιτιθέμενη στον Φαρμακίδη πλευρά διακήρυττε, ότι ο «Συνοδικός τόμος» του 1850 «ήνωσε το έθνος μετά του Γένους», δηλαδή «τους ελεύθερους Έλληνας μετά των υπό την οθωμανικήν δεσποτείαν ορθοδόξων χριστιανικών εθνών». Ιδεολογικό έρεισμα της θέσεως αυτής ήταν η ευρεία ρωμαίικη-βυζαντινή αντίληψη για το Γένος, η ιδέα δηλαδή του οικουμενικού εθνισμού, με τον ορθόδοξο υπερεθνικό- υπερφυλετικό της χαρακτήρα. Αυτό φαίνεται και όταν ο Φαρμακίδης τεκμηριώνει την άρνησή του στην εναντίον του κατηγορία, ότι, δολοφονεί τη Μ. Ιδέα. Ερωτά: «Τις δε εστιν η Μ. Ιδέα;» Και απαντά: «Η από της δουλείας απελευθέρωσις όλων των υπό τον οθωμανικόν ζυγόν έτι δούλων ορθοδόξων χριστιανών και όλων τούτων εις μίαν χριστιανικήν επικράτειαν ένωσις». Ο μεγαλοϊδεατισμός δηλαδή, που προκάλεσε την επανάσταση και συνεχίσθηκε μετά το 1821, και για τον Φαρμακίδη δεν ήταν εθνικιστικός- φυλετικός, αλλά καθαρά ρωμαίικος. Η ανασύσταση του οικουμενικού κράτους της Ν. Ρώμης/ Κωνσταντινουπόλεως.

Σ' αυτά ο Φαρμακίδης απαντά με αφετηριακή βάση τη στενή εθνική ιδέα (αρχή των εθνικοτήτων), από την οποία ο ίδιος κατεχόταν. Είναι έτσι ο Φαρμακίδης ένας μάρτυρας της αλλαγής, που δέχθηκαν στον χώρο της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας ήδη από την επανάσταση του Υψηλάντη τα οικουμενικά σχέδια του Ρήγα. Η αρχή των εθνικοτήτων υιοθετήθηκε από την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1822) και γι αυτό σε αυτήν καταφεύγει στην επιχειρηματολογία του ο Φαρμακίδης, προκειμένου να δώσει τη νέα εκδοχή του Έθνους. «Αν τα όρια της ευρωπαϊκής Τουρκίας εγίνοντο όρια της Ελληνικής Επικρατείας, τα όρια ταύτα ήθελον είναι και όρια του ελληνικού Έθνους». Γι αυτό η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνος (1827) διακήρυξε, ότι «η Ελληνική Επικράτεια είναι μία και αδιαίρετος, σύγκειται δε εξ επαρχιών. Επαρχίαι δε της Ελλάδος είναι όσαι έλαβον και όσαι θέλουσι λάβει τα όπλα κατά της Οθωμανικής δυναστείας» (14). Ο Φαρμακίδης μετά από αυτά διατυπώνει το συμπέρασμά του: «Ουδέποτε άρα εθεωρήθη ελληνικόν έθνος όλη η ελληνική φυλή, όλοι οι εις Χριστόν ορθοδόξως πιστεύοντες κάτοικοι της Οθωμανικής Επικρατείας. Αν τούτο υπήρχε πάντοτε κοινή ευχή, κοινή επιθυμία, άλλο και επιθυμία και άλλο πράγμα (=πραγματικότητα)». Για να καταλήξει στο δικό του ορισμό περί Έθνους: «Ελληνικόν Έθνος λέγοντες εννοούμεν κατά τας εθνικάς αποφάσεις τους πραγματικώς επαναστάντας Έλληνας, όχι όλη την ελληνική φυλήν, όχι όλους τους εις Χριστόν ορθοδόξως πιστεύοντας κατοίκους της Οθωμανικής Επικράτειας». Ο ορθόδοξος κληρικός έχει πλήρως αποδεχθεί μαζί με όλη τη δυτικίζουσα παράταξη του πολιτικού μας κόσμου την έννοια του γαλλικού nation (15).
Ο τρόπος βέβαια, με τον οποίο διατυπώνει την άποψή του ο Φαρμακίδης, δεν δείχνει μεν ότι ο τελευταίος απορρίπτει άμεσα την συνέχιση της Επαναστάσεως, και συνεπώς τη βαθμιαία πραγμάτωση της Μ. Ιδέας. Περιορίζεται όμως στην περιγραφή της ήδη γνωστής ταυτότητας του Ελληνικού Έθνους, στα υπαρκτά στενά κρατικά πλαίσιά του, προσαρμοζόμενος- φαινομενικά τουλάχιστον- στο πνεύμα της τότε βρετανικής πολιτικής, σύμφωνα με την οποία μόνο η Αγγλία μπορούσε να πραγματώσει τα ελληνικά όνειρα. Διάδοχος της γηρασμένης οθωμανικής αυτοκρατορίας θα είναι μοιραία η Ελλάδα, η οποία όμως οφείλει να αναμένει, και μάλιστα να συνεργάζεται με τους Τούρκους, για να τεθεί φραγμός στη ρωσική επέκταση προς το νότο (16).

      Ο Φαρμακίδης ευφυέστατα καταφεύγει, έτσι, στην έμμεση απόκρουση της Μ. Ιδέας, υπογραμμίζοντας το αδύνατο της πραγματώσεώς της. Η αδυναμία τεκμηριώνεται κατ' αυτόν πρώτα από την κατάσταση της ίδιας της Ελλάδας: «Οποία εγεννήθη και όπως έπαιδαγωγήθη, δύναται η Ελλάς να επιχειρήση τοιούτω μεγάλω έργω;». Από την άλλη όμως πλευρά κάθε παρόμοια προσπάθεια πιστεύει, ότι θα βρει αντιμέτωπη μιαν «απάνθρωπον επιβουλήν», που δεν είναι άλλη από τον Πανσλαβισμό. Χαρακτηριστικό είναι, ότι στο σημείο αυτό ο Φαρμακίδης συναντάται και φραστικά με τον Φλαμιάτο (17). Και οι δύο μιλούν για «επιβουλή» κατά του Ελληνισμού. Διαφέρουν όμως ριζικά ως προς τον εντοπισμό της «επιβουλής». Ο Φλαμιάτος με όλη την ανατολική ρωσόφιλη παράταξη, βλέπει ως ενσάρκωση της εναντίον της Ελλάδας επιβουλής την Αγγλία. Ο Φαρμακίδης τη Ρωσία. Η αδυναμία χαράξεως καθολικής εθνικής προοπτικής θα μείνει έκτοτε η ολεθριότερη αδυναμία μας ως Ελλήνων.
3. Σ το χειρόγραφο του Φαρμακίδη έχουμε μία εκτενή και σαφή στο θέμα του Πανσλαβισμού αναφορά. Ο Φαρμακίδης μιλά για «σλαβική» και για «πανσλαβιστική ιδέα» και καθορίζει χρονικά τη διαμόρφωσή της στο τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου, σύγχρονα με την συνθήκη της Αδριανουπόλεως (1829) και την ίδρυση του Ελληνικού κράτους (1828). Της προσδίδει δε σαφή ανθελληνικό χαρακτήρα: «Μόλις ανηγέρθη Ελληνικόν βασίλειον και ευθύς εγεννήθη άλλη ιδέα και αυτή είναι όλως αντίθετος και αντιπολέμιος τη παρ' ημίν λεγομένη Μεγάλη Ιδέα, και εις πραγματοποίησιν αυτής γίνεται αδιαλείπτως μεγίστη ενέργεια. Και τις η μείζων αύτη ιδέα; Η ιδέα του Πανσλαβισμού. Ο σλαβισμός υποβλέπων και φθονών τον Ελληνισμόν, ωπλίσθη ευθύς εις τελείαν αυτού καταστροφήν, όχι εις κώλυσιν των προόδων αυτού». Είναι δε Πανσλαβισμός, κατά τον Φαρμακίδη, «ένωσις όλων των πολυπληθών σλαβικών εθνών υπό εν και το αυτό σκήπτρον». Πρόκειται, συνεπώς, για καθαρή αντιποίηση της ρωμαίικης ιδέας, που εγκυμονεί κινδύνους και για τον ίδιο τον «ευρωπαϊσμό», του οποίου φορέας, όμως πιστός μαθητής του Κοραή, ήταν ο Φαρμακίδης: «...αν ποτέ η ιδέα αύτη γενή πράγμα, τρέχει μέγιστον κίνδυνον αυτός ο ευρωπαϊσμός». Πανσλαβισμός η σλαβισμός, Ρωσσισμός, Ελληνισμός η Πανελληνισμός, Ευρωπαϊσμός είναι μερικά από τα ιδεολογήματα της περιρρέουσας πολιτικής ατμόσφαιρας της εποχής, και θα ακολουθήσουν φυσικά και άλλα (19).

Η απολογία του Φαρμακίδη για την αντισλαβική πολιτική του, που τον οδήγησε τελικά στην απόρριψη του Συνοδικού Τόμου (20), διατυπώνεται με τον ακόλουθο τρόπο: «Δεν είμεθα, λοιπόν, ημείς οι θραύοντες και συνθλώντες, η θραύσαντες και συνθλάσαντες, τον θεμέλιον λίθον της Μεγάλης Ιδέας. Το θεμέλιον λίθον της λεγομένης Μεγάλης Ιδέας θραύει και συνθλά η πραγματικώς υπάρχουσα μεγίστη του Πανσλαβισμού Ιδέα και αυτή δεν είναι ιδέα, αλλά πράγμα, και όχι μόνον την Μεγάλην Ελληνικήν Ιδέαν δεν αφίνει να προκόψη εις την Θράκην, εις την Βουλγαρίαν, εις την Δακίαν, εις την Σερβία, εις την Μακεδονίαν, αλλ' απειλεί όλεθρον και αυτή τη Ελλάδι. Γράψαντες δε κατά του διαβοήτου συνοδικού τόμου, σκοπόν είχομεν ταύτης την σωτηρίαν και χαίρομεν, ότι επετύχομεν του σκοπού και ταύτην την φοράν» (21).
Μερικές παρενθετικές διασαφήσεις κρίνονται εδώ κατ' αρχάς απαραίτητες: ο Φαρμακίδης δεν αναφέρεται καθόλου στη Μ. Ασία, αλλά στη Βαλκανική, (μένοντας πιστός στη δυτική εκδοχή της λύσεως του ανατολικού ζητήματος). Την Μ. Ιδέα εννοεί πάλι, φυλετικά, στην καθιερωμένη πια από τις δυτικοευρωπαϊκές ανακατατάξεις αρχή των εθνικοτήτων. Χρησιμοποιεί ακόμη τον όρο Δακία για τις παραδουνάβιες χώρες, γιατί προ του 1861 ήταν άγνωστο το Romania ως κρατικό όνομα για τις ενωμένες «ρωμαϊκές» επαρχίες Βλαχία- Μολδαβία (22).
Είναι όμως γεγονός, ότι ο συνεπής αντισλαβισμός του τον οδήγησε και σε έμπρακτη απόρριψη της Μ. Ιδέας. Στα 1854 αντιτάχθηκε στην ανάμειξη της Ελλάδας στον Κριμαϊκό πόλεμο υπέρ της Ρωσίας, ταχθείς υπέρ της ουδετερότητας. Η συνέπεια ήταν να χαρακτηριστεί δειλός και φιλότουρκος, στην ουσία όμως αποδεικνυόμενος πιστός ακόλουθος της αγγλικής πολιτικής.
      Ο Φαρμακίδης διακρίνει περαιτέρω δύο επίπεδα στη Σλαβική ιδεολογία: α) Ένωση «εις μέγα σλαβικόν έθνος των υπό τα άλλα έθνη τελούντων σλαβικών εθνών» και β) ένωση «των εν τη οθωμανική επικρατεία σλαβικών εθνών». Το δεύτερο ως ευκολότερο, «προπαρασκευάζεται και η προπαρασκευή αύτη ενεργείται, αφ' ης ημέρας υπεγράφη του Ελληνικού Βασιλείου η ανέγερσις». Είναι ενήμερος, μάλιστα, για την ύπαρξη Εταιρείας του Πανσλαβισμού στην Οθωμανική επικράτεια, που είναι εις όλους γνωστή, γιατί «ενεργεί ασυστόλως».
Διατυπώνει στη συνέχεια μία κρίση, που τεκμηριώνει σε μεγάλο μέρος την αντίθεση των δυτικών, αλλά και δυτικιζόντων Ελλήνων απέναντι στο 'γιο Όρος, ως και αντιαγιονορική προπαγάνδα, που επικράτησε κατόπιν, επηρεάζοντας, κατά την γνώμη μας, και τις μεταγενέστερες λαϊκές θρησκευτικές κινήσεις δυσμενώς απέναντί του.

«Ορμητήριον δε της Εταιρείας του Πανσλαβισμού είναι κατ' αντίφρασιν άγιον λεγόμενον όρος. Εκεί υπάρχει καθιδρυμένον το σχολείον των αποστόλων του Πανσλαβισμού, και ούτοι δεν είναι μόνο Σλάβοι, αλλά και Έλληνες το Γένος. Το αργύριον και το χρυσίον τι δεν κατορθώνουσι; Και δεν είναι απόστολοι μόνον λαικοί, είναι και κληρικοί, και πόλλω περισσότεροι εκ του λεγομένου άγγελικού, ήτοι του μοναχικού τάγματος, διότι οι άγγελοι ούτοι έχουσι προς παντός άλλου την επιτηδειότητα και ικανότητα εις το μεταβάλλεσθαι κατά τους πολύποδας». Δεν μπορούμε να κρίνουμε εδώ, πως βλέπει τον μοναχισμό ο μοναχός- υποτίθεται- Φαρμακίδης. Υπενθυμίζουμε μόνο όσα περιέχει η «Έκθεσις της Επταμελούς Επιτροπείας του 1833» για το θέμα (23). Για τον Φαρμακίδη όμως ο σλαβισμός «φοβείται τον ελληνισμόν» και γι αυτό τον πολεμεί «πανταχόθεν της οθωμανικής επικρατείας». Η πολεμική δε αυτή περιλαμβάνει συγκεκριμένες ενέργειες:
«Εξορίζεται η ελληνική γλώσσα εκ των κατά την Θράκην, Βουλγαρίαν, Μακεδονίαν, Βοσνίαν, Ιλλυρίαν και όλους τους παρά των σλαβικών εθνών εν Τουρκία κατοικημένους τόπους εκκλησιών, ουδ' ανέχεται πλέον αύτη, και μόνη η σλαβική συνιστάται. Όπου και των τόπων τούτων υπήρχεν ελληνικόν σχολείον, κατηργήθη, όπου έτσι υπάρχει τοιούτον, επιβουλεύεται και διαβάλλεται, και όπου έμελλε να συσταθή, ημποδίσθη: Ανεγείρονται δε πανταχού σλαβικά σχολεία, και όπου αι κοινότητες δεν εξαρκούσιν εις διατήρησιν αυτών, διατηρούνται ταύτα δαπάνη της Εταιρείας. Οι Έλληνες διδάσκαλοι πανταχού διαβάλλονται και διασύρονται ως ασεβείς, και πανταχού μίσος άσπονδον εμπνέεται κατά Ελλήνων και Ελλάδος. Βιβλία σλαβικά εκτός της Οθωμανικής Επικρατείας συνταττόμενα και εκδιδόμενα, αδιακόπως εισάγονται εις την Τουρκίαν, και πανταχού αυτής διανέμονται δωρεάν και αυτά μόνα αναγινώσκονται και εν τοις σχολείοις και εν ταις οικίαις. Και πως περιγράφονται και εν αύταίς ταις κατηχήσεσι και εν αυτοίς τοις αλφαβηταρίοις οι Έλληνες; Ως αλλόφυλοι, μηδέν κοινόν προς τους Σλάβους έχοντες. Και αν οι συντάττοντες τα βιβλία ταύτα ήξευρον, ότι επιστεύοντο, ήθελον περιγράψει εν αυτοίς τους Έλληνας ως αιρετικούς, αν όχι και ως εθνικούς, ίνα εμπνεύσωσι έτι μάλλον κατά αυτών μίσος εις τους Σλάβους».

     Αυτά γράφονται μετά το 1852 και δείχνουν αφ' ενός μεν, ότι ο Φαρμακίδης γνωρίζει καλά το προχωρημένο στάδιο της πανσλαβιστικής προπαγάνδας, ως ανθελληνικής εκστρατείας, αλλά και το αντισλαβικό μένος του συνεπεία του πατριωτισμού του.
Επισημαίνονται στη συνέχεια δόλιες ενέργειες των πανσλαβιστών για την εξαγορά των ανυπόπτων Ελλήνων (24), και οι προσπάθειες που καταβάλλονται για την ηθική αλλοίωσή τους (25).

Τα ανθελληνικά σχέδια του πανσλαβισμού εστιάζονται περαιτέρω κατά τον Φαρμακίδη στην απειλή της ίδιας της υποστάσεως του Ελληνικού Κράτους:
«Επιβουλεύει αδιακόπως και αυτής της ελευθέρας Ελλάδος την πολιτικήν ύπαρξιν και όχι μόνον επιθυμεί τον εκ νέου πολιτικόν αυτής θάνατον αλλά παντίοις τρόποιες συνεργεί εις επιτυχίαν του ολέθριου σκοπού τούτου. Διότι θεωρεί αυτήν εμπόδιον εις την επιτυχίαν του μεγάλου αυτού σκοπού. Ο σλαβισμός θέλει να εκταθή μέχρι Μεθώνης και δεν θέλει ησυχάσει ποτέ, εν όσω υπάρχει ελληνικόν βασίλειον... Ο σλαβισμός δεν είδεν ευνοϊκώ όμματι την εις έθνος αυτόνομον και ανεξάρτητον απόφασιν της Ελλάδος και την εις βασίλειον ανέγερσιν αυτής, και αν κατά προσποίησιν ενέδωκε και αυτός εις τούτο, πάντοτε όμως μηνοινά (γρ. μηνιά) κατά φρένα και κατά θυμόν την απώλειαν αυτής».
Στο σλαβικό δάκτυλο αποδίδει ο Φαρμακίδης το συνοδικό τόμο (1850), τα «φλαμιατικά» και τα «χριστοφορικά» (1852) (26). Αφετηρία δε όλων αυτών θεωρεί το 'γιο Όρος: «Πόθεν ήρχοντο εις την Ελλάδα και που απήρχοντο εξ αυτής οι μεμυημένοι εις τα μυστήρια της κατά της Ελλάδος γινομένης επιβουλής επίγειοι άγγελοι και ουράνιοι άνθρωποι; Εκ του καταχρηστικώς λεγομένου Αγίου Όρους ήρχοντο και εις αυτό ανήρχοντο. Διότι εκεί υπάρχει καθεσταμένη η Εταιρεία του έχθρού του Ελληνισμού, Πανσλαβισμού και εκείθεν πέμπονται πανταχού οι απόστολοι αυτής». Η διεύθυνση όμως της Εταιρείας βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη. Ένας ακόμη λόγος, για να αποστρέφεται ο Φαρμακίδης την πρωτεύουσα της Ρωμηοσύνης. «Οδηγείται δε και διευθύνεται η Εταιρεία εκ Κωνσταντινουπόλεως. Εκεί ωδηγήθησαν και τα ευσεβή και ευσυνείδητα αυτής μέλη εις την κατασκευήν του ιερωτάτου προσκυνητού συνοδικού τόμου. Εκείθεν συχναί μεταβάσεις και σκέψεις ( sic ) εις το λεγόμενον Άγιον Όρος και εκείσε μεταβάσεις και επισκέψεις αιδεσίμων κληρικών εξ Αθηνών...».
4. Στην τοποθέτησή του αυτή απέναντι στον Πανσλαβισμό συναντάται ο Φαρμακίδης με μία άλλη μεγάλη μορφή του πολιτικού μας κόσμου τον ΙΘ΄ αιώνα, τον επίσης «πολιτικό θεολόγο», κεφαλλονίτη πολιτευτή Γεώργιο Τυπάλδο- Ιακωβάτο (27), με τη διαφορά, ότι ο τελευταίος έδωσε δημόσια την μάχη εναντίον του Πανσλαβισμού, μέσα στη Βουλή, με απόλυτη συνέπεια αλλά και ανάλογες περιπέτειες.
Εντυπωσιακή είναι η σύμπτωση των δύο ανδρών στην κατανόηση του πανσλαβιστικού κινήματος και στην εκτίμηση των στόχων του έναντι του Ελληνισμού, κάτι που αποτυπώνει το εποχιακό πολιτικό κλίμα. Δεν είναι, βέβαια, δυνατόν να εκθέσουμε εδώ τις απόψεις του Ιακωβάτου, αλλά τούτο γίνεται σε ειδική για τον άνδρα μελέτη, που γράφεται αυτόν τον καιρό.

      Ο Ιακωβάτος, όπως και ο Φαρμακίδης, αποστρεφόταν με βδελυγμία το ρωσικό απολυταρχισμό (28) και επεκτατισμό. Παραθέτουμε τις βασικές στο ζήτημα θέσεις του: Η Ρωσία «επιβουλεύει όλα τα έθνη της Ανατολής» (29). «Η Ρωσία πάντοτε την Ελλάδα ήθελε ως συντελεστική των σκοπών της» (30). Η ρωσική πολιτική «παρήγγειλε να εμπνεύσωμεν όλα τα έθνη της ανατολής εναντίον της Τουρκίας...όπως ούτως η μεν Τουρκία αδυνατήση, η δε Ρωσία μεταβή εις Κωνσταντινούπολιν και έπειτα καταβροχθίση ημάς και τα λοιπά εθνάρια» (31). Περιοριζόμενος ο Ιακωβάτος κυρίως στις εκδιπλώσεις του Πανσλαβισμού μέσα στα όρια του Ελληνικού κράτους και της πολιτικής του, μιλεί και αυτός για εξαγορές συνειδήσεων, δημιουργία κλίματος ανησυχίας και κοινωνικής αρρυθμίας, όπως ακόμη για χρησιμοποίηση του Αγίου Όρους ως ορμητηρίου σλαβικών σχεδίων, σε ένα δε σημείο θα κάνει λόγο και αυτός για το «λεγόμενον Άγιο Όρος» αλλά στα 1881 (32). Έχουμε όμως και εδώ μια ακόμη μαρτυρία για τον κλονισμό των συνειδήσεων απέναντι στο Αγιο Όρος, το οποίο θα συνεχίσει να καθιστά ύποπτη χρησιμοποίηση της Μονής Παντελεήμονος από τη Ρωσική διπλωματία για πολύ ακόμη.

Βέβαια υπάρχουν διαφορετικές αφετηρίες στους δύο άνδρες, γιατί διαφορετικό ήταν και το φρόνημα ενός εκάστου. Ο Φαρμακίδης συνέβαλε στην πληρότητά του το πρόβλημα του Πανσλαβισμού, αλλά η ρωσοφοβία του τον απομάκρυνε τελείως από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον έδεσε στο άρμα της πολιτικής της Αγγλίας. Ο Ιακωβάτος, αντίθετα, τίποτε δεν καταπολέμησε με σφοδρότερο πάθος, όσο το ελλαδικό αυτοκέφαλο και έμεινε πιστός στον Οικουμενικό θρόνο, τον οποίο ως πνευματικό κέντρο και φάρο του Ελληνισμού, θεωρούσε ως το μεγαλύτερο εμπόδιο στην εφαρμογή των σλαβικών σχεδίων. Θα δεχθεί δε ακόμη και την ελληνοτουρκική συνεργασία και φιλία (πολύ προ του Βενιζέλου), όχι πειθαρχώντας στην βρετανική πολιτική, αλλά πιστεύοντας στην ανάγκη πραγματώσεως της φαναριώτικης θεωρίας και την βαθμιαία υποκατάσταση των Οσμανιδών στην άσκηση της εξουσίας σε μία οθωμανική αυτοκρατορία του Ελληνικού Έθνους. 'λλωστε, ο Ιακωβάτος εκφράζει μια πολύ προχωρημένη για την εποχή του αντίληψη για τη διεθνή πολιτική, μένοντας αδέσμευτος, λόγω του παραδοσιακά ορθόδοξου φρονήματός του, κάτι που δεν είχε ο Φαρμακίδης. Η αιτία της ελληνικής κακοδαιμονίας ήταν κατά τον Ιακωβάτο «τα δύο ρεύματα της εξωτερικής πολιτικής, τα οποία ενεργούν εντός της Ελλάδος, αφανώς, φανερώς, και μυστηριωδώς, το πνεύμα δηλαδή του Βορρά (Ρωσία) και το πνεύμα της Δύσεως. Εδώθεν προέρχονται τα δεινά της Ελλάδος» (33). Ο Ιακωβάτος, ελεύθερο και ασυμβίβαστο ρωμαίικο πνεύμα, δεν ταυτίστηκε ποτέ με καμία πολιτική ιδεολογία η κόμμα.

Ο Ιακωβάτος έμεινε πιστός στην ιδέα του Γένους και της Πόλης, ως αναντικατάστατης πρωτεύουσάς του, και γι αυτό απέκρουσε τη Ρωσία, γιατί απειλούσε αυτή την Ιδέα. Ο Φαρμακίδης όμως έμενε δεμένος με τον Ελλαδισμό και την Αθήνα ως το μόνο του κέντρο. Ο Ιακωβάτος έγινε ένας από τους δυναμικότερους εκφραστές της ρωμαίικης Ελληνορθόδοξης Ιδέας, σαφώς διακρινόμενης από τα Ρωσικά σχέδια, και γι αυτό αποστασιοποιημένος από τη ρωσόφιλη ανατολική παράταξη (34). Ο Φαρμακίδης, αντίθετα, έμεινε συνεπέστατα πιστός στην ιδέα του ευρωπαϊσμού με την οποία είχε συνδέσει τις τύχες του το ελληνικό κράτος, (ενώ το Έθνος, ο Λαός, αυτοδιαστελλόταν ακόμη από τη Φραγκιά και τους Φράγκους). Έτσι, ο Φαρμακίδης, λόγω του τυφλού αντισλαβισμού και του δυτικισμού του, δεν μπορούσε να κατανοήσει την εκδοχή, ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεμένο με την Ελλάδα, θα απέβαινε ισχυρότατο στήριγμα του Ελληνισμού, όπως ακριβώς συνέβη μετά το βουλγαρικό σχίσμα. Ο Ιακωβάτος, αντίθετα, με την ρωμαίικη συνείδησή του, αυτό το δεχόταν ανεπιφύλακτα και γι αυτό διεκήρυσσε στη Βουλή το 1864, ότι «εάν θεωρήσωμεν κέντρον αυτό (δηλ. το Οικουμενικό Πατριαρχείο), έχομεν την πρωτοκαθεδρίαν εις όλην την Ανατολήν» (35). Αλλ' ο λαϊκός Ιακωβάτος, μολονότι πολιτικός καριέρας, είχε εγκολπωθεί τους μακρόπνοους οραματισμούς του Γένους, ενώ ο περιστασιακά πολιτικός κληρικός Φαρμακίδης έβλεπε το μέλλον της Ελλάδος μέσα από το πρίσμα του απελπιστικά πρόσγειου ρεαλισμού του.
 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βασικές μελέτες για τον Φαρμακίδη μένουν ακόμη: Χρ. Α. Παπαδοπούλου, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τομ. Α΄, Αθήναι 1920, σ. 55 κ.ε. Δημ. Σ. Μπαλάνου, Θεόκλητος Φαρμακίδης (1784-1860), Αθήναι, 1933. Βλ. και άρθρο του Ν. Τζιράκη στην Θ. Η. Ε. 11 (1967), στ. 999-1104. Ανέκδοτη παραμένει η μελέτη του Ν. Κουλουγλιώτη, Η διαμάχη Θεοκλήτου Φαρμακίδη-Κωνσταντίνου Οικονόμου και η διαμόρφωση του παιδευτικού ιδεώδους του Νεωτέρου Ελληνισμού (διδ. διατρ.), Ρώμη 1983.
2. Βλ. σχετικά παραθέματα στου Δ. Σ. Μπαλάνου, οπ. παρ. σελ. 50 ε. Και κατά τον καθηγητή Γερασ. Κονιδάρη ( Σταθμοί της εκκλησιαστικής πολιτικής από του Καποδιστρίου μέχρι σήμερον, Αθήνα 1971, σ. 24) με το Φαρμακίδη «αρχίζει η ευθύνη των Καθηγητών της Θεολογικής Σχολής» για τις σχέσεις Εκκλησίας- Πολιτείας.
3. Α. Διομήδους Κυριακού, Εκκλησιαστική Ιστορία , τομ. Γ΄, Αθήναι 1898, σ. 194.
4. Για το αρχείο του Θ. Φαρμακίδου, που σώζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη Αθηνών, βλ. Σ. Δ. Μπαλάνου, Ανέκδοτα έργα Θεοκλήτου Φαρμακίδου , Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, τομ. 18 (1943), σ. 226-238.
5. Wilhem Schneemelcher, Athanasius von Alexandrien als Theologe und als Kirchenpolitiker, v. Gesammelte Aufsätze, Thessaloniki, 1974, 274-279. Του ιδίου : Das Konstantinische Zeitalter. Kritisch- historische Bemerkungen zu einem modernen Schlawort, στην « Κληρονομία », τ . 6 (1974), σ . 37-60.
6. Χρ. Παπαδοπούλου, Ιστορία , σ. 442.
7. Στο ίδιο σ. 377. Πρβλ. σ. 58. Βέβαια, είναι άλλη υπόθεση, αν μπορεί να χαρακτηρισθεί «εθνικόφρων» ο Φαρμακίδης, και μάλιστα το 1850! (Βλ. Γ. Ιλ. Κονιδάρη, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος , τομ. Β΄, Εν Αθήναις 1970, σ. 241). Γιατί, τότε, τι ήταν ο Οικονόμος;
8. Βλ. Κ. Οικονόμου , Τα σωζόμενα Εκκλησιαστικά συγγράμματα...., Εκδ. Σοφ. Κ. Οικονόμου, τομ. Γ΄ Αθήναι 1866, σ. 56.
9. Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Θύμα η Θύτης; Ερμηνευτική προσέγγιση του Καϊρείου δράματος, στον τόμο (του ιδίου) Παράδοση και αλλοτρίωση , Αθήνα 1986, σ. 346.
10. Βλ. λ.χ. Δ. Σ. Μπαλάνου, Περικοπαί εξ ανεκδότων επιστολών του Θ. Φαρμακίδου, αναφερόμεναι εις πολιτικά γεγονότα των ετών 1826-1834, στα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τ. 1933. σ. 106 ε.
11. Βλ. Χρ. Παπαδοπούλου, όπ. παρ. σ. 386. Πρβλ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ελλαδικού Αυτοκεφάλου παραλειπόμενα , Αθήνα 1983. σ. 236 ε.
12. Βλ. Χρ. Παπαδοπούλου, όπ. παρ. σ. 384, σημ. και αναλυτικότερα Γ. Δ. Μεταλληνού, Ελλαδικού Αυτοκεφάλου παραλειπόμενα , σ. 251.
13. Χρ. Παπαδοπούλου, οπ. παρ. σ. 376 ε. Το περιεχόμενο του φακέλου 15 βλ. στου Δ. Σ. Μπαλάνου, Ανέκδοτα έργα, οπ. Παρ. σ. 237. Τα φύλλα είναι λυμένα και χωρίς αρίθμηση.
14. Βλ. σχετικά με τα πολιτεύματα αυτά στου Απ. Β. Δασκαλάκη, Κείμενα-Πηγαί της Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως, τομ. Α΄ Αθήναι 1966, σελ. 283, 309 ε.
15. Για τις μεταβολές αυτές βλ. στου Al . Papaderos , Metakenosis . Griechenlands Kulturelle Herausforderung durch die Aufkl ä rung in der Sicht des Korais und des Oikonomos , Meisenhaim am Glan , 1970, σ. 61 ε. Πρβλ. και σχετικές αναφορές του Κ. Θ. Δημαρά στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτικής Αθηνών), τ. ΙΑ΄ (1975), σ. 348 ε.
16. Βλ. Χ. Κοριζή, Η πολιτική ζωή εις την Ελλάδα (1821-1910) , Αθήναι, 1974, σ. 55 ε.
17. Βλ. το έργο του «Φωνή ορθόδοξος και σπουδαία εις ανακάλυψιν της κατά των ορθοδόξων επιβουλής...», Αθήνα, 1849. Πρβλ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Δύο Κεφαλλήνες αγωνισταί αντιμέτωποι (Κ. Φλαμιάτος και Κ. Τυπάλδος), Λευκωσία 1980, σ. 4 ε.
18. Για τον Πανσλαβισμό και τα σχέδιά του βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους , τ. ΙΓ΄ (1977), σ. 299 ε. Μ. Θ. Λάσκαρη, Το Ανατολικόν ζήτημα (1800-1923), τ. Α΄(1800-1878), Θεσσαλονίκη 1978 (=1948) σ. 228 ε. Γ. Ι. Κονιδάρη, Η άρσις του βουλγαρικού σχίσματος εν τω πλαισίω της καθολικής Ορθοδοξίας του Ελληνισμού, εκδ. Γ΄, Αθήνα 1971, σ. 30 ε. Γ. Αλεξιάδου, Ο Πανσλαβισμός, Αθήνα 1980. Ευρύτερο χαρακτήρα έχει η μελέτη Ι. Ν. Μοσχοπούλου, Πανσλαβισμός και Ελληνισμός, Α΄ και Β΄, Αθήνα 1978.
19. Βλ. Κ. Δοσίου, Ελληνισμός η Ρωσσισμός, Αθήναι 1854 .
20. Βλαχισμός (1854), νοτιοσλαβισμός (1862), πανρωμουνισμός (1870), πανμωαμεθανισμός- παλλατινισμός-πανισλαμισμός (1878), παγγραικισμός, πανελληνισμός (1860), νεοελληνισμός (1875) κλπ. Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους , Εκδ. Αθηνών, τ. ΙΓ΄, σ. 484. Ο όρος Πανσλαβισμός πιστευόταν, ότι μαρτυρείται το 1855. Βλέπουμε όμως, ότι προηγήθηκε στη χρήση του ο Φαρμακίδης (1852).
21. Στην πολεμική του εναντίον του Πατριαρχικού Τόμο0υ του 1850 (Ο Συνοδικός Τόμος η Περί Αληθείας, εν Αθήναις 1852, σ. 591) τον χαρακτηρίζει: «ταμείον επιβουλής εκ μέρους επιβούλου πολιτικής, ήτις ηθέλησε να φθάση δια της Συνόδου της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας εις ον από πολλού ήδη προέθετο εαυτή ολέθριον κατά της Ελλάδος σκοπόν», δηλ. της Ρωσίας. Βέβαια, οι αντίπαλοί του, όπως ο. χ. ο Γ. Μαυροκορδάτος ( Περί της Εκκλησίας της Ελλάδος, φυλλάδιον τρίτον, Αθήνα 1852, σ. 190), απαντούσαν: «Καγώ τοίνυν, Θεόκλητε, εν ονόματι της πατρίδος λέγω σοι, ότι η πατρίς τας τρεις Μεγάλας Δυνάμεις προστάτιδας και ευεργέτιδας αυτής ανέγραψεν. Εν δ' αυταίς καταλέγεται επ' αισίοις και η ορθόδοξος και ομόδοξος Ρωσσία, και κρώζε συ όσα αν θέλης». Ο εθνικός διχασμός έχει ήδη αρχίσει, για να κορυφωθεί το 1916.
22. Βλ. Παγκόσμιος Ιστορία , εκδ. Ελευθερουδάκη, τ. Β2, Αθήνα χ.χρ. σ. 904 ε.
23. Βλ. Θεοκλ. Α. Στράγκα, Αρχιμ. Εκκλησίας Ελλάδος, Ιστορία εκ πηγών αψευδών , (1817-1967), τ. Α΄ Αθήνα 1969, σ. 24 ε. Πρβλ. Χρ. Παπαδοπούλου, Ιστορία ...., σ. 82 ε. Για τη σχέση Ρωσίας και Αγίου Όρους ήδη από την συνθήκη της Ανδριανουπόλεως (6-6-1829) βλ. Σταύρου Ι. Παπαδάτου, Η πολιτειακή θέση του Αγίου Όρους, Αθήνα, 1965, σ. 34 και 59. Πρβλ και την ευρυτέρου ενδιαφέροντος μελέτη του Κ. Κ. Παπουλίδη, «Ρωσικό ενδιαφέρον για την Εκκλησία της Ελλάδος την εποχή του Όθωνα», στη Θεολογία , τ. 57 (1986),. σ. 764-776. Επίσης του ιδίου, Το ρωσικό αρχαιολογικό Ινστιτούτο Κωνσταντινουπόλεως (1894-1924), Θεσσαλονίκη 1984.
24. «Χρυσούφαντα ιερά άμφια και χρυσωμένα αργυρά σκεύη πέμπονται αδιακόπως δωρεάν και όχι μόνον εις τας Εκκλησίας των σλαβικών Κοινοτήτων, και ούτω σπείρεται και εν αυταίς ο σπόρος του σλαβισμού. Τα λαμπρά ταύτα δώρα γίνονται δεκτά και παρά ταών Ελλήνων, διότι θεωρούνται αθώα και αδελφικής αγάπης δείγματα».
25. «...Και παντοία προσπάθεια γίνεται εις μετάπλασιν και αυτών των ελλήνων εις σλάβους...».
26. Βλ. Χρ. Παπαδοπούλου, Ιστορία ...σ. 387 ε.
27. Γράφεται ειδική μελέτη. Πρόχειρα βλ. Γεωργίου Τυπάλδου-Ιακωβάτου, Αγορεύσεις εν τη Ν΄ εν Αθήναις Εθνοσυνελεύσει και εν ταις Βουλαίς , Εν Αθήναις 1882. Πρβλ. Η. Τσιτσέλη, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα , τ. Α΄ Αθήνα 1904, σ. 661 ε.
28. «Εν όλω τω πολιτικώ του βίω τον δεσποτισμόν απεστρέφετο...Ποσάκις προς ημάς έλεγεν, ότι δεσποτισμός και δουλεία κατ' ουδέν διαφέρουσιν» (Λόγος εκφωνηθείς υπό Μιχαήλ Π. Μπονάνου εις το λαϊκόν μνημόσυνον Γεωργίου Ιακωβάτου, Κεφαλληνία 1884).
29. Γ. Τυπάλδου-Ιακωβάτου, Αγορεύσεις, οπ. Παρ. σ. 330.
30. Στο ίδιο, σ. 226.
31. Στο ίδιο, σ. 222.
32. «Εκ τινος ρωσικού μοναστηρίου του λεγομένου Αγίου Όρους» (Βλ. «Διαμαρτύρησιν» Γ. Ιακωβάτου κατά της Βουλευτικής Εκλογής της 20-12-1881).
33. «Αγορεύσεις», οπ. παρ. σ. 221.
34. Βλ. Δ. Κιτσίκη, Η ανατολική παράταξη στην Ελλάδα, περιοδ. ΤΟΤΕ, αρ. 27 (1985), σ. 54-68.
35. «Αγορεύσεις», οπ. παρ., σ.19.

Read more: http://www.egolpion.com/6E70C248.el.aspx#ixzz3A5Rg3WtT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου