Ευλόγησον
Πάτερ.
α.
Ορέγεσαι ορθόν βίον; Επιμελού την
ταπεινοφροσύνην, διότι χωρίς αυτής
ορθός βίος δεν δύναται να υπάρξη.
β.
Οδοιπόρος ανήρ όστις απώλεσε την αρχήν
της οδού, εν τη αλλοδοπή χώρα ο τοιούτος
πλανάται˙ και ο απομακρύνας εαυτόν εκ
της οδού των ταπεινών, δεν θέλει στήσει
την σκηνήν αυτού εις τας κατοικίας των
οσίων.
γ.
Εργάζου εν ταπεινοφροσύνη πάντα τα έργα
σου, εν ονόματι του Σωτήρος ημών Ιησού
Χριστού˙ και τοιουτοτρόπως θέλει υψωθή
ο καρπός σου εις τον ουρανόν˙ διότι η
υπερηφάνεια ομοιάζει με υψηλόν δένδρον
σεσηπός, το οποίον πανταχόθεν έχει τους
κλάδους εύθραυστους˙ και όστις αναβή
ταχέως κατακρημνίζεται εκ του ύψους.
δ.
Αρχή της εγκαταλείψεως του ανθρώπου
είναι το ν' απομακρύνηται από της
ταπεινοφροσύνης· και ο εγκαταλειφθείς
υπό του Θεού θέλει πνίγη ως ο Σαούλ, υπό
πονηρού πνεύματος.
ε.
Πνιγμόν φοβερόν νόμιζε την συμπλοκήν
των αμαρτιών, και το να αναβαίνη εκ της
πλημμύρας αυτών έως της ώρας του θανάτου.
ς.
Εάν κατανοήσης ακριβώς, θέλεις εύρει
τας παγίδας του εχθρού κεχρισμένας δια
μέλιτος και γλυκύτητος, και εάν τις θέλη
να γευθή το μέλι, υπό παγίδος θέλει
συλληφθή.
ζ.
Μη επιθυμής το τοιούτον μέλι, και δεν
θέλεις συλληφθή υπό παγίδος˙ διότι η
γλυκύτης αυτού επί τέλους γεμίζει από
χολήν και πικρίαν τους επιθυμούντας
αυτό.
η.
Αγάπα ταπεινοφροσύνην, και υπό παγίδος
διαβολικής δεν θέλεις συλληφθή ποτέ˙
διότι θέλεις γίνει ανώτερος των παγίδων
του Έχθρου˙ διότι ανακουφίζεσαι πάντοτε
από το οξύτατον πτερόν της ταπεινοφροσύνης.
θ.
Εάν ίδης τινά νεανιευόμενον, ωραίον την
όψιν, και λαμπρόν κατά το φόρεμα,
παρακολουθούμενον υπό πλήθους ανθρώπων,
μη ζηλότυπης, μηδέ θορύβου άλλ' έχε εις
τον νουν σου, ότι μετ' ολίγον θέλεις ιδή
αυτόν σβεννύμενον διότι εξήνθησαν και
διέλαμψαν οι πολιτευθέντες κατά το
θέλημα του Θεού.
ι.
Οι φρόνιμοι και ευαρεστήσαντες εις τον
Κύριον, δεν προσείχον εις τας λαμπρότητας
του βίου˙ γινώσκοντες καλώς, ότι ως
άνθος χόρτου ταχέως θέλουσι ξηρανθή˙
ημείς δε οι αμελείς, εάν ίδωμεν πολυσαρκίαν
ανθρώπου, ερυθρού˙ κατά τας παρειάς,
τον άνθρωπον τούτον μακαρίζομεν, αν και
ήναι ασεβέστατος˙ μακράν ημών ρίψαντες
τον επίπονον βίον, δεν γινώσκομεν οποίον
αξίωμα έχει ο βίος των ασκητών τούτου
χάριν η σωφροσύνη εμισήθη παρ' ημών, και
η αγιοσύνη εβδελύχθη.
ια.
Ας μη προσέχωμεν αδελφοί εις παιδικά
παιγνίδια, άλλ' ας αναλάβωμεν πάντοτε
τέλειον βίον, ίνα μη στερηθώμεν της
χαράς των ασκητών, και παραδοθώμεν εις
αιωνίαν κόλασιν.
ιβ.
Μακάριος ο λιπανθείς δια των αγαθών
ελπίδων, και λαμπρυνθείς εις αγαθούς
συλλογισμούς˙ διότι η δόξα τούτου είναι
μεγάλη και αθάνατος.
ιγ.
Ας επιδιώξωμεν την ησυχίαν ώστε θεωρούντες
τα αμαρτήματα ημών, να ταπεινωθώμεν
πάντοτε, και ουχί να θρέψωμεν τον λογισμόν
δι' οιήσεως ή πονηρίας, καθώς τα ιοβόλα
ζώα.
ιδ.
Ας αγαπήσωμεν την ησυχίαν, δια ν'
αποκτήσωμεν καθαράν καρδίαν, και φυλαχθή
άσπιλος ο ναός, τον οποίον ενεπιστεύθησαν
εις ημάς, από της φθοράς των αμαρτιών.
ιε.
Καλή είναι η προσευχή μετά στεναγμών
και δακρύων, ταύτα όμως να χύνωνται
ησύχως˙ το δε να κράζωμεν δια ν' ακουώμεθα
είναι σημείον ανθρωπαρεσκείας· ο δε εν
γνώσει και πίστει προσευχόμενος, τον
Κύριον ενώπιον αυτού βλέπει, καθότι εν
αυτώ ζώμεν, και κινούμεθα και εσμέν.
ιστ.
Εάν επωρώθη η καρδία σου, κλαίε ενώπιον
του Θεού, δια να επιστάζη εις σε φωτισμόν
γνώσεως, και μη σκόπτε τους μετά θερμότητος
καρδίας βοώντας προς τον ουρανόν.
ιζ.
Όστις σκώπτει τους φιλόπονους, κατέστησεν
εαυτόν δούλον εις τον Δόλιον, εκτελών
τα μυσαρά θελήματα εκείνου˙ ο τοιούτος
δεν θέλει εύρει χαράν την ητοιμασμένην
εις τους δούλους του Κυρίου.
ιη.
Συ δε ασκητά εν γνώσει εκτελεί τα έργα
σου πάντοτε, και ας μη δώσωμεν αφορμήν
εις τους ζητούντας αφορμήν.
ιθ.
Ουαί εις τον ανελεήμονα, και ουαί εις
τον δόλιον, και ουαί εις τον τρυφηλόν
διότι θέλει συναντήσει αυτόν ο πικρός
άδης˙ διότι υπόδουλον καθιστά εαυτόν
χάριν γαστριμαργίας, και τον Θεόν
καταφρονεί, ίνα αρχήν και εξουσίαν ευρη
εν τω ματαίω τούτω βίω. Ήλθεν εξαίφνης
ο θάνατος, εξήρανε τον λαιμόν, όστις τα
λαμπρά φαγητά εδέχετο συχνά˙ κατήργησε
την εξουσίαν, δια της οποίας περιεφρόνει
τον ποιήσαντα αυτόν ερρίφθη λοιπόν εις
την γην, ως κοπρία, του αθλίου το σώμα,
και η ψυχή πορεύεται εις τον ίδιον αυτής
τόπον.
κ.
Τα τερπνά του βίου θεωρών, πρόσεχε μη
ελκυσθής˙ διότι εις αυτά είναι κεκρυμμένη
η παγίς του θανάτου. Διότι ο αλιεύς δεν
ρίπτει γυμνόν το άγκιστρον.
κα.
Την επιθυμίαν ο Εχθρός, ως δόλωμα εν
αγκίστρω μεταχειρίζεται, ίνα ολόκληρον
την ψυχήν επισύρη εις σεαυτόν υπόδουλον
ο Μιαρός.
κβ.
Η πρώτη συλληφθείσα ψυχή, είναι παγίς
εις άλλας προς το θέλημα εκείνου,
εγγκλυκαίνουσα τας αδοκιμάστους ψυχάς
εις την πικρίαν του Δράκοντος. Διότι
και η πέρδιξ συλληφθείσα θέλει γίνει
ως δόλωμα εις τας μη συλληφθείσας υπό
των βρόχων διότι ο κυνηγός στήνει τους
βρόχους ολόγυρα αυτής, και θηρεύει τας
καλώς πετώσας.
κγ.
Κοπίαζε εις την αρετήν, και μη βαρύνεσαι
εις τους κόπους διότι χωρίς κόπων η
αρετή δεν γνωρίζεται.
κδ.
Εις τους κόπους έχε άνω το όμμα της
ψυχής, και θεωρών την χαράν εκείνην δεν
θέλεις παραιτήσει τους κόπους.
κε.
Κοπιάζων κοπίαζε μετά κόπου, δια ν'
αποφυγής των ματαίων κόπων τους κόπους·
διότι οι κόποι των δικαίων καρπούς ζωής
βλαστάνουσιν οι δε των αμαρτωλών είσι
πλήρεις αγχόνης.
κς.
Κατά το θέλημα του Θεού υπόμεινον τας
θλίψεις του παρόντος βίου, και δεν θέλει
ματαιωθή η ελπίς σου προς τους αγίους
διότι ο ζυγός του Εχθρού, έχει εν εαυτώ
την λύπην, ήτις γεννά τον θάνατον.
κζ.
Οι ζώντες μάτοιον βίον, τους εν γνώσει
κοπιάζοντας θέλουσι να υποσκελίσωσιν,
ίνα μη έχωσι πλησίον τον έλεγχον η δε
κατάπτωσις εκείνων αναδεικνύει
εστεφανωμένους τους αθλητάς της
ευσεβείας.
κη.
Γένου ταπεινόφρων, δια να μη ζημιωθής
κανέν εκ των όσων καλώς ειργάσθης εάν
δε αποβάλης την ταπεινοφροσύνην, μετά
των ματαιοπόνων θέλεις καταταχθή.
κθ.
Θέλεις να χειραγωγής ψυχήν, ασφάλιζε
σεαυτόν πάντοτε ως συνετός, ίνα μη
καταποντισθής υπό ηδονικών λογισμών,
και το ναυάγιον γίνη εντός του λιμένος.
λ.
Εάν θέλης να ήσαι λιμήν ασφαλής, στερέωσον
τα σίδηρα και τας άγκυρας, δια να μη
σαλευθώσιν ευκόλως υπό του λαίλαπος
των ηδονών, και γίνης ναυάγιον αντί
λιμένος.
λα.
Μη έμπλεκε άγκυραν μετά αγκύρας, εάν
απέμεινεν ελαφρόν τι εν σοι δια να μη
παρασυρθής υπό των παθών ευκόλως˙ διότι
όστις θέλει να ανασύρη τον πεσόντα εις
τον λάκκον, οφείλει να έχη ανδρείον
λογισμόν, δια να μη παρασυρθή υπό της
αγκύρας εκείνου εις τον αυτόν βόθρον
διότι οι εμπαθείς λόγοι όταν εύρωσι
τόπον, ως άγκιστρον έλκουσι την ψυχήν.
λβ.
Φεύγε πάντοτε τας επιβλαβείς συνομιλίας,
και θέλει είσθαι πάντοτε η ψυχή σου εν
ησυχία μεγάλη.
λγ.
Βλαβερός γίνεται ο μοναχός, όταν δεν
πράττη εν συνέσει πνευματική πάντα τα
έργα αυτού διότι ο Υιός και Λόγος θέλει
να ώμεν πάντες ακέραιοι και σοφοί.
λδ.
Εάν δεν εθερμάνθης πολύ υπό του Αγίου
Πνεύματος, μη θέλης ν' ακούσης ξένους
λογισμούς διότι θέλεις εύρει εν αυτοίς
διττόν πόλεμον πρώτον μεν δια της
ενθυμήσεως των ακουσθέντων μολύνεις
την ψυχήν σου δεύτερον δε θέλεις γίνει
εχθρός εις τον εξομολογούμενον, όταν
γενναίως δεν αποδιώξη μετά πάθη δια της
σταυροφόρου δυνάμεως, αλλά περιπέση
και πάλιν εις αυτά εξ αμελείας. Εκείνος
δε ο πνευματικός, εάν ήναι συνετός,
προσποιείται ότι ελησμόνησε τα αμαρτήματα
του εξομολογηθέντος.
λε.
Καθώς όταν τις έχη περιστεράν εις τον
οίκον, και εύρου σα εκείνη θηρίδα
ανεωγμένην ήθελεν εκπετάξει εκτός της
οικίας, ουχί μετά ράβδου ή λίθου κράζει
αυτήν να επανέλθη, αλλά ρίπτων σίτον,
μετά φρονήσεως ζητεί να συλλαβή αυτήν.
Ούτω λοιπόν και όστις θέλει να καθαρίση
τον ρύπον των λογισμών, έχει ανάγκην
πολλής συνέσεως και εμπειρίας.
λς.
Εάν αναγινώσκης, μη επιδίωκε μόνον το
ρητορικόν και γοργόν, μηδέ περί τούτου
μόνον να φροντίζης δια να μη πληγώση
την καρδίαν σου ο δαίμων της αυταρέσκειας·
αλλά κιχρείζου εκ των όσων ανέγνωσας
τά ιάματα της ψυχής, καθώς η φρόνιμη
μέλισσα επισυνάγει εκ των ανθέων το
μέλι.
λζ.
Καθώς κενόδοξος ανήρ, ενώ είναι πένης,
ονομάζει εαυτόν βασιλέα· ούτω και
μοναχός τρώγων κρυφίως, και εις την
τράπεζαν των αδελφών υποκρινόμενος
ολιγοφαγίαν και εγκράτειαν, δεν είναι
ασκητής· ο τοιούτος υφαίνει ιστόν
αράχνης˙ διότι δεν βαδίζει την οδόν των
αγίων, αλλά την των ανθρωπαρέσκων.
λη.
Εάν απηρνήθης τον κόσμον, επιμελού το
έργον σου, δια να επιτυχής τον ζητούμενοι
μαργαρίτην διότι τινές απαρνηθέντες
τον κόσμον, ανεχώρησαν εκ του βίου, άλλοι
μεν και εκστρατείαν αφήσαντες, άλλοι
δε και πλούτον διαμοιράσαντες· τελευταίον
όμως υπό του ιδίου θελήματος παρασυρθέντες,
κατέπεσον διότι ουδέν πράγμα είναι
ταλαιπωρότερον, από το να κυριεύηται
τις υπό του ιδίου θελήματος, και να μη
πολιτεύηται κατά το θέλημα του Θεού˙
διότι ούτοι μεν υπεκρίθησαν, Οτι
απεμακρύνθησαν εκ της καθολικής πύλης
των πραγμάτων του βίου, δια του παραθύρου
όμως ευρίσκονται εις τα ενδότερα.
λθ.
Τα αυτά πάσχουσιν οι τοιούτοι με τους
υιούς Ισραήλ, οίτινες αφού εξήλθον της
σιδηράς καμίνου, και διεσώθησαν της
Ερυθράς θαλάσσης, και έλαβον τόσας
χάριτας, έπειτα παρασυρθέντες υπό του
ιδίου θελήματος εναυάγησαν εις την
ξηράν και εκ τοσούτου πλήθους των
ηριθμησμένων, δύο εσώθησαν, οι φυλάξαντες
οσίως τον λόγον του Κυρίου, και τον
Ύψιστον μη πικράναντες.
μ.
Οι απαρνηθέντες τον κόσμον, ουδέν κοινόν
έχουσι μετά του κόσμου˙ ούτοι και εις
εξουσίαν αν τεθώσιν, ως μη άρχοντες
είσιν˙ εάν δε εκβληθώσι της αξίας, οι
αυτοί είσι κατά τον λογισμόν. Οι δε
απομακρυθέντες του ευσεβούς λογισμού
προς μεν τας γλυκύτητας του κόσμου
ευρίσκονται έτοιμοι, και ο αγών αυτόν
δεν είναι πλέον περί αρετής˙ αλλά τον
ζυγόν απόρριψαντες επιμελεστέρως
οικοδόμουσιν όσα προ πολλού καλώς
κατέστρεψαν καθώς παρθένος σεμνότατη
και πεφυλαγμένη εις θάλαμον, η οποία
διέφθειρε τας αισθήσεις αυτής, και
αποβάλουσα την αιδώ αναισχύντως, πράττει
τα ασυγχώρητα, και μήτε Θεόν φοβείται,
μήτε ανθρώπους εντρέπεται˙ αλλά δεν
θέλει διαφύγει τας χείρας του Θεού διότι
η ημέρα θέλει φανερώσει το έργον εκάστου,
διότι θέλει δοκιμασθή εις το πυρ.
μα.
Μακάριος ο δι έργου κηρύσσων την αρετήν
διότι το να λέγη τις τα της αρετής, και
να πράττη τα εναντία, δεν σώζεται˙ καθώς
και ο διαλεγόμενος περί σωφροσύνης, και
πράττων τα αισχρά, δεν θέλει επιτύχει
το βραβείον.
μβ.
Μη ταράττησαι όταν βλέπης τους φιλήδονους
πράττοντας αφόβως τας ασωτίας· διότι
το άνθος αυτών είναι γεμάτον από δυσωδίαν
το δε άνθος των φιλαρέτων διαλάμπον εις
το φως, είναι πεπληρωμένον ευωδίας.
Επίμενε λοιπόν εις την αρετήν, ίνα
θαυμασθής και παρ αυτών των σαρκικών,
και φιλήδονων ανθρώπων διότι αν και
προφανώς δεν θέλουσι να ποιώσι τούτο,
άλλ' εντός εαυτών μακαρίζουσι τους
εργάτας των αρετών.
μγ.
Όταν ίδης σώματα, τα οποία λάμπουσι δια
της επιμελείας προς αισχρόν έρωτα, μη
θαυμάζης δια ταύτα, μηδέ ας σε εξαπατά
του δέρματος το χρώμα, όπερ μετ' ολίγον
εις κόνιν θέλει μεταβληθή, αλλά ψάλλε
μετά στεναγμού έν σεαυτώ, λέγων «Μνήσθητι,
Κύριε, ότι χους εσμέν άνθρωπος, ωσεί
χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του
αγρού, ούτως εξανθήσεί ότι πνεύμα διήλθεν
εν αυτώ και ούχ υπάρξει, και ουκ επιγνώσεται
έτι τον τόπον αυτού το δε έλεος του
Κυρίου από του αιώνος και έως του αιώνος
επί τους φοβούμενους αυτόν»· και
τοιουτοτρόπως δια της χάριτος του Θεού,
δεν θέλεις αιχμαλωτισθή υπό του Πονηρού.
μδ.
Παρακαλεί τον Κύριον μετά πόνου, όπως
σοι χαρίση πνεύμα τελείας σωφροσύνης,
ίνα και εις τας νυκτερινός φαντασίας
διαφυγής τας επιβουλάς του Πονηρού, ως
όταν τις διώκηται υπό θηρίου ή υπό πυρός,
και πηδά από δώματος εις δώμα, δια να
φλογισθή υπό του πυρός.
με.
Καθώς δεν είναι δυνατόν άνευ κόπου ν'
αγοράση τις γράμματα ή τεχνην δια
χρημάτων, ούτω δεν είναι δυνατόν να γίνη
τις μοναχός άνευ επιμελείας και μεγάλης
υπομονής.
μστ.
Καθώς έχεις την κεφαλήν προτιμοτέραν
παρά πάντα τα λοιπά μέλη του σώματος
σου, και είτε λίθος κατέλθη επάνω σου,
είτε ρόπαλον, είτε ξίφος, τα λοιπά μέλη
του σώματος προτείνεις, θέλων να
προφύλαξης την κεφαλήν από την πληγήν,
διότι γινώσκεις, ότι εκτός αυτής δεν
είναι δυνατόν να ζήση τις· τοιουτοτρόπως
ας ήναι προτιμότερα πάντων η πίστις της
αγίας και ομοουσίου Τριάδος, διότι χωρίς
αυτής να ζη τις την πραγματικήν ζωήν,
είναι των αδυνάτων.
μζ.
Εν όλη καρδία σου έλπιζε εις τον Κύριον,
και θέλεις διαφύγει επιβουλάς κακούργων
διότι δεν θέλει παραβλέψει ο Κύριος
τους δουλεύοντας αυτόν.
μη.
Επεθύμει η Αιγύπτια ν' απατήση τον
φιλόθεον Ιωσήφ, και δια της βίας έσυρεν
αυτόν προς τον διεστραμμένον σκοπόν ο
δε νέος εδρόσιζε την ιδίαν ψυχήν δια
της μνήμης του Παντοκράτορος, διό να μη
καταφλεχθή υπό πυρός άνεμου· προεφύλαττε
δε τας αισθήσεις, δια να μη δώση χώραν
εις αλλότριους συλλογισμούς, και γίνη
αιχμάλωτος υπό ασέμνου γυναικός· διότι
εθεώρει πάντοτε αυτήν, ως παγίδα θανάτου˙
και υπομείνας τον πειρασμόν, έλαβε τον
στέφανον, και έγεινε βασιλεύς της
Αιγύπτου.
μθ.
Εφαντάσθησαν οι παράνομοι της Βαβυλώνος
να εξεγερθώσι κατά ψυχής οσίας, δια να
μιάνωσιν αυτήν αισχρώς αυτή δε έχουσα
βοηθόν τον Θεόν τον Ύψιστον, τούτους
κατέβαλεν ευκόλως˙ συστήσαντες δε
συνέδριον οι παράνομοι κατά της μακάριας,
δια να την βλάψωσι, καθώς αυτοί ενόμιζον,
δεν εγνώρισαν οι ανόητοι, ότι εν αυτώ
έμελλον να δεχθώσιν απόφασιν θανάτου˙
διότι δεν θέλει εμπαιχθή ο ακοίμητος
Οφθαλμός.
ν.
Εν τη στενή και τεθλιμμένη οδώ ας
βαδίσωμεν αδελφοί, ίνα γενόμενοι τίμιοι,
φρουρόν εχομεν τον Θεόν.
να.
Οι μαργαρίται πάντοτε φυλάττονται εις
τα ενδότερα δωμάτια˙ τα δε άχρηστα σκεύη
ρίπτονται εις τας πλατείας, ως κοπρία.
νβ.
Εάν τις σε υβρίζη, και σοι είπη όσα κακά
έπραξας, σεαυτόν μάλλον μέμφου, και ούχι
εκείνον˙ διότι συ κατήσχυνας σεαυτόν
δια των έργων, τα οποία δεν ηνέχθης ν'
ακούσης δια του λόγου μόνον μη ζητής να
σιωπήση ο άλλος δια της απειλής του
θυμού˙ αλλά σεαυτόν διόρθωσον ίνα μη
πράττης τα κακά˙ διότι η δυσωδία του
έργου σε εφανέρωσε, διότι υπάρχεις
επίβουλος της ψυχής σου.
νγ.
Διάζευξον σεαυτόν από των αθεμίτων
πράξεων δια της μετανοίας, και υβριστού
κατηγορία ας μη σε φοβίση.
νδ.
Ανθίστασε κατά της αμαρτίας, ω της ζωής
εργάτα, και μη φοβού την παρουσίαν του
πειρασμού˙ διότι δεν θέλει βλάψει η
δοκιμή τον γενναίον αθλητήν.
νε.
Πρέπει λοιπόν ημείς δια του θείου πυρός,
ν' αντιστεκόμεθα εις το πυρ της αμαρτίας˙
καθώς η πλίνθος ενώ είναι ωμή, είναι
αδύνατος και εύθρυπτος, όταν δε τεθή
εις το πυρ και ψηθή, γίνεται πρόσκομμα
του πυρός, και φραγμός του ύδατος˙ και
καθώς εις πήλινον αγγείον είναι το ύδωρ,
ούτω και η κάμινος κρατεί έσωθέν της
την εξαφθείσαν φλόγα˙ αυτή δε η κάμινος
εκ πλίνθων είναι κτισμένη.
νστ.
Γενού και συ στιβαρός εις τους πειρασμούς,
και εις τας θλίψεις, και ενάντιου εις
εκκαιούσας ηδονάς, ίνα μη διαλυθής ως
η ωμή πλίνθος υπό σταγόνων βροχής.
νζ.
Μη νόμιζε αγαθόν, ό,τι συ ποιείς ως καλόν,
αλλά το μαρτυρούμενον υπό ανδρών ευσεβών.
νη.
Άκουε την φωνήν του Κυρίου, ίνα σε βοηθήση
και τας χείρας του επιβάλη εις τους
θλίβοντας σε, και τους εχθρούς σου
ταπείνωση˙ δια να μη ακούσης ως παρήκοος.
«Εξαπέστειλεν αυτούς κατά τας επιθυμίας
των καρδιών αυτών, και θέλοισι πορευθή
εις τας ιδίας αυτών βουλάς.
νθ.
Αγωνίζου να μη δουλεύης εις το ίδιόν
σου θέλημα˙ άλλ υπήκοος γενού εις τους
φοβούμενους τον Κύριον˙ και δια του
ελέους του Θεού, θέλουσι συντρίψει την
κεφαλήν του Δράκοντος. Ενόσω δε υποτάσσεσαι
ευκόλως εις τα ίδια σου θελήματα, γίνωσκε,
ότι μακράν απέχεις της τελειότητος, και
όσον απέχεις της τελειότητος, τοσούτον
ανάγκην έχεις παιδείας και διδασκαλίας.
ξ.
Υπόμεινον την θλίψιν εν Κυρίω, δια να
σε περιλάβη χαρά˙ υπόμεινον τον κόπον
δια να εύρης τον πλούσιον μισθόν.
ξα.
Όστις φεύγει τον πόλεμον, ουδέ λάφυρα
θέλει κρατήσει˙ και όστις φεύγει
παιδείαν, δεν θέλει λάβει κληρονομίαν
μετά των φρονίμων.
ξβ.
Ανάβα εις ύψος και θέλεις Ιδεί τα γήινα
πάντα ταπεινά και ευτελή˙ αφού δε καταβής
εκ του ύψους, οικίσκον ασβεστωμένον
θέλεις θαυμάσει.
ξγ.
Ανάβα εις την γνώσιν, ω εργάτα της
ευσέβειας, και ως όχημα θέλει σε βαστάξει,
και εκ πολλών προσκομμάτων θέλει σε
διαφυλάξει˙ διότι δεν θέλει αφήσει τον
αγαπητόν αυτής να λέγη ή να πράττη προς
καταστροφήν των ακουόντων.
ξδ.
Οσμή γνώσεως εις άνδρα είναι το να
αιτιάται εαυτόν πάντοτε˙ και ενώ αιτιάται
εαυτόν, να μη κατακρίνη τον έτερον δια
τα αυτά εγκλήματα.
ξε.
Δια τούτο λοιπόν είναι αγνώμων ο ονειδίζων
τον σύνδουλόν του˙ τον περιπεσόντα εις
πειρασμόν μη κατακρίνης γελών, αλλά
προσεύχου συνεχώς, να μη εισέλθης εις
πειρασμόν διότι ο σκοτισθείς την καρδίαν
υπό λαίλαπος λογισμών, και κατανικηθείς
υπό παθών, άνθρωπον δεν εντρέπεται και
Θεόν δεν φοβείται˙ και αν μεν ήναι
δυνάστης, ευκόλως πράττει τα κακά˙ εάν
δε ήναι ασθενής και πτωχός, θαρρών εις
την δυστροπίαν του, αναισχύντως και
αυτός πράττει τα κακά.
ξζ.
Μη γίνου φιλήδονος και καταφρονητής˙
άκουε δε του Ιεροψάλτου βοώντος˙ «
Αναστήτω ο Θεός, και διασκορπισθήτωσαν
οι εχθροί αυτού, και φυγέτωσαν από
προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν, ως
εκλείπει καπνός, εκλιπέτωσαν, ως τήκεται
κηρός από προσώπου πυρός, ούτως απολούνται
οι αμαρτωλοί από προσώπου Θεού˙ και οι
δίκαιοι ευφρανθήτωσαν.»
ξη.
Έλαβες κελλίον, ω μοναχέ, προσεύχου
συνεχώς εν ταπεινή καρδία, καθώς οι
τρεις παίδες εν τη καμίνω του πυρός, και
μη ποίησης σεαυτόν σπήλαιον ληστών,
πράττων τα ασυγχώρητα, δια να μη αισχυνθής
κατά την ημέραν της κρίσεως, ότε
αποκαλύπτωνται τα κρυπτά των ανθρώπων.
ξθ.
Ο αμελής κατά την ώραν του θερισμού, δεν
θέλει έχει εις τον οίκον αυτού αφθονίαν
σίτου˙ και ο καταφρονών εν τη παρούση
ζωή, ευρίσκεται εκτός της παρηγοριάς
των δικαίων εν καιρώ των αμοιβών.
ο.
Έρχεται εις ημάς καιρός, αδελφοί, πλήρης
φόβου και τρόμου οπότε αποκαλύπτονται
όσα επράξαμεν εν κρύπτω και σκοτία˙ και
ουαί εις την ψυχήν την μη έχουσαν τον
Κύριον βοηθόν.
οα.
Έλθετε, ας σκεφθώμεν φιλόχριστοι,
αδελφοί, δια το τέλος εκάστου εξ ημών,
πως διακείμενα εν τω ματαίω τούτω βίω˙
διότι είναι μάταιος ο διάγων μετά των
ματαίως ζώντων, μακάριοι δε είσιν όσοι
εμπορεύθησαν καλώς εις τούτον τον βίον.
οβ.
Καθώς πλούσιος ανήρ όστις πλέει με
ούριον άνεμον, και κείτεται εις στρώμα,
και έχει τα όμματα προς τα άνω, και
ελπίζει χαράν, και ίστανται μάγειροι
ετοιμάζοντες τα φαγητά, και παρακολουθεί
στίφος στρατιωτών, και επήλθεν εξαίφνης
λαίλαψ, και συνετάραξε την θάλασσαν˙
και συνέτριψε το πλοίον, και αυτός
μονώτατος απορριφθείς από κυμάτων εις
νήσους ακατοίκητους γεμούσας θηρίων,
κράζει και οδύρεται, και ουδείς ακούει
αυτόν τύπτει το πρόσωπον, όλον το σώμα
του ταράττεται, και καθ' εκάστην ώραν
προσμένει τον θάνατον ο προ ολίγου
σοβαρός τήκεται υπό του λιμού και του
φόβου, και ξηραίνεται υπό της δίψης, και
ουδείς τον παρηγορεί˙ ούτω και ημείς
οι αμελείς πάσχομεν επί της ξηράς διότι
ενώ τρυφώμεν εις τον μάταιον τούτον
βίον, έρχεται αίφνης ο θάνατος, αρπάζει
τον αμελή, τον ρίπτει εις φοβερούς
τόπους, όπου θέλουσι κολασθή πάντες οι
αμαρτωλοί, οι καταθρυνήσαντες πάντοτε
τον ίδιον Δεσπότην.
ογ.
Ας συλλογισθώμεν καλώς εις ποιον φόβον
ευρίσκεται ο ύπό κυμάτων τιναχθείς εις
τόπους ακατοίκητους, και μη έχων εντελώς
παρηγορίαν τινός˙ λοιπόν ας συλλογισθώμεν
εις ποίον φόβον ευρίσκεται ο ρηθείς
αμαρτωλός εις τον τόπον της κολάσεως.
οδ.
Η καρδία μου στενάζει, και οι οφθαλμοί
μου επιθυμούσι δάκρυα, και η αμαρτία
μου αιχμαλωτίζει τον νουν μου, δια να
μη έλθω εις κατάνυξιν, και δεηθώ εις τον
Κύριον μετά πικρών δακρύων, ίνα μη ριφθώ
εις το σκότος το εξώτερον.
οε.
Ο ελευθερώσας τον λαόν σου εκ χειρός
του Φαραώ, και εκ καμίνου σιδηράς, και
διασώσας αυτούς δια της Ερυθράς θαλάσσης,
ελευθέρωσον και ημάς εκ των ανομιών
ημών, όπως εύρωμεν χάριν ενώπιον σου,
όταν μέλλης να κρίνης ζώντας και νεκρούς.
οστ.
Ενόσω εις ημάς υπάρχει δύναμις ας
δουλεύσωμεν τον Κύριον εν ευθύτητι
καρδίας, ίνα εν καιρώ θλίψεως εύρωμεν
αυτόν βοηθόν, ώστε να μας λύτρωση εκ
μεγάλων κινδύνων.
οζ.
Τους δουλεύοντας αυτόν εν καθαρώ καρδία
θέλει δοξάσει δια δόξης απεριγράπτου˙
διότι η δόξα των αγίων δεν έχει τέλος.
οη.
Κατέπιε το κήτος τον προφήτην Ιωννάν,
δια προσταγής Θεού, και ως εις οίκον
τινά εφυλάττετο εν τη κοιλία του κήτους˙
εβυθίσθη η κεφαλή του εις σχισμάς ορέων,
και περιεκύκλωσεν αυτόν άβυσος βαθύτατη
κατέβη εις γην, της οποίας οι μόχλοι
είναι δυνατώτατοι˙ και εκεί προσευχόμενος
εβόα, λέγων ούτω. «Ας αναβή εκ φθοράς η
ζωή μου, Κύριε ο Θεός μου» ανέσχισεν η
προσευχή τον βυθόν, έκοψε τον αέρα, ανέβη
εις τους ουρανούς, και εισήλθεν εις τα
ώτα του Κυρίου˙ μάλλον δε αυτός ο Κύριος
ο πληρών τα σύμπαντα, δεν απείχε μακράν
του γνησίου δούλου.
οθ.
Προσέταξεν ο Θεός το κήτος, και εξέμεσε
τον προφήτην Ιωνάν, και ως αν απέβη από
πλοίον ήρχισε το κήρυγμα.
π.
Τρίζουσιν οι αμαρτωλοί τους οδόντας
των κατά των δικαίων πειρασμοί εφορμώσι˙
στεφανούνται οι όσιοι˙ αισχύνονται οι
ασεβείς, οίτινες εβουλεύθησαν κακά κατά
των αγίων του Θεού.
πα.
Εδιώκετο ποτε από πονηράν γυναίκα Ηλιού
ο Θεσβίτης, ο δε Κύριος δι ορνέου έτρεφε
τον προφήτην. Εις δε τους αμαρτωλούς
ήλθε πείνα μεγάλη.
πβ.
Με άρμα πύρινον ανελήφθη ο προφήτης
Ηλιού ˙ η δε άνομος Ιεζάβελ πεσούσα εκ
του ύψους της οικίας της κατά γης
κατεσυντρίφθη, και κατεβρώθη εις τας
πλατείας της πόλεως.
πγ.
Έβαλον οι παράνομοι τον προφήτην Ιερεμίαν
εις τον λάκκον του βορβόρου, διότι δεν
ανείχοντο να ακούσωσι λόγον θεοσέβειας.
Ήκουσε την τόλμην αυτών ο Αβδεμέλεχ ο
αιθίοψ, και επειδή ήτο καθαρός κατά την
ψυχήν, και λαμπρός κατά την πίστιν,
ήλεγξε τον βασιλέα Σεδεκίαν επί παρανομία˙
έλαβεν εξουσίαν, ανέσυρε τον προφήτην
εκ του βορβόρου και έτυχεν ευλογίας.
πδ.
Επήλθον οι Εχθροί εναντίον του λαού των
Εβραίων, όστις εβασάνιζε πάντοτε τους
προφήτας του Θεού, και παρεδόθη υπό του
Θεού εις χείρας των εχθρών. Είδον οι
εχθροί τον προφήτην του Θεού, τον έλυσαν
εκ των δεσμών, και προσέφερον εις αυτόν
δώρα˙ διότι εθεώρουν αυτόν ευσεβέστατον.
Διό α καθώς ο βαστάζων τον λύχνον φωτίζει
τους παρόντας, τοιουτοτρόπως και η αρετή
λάμπει, βαστάζουσα πάντοτε την δόξαν.
πε.
Έβαλον τον προφήτην Δανιήλ οι ασεβείς,
διότι ήτο θεοσεβής, εις τον λάκκον των
λεόντων, δια να καταφαγωθή παρ αυτών˙
και δεν εγνώρισαν οι άνομοι, ότι τούτο
ήθελε τους καταισχύνει˙ ο δε Κύριος δια
χειρός Αββακούμ, και δι αγίου αγγέλου
εις τον πιστόν δούλον του απέστειλε
φαγητόν. Τα δε άγρια θηρία αφού είδον
τον προφήτην εις το μέσον των, έσκυψαν
και προσεκύνησαν αυτόν διότι δύναμις
ουράνιος έφραξε τα στόματα των λεόντων,
δια να μη βλάψωσι τον δίκαιον.
πς.
Ανέσυραν τον προφήτην από του μέσου των
θηρίων, και εξηλέγχετο εκ τούτου η
ασέβεια αυτών, διότι είδον αυτόν ως
νυμφίον εξελθόντα του νυμφικού θαλάμου,
ακτινοβολούν τα κατά το πρόσωπον, και
λάμποντα εκ δόξης.
πζ.
Δικαίως εδίσταζον οι Βαβυλώνιοι μήπως
τάχα ησθένησαν τα άγρια θηρία, ώστε δεν
ηδύναντο να τρώγωσι σώματα ανθρώπων
διότι ενώ έμεινεν επτά ημέρας ο εκλεκτός
του Θεού μεταξύ των επτά λεόντων, ουδεμία
βλάβη ευρέθη εις αυτόν. Την δε εβδόμην
ημέραν ήλθεν ο βασιλεύς να πενθήση τον
δίκαιον κύψας δε εις τον λάκκον, βλέπει
αυτόν καθήμενον ως ποιμένα μεταξύ των
προβάτων του. Δια τούτο δικαίως αμφέβαλλον
οι άπιστοι δια την σωτηρίαν του. Ότε
όμως ερρίφθησαν εις τον λάκκον οι εχθροί
του δικαίου, και είδον αυτούς, ότι
εσπαράχθησαν μεληδόν, και τα οστά των
ελεπτύνθησαν, εθαύμασαν καθ' υπερβολήν
και εβόησαν. «Ισχυρός και μέγας είσαι,
Κύριε, ο Θεός του Δανιήλ!»
πη.
Οι τρεις παίδες Ανανίας, Αζαρίας και
Μισαήλ, επειδή δεν επροσκύνησαν την
χρυσήν εικόνα του Ναβουχοδονόσορος,
αφού εδέθησαν δυνατά, ερρίφθησαν εις
την ανημμένην κάμινον˙ το δε πυρ δεν
ετόλμησε να εγγίση τας τρίχας των˙ άλλ'
εξελθούσα η φλόξ κατέκαυσεν εκείνους,
οίτινες ήναψαν και επύρωσαν την κάμινον.
πθ.
Ταύτα λοιπόν συλλογιζόμενοι, ω γνήσιοι
αδελφοί, ας μη ευρεθώμεν αδόκιμοι εις
τον καιρόν των πειρασμών διότι μεγαλύνονται
οι θεοφιλείς.
Υ.
Ενόσω εχομεν δύναμιν ας δουλεύωμεν τον
Κύριον μετά φόβου, και ευθείας καρδίας,
και καλής προαιρέσεως˙ ίνα βοηθήση την
ασθένειαν ημών, και αναδείξη ημάς
στεφανηφόρους εις την βασιλείαν αυτού.
Αμήν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου