Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

H σημασία της εσωτερικής ειρήνης 13 Δεκ 2015 14:19




Βρες εσύ την εσωτερική σου ειρήνη και χίλιοι άνθρωποι θ’ αναπαυτούν κοντά σου». Ο λόγος αυτός του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ καθορίζει το σημείο που θα πρέπει να στρέφεται η πνευματική μας ζωή. Όχι τόσο με την έννοια «να σώσουμε τους άλλους» όσο με το να βιώσουμε την «εντός ημών Βασιλεία».

Είναι παρατηρημένο ότι ο σημερινός άνθρωπος αγχώνεται, πνίγεται από τα ποικίλα προβλήματά του. Κυρίως όμως γιατί δεν μοιράζεται τη δυσκολία του, νιώθει μόνος, πιέζεται. Και αυτά τα γνωρίσματα φαίνεται πως χαρακτηρίζουν και τους ανθρώπους της εκκλησίας. Άλλωστε, ζώντας μέσα σ’ αυτό τον κόσμο, δεν είναι παράξενο πως επηρεάζονται απ’ αυτόν.

Το ζητούμενο, βέβαια, δεν είναι η διάγνωση της ασθένειας – αν και είναι σημαντικό – αλλά η θεραπεία. Η Εκκλησία, ως νοσοκομείο και θεραπευτήριο για όσους θέλουν, μας λέει ότι η αιτία του άγχους βρίσκεται στην απιστία. Ο άνθρωπος δηλαδή θέλει να ρυθμίσει τα της ζωής του, όπως και των δικών του, κατά πως νομίζει. Δεν εμπιστεύεται το Θεό - Πατέρα του που μέσω των γεγονότων τού δείχνει το δρόμο που του ταιριάζει.

Πορεύεται μόνος ουσιαστικά, με βάση το θέλημα και τη λογική του. Δεν είναι ο Θεός που προπορεύεται και ακολουθεί ο άνθρωπος αλλά το αντίθετο. Έτσι, αν δεν κυλήσουν τα γεγονότα όπως προγραμματίστηκαν, το άγχος και η αναστάτωση κυριαρχούν.

Ένας τέτοιος άνθρωπος μεταγγίζει ένταση και σύγχυση στους γύρω του, ακόμα και με την παρουσία του. Δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε το λόγο του άγχους του. Είναι όλος άγχος… Ούτε ο ίδιος είναι αναπαυμένος ούτε οι άλλοι αναπαύονται κοντά του.

Να γιατί ο λόγος του αγίου Σεραφείμ είναι ουσιαστικός και αναγκαίος. Δεν χρειαζόμαστε την ανάπαυση; Δεν χρειάζονται οι γύρω μας να αναπαύονται κοντά μας; Δεν είναι η όντως ανάπαυση η όντως Βασιλεία του Θεού μέσα μας;

«Βρες εσύ την εσωτερική σου ειρήνη…». Πώς θα τη βρεί; Ο Απόστολος Παύλος λέει ότι «ο Χριστός εστι η ειρήνη ημών». Συναντώντας το Χριστό στην καρδιακή προσευχή και στην τήρηση των εντολών Του, κι ενωνόμενοι μαζί Του στη Θεία Κοινωνία, με την κατάλληλη προετοιμασία και συναίσθηση, αρχίζει η ειρήνη της καρδίας να διαποτίζει την ύπαρξή μας.

Τα προβλήματα είν’ εκεί, όμως η θεώρησή τους διαφέρει από πριν. Αυτή η θεώρηση καθορίζει τη στάση μας απέναντι στη ζωή και στα προβλήματά της. Κατανοούμε τη σημασία της προτροπής που ακούμε στις ακολουθίες «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».

Η ειρήνη της καρδίας, που είναι ειρήνη Χριστού, αναπαύει τον άνθρωπο, ακόμα και όταν όλα γύρω του είναι άνω-κάτω. Γιατί δεν είναι ηρεμία ως αδιαφορία και απάθεια, αλλά ως εμπιστοσύνη στην αγάπη και τη δύναμη του Κυρίου που μπορεί να γαληνέψει τη φουρτούνα και να κάνει τα αδύνατα δυνατά.

Αφού έχουμε ένα τέτοιο Πατέρα και πιστεύουμε σε τέτοιο Θεό, δεν αξίζει να το παλέψουμε για να αποκτήσουμε την εσωτερική μας ειρήνη, την ειρήνη Του;

ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ: «ΩΣ ΕΔΩ! ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΑΛΛΟ. ΒΡΕΣΤΕ ΑΛΛΕΣ ΛΥΣΕΙΣ»



“Η χάρις και η ευλογία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού εύχομαι να σκεπάζει όλους σας, την κοινωνία, το έθνος και...
mesogias-nikolaos   
Δημοσίευση

14 Δεκεμβρίου 2015, 7:56 πμ

“Η χάρις και η ευλογία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού εύχομαι να σκεπάζει όλους σας, την κοινωνία, το έθνος και την Εκκλησία μας. Σκέφθηκα πολύ για να συντάξω αυτή την εγκύκλιο και να την απευθύνω στην αγάπη σας. Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ήμουν σίγουρος αν έπρεπε να το κάνω. Τις τελευταίες όμως μέρες, μέσα στην κατάσταση του γενικευμένου πανικού που επικρατεί στην πατρίδα μας, των σπασμωδικών αποφάσεων των υπευθύνων διαχειριστών της ζωής και του μέλλοντός μας, την επαναλαμβανόμενη εναλλαγή υποσχέσεων και διαψεύσεων που έχουν τραυματίσει το ηθικό και την αξιοπρέπεια μας, τον καταιγισμό των χωρίς τέλος φορολογικών επιβαρύνσεων, δέχθηκα σωρεία τηλεφωνημάτων και μηνυμάτων πολιτών της περιοχής μας που ζητούν απεγνωσμένα μία παρέμβαση και κάποια συμπαράσταση στο οικονομικό τους αδιέξοδο και δράμα.

Οι μισθοί και οι συντάξεις περικόπηκαν, αρκετοί απολύθηκαν, οι άνεργοι πληθύνονται, πολλοί στέγνωσαν οικονομικά. Και ξαφνικά μας ζητείται απειλητικά και εκβιαστικά να πληρώσουμε, επί πλέον φόρο για το σπίτι που μένουμε σαν να είναι το κράτος πλέον φτωχότερο από τους φτωχούς.

Φτάσαμε, αντί τα έξοδά μας να γίνονται για το φαγητό, το σπίτι και τις ανάγκες μας, ό,τι ξοδεύουμε να πηγαίνει σε δύο φοβερές λέξεις: σε φόρους και σε χρέη. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς το αίσθημα πνιγμού που διακατέχει ίσως και την πλειοψηφία των συμπολιτών μας, σίγουρα και αρκετούς από μας.

Ποιός μπορούσε να φαντασθεί ότι ο υπέροχος και υπερήφανος λαός μας θα έφτανε σε αυτό το κατάντημα;




Να έχει δώσει και την τελευταία σταγόνα του ιδρώτα του, του κόπου του, της αξίας του, και παρά ταύτα να έχουμε ως λαός διασυρθεί παγκοσμίως; Και τώρα χωρίς καμμία ελπίδα και εγγύηση να διεκδικεί το κράτος μας πιεστικά τα δάκρυα και το αίμα μας; Είναι αυτονόητο ότι δεν αντέχουμε άλλο. Δεν είναι υπερβολή αυτό.

Πρέπει όμως να το πούμε. Να το φωνάξουμε στα αυτιά των αρμοδίων: «Ως εδώ! Δεν μπορούμε άλλο. Βρέστε άλλες λύσεις.

Ίσως πιο δύσκολες, αλλά πιο αποδοτικές, πιο έξυπνες και σίγουρα πιο ανθρώπινες. Αν δεν μπορείτε, ομολογήστε την αδυναμία σας. Δεν είναι ντροπή να μην μπορεί κανείς. Είναι όμως απαράδεκτο να επιμένει στην ευθύνη της γενικευμένης καταστροφής μας. Μας φτιάξατε ένα κράτος που προσφέρει στον λαό πολύ λιγότερα από όσα του απαιτεί.

Πρέπει να το καταλάβετε∙ δεν είστε μόνο οφειλέτες στους δανειστές σας, είστε οφειλέτες και στον λαό που ταχθήκατε να υπηρετείτε. Αφού δεν καταφέρνετε την εθνική σωτηρία μέσα από πολιτική συνεργασία, αυτή θα προκύψει αναγκαστικά μέσα από λαϊκή απαίτηση και πρωτο­βουλία». Αγαπητοί μου αδελφοί,

Ήρθε η ώρα που πρέπει ο λαός να δείξει το διαμέτρημα της δύναμής του, να κάνει γνωστά τα όριά του. Ήρθε η ώρα όλοι μαζί να πάρουμε στα χέρια μας τις τύχες μας. Όσο παραμένουμε αδρανείς, όσο μένουμε υποτελείς σε εσφαλμένες ή αβάσταχτες επιλογές, τόσο καθιστούμε τον εαυτό μας συνυπεύθυνο στον αργό αλλά βέβαιο υπαρκτικό εκφυλισμό μας.

Αν δεν ξυπνήσουμε, τελειώσαμε. Δεν θα υπάρχει συνέχεια!

Καιρός πλέον να ξεσηκωθούμε. Τα πάντα πρέπει να αλλάξουν. Και επειδή δεν θα τα αλλάξουν κάποιοι άλλοι, πρέπει να μπούμε στο παιχνίδι όλοι. Όποιος πονάει για την κατάσταση και αγαπάει την αλήθεια έχει θέση σε αυτή την αλλαγή. Κανείς δεν περισσεύει. Όλες οι ανατροπές, όλες οι μεγάλες αλλαγές έγιναν από ηρωικούς ανθρώπους, κυρίως νέους. Όχι από συμβιβασμένους ούτε από αγανακτισμένους, αλλά από υγιώς επαναστα-τημένους.

Όλοι μαζί και πρέπει και μπορούμε και επιβάλλεται να αλλά-ξουμε με δική μας πρωτοβουλία το μέλλον μας.

Όχι με βία, αλλά με δύναμη και αποφασιστικότητα.

Όχι με μηδενιστικές επιλογές, αλλά με καθαρότητα, ηρωισμό και εξυπνάδα.

Σίγουρα και η δική μας ευθύνη ως λαού δεν είναι καθόλου μικρή.

Συμφωνήσαμε με τις μικρονοϊκές πολιτικές επιλογές και τις κάναμε συνή-θειες και νοοτροπία μας. Η ανειλικρίνεια, η αδιαφορία, το βόλεμα, το εύκολο κέρδος, η προσβολή των θεσμών, η ύβρις κατά της πίστης και παράδοσής μας, η ασέβεια κατά του κράτους και των νόμων, οι αλόγιστες διεκδικήσεις αποτέλεσαν κομμάτια της ζωής του νεοέλληνα που δεν μας τιμούν καθόλου. Δεν μας φταίνε μόνον οι άλλοι είτε αυτοί λέγονται κερδοσκόποι είτε ξένα συμφέροντα είτε πολιτικοί. Το δικό μας μερίδιο ευθύνης για το σημερινό μας κατάντημα δεν είναι ευκαταφρόνητο.

Η λύση της μετάνοιας και αλλαγής είναι μονόδρομος.

Τους άλλους δεν μπορούμε να τους αλλάξουμε.

Τη δική μας όμως νοοτροπία και ζωή έχουμε και τη δυνατότητα και την ευθύνη να τις διορθώσουμε.

Ας αρχίσει ως επανάσταση αυτή η αλλαγή από τους εαυτούς μας. Αυτό είναι το πιο ηρωικό.

Ομολογώ ότι και ως Εκκλησία μας κάνανε κομμάτι του καταρρεόντος κρατικού συστήματος. Γι’ αυτό και συχνά μας παρερμηνεύει ο λαός.

Αγκαλιάσαμε το κράτος, στηριχθήκαμε σε αυτό και τραυματίσθηκε η βαθειά σχέση μας με τον λαό. Τον υπηρετήσαμε μεν ως πονεμένο και φτωχό, αλλά δεν τον αγκαλιάσαμε ως κομμάτι της υπόστασής μας. Τουλάχιστον δεν καταφέραμε να μας νοιώσει έτσι. Μολύνθηκε το γάλα της μάνας του, της Εκκλησίας, και απέστρεψε το πρόσωπό του από το στήθος της. Αυτό είναι ο,τι χειρότερο υπάρχει.

Ο λαός είναι ό,τι ιερώτερο έχουμε μετά τον Θεό και η Εκκλησία στη φύση της είναι η ανάσα του λαού. Αυτήν την ανάσα τελευταία στερηθήκαμε. Ήρθε η ώρα να ξαναρχίσει ο ζωτικός θηλασμός. Δεν αμφισβητώ βέβαια ότι είμαστε και θύματα. Κάποιοι μας ξεγέλασαν. Κάποιοι διαχειρίσθηκαν τα θέματά μας με ένοχη ανικανότητα. Κάποιοι μας διέσυραν διεθνώς και μας οδήγησαν στα στόματα των θηρίων αυτού του κόσμου είτε από επιπολαιότητα είτε ενδεχομένως και από ύποπτες σκοπιμότητες. Και να πού φτάσαμε!

Ισοπεδωθήκαμε στο μηδέν της περιουσίας μας και στο τίποτα της αξιοπρέπειάς μας. Παρά ταύτα δεν ψάχνουμε για ενόχους. Τώρα επειγόμαστε για λύσεις. Λύσεις όμως που δεν πατάνε τον λαό, αλλά ανασταίνουν την τιμή του. Ήρθε η ώρα που θα πρέπει όσοι παίρνουν αποφάσεις να καταλάβουν τι συμβαίνει στα σπίτια, στους δρόμους, στα μαγαζιά και στην καθημερινότητα.

Τι συμβαίνει στις ψυχές μας. Αυτό δεν θα το μάθουν από την τρόϊκα ούτε από τις μεταξύ τους διαβουλεύσεις. Θα το μάθουν από τον λαό. Πρέπει την φωνή μας να την ακούσουν. Δεν γίνεται αλλιώς. Θα ήθελα λοιπόν να πω σε όσους δεν μπορούν να πληρώσουν την λεγόμενη «έκτακτη εισφορά ακινήτων» να μη φτάσουν σε απόγνωση. Να ξέρουν ότι θα βρεθούμε όλοι ενωμένοι στο πλευρό τους και θα φωνάξουμε μαζί: «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Ας καταλάβουν ότι δεν έχουμε. Δεν μπορούμε.

Φτάσαμε στα όριά μας, αλλά αρνούμαστε να μας τελειώσουν. Αν αδρανήσουμε δεν θα το καταλάβουν. Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός προφή-τευσε πριν από διακόσια πενήντα χρόνια λέγοντας: «Θα σας βάλουν βαρύ και δυσβάσταχτο φόρο ακόμη και στα παράθυρα και στα κοτέτσια, αλλά όμως δεν θα προλάβουν».

Πράγματι, δεν θα προλάβουν!

Μη λυγίσετε μπροστά στην οικονομική χρεωκοπία. Αυτήν ήδη τη ζούμε. Αρνηθείτε τη χρεωκοπία της αξιοπρέπειας, της ιστορίας, της εθνικής συνείδησης. Αυτά μπορούμε και πρέπει να τα διεκδικήσουμε μέχρι τελευταίας ρανίδας. Έστω τώρα, την τελευταία στιγμή.

Τα Μεσόγεια και η Λαυρεωτική είναι μια ευλογημένη περιοχή που μέχρι πρότινος έσφυζε από ανάπτυξη και ευημερία. Τον τελευταίο όμως καιρό όλο και πληθαίνουν αυτοί που με απόγνωση στρέφονται στην Εκκλησία η όπου βρουν, και εκλιπαρούν για συμπαράσταση και βοήθεια.

Πολλοί έχουν λυγίσει, έχουν οικονομικά γονατίσει. Δεν μπορούν να θρέψουν τα παιδιά τους. Έχασαν τον ύπνο τους. Ζουν την απειλή του παρόντος και με τον φόβο του μέλλοντος. Έχουν ιδιοκτησίες, αλλά δεν έχουν χρήματα. Αυτοί πως θα πληρώσουν; Πού να τα βρουν; Θα τους πάρουν το σπίτι; Θα τους κόψουν το ρεύμα; Είναι δυνατόν να βυθίσουν στο σκοτάδι την Κερατέα η το Λαύριο που φιλοξενούν το μεγαλύτερο εργοστάσιο της ΔΕΗ στην πατρίδα μας;

Ό,τι και να συμβεί, αδελφοί μου, θα ήθελα να ξέρετε ότι η τοπική Εκκλησία μας θα δώσει τα πάντα για να σταθεί στο πλευρό σας.

Αν σε έναν κόψουν το ρεύμα, εμείς θα το κόψουμε σε όλους τους ναούς.

Θα κάνουμε γάμους με κεριά στα χέρια και λειτουργίες με δάκρυα στα μάτια.

Με κανέναν τρόπο δεν θα δεχθούμε, τη στιγμή που νοικοκυριά είναι βυθισμένα στο σκοτάδι, οι ναοί να λειτουργούν με αναμμένους τους πολυελαίους.

Όλοι μαζί λοιπόν τώρα, οφείλουμε να πιέσουμε τους εκπροσώπους μας περισσότερο από όσο τους πιέζουνε οι δανειστές. Γιατί η ανάγκη μας για επιβίωση ξεπερνάει την ανάγκη τους να κυριαρχήσουν πάνω μας. Γιατί η αξιοπρέπειά μας αξίζει περισσότερο από τα πάσης φύσεως συμφέροντα.

Γιατί η εθνική μας υπερηφάνεια στηρίζεται σε μια ιστορία που όλοι τους ζηλεύουν. Γιατί την Ευρώπη την βλέπουμε περισσότερο ως οικογένεια που κατανοεί την δυσκολία των λαών παρά ως θηλιά που οδηγεί σε ασφυξία τις κοινωνίες. Δεν μας έμεινε τίποτε άλλο από το να μεταμορφώσουμε ξανά την Ελλάδα σε πατρίδα μας, την ιστορία της σε ταυτότητά μας, τα παραδείγματα των προγόνων μας σε βιώματά μας και να επιστρέψουμε από τον ασύνετο νεοπλουτισμό στην αξιοπρεπή λιτότητα και ολιγάρκεια, από τις υποτελικές υποχωρήσεις στον ηρωισμό και από τον παγκόσμιο διασυρμό στην εθνική υπερηφάνεια και τον πανθομολογούμενο θαυμασμό. Έτσι, ο Θεός, όπως λέγει και ο λαός, δεν θα μας αφήσει, γιατί με αυτόν τον τρόπο δεν θα Τον έχουμε κι εμείς αφήσει.

Με πατρικές ευχές και την ελπίδα της αφύπνισης

(Εγκύκλιος Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυερωτικής κ.κ. Νικολάου)

πηγή: http://www.pentapostagma.gr/2015/12/%ce%bc%ce%b5%cf%83%ce%bf%ce%b3%ce%b1%ce%b9%ce%b1%cf%83-%ce%bd%ce%b9%ce%ba%ce%bf%ce%bb%ce%b1%ce%bf%cf%83-%cf%89%cf%83-%ce%b5%ce%b4%cf%89-%ce%b4%ce%b5%ce%bd-%ce%bc%cf%80%ce%bf%cf%81%ce%bf%cf%85.html#ixzz3uHHnwxSu

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Ήταν τρελός ο τρελο-Κώστας;

Κωνσταντίνος μοναχός Καρεώτης,
ο διά Χριστόν σαλός (1898-μετά το 1969)
(Φωτογραφία: Paul Hubert, 1969)
Περισσότερες φωτογραφίες:

.......... Πρόκειται για την τελευταία είσοδο της Εικόνος και της Λιτανείας σε αντιπροσωπεία. Την υποδέχεται πολυμελής αντιπροσωπία από ιερομονάχους και διακόνους, ενδεδυμένους με τις χαρακτηριστικές απαστράπτουσες χρυσοΰφαντες στολές, Μοσχοβίτικης κι Άγιο Πετροπουλίτικης προελεύσεως και Τσαρικής ενδόξου εποχής, και από μοναχούς κατάξανθους, εμφανούς ρωσικής κατατομής και εμφανίσεως, πού έρχονται προς τούτο από την Ι. Μονή των, την του Αγίου Παντελεήμονος, και στο εσωτερικό του ναού του Κανακιού η δέησις και η όλη σχετική τελετή γίνεται στην σλαβονική λατρευτική γλώσσα, σε κλασσική τετραφωνία. Όλα εδώ αποτελούν μια ξεχωριστή νότα και τάξι, εντελώς διάφορη και ιδιόμορφη μέσα στο σύνολο της λιτανείας.
Τον πήρε τον μάτι μου ανάμεσα στο πλήθος, μόλις ανεβήκαμε τις αρκετές σκάλες του Κανακιού και μπήκαμε μέσα, ακουμπισμένο στην γωνιά του νάρθηκα, με τον σφιχτοδεμένο με λινόσχοινο στην μέση του παληόπαλτο, με ανάκατα τα σταχτόχροα γένια του, και εντελώς απρόθυμα τα περισσότερα μαλλιά του, ρερυπωμένα κι' αυτά, να υποταθούν κάτω από την καλογερική του σκούφια, μονίμως μπερδεμένα και κατακατσιασμένα, πρωτότυπα να προσπαθούν να πλαισιώνουν τον ρυτιδωμένο αλλά συμπαθέστατο πρόσωπό του.

Ξεθωριασμένα, χιλιοτσαγκρούνιστα, στραβοπάτητα και άδετα τα ταλαίπωρα παπούτσια του, πού ακάλτσωτος φορούσε, κι απορίας άξιο το πώς μπορούσαν ακόμα, χειμώνες καλοκαίρια τα ίδια, να τον υπακούνε και να συμβαδίζουν.
Είχε στραμμένο τον βλέμμα προς τα κάτω, και ενώ μουρμούριζε ποιός ξέρει τί, φαίνεται πώς είχε στραμμένη την προσοχή του στο ρωσσιστί και τετραφωνιστί αδόμενο μέλος, και κουνούσε ευρύθμως και διάπλατα τα χέρια του σαν μαέστρος σε σκαμνί, διευθύνων πολυμελή, πολυόργανο και πολυφωνική ορχήστρα. Όλοι τον ήξεραν όμως σαν «σαλλεμένο» και γι αυτό κανείς δεν έδινε προσοχή και σημασία.
Μυστήριο επτασφράγιστο τούτος ό άνθρωπος στην Καρυώτικη μικροκοινωνία. Και να, κι' εγώ δεν ξέρω για ποσοστή φορά, πάλι το ερώτημα ενώπιων μου: είναι; υπήρξε ποτέ τρελός, ή τον τρελό μας παριστάνει;

Όλοι στις Καρυές έτρεφαν αγάπη και συμπόνια για τον Κώστα, ενώ αυτός από κανέναν δεν την ζητούσε. Ξετρύπωνε κάπου, κάπου από τα λαβυρινθώδη ενδότερα κάθυγρα και βοριόπληκτα εγκαταλελειμμένα Σεραγιώτικα δώματα, προ πολλού χωρίς πορτοπαράθυρα, και τσαλαβουτώντας στις λάσπες και στα χιονόνερα πήγαινε στα Καρυώτικα σπίτια, και πλησίαζε την εξώπορτα όπου νόμιζε και έκρινε από όλα. Δεν την χτυπούσε. Περίμενε ολόρθος σιγοψιθυρίζοντας τα ακαταλαβίστικα του.
Το πόσο θα περίμενε, εξαρτιόταν από το πότε θα άνοιγαν οι νοικοκυραίοι Γεροντάδες, είτε επειδή κάποιος τον είχε αντιληφθή ή επειδή το επέβαλε ή περίπτωσης ή η ανάγκη οπότε τού έδιναν ένα κομμάτι ψωμί και ότι προσφάγια βρισκόταν στο «φανάρι». Τότε φυσιολογικώτατα και λογικότατα και με τέλεια άρθρωση έλεγε «ευχαριστώ», έκανε βαθειά υπόκλιση και έπαιρνε τον μονοπάτι της επιστροφής στο καταφύγιο του.
Στα «ευλογείτε» μας, τύχαιναν και φορές πού απαντούσε με το «ό Κύριος», όπως συνηθίζεται στο Όρος. Δεν μας έκανε όμως ποτέ την χάρι να σταματήσει και ν' ανταλλάξει μαζί μας λίγα λόγια. Εκείνη δέησης ή φήμη, την όποια αρκετοί με επιμονή και ζωηρότητα υπεστήριζαν, ότι ενδεχομένως να είναι «διά Χριστόν σαλός», ήταν πού όχι μόνο έκοβε κάθε διάθεση αστεϊσμού μας μαζί του, αλλά και μας γέμιζε με δέος, οσάκις περνούσε από δίπλα ή από ανάμεσα μας. Και γινόταν αυτό πολύ συχνά, αφού κοινή ήταν ή αυλή τούτο Σεραγιού και της Αθωνιάδος.
Δεν ήταν λίγες και οι φορές πού σκόπιμα παρεμβληθήκαμε στο διάβα του και κάναμε κινήσεις και διατυπώσαμε παρακλήσεις να μας κάνη την χάρι να πή κάτι. Εκείνος αθόρυβα και διακριτικά μας παρέκαμπτε, συνέχιζε να κινεί άτακτα τον ελεύθερο χέρι -με το άλλο συνήθως κρατούσε τον μπακράτσι- και να λέει «τα δικά του». Επιταχύνοντας μάλιστα κάπως τον βήμα χανόταν στου Σεραγιού τα δαιδαλώδη και ατέλειωτα ένδον, όπου κάπου αλανθάστως πάντως έβρισκε τον κατάλυμά του.
Στην Αθωνιάδα πάντοτε περίσσευε φαγητό και κάμποσοι του «τάγματος» αλλά και άλλοι άποροι έλυναν τον πρόβλημά τους. Είχαν δώσει «ευλογία» οι Έφοροι και ό Σχολάρχης. Από συμπόνια προτείναμε ό Κώστας, πού ήταν και γείτονάς μας, να μη κοπιάζει και υποφέρει, και δη τον χειμώνα, αναζητώντας τροφή μακριά μας, αφού μπορούσαμε να του προσφέρουμε εμείς. «Ματαιοπονείτε- -είπε ό Σχολάρχης-, Προηγήθησαν άλλοι σε καλή θέληση, αλλά απέτυχαν δεν δέχθηκε» και ό λόγος ήταν, μάλλον επειδή στην Άθωνιάδα... κρεωφαγούσαμε.
Δεν τον είδε ποτέ κανείς, στα φανερά του τουλάχιστον, να κρατάη βιβλίο, να διαβάζη κάτι- αλλά ούτε και θυμήθηκε κάποιος να απουσίασε από Κυριακή ή μεγαλογιορτή από το Πρωτάτο. Ένας τρελός, τελείως απομονωμένος και ασυντρόφευτος, χωρίς βιβλία και βοηθήματα, πώς μπορούσε να έχει ημερολογιακή γνώσι, εορτολογική συνείδησι και εκκλησιαστική συμμετοχή;

«Σπάζαμε» τα κεφάλια μας αλλά οι απορίες μας έμεναν αναπάντητες και μεγάλωναν ακόμα περισσότερο όταν τον διαπιστώναμε παρόντα και κατά τις εθνικές επετείους, όπως της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου, κατά τις εκδηλώσεις των όποιων και τις εκφωνήσεις λόγων, έδειχνε τόσο προσεκτικός και σύννους αλλά έβαζε και σε μεγίστη δοκιμασία την ψυχραιμία και την σοβαρότητά μας μόλις αρχίζαμε να ψέλνουμε τον Εθνικό Ύμνο. Γιατί κάθε φορά εισπηδούσε προς το κέντρο, και αυτοκλήτως και εμφανώς από όλους, μεταβαλλόταν μάλλον σε επιτυχημένο μαέστρο, αφού κουνούσε τόσο «εκφραστικά» τα χέρια και πρόδιδε γνώσι ρυθμού και μέτρου, φαινόμενο πού ενέβαλλε σε πρόσθετες απορίες...


Βαλθήκαμε με έναν συσπουδαστή μου να εξιχνιάσουμε επί το τελειότερο τα κατ' αυτόν. Επί ημέρες, όταν οι άλλοι έκαναν περίπατο, εμείς «κόβαμε βόλτες» εξωτερικώς και κάτω από τούς βορεινούς μαντρότοιχους τού Σεραγιού. Ακροποδητί ο δικός μας «περίπατος» και ή αναπνοή μας ακόμα προσεκτική, μη και από λάθος μας σκιαχτεί τον «ελάφι», όπως λένε οι καλοί κυνηγοί. Κάποιο σύρσιμο ακούσαμε, λουφάξαμε πίσω από θάμνο και διακρίναμε την μορφή του στο άνοιγμα ενός παραθύρου. Κάτι έλεγε, αλλά δεν ξεχωρίζαμε λέξεις, γιατί ήμασταν αρκετά μακριά. Συγκίνησις όμως μας κυρίεψε όταν τον είδαμε κατακάθαρα να κάνη τον Σταυρό του. Με την ίδια προσοχή απομακρυνθήκαμε από το παρατηρητήριο μας και επιστρέψαντες διηγηθήκαμε την επιτυχία μας στον Σχολάρχη.

Ήταν Σάββατο- κι' αφού δεν είχαμε διάβασμα για την άλλη μέρα, θελήσαμε να δώσουμε συνέχεια στο θέμα. Σύμφωνος και πρόθυμος σε τούτο και ό Σχολάρχης, αφού κι' εκείνον η ίδια περιέργεια τον «έτρωγε» εδώ και χρόνια, για το τί τέλος πάντων ήταν και ποιόν ρόλο έπαιζε ό Κώστας. Είχε ήδη σκοτεινιάσει και επομένως δεν χρειαζόταν και πολλή προσοχή να βρεθούμε άνυποψιάστως γι' αυτόν κάτω ακριβώς από το παράθυρό του. Και αν ακόμα ακούσει τίποτα θορύβους μας -σκεφθήκαμε- σίγουρα θα μας νομίσει για «θηρία του δρυμού» και επομένως ήσυχος και αμέριμνος θα μείνει.

Και ενώ προσπαθούσαμε να βολευθούμε και να καθίσουμε στων κισσών το φυλλόστρωμα, που άρχιζε να απλώνεται και να έρπει από πολύ πιο κάτω μας, να σκαρφαλώνει ύστερα τον μαντρότοιχο και πάνω ακόμα από το παράθυρο του Κώστα, κρεμώντας προς εμάς την πλούσια και ασυμμάζωχτη χαίτη του, έκοψε την αναπνοή μας και παρά λίγο και την καρδιά μας ή φωνή του Κώστα- σοβαρά και ευκρινέστατα άρχιζε τον εσπερινό του!...

Ακούγαμε, και δεν το πιστεύαμε, πώς κατακάθαρα απάγγελνε τον Προοιμιακό. Άρχιζε, κατά το Κυριακοδρόμιο, από εκείνο τον Σάββατο ό ήχος Γ, και μου πέρασε η ιδέα πώς αν πράγματι σε τρίτο ήχο θα έψελνε τον «Κύριε έκέκραξα» και εν συνεχεία τα αναστάσιμα στιχηρά, τότε θα έπρεπε να τρελαθώ στην πραγματικότητα εγώ. Και όμως, έτσι εξελίχθηκε ό εσπερινός και τα περαιτέρω του. Σε ήχο τρίτο άναυδοι ακούαμε, και μουσικώς αλάνθαστα τα κεκραγάρια, την στιχολογία, τα τροπάρια!... Άποτραβηχθήκαμε ανοιχτότερα για να δούμε προς τα επάνω καλλίτερα. Ούτε λάμπα, ούτε κερί αναμμένο. Και τον σκοτάδι ήδη πυκνό. Άρα όλα από μνήμης και από στήθους τα έλεγε. Αυτός, πού ποτέ και κανένας δεν τον είδε να πλησιάσει αναλόγιο και δεν τον άκουσε πουθενά να πει ούτε ένα «Κύριε έλέησον»:
«Τω σω σταυρώ Χριστέ Σωτήρ θανάτου κράτος λέλυται...» «Πεφώτιστε τά σύμπαντα τη αναστάσει σου Κύριε...», «Δοξάζω τον Πατρός και του Υιου την δύναμιν και Πνεύ­ματος Άγιου υμνώ την εξουσίαν...» όλα από στήθους και εμμελώς, ό ευλογημένος· και υστέρα σε αργότερο χρόνο άρχισε το Δογματικό Θεοτοκίο:
«Πώς μη θαυμάσωμεν τόν θεανδρικόν σου τόκον Πανσεβάσμιε».

Πρόσθετο δέος, αγάπη και σεβασμό αισθάνθηκα να εγκαθί­στανται στα βάθη της ψυχής μου για τον Κώστα, και συνειδητο­ποίησα ότι το περί αυτόν μυστήριο έπαιρνε πλέον και απόκοσμες διαστάσεις. Ένοιωσα όμως και ντροπή για τον εαυτό μου γιατί, και αν ακόμη το προσπαθούσα, ποτέ δεν θα κατόρθωνα να αποστηθίσω όλα τα αναστάσιμα εσπέρια.
Συνέχισε ό Κώστας το προκείμενο, είπε το «Καταξίωσον Κύ­ριε» και «μπήκε» και στα απόστιχα...
Όταν αποχωρούσαμε απ εκεί, ψαχουλευτά σχεδόν και τοίχο τοίχο, εκείνος έλεγε το «Νύν απολύεις τον δούλον σου»· και τώρα, παρά την απόστασι, ευάκουστα, γαλήνια και οιονεί αγγελικά ενηχούσε στα αυτιά μας, και γλυκυθυμία χάριζε στις ψυχές μας το αναστάσιμο απολυτίκιο: «Εφραινέσθω τα ουράνια αγαλλιάσθω τα επίγεια».


Ξένοιαστος ο Κώστας, -ο «τρελλός»- για το ότι εκείνη την ώρα κανείς δεν μπορούσε να είναι κάτω απ το ενδιαίτημά του, και στραμμένος προς τον ιστορικό Λάκκο του Αδειν και την Καψαλιώτικη ερημιά, άφηνε ελεύθερα να εκφράζεται η ψυχή του προς τον Σωτήρα Κύριο, και «εκ βαθέων» να δοξάζη και ανυμνή την ανάστασι και τα μεγαλεία Του.

Αναφέραμε λεπτομερώς τα καθέκαστα και ήταν και του Σχολάρχου μας ή εκπληξις μεγάλη. Του γνωστοποιήσαμε όμως συγ­χρόνως και τον σχεδιασμό μας, πώς σύντομα θα επιχειρούσαμε επέλασι και στην κέλλα του· ξέραμε τώρα ποιά απ τις πολλές εκα­τοντάδες είναι και που του Σεραγίου βρίσκεται, για να κατοπτεύ­σουμε τον προσωπικό του χώρο και συμπεράνουμε τις λεπτομέ­ρειες της ενδιαιτήσεώς του.

Βέβαιος εκείνος, για το ότι κλειδαριές οπωσδήποτε δεν θα μας εμπόδιζαν γιατί το δώμα του και ο ίδιος δεν τις χρειαζόταν, αλλά κι εμείς δεν αμφιβάλλαμε γι αυτό αφού απ το παράθυρο του -όπως παρατηρήσαμε- έλλειπαν τα τζαμλίκια και μόνο η «κάσα» στεκόταν στη θέσι της, έδωκε την συγκατάθεσι. Μόνο πού συνέστησε μεγάλη προσοχή ως προς την επιλογή της ώρας της «επιχειρήσεως». Έπρεπε να βεβαιωθούμε ότι ό Κώστας θα βρισκόταν στις Καρυές, ή πάντως να έλλειπε οπωσδήποτε- γιατί θα ήταν σφάλμα, ντροπή και αδιακρισία, να ταράξουμε την ησυχία του και να τον στενοχωρήσουμε, παρουσιαζόμενοι αγενώς, απροσκλήτως, απροειδοποιήτως καί ανεπιθυμήτως στο καταφύγιο και ενώπιόν του.

Ενημερώσαμε σχετικώς τον θυρωρό μας, κι εκείνος δέχθηκε πρόθυμος να κρατεί σκοπιά και «καραούλι» από την τζαμόπορτα κι από το παράθυρο του- και σε ένα από τα αμέσως επόμενα απομεσήμερα μας κάλεσε εν σπουδή για να μας διαβεβαίωση ότι δεν είχε πολύ ώρα πού ό Κώστας βγήκε από του Σεραγιού την κυρία είσοδο, έκαμε δυτικά και χάθηκε στην δασοπλαγιά.


Σίγουρα κατά την Καψάλα θα πήγαινε πρόσθεσε με ικανοποίηση. Οπότε εμείς ορμήσαμε στο αχανές εσωτερικό. Οι, καμιά εικοσαριά τότε, υπέργηροι ΡωσσοΣεραγιώτες έμεναν στα νοτιοδυτικά του κτιριακού συγκροτήματος, που ήσαν τα πιο υγιεινά και άντεχαν ακόμα. Ούτε μας πήραν είδηση όταν διασχίσαμε τις αυλές και χωθήκαμε στους όλως αντιθέτως κείμενους χώρους.

Μαυρίλες, κάπνες, σκόνες, αράχνες, στους τοίχους, στα περβάζια στις σκάλες των πολλών εκατοντάδων δωματίων. Εδώ και χρόνια, συμμάχησαν ακατοικεσία, εγκατάλειψης και στοιχεία της φύσεως, και βάλθηκαν άσπλαχνα να εξουθενώσουν την πάλαι ποτέ επιβλητικότητα, λαμπρότητα και ρωσική αυτοκρατορική σκοπιμότητα και αλαζονεία.
Κάποια στιγμή με προσεκτικό υπολογισμό προσδιορίσαμε ποιά έπρεπε να είναι ή κέλλα του Κώστα και με λογισμούς θριαμβευτικούς βαδίζαμε προς τα εκεί για να μπούμε μέσα. Ήταν ήδη Μάιος και παρά ταύτα το βορεινό και ή υγρασία της σαραβαλιασμένης κόρδας μας πιρούνιαζε τα κόκαλα. Η πόρτα του καταφυγίου του Κώστα μισάνοιχτη.

Ήμουν έτοιμος να πω τον αγιορείτικο σε τέτοιες περιπτώσεις, «ούτε σκυλί δεμένο δεν μένει εδώ τον Χειμώνα», όταν πατώντας στο κατώφλι και έσπρωχνα την μισόκλειστη πόρτα για ν' άνοιξη διάπλατα- αλλά εκείνη έδειξε πως κάτι δεν συμφωνούσε από πίσω. Την ώθησα δυνατότερα και ή συνέπεια ήταν να πέσω επάνω στον... Κώστα!... Ένα αμήχανο άαα... ξέφυγε από τα χείλη μου και ένοιωσα να λιώνω από εξουθενωτική καταισχύνη. Ίδια αισθάνθηκε και ό συσπουδαστής μου. Σκέφθηκα ότι έπρεπε να προσπέσουμε στα πόδια του και να του ζητήσουμε αμέσως συγγνώμη, αλλά για αρκετές στιγμές μέναμε άφωνοι και άγαλματωμένοι.
Ύστερα ακολούθησε το ακόμα πιο απροσδόκητα και αποκαλυπτικό για μας, πού είχε και την συνέπεια να μας αγάγη σε πλήρη αβουλία και αμηχανία:
- Τί με κοιτάτε έτσι; Γιατί δεν προσκυνάτε τις εικόνες;
Στραφήκαμε προς τον ανατολικό τοίχο του δωματίου και είδαμε τέσσαρες μεγάλες εικόνες με ολόσωμους και σε φυσικό ύψος τον Κύριο, την Θεοτόκο, τον Τίμιο Πρόδρομο και τον αρχάγγελο Γαβριήλ. Τα σταυροκοπήματά μας και οι προσκυνηματικές κινήσεις ήταν συνάμα ψυχικός ανασασμός, λυτρωτική διέξοδος, και της ασφυκτιούσης καρδιάς μας μερική έστω ανάταξης και ανακούφισης. Ύστερα πάλι βουβαμάρα εκ μέρους μας, πάλι δυσκολία στην αναπνοή και πολυσφυγμία στις αρτηρίες μας. Μη έχοντας λοιπόν τίποτα άλλο να κάνουμε και να πούμε, αρθρώσαμε με άκρα συστολή:
- Να μάς συγχωρέσης Κώστα ήταν απερισκεψία μας. Ευλογείτε.
- Στο καλό, ό Χριστός μαζί σας, πρόφερε. Και ενώ βουβοί απομακρυνόμασταν, είχαμε την αίσθηση ότι πολλά πράγματα βάραιναν επάνω μας, και τα ταβάνια ακόμα βλέπαμε με φοβία, μήπως έπεφταν να μάς πλακώσουν...
Αυτές οι εμπειρίες με έκαναν να τον σέβομαι και να τον ευλαβούμαι πολύ. Πολλές φορές σε άλλες ευκαιρίες και συναντήσεις καθ οδόν προσπάθησα να τον σταματήσω, να ανταλλάξουμε δύο λέξεις. Τίποτα. Επιτάχυνε σκόπιμα τον βηματισμό, λοξοδρομούσε και μ' απέφευγε, χειρονομώντας άτακτα και προφέροντας τα... «κινέζικά» του.

  
          του Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου

Ο Μακαριστός υποτακτικός Γαβριήλ (Κελλιώτης)


gavriel_kelliotis
Ο Παπά Χρυσόστομος είχε στην συνοδεία του, δύο αδέρφια ανίψια του, που έγιναν Μοναχοί στο κελλί του «Αγίου Δημητρίου» και έλαβαν τα ονόματα, ο πρώτος Μιχαήλ που έγινε και ιερέας και ο δεύτερος Γαβριήλ, ο οποίος στον κόσμο είχε κάνει γραμματέας του Κομμουνιστικού κόμματος, όταν όμως έγινε Μοναχός, ήταν ευλαβέστατος, ταπεινός, λιγόλογος και είχε μνήμη θανάτου παντοτινή.
Ο Παπά Χρυσόστομος για να έχει ζωντανή τη μνήμη του θανάτου, έφτιαξε μόνος του τον τάφο του, τον οποίον όμως αντί να επισκέπτεται αυτός, πήγαινε ο νεαρός ανεψιός του Μοναχός Γαβριήλ συχνά, έμπαινε μέσα, έβαζε ξερά χόρτα και αφού έκανε την προσευχή του – τον Κανόνα – μετάνοιες και κομβοσχοίνια, μετά ξάπλωνε κι έκανε τον πεθαμένο. Επειδή όμως το μέρος είναι πολύ υγρό και η δίαιτά τους πολύ πενιχρή  και λιτή, δεν άργησε, ο νεαρός Μοναχός, αλλά καλός υποτακτικός να προσβληθεί από πλευρίτιδα, η οποία σε συνέχεια εξελίχθηκε σε φυματίωση και έτσι δεν άργησε τελικά να εγκαινιάσει στην πραγματικότητα αυτός τον τάφο, σε πολύ νεαρή ηλικία μόλις 25 ετών, αντί γα το θείο και γέροντά του Παπά – Χρυσόστομο, που προοριζόταν ο τάφος και ο οποίος διακρίνονταν για την σκληρότητα και αδιακρισία του, γι΄ αυτό και τον βίο κατέλυσε στον κόσμο και όχι στο Άγιον Όρος. Αλλ΄ ο νέος και καλός υποτακτικός κέρδισε μέσα σε λίγα χρόνια τον Παράδεισο και την αιώνια μακαριότητα, γιατί αξιώθηκε να καταταγεί με τους οσίους Αγιορείτες Πατέρες, προς δόξαν Θεού.
ΠΗΓΗ : ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, τομ. Α΄, ΑΘΗΝΑΙ 1980, σ. 154.

Ορθόδοξη Πίστη και Ζωή.(Ένα φωτισμένο κείμενο από φωτισμένους Αγιορείτες Πατέρες για την κρισιμότητα της εποχής μας)


243587-thiv56_vigla_filtered
Ο  γερο-Ευθύμιος καταγόταν από  το χωριό Γομάτι της Χαλκιδικής  και ξεκίνησε την μοναχική του ζωή από την Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου. Έζησε  στην  καλύβη  των  «Αγίων  Βαρλαάμ  και  Ιωάσαφ»  στην Αθωνίτικη Βίγλα, μία  γνήσια  μοναχική  ζωή.  Σχεδόν  σε  πλήρη  απομόνωση. Σπάνια  δεχόταν  επισκέψεις.  Ακόμη  και  αν  χτυπούσες  πολύ  δυνατά  την πόρτα.
Συχνά  εξέπληττε  τους  πατέρες  και  τους  προσκυνητές  με  τις «τρέλες»  του.  Ζούσε  σαν  σχεδόν  άγνωστος-ανύπαρκτος  για  τους  περισσότερους.  Οι  κοσμικοί  συγγενείς  του  επίσης,  είχαν  χάσει  κάθε  επικοινωνία  μαζί  του.  Δεν  τους  έγραφε.  Ούτε  και  με  την  αδελφή  του Αικατερίνη είχε αλληλογραφία, αν και υπήρχε πολύ αδελφική αγάπη και συμπόνια  μεταξύ  τους.  Όσο  ήταν  ακόμη  στον  κόσμο,  εκείνη  τον βοηθούσε στα ζώα με πολλή προθυμία. Όμως, αφότου έγινε μοναχός, της φερόταν και αυτής σύμφωνα με τα μοναχικά θέσμια.
Τόση  ήταν  η  έλλειψη  επικοινωνίας  με  τους  δικούς  του,  που  για  κάποιο  διάστημα,  από  λανθασμένη  πληροφορία,  η  αδελφή του έγραφε  το όνομά του στα «ψυχοχάρτια» μαζί με τους «κεκοιμημένους».
Η  αποξένωση από όλους για χάρη του  Χριστού  μας-  η  ξενιτεία-  είναι μεγάλη  αρετή.  Βοηθάει  πολύ  στην  αμεριμνία  και  στο  «απερίσπαστον». Χωρίς  αυτά  δεν  κατορθώνεται  καθαρά  προσευχή  και  σωστή  εσωτερική καρδιακή  εργασία.  Ο  Γέροντας τα γνώριζε αυτά  από τις μελέτες του στα  Πατερικά βιβλία (Φιλοκαλία, Ευεργετινός). Πολλές   φορές έκανε  τον  θυμωμένο, τον θιγμένο,  τον  παρεξηγημένο…  Το  αποτέλεσμα  ήταν οι περισσότεροι    να  τον αποφεύγουν  ως  «παράξενο».
ceb3ceb5cf81cebfcebdcf84ceb1cf82-ceb5cf85ceb8cf85cebcceb9cebfcf82
Ο Επίσκοπος Ροδοστόλου  Χρυσόστομος τον περιγράφει ως εξής:
«Παράξενος άνθρωπος… Δεν δεχόταν κανένα επισκέπτη στην Καλύβη  του… Στο μονοπάτι ,αν τον συναντούσες υπήρχε πιθανότητα να πιάσεις κουβέντα μαζί του. Έτσι όμως και τρύπωνε στο καλύβι του ,καλύτερα να τον θεωρούσες πεθαμένο.Πολλές φορές έκανε το σαλό  με τέτοιο πειστικό τρόπο, που πολλοί πίστευαν πως είναι στ΄αλήθεια.
Ερχόταν τα Σαββατοκύριακα και τις μεγάλες γιορτές στη Λαύρα για θεία μετάληψη και έψαλλε μελωδικότατα στις αγρυπνίες. Λέγανε πως κοσμικός ,εκτός από καλός τραγουδιστής ,ήτανε και άριστος μουσικός οργανοπαίκτης…..Στη Λαύρα και στα πανηγύρια έτρωγε του σκασμού, για να τον βδελύτωνται  και να τον κατηγορούν ως κοιλιόδουλο.Ενώ εμείς ξέραμε πολύ καλά ,πώς στο καλύβι του εκτός από αγιορείτικο τσάϊ, παξιμάδι και ζάχαρη, που έπαιρνε σαν ανταμοιβή και ευλογία για το ψαλτικό του από την Λαύρα, δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Χιλιομπαλωμένα τα ρούχα του, γυαλιστερά από την λέρα το ράσο του,το ζωστικό και το κουκούλι του. Φορούσε και μια σκούφια ξέβαφη, πολλών δεκαετιών, που ίσως ήταν εκείνη που του φόρεσαν στην μοναχική του κουρά το 1952…και κάποια παπούτσια ,που ήταν απορίας άξιον πως δεν τούφευγαν από τα πόδια… Πολλοί τον θαύμαζαν για την αρετή του, την νηστεία του, τον αναχωρητισμό του και αρκετοί επεδίωξαν να γίνουν υποτακτικοί του, αλλά δεν το κατόρθωσαν ».
Ένας απ΄αυτούς ήταν και ο θεολόγος Τριαντάφυλλος Αν….από την Αθήνα.
Συνάντησε κάποια φορά  στην περιοχή της Βίγλας τον Γέροντα Ευθύμιο και τον παρακάλεσε να τον πάρει υποτακτικό στην Καλύβη των Αγίων Βαρλαάμ  και Ιωάσαφ. Ο Γέροντας στην αρχή τον αποπήρε και του είπε πως δεν θέλει υποτακτικό ούτε μπορεί κάποιος να ζήσει μαζί του.Όμως μετά από συνεχή παρακάλια ,ο γέροντας κάμφθηκε
-Καλά,έλα να δοκιμάσεις και ύστερα βλέπουμε ,του είπε.
Χαρούμενος ο θεολόγος για την συγκατάθεση τον ακολούθησε και άρχισε την προσευχή, την άσκηση , την υπακοή. Όμως το πρόγραμμα του Γέροντος Ευθυμίου ήταν τόσο σκληρό που ο θεολόγος άρχισε να τα βρίσκει «σκούρα». Οι πολύωρες προσευχές και τα κομποσχοίνια, οι πολλές στρωτές μετάνοιες και οι ορθοστασίες, η σχεδόν πλήρεις ασιτίες, τα από τα μεσάνυχτα εγερτήρια ήταν γι΄αυτόν πολύ βαριά και δύσκολα.
Έτσι στην πρώτη μετάβαση στην Λαύρα και χωρίς την γνώση και ευλογία του Γέροντα τηλεφώνησε στους συγγενείς του και σε λίγες μέρες κατέφθασαν ταχυδρομικά και κατεπειγόντως αρκετά δέματα με φρυγανιές, όσπρια, ζυμαρικά ρύζια και κονσέρβες.
Τα κουβάλησε στην καλύβα και άρχισε να τα τακτοποιεί.
Είδε ο Γέροντας Ευθύμιος το πρωτοφανές γι΄αυτόν θέαμα και ρώτησε τον νεαρό δόκιμο.
-Τι είναι αυτά;
-Μερικά απλά, φτωχικά και αναγκαία πράγματα,  Γέροντα, για να έχουμε να τρώμε.
Απομακρύνθηκε αμέσως ο Γερο Ευθύμιος και σε δύο τρία λεπτά επέστρεψε κρατώντας ένα κομμάτι χαρτονιού, που έσχισε από τα κιβώτια με τα τρόφιμα  και που τώρα έγραφε πάνω του με κεφαλαία γράμματα: ΜΑΖΕΨΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΚΑΙ ΦΥΓΕ.
Ταράχθηκε ο δόκιμος  και σύντομα κατάλαβε το λάθος του. Παρακάλεσε πολύ, έκλαψε. Τσιμουδιά ο Γέροντας. «Μετάνοιες» και «ευλόγησον» και  «θα τα εξαφανίσω» ο δόκιμος. Άκρα σιωπή ο ΓέροΕυθύμιος.
Και αντί απαντήσεως, του έδειχνε αποφασιστικά με τεταμένο το χέρι και τον δείκτη του συνέχεια ,προς την ταμπέλα, ενώ ενατένιζε από το παράθυρο της καλύβης του το άπειρο… Έτσι ο νεαρός δόκιμος αποχαιρέτησε την Βίγλα  για πάντα.
Απόσπασμα από την εργασία :Αγνωστες διηγήσεις  για τους ασκητές της Αθωνίτικης Βίγλας
Επιμέλεια  έρευνας και κειμένων: πρωτ: Δημήτριος Αθανασίου.

Τά δύο εἴδη τῆς θεοπνευστίας εἶναι ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση ~ π. Ἰ. Ρωμανίδης

Η θεόπνευστη θεολογία των Πατέρων

Τα δύο είδη της θεοπνευστίας είναι ο φωτισμός και η θέωση
π. Ι. Ρωμανίδης ~ Εμπειρική Δογματική

Τα συγγράμματα των Πατέρων είναι θεόπνευστα, επειδή γράφηκαν από θεοπνεύστους άνδρες. Η θεοπνευστία στην περίπτωση αυτή δεν είναι κατά γράμμα, αλλά οι Άγιοι είχαν φθάσει στον φωτισμό και την θέωση και, όταν ομιλούσαν για δογματικά ζητήματα, ομιλούσαν εκ πείρας και αυτό λέγεται θεοπνευστία. Τα δύο είδη της θεοπνευστίας είναι ο φωτισμός και η θέωση.
Θεωρούνται και τα συγγράμματα των Πατέρων ως θεόπνευστα, όχι μόνον τα συγγράμματα της Αγίας Γραφής. Λέγοντας όμως θεοπνευστία, εδώ πρέπει να ξεχωρίσουμε πρώτα - πρώτα σε ποια θέματα μπορεί να είναι κανείς θεόπνευστος, μέχρι πού φθάνει η θεοπνευστία.
Πρώτα-πρώτα, όπως θα ξεύρετε και από τα άλλα μαθήματα, ουδέποτε η Ορθόδοξη παράδοση δέχθηκε κατά γράμμα θεοπνευστία. Δεν υπάρχει στους Πατέρες κατά γράμμα θεοπνευστία, ούτε και στους Ορθοδόξους θεολόγους οποιασδήποτε παραδόσεως. Ποτέ στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υποστηρίχθηκε η κατά γράμμα θεοπνευστία, όπως έγινε στην δυτική παράδοση. Αυτή η διδασκαλία περί κατά γράμμα θεοπνευστίας δεν υπάρχει στους Πατέρες ούτε στους μοντέρνους Ορθοδόξους θεολόγους. 
Υπάρχει όμως στην Δύση, κυρίως κατά τον Μεσαίωνα. Λοιπόν, εδώ πρέπει να γίνει σαφής διάκριση του θέματος... Τώρα, στην Ορθόδοξη παράδοση κατ' αρχήν, τα πρώτα στάδια της θεοπνευστίας είναι το στάδιο του φωτισμού και το τελικό είναι η θέωση. Οπότε, διερωτάται κανείς, ο συγγραφέας, που γράφει ένα κομμάτι της Αγίας Γραφής, γιατί θεωρείται θεόπνευστος;
Επειδή ζούσε αυτός σε κατάσταση φωτισμού και από καιρό σε καιρό έφθανε στην θέωση και έγραφε από περίσσεια ως έγραφε και, επομένως, με ακρίβεια για τον Θεό; Ή όταν έγραφε εκείνη την στιγμή, όταν σήκωνε το στυλό του ερχόταν το Πνεύμα το Άγιον σαν ένας πετεινός, περιστερά, ένα πουλάκι και καθόταν εδώ και του υπαγόρευε τι να γράφει;
Για τους Πατέρες της Εκκλησίας θεόπνευστος είναι εκείνος ο οποίος ευρισκόμενος σε κατάσταση φωτισμού ή Θεώσεως, αφού έχει την εμπειρία αυτή, γράφει και γράφει θεοπνεύστως. 
Αλλά δεν γράφει στα θέματα που δεν έχουν σχέση με την θεοπνευστία. Με ποια θέματα έχει σχέση η θεοπνευστία; Με όλα τα θέματα περί Θεού, με τις αποκαλύψεις του Θεού στον άνθρωπο, το θέλημα του Θεού για τον άνθρωπο, την ενσάρκωση, την φανέρωση της Ακτίστου δόξης του Θεού μέσω της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, την ίδρυση της Εκκλησίας κατά την Πεντηκοστή, την πεντηκοστιανή εμπειρία της Θεώσεως και την συνεχιζόμενη αυτή εμπειρία της Θεώσεως και του φωτισμού μέσα στην ζωή της Εκκλησίας. Επάνω σε αυτά τα θέματα υπάρχει θεοπνευστία και το απλανές.
Σε αυτήν την κατάσταση η θεοπνευστία είναι μια συνεχής κατάσταση, ως νοερή προσευχή και ως θέα του Θεού.
Στην πατερική παράδοση θεοπνευστία είναι η μόνη απλανής αίσθηση που μπορεί να υπάρχει στον άνθρωπο και, κατ' αυτόν τον τρόπο, διαμορφώνει τον χαρακτήρα του, εξυψώνει την αγάπη του ανθρώπου και τελειοποιεί την κάθαρση και την μεταβάλλει βαθμηδόν και σε θέωση. Μόνο αυτό, κατά τους Πατέρες, λέγεται θεοπνευστία. 
Αυτή η θεοπνευστία είναι συνεχής κατάσταση.

Οπότε, είναι βλακεία να νομίζει κανείς ότι κάποιος είναι θεόπνευστος επειδή έκατσε να γράψει μία επιστολή στη ρώμη δηλαδή, όπως έκανε ο Απόστολος Παύλος. 
Και εκεί που έγραφε ήρθε κατά τρόπο θαυμαστό το Πνεύμα το Άγιο και καθοδηγούσε την πέννα του εκείνη την στιγμή, για να γράψει μία επιστολή, δηλαδή. Όχι, δεν είναι έτσι.
Θεοπνευστία σημαίνει ότι ο άνθρωπος ο οποίος γράφει είναι στην κατάσταση της αδιάλειπτου προσευχής και μπαινοβγαίνει στην κατάσταση της Θεώσεως. Αυτός είναι ο θεόπνευστος και αυτή είναι η θεοπνευστία.
Στους Πατέρες της Εκκλησίας δεν γίνεται λόγος για αλάθητο σε καθημερινά ζητήματα και στην καθοδήγηση, αλλά κυρίως χρησιμοποιείται η λέξη «απλανής». Το «αλάθητο» χρησιμοποιείται για δογματικά ζητήματα· το «απλανές» χρησιμοποιείται για την θεραπεία του ανθρώπου.
Οι Πατέρες δεν λένε «αλάθητον». Στην πατερική γλώσσα λέγεται «απλανές». Γίνεται κανείς «απλανής». «Απλανής» σημαίνει ότι δεν παραπλανάται. 
Από τι δεν παραπλανάται; Δεν παραπλανάται από τον διάβολο. 
Δηλαδή, έχοντες την αέναη μνήμη Θεού μέσα τους, κάποτε - κάποτε και την εμπειρία της Θεώσεως, έχουν απλανή καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, το οποίον προσεύχεται αδιαλείπτως μέσα στην καρδιά τους. Και, έχοντες Πνεύμα Άγιον, κατ' αυτόν τον τρόπο, έχουν την απλανή καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος σε θέματα που αφορούν στην θεραπεία του ανθρώπου.
Οπότε, εξ επόψεως θεραπευτικής, είναι απλανής αυτός ο οδηγός. Δεν είναι όμως αλάθητος, από την άποψη ότι δεν μπορεί να κάνη λάθη, διότι κάνει λάθη. 
Μόνο σε θέματα πνευματικής καθοδηγήσεως δεν κάνει λάθη, διότι απλανώς καθοδηγεί τα πνευματικά του τέκνα στον φωτισμό και στην θέωση, δηλαδή στην θεραπεία και στην τελειότητα.
Από Ορθοδόξου απόψεως, όταν μιλάμε για το αλάθητο της Εκκλησίας αναφερόμαστε μόνο στην διδασκαλία περί Αγίας Τριάδος, περί Θεού, περί θείας Χάριτος, περί διαγνώσεως των αρρωστημάτων της ανθρώπινης προσωπικότητος, περί θεραπείας της ανθρώπινης προσωπικότητος, περί τελειότητος της ανθρώπινης προσωπικότητος, περί κολάσεως και παραδείσου, περί ενσαρκώσεως, περί Αγίων, περί Θεοτόκου και ό,τι έχει σχέση με την εμπειρία της Θεώσεως. Στα άλλα θέματα δεν υπάρχει αλάθητο και δεν μπορεί να υπάρχει αλάθητο, διότι εκεί πλέον ευρισκόμαστε στην σφαίρα των θετικών επιστημών».
Τα προηγούμενα δείχνουν ποια είναι η μεθοδολογία των Πατέρων και πώς ερμήνευαν την Αγία Γραφή και τελικά πώς θεολογούσαν. 
Όλα ξεκινούσαν από την εμπειρία του Αγίου Πνεύματος που βίωναν. 
Δηλαδή, όπως προαναφέρθηκε, η μεθοδολογία των Πατέρων δεν ήταν φιλοσοφική, δεν στηριζόταν στην λογική και τον στοχασμό. Η φιλοσοφική μεθοδολογία, η οποία στηρίζεται στην λογική, την πιθανολογία και την φαντασία, είναι μέθοδος των αιρετικών, που χρησιμοποιούσαν και την αρχαία Ελληνική φιλοσοφία και την μεθοδολογία της.
Φαίνεται καθαρά ότι οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας δεν φιλοσοφούσαν, δεν χρησιμοποιούσαν τις απόψεις των φιλοσόφων, αλλά ούτε και την μεθοδολογία τους. Αυτό σημαίνει ότι οι Πατέρες δεν δέχονταν την μεταφυσική. Οι Πατέρες ήταν ό,τι οι Προφήτες και οι Απόστολοι.
Τι είναι Πατήρ της Εκκλησίας, τι είναι Πατέρες της Εκκλησίας, τι είναι Προφήτης, τι είναι Απόστολος, τι είναι άγιος; Τώρα, στην πατερική παράδοση όλοι οι Άγιοι είναι Πατέρες, όλοι οι Άγιοι είναι νηπτικοί, όλοι οι Άγιοι έχουν φθάσει σε ορισμένες καταστάσεις κλπ.
Στην σημερινή θεολογία, όμως, έχουν γίνει άλλες διαρρυθμίσεις επάνω στο θέμα. Λένε: α, οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, δηλαδή είναι οι φιλοσοφούντες Πατέρες. Μέγας Αθανάσιος. 
Καλά, ο Μέγας Αθανάσιος ο καημένος δεν ήξερε γρι από φιλοσοφία· ήξερε Αγία Γραφή και ήξερε εμπειρική θεολογία, αλλά από φιλοσοφία μηδέν.
Δεν ασχολείται με το θέμα ο Μέγας Αθανάσιος. Απλώς, οσάκις αναφέρεται σε φιλοσόφους, τους κοροϊδεύει τους φιλοσόφους. 
                                                                                     
Οι Πατέρες δεν ήταν φιλόσοφοι. Μερικοί από αυτούς σπούδασαν και γνώριζαν τις αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά δεν τις είχαν αποδεχθεί και δεν θεολογούσαν φιλοσοφώντας. 

Οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας δεν είναι Έλληνες φιλόσοφοι. Καμιά σχέση δεν έχουν με την Ελληνική φιλοσοφία.
Οι μεγάλοι Καππαδόκες, ο Χρυσόστομος δεν είναι φιλόσοφοι. Είναι άνθρωποι οι οποίοι ασχολούνται με την θεραπεία της ανθρώπινης προσωπικότητος. 
Δηλαδή, η κύρια μέριμνά τους ήταν να περάσουν το πνευματικό τους τέκνο από την κάθαρση στον φωτισμό και από τον φωτισμό στην θέωση. 

Αυτή ήταν η μέριμνα τους. Και όλη η Ορθόδοξη θεολογία είχε αυτόν ως σκοπό. Δεν είχε κανέναν άλλο σκοπό.
Όταν διάβαση κανείς τα κείμενα των Πατέρων, όσο και να προσπαθήσει, δεν μπορεί να τους μεταβάλει σε φιλοσόφους.
Αν πάρει κανείς τον τόμο του Καίμπριτζ και ψάξει για την Intellectual History of Byzantine Empire και ψάξει για Βυζαντινή φιλοσοφία, θα δη πολύ πενιχρά πράγματα, σχεδόν τίποτα, διότι φιλόσοφοι στο Βυζάντιο είναι σαν να είναι ανύπαρκτοι. Και πρέπει κανείς να μεταβάλει τους Πατέρας της Εκκλησίας σε φιλοσόφους, για να μπορεί να γράψει ιστορία της Βυζαντινής φιλοσοφίας. Αλλά οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν μεταβάλλονται σε φιλοσόφους. Αυτό είναι το πρόβλημα.
Πάρε οποιονδήποτε Πατέρα της Εκκλησίας να τον μεταβάλεις σε φιλόσοφο. Το έχουν προσπαθήσει. Αλλά εκείνος που μπορεί κάπως να περιγραφή ως φιλόσοφος, ας πούμε είναι ο Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος εάν κανείς τον ξέρη αρκετά καλά καταλαβαίνει ότι δεν διαφέρει καθόλου από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Προσπάθησε να βγάλεις τον Γρηγόριο τον Θεολόγο φιλόσοφο· δεν γίνεται. Τον Αθανάσιο φιλόσοφο· δεν γίνεται. Μερικοί βγάζουν τον Βασίλειο. Ούτε αυτός βγαίνει φιλόσοφος και ούτε βγαίνει όπως το θέλουν μερικοί».
Μάλιστα, οι Πατέρες έκαναν στα έργα τους σαφή διάκριση μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας, αφού γνώριζαν εκ πείρας ότι η θεολογία είναι θεραπευτική επιστήμη και όχι φαντασία και στοχασμός.
Στο λεγόμενο Βυζάντιο ήξεραν πάρα πολύ καλά την πατερική παράδοση, ήταν πολύ ζωντανός ο διανοούμενος κόσμος, πάρα πολύ ζωντανός, ήξεραν πάρα πολύ καλά τους αρχαίους, ήξεραν πάρα πολύ καλά τους φιλοσόφους και ήξεραν επίσης πάρα πολύ καλά να διακρίνουν μεταξύ της φιλοσοφίας, που δεν την δέχονταν πάρα πολλοί άνθρωποι, και της θεολογίας.
Αλλά, επειδή δεν ταύτιζαν την θεολογία με την φιλοσοφία και ήξεραν πάρα πολύ καλά ότι η θεολογία είναι μια θεραπευτική επιστήμη, ήξεραν τι είναι ο σκοπός της θεολογίας, τι είναι φωτισμός, τι είναι θέωση και όλα αυτά. Τα μάθαινε κανείς συζητώντας μόνον, χωρίς να διάβαση τίποτα. Μπορούσε απλώς να συζητάει με καλογήρους με τον έναν και τον άλλον και να έρχεται σε κάποια αντίληψη περί αυτών των πραγμάτων. Οπότε, ήταν διαποτισμένη όλη η ατμόσφαιρα με αυτές τις αντιλήψεις κ.τ.λ.
Δεν υπάρχει ιστορία της βυζαντινής φιλοσοφίας, διότι εγώ υποστηρίζω ότι δεν υπάρχει βυζαντινή φιλοσοφία. Σε μάς υπάρχουν μόνο θετικές επιστήμες, ήταν πολύ πρακτικοί οι πρόγονοί μας, δεν ήσαν φιλοσοφούντες. Και όταν θεολογούσαν, θεολογούσαν εμπειρικά. Όλος ο προσανατολισμός τους ήταν εμπειρικός. Το ότι τους ανεβοκατεβάζουν τους Πατέρας ως Πλατωνικούς κλπ, είναι μυθιστορήματα των θεολόγων μας, των Νεοελλήνων που πάνε να τους βγάλουν φιλοσόφους τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Ακόμη και η αποφατική θεολογία δεν έχει καμία σχέση με τον φιλοσοφικό στοχασμό.
Αλλά εκείνο που πρέπει να τονισθεί είναι ότι η αποφατική παράδοση αποδόσεως ονομάτων στον Θεό, από πατερικής απόψεως, δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με φιλοσοφικό στοχασμό ή οποιοδήποτε τρόπο στοχασμού. Καμία σχέση. Είναι καθαρά βασισμένα όλα που λένε οι Πατέρες, ξεκινάνε από την εμπειρία της Θεώσεως, την παρατήρηση δηλαδή, και έχουν σκοπό αυτά πάλι να δημιουργήσουν στον καθένα την ίδια εμπειρία της Θεώσεως. Ξεκινάμε από την θέωση κι επανερχόμαστε πάλι στην θέωση.
Στα πατερικά κείμενα βλέπουμε ότι οι Πατέρες, καίτοι είχαν σπουδάσει την φιλοσοφία, εν τούτοις την απέρριπταν στον χώρο της θεολογίας, ακριβώς επειδή η φιλοσοφία στηρίζεται στον στοχασμό, ενώ η Ορθόδοξη θεολογία στην εμπειρία.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας τοξεύουν βλήματα συνεχώς εναντίον της ελληνικής φιλοσοφίας, για κανέναν άλλο λόγο παρά διότι η βάση της φιλοσοφίας της εποχής εκείνης ήταν ο στοχασμός των φιλοσόφων, δηλαδή δεν υπήρχε τρόπος να ελέγξει κανείς, εάν αυτά που έλεγαν οι φιλόσοφοι ήταν σωστά η όχι.
Γι’ αυτό τον λόγο η ιστορία της φιλοσοφίας έχει μεγάλη αξία, και προπάντων ο στοχασμός των αρχαίων Ελλήνων έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, διότι συνέχεια πρότεινε στους ανθρώπους υποθέσεις. Αλλά όμως, σε πολύ λίγες περιπτώσεις είχε την δυνατότητα μαζί με τις υποθέσεις να προτείνει και τον τρόπο ελέγχου των υποθέσεων αυτών, ώστε να τα περάσουν από τα πειράματα και να προβιβάσουν τις υποθέσεις σε αξιώματα».
Οι Πατέρες της Εκκλησίας όχι μόνον δεν φιλοσοφούσαν, αλλά δεν αποδέχονταν και την μεταφυσική. Όταν ομιλούμε για μεταφυσική, εννοούμε την λεγομένη οντολογία, ότι υπάρχει ένα ευδαίμον Ον που έχει εντός του τις ιδέες, επί τη βάσει των οποίων κτίσθηκε ο κόσμος, είναι ο αμετάβλητος κόσμος, και ότι και αυτή η ψυχή του ανθρώπου ζούσε προηγουμένως στον αγέννητο κόσμο των ιδεών, όπου και επιθυμεί να επανέλθει. Η μεταφυσική δέχεται έναν αμετάβλητο κόσμο και ο άνθρωπος μπορεί να συλλαμβάνει λογικά τον Θεό.
Γι’ αυτόν τον λόγο οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν δέχονται την μεταφυσική. Διότι μεταφυσική είναι η ανθρώπινη σκέψη περί του «αμεταβλήτου». Με νοήματα και ρήματα ο άνθρωπος σκέφτεται και εκφράζει το «αμετάβλητον». Και αυτό είναι το θεμέλιο της μεταφυσικής. 
Αλλά στην πατερική θεολογία έχουμε το περίφημο ρητό του Γρηγορίου του Θεολόγου, που είναι η πυξίδα για κάθε Ορθόδοξο θεολόγο, που λέει ότι Θεόν μεν φράσαι αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον. 
Οπότε τον Θεό ούτε μπορούμε να τον εκφράσουμε ούτε μπορούμε να τον νοήσουμε.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν δέχονταν την φιλοσοφία ως μέθοδο ερεύνης του Θεού, ούτε και τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.

Οι άνθρωποι, ακόμη και κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ήξεραν πολύ καλά ότι στα θεολογικά ζητήματα δεν υπάρχει κανένας μεταφυσικός προσανατολισμός.
Είχα θίξει το θέμα της μεταφυσικής και πως οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως και όλος ο καλογερικός κόσμος, τα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν δεχόντουσαν, ας πούμε, ουδένα φιλοσοφικό προσανατολισμό στα θεολογικά θέματα. Αυτό που οι Δυτικοί ονομάζουν μεταφυσική, οι Πατέρες της Εκκλησίας το απορρίπτουν εκ των προτέρων, το ότι δηλαδή είναι δυνατόν στον ανθρώπινο νου (λογική) να συλλάβει τον Θεό».
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, με επιχειρήματα πάντοτε, κατεδάφιζαν την φιλοσοφία. Αλλά όχι με επιχειρήματα των θετικών επιστημών. Τα δικά τους επιχειρήματα ήταν θεολογικά. 
Σήμερα έχουμε επιστημονικά επιχειρήματα. Είτε κατεδαφισθεί η φιλοσοφία από τις θετικές επιστήμες είτε κατεδαφισθεί από την Ορθόδοξη θεολογία, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Κατεδαφίζεται η φιλοσοφία.
«Βλέπουμε τους Πατέρες που αντιτάσσονταν και στον Αριστοτέλη και στον Πλάτωνα και σε όλους τους φιλοσόφους της εποχής τους. Είναι και αυτό ενδεικτικό».
Η διδασκαλία του Πλάτωνος δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από την πατερική παράδοση. Διότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ουδέποτε δέχθηκαν την κατά φύση αθανασία της ψυχής. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας η ψυχή είναι κατά φύση θνητή και όχι κατά φύση αθάνατη, διότι για τους Πατέρες της Εκκλησίας ο μόνος φύσει αθάνατος είναι ο Θεός.
Αυτό το συναντούμε και στους μοναχούς που ζούσαν μέσα στην πατερική παράδοση και καταλάβαιναν την διδασκαλία των Πατέρων.
«Οι καλόγεροι ούτε ήθελαν τίποτε να ακούσουν περί αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Όταν ακούγανε Πλάτωνα και Αριστοτέλη επαναλάμβαναν αυτά που λένε οι Πατέρες για τον Πλάτωνα και Αριστοτέλη».
Έτσι, οι Πατέρες ήταν αντίθετοι με την μεταφυσική, αλλά και την γνωσιολογία στην οποία στηριζόταν η μεταφυσική. Ακόμη, αυτό το βλέπουμε και στον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης και τον Άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη, τους οποίους μερικοί θεωρούν ως φιλοσοφούντες Πατέρες.
Τώρα βέβαια, Πατέρες της Εκκλησίας να υποστηρίζουν την ανάγκη να φιλοσοφήσουν, δεν υπάρχουν. Γενικά, όμως, οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι τελείως εναντίον και της μεταφυσικής και της γνωσιολογίας που βασίζεται στην μεταφυσική. Και αυτό φαίνεται σαφέστατα και στον Γρηγόριο Νύσσης και στον δήθεν πλατωνικό Διονύσιο Αρεοπαγίτη. Αυτός είναι από την αρχή μέχρι το τέλος εναντίον όλων των κατηγορημάτων της πλατωνικής φιλοσοφίας.
Γενικά, «οι Πατέρες απορρίπτουν τον φιλοσοφικό προσανατολισμό στην θεολογία». Η πατερική διδασκαλία συνδέεται με τις θετικές επιστήμες, που έχουν σχέση με την εμπειρία. Περισσότερο σχετίζεται με την ιατρική επιστήμη, επειδή θεραπεύει την νοσούσα προσωπικότητα του ανθρώπου.
«Πολύ περισσότερο συγγενεύει με την πατερική θεολογία η ιατρική επιστήμη, παρά όλες οι φιλοσοφίες του κόσμου. Διότι, ουσιαστικά, η πατερική θεολογία καμία σχέση δεν έχει με την φιλοσοφία».
Από την δημιουργία, όμως, του νεοελληνικού Κράτους διατυπώθηκε η άποψη ότι οι Πατέρες που γνώριζαν την φιλοσοφία ανήγαγαν την απλή πίστη σε φιλοσοφία και, μέσα σε αυτό το κλίμα, εορτάζεται η εορτή των Τριών Ιεραρχών.
Οποιοδήποτε άρθρο, από τον καιρό που ιδρύθηκε το Ελληνικό Κράτος μέχρι σήμερα, αν διαβάσετε, θα δείτε πόσα από αυτά ασχολούνται με τους Πατέρες σαν να ήταν μεγάλοι φιλόσοφοι, οι οποίοι δεν δέχονταν να μείνουν με την απλοϊκή πίστη της μαμάς και της γιαγιάς και του παππού, που δεν πήγαν στο Πανεπιστήμιο, που ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, που ομοιάζουν με αυτά που έλεγε ο Αυγουστίνος, ότι ξέρουν την οδό αλλά δεν ξέρουν πού πάνε. Δηλαδή, απλώς ήταν καλοί άνθρωποι.
Κι έρχονται τώρα οι μεγάλοι Πατέρες που είχαν μια φιλοσοφική παιδεία, πάρα πολύ ισχυρή, και παίρνουν την απλοϊκή πίστη της Αγίας Γραφής και την αναγάγουν σε φιλοσοφική, έτσι σνομπίστικη πίστη δηλαδή, ώστε μπορούμε να προσελκύσουμε και τους διανοούμενους στην Εκκλησία. Διότι πρώτα η Εκκλησία προσήλκυσε τους αγράμματους και τώρα πάμε να προσελκύσουμε τους διανοούμενους.
Και υπάρχει πολύ αυτή η τάση και δημιουργήθηκε και εξ αιτίας ενός πατριωτισμού που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα γύρω από τους αρχαίους ημών προγόνους, που ήταν μεγάλοι φιλόσοφοι και πρέπει να επανέλθουμε και εμείς σε αυτούς, να γίνουμε και εμείς σαν αυτούς φιλόσοφοι.
Και κατήντησαν οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας να είναι φιλόσοφοι πια. Κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών, πόσες φορές ακούμε για την φιλοσοφική δεινότητα του Γρηγορίου, του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου κλπ. Και ένα μεγάλο μέρος είναι όλα συνθήματα. 
Έχουμε τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, ο οποίος είναι ο καταπέλτης εναντίον της ελληνικής φιλοσοφίας. Ο Χρυσόστομος βρίζει την Ελληνική φιλοσοφία. Και βρήκαν τον Βασίλειο λιγάκι που λέει μερικά περί της παιδείας των νέων κλπ, ενώ υπάρχουν χωρία ολόκληρα από τον Βασίλειο που και αυτός τοποθετεί κατά τον ίδιο τρόπο την Ελληνική φιλοσοφία. Αυτό είναι το βασικό θέμα».
Αυτή η νοοτροπία περί της πατερικής παραδόσεως οδήγησε στην άποψη ότι η πίστη πρέπει να μεταβάλλεται σε γνώση με την βοήθεια της φιλοσοφίας και αυτό συνδέθηκε και με την εθνική ιδέα.
Πάντως, οι Πατέρες ήταν καθαρά εμπειρικοί, στηρίζονταν στην εμπειρία του Αγίου Πνεύματος που είχαν αποκτήσει ζώντας μέσα στην Εκκλησία, η οποία είναι το αναστημένο και δοξασμένο Σώμα του Χριστού. Έτσι, η εμπειρία τους δεν ήταν ατομική, αλλά προσωπική.
«Οι Πατέρες μόνο εμπειρικά φαινόμενα εδέχοντο. Γι’ αυτό ο φωτισμός είναι καθαρά εμπειρική κατάσταση. Η θέωση εξίσου, καθαρά εμπειρική κατάσταση. Και όλη η θεολογία της Εκκλησίας έχει βάση σε αυτές τις εμπειρικές καταστάσεις. Επομένως, μέσα στα πλαίσια της φιλοσοφίας ουδεμία θέση έχει».
Επομένως, οι Πατέρες δεν φιλοσοφούσαν, αλλά ερμήνευαν την Αγία Γραφή, βάσει της προσωπικής τους πείρας, χωρίς να στοχάζονται πάνω σε αυτήν. Βεβαίως, οι Άγιοι Πατέρες χρησιμοποιούσαν την Αγία Γραφή επειδή ήταν κείμενα θεοπνεύστων ανδρών, αλλά την ερμήνευαν επί τη βάσει της δικής τους προσωπικής πείρας.
«Οι Πατέρες, όταν θεολογούν, δεν θεολογούν μόνο από την Αγία Γραφή, θεολογούν από την ίδια την εμπειρία τους».
Οι Άγιοι Πατέρες επίσης λάμβαναν και όρους που χρησιμοποιούσαν την εποχή εκείνη οι άνθρωποι, αλλά έδιναν άλλο νόημα, σύμφωνα με την αποκάλυψη που είχαν.
«Το ομοούσιος το χρησιμοποίησαν οι αιρετικοί. Πρώτα ο Παύλος ο Σαμοσατεύς χρησιμοποιούσε το ομοούσιος με αιρετικό τρόπο. Η Εκκλησία πήρε έναν αιρετικό όρο του Παύλου Σαμοσατέως κι έγινε το κριτήριον της Ορθοδοξίας. Δεν πήραν οι Πατέρες το νόημα που είχε ο Παύλος ο Σαμοσατεύς με τον όρον αυτόν και το χρησιμοποίησαν, αλλά παίρνουν τον όρον και δίνουν ένα άλλο νόημα στον όρο αυτό και τον χρησιμοποιούν. Αυτό φαίνεται σαφώς στην πατερική παράδοση».
Μέσα στην προοπτική αυτή ερμήνευαν την Αγία Γραφή. Η ερμηνεία που έκαναν δεν ήταν φιλολογική και προσωπική, αλλά εμπειρική, αγιοπνευματική. Είχαν την ίδια ζωή που είχαν οι Προφήτες και οι Απόστολοι, γι’ αυτό καταλάβαιναν τον λόγο τους.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, όταν διαβάζουν την Παλαιά Διαθήκη, την διαβάζουν ωσάν να υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη ήδη η κάθαρση και ο φωτισμός και η αέναη μνήμη Θεού και η νοερά προσευχή κλπ, και έτσι ερμηνεύουν τους ψαλμούς.
Οι ψαλμοί ερμηνεύονται ως ψαλμοί που εκφράζουν την εμπειρία αυτή της καθάρσεως, του φωτισμού και της Θεώσεως. 
                                                                                  Η ερμηνεία των Πατέρων ξεκινά από την δική τους εμπειρία. Το σημαντικό είναι ότι αυτό το διακρίνει κανείς και σήμερα, εφ’ όσον έχει αυτήν την πνευματική εμπειρία και διαβάσει πατερικά κείμενα. Αυτό συμβαίνει, γιατί η Εκκλησία είναι Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική και μέσα σε αυτήν ευρίσκεται το ρεύμα της Ορθοδόξου παραδόσεως.
Είναι γνωστόν ότι η Ορθόδοξη πίστη καθορίσθηκε πρωτίστως στις Τοπικές, αλλά έπειτα και στις Οικουμενικές Συνόδους σε όρους και ιερούς Κανόνες από τους Πατέρες που τις συγκρότησαν για να αντιμετωπισθούν οι αιρετικοί.
Η Οικουμενική Σύνοδος είναι αλάθητη, αλλά αυτό πρέπει να ερμηνευθεί Ορθόδοξα.
«Έχουμε σήμερα την διδασκαλία περί του αλάθητου των Οικουμενικών Συνόδων. Αυτή η διδασκαλία του αλάθητου των Οικουμενικών Συνόδων, όπως περιγράφεται σήμερα, είναι ωσάν να υπάρχει ένας θεσμός Οικουμενικής Συνόδου, που έχει το αλάθητο της Εκκλησίας. Αυτό, τόσα χρόνια που διαβάζω τους Πατέρες της Εκκλησίας, δεν το ευρίσκω πουθενά. Δεν υπάρχει στους Πατέρες μια τέτοια αντίληψη περί Οικουμενικής Συνόδου.
Βέβαια, η Οικουμενική Σύνοδος είναι αλάθητη, αλλά δεν είναι ένας αλάθητος θεσμός, δεν είναι μόνιμος θεσμός. Υπήρχε Εκκλησία επί τριακόσια είκοσι πέντε χρόνια, πριν από την ο Οικουμενική Σύνοδο, και ζούσε χωρίς Οικουμενική Σύνοδο και από την Θ' Οικουμενική Σύνοδο του 1341 μέχρι σήμερα δεν έχει Οικουμενική Σύνοδο».
Η θεοπνευστία των Οικουμενικών Συνόδων συνδέεται με την παρουσία σε αυτές Πατέρων που ήταν θεόπνευστοι.
Δεν είναι θεόπνευστη η Σύνοδος ως ένας θεσμός, αλλά λόγω της συμμετοχής σε αυτήν θεουμένων.
«Σε τι συνίσταται η θεοπνευστία μιας Οικουμενικής Συνόδου, ή σε τι συνίσταται η θεοπνευστία μιας Τοπικής Συνόδου και τι είναι η θεοπνευστία; Οι Πατέρες μιας Συνόδου είτε Τοπικής είτε Οικουμενικής, όταν συνέρχονται για να καταδικάσουν μια αίρεση, σε τι συνίσταται η αυθεντία αυτής της Συνόδου και η θεοπνευστία; Ο Επίσκοπος, ο οποίος λαμβάνει μέρος σε μια Σύνοδο μαζί με όλους τους άλλους Επισκόπους, είτε τους πάρουμε μεμονωμένα τους Επισκόπους ή ως ομάδα, πότε σε αυτόν αρχίζει και πότε τελειώνει η θεοπνευστία;
Την άποψη ότι οι Πατέρες μιας Συνόδου είναι θεόπνευστοι, επειδή συνήλθαν σε μια Οικουμενική Σύνοδο, και τότε είναι θεόπνευστοι δηλαδή, εγώ τουλάχιστον, δεν την έχω βρει πουθενά. Είτε υπάρχει Τοπική Σύνοδος, είτε Οικουμενική Σύνοδος οι απόψεις είναι οι ίδιες για τους Πατέρες της Εκκλησίας. Η διαφορά είναι το οικουμενικό της μιας και το τοπικό της άλλης, που είναι θέμα αυτό της συγκροτήσεως και όχι των Εκκλησιών.
Εάν είχαμε εκατόν πενήντα Επισκόπους που πριν πάνε στην Σύνοδο δεν ήσαν θεόπνευστοι, αυτοί που δεν ήσαν θεόπνευστοι προ της Συνόδου, θα γίνουν θεόπνευστοι μετά την εναρκτήριο προσευχή της Συνόδου; Και θα παύσουν να είναι θεόπνευστοι μετά την λήξη της Συνόδου; Τι γίνεται εδώ;
Ο Απόστολος Παύλος ήταν θεόπνευστος πριν σηκώσει την πένα του να γράψει την προς Ρωμαίους Επιστολή και έπαυσε να είναι θεόπνευστος, όταν στο τέλος έγραψε το Αμήν; Πότε άρχισε η θεοπνευστία του και πότε τελείωσε; Και το ίδιο με όλα τα βιβλία της Αγίας Γραφής.
Γι’ αυτό την περασμένη φορά, εγώ τουλάχιστον, προσέφερα την άποψη ότι η θεοπνευστία στην Εκκλησία δεν διαφέρει από την έμπνευση που έχουν οι άνδρες των θετικών επιστημών».
Επομένως, οι Επίσκοποι που έφθασαν στην θεοπτία, έβλεπαν τον Θεό και είχαν επικοινωνία μαζί Του και γι’ αυτό και έγιναν Πατέρες, που είναι η βάση των Οικουμενικών Συνόδων.
Θεόπνευστοι είναι εκείνοι που κατευθύνονται από την εμπειρία τους. Φυσικά, αυτή η εμπειρία είναι δύο ειδών, ήτοι εμπειρία του φωτισμού και εμπειρία της Θεώσεως. 
Αυτοί οι εμπειρικοί Πατέρες είναι η βάση των Οικουμενικών Συνόδων.
Οι Θεούμενοι Επίσκοποι έφθασαν στην ένωση με τον Θεό και την θεοπτία και έχουν ασφαλή γνώση του Θεού. Δι’ αυτών ενεργεί το Άγιον Πνεύμα. 
Οι Άγιοι Πατέρες που ευρίσκονταν σε διάφορα μέρη της γης, αλλά είχαν αποκτήσει, δια του Αγίου Πνεύματος, εμπειρία του Θεού, όταν συνήρχονταν σε Οικουμενικές Συνόδους, αποκτούσαν και κοινή ορολογία.
Γι’ αυτό και μεταξύ των Πατέρων χωρίς να υπάρχει κανένας Πάπας της Ρώμης να υπαγορεύει τι είναι τα δόγματα, τελείως αυθόρμητα, οι Πατέρες υπεστήριξαν όλοι μαζί την ίδια αλήθεια πάντοτε. Δηλαδή, οι άνθρωποι οι οποίοι ήσαν χωρισμένοι ο ένας από τον άλλο από γεωγραφικές Αποστάσεις. Για εκείνη την εποχή ήταν σαν να είμαστε από εδώ μέχρι το φεγγάρι, διότι ο ένας που ζούσε στο ένα μέρος της Αυτοκρατορίας, με έναν άλλο που ζούσε σε άλλο μέρος της Αυτοκρατορίας σαν να ζούσε ο ένας σε έναν πλανήτη και ο άλλος σε άλλο πλανήτη. Επειδή έχουν την ίδια εμπειρία, καταλήγουν σε κοινές αποφάσεις».
Δυστυχώς, υπάρχουν μερικοί σήμερα που παραθεωρούν τους θεουμένους Πατέρες και τοποθετούν τις Συνόδους πάνω από τους Πατέρες, ενώ συμβαίνει το αντίθετο. 
Άλλωστε, οι ίδιες οι Σύνοδοι επικαλούνται την διδασκαλία των θεοπτών Πατέρων.
Οι σημερινοί Ορθόδοξοι κάνουν ακριβώς το ίδιο. Η Εκκλησία λέει, ή η Αγία Γραφή λέει, ή η Οικουμενική Σύνοδος λέει. Και είναι παράξενο πράγμα, διότι μαθαίνουμε από τους σημερινούς Ορθοδόξους ότι η Οικουμενική Σύνοδος είναι μεγάλη αυθεντία της Εκκλησίας και αμφισβητούν αν είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας. Δηλαδή βάλανε την Σύνοδο παραπάνω από τους Πατέρες της Εκκλησίας. 
Και όταν κανείς διαβάζει τα ίδια τα Πρακτικά των Συνόδων, η Οικουμενική Σύνοδος επικαλείται τους Πατέρες της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και λένε οι τριακόσιοι δεκαοκτώ Πατέρες είπαν, οι εκατόν πενήντα Πατέρες είπαν, οι εξακόσιοι Πατέρες είπαν. Δηλαδή όταν εμείς σκεφτόμαστε μια Οικουμενική Σύνοδο, για μας είναι μια Σύνοδος Πατέρων της Εκκλησίας. Είναι συνάθροισμα Πατέρων οι οποίοι διδάσκουν αυτά κ.ο.κ.».
Μια τέτοια θεσμική αντίληψη περί της Εκκλησίας προέρχεται από τους Φράγκους και την διδασκαλία του ιερού Αυγουστίνου, ο οποίος υποστήριζε ότι η αυθεντία για την αποδοχή των δογμάτων είναι η Εκκλησία, ενώ σε μας η αυθεντία είναι οι Πατέρες και όχι «μια αφηρημένη ιδέα, που είναι μια οργανωμένη εκκλησιαστικά αυθεντία».

Η θεόπνευστη θεολογία των Πατέρων
Τα δύο είδη της θεοπνευστίας είναι ο φωτισμός και η θέωση

"Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας
κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α'

Πηγή: trelogiannis.blogspot.gr
http://pneumatoskoinwnia.blogspot.gr/2015/09/blog-post_12.html