Πολλοί άνθρωποι επικαλούμενοι το ρητό του ευαγγελίου, πού λέγει: «Ότι
εάν δύο υμών συμφωνήσωσιν επί της γης περί παντός πράγματος ου εάν
αιτήσωνται, γενήσεται αυτοίς παρά του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ.
ΙΗ’ 19) και παρερμηνεύοντες αυτό, κατά τη δική τους επιθυμία, προκαλούν
και κατεργάζονται μόνοι τους την καταστροφή τους.
Έτσι πριν από αρκετά χρόνια έγινε στην Κερασιά, με δυο νέους Μοναχούς. Ό ένας από το Κελί του Χατζηγιώργη «Άγιος Δημήτριος» με το όνομα Δημήτριος, κι ό άλλος από το Κελί του «Αγίου Νικολάου» Αυξέντιος.
Οι νέοι αυτοί Μοναχοί, είχαν αγάπη μεταξύ τους καί ορκίστηκαν φιλία αιώνια. Στην αρχή είχαν συμφωνήσει να προσεύχονται, να νηστεύουν, να αγρυπνούν καί να κάνουν ότι καλό έργο καί καλή πράξη θα μπορούσαν, χωρίς να ρωτούν κανένα.
Με τον τρόπο αυτόν, ό πολύπειρος Σατανάς, κατόρθωσε να βρίσκονται πάντοτε ό ένας κοντά στον άλλο καί ό ένας στο Κελί του άλλου, πράγμα το όποιον απαγορεύεται στους νέους Μοναχούς, σύμφωνα με την υπόσχεση πού δίνουν όταν γίνονται Μοναχοί, πού λέγει ότι απαγορεύεται… μερική φιλία… καί για να μη συναντιόνται καί έχουν κρυφές συναναστροφές. ‘Αλλά καί κανένα έργο έστω καί καλό, όταν γίνεται χωρίς τη γνώμη καί γνώση του Γέροντα καί του Πνευματικού, δεν γίνεται δεκτό από τον Πανάγαθο Θεό, όπως λέγει καί το Πατερικό ρητό «το καλόν ουκ εστί καλόν εάν μη καλώς γένηται».
‘Άλλά οι δυο αυτοί φίλοι, νεαροί Μοναχοί, που ως εκ του αποτελέσματος φαίνεται, πώς δεν είχαν καί καλούς Γέροντες καί πνευματικούς για να τους επιμελούνται καί να τους φροντίζουν, θέλησαν να φάνουν περισσότερο του δέοντος καλοί καί εναρετώτεροι από τους άλλους, από ψευτοευλάβεια κινούμενοι καί από σατανική ενέργεια. Έκαναν κρυφά προσευχές καί ψευτοεγκράτειες καί με το καιρό ό Σατανάς τους έφερε κει πού ήθελε, οί δυο τους παρεξηγήσανε τη λέξη αγάπη καί άρχισαν να συμφωνούν καί σ’ όλα τα κακά θελήματα θεμιτά καί αθέμιτα κι έτσι ξέπεσαν καί στα «εν κρύπτω καί παραβύστω γινόμενα», για τα όποια αναφέρει ό απόστολος Παύλος «αισχρόν εστί καί λέγειν» (Έφεσ. Ε’ 12).
Κατά εγκατάλειψι Θεού ενεργήσαντες, σε τόση πώρωσι ψυχική καί σωματική αμετανοησία φθάσανε, πού αποφάσισαν, να είναι πάντα μαζί καί να μη τους χωρίσει ούτε αυτός ό θάνατος.
Έτσι φόρεσαν τα καλά καί καινούργια τους ράσα, έβαλαν τα σχήματα, γιατί καί οί δυο τους ήταν «μεγαλόσχημοι» Καλόγεροι, φόρεσαν τα επανοκαλύμμαυχά τους, πήγαν στη θάλασσα κοντά, κει που πήγαιναν πολλές φορές κι έκαναν κρυφά τα θαλάσσια λουτρά τους. Πήραν μια φλοκάτη κουβέρτα, μπήκαν μέσα, ράφτηκαν καί σιγά – σιγά όπως ήταν αγκαλιασμένοι, πέσανε στη θάλασσα, ή οποία με τη συνεργασία του δαίμονα, πού τους έδειξε τον τρόπο αυτό, να πάνε δήθεν αγκαλιασμένοι στην άλλη ζωή, στον «Παράδεισο», αλλά στην πραγματικότητα κατάφερε να τους στείλει στην αιώνια Κόλαση, για να καίγονται αιώνια μαζί του.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΑΙΩΝΙΟ ΝΑΥΑΓΙΟ
Μετά καιρό, υστέρα από μεγάλη θαλασσοταραχή, ή θάλασσα στην παραλία του Παγασητικού κόλπου μπροστά από το Βόλο, ξέβρασε ένα μπόγο με τα σώματα, τα όποια ανακαλύψανε ψαράδες της περιοχής.
Άνοιξαν το μεγάλο μακάβριο καί παράξενο εκείνο δέμα καί είδαν φρικτό θέαμα! Οί δυστυχισμένοι αυτοί Καλόγεροι, από την αγωνία καί τη φρίκη του πνιγμού, πού δοκίμασαν για να σωθούνε, είχαν βγάλει ό ένας τα μάτια του άλλου καί ήσαν πιασμένοι από τα μαλλιά, αλλά ήταν αδύνατο να γλιτώσουν τον πνιγμό, έτσι πού τους είχε καταφέρει ό διάβολος να ραφτούν μόνοι τους από μέσα καί να παραδοθούν στα χέρια του Σατανά!
Αυτά τα καταστρεπτικά αποτελέσματα έχουν οί κρυφοδουλειές, πού γίνονται στο σκοτάδι καί δεν φανερώνονται έγκαιρα, οί κρυφοί λογισμοί, οί όποιοι μοιάζουν με τις μικρές τρύπες, πού ανοίγονται στο πλοίο καί όσο δεν γίνονται φανερές, δεν τις βλέπει ό τεχνίτης να τις κλείσει, σιγά – σιγά γίνονται καί πιο πολλές καί ένα ωραίο πρωί βυθίζουν το πλοίο της ψυχής «αύτανδρο» με όλο του το περιεχόμενο καί το εμπόρευμα καλό καί κακό.
Ενώ αν έγκαιρα ανακαλυφθούν, φανερωθούν, εξομολογηθούν, να τις δει ό μάστορας – Πνευματικός, ό όποιος με τη βοήθεια καί χάρι του Θεού καί την εμπειρία του θα τις κλείσει καί θα θεραπεύσει τις πληγές της καρδίας, διότι κατά το λόγο της Αγίας Γραφής «Παν γαρ το φανερούμενον φως εστί» (Έφεσ. Ε’ 13), καί το φως δεν αφήνει ποτέ τον άνθρωπο να πλανηθή καί να χαθεί στα
σκοτάδια των πονηρών λογισμών του Σατανά, καί να φθάσει στην καταστροφή.
Προσοχή λοιπόν, όσοι επιθυμούμε, με την υπακοή να φθάσομε σύντομα καί χωρίς περίσσιο κόπο στη βασιλεία των ουρανών, καθώς ό Αββας Δοσίθεος, πού αναφέρει στο βιβλίο του Άββα Δωροθέου, ό όποιος σε πέντε χρόνια μόνον, αδιάκριτης καί τυφλής υπακοής καί κοπής του ίδιου θελήματος, κέρδισε τη βασιλεία των ουρανών, την οποίαν άλλοι, με 60 καί 70 ακόμη χρόνια ασκητικής ζωής, δεν μπόρεσαν να κληρονομήσουν, γιατί ξεθάρρεψαν καί πέθαναν στο θέλημα τους.
ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ ΜΙΜΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΔΟΣΙΘΕΟΥ
Στην ίδια περιοχή στα Κελλιά της Κερασιάς καί συγκεκριμένα, στο Κελί του «Τιμίου Προδρόμου καί Βαπτιστού Ιωάννου», τριάντα περίπου χρόνια μετά από το αναφερόμενο αποτρόπαιο γεγονός, έζησε ένας ευλαβής, απλός καί ταπεινός Μοναχός, αληθινός υποτακτικός με το όνομα Παντελεήμων, κατά κόσμον Θεοφιλής Θεοφιλόπουλος, από το Λογκανίκο της Σπάρτης καταγόμενος ό όποιος αφού με προσοχή μελέτησε τον βίο του Αββά Δοσίθεου, πού αναφέρει ό Αββάς Δωρόθεος στο βιβλίο του και ό όποιος έζησε τον Ε’ αιώνα στη Μονή του Αββά Σερίδου στην Ανατολή, θέλησε να τον μιμηθεί.
Το βιβλίο αυτό και ό τρόπος ζωής του Αββά Δοσίθεου, έκαναν τόση εντύπωση, στον Πατέρα Παντελεήμονα, πού ολόψυχα απεφάσισε να τον μιμηθεί και πράγματι αντέγραψε σε όλα τη ζωή εκείνου, και όπως εκείνος δε θέλησε να φάει αυγά, πού ήταν απαραίτητα για την ασθένεια του, διότι τα είχε ζητήσει μόνος του και για να κόψει το θέλημα του δεν τα έφαγε. Έτσι και ό Πάτερ Παντελεήμων δε θέλησε σε κανένα πράγμα να γίνεται το θέλημα του, άλλα έπρεπε να γίνεται ακριβώς όπως έδωκε εντολή ό Γέροντας.
Είχε τέλεια αυταπάρνηση, δεν έπινε ούτε νερό χωρίς την αδεία και ευλογία του Γέροντα. Είχε τακτική εξομολόγηση και εξαγόρευσει των κρυφών διαλογισμών, ήταν αδύνατο να κοιμηθεί, χωρίς να εξαγόρευσει κάθε βράδυ τους διαλογισμούς και τον πνευματικό πόλεμο της ημέρας.
Από παλιά Παράδοση, των πνευματικών Πατέρων και Γεροντάδων, είχε καθιερώσει και ό Γέροντας μας Ιωακείμ Μοναχός, κι έπρεπε κάθε βράδυ απαραίτητα να ασχολούμεθα μισή έως μία ώρα να εξομολογηθούμε πώς περάσαμε την ήμερα και να ανταλλάξομε σκέψεις, γνώμες και να δεχτούμε συμβουλές ανάλογες για την νύκτα και για την άλλη ήμερα. Αυτό υπαγορεύει ή Καλογερική και ή άγρυπνη παρακολούθηση των πνευματικών ηγητόρων, ηγουμένων και Γεροντάδων, «ως λόγον αποδόσοντες» για την ψυχική σωτηρία των πνευματικών των τέκνων.
Από την Παράδοση, πού έγινε συνείδηση, κι ό πάτερ Παντελεήμων, έκανε ανελλιπώς τον Κανόνα της προσευχής του εικοσιτετραώρου —μετάνοιες και κομβοσχοίνια— και ακατάπαυστα πρόφερε με το νου και με τα χείλη τις προσευχές «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελεησόν με», «Υπεραγία Θεοτόκε σώσε με»’ «Βαπτιστά του Χριστού πρέσβευε υπέρ εμού και βοήθει μοι τω άμαρτωλω», «Άγιοι Πατέρες πρεσβεύσατε για όλον τον κόσμον και δι’ έμέ τον αμαρτωλό».
Με την άδεια του Γέροντα και του Πνευματικού, εκτός από τις καθημερινές σκληρές και βαριές εργασίες του Κελλιου και τις δικές του πνευματικές υποχρεώσεις και προσευχές, έκανε ορισμένη προσευχή για τους γονείς και συγγενείς του, κατά σάρκα και κατά πνεύμα, και για όλον τον κόσμο.
είχε τόση ακρίβεια και προσοχή στη ζωή του γενικά και στις καθημερινές υποχρεώσεις της ατομικής του προσευχής, των ιερών Ακολουθιών και λειτουργιών, πού όταν το 1931 θα τον έστελνε ό Γέροντας στην Ιερισσό, στο γιατρό να του θεραπεύσει το δεξί του χέρι, που από μικρό παιδάκι είχε βγαλμένο και στραβοτοποθετημένο, από πρακτικό γιατρό, και επειδή επί 15 ήμερες έως ότου να αποθεραπευτεί, δε θα μπορούσε να κάνει μετάνοιες και κομβοσχοίνια, κανόνισε μια βδομάδα ενωρίτερα να κάνει τόση προσευχή και μετάνοιες, πού να καλύψει την έλλειψη της προσευχής, κατά τη διάρκεια της αποθεραπείας του, κι έτσι έφτανε να κάνει 500-1000 μετάνοιες και 50 – 60 κομβοσχοίνια το 24ωρο.
Για να δώσουμε ένα παράδειγμα κοπής του ιδίου θελήματος, θα αναφέρομαι ένα από τα πολλά γεγονότα, τα οποία ζήσαμε.
Ήταν καλοκαίρι,, εποχή των σύκων. Στο Κελί μας αυτό είχαμε αρκετές συκιές μπροστά στο σπίτι και συκιές κάτω στους κήπους, περισσότερο από 100 μέτρα κάτω από το σπίτι. Στις συκιές του σπιτιού είχαν αρχίσει τα σύκα να φουσκώνουν, δεν είχαν όμως ωριμάσει. Την άλλη μέρα, πήγαμε με τον αδελφό μου κάτω στο κήπο να σκάψομε, αρχίσαμε την εργασία, κι όταν καθίσαμε λίγο να ξεκουραστούμε στον ίσκιο της συκιάς, με χαρά είδα αρκετά σύκα να είναι ώριμα και δοκίμασα να κόψω για να φάμε.
Ό πάτερ και αδελφός Παντελεήμων είπε: — “Ε Ι Τι κάνεις εκεί αδελφέ; Χωρίς να υποπτευθώ ότι θα έκανα κάτι το άτοπο, απάντησα με απλότητα: — Αδελφέ, βλέπω εδώ τα σύκα να είναι ώριμα και έφ’ όσον δεν έχομε πάρει τίποτε για πρωινό, θα κόψω λίγα σύκα για να φάμε. Κι εκείνος με πράο τρόπο και ύφος μου είπε: «Αδελφέ, πήρες ευλογία από τον Γέροντα;» Εγώ για να δικαιολογηθώ είπα: «Δεν ήξερα αδελφέ, ότι εδώ έχουν γίνει τα σύκα, για να πάρω προκαταβολικά την άδεια και ευλογία, πού νομίζω δε θα αρνιότανε ό Γέροντας να δώσει, αλλά να κόψω τώρα να φάμε και μετά να το πούμε στον Γέροντα».
Αυτός τότε μου είπε: «Ωραία σκέψη είναι αυτή αδελφέ, να κάνεις πρώτα τη λαθροφαγία και μετά να ζητήσεις συγχώρεση. Αυτό είναι και λέγεται προμελετημένη πράξη και τιμωρείται, θα πρέπει λοιπόν, πρώτα να πάρεις την άδεια για κείνο πού θα κάνεις, για να είναι με την ευλογία του Θεού, προς ψυχική και σωματική σου ωφέλεια». Μ’ αυτόν τον γνώμονα κανόνιζε πάντα τη ζωή του και έτσι δεν έπεφτε ποτέ έξω, επειδή την ευθύνη για κάθε πράξη του, είχε ό Γέροντας, πού λάβαινε πρώτα γνώση για το κάθε τι, πού θα επρόκειτο να κάνει, και έτσι είχε πάντα την συνείδηση του ήσυχη, καθαρή και αναπαυμένη, γιατί έκανε το καθήκον του.
ΠΡΟΕΙΔΕ ΚΑΙ ΠΡΟΕΙΠΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ
15 ήμερες πριν, προείδε το θάνατο του, είπε στο Γέροντα και τον προετοίμαζε για να μη λυπηθεί, επειδή αυτός, διότι ήταν καλός υποτακτικός, τον υπεραγαπούσε. Και ό Γέροντας γνώριζε πώς ό καιρός της έκδημίας του ήρθε, αλλά του έδινε θάρρος, θα γίνεις καλά του έλεγε, θα έρθει ό αδελφός σου και θα πάτε στην πατρίδα να αλλάξεις κλίμα και δεν έχεις τίποτα κ.λπ.
Στις 15 Μαρτίου 1935 Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, στο γειτονικό Κελί «Άγιος Νικόλαος», γίνονταν αγρυπνία και κούρα νέου αδελφού —του Χριστόφορου—. Από τις γειτονικές Σκήτες ‘Αγιάννα και Καυσοκαλύβια, είχαν έρθει ασκητές φίλοι, για να παρευρεθούν στην Καλογερική.
Λίγο πριν να ξημερώσει, κάλεσε ό ασθενής πάτερ Παντελεήμων, τον Γέροντα και του είπε: «Πέστε στον Ιερέα να συντομεύσει τη θεία λειτουργία, για να κοινωνήσω τα Άχραντα Μυστήρια, το Σώμα και Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτηρος ημών Ιησού Χριστού, διότι διάζομαι, πρέπει να φύγω από τον κόσμο τούτο, τηλεγραφήστε και στον αδελφό μου ναρθει».
Έμενα, λόγω της ασθένειας του αδελφού μου —φυματίωση— κατόπιν συμφωνίας γιατρού και πνευματικού, με είχαν στείλει στους -πνευματικούς μας συγγενείς Στις Καρυές.
Ειδοποιήθηκε ό εφημέριος ιερέας κι όταν ήρθε να τον κοινωνήσει, μαζί του ακολούθησαν και πολλοί φίλοι Ασκητές και αγαπητοί αδελφοί, να συμπαρασταθούν Στις τελευταίες στιγμές του αδελφού μου Παντελεήμονα, μεταξύ των οποίων ήταν, ό Γέρων Ζαχαρίας αγιογράφος και Γέρων Παντελεήμων από την Άγιάννα και άλλοι Πατέρες και αδελφοί από τα Καυσοκαλύβια, αλλά και πολλοί Πατέρες και γείτονες μας από τα Κελλιά της Κερασιάς.
Μετά τη θεία Κοινωνία, ο αδελφός μου Παντελεήμων, από την εξάντληση της ασθένειας του, είχε γύρη το κεφάλι τόσο, πού ακουμπούσε στο στήθος και δεν ήταν δυνατόν να ιδεί Τι γίνεται μπροστά του, μόνον κάτω έβλεπε. Σε μια στιγμή ζήτησε τον Γέροντα, προς τον όποιον είπε ψιθυριστά: «Γέροντα δώσε μου την ευχή σου, γιατί απέρχομαι από τη ζωή αυτή». Ό Γέροντας στο άκουσμα των λόγων τούτων, από την πολύ λύπη και στενοχώρια, έπεσε λιπόθυμος. Οί άλλοι Πατέρες πού παρευρίσκονταν εκεί, έβγαλαν τον Γέροντα έξω από το δωμάτιο του ασθενούς και όταν τον συνέφεραν -πήγε πάλι κοντά στον ετοιμοθάνατο.
Ό αδελφός Παντελεήμων, κάπως εντονότερα τώρα, μόλις που ακούγονταν, για δεύτερη φορά είπε: «Γέροντα, δώσε μου την ευχή σου και μη λυπάσαι, μη με καθυστερείς, γιατί ήρθε ό Τίμιος Πρόδρομος να με πάρει». Ό Γέροντας με δάκρυα στα μάτια και πόνο στην καρδιά είπε: «Έχε την ευχή μου και την ευχή και ευλογία όλων των αγίων Πατέρων» και με το λόγο αυτόν, ό αδελφός Παντελεήμων, παρέδωκε το πνεύμα στα χέρια του προστάτη, του Κελιού μας εκείνου, πού τιμόταν εν ονόματι του «Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου». Κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο, σε ηλικία 23 ετών, ήμερα Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως το 1935, είχε ακριβώς πέντε χρόνια στην Καλογερική, όσα έκαμε και το ίνδαλμα του, ό Αββάς Δοσίθεος, του Αββά Δωροθέου, τον όποιον, όπως είπαμε, κατά πάντα μιμήθηκε.
θέλομε δε να πιστεύομε, πώς ό Πανάγαθος θεός, τον εργάτη αυτόν της υπακοής, τον κατέταξε στη χορεία των Όσιων Πατέρων ημών, των αγιορειτών, των οποίων τον βίον κατά πάντα αντέγραψε, γενόμενος και ό ίδιος υπόδειγμα σιωπής, βαθιάς ταπεινώσεως καί πάσης αρετής.
Προς τούτο μας πείθει καί το γεγονός, πού ακολούθησε μετά. το θάνατο του αδελφού Παντελεήμονα, δηλαδή, κατά την επικρατούσα ταξί καί ιερή Παράδοση, όταν ό Μοναχός ξεψυχήσει, αφού τον αλλάξουν καί του φορέσουν όλα τα ενδύματα, το σχήμα, το κομβοσχοίνι στα χέρια, τα σανδάλια στα πόδια καί το επανοκαλύμμαυχο στο κεφάλι, τότε τον περιτυλίγουν με το ράσο, το οποίο ράβουν καί εξωτερικά κάνουν σταυρούς από λευκές ή κόκκινες λουρίδες υφάσματος. Τότε τον μεταφέρουν στην εκκλησία καί βάζουν επάνω στο στήθος μια εικόνα του Χριστού ή της Παναγίας.
ένας σεβάσμιος Γέροντας, από γειτονικό Κελί των «Αγίων Πάντων», ό αγαπητός μας Γέρο – Γρηγόρης, ανέλαβε να βοηθήσει τον Γέροντα στο ράψιμο του ράσου του νεκρού. Όταν τελείωσε το ράψιμο είδε ότι ή σκούφια στο κεφάλι, με το ράψιμο, είχε λίγο στραβώσει, τότε είπε στο Γέροντα μας: «Πάτερ Ιωακείμ, να ξηλώσουμε το ράψιμο καί να διορθώσουμε τη σκούφια, γιατί φαίνεται άσχημα».
Ό Γέροντας είπε: «Σεβαστέ μου Γέρο – Γρηγόρη, κάμε όπως θέλεις καί νομίζεις καλύτερα», ό Γέρο – Γρηγόρης μόλις ξήλωσε καί άνοιξε το ράσο, φάνηκε το πρόσωπο του αδελφού Παντελεήμονα, από ισχνό καί αδυνατισμένο πού ήταν πριν, είχε γίνει στρογγυλό καί έφεγγε όπως το φεγγάρι πού είναι γεμάτο «πανσέληνο». Ό Γέροντας μας κάλυψε τότε το πρόσωπο καί δόξασε το Θεό, πού έδειξε το σημείο αυτό για πληροφορία της άκρας ταπεινώσεως καί υπακοής του μεταστάντος αδελφού.
Αυτοί είναι οί καρποί πού τρυγάει, ό αληθινός υποτακτικός, από τον αγωνοθέτη καί πλουσιοπάροχο μισθαποδότη Δεσπότη Χριστό, προς δόξαν Θεού Πατρός καί Πνεύματος Αγίου. Αμήν.
Έτσι πριν από αρκετά χρόνια έγινε στην Κερασιά, με δυο νέους Μοναχούς. Ό ένας από το Κελί του Χατζηγιώργη «Άγιος Δημήτριος» με το όνομα Δημήτριος, κι ό άλλος από το Κελί του «Αγίου Νικολάου» Αυξέντιος.
Οι νέοι αυτοί Μοναχοί, είχαν αγάπη μεταξύ τους καί ορκίστηκαν φιλία αιώνια. Στην αρχή είχαν συμφωνήσει να προσεύχονται, να νηστεύουν, να αγρυπνούν καί να κάνουν ότι καλό έργο καί καλή πράξη θα μπορούσαν, χωρίς να ρωτούν κανένα.
Με τον τρόπο αυτόν, ό πολύπειρος Σατανάς, κατόρθωσε να βρίσκονται πάντοτε ό ένας κοντά στον άλλο καί ό ένας στο Κελί του άλλου, πράγμα το όποιον απαγορεύεται στους νέους Μοναχούς, σύμφωνα με την υπόσχεση πού δίνουν όταν γίνονται Μοναχοί, πού λέγει ότι απαγορεύεται… μερική φιλία… καί για να μη συναντιόνται καί έχουν κρυφές συναναστροφές. ‘Αλλά καί κανένα έργο έστω καί καλό, όταν γίνεται χωρίς τη γνώμη καί γνώση του Γέροντα καί του Πνευματικού, δεν γίνεται δεκτό από τον Πανάγαθο Θεό, όπως λέγει καί το Πατερικό ρητό «το καλόν ουκ εστί καλόν εάν μη καλώς γένηται».
‘Άλλά οι δυο αυτοί φίλοι, νεαροί Μοναχοί, που ως εκ του αποτελέσματος φαίνεται, πώς δεν είχαν καί καλούς Γέροντες καί πνευματικούς για να τους επιμελούνται καί να τους φροντίζουν, θέλησαν να φάνουν περισσότερο του δέοντος καλοί καί εναρετώτεροι από τους άλλους, από ψευτοευλάβεια κινούμενοι καί από σατανική ενέργεια. Έκαναν κρυφά προσευχές καί ψευτοεγκράτειες καί με το καιρό ό Σατανάς τους έφερε κει πού ήθελε, οί δυο τους παρεξηγήσανε τη λέξη αγάπη καί άρχισαν να συμφωνούν καί σ’ όλα τα κακά θελήματα θεμιτά καί αθέμιτα κι έτσι ξέπεσαν καί στα «εν κρύπτω καί παραβύστω γινόμενα», για τα όποια αναφέρει ό απόστολος Παύλος «αισχρόν εστί καί λέγειν» (Έφεσ. Ε’ 12).
Κατά εγκατάλειψι Θεού ενεργήσαντες, σε τόση πώρωσι ψυχική καί σωματική αμετανοησία φθάσανε, πού αποφάσισαν, να είναι πάντα μαζί καί να μη τους χωρίσει ούτε αυτός ό θάνατος.
Έτσι φόρεσαν τα καλά καί καινούργια τους ράσα, έβαλαν τα σχήματα, γιατί καί οί δυο τους ήταν «μεγαλόσχημοι» Καλόγεροι, φόρεσαν τα επανοκαλύμμαυχά τους, πήγαν στη θάλασσα κοντά, κει που πήγαιναν πολλές φορές κι έκαναν κρυφά τα θαλάσσια λουτρά τους. Πήραν μια φλοκάτη κουβέρτα, μπήκαν μέσα, ράφτηκαν καί σιγά – σιγά όπως ήταν αγκαλιασμένοι, πέσανε στη θάλασσα, ή οποία με τη συνεργασία του δαίμονα, πού τους έδειξε τον τρόπο αυτό, να πάνε δήθεν αγκαλιασμένοι στην άλλη ζωή, στον «Παράδεισο», αλλά στην πραγματικότητα κατάφερε να τους στείλει στην αιώνια Κόλαση, για να καίγονται αιώνια μαζί του.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΑΙΩΝΙΟ ΝΑΥΑΓΙΟ
Μετά καιρό, υστέρα από μεγάλη θαλασσοταραχή, ή θάλασσα στην παραλία του Παγασητικού κόλπου μπροστά από το Βόλο, ξέβρασε ένα μπόγο με τα σώματα, τα όποια ανακαλύψανε ψαράδες της περιοχής.
Άνοιξαν το μεγάλο μακάβριο καί παράξενο εκείνο δέμα καί είδαν φρικτό θέαμα! Οί δυστυχισμένοι αυτοί Καλόγεροι, από την αγωνία καί τη φρίκη του πνιγμού, πού δοκίμασαν για να σωθούνε, είχαν βγάλει ό ένας τα μάτια του άλλου καί ήσαν πιασμένοι από τα μαλλιά, αλλά ήταν αδύνατο να γλιτώσουν τον πνιγμό, έτσι πού τους είχε καταφέρει ό διάβολος να ραφτούν μόνοι τους από μέσα καί να παραδοθούν στα χέρια του Σατανά!
Αυτά τα καταστρεπτικά αποτελέσματα έχουν οί κρυφοδουλειές, πού γίνονται στο σκοτάδι καί δεν φανερώνονται έγκαιρα, οί κρυφοί λογισμοί, οί όποιοι μοιάζουν με τις μικρές τρύπες, πού ανοίγονται στο πλοίο καί όσο δεν γίνονται φανερές, δεν τις βλέπει ό τεχνίτης να τις κλείσει, σιγά – σιγά γίνονται καί πιο πολλές καί ένα ωραίο πρωί βυθίζουν το πλοίο της ψυχής «αύτανδρο» με όλο του το περιεχόμενο καί το εμπόρευμα καλό καί κακό.
Ενώ αν έγκαιρα ανακαλυφθούν, φανερωθούν, εξομολογηθούν, να τις δει ό μάστορας – Πνευματικός, ό όποιος με τη βοήθεια καί χάρι του Θεού καί την εμπειρία του θα τις κλείσει καί θα θεραπεύσει τις πληγές της καρδίας, διότι κατά το λόγο της Αγίας Γραφής «Παν γαρ το φανερούμενον φως εστί» (Έφεσ. Ε’ 13), καί το φως δεν αφήνει ποτέ τον άνθρωπο να πλανηθή καί να χαθεί στα
σκοτάδια των πονηρών λογισμών του Σατανά, καί να φθάσει στην καταστροφή.
Προσοχή λοιπόν, όσοι επιθυμούμε, με την υπακοή να φθάσομε σύντομα καί χωρίς περίσσιο κόπο στη βασιλεία των ουρανών, καθώς ό Αββας Δοσίθεος, πού αναφέρει στο βιβλίο του Άββα Δωροθέου, ό όποιος σε πέντε χρόνια μόνον, αδιάκριτης καί τυφλής υπακοής καί κοπής του ίδιου θελήματος, κέρδισε τη βασιλεία των ουρανών, την οποίαν άλλοι, με 60 καί 70 ακόμη χρόνια ασκητικής ζωής, δεν μπόρεσαν να κληρονομήσουν, γιατί ξεθάρρεψαν καί πέθαναν στο θέλημα τους.
ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ ΜΙΜΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΔΟΣΙΘΕΟΥ
Στην ίδια περιοχή στα Κελλιά της Κερασιάς καί συγκεκριμένα, στο Κελί του «Τιμίου Προδρόμου καί Βαπτιστού Ιωάννου», τριάντα περίπου χρόνια μετά από το αναφερόμενο αποτρόπαιο γεγονός, έζησε ένας ευλαβής, απλός καί ταπεινός Μοναχός, αληθινός υποτακτικός με το όνομα Παντελεήμων, κατά κόσμον Θεοφιλής Θεοφιλόπουλος, από το Λογκανίκο της Σπάρτης καταγόμενος ό όποιος αφού με προσοχή μελέτησε τον βίο του Αββά Δοσίθεου, πού αναφέρει ό Αββάς Δωρόθεος στο βιβλίο του και ό όποιος έζησε τον Ε’ αιώνα στη Μονή του Αββά Σερίδου στην Ανατολή, θέλησε να τον μιμηθεί.
Το βιβλίο αυτό και ό τρόπος ζωής του Αββά Δοσίθεου, έκαναν τόση εντύπωση, στον Πατέρα Παντελεήμονα, πού ολόψυχα απεφάσισε να τον μιμηθεί και πράγματι αντέγραψε σε όλα τη ζωή εκείνου, και όπως εκείνος δε θέλησε να φάει αυγά, πού ήταν απαραίτητα για την ασθένεια του, διότι τα είχε ζητήσει μόνος του και για να κόψει το θέλημα του δεν τα έφαγε. Έτσι και ό Πάτερ Παντελεήμων δε θέλησε σε κανένα πράγμα να γίνεται το θέλημα του, άλλα έπρεπε να γίνεται ακριβώς όπως έδωκε εντολή ό Γέροντας.
Είχε τέλεια αυταπάρνηση, δεν έπινε ούτε νερό χωρίς την αδεία και ευλογία του Γέροντα. Είχε τακτική εξομολόγηση και εξαγόρευσει των κρυφών διαλογισμών, ήταν αδύνατο να κοιμηθεί, χωρίς να εξαγόρευσει κάθε βράδυ τους διαλογισμούς και τον πνευματικό πόλεμο της ημέρας.
Από παλιά Παράδοση, των πνευματικών Πατέρων και Γεροντάδων, είχε καθιερώσει και ό Γέροντας μας Ιωακείμ Μοναχός, κι έπρεπε κάθε βράδυ απαραίτητα να ασχολούμεθα μισή έως μία ώρα να εξομολογηθούμε πώς περάσαμε την ήμερα και να ανταλλάξομε σκέψεις, γνώμες και να δεχτούμε συμβουλές ανάλογες για την νύκτα και για την άλλη ήμερα. Αυτό υπαγορεύει ή Καλογερική και ή άγρυπνη παρακολούθηση των πνευματικών ηγητόρων, ηγουμένων και Γεροντάδων, «ως λόγον αποδόσοντες» για την ψυχική σωτηρία των πνευματικών των τέκνων.
Από την Παράδοση, πού έγινε συνείδηση, κι ό πάτερ Παντελεήμων, έκανε ανελλιπώς τον Κανόνα της προσευχής του εικοσιτετραώρου —μετάνοιες και κομβοσχοίνια— και ακατάπαυστα πρόφερε με το νου και με τα χείλη τις προσευχές «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελεησόν με», «Υπεραγία Θεοτόκε σώσε με»’ «Βαπτιστά του Χριστού πρέσβευε υπέρ εμού και βοήθει μοι τω άμαρτωλω», «Άγιοι Πατέρες πρεσβεύσατε για όλον τον κόσμον και δι’ έμέ τον αμαρτωλό».
Με την άδεια του Γέροντα και του Πνευματικού, εκτός από τις καθημερινές σκληρές και βαριές εργασίες του Κελλιου και τις δικές του πνευματικές υποχρεώσεις και προσευχές, έκανε ορισμένη προσευχή για τους γονείς και συγγενείς του, κατά σάρκα και κατά πνεύμα, και για όλον τον κόσμο.
είχε τόση ακρίβεια και προσοχή στη ζωή του γενικά και στις καθημερινές υποχρεώσεις της ατομικής του προσευχής, των ιερών Ακολουθιών και λειτουργιών, πού όταν το 1931 θα τον έστελνε ό Γέροντας στην Ιερισσό, στο γιατρό να του θεραπεύσει το δεξί του χέρι, που από μικρό παιδάκι είχε βγαλμένο και στραβοτοποθετημένο, από πρακτικό γιατρό, και επειδή επί 15 ήμερες έως ότου να αποθεραπευτεί, δε θα μπορούσε να κάνει μετάνοιες και κομβοσχοίνια, κανόνισε μια βδομάδα ενωρίτερα να κάνει τόση προσευχή και μετάνοιες, πού να καλύψει την έλλειψη της προσευχής, κατά τη διάρκεια της αποθεραπείας του, κι έτσι έφτανε να κάνει 500-1000 μετάνοιες και 50 – 60 κομβοσχοίνια το 24ωρο.
Για να δώσουμε ένα παράδειγμα κοπής του ιδίου θελήματος, θα αναφέρομαι ένα από τα πολλά γεγονότα, τα οποία ζήσαμε.
Ήταν καλοκαίρι,, εποχή των σύκων. Στο Κελί μας αυτό είχαμε αρκετές συκιές μπροστά στο σπίτι και συκιές κάτω στους κήπους, περισσότερο από 100 μέτρα κάτω από το σπίτι. Στις συκιές του σπιτιού είχαν αρχίσει τα σύκα να φουσκώνουν, δεν είχαν όμως ωριμάσει. Την άλλη μέρα, πήγαμε με τον αδελφό μου κάτω στο κήπο να σκάψομε, αρχίσαμε την εργασία, κι όταν καθίσαμε λίγο να ξεκουραστούμε στον ίσκιο της συκιάς, με χαρά είδα αρκετά σύκα να είναι ώριμα και δοκίμασα να κόψω για να φάμε.
Ό πάτερ και αδελφός Παντελεήμων είπε: — “Ε Ι Τι κάνεις εκεί αδελφέ; Χωρίς να υποπτευθώ ότι θα έκανα κάτι το άτοπο, απάντησα με απλότητα: — Αδελφέ, βλέπω εδώ τα σύκα να είναι ώριμα και έφ’ όσον δεν έχομε πάρει τίποτε για πρωινό, θα κόψω λίγα σύκα για να φάμε. Κι εκείνος με πράο τρόπο και ύφος μου είπε: «Αδελφέ, πήρες ευλογία από τον Γέροντα;» Εγώ για να δικαιολογηθώ είπα: «Δεν ήξερα αδελφέ, ότι εδώ έχουν γίνει τα σύκα, για να πάρω προκαταβολικά την άδεια και ευλογία, πού νομίζω δε θα αρνιότανε ό Γέροντας να δώσει, αλλά να κόψω τώρα να φάμε και μετά να το πούμε στον Γέροντα».
Αυτός τότε μου είπε: «Ωραία σκέψη είναι αυτή αδελφέ, να κάνεις πρώτα τη λαθροφαγία και μετά να ζητήσεις συγχώρεση. Αυτό είναι και λέγεται προμελετημένη πράξη και τιμωρείται, θα πρέπει λοιπόν, πρώτα να πάρεις την άδεια για κείνο πού θα κάνεις, για να είναι με την ευλογία του Θεού, προς ψυχική και σωματική σου ωφέλεια». Μ’ αυτόν τον γνώμονα κανόνιζε πάντα τη ζωή του και έτσι δεν έπεφτε ποτέ έξω, επειδή την ευθύνη για κάθε πράξη του, είχε ό Γέροντας, πού λάβαινε πρώτα γνώση για το κάθε τι, πού θα επρόκειτο να κάνει, και έτσι είχε πάντα την συνείδηση του ήσυχη, καθαρή και αναπαυμένη, γιατί έκανε το καθήκον του.
ΠΡΟΕΙΔΕ ΚΑΙ ΠΡΟΕΙΠΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ
15 ήμερες πριν, προείδε το θάνατο του, είπε στο Γέροντα και τον προετοίμαζε για να μη λυπηθεί, επειδή αυτός, διότι ήταν καλός υποτακτικός, τον υπεραγαπούσε. Και ό Γέροντας γνώριζε πώς ό καιρός της έκδημίας του ήρθε, αλλά του έδινε θάρρος, θα γίνεις καλά του έλεγε, θα έρθει ό αδελφός σου και θα πάτε στην πατρίδα να αλλάξεις κλίμα και δεν έχεις τίποτα κ.λπ.
Στις 15 Μαρτίου 1935 Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, στο γειτονικό Κελί «Άγιος Νικόλαος», γίνονταν αγρυπνία και κούρα νέου αδελφού —του Χριστόφορου—. Από τις γειτονικές Σκήτες ‘Αγιάννα και Καυσοκαλύβια, είχαν έρθει ασκητές φίλοι, για να παρευρεθούν στην Καλογερική.
Λίγο πριν να ξημερώσει, κάλεσε ό ασθενής πάτερ Παντελεήμων, τον Γέροντα και του είπε: «Πέστε στον Ιερέα να συντομεύσει τη θεία λειτουργία, για να κοινωνήσω τα Άχραντα Μυστήρια, το Σώμα και Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτηρος ημών Ιησού Χριστού, διότι διάζομαι, πρέπει να φύγω από τον κόσμο τούτο, τηλεγραφήστε και στον αδελφό μου ναρθει».
Έμενα, λόγω της ασθένειας του αδελφού μου —φυματίωση— κατόπιν συμφωνίας γιατρού και πνευματικού, με είχαν στείλει στους -πνευματικούς μας συγγενείς Στις Καρυές.
Ειδοποιήθηκε ό εφημέριος ιερέας κι όταν ήρθε να τον κοινωνήσει, μαζί του ακολούθησαν και πολλοί φίλοι Ασκητές και αγαπητοί αδελφοί, να συμπαρασταθούν Στις τελευταίες στιγμές του αδελφού μου Παντελεήμονα, μεταξύ των οποίων ήταν, ό Γέρων Ζαχαρίας αγιογράφος και Γέρων Παντελεήμων από την Άγιάννα και άλλοι Πατέρες και αδελφοί από τα Καυσοκαλύβια, αλλά και πολλοί Πατέρες και γείτονες μας από τα Κελλιά της Κερασιάς.
Μετά τη θεία Κοινωνία, ο αδελφός μου Παντελεήμων, από την εξάντληση της ασθένειας του, είχε γύρη το κεφάλι τόσο, πού ακουμπούσε στο στήθος και δεν ήταν δυνατόν να ιδεί Τι γίνεται μπροστά του, μόνον κάτω έβλεπε. Σε μια στιγμή ζήτησε τον Γέροντα, προς τον όποιον είπε ψιθυριστά: «Γέροντα δώσε μου την ευχή σου, γιατί απέρχομαι από τη ζωή αυτή». Ό Γέροντας στο άκουσμα των λόγων τούτων, από την πολύ λύπη και στενοχώρια, έπεσε λιπόθυμος. Οί άλλοι Πατέρες πού παρευρίσκονταν εκεί, έβγαλαν τον Γέροντα έξω από το δωμάτιο του ασθενούς και όταν τον συνέφεραν -πήγε πάλι κοντά στον ετοιμοθάνατο.
Ό αδελφός Παντελεήμων, κάπως εντονότερα τώρα, μόλις που ακούγονταν, για δεύτερη φορά είπε: «Γέροντα, δώσε μου την ευχή σου και μη λυπάσαι, μη με καθυστερείς, γιατί ήρθε ό Τίμιος Πρόδρομος να με πάρει». Ό Γέροντας με δάκρυα στα μάτια και πόνο στην καρδιά είπε: «Έχε την ευχή μου και την ευχή και ευλογία όλων των αγίων Πατέρων» και με το λόγο αυτόν, ό αδελφός Παντελεήμων, παρέδωκε το πνεύμα στα χέρια του προστάτη, του Κελιού μας εκείνου, πού τιμόταν εν ονόματι του «Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου». Κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο, σε ηλικία 23 ετών, ήμερα Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως το 1935, είχε ακριβώς πέντε χρόνια στην Καλογερική, όσα έκαμε και το ίνδαλμα του, ό Αββάς Δοσίθεος, του Αββά Δωροθέου, τον όποιον, όπως είπαμε, κατά πάντα μιμήθηκε.
θέλομε δε να πιστεύομε, πώς ό Πανάγαθος θεός, τον εργάτη αυτόν της υπακοής, τον κατέταξε στη χορεία των Όσιων Πατέρων ημών, των αγιορειτών, των οποίων τον βίον κατά πάντα αντέγραψε, γενόμενος και ό ίδιος υπόδειγμα σιωπής, βαθιάς ταπεινώσεως καί πάσης αρετής.
Προς τούτο μας πείθει καί το γεγονός, πού ακολούθησε μετά. το θάνατο του αδελφού Παντελεήμονα, δηλαδή, κατά την επικρατούσα ταξί καί ιερή Παράδοση, όταν ό Μοναχός ξεψυχήσει, αφού τον αλλάξουν καί του φορέσουν όλα τα ενδύματα, το σχήμα, το κομβοσχοίνι στα χέρια, τα σανδάλια στα πόδια καί το επανοκαλύμμαυχο στο κεφάλι, τότε τον περιτυλίγουν με το ράσο, το οποίο ράβουν καί εξωτερικά κάνουν σταυρούς από λευκές ή κόκκινες λουρίδες υφάσματος. Τότε τον μεταφέρουν στην εκκλησία καί βάζουν επάνω στο στήθος μια εικόνα του Χριστού ή της Παναγίας.
ένας σεβάσμιος Γέροντας, από γειτονικό Κελί των «Αγίων Πάντων», ό αγαπητός μας Γέρο – Γρηγόρης, ανέλαβε να βοηθήσει τον Γέροντα στο ράψιμο του ράσου του νεκρού. Όταν τελείωσε το ράψιμο είδε ότι ή σκούφια στο κεφάλι, με το ράψιμο, είχε λίγο στραβώσει, τότε είπε στο Γέροντα μας: «Πάτερ Ιωακείμ, να ξηλώσουμε το ράψιμο καί να διορθώσουμε τη σκούφια, γιατί φαίνεται άσχημα».
Ό Γέροντας είπε: «Σεβαστέ μου Γέρο – Γρηγόρη, κάμε όπως θέλεις καί νομίζεις καλύτερα», ό Γέρο – Γρηγόρης μόλις ξήλωσε καί άνοιξε το ράσο, φάνηκε το πρόσωπο του αδελφού Παντελεήμονα, από ισχνό καί αδυνατισμένο πού ήταν πριν, είχε γίνει στρογγυλό καί έφεγγε όπως το φεγγάρι πού είναι γεμάτο «πανσέληνο». Ό Γέροντας μας κάλυψε τότε το πρόσωπο καί δόξασε το Θεό, πού έδειξε το σημείο αυτό για πληροφορία της άκρας ταπεινώσεως καί υπακοής του μεταστάντος αδελφού.
Αυτοί είναι οί καρποί πού τρυγάει, ό αληθινός υποτακτικός, από τον αγωνοθέτη καί πλουσιοπάροχο μισθαποδότη Δεσπότη Χριστό, προς δόξαν Θεού Πατρός καί Πνεύματος Αγίου. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου