Ο Γέρο – Μακάριος κατάγονταν από την Θεσσαλονίκη καί από την υπερβολική άσκηση έπαθε τρομερή εξάντληση καθότι δεν ήταν προικισμένος με φυσική αντοχή.
Ήταν ημέρα Κυριακή της Απόκρεω, κατά το σωτήριον έτος 1750 και ο Γερο – Μακάριος από την εξάντληση βρίσκονταν στα πρόθυρα του θανάτου, αλλά ήταν και Δίκαιος της Σκήτης.
Ο υποτακτικός του Θεόκτιστος Μοναχός, που ήταν και παραδικαίος καί είχε καί την φροντίδα του Κυριακού της Σκήτης, μετά από την θεία Λειτουργία, είχε μεγάλη στενοχώρια και αγωνία, τι φαγητό να δώσει στον Γέροντα του, για να μπορέσει κάπως να τονωθεί και να αναλάβει από την εξάντληση πού είχε. Με τη σκέψη αυτή, κατέβηκε στην παραλία μήπως βρει κανένα ψάρι, αλλά η θάλασσα ήταν τόσο ταραγμένη και φουρτουνιασμένη και καμία ψαρόβαρκα δεν φαινόταν να ξεμυτίσει κατακεί, μα ούτε και στο πέλαγο δεν περνούσε καμία. Τότε βαθιά συγκινημένος, με πίστη θερμή, γονάτισε καί έκαμε προσευχή στο Θεό καί παρακαλούσε καί την Θεοπρομήτορα του Χρίστου καί μητέρα της Παναγίας μας Αγία Άννα. Δεν πρόλαβε να τελειώσει την προσευχή του αυτή ο Πάτερ Θεόκτιστος καί βλέπει πάνω στα αφρισμένα κύματα της θάλασσας να παιχνιδίζει ένα αρκετά μεγάλο ψάρι. Αμέσως με Θεού φώτιση έκαμε το σημείο του Σταυρού προς την κατεύθυνση, που βρισκόταν το ψάρι, καί το κύμα, ω των θαυμάσιων σου Χριστέ Βασιλευ! πέταξε έξω στην άμμο της παραλίας το ψάρι εκείνο. Γεμάτος χαρά ο Πάτερ Θεόκτιστος, πήρε το ψάρι, το πήγε στο Κυριάκο, που ήταν κατάκοιτος ο Γέροντας του, έφτιαξε φαγητό, από το οποίο έδωσε στον Γέροντα του, ο οποίος μια φορά έφαγε από το ψάρι εκείνο και πήρε τόση δύναμη που έγινε τελείως καλά και θεραπεύθηκε από την ασθένεια του.
Με το υπόλοιπο ψάρι, ο Πάτερ Θεόκτιστος, φιλοξένησε όσους βρέθηκαν στο Κυριάκο την ήμερα εκείνη Μοναχοί και κοσμικοί, και όλοι μαζί δόξασαν τον Πανάγαθο Κύριο και Θεόν «Τον θαυμαστόν εν τοις εργοις καί τοις Αγίοις Αυτού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου