Πατερικό των σπηλαίων του Κιέβου
Διηγήσεις από τη ζωή και τα κατορθώματα των οσίων πατέρων
Της Κίεβο Πετσέρσκαγια Λαύρας.
Όσιος Ιωάννης ο πολύαθλος.
Ο ΟΣΙΟΣ Ιωάννης ο πολύαθλος, υπέμεινε πολλές θλίψεις για την αγνεία και
την παρθενία, σαν επίγειος νυμφίος του ουράνιου Νυμφίου. Ο όσιος Ιωάννης
τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε έγκλειστος στο σπήλαιο του
οσίου Αντωνίου. Εκεί τον επισκεπτόταν συχνά κάποιος από τους αδελφούς,
που ο διάβολος τον πολεμούσε άγρια με ακάθαρτους λογισμούς.
Πάτερ, σώσε με! έλεγε απελπισμένος στον όσιο. Προσευχή σου στον Κύριο
να χαλαρώσει λίγο το σαρκικό πόλεμο, γιατί δεν αντέχω άλλο. Αδελφέ μου,
του απαντούσε ο μακάριος Ιωάννης με λόγια ψαλμικά, «υπόμεινον τον Κύριον
ανδρίζου, και κραταιούσθω , η καρδία σου και υπόμεινον τον Κύριον και
φύλαξον την οδόν αυτού και αυτός ρύσεταί σε εκ χειρός εχθρού και
συντρίψει τους οδόντας αυτού».Πάτερ, πίστεψε με! Αν δεν με βοηθήσεις,
παίρνω τα μάτια μου και φεύγω. Δεν ησυχάζω πουθενά. Μ' έχει τρελάνει ο
πόλεμος της σάρκας, θα φύγω και θα τριγυρίζω σαν αγρίμι από τόπο σε
τόπο. Γιατί, παιδί μου, θέλεις να παραδώσεις μόνος σου τον εαυτό σου
στον εχθρό; Να! Στέκεσαι κιόλας στο χείλος του γκρεμού. Ο εχθρός
ετοιμάζεται να σε σπρώξει. Και θα 'ναι η πτώση σου μεγάλη και θανάσιμη.
Ποτέ δεν θα μπορέσεις πια να σηκωθείς. Αν όμως παραμείνεις εδώ, στο
μοναστήρι σου, στο σίγουρο λιμάνι, δεν θα είσαι πια στο χείλος του
γκρεμού και δεν θα υπάρχει κίνδυνος να σε γκρεμίσει και να σε θανάτωση
ψυχικά ο μοχθηρός εχθρός μας.
Ο Θεός τότε θα σε αμείψει για την υπομονή σου και θα σε βγάλει από την τάφρο των παθών και τη λάσπη της ακαθαρσίας.
Αλλά για να παρηγορηθείς, θα σου διηγηθώ κάτι από τη ζωή μου.
Όταν ήρθα στο μοναστήρι και μπήκα στη μοναχική μας οικογένεια, άρχισα να
βασανίζομαι αφόρητα από το πνεύμα της πορνείας. Δεν μπορώ να σου
περιγράψω τι τράβηξα. Ρίχτηκα σε σκληρή άσκηση και νηστεία. Δεν έτρωγα
τίποτα για δυο και τρεις ημέρες συνέχεια, καμία φορά και για βδομάδα
ολόκληρη. Αγρυπνούσα όλη τη νύχτα. Προσευχόμουν αδιάλειπτα. Τρία χρόνια
κράτησε το μαρτύριό μου, χωρίς να βρω ανάπαυση.
«Έφυγα και ήρθα στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου. Έπεσα πάνω στον τάφο
του, έκλαιγα και τον παρακαλούσα να με βοηθήσει. Τρία μερόνυχτα έμεινα
εκεί, χωρίς τροφή και νερό. Και ξαφνικά άκουσα τη φωνή του οσίου:
Ιωάννη! Ιωάννη! φώναξε. Πρέπει να μείνεις εδώ, στο σπήλαιό μου, να
ζήσης έγκλειστος με σιωπή και προσευχή. Και ο Κύριος θα σ' απαλλάξει από
τον πόλεμο του εχθρού.
»Έτρεξα τότε και βρήκα τον ηγούμενο. Εκείνος, πληροφορημένος από το Θεό,
μου έδωσε ευλογία να κλειστώ σ' αυτόν εδώ τον υγρό, στενό, σκοτεινό και
απαρηγόρητο τόπο. Συμπλήρωσα ήδη τριάντα χρόνια. Και να! Μόλις πριν από
λίγο καιρό βρήκα ανάπαυση. Όλ' αυτά τα χρόνια πάλευα με τους πορνικούς
λογισμούς και τα πάθη, ταλαιπωρώντας το σώμα μου με νηστεία και
αγρυπνία.
Κι εδώ όμως η φλόγα των σαρκικών παθών με κατέκαιγε. Μη βρίσκοντας άλλο
τρόπο να της αντισταθώ, αποφάσισα να βγάλω τα ρούχα και να κρεμάσω στα
χέρια και στα πόδια μου βαριά σίδερα, εκθέτοντας το σώμα μου στο
μαρτύριο της παγωνιάς κι εξουθενώνοντας τα μέλη μου με το ασήκωτο βάρος
των σιδερικών. Αλλά κι αυτή η άσκηση αποδείχθηκε ανεπαρκής.
Έσκαψα τότε στο αμμουδερό χώμα του σπηλαίου ένα βαθύ λάκκο, μπήκα μέσα
και σκεπάστηκα με την άμμο ολόκληρος, αφήνοντας έξω μόνο τα χέρια και το
κεφάλι. Ήταν τότε αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Έμεινα εκεί, μισοθαμένος
και ακίνητος, όλη την περίοδο της νηστείας. Στο διάστημα αυτό υπέφερα
τα πάνδεινα από τον πονηρό, που μεταχειρίστηκε κάθε τρόπο για να με
βγάλει από το λάκκο.
Πρώτα με βασάνισε με μια οδυνηρή πάθηση των κάτω άκρων. Τα πόδια μου
πρήστηκαν και στράβωσαν. Οι αρθρώσεις λύθηκαν. Τα νεύρα παρέλυσαν. Μια
βασανιστική φλόγωση έλιωνε τα μέλη μου. Πονούσε και υπέφερε το σώμα μου.
Χαιρόταν όμως και δροσιζόταν η ψυχή μου, που λυτρώθηκε μ' αυτή τη
σκληρή άσκηση από τους μολυσμούς και βρήκε την καθαρότητα και το θεϊκό
της κάλλος. Προτιμούσα λοιπόν να πεθάνω εκεί, να λιώσω μέσα στο λάκκο
και να κερδίσω το Χριστό, παρά να βγω έξω και να με κερδίσει ο διάβολος.
Ήρθε η Μεγάλη Εβδομάδα. Τη Μεγάλη Δευτέρα παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά
μου ένας άγριος και φοβερός δράκοντας, που από το τεράστιο στόμα του
έβγαζε σε κάθε φύσημα φλόγες κι αστραπές. Με πλησίασε απειλητικά,
έτοιμος να με καταπιεί. Δεν με πείραξε όμως. Μόλις επικαλέστηκα τον
Κύριο κι έκανα το σημείο του σταυρού εξαφανίστηκε.
Οι απειλές του δράκοντα συνεχίστηκαν όλη την εβδομάδα των Παθών. Τη
νύχτα της Αναστάσεως, ο φοβερός δράκοντας ήρθε για τελευταία φορά. Τον
είδα ξαφνικά να ρίχνεται πάνω μου. Μ' άρπαξε αστραπιαία κι έχωσε μέσα
στο στόμα του το κεφάλι και τα χέρια μου, ό,τι βρισκόταν δηλαδή έξω από
το λάκκο. Τα μαλλιά και τα γένια μου κάηκαν κι έμειναν έτσι καμένα, όπως
βλέπεις, μέχρι σήμερα. Με επέμβαση του Θεού όμως ο δράκοντας, δεν μ'
έβλαψε περισσότερο. Καθώς το κεφάλι μου ήταν μέσα στο λαρύγγι του,
φώναξα από τα βάθη της καρδιάς μου:
— Θεέ και Κύριε, σώσε με! Γιατί μ' εγκατέλειψες; Σπλαχνίσου με, Δέσποτα,
ο μόνος φιλάνθρωπος. Σώσε με τον αμαρτωλό, ο μόνος αναμάρτητος.
Απάλλαξε με από την ακαθαρσία μου, για να μην πιαστώ στα δίχτυα του
πονηρού για πάντα. Γλίτωσέ με από τον εχθρό που θέλει να με καταπιεί.
Έλα να με σώσεις με τη δύναμη Σου. Ρίξε αστραπή και κάψ' τον, για να
εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης!
Πράγματι, την ίδια στιγμή άστραψε ένα φως ουράνιο. Αμέσως το φοβερό
θηρίο εξαφανίστηκε και μέχρι σήμερα δεν το ξαναείδα, με τη χάρη του
Θεού.
«"Άκουσα τότε μια φωνή να μου λέει:
Ιωάννη! Ιωάννη! Σε βοήθησα, όπως Μου ζήτησες. Πρόσεχε τώρα την ψυχή σου, για να μην πάθεις χειρότερα στο μέλλοντα αιώνα!
Κύριε, ρώτησα με παράπονο, γιατί μ' άφησες τόσο πολύ να βασανιστώ;
Σε δοκίμασα κατά τη δύναμη της υπομονής σου. Περνώντας έτσι μέσα από το
καμίνι των πειρασμών, θα παρουσιαστής μπροστά Μου καθαρός σαν το
χρυσάφι. Ποτέ δεν επιτρέπω να δοκιμαστή ο άνθρωπος πάνω από τις δυνάμεις
του, για να μην εμπαιχθεί και νικηθεί από τον «αρχέκακο πονηρό Όφη».
Εσύ όμως, για ν' απαλλαχθείς από το σαρκικό πόλεμο, προσευχήσου στον
όσιο Μωϋσή τον Ούγγρο. Αυτός αναδείχθηκε ανώτερος από τον πάγκαλο Ιωσήφ
στη σωφροσύνη, γι' αυτό μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά όσους
πολεμούνται από το πάθος της πορνείας.
Εγώ τότε "εκέκραξα προς Κύριον":
Κύριε, δι' ευχών του οσίου Μωϋσέως, ελέησε με!
Και να! Αμέσως μ' έλουσε ένα υπέροχο, γλυκύτατο φως, που μέχρι τώρα
παραμένει και φωτίζει τη σπηλιά μου τόσο, ώστε δεν μου χρειάζονται
κεριά. Και όσοι έρχονται εδώ με πίστη, απλότητα και καθαρή καρδιά,
βλέπουν το θείο αυτό φως, που με καταύγασε και με απάλλαξε από τα βέλη
του πονηρού εκείνη τη νύχτα της Αναστάσεως».
Τελειώνοντας τη διήγηση του ο πολύαθλος Ιωάννης, στράφηκε στο μοναχό που είχε τον πόλεμο της πορνείας και του είπε:
Αδελφέ, εμείς οι ίδιοι καρφώνουμε το νου μας στη λατρεία της σάρκας,
Γι` αυτό ταλαιπωρούμαστε. Και ο Κύριος με τη δίκαιη κρίση Του, αφήνει να
πολεμηθούμε, γιατί δεν έχουμε καρπούς μετανοίας. Τέλος πάντων, ζήτησε
κι εσύ τις ευχές του μακαρίου Μωϋσέως του Ούγγρου και ίσως να σε λυπηθεί
ο Θεός.
Αφού προσευχήθηκε μαζί με το μοναχό ο ευλογημένος Ιωάννης, πήρε ένα τεμάχιο από τα τίμια λείψανα του οσίου Μωϋσέως και είπε:
Ακούμπησέ το στο σώμα σου.
Ο αδελφός έκανε όπως του είπε. Και αυτοστιγμεί ένιωσε να υποχωρεί η
πύρωση και να νεκρώνεται το πάθος της ακολασίας, που δεν τον ενόχλησε
ποτέ πια.
Ο όσιος Ιωάννης ο πολύαθλος, αναχώρησε για τον ουρανό λίγο αργότερα, στις 18 Ιουλίου.
Τα άγια λείψανά του, κείτονται ασάλευτα μέχρι σήμερα στο λάκκο όπου ο
ίδιος είχε θάψει τον εαυτό ίου, ζωντανό ακόμη, για την αγάπη του Χριστού
και παρέχουν πλουσιοπάροχα την ίαση σ' όσους ζητούν τη μεσιτεία του
προς το Θεό.
Όσιος ΙΣΑΑΚΙΟΣ ο έγκλειστος
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ δυνατό ν' αποφύγει ο άνθρωπος τους πειρασμούς.
Εάν ο πονηρός τόλμησε να πειράξει στην έρημο τον ίδιο τον Κύριο, πολύ περισσότερο τους δούλους Του.
Αυτό όμως γίνεται κατά παραχώρηση Θεού.
Γιατί όπως το χρυσάφι δοκιμάζεται μέσα στη φωτιά και καθαρίζεται και
λαμπικάρετε και αστράφτει, έτσι και ο πιστός άνθρωπος, που δοκιμάζεται
μέσα στη φωτιά των πειρασμών, θα λάμψη τελικά σαν τον ήλιο μπροστά στο
Θεό με τα καλά του έργα, ενώ ο εχθρός που σπέρνει τους πειρασμούς θα
παραδοθεί στο αιώνιο πυρ.
Μια μεγάλη πειρασμική δοκιμασία πέρασε και ο όσιος πατέρας μας Ισαάκιος ο έγκλειστος.
Ο όσιος Ισαάκιος, που το κοσμικό του επώνυμο ήταν Τοροπτσάνιν, ασκούσε
το εμπόριο και είχε αποκτήσει πολλά πλούτη. Κάποτε όμως η αγαθή του
διάνοια σκέφτηκε ότι «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα, όσα ουχ υπάρχει μετά
θάνατον ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα...». Μοίρασε τότε
όλη την περιουσία του στους φτωχούς και ήρθε στο σπήλαιο του οσίου
Αντωνίου, ποθώντας ν' αφιερωθεί στον Κύριο.
Ο όσιος Αντώνιος, αφού δοκίμασε την αγάπη του στο Θεό και το ζήλο του για το μοναχικό βίο, τον κούρεψε μοναχό.
Από τότε ο ιερός Ισαάκιος, φλεγόμενος από θείο έρωτα, άρχισε μια σκληρή
ασκητική ζωή. Με την ευλογία του οσίου Αντωνίου κλείστηκε στο βάθος του
σπηλαίου, στο πιο σκοτεινό και ανάερο κελί.
Ήταν υγρό, αποπνικτικό και τόσο στενό, που έμοιαζε μάλλον με φρικώδη υπόγειο τάφο παρά με μοναχικό κελί.
Θέλοντας επίσης να ταλαιπωρήσει και ν' ασκήσει το σώμα του, έβγαλε το
τρίχινο πουκάμισο που φορούσαν όλοι οι αδελφοί. Ζήτησε να του αγοράσουν
μια κατσίκα. Όταν του την έφεραν, την έγδαρε και φόρεσε το τομάρι της,
έτσι όπως ήταν, νωπό και ακατέργαστο, και τ' άφησε να στεγνώσει πάνω στο
σώμα του!
Μ' αυτό το «ένδυμα» κλείστηκε ο όσιος μέσα στην κατασκότεινη υπόγεια
τρύπα του, έχτισε την είσοδο της και παραδόθηκε στα χέρια του Θεού.
Προσευχόταν αδιάλειπτα στον Κύριο με δάκρυα, χωρίς να γνωρίζει πότε ήταν
νύχτα και πότε μέρα. Στρώμα δεν είχε και ποτέ δεν ξάπλωνε για ύπνο.
Κοιμόταν ελάχιστα, καθισμένος σ' ένα κούτσουρο. Έτρωγε μόνο μέρα παρά
μέρα λίγο πρόσφορο, κι έπινε λίγο νερό που του έφερνε ο ίδιος ο όσιος
Αντώνιος, ο μόνος που άλλαζε μαζί του μερικές κουβέντες. Την τροφή του
την έδινε από μια μικρή θυρίδα, απ' όπου μόλις χωρούσε να περάσει το
χέρι.
Ο όσιος Ισαάκιος πέρασε επτά χρόνια σ' αυτή τη σκληρή άσκηση. Αλίμονο
όμως! Η καρδιά του δεν έμεινε εντελώς καθαρή από την κενοδοξία. Κάποια
ίχνη του δαιμονικού αυτού πάθους μόλυναν τη συνείδησή του. Κι έτσι τον
βρήκε μεγάλη συμφορά.
Κάποια νύχτα, όταν ο μακάριος έκανε τις συνηθισμένες του μετάνοιες κι
έλεγε τους ψαλμούς του μεσονυκτικού, ένιωσε μεγάλη κόπωση και αισθάνθηκε
να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του. Έσβησε το κερί και κάθισε.
Και να! Έξαφνα το σκοτάδι του κελιού διαλύθηκε. Έλαμψε «φως μέγα»! Τι
φως ήταν εκείνο! Δυνατό κι εκτυφλωτικό σαν του ήλιου! Ο όσιος
αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια του, ανίκανος να κοιτάξει ελεύθερα.
Την ίδια στιγμή εμφανίστηκαν δυο πανέμορφοι νέοι με λαμπερά πρόσωπα.
— Ισαάκιε, είπαν στον όσιο, είμαστε άγγελοι και ήρθαμε να σου
αναγγείλουμε πως, να!, έρχεται σε σένα ο Χριστός μαζί με τους άλλους
αγγέλους τ' ουρανού.
Ταλαίπωρε άνθρωπε του Θεού! Που να ήξερες ότι είχες μπροστά σου
δαίμονες, που ήρθαν για να σε πλανήσουν! Ξέχασες ότι ο σατανάς μπορεί να
«μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός» και «οι διάκονοι αυτού ως διάκονοι
δικαιοσύνης»!...
Σήκωσε λοιπόν ο όσιος τα μάτια του με δυσκολία, και Τι βλέπει! Πλήθος
δαιμόνων, που εκείνος τους πέρασε για αγγέλους, με πρόσωπα αστραφτερά,
κι ανάμεσα τους κάποιον που έλαμπε περισσότερο από τους άλλους,
εκπέμποντας φωτεινές ακτίνες.
Ισαάκιε! πρόσταξαν οι δαίμονες. Να ο Χριστός! Πέσε να τον προσκύνησης!
Ανίκανος να διακρίνει τη δαιμονική πλεκτάνη ο μακάριος, ξέχασε να
επικαλεσθεί τη βοήθεια του Κυρίου ή να κάνη το σημείο του σταυρού, που
κατατροπώνει τους δαίμονες. Έπεσε λοιπόν ο δυστυχής και προσκύνησε το
διάβολο σαν Χριστό!
Αυτοστιγμεί οι δαίμονες ξέσπασαν σε τρομακτικές νικητήριες ιαχές, κραυγάζοντας θριαμβευτικά:
—Δικός μας είσαι, Ισαάκιε! Δικός μας!
Ύστερα άρπαξαν τον όσιο, τον έβαλαν να καθίσει χάμω και μαζεύτηκαν γύρω του. Μεμιάς το κελί γέμισε ασφυκτικά με δαίμονες.
Τότε ο υποτιθέμενος Χριστός πρόσταξε:
— Πάρτε τα όργανα! Πιάστε τα τύμπανα! Παίξτε πανηγυρικά!
Και ο Ισαάκιος να μας χορέψει!
Εμφανίστηκαν αμέσως πολυάριθμοι δαίμονες με μουσικά όργανα και άρχισαν
να παίζουν μια μουσική εκκωφαντική και ανατριχιαστική, αληθινά
δαιμονική. Την ίδια στιγμή άλλοι δαίμονες σήκωσαν τον όσιο και τον
ανάγκασαν να χορέψει μαζί τους στον τρελό ρυθμό της μουσικής.
Ο χορός εκείνος κράτησε πολλές ώρες. Τόσες ώρες κράτησε και ο εμπαιγμός
του οσίου από τους δαίμονες. Αφού τον παίδεψαν έτσι βάναυσα, τον
παράτησαν κάτω μισοπεθαμένο κι εξαφανίστηκαν.
Είχε φτάσει ήδη το πρωί. Ο όσιος Αντώνιος ήρθε στο παραθυράκι του μικρού κελιού, φέρνοντας όπως πάντα λίγο πρόσφορο και νερό.
—Ευλόγησον, πάτερ Ισαάκιε, είπε χαμηλόφωνα.
Δεν πήρε απάντηση.
Πάτερ Ισαάκιε, ευλόγησον! είπε πάλι πιο δυνατά. Σιγή.
Ο όσιος Αντώνιος επανέλαβε δύοτρεις φορές ακόμα το χαιρετισμό. Από το
κελλάκι όμως δεν ακουγόταν το παραμικρό. Νόμισε τότε ότι ο Ισαάκιος είχε
παραδώσει το πνεύμα του στον Κύριο.
Ειδοποίησε να έρθουν ο όσιος Θεοδόσιος και οι αδελφοί από το μοναστήρι.
Πράγματι, σε λίγο ήρθαν οι πατέρες, άνοιξαν την είσοδο της σπηλιάς και
τράβηξαν τον όσιο, νομίζοντας πως ήταν νεκρός. Όταν όμως τον έβγαλαν έξω
διαπίστωσαν ότι ζούσε ακόμη. Μόλις που ανέπνεε. Το σώμα του ήταν
ξυλιασμένο, ανίκανο να κάνη την παραμικρή κίνηση. Το στόμα μισάνοιχτο.
Τα μάτια γουρλωμένα και το βλέμμα απλανές. Σύντομα κατάλαβαν ότι δεν
μπορούσε να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους, να μιλήσει ή να κατανοήσει
οτιδήποτε.
Ο όσιος Αντώνιος δεν άργησε να καταλάβει πως ο έγκλειστος μοναχός είχε
δεχτή δαιμονική επίθεση. Από κείνη τη στιγμή τον πήρε στο μοναχικό του
κελί και τον υπηρετούσε με κόπο πολύ. Κι όταν αναγκάστηκε να φυγή από το
Κίεβο, διωγμένος από τον ηγεμόνα Ιζιασλάβο, τη φροντίδα του
δαιμονόπληκτου αδελφού ανέλαβαν ο άγιος Θεοδόσιος και οι άλλοι πατέρες.
Τον πήραν στη μονή των Σπηλαίων και μέρανύχτα αγωνίζονταν να τον
ανακουφίσουν και να τον συνεφέρουν.
Ο δυστυχής Ισαάκιος ήταν πράγματι σε κακό χάλι. Διαλυμένος ψυχικά και
σωματικά, κουφός και άλαλος, όχι μόνο να σηκωθεί δεν μπορούσε, αλλά ούτε
να γυρίσει πάνω στην κλίνη. Έμενε συνεχώς ξαπλωμένος και ακίνητος,
ώσπου πλήγιασε και σκουλήκιασε. Κι ας τον καθάριζε ακούραστα και με
αγάπη κάθε μέρα ο ίδιος ο όσιος Θεοδόσιος. Κι ας τον έπλεναν οι αδελφοί.
Ούτε τροφή μπορούσε να πάρει. Με χίλιες δυσκολίες κατόρθωναν να χώσουν
από το μισάνοιχτο στόμα μέχρι το λαρύγγι του λίγη υγρή τροφή, που την
κατάπινε με πολύ κόπο.
Αυτή η κατάσταση κράτησε δυο χρόνια. Ο όσιος Θεοδόσιος προσευχόταν
καθημερινά από πάνω του και με δάκρυα παρακαλούσε τον πολυεύσπλαχνο Θεό
να λυπηθεί το δούλο Του και να τον λυτρώσει από την κυριαρχία των
δαιμόνων. Ώσπου μια μέρα, μπαίνοντας στον τρίτο χρόνο της ταλαιπωρίας
του, ο Ισαάκιος μίλησε! Ζήτησε ψιθυριστά να τον σηκώσουν και να τον
στήσουν όρθιο.
Τον σήκωσαν.
Δεν μπόρεσε όμως να σταθεί.
Έπεσε κάτω και περπατούσε με τα τέσσερα, σαν μωρό παιδί.
Σιγάσιγά έδειξε σημάδια βελτιώσεως. Στην εκκλησία όμως δεν πήγαινε. Τον
οδήγησαν αρκετές φορές με τη βία. Και με τον καιρό άρχισε να πηγαίνει
μόνος του. Το ίδιο και στην τράπεζα. Καθόταν ξέχωρα από τους αδελφούς
και δεν επικοινωνούσε με κανένα. Έβαζαν ψωμί μπροστά του, μα δεν το
άγγιζε. Του το 'βαζαν στα χέρια και τον ανάγκαζαν να το φάει, πότε με
παρακλήσεις πότε με επιτιμήσεις.
Κάποτε όμως ο όσιος Θεοδόσιος, θέλοντας να τον λυτρώσει από τη δαιμονική επήρεια, είπε αυστηρά:
— Αφήστε το ψωμί μπροστά του, όχι στα χέρια! Να φάει μόνος του!
Για μια βδομάδα ο όσιος Ισαάκιος δεν έφαγε τίποτα. Κατόπιν όμως,
βλέποντας τους άλλους να τρώνε, έπιασε κι εκείνος το ψωμί και έφαγε.
Αυτή ήταν η αρχή για την οριστική απαλλαγή του από τα δαιμονικά δεσμά.
Μετά την κοίμηση του οσίου Θεοδοσίου, στην αρχή της ηγουμενίας του οσίου
Στεφάνου, ο μακάριος Ισαάκιος ξαναβρήκε εντελώς τον εαυτό του,
απελευθερωμένος πια από τις αλυσίδες του πονηρού.
Τότε, με την έγκριση του ηγουμένου Στεφάνου, ο όσιος ρίχτηκε πάλι σε
σκληρή άσκηση, όχι όμως τώρα στο σκοτεινό κελί, απομονωμένος και
ανυπεράσπιστος, αλλά μέσα στο μοναστήρι, περιφρουρημένος από την
παρουσία και τη στήριξη του ηγουμένου και των αδελφών.
Διδαγμένος τώρα από το πάθημα του, απευθυνόταν στον πονηρό και του έλεγε:
— Ω διάβολε, εσύ που με πλάνησες όταν ήμουν μόνος στο σπήλαιο! Από δω
και πέρα δεν θ' αγωνιστώ πια μόνος και έγκλειστος. Θα σε πολεμήσω μέσα
εδώ, στο μοναστήρι μου και θα σε νικήσω με τη χάρη του Θεού και τις
ευχές των αδελφών!
Φόρεσε, όπως όλοι, το τρίχινο ένδυμα και με ζήλο επιδόθηκε στα
κοινοβιακά έργα. Εργαζόταν υπάκουα κάτω από τις εντολές όλων των αδελφών
διακονητών. Πρώτος πήγαινε στο διακόνημα, πρώτος και στην εκκλησία.
Όρθιος και αμετακίνητος στεκόταν μέσα στο ναό μέχρι το τέλος των
ακολουθιών. Φορούσε κάτι τρύπια παλιοπάπουτσα χειμώνακαλοκαίρι. Στις
μεγάλες χειμωνιάτικες παγωνιές, τα μισόγυμνα πόδια του ξύλιαζαν πάνω
στις κρύες πέτρες του δαπέδου της εκκλησίας. Ο όσιος όμως, δεν έκανε την
παραμικρή κίνηση μέχρι την απόλυση.
Μετά την πρωινή ακολουθία πήγαινε στο μαγειρείο, άναβε τη φωτιά, έφερνε
νερό κι έκανε όλες τις αναγκαίες προετοιμασίες για το μαγείρεμα. Όταν
έρχονταν οι μάγειροι, τα εύρισκαν όλα έτοιμα.
Μια φορά ένας από τους μαγείρους, Ισαάκ στο όνομα, θέλησε να πειράξει το μακάριο και του είπε:
— Πάτερ Ισαάκιε! Να, εκεί στο δέντρο κάθισε ένας κόρακας. Πήγαινε, πιάσ' τον και φέρ' τον εδώ!
Εκείνος έβαλε βαθιά μετάνοια, βγήκε έξω, σκαρφάλωσε στο δέντρο κι έπιασε
τον κόρακα χωρίς δυσκολία. Το πουλί, κατά παραχώρηση Θεού, δεν τρόμαξε
ούτε προσπάθησε να πετάξει. Άφησε τον όσιο να το πιάσει στ' ασκητικά
χέρια του και να το φέρει στο μαγειρείο.
Έμειναν σαν αποσβολωμένοι οι μάγειροι σαν είδαν τ' αποτελέσματα της
απλότητας και της υπακοής του αγίου. Ενημέρωσαν τον ηγούμενο και τους
αδελφούς, που από τότε άρχισαν να τον τιμούν σαν χαρισματούχο.
Ο θείος Ισαάκιος όμως, για ν' αποφύγει τη δόξα των ανθρώπων και μια
δεύτερη πτώση σε δαιμονική παγίδα, άρχισε να παριστάνει το σάλο. Έλεγε
λόγια παράξενα, έκανε τρέλες και προξενούσε ζημιές άλλοτε στους αδελφούς
και άλλοτε στους περαστικούς κοσμικούς, με αποτέλεσμα να δέχεται
ονειδισμούς, πειράγματα και ραπίσματα. Καταφύγιό του ήταν το σπήλαιο του
οσίου Αντωνίου, άδειο τώρα μετά την κοίμησή του. Εκεί προσευχόταν νύχτα
και μέρα γυμνός, υπομένοντας τη βασανιστική παγωνιά.
Μια νύχτα ο μακάριος άναψε την παλιά, τρύπια ξυλόσομπα του σπηλαίου.
Αυτή όμως κάποια στιγμή φούντωσε κι άρχισε να βγάζει μεγάλες φλόγες από
τις ρωγμές. Τότε ο όσιος, μην έχοντας άλλο μέσο για να καταστείλει τη
φωτιά, άνοιξε το καπάκι της σόμπας και πάτησε μέσα, πάνω στ' αναμμένα
ξύλα, με τα γυμνά του πόδια. Στεκόταν εκεί αρκετή ώρα, μέχρι που η φωτιά
έσβησε. Ωστόσο εκείνος δεν είχε υποστεί το παραμικρό έγκαυμα.
Πολλά παρόμοια θαυμάσια επετέλεσε ο όσιος, που μετά τον εμπαιγμό του από
τους δαίμονες, είχε γίνει με τη χάρη του Θεού χλευαστής τους.
Πολλές φορές εμφανίστηκαν οι δαίμονες και προσπάθησαν να τον τρομάξουν, φωνάζοντας:
Είσαι δικός μας, Ισαάκιε! Είσαι δικός μας, γιατί προσκύνησες τον άρχοντα μας!
Εκείνος όμως τους απαντούσε θαρρετά:
—Ο άρχοντας σας είναι ο Βεελζεβούλ, που δεν έχει δύναμη περισσότερη από
μια μύγα. Γι` αυτό και δεν τον φοβάμαι, όπως δεν φοβάμαι κι εσάς τα
μυγάκια, τους δούλους του. Με απατήσατε μια φορά, γιατί δεν γνώριζα τις
πονηριές και τις πλεκτάνες σας.
Τώρα όμως, με τη δύναμη του Κυρίου μου Ιησού Χριστού και με τις ευχές
των οσίων πατέρων μου Αντωνίου και Θεοδοσίου, δεν θα με νικήσετε πια. Θα
νικηθείτε και θα σκορπίσετε σαν μύγες!
Και λέγοντας αυτά ο όσιος σχημάτιζε το σημείο του σταυρού πάνω στο σώμα
του κι έδιωχνε τους δαίμονες, που έφευγαν ουρλιάζοντας σαν πληγωμένα
σκυλιά. Όμως δεν το έβαζαν κάτω. Ξανάρχονταν αργότερα με την ίδια κακία
και περισσότερη αγριότητα.
Τις νύχτες μαζεύονταν έξω από το κελί του οσίου και δημιουργούσαν
τρομακτικούς θορύβους. Τσίριζαν, κραύγαζαν, χτυπούσαν σιδερικά,
απειλούσαν...
— Ισαάκιεεεε! φώναζαν. Θα κατασκάψουμε το σπήλαιο και θα σε θάψουμε ζωντανό!
— Φύγε από δω, καταραμένε!, έλεγαν άλλοι. Θα σε παραχώσουμε μέσα στη γη!
Ο όσιος όμως με ηρεμία και παρρησία τους απαντούσε:
—Αν ήσασταν άνθρωποι του Θεού θα περπατούσατε στο φως της ημέρας, «ότι ο
Θεός φως εστί και σκοτία εν αυτώ ουκ εστίν ουδεμία». Επειδή όμως
υπηρετείτε το σκοτεινό διάβολο, γι' αυτό περπατάτε στο σκοτάδι της
νύχτας, όπως ο αρχηγός σας, ο κοσμοκράτορας του σκότους, που «εν τη
σκοτία εστί και εν τη σκοτία περιπατεί και ουκ οίδε που υπάγει, ότι η
σκοτία ετύφλωσε τους οφθαλμούς αυτού».
Τέτοια και άλλα παρόμοια έλεγε ο μακάριος Ισαάκιος στους δαίμονες,
κάνοντας πάντοτε το σημείο του τιμίου σταυρού. Αμέσως οι δαίμονες
εξαφανίζονταν σαν καπνός.
Άλλοτε έπαιρναν τη μορφή αγρίων ζώων. Μετασχηματίζονταν σε αρκούδες,
λύκους, λιοντάρια ή άλλα αρπακτικά θηρία και ορμούσαν με μουγκρητά και
ουρλιαχτά εναντίον του, τάχα για να τον κατασπαράξουν. Άλλοτε πάλι
έρχονταν κατά εκατοντάδες σαν φίδια, βατράχια, ποντίκια και άλλα ερπετά ή
τρωκτικά, σφυρίζοντας απαίσια.
Σ' όλες τις περιπτώσεις όμως οι δαιμονικές φαντασίες διαλύονταν με την
επίκληση του ονόματος του Χριστού και με το σημείο του σταυρού. Και τα
πονηρά πνεύματα έφευγαν έντρομα, ξεφωνίζοντας:
Αχ, Ισαάκιε, μας νίκησες! Μας νίκησες!
Δεν σας νίκησα εγώ, αλλά ο παντοδύναμος Κύριός μου! απαντούσε ο όσιος.
Εμένα με νικήσατε, τότε που μου φανερωθήκατε με τη μορφή των αγγέλων και
του Κυρίου. Αλλά να! Τώρα εμφανίζεστε έτσι που σας ταιριάζει, με τη
μορφή ακάθαρτων ζώων, αφού κι εσείς είστε ακάθαρτοι!
Τρία χρόνια πολέμησε έτσι σκληρά με τους δαίμονες ο θειότατος Ισαάκιος.
Μετά δεν τόλμησαν να τον ξαναπειράξουν, ηττημένοι πια από τη χάρη του
Θεού, που αναπαυόταν στο βιαστή και πνευματέμφορο δούλο Του.
Από τότε εγκαταστάθηκε πάλι στο μοναχικό του σπήλαιο, περιμένοντας το
τέλος του με μεγαλύτερη ακόμη άσκηση — νηστεία, αγρυπνία και προσευχή.
Σε λίγο καιρό όμως ασθένησε. Είχε έρθει η ώρα της κλήσεώς του από τον Κύριο, στις αιώνιες μονές του Πατρός.
Οι αδελφοί τον μετέφεραν στο μοναστήρι.
Σε οκτώ μέρες αναχώρησε ειρηνικά για τη χώρα των ζώντων.
Ό ηγούμενος Ιωάννης και οι αδελφοί, κήδεψαν με μεγάλη τιμή το σώμα του
στον υπόγειο τόπο όπου αναπαύονται τα σεπτά λείψανα και των άλλων αγίων
ασκητών της Λαύρας.
Έτσι ο καλός στρατιώτης του Χριστού, αν και νικήθηκε αρχικά από τον
πανούργο εχθρό της σωτηρίας μας, μετά αναδείχθηκε νικητής και κληρονόμος
της βασιλείας των ουρανών.
Οσιοι ΚΟΥΚΣΑ ο ιερομάρτυς και ΠΟΙΜΗΝ ο νηστευτής
ΓΙΑ ΤΟΥΣ οσίους πατέρες μας Κούκσα και Ποιμένα δεν
γνωρίζουμε πολλά. Αλλά και δεν χρειάζονται πολλά, μια και τα λίγα που
ξέρουμε μαρτυρούν ολοφάνερα για την αγιότητα τους.
Ο ιερομάρτυς Κούκσα ήταν ένας από τους πατέρες της μονής των Σπηλαίων και
ο Θεός τον είχε τιμήσει με το χάρισμα της ιερωσύνης. Έγινε ξακουστός κηρύττοντας
την αγία πίστη του Χριστού στους άπιστους Βιάτιτσους, που κατοικούσαν στην περιοχή του ποταμού
Οκά, στη ΒΑ. Ρωσία. Το φλογερό του κήρυγμα, βγαλμένο από τα βάθη της πιστής
και αφοσιωμένης στον Κύριο καρδιάς του, μετέστρεψε από το σκοτάδι της αγνωσίας στο
φως της θείας γνώσεως πλήθη ειδωλολατρών, που βαπτίζονταν και γίνονταν
μέλη της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Μαζί με το θεόπνευστο κήρυγμα, ευεργέτησε πολλές φορές το νεόφυτο
ποίμνιο του με εξαίσια θαύματα και σημεία. Με την προσευχή του και τη
δύναμη του Θεού φυγάδευε τα πονηρά πνεύματα από τους δαιμονισμένους.
Κάποτε προκάλεσε την πτώση ευεργετικής βροχής σε περίοδο καταστρεπτικής
ανομβρίας, ενώ άλλοτε αποξήρανε μια λίμνη, μετατρέποντας την σε ωφέλιμη
καλλιεργήσιμη έκταση.
Σαν επιβράβευση των αγώνων και των θεοφιλών κόπων του, ο μακάριος Κούκσα
αξιώθηκε να λάβη και το στεφάνι του μαρτυρίου: Μερικοί φανατικοί
ειδωλολάτρες Βιάτιτσοι τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν μαζί μ' ένα
μαθητή του, αφού πρώτα υπέβαλαν και τους δυο σε φρικτά βασανιστήρια.
Την ίδια εποχή ασκήτευε στη Λαύρα των Σπηλαίων ο θαυμάσιος Ποιμήν ο
νηστευτής. Για τη μεγάλη του εγκράτεια, την ασκητική βία και τα υπερφυή
κατορθώματα, βραβεύτηκε από το Θεό με τα μεγάλα χαρίσματα της ιάσεως των
ασθενών, της διοράσεως και προοράσεως. Πολλούς αρρώστους, ακόμη κι
ετοιμοθάνατους, θεράπευσε, καθώς μαρτυρούν οι παλαιοί πατέρες, και
πολλές προρρήσεις έκανε, προλέγοντας, ανάμεσα στ' άλλα, και για τα δικά
του τέλη δυο χρόνια νωρίτερα.
Ο θεσπέσιος Ποιμήν βρισκόταν στην εκκλησία, μαζί με τους άλλους πατέρες,
την ώρα του μαρτυρικού θανάτου του οσιομάρτυρος Κούκσα. Τη στιγμή που ο
γενναίος Κούκσα και ο μαθητής του, σε τεράστια απόσταση από τη μονή,
παρέδιδαν τις ψυχές τους στα χέρια του Θεού, ο διορατικός όσιος Ποιμήν
στάθηκε στο κέντρο του ναού και φώναξε δυνατά:
— Ο αδελφός μας Κούκσα και ο μαθητής του τελειώθηκαν μαρτυρικά αυτή την ώρα!
Αυτό είπε μόνο, και αμέσως έκλεισε κι ο ϊδιος τα μάτια του για πάντα.
Εκοιμήθη ειρηνικά την ίδια μέρα, 27 Αυγούστου, εκεί, μέσα στην εκκλησία.
Έτσι και οι τρείς αδελφοί μπήκαν μαζί στη χαρά του Κυρίου τους, όπου
τώρα απολαμβάνουν «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί
καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέθη, α ητοίμασεν ο θεός τοις αγαπώσιν αυτόν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου