Πατερικό των σπηλαίων του Κιέβου
Διηγήσεις από τη ζωή και τα κατορθώματα των οσίων πατέρων
Της Κίεβο Πετσέρσκαγια Λαύρας.
Οσιος Ευστράτιος ο νηστευτής και μάρτυς
ΟΠΩΣ φανερώνει και το ίδιο του το όνομα, ο μακάριος Ευστράτιος
εστρατεύθη «την καλήν στρατείαν, έχων πίσην και αγαθήν συνείδησιν»,
πράγμα που φανερώθηκε στη θεοφιλή ζωή και τα μαρτυρικά τέλη του. Μιμητής
και γενναίος στρατιώτης του Σωτήρος Χριστού, ο θείος Ευστράτιος
υπέμεινε όμοια μ' Εκείνον πάθη.Καταγόταν από την πόλη του Κιέβου.
Νιώθοντας ισχυρό πόθο να ενδυθή «την πανοπλίαν του Θεού», το άγιο
μοναχικό σχήμα, διέκοψε κάθε δεσμό με τον κόσμο και τις βιοτικές
μέριμνες. Μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς, μένοντας ο ίδιος
φτωχότερος απ' όλους, και πήγε στη μονή των Σπηλαίων για να κακοπαθήση
«ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού».
Μόλις έγινε μοναχός άρχισε ν' αγωνίζεται κατά των σαρκικών παθών και του
διαβόλου με «τα όπλα του φωτός», την αγρυπνία, την προσευχή και
προπαντός τη χριστομίμητη νηστεία. Με τον αγώνα και τη σκληρή εγκράτεια
ταπείνωνε τους δαίμονες και εξουδετέρωνε τις προσβολές τους. Πάντοτε
θυμόταν ότι ο Κύριος του, ο Ιησούς Χριστός, με τη σαρανταήμερη νηστεία
και την προσευχή του κατέβαλε τον πονηρό. Θυμόταν ακόμη ότι, αντίθετα, ο
πρωτόπλαστος Αδάμ από την ακράτεια του έπεσε κι εξορίστηκε από τον
παράδεισο. Έτσι ο γενναίος Ευστράτιος έλιωσε πραγματικά το σώμα του με
την αυστηρή νηστεία, αλλά μαζί μ' αυτό έλιωσε και τα πάθη και διέλυσε
τις δαιμονικές πλεκτάνες. Γι` αυτό επονομάστηκε νηστευτής.
Τα χρόνια εκείνα, «κρίμασιν οις Κύριος οίδε», ο ανόσιος χάνος Μπονιάκ,
ηγέτης των Πολόφτσων, εισέβαλε στη ρωσική γη, τη λεηλάτησε με τις ορδές
του, κι έσυρε στην αιχμαλωσία πολλούς Ρώσους. Ανάμεσα τους ήταν και ο
μακάριος Ευστράτιος, μαζί με άλλους μοναχούς των Σπηλαίων και
χριστιανούς της περιοχής του Κιέβου.
Οι Πολόφτσοι πούλησαν τους αιχμαλώτους σε άλλους τόπους. Τον όσιο
Ευστράτιο τον πούλησαν στην ελληνική γη της Χερσώνος σε κάποιο πλούσιο
Εβραίο έμπορο, μαζί με άλλους χριστιανούς. Πενήντα αιχμαλώτους αγόρασε
συνολικά εκείνος ο Εβραίος, τριάντα μοναστηριακούς και είκοσι κατοίκους
του Κιέβου.
Από την πρώτη στιγμή ο μισόχριστος εκείνος άνθρωπος άρχισε να πιέζη τους
αιχμαλώτους ν' αρνηθούν το Χριστό. Όταν είδε πως με το μαλακό δεν
κατόρθωνε τίποτε, αγρίεψε καί δήλωσε οτι όποιος δεν υπέκυπτε θα πέθαινε
στα δεσμά με το αργό μαρτύριο της πείνας και της δίψας.
Όταν έμειναν μόνοι οι αιχμάλωτοι, πήρε το λόγο ο φιλόχριστος Ευστράτιος και είπε:
—Αδελφοί! «Πάντες υιοί Θεού έστε δια της πίστεως εν Χριστώ Ιησού· όσοι
γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Στο όνομα λοιπόν του
Κυρίου σας παρακαλώ: Κανείς ας μην αρνηθή το Χριστό! Κανείς ας μην
καταπατήση τις ιερές υποσχέσεις που έδωσε στο άγιο βάπτισμα! Ας
μιμηθούμε, αδελφοί μου, εκείνον που είπε: «έ
—εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος»!
Μετά τις θεόπνευστες νουθεσίες του μακαρίου Ευστρατίου, όλοι οι
αιχμάλωτοι πήραν τη σταθερή απόφαση να θυσιάσουν τη ζωή τους για τον
Κύριο Ιησού. Κι Εκείνος, σαν φιλάνθρωπος, παραχώρησε να παραδώσουν
σύντομα την ψυχή τους οι ασθενέστεροι στο φρόνημα, για να μη μπουν σε
πειρασμό και να μη διακινδυνέψουν τη σωτηρία της ψυχής τους. Γιατί ο
μισόθεος Εβραίος πραγματοποίησε την απειλή του και τους έριξε όλους στα
δεσμά, αφήνοντας τους χωρίς τροφή και νερό. Επιπλέον όμως, μανιασμένος
για τη γενική άρνηση τους ν' αλλαξοπιστήσουν, τους παρέδωσε σ'
αιμοβόρους βασανιστές, που τους βασάνισαν αλύπητα με άγριους
ξυλοδαρμούς.
Μετά από τρεις ημέρες υπέκυψαν στο θάνατο ορισμένοι χριστιανοί. Άλλοι
μετά από τέσσερις, πέντε, επτά, εννιά μέρες. Οι πιο ανθεκτικοί μετά από
δεκαήμερα φρικτά βάσανα. Οι σαρανταεννέα από τους πενήντα πέθαναν σαν
γενναίοι μάρτυρες, «καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες» από τον
αγωνοθέτη Κύριο.
Μόνο ένας έμενε ζωντανός ακόμη: ο ανδρείος Ευστράτιος. Μαθημένος από τα
νεανικά του χρόνια στη σκληρή άσκηση και τη νηστεία, άντεξε δεκατέσσερα
ολόκληρα μερόνυχτα.
Ο Εβραίος ξέχυσε τότε όλο το δηλητήριο του μίσους του για το Χριστό και
τους χριστιανούς πάνω στον όσιο, που είχε γίνει ο αίτιος να χάση όλα τα
χρήματα της αγοράς των αιχμαλώτων. Και τι έκανε; Σαν έφτασε η μεγάλη
μέρα της ενδόξου Αναστάσεως του Χριστού, αυτός και οι φίλοι του άρχισαν
να βασανίζουν το μακάριο, όπως ακριβώς οι προπάτορές του βασάνισαν τον
Κύριο μας: Τον ράπιζαν, τον χλεύαζαν, τον έφτυναν για πολλή ώρα. Έπειτα
τον μαστίγωσαν ανελέητα. Και τέλος — ώ στην αθλιότητα τους! — τον
κάρφωσαν πάνω σε σταυρό!
Ήταν η δέκατη πέμπτη μέρα του μαρτυρίου του, καί ζούσε ακόμη.
Οι Εβραίοι ύψωσαν το σταυρό στο ύπαιθρο καί άρχισαν να λένε στον εσταυρωμένο μιμητή του Θεανθρώπου:
Γίνε, ανόητε, Εβραίος και θα σου χαρίσω τη ζωή. Αλλιώς όχι μόνο θα
πεθάνης, αλλά θα πέση πάνω στο κεφάλι σου και η κατάρα του προφήτη
Μωυσή, που γράφει στο Δευτερονόμιο: «Κεκατηραμένος υπό Θεού πας
κρεμάμενος επί ξύλου»!
— Μεγάλη η χάρη του Θεού, αποκρίθηκε ο όσιος από το σταυρό, που μ'
αξίωσε να υποφέρω για το πανάγιο όνομα Του, με , τον ίδιο τρόπο που
υπέφερε κι Εκείνος για τις αμαρτίες μου. Ελπίζω να πη και σε μένα, όπως
στο ληστή: «Σήμερον μετ' εμού εση εν τω παραδείσω». Εβραίος εγώ δεν
γίνομαι, και τις κατάρες του παλαιού νόμου δεν τις φοβάμαι. Γιατί λέει ο
άγιος απόστολος: «Χριστός ημάς εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου
γενόμενος υπέρ ημών κατάρα· γέγραπται γαρ επικατάρατος πας ο κρεμάμενος
επί ξύλου ίνα είς τα έθνη η ευλογία του Αβραάμ γένηται εν Χριστώ Ιησού».
Αυτός είναι «η ζωή των απάντων», όπως βεβαίωσε προφητικά ο Μωϋσής: «και
έσται η ζωή σου κρεμάμενη απέναντι των οφθαλμών σου». Ενώ όμως για την
εορτή του Πάσχα ο ψαλμωδός Δαβίδ έλεγε «αυτή η ημέρα, ην εποίησεν ο
Κύριος· αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αύτη», εσύ και οι όμοιοι σου,
που με σταυρώσατε για την αγία πίστη μου, θα κλάψετε και θα θρηνήσετε.
«Τας νουμηνίας υμών και τας εορτάς υμών μισεί η ψυχή μου», σας λέει ο
Θεός με το στόμα του προφήτη Ησαΐα. «Όταν έκτεινητε τας χείρας υμών προς
με, αποστρέψω τους οφθαλμούς μου... αί γαρ χείρες υμών αίματος
πλήρεις». Έφτασε η ώρα σας! Πλησιάζει ο θάνατος και του προστάτη σας,
του αρχηγού της ανομίας!
Άναψε από οργή ο Εβραίος, ακούγοντας τ' απειλητικά λόγια του θείου
Ευστρατίου και βλέποντας τη γενναία αντίσταση του. Άρπαξε έξαλλος ένα
ακόντιο και το κάρφωσε με δύναμη στην καρδιά του σταυρωμένου οσίου. Έτσι
ο πιστός στρατιώτης του Χριστού βρήκε τέλος αντάξιο των ανδρείων
πολεμιστών.
Και να! Μόλις ο θεομακάριστος παρέδωσε την ψυχή του, φάνηκε πύρινη
άμαξα, που την παρέλαβε και την ανέβασε στον ουρανό. Την ίδια στιγμή
ακούστηκε θεία φωνή να λέη ελληνικά:
Ιδού ο καλός πολίτης της ουράνιας πολιτείας!
Οι ανόσιοι σταυρωτές κατέβασαν το μαρτυρικό σώμα από το σταυρό και το πέταξαν στη θάλασσα.
Όσο κι αν έψαξαν όμως αργότερα οι χριστιανοί, δεν μπόρεσαν να το βρούν. Η
ανεξερεύνητη οικονομία του Θεού μετέφερε το τίμιο σκήνωμα
θαυματουργικά, χωρίς ανθρώπινη μεσολάβηση, στα σπήλαια της Λαύρας του
Κιέβου. Εκεί το βρήκαν με κατάπληξη και δέος οι αδελφοί εκείνοι που
είχαν σωθή και επιστρέψει στη μονή μετά το πέρασμα των Πολόφτσων — και
το κήδεψαν με τιμές και δοξολογίες. Στόν τόπο αυτό παραμένει μέχρι
σήμερα, άφθορο και δοξασμένο, επιτελώντας αναρίθμητα θαύματα στους
πιστούς.
Σχεδόν αμέσως μετά τη μαρτυρική τελευτή του, ήρθε διαταγή από τον Έλληνα
αυτοκράτορα να διωχτούν από τα όρια του κράτους του όλοι οι Εβραίοι, να
δημευτούν οι περιουσίες τους και να θανατωθούν οι άρχοντες τους, σαν
υπαίτιοι των μαρτυρίων πολλών χριστιανών.
Σύμφωνα με τα τελευταία προφητικά λόγια του οσίου Ευστρατίου, ο έπαρχος
της Χερσώνος και κρυφός προστάτης των Εβραίων θανατώθηκε, σαν υποκινητής
και πρωτεργάτης των εβραϊκών κακουργημάτων.
Ο έπαρχος αυτός ήταν Εβραίος, κατά το γένος και την πίστη, άνθρωπος
ονομαστός και πλούσιος. Κάποτε όμως έδειξε ότι πίστεψε στο Χριστό και
ζήτησε να βαπτιστή. Μετά τη βάπτιση του ο αυτοκράτορας τον τίμησε και
τον διόρισε διοικητή της Χερσώνος. Αλλά εκείνος ο άθλιος, ενώ παρίστανε
το χριστιανό, παρέμεινε κρυφά Εβραίος και προέτρεπε μυστικά τους
ομοπίστους του ν' αγοράζουν τους χριστιανούς αιχμαλώτους και να τους
εξαναγκάζουν σε άρνηση του Χριστού. Κι αν δεν υποκύπτουν, να τους
βασανίζουν μέχρι θανάτου.
Ο δίκαιος Θεός όμως δεν άργησε ν' αποκάλυψη τη σκοτεινή και σατανική
δραστηριότητα του. Κι έτσι, με βασιλική διαταγή, κηρύχθηκε διωγμός κατά
των Εβραίων, ενώ οι ηγέτες τους, όπως είπαμε, καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν και του οσίου Ευστρατίου ο φονιάς, που κρεμάστηκε
σ' ένα δέντρο από τους στρατιώτες του αυτοκράτορα.
Σάν του Κυρίου μας Ιησού ήταν το ένδοξο τέλος του οσιομάρτυρος
Ευστρατίου. Σαν του Ιούδα ήταν το άδοξο τέλος του αντίχριστου Εβραίου.
Κι ενώ αυτός απήλθε «εις κόλασιν αιώνιον», ο γενναίος στρατιώτης του
Χριστού και αθλοφόρος Ευστράτιος αξιώθηκε ν' ανέλθη στη βασιλεία των
ουρανών και να ψάλλη εκεί μαζί με τα ουράνια στρατεύματα τον επινίκιο
ύμνο, δοξολογώντας ακατάπαυστα το Νικητή του θανάτου Κύριο μας Ιησού
Χριστό .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου