Πατερικό των σπηλαίων του Κιέβου
Διηγήσεις από τη ζωή και τα κατορθώματα των οσίων πατέρων
Της Κίεβο Πετσέρσκαγια Λαύρας.
Όσιος Πρόχορος ό θαυματουργός
Ο ΠΟΛΥΕΛΕΟΣ καί πολυεύσπλαχνος Κύριος πολύ συχνά παραχωρεί να βρουν τους
ανθρώπους δυστυχίες καί θλίψεις, αποβλέποντας μ' αυτές στην παιδαγωγία,
τη νουθεσία καί τη διόρθωση τους. Δεν παραλείπει όμως κάθε φορά, ως
φιλάνθρωπος, να «ποιη συν τω πειρασμώ καί την έκβαση;», όπως βλέπουμε
καί στο βίο του οσίου Προχόρου του θαυματουργού.
Ό όσιος Πρόχορος έλαμψε με τη ζωή καί τα έργα του στα χρόνια του μεγάλου
ηγεμόνα του Κιέβου Μιχαήλ Σβιατοπόλκ Ιζιασλάβιτς, φημισμένου για τη
σκληρότητα καί τίς αδικίες του. Πολλές θλίψεις καί βάσανα υπέμειναν οι
κάτοικοι του Κιέβου στο διάστημα της εξουσίας του. Τα βάσανα τους
πλήθαιναν περισσότερο με τίς αδιάκοπες επιδρομές των Πολόφτσων καί άλλων
γειτονικών λαών εναντίον του Κιέβου. Οί συνεχείς πόλεμοι με τους
εξωτερικούς εχθρούς, καθώς επίσης καί οί εμφύλιοι σπαραγμοί μεταξύ των
Ρώσων ηγεμόνων, οί διωγμοί, οί αιχμαλωσίες, οί λεηλασίες καί οί ποικίλες
αναταραχές, ήταν μόνιμες αιτίες φτώχειας, δυστυχίας καί οδύνης του
ρώσικου λάου.
Σ' αυτά τα δύσκολα καί ζοφερά χρόνια ήρθε από το Σμολένσκ στη μονή των
Σπηλαίων ό μακάριος Πρόχορος, ζητώντας από τον ηγούμενο Ιωάννη να τον
κείρει μοναχό καί να τον συναριθμήσει με τα πνευματικά του τέκνα. Μετά
από κανονική καί προσεκτική δοκιμασία, πού φανέρωσε καθαρά τον ένθεο
ζήλο του φιλόθεου Προχόρου, ό ηγούμενος τον έκειρε κατά την επιθυμία
του. Με πολλή βία καί απαρέγκλιτη ακρίβεια στις αρχές του μοναχικού
βίου πολεμούσε ό όσιος τους νοητούς εχθρούς κι επιδιδόταν στις ασκήσεις
πού του ανέθετε ό γέροντας του. Ανάμεσα σ' αυτές ήταν καί ή άσκηση της
αυστηρής νηστείας. Όχι μόνο δεν γευόταν ποτέ άλλη τροφή εκτός από ψωμί
καί νερό, αλλά καί αυτό το ψωμί του ήταν φτιαγμένο από το κατάπικρο
χόρτο λέμπεντα. Κάθε καλοκαίρι μάζευε ό ίδιος το χόρτο αυτό, το έτριβε
κι ετοίμαζε ψωμιά για όλο το χρόνο.
Σ' όλη του τη ζωή ό όσιος τρεφόταν με λέμπεντα, γι' αυτό οί συνασκητές ,
του, του έδωσαν την προσωνυμία «λέμπεντνικ». Άλλο χορταρικό ή κηπουρικό
δεν έβαλε στο στόμα του μέχρι την κοίμηση του. Ούτε ψωμί σταρένιο
έφαγε, πέρα από το αντίδωρο πού έπαιρνε στην εκκλησία.
Ό πανάγαθος Θεός, βλέποντας τη βία καί την υπομονή του μακαρίου,
μετέβαλε για χάρη του την πίκρα του χόρτου αυτού σε γλυκύτητα, κι έτσι
το ψωμί πού ετοίμαζε εκείνος έπαιρνε μια γλυκεία, ευχάριστη γεύση. Μόλις
διαπίστωσε ό όσιος το θαύμα τούτο του Κυρίου «εχάρη χαράν μεγάλην
σφόδρα», καί μ' ευγνωμοσύνη προς τον ουράνιο Ευεργέτη του συνέχισε με
περισσή προθυμία την παθοκτόνο άσκηση του.
Στη ζωή του θείου Προχόρου εκπληρώνονταν οί προτρεπτικοί λόγοι του
Σωτήρος: «Μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε καί τι πίητε... Εμβλέψατε
εις τα πετεινό του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ
συνάγουσιν εις άποθήκας, καί ό πατήρ υμών ό ουράνιος τρέφει αυτά».
Σαν τα πουλιά τ' ουρανού καί ό όσιος, αμέριμνος καί παραδομένος στην
πρόνοια καί την αγάπη του Θεού, τρεφόταν με τροφή πού δεν έσπειρε καί
δεν καλλιέργησε. Πήγαινε στους τόπους πού έσπερνε αντί γι' αυτόν ό
ουράνιος Σποριάς, μάζευε το καλλιεργημένο από Κείνων χόρτο καί γύριζε
στο μοναστήρι δοξολογώντας Τον για τίς ευεργεσίες Του.
Τα χρόνια εκείνα, λόγω των πολεμικών αναστατώσεων, έπεσε μεγάλη πείνα
στη Ρωσία. Το φάσμα του θανάτου απειλούσε τους κατοίκους του Κιέβου. Ό
Κύριος τότε, θέλοντας να σώσει τους ανθρώπους από το φρικτό θάνατο της
πείνας, αλλά καί να δοξάσει τον πιστό δούλο Του Πρόχορο, έκανε να
φυτρώσουν στη γύρω περιοχή τόσα πολλά λέμπεντα, όσα ποτέ άλλοτε. Ό όσιος
ακούραστος, με ιδιαίτερο ζήλο, μάζευε ασταμάτητα το χόρτο σε μεγάλες
ποσότητες, ετοίμαζε νύχτα καί μέρα ψωμιά καί τα μοίραζε στους φτωχούς
καί πεινασμένους.
Μερικοί θέλησαν να μιμηθούν το μακάριο καί να φτιάξουν μόνοι τους ψωμί
από λέμπεντα. Ήταν όμως αδύνατο να το γευτούν, γιατί έγινε πικρό σαν
αψιθιά καί μαύρο σαν κάρβουνο. Τότε κατάλαβαν ότι κάποιο θαύμα
επιτελούσε ό μεγαλοδύναμος θεός με το θεσπέσιο δούλο Του, καί δεν
επιχείρησαν άλλη φορά να τον μιμηθούν. Όλοι όσοι είχαν ανάγκη
απευθύνονταν στον όσιο. Κι εκείνος κανένα δεν άφηνε να φυγή μ' άδεια
χέρια. Το ψωμί πού τους έδινε, πράγμα ανεξήγητο, όχι μόνο δεν πίκριζε,
αλλά ήταν γλυκύτατο καί νοστιμότατο, καλύτερο κι άπ' το σταρένιο.
Συνέβη όμως κι ένα άλλο παράδοξο.
Κάποιος αδελφός, αφού δοκίμασε να φτιάξη μόνος του ψωμί από λέμπεντα καί
απέτυχε, σκέφτηκε να πάρη κρυφά από τα ψωμιά του οσίου. Πήρε μία καί
δύο καί τρεις φορές. Κάθε φορά όμως πού το δοκίμαζε, έβρισκε πώς ήταν
πικρό. Ντράπηκε ν' αποκάλυψη στον όσιο την αμαρτία του. Τελικά,
βασανισμένος από την πείνα, πήγε καί διηγήθηκε την πράξη καί το πάθημα
του στον ηγούμενο Ιωάννη. Ό ηγούμενος δεν τον πίστεψε στην αρχή. Έστειλε
έναν άλλο αδελφό να πάρη κι εκείνος κρυφά ένα από τα ψωμιά του
Προχόρου. Ούτε κι αυτό όμως μπόρεσαν να το γευτούν από τη μεγάλη του
πικράδα. Θέλοντας να διαλευκάνει οπωσδήποτε το μυστήριο, ό ηγούμενος
σκέφτηκε ένα άλλο τέχνασμα.
Πήγαινε στον πατέρα Πρόχορο, είπε στον αδελφό, καί ζήτησε του ένα ψωμί
για μένα. Καθώς θα φεύγεις όμως, πάρε κρυφά άλλο ένα καί φέρ' το κι αυτό
εδώ.
Ό αδελφός εκτέλεσε κατά γράμμα την εντολή. Σε λίγο παρουσιάστηκε με δυο
ψωμιά. Άλλα να! Το ψωμί πού πήρε από τα χέρια καί με την ευλογία του
οσίου ήταν χρυσόχρωμο καί γλυκόγευστο, ενώ το άλλο ήταν μαύρο καί
κατάπικρο.
Μετά κι άπ' αυτή την επιβεβαίωση, το θαύμα διαδόθηκε παντού καί δόξασαν
όλοι, μοναχοί καί λαός, το φιλάνθρωπο Κύριο, πού έστειλε βοήθεια στους
πεινασμένους δια μέσου του θαυματουργού οσίου.
Στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στον Σβιατοπόλκ καί τους
πρίγκιπες του Βλαντιμίρ καί Περεμίσλσκ, δεν μπορούσαν να φτάσουν μέχρι
το Κίεβο έμποροι τροφίμων. Ενώ όμως υπήρχαν αποθέματα άλλων προϊόντων,
παρουσιάστηκε μεγάλη έλλειψη αλατιού.
Όταν ό μακάριος Πρόχορος είδε την ανάγκη του λάου, μάζεψε από τα κελιά
των αδελφών όλη τη στάχτη, τη συγκέντρωσε στο κελί του κι έπεσε σε θερμή
καί εγκάρδια προσευχή. Ή στάχτη δεν άργησε να μεταβληθεί σε γνήσιο,
λευκό, καθαρό αλάτι!
Ό όσιος ειδοποίησε να έρθουν καί να πάρουν όσοι θέλουν. Γρήγορα
μαθεύτηκε ότι ό σπηλαιώτης Πρόχορος μοίραζε αλάτι κι έτρεχαν όλοι να
προμηθευτούν άπ' αυτόν. Το πιο παράδοξο ήταν ότι το αλάτι εκείνο δεν
τελείωνε ποτέ. Όσο το μοίραζε ό όσιος, τόσο αυξανόταν. Έτσι ό λαός, πού
προηγουμένως έψαχνε μάταια στην αγορά για ν' αγοράσει λίγο αλάτι σε πολύ
ανεβασμένη τιμή, έτρεχε τώρα στη μονή των Σπηλαίων να πάρη όσο ήθελε
δωρεάν. Μερικοί όμως μαυραγορίτες έμποροι, πού εκμεταλλεύονταν την
έλλειψη του αλατιού για να πλουτίσουν, καί το πουλούσαν σε αστρονομικές
τιμές, οργίστηκαν εναντίον του οσίου καί πήγαν να παραπονεθούν στον
ηγεμόνα.
Άρχοντα, του είπαν, ό καλόγερος Πρόχορος των Σπηλαίων μας έκανε μεγάλη
ζημιά. Ή αγορά άδειασε, γιατί όλοι τρέχουν να πάρουν από Κείνων αλάτι
δωρεάν. Κι εμείς, πού σου πληρώνουμε τόσους φόρους, δεν μπορούμε να
πουλήσουμε το αλάτι πού είχαμε κρύψει στις αποθήκες μας. Καταστραφήκαμε
εξαιτίας του.
Ό πονηρός καί φιλάργυρος Σβιατοπόλκ σκέφτηκε να εκμεταλλευτή την
περίσταση καί να ωφεληθεί διπλά: καί τους εμπόρους να ικανοποίηση καί ό
ίδιος να κερδίσει χρήματα πολλά. Έστειλε λοιπόν ανθρώπους ν' αρπάξουν το
αλάτι του μακαρίου Προχόρου καί να το φέρουν στο παλάτι του. Όρισε πολύ
υψηλή τιμή πωλήσεως, ενώ ταυτόχρονα πληροφόρησε το λαό ότι το αλάτι θα
πωλείται πλέον μόνο από την ηγεμονική αυλή.
Για χάρη σας θα λεηλατήσω τον καλόγερο, είπε στους εμπόρους.
Το είπε καί το έκανε.
Όταν όμως το αλάτι μεταφέρθηκε στην αυλή του Σβιατοπόλκ, είδαν όλοι πώς ήταν στάχτη! Ό ηγεμόνας είπε σε μερικούς να δοκιμάσουν.
Στάχτη είναι! Στάχτη! διαβεβαίωσαν εκείνοι.
Κανείς δεν μπορούσε να εξήγηση τι είχε συμβεί. Αμήχανος ό Σβιατοπόλκ
πρόσταξε να τη φυλάξουν για τρεις ήμερες, μήπως κατόρθωναν να εξηγήσουν
το παράδοξο εκείνο φαινόμενο. Οί τρεις ήμερες πέρασαν, αλλά τίποτα δεν
άλλαξε. Έτσι ό ηγεμόνας διέταξε να πετάξουν εκείνη την άχρηστη στάχτη
πίσω από το παλάτι, λίγο πιο πέρα από τη θύρα των υπηρετών.
Στο μεταξύ ό λαός συνέχιζε να έρχεται στον όσιο Πρόχορο καί να ζητά
αλάτι. Όταν μάθαιναν για την αρπαγή του, έφευγαν λυπημένοι καί μ' άδεια
χέρια, ξεστομίζοντας κατάρες για Κείνων πού το έκλεψε. Ό όσιος τους
παρηγορούσε λέγοντας:
—Όταν ό πρίγκιπας πετάξει το αλάτι, να πάτε καί να το μαζέψετε. Θα το βρείτε σωριασμένο στην πίσω πόρτα του παλατιού.
Πράγματι, πήγαν οί άνθρωποι εκεί καί αντί για στάχτη βρήκαν αλάτι!
Όταν διαδόθηκε πώς υπήρχε αλάτι έξω από το πριγκιπικό ανάκτορο, όλοι έτρεχαν να πάρουν όσο μπορούσαν.
Ό ηγεμόνας πήγε να τρελαθεί από την απόγνωση καί το κακό του. Ζήτησε να
μάθη λεπτομέρειες για τον άγιο Πρόχορο. Τον πληροφόρησαν για την
ασκητική ζωή καί τα θαύματα του — όχι μόνο για τη μεταβολή της στάχτης
σε αλάτι, αλλά καί για την Παρασκευή γλυκού ψωμιού από το πικρό
λέμπεντα.
Ό Σβιατοπόλκ τότε ντράπηκε για την πράξη του, πήγε μετανιωμένος στη μονή
των Σπηλαίων καί πρόσπεσε στον όσιο με δάκρυα, ζητώντας συγχώρηση καί
δίνοντας υποσχέσεις να μην αδικήσει κανένα στο μέλλον. Ακόμη, με την
εντολή καί μεσολάβηση του οσίου, συμφιλιώθηκε καί με τον ηγούμενο
Ιωάννη, με τον όποιο βρισκόταν σε ρήξη, επειδή ασκούσε εναντίον του
σκληρό έλεγχο για τίς αδικίες καί τις ανομίες του.
Μέχρι το τέλος της ζωής του ό ηγεμόνας έτρεφε βαθύ σεβασμό απέναντι στον
όσιο καί άκουγε με ταπείνωση τίς συμβουλές του. Κάποια μέρα μάλιστα του
ανακοίνωσε μια ιδιαίτερη επιθυμία του:
—Αν είναι θέλημα Θεού, πάτερ, ν' αναχωρήσω για τον άλλο κόσμο πριν από
σένα, σε παρακαλώ να με βάλεις εσύ στον τάφο, με τα ίδια σου τα χέρια.
Αν πάλι φυγής εσύ πρώτος, άφησε με, άγιε του Θεού, να μεταφέρω το σώμα
σου με τα δικά μου χέρια στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, μήπως έτσι ό
Κύριος με λυπηθεί καί
συγχώρηση τη βαρεία αμαρτία πού διέπραξα σε βάρος σου.
Πέρασαν από τότε αρκετά χρόνια. Κάποτε ό όσιος αρρώστησε καί κατάλαβε
ότι τελείωνε ή επίγεια ζωή του. Έστειλε λοιπόν μήνυμα στον ηγεμόνα
Σβιατοπόλκ, πού πολεμούσε τότε τους Πολόφτσους: «Άρχοντα, πλησίασε ή ώρα
της αναχωρήσεως μου από τη γη. Αν θέλεις να εκπλήρωσης την επιθυμία σου
καί να βρεις από το Θεό έλεος, έλα να λαβής τη συγχώρηση καί να με
τοποθέτησης με τα χέρια σου στο μνήμα. Περιμένω τον ερχομό σου. Αν
καθυστέρησης καί αναχωρήσω χωρίς να ιδωθούμε, δεν θα είναι δικό μου το
φταίξιμο για ότι θ' ακολουθήσει. Γιατί τότε ή εκστρατεία σου δεν θα έχη
την έκβαση πού θα είχε αν ερχόσουν εγκαίρως καί με προλάβαινες ζωντανό».
Μόλις πήρε το μήνυμα ό Σβιατοπόλκ, άφησε το στράτευμα του κι έτρεξε όλο
αγωνία στη μονή των Σπηλαίων. Πρόλαβε το μακάριο Πρόχορο στην επιθανάτια
κλίνη.
Στην τελευταία του συζήτηση με τον ηγεμόνα ό όσιος του μίλησε πολύ για
την αγάπη, την ελεημοσύνη, τίς υποχρεώσεις του απέναντι στο λαό πού
διοικούσε, κι ακόμη για τη μέλλουσα κρίση, τη μεταθανάτια ζωή, τα αιώνια
αγαθά των δικαίων καί τ' ατέλειωτα βάσανα τον αμαρτωλών. Ύστερα του
έδωσε συγχώρηση για την αδικία πού είχε διαπράξει σε βάρος του, τον
ευλόγησε καί τον αποχαιρέτησε εγκάρδια. Τέλος, ύψωσε τα τίμια χέρια του
στον ουρανό καί παρέδωσε γαλήνια το πνεύμα του στα χέρια του Θεού.
Ό Σβιατοπόλκ σήκωσε δακρυσμένος το σώμα του οσίου. Με τη συνοδεία των
μοναχών το μετέφερε στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου καί το τοποθέτησε
στον τάφο. Οί αδελφοί το κήδεψαν με τιμές, ενώ ό ηγεμόνας έφυγε αμέσως
για το στρατό του.
Ή συνέχεια της εκστρατείας ήταν θριαμβευτική. Ό Σβιατοπόλκ προήλασε
ακάθεκτος καί συνέτριψε τους Πολόφτσους μέσα στις ίδιες τίς περιοχές
τους, υποτάσσοντας τες ολοκληρωτικά κι αιχμαλωτίζοντας πλήθη Βαρβάρων.
Ήταν μια νίκη χαρισμένη από το Θεό στο ρωσικό έθνος, με την προσευχή του
θεοφιλούς Προχόρου.
Από τότε ό ηγεμόνας, κάθε φορά πού ξεκινούσε για εκστρατεία η για
κυνήγι, περνούσε από το μοναστήρι των Σπηλαίων για να προσευχηθεί στην
εικόνα της Ύπεραγίας Θεοτόκου, να πάρη την ευλογία των πατέρων καί να
προσκύνηση τους τάφους των οσίων Αντωνίου, Θεοδοσίου καί Προχόρου.
Ό άγιος Πρόχορος καί μετά την κοίμηση του αδιάκοπα φροντίζει για τον
ορθόδοξο ρωσικό λαό. Κάνει πολλά θαύματα για να τον ανακούφιση από
συμφορές, πείνες, επιδρομές καί επιδημίες, πρεσβεύοντας πάντοτε γι'
αυτόν στον πανάγαθο καί παντοδύναμο
Οσιος ΤΙΤΟΣ ο πρεσβύτερος
OΠΩΣ, κατά τον Ιερό Παύλο, «αποκαλύπτεται οργή
Θεού απ' ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων», έτσι,
αντίθετα, «και η ειρήνη του Θεού, η υπερέχουσα πάντα νουν» αποκαλύπτεται
σ' εκείνους που επιθυμούν να κληθούν «υιοί Θεού». Αυτό το φανέρωσε
καθαρά ο Κύριος και στην περίπτωση του οσίου Τίτου του σπηλαιώτου.
Ο μακάριος Τίτος μόναζε στη Λαύρα των Σπηλαίων και είχε τιμηθή με το
αξίωμα του πρεσβυτέρου. Η ασκητική του βιοτή ήταν θεοφιλής και ισάγγελη,
ενώ η αγάπη του προς όλους τους αδελφούς ανιδιοτελής και ανυπόκριτη.
Στά χρόνια εκείνα ζούσε στη Λαύρα κι ένας διάκονος, ο Ευάγριος. Ο
μισόκαλος διάβολος, που πάντοτε «σπείρει ζιζάνια ανά μέσον του σίτου και
απέρχεται», έσπειρε έχθρα ανάμεσα στον πρεσβύτερο Τίτο καί στο διάκονο
Ευάγριο. Κι ενώ πρώτα έτρεφαν ο ένας για τον άλλο βαθειά αμοιβαία αγάπη,
έφτασαν τώρα να μη θέλουν ούτε να ιδωθούν. Τόσο πολύ μάλιστα τους
σκότισε η οργή και η μνησικακία, ώστε, όταν θύμιαζε ο ένας στην
εκκλησία, ο άλλος έφευγε μακριά. Κι αν δεν έφευγε, ο πρώτος τον
προσπερνούσε χωρίς να τον θυμίαση!
Έχοντας βυθιστή σε τέτοιο σκοτάδι εμπάθειας, οι δυο αδελφοί τολμούσαν να
λειτουργούν, να προσφέρουν τα τίμια Δώρα και να κοινωνούν, ξεχνώντας
την εντολή του Κυρίου: «Εάν προσφέρης το δώρον σου επί το θυσιαστήριον
κάκει μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου
έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και υπάγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου,
και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου».
Οι αδελφοί «εβδομηκοντάκις επτά» πάσχισαν να τους συμφιλιώσουν, αλλά εκείνοι ούτε να τ' ακούσουν δεν ήθελαν.
Κάποτε συνέβη ν' αρρωστήση πολύ σοβαρά ο πρεσβύτερος Τίτος. Είχε μάλιστα
φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου, όταν άρχισε ξαφνικά πικρά να κλαίη και
σπαρακτικά να θρηνή για την αμαρτία του.
— Στο όνομα του Χριστού αδελφοί! φώναξε. Κάντε αγάπη και πηγαίνετε στον
αδελφό Ευάγριο. Πέστε του να με συγχώρεση, για τον Κύριο!
Οι αδελφοί έτρεξαν αμέσως στο διάκονο. Εκείνος όμως όχι μόνο δεν δέχτηκε
να συγχώρεση τον ετοιμοθάνατο αδελφό, αλλ' άρχισε να τον καταριέται και
να τον περιλούζη από μακριά με λόγια μίσους και κακίας.
Τότε τον άρπαξαν και τον έφεραν με τη βία στον κατάκοιτο Τίτο για να
συγχωρεθούν. Μόλις τον είδε ο πρεσβύτερος ανασηκώθηκε με δυσκολία,
έσκυψε προς το μέρος του και τον ικέτευσε κλαίγοντας:
Συγχώρεσέ με, πάτερ! Συγχώρεσέ με κι ευλόγησε με! Φεύγω απ' αυτό τον κόσμο!
Ούτε τώρα λύγισε ο ανελέητος Ευάγριος. Αποστράφηκε άσπλαχνα τον αδελφό του και δήλωσε μπροστά σε όλους:
— Ποτέ δεν θα συμφιλιωθώ μαζί του, ούτε σ' αυτή τη ζωή ούτε στην άλλη!
Δεν πρόλαβε όμως να τελείωση το λόγο του, κι έπεσε κάτω ξερός!
Οι πατέρες έτρεξαν να τον σηκώσουν, αλλά διαπίστωσαν πως ήταν νεκρός. Το
σώμα του αμέσως κοκκάλωσε και πάγωσε σαν μάρμαρο. Ούτε τα μέλη του
μπορούσαν να λυγίσουν ούτε τα μάτια του να σφαλίσουν ούτε το στόμα του
να κλείσουν.
Την ιδια στιγμή ο πρεσβύτερος Τίτος σηκώθηκε όρθιος, εντελώς υγιής, σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ!
Με φρίκη και δέος αντίκρυσαν όλοι τον άδοξο θάνατο του μνησίκακου
Ευαγρίου και τη θαυματουργική ίαση του πρεσβυτέρου Τίτου. Ζήτησαν αμέσως
από τον δεύτερο εξηγήσεις. Κι εκείνος τους διηγήθηκε τι του
αποκαλύφθηκε.
Βρισκόμουν, καθώς είδατε, στην επιθανάτια κλίνη, χωρίς να έχω συμφιλιωθή
με τον Ευάγριο. Και τότε, τι να δω! Άγγελοι με ζύγωσαν, μα έφυγαν
αμέσως από κοντά μου, κλαίγοντας για το χαμό της ψυχής μου. Αντίθετα, οι
δαίμονες ήρθαν και παρέμειναν
δίπλα μου, χαρούμενοι που θα κέρδιζαν την ψυχή μου εξαιτίας της οργής
και της μνησικακίας. Τότε έβαλα φωνή και σας παρακάλεσα να πάτε και να
μεταφέρετε στον αδελφό τη συγγνώμη μου. Εσείς τον φέρατε εδώ. Όταν όμως
έσκυψα στα πόδια του, κι εκείνος έστρεψε αλλού το πρόσωπο του, είδα
ξαφνικά δίπλα μου έναν άγγελο φοβερό. Στα χέρια του κρατούσε ένα
φλογισμένο ακόντιο. Μ' αυτό τρύπησε ανελέητα τον Ευάγριο, κι έπεσε
νεκρός. Ο ίδιος άγγελος άπλωσε σε μένα το χέρι του και με σήκωσε. Και
να, είμαι υγιής!
Έντρομοι οι αδελφοί, έκλαιγαν πικρά για το φρικτό θάνατο του Ευαγρίου.
Σήκωσαν κι έθαψαν βιαστικά το σώμα του, που παρουσίαζε αποκρουστικό
θέαμα, έτσι όπως ήταν με τα μάτια και το στόμα ανοιχτά, με τα χέρια και
τα πόδια λυγισμένα και ξυλιασμένα.
Από τότε όλοι οι αδελφοί, παίρνοντας ένα οδυνηρό μάθημα από το τέλος του
Ευαγρίου, «ενεδύθησαν σπλάγχνα οικτιρμού». Δεν ξεχνούσαν τη διαβεβαίωση
του οσίου Εφραίμ: «Αν σε κάποιον συμβή να πεθάνη ενώ βρίσκεται σε έχθρα
με συνάνθρωπο του, θα είναι αμείλικτη η κρίση γι` αυτόν».
Ο πρεσβύτερος Τίτος, ιδιαίτερα, μετά τη συγκλονιστική του εμπειρία,
απομάκρυνε για πάντα από τη ζωή του όχι μόνο την εξωτερική οργή, αλλά
και κάθε κακό λογισμό για οποιονδήποτε αδελφό.
Μετά από πολλούς και θεοφιλείς κόπους αξιώθηκε ν' αναπαυθή ειρηνικά και να παραδώση το πνεύμα του στον Κύριο.
Το άφθορο σώμα του οσίου μαρτυρεί μέχρι σήμερα για τη δόξα που βρήκε η μακαρία ψυχή του στα ουράνια σκηνώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου