Του Σταμάτη Μιχαλακόπουλου / Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας
Ομιλία αφιερωμένη στους αγίους Πατέρες της Όπτινα, πραγματοποίησε ο Αρχιμανδρίτης Χριστόδουλος Κοσμάς, Καθηγούμενος της Ιεράς Συνοδικής Μονής Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου Καλάμου, στον Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, την Πέμπτη 30 Μαρτίου.
Η ομιλία δόθηκε στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ 2017» που διοργανώνει ο Ναός, για 19η συνεχή χρονιά. Αφορμή ήταν η φιλοξενία στο Ναό των Ιερών Λειψάνων των αγίων Πατέρων της Όπτινα, που μεταφέρθηκαν από την Ιερά Μονή Σαγματά και θα παραμείνουν μέχρι τις 5 Απριλίου.
Στους λαμπρούς αστέρες του Βορρά, όπως χαρακτήρισε τους αγίους Πατέρες της Όπτινα, επικεντρώθηκε λοιπόν η ομιλία του π. Χριστοδούλου. Στην αρχή διευκρίνισε το νόημα της λέξεως «Στάρετς».
Στη Ρωσική Εκκλησία, είπε, ονομάζουν έτσι όσους πνευματικούς πατέρες αξιώθηκαν να λάβουν παρά Θεού, εξαιρετικά χαρίσματα, όπως προορατικό, θαυματουργικό κλπ. Τέτοιοι γέροντες υπήρξαν σε πολλές ρωσικές μονές, αλλά γνωστότεροι σε όλη σχεδόν την Ορθοδοξία, είναι οι γέροντες της Όπτινα.
Στάρετς Μακάριος
Ξεκίνησε την αναφορά του στους αγίους, με πρώτο στην σειρά τον Στάρετς Μακάριο. Γεννήθηκε το 1788 και σε ηλικία 27 ετών εκάρη μοναχός. Παρακαλούσε τον Θεό να του στείλει έναν έμπειρο χαρισματικό γέροντα. Και πράγματι του έστειλε τον γέροντα Λεωνίδα, που μετά εγκαταστάθηκε στην Όπτινα και τον κάλεσε κοντά του. Ο π. Μακάριος δεν επιχειρούσε τίποτε χωρίς την γνώμη του γέροντος Λεωνίδα.
Και οι δύο μαζί, κατεύθυναν την πνευματική ζωή των μοναχών και των χιλιάδων προσκυνητών. Το 1836 ο π. Μακάριος ορίστηκε πνευματικός της Μονής και μετά από τρία χρόνια, πνευματικός στη Σκήτη της Όπτινα.
«Η άκρα ταπείνωση του, έκαιγε τους δαίμονες, που τρέπονταν σε φυγή και οι δαιμονισμένοι απελευθερώνονταν. Σε όσους ρωτούσαν για πνευματικές αδυναμίες και πάθη, μιλούσε με τόση αγάπη και συμπάθεια, ώστε το πρόσωπο του γινόταν φωτεινό και ακτινοβολούσε από καλοσύνη.»
Ανεκτίμητη όμως είναι η προσφορά του στην έκδοση πατερικών κειμένων. Εκδόθηκαν επί των ημερών του σε ρωσική μετάφραση, έργα μεγάλων οσίων Πατέρων της Εκκλησίας. Είχε επίσης μεγάλη αλληλογραφία, με πολλές από τις επιστολές του, να είναι αυθεντικά πατερικά κείμενα.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1860 για τελευταία φορά κοινώνησε με κατάνυξη των αχράντων μυστηρίων και παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Θεού ειρηνικά, όπως κύλισε και όλη η ζωή του.
Στάρετς Αμβρόσιος
Επόμενος στην αφήγηση του π. Χριστοδούλου, ο θεωρούμενος ως κορυφαίος Στάρετς της Όπτινα, π. Αμβρόσιος. Γεννήθηκε το 1812 και είχε πρώτο γέροντα, τον Στάρετς Λεωνίδα. Ενώ μετά τον θάνατο του, τον ανέλαβε ο Στάρετς Μακάριος.
Γνώστης της ελληνικής και λατινικής γλώσσας, βοηθούσε τον γέροντα Μακάριο στις εκδόσεις των πατερικών κειμένων. Χειροτονήθηκε Ιερέας, αλλά αρρώστησε βαριά και αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την τέλεση της θείας Λειτουργίας.
«Όμως, ούτε η ασθένεια, ούτε η στέρηση του αγίου θυσιαστηρίου μείωσαν τον πνευματικό δυναμισμό του και τα λοιπά πλούσια χαρίσματα του, που εκδηλώθηκαν σε όλη τους την αίγλη όταν ανέλαβε την γεροντική διακονία.»
Όλοι οι πνευματικοί δρόμοι στα τέλη του 19ου αιώνα περνούσαν από την Όπτινα. Οι παγκοσμίου φήμης λογοτέχνες Ντοστογιέφσκι και Τολστόι και άλλοι κορυφαίοι της ρωσικής διανοήσεως, ήρθαν εκεί.
Έκλεισε τον πολυθαύμαστο βίο του με οσιακό τέλος, εν μέσω σημείων και θαυμάτων στις 10 Οκτωβρίου 1891.
Στάρετς Νεκτάριος
Στη συνέχεια ο π. Χριστόδουλος επικεντρώθηκε στον τελευταίο μεγάλο Στάρετς της Όπτινα. Ο Στάρετς Νεκτάριος γεννήθηκε το 1853 και την άνοιξη του 1873 πήγε στην Όπτινα.
Μετά την συνάντηση του με τον Στάρετς Αμβρόσιο, δεν επέστρεψε ποτέ στην πατρίδα του. Αφοσιώθηκε στον μεγάλο γέροντα με όλο του το είναι και το 1876 εκάρη μοναχός, ενώ το 1894 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1898 ιερέας.
Μετά την κοίμηση του οσίου Αμβροσίου, το 1912, η σύναξη των Πατέρων εξέλεξε το Νεκτάριο, Στάρετς εν τη απουσία του, επειδή γνώριζε την μεγάλη του ταπεινοφροσύνη.
«Μιλούσε σπάνια και για πολύ λίγο. Παρά ταύτα, έχοντας κληρονομήσει το χάρισμα της γεροντικής διακονίας και τα χαρίσματα της διακρίσεως και της αγάπης για τον άνθρωπο, οι επισκέπτες του έφευγαν με μιαν ανεξίτηλη εντύπωση ευλαβείας και μετανοίας. Έτσι πολύς κόσμος συνέρεε από όλα τα μέρη της Ρωσίας.
Το 1917 επικράτησε η κομμουνιστική δικτατορία και η θεομάχος εξουσία επιτέθηκε στην Εκκλησία του Χριστού με όλη της τη μανία. Έκλεισε ναούς και μοναστήρια, ενώ οι φρικαλεότητες ήταν απερίγραπτες. Φυλακές, εξορίες, βασανιστήρια και δολοφονίες. Δεκάδες χιλιάδες κληρικοί και αναρίθμητοι πιστοί, εκτελέστηκαν.»
Όλους ο Στάρετς τους συμβούλευε και τους προστάτευε με την αγάπη του και τις ευχές του, από τις δυστυχίες που ήταν αναπόφευκτες σ’ αυτή τη φοβερή τραγωδία που περνούσε ο λαός. Απώλειες ανθρώπων, φτώχεια και πείνα, δάκρυα και στεναγμοί, όλα φορτώνονταν στους ώμους του.
Το 1923 η Μονή Όπτινα έκλεισε οριστικά από τους μπολσεβίκους. Ήταν Μεγάλη Πέμπτη όταν υποχρέωσαν τον π. Νεκτάριο να εγκαταλείψει για πάντα τη Σκήτη στην οποία είχε ζήσει για 50 χρόνια.
Ζει εξόριστος μακριά από την Όπτινα. Επί 5 χρόνια άρρωστος, σχεδόν ετοιμοθάνατος, δεν έπαψε να διακονεί, να στηρίζει και να παρηγορεί τον βασανισμένο λαό, ακόμη και να προφητεύει και να θαυματουργεί για χάρη του, έως τις 12 Μαΐου 1928.
Τότε, οσίως και μαρτυρικώς επισφράγισε την ζωή του ο τελευταίος μεγάλος Στάρετς της Όπτινα.
Και κλείνοντας τον λόγο του ο π. Χριστόδουλος, σημείωσε επιγραμματικά:
«Όλοι οι όσιοι Γέροντες της ‘Οπτινα, αυτοί οι λαμπροί αστέρες του βορρά, ζούσαν διηνεκώς μέσα στο θείο και άκτιστο φως του ισάγγελου μοναστικού βίου.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου