Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Οσιος Νικόλαος Σβιατόσα ,Πρίγκιπας του Τσερνιγώφ




Διηγήσεις από τη ζωή και τα κατορθώματα των οσίων πατέρων
Της ΚίεβοΠετσέρσκαγια Λαύρας.
Όσιος ΝΙΚΟΛΑΟΣ Σβιατόσα, πρίγκιπας του Τσερνιγώφ
 ΤΑ ΠΑΝΤΑ ματαιότης τα ανθρώπινα, όσα ούχ υπάρχει μετά θάνατον ου παραμένει ό πλούτος, ου συνοδεύει ή δόξα έπελθών γαρ ό θάνατος, ταϋτα πάντα έξηφάνισται».
 Αυτή την αλήθεια κατανόησε βαθιά ό ευσεβής πρίγκιπας Νικόλαος Σβιατόσα, γι' αυτό άφησε τον ηγεμονικό πλούτο καί την πριγκιπική δόξα καί «έξελέξατο την άγαθήν μερίδα» της μοναχικής ζωής.
Ό πρίγκιπας Νικόλαος ήταν γιος του ηγεμόνα του Τσερνιγώφ Δαβίδ Σβιατοσλάβιτς καί εγγονός του μεγάλου ηγεμόνα του Κιέβου Σβιατοσλάβου Παροσλάβιτς, πού στα χρόνια του θεμελιώθηκε ή αγία εκκλησία των Σπηλαίων. Πυρπολημένος από τον ερωτά του Θεοϋ καί φλογισμένος από τον πόθο της βασιλείας των ουρανών, ό σοφός Νικόλαος ήρθε στη μονή, ξεντύθηκε τα πολύτιμα πριγκιπικά φορέματα καί ντύθηκε με χαρά το ταπεινό τρίχινο μοναχικό ένδυμα.
Δεν έγινε όμως μοναχός μόνο κατά την εξωτερική εμφάνιση, όπως — άλλοίμονο! — γίνονται άλλοι.
Από την αρχή διακρίθηκε στην αρετή της υπακοής. "Αν καί πριγκιπόπουλο, ποτέ δεν παρατηρήθηκε για ανυπακοή ή αναλογία ή ιδιοτροπία ή θέλημα. Διακονούσε στο μαγειρείο της μονής, Βοηθώντας τους μαγείρους πρόθυμα κι ακούραστα στίς πιο σκληρές δουλειές. Με τα χέρια του έκοβε κάθε μέρα τα ξύλα για το μαγείρεμα, καί τα κουβαλούσε στους ώμους από την όχθη του πόταμου μέχρι το μοναστήρι.


Όταν οί κατά σάρκα αδελφοί του, πρίγκιπες Ίζιασλάβος καί Βλαδίμηρος, πληροφορήθηκαν τους κόπους του αδελφού τους, πήγαν στον ηγούμενο καί τον παρακάλεσαν να του ανάθεση ελαφρότερη εργασία. Ό ευλογημένος Νικόλαος όμως ούτε να τ' άκούση δεν ήθελε. Πρώτα έπέπληξε αυστηρά τους αδελφούς του για την ανάρμοστη ανάμιξη τους στα εσωτερικά της μονής. Κι έπειτα έπεσε στα πόδια του ηγουμένου καί τον παρακάλεσε με δάκρυα να τον άφήση τουλάχιστον ένα χρόνο ακόμη στο κοπιαστικό διακόνημα του βοηθού του μαγειρείου.
Πράγματι, τον άφησαν όχι ένα αλλά τρία χρόνια σ' αυτή την υπηρεσία, όπου εργάστηκε με ταπείνωση, προσοχή κι επιμέλεια. Έπειτα του ανέθεσαν το διακόνημα του πορτάρη, όπου έμεινε αλλά τρία χρόνια χωρίς ν' απομακρύνεται ποτέ από την πύλη της μονής, παρά μόνο για να πάη στην εκκλησία. Κι από δω τον έστειλαν να διακονήση στην τράπεζα.
Μετά από πολύχρονη άσκηση στην υπακοή, ό ηγούμενος , τον συμβούλεψε ν' άπομονωθή πια στο κελί του καί ν' αγωνιστή στην ησυχία για τη σωτηρία του. Σάν γνήσιο τέκνο της υπακοής ό μακάριος Νικόλαος κλείστηκε στο κελλί του, όπου μοίραζε το χρόνο , του ανάμεσα στην προσευχή καί την εργασία. Ποτέ δεν έμενε αργός.
Την ώρα πού τα χέρια του ήταν απασχολημένα με το εργόχειρο, τα χείλη του ψιθύριζαν με κατάνυξη την ευχή του Ίησοϋ: «Κύριε Ίησοϋ Χριστέ, Υίέ του Θεοϋ, έλέησόν με!».
Έκτος από τη λιτή τροφή της κοινής μοναστηριακής τραπέζης, ό όσιος τίποτε άλλο δεν έβαζε στο στόμα του όλη την ήμερα. Κι αν αποκτούσε κάτι υλικό  τρόφιμα ή χρήματα ή αντικείμενα  φρόντιζε ν' απαλλαγή αμέσως από το βάρος του, δίνοντας το στους φτωχούς. Με την ευλογία μάλιστα του ηγουμένου, μοίραζε πάντοτε ένα μέρος του μόχθου του σ' όσους είχαν ανάγκη. Οί φτωχοί κάτοικοι της περιοχής του Κιέβου έβλεπαν στο πρόσωπο του ένα συμπαραστάτη, ευεργέτη καί αδελφό.
   Μαζί με το φιλόχριστο Νικόλαο είχε έρθει στο μοναστήρι καί ένας αδελφικός του φίλος, γιατρός άριστος. Όνομαζόταν Πέτρος καί ήταν Σύρος. Βαθειά αγάπη συνέδεε τον Πέτρο με το Νικόλαο. Γι' αυτό, όπως ήταν αχώριστοι στον κόσμο, έτσι θέλησαν να είναι καί στην πνευματική παλαίστρα του μοναστηρίου.
Δυστυχώς όμως ό Πέτρος δεν έμεινε εδώ για πολύ. Βλέποντας τις κακοπάθειες του φίλου καί κυρίου του, βλέποντας το πριγκιπόπουλο, πού ζοϋσε πρώτα αμέριμνα μέσα σε ηγεμονικά παλάτια ν' άσκιται σκληρά στο στάδιο της υπακοής καί της εκούσιας πτώχειας, έφυγε λυπημένος από τη μονή. Πήγε στο Κίεβο καί ασκούσε το επάγγελμα του γιατρού.
Πολλές φορές, ωστόσο, ήρθε στη Λαύρα, ξεμονάχιαζε τον όσιο καί του έλεγε:
 Αδελφέ καί κύριε μου! Γιατί δεν φροντίζεις νια την υγεία σου; Γιατί ταλαιπωρείς τη σάρκα σου με τόσους κόπους καί νηστείες; Μ' αυτά πού κάνεις, δεν θα μπόρεσης να σήκωσης μέχρι τέλους το ζυγό του Χρστου. Ό Θεός δεν ζήτα υπέρμετρη εγκράτεια καί άσκηση, αλλά μόνο καρδιά καθαρή καί ταπεινή. Εσύ όμως δουλεύεις στους καλόγερους σαν αγορασμένος δούλος. Ούτε μαθημένος είσαι σε τέτοια ζωή, ούτε αξιοπρεπές είναι για ένα πρίγκιπα σαν εσένα, ν' άσχολήται με τόσο ταπεινωτικές δουλειές. Τ' αδέλφια σου, ό Ίζιασλάβος καί ό Βλαδίμηρος, είναι απαρηγόρητοι για το κατάντημα σου. Ήσουν πλούσιος καί δοξασμένος, καί κατάντησες πάμπτωχος, ταπεινός καί άσημος. Οί βογιάροι, πού μέχρι χθες ήταν υποτακτικοί σου, κατοικούν σε παλάτια κι έχουν όλα τα καλά, ενώ εσύ, ό κύριος τους, μένεις μέσα σ' ένα σκοτεινό κελί καί στερείσαι τα πάντα. Ποιος από τους Ρώσους πρίγκιπες ταπεινώθηκε ποτέ τόσο; Μήπως ό πατέρας σου Δαβίδ ή ό παππούς σου Σβιατοσλάβος; Κύριε μου, άκουσε με καί μετρίασε τίς ασκήσεις σου, αλλιώς θα πεθάνης πρίν την ώρα σου!
— Αδελφέ μου, απαντούσε στις προτροπές του Πέτρου ό όσιος. Όλα όσα μου Λες τα έχω σκεφτή. Μάθε όμως ότι δεν πρέπει να Λυπάται κανείς τη σάρκα του, για να μην ξεσηκωθούν τα πάθη καί καταστροφή ή ψυχή. Είπες ότι ό Θεός δεν ζητάει τόσο εγκράτεια καί σωματικές ασκήσεις, όσο καρδιά καθαρή καί ταπεινή. Αυτό είναι σωστό. 'Αλλά πώς θα καθαριστή καί θα ταπεινωθή ή καρδιά χωρίς την άσκηση, τη νηστεία, την κακοπάθεια; Αυτός είναι ό μόνος δρόμος για την κάθαρση καί τη σωτηρία. Κι όσοι δεν τον ακολούθησαν, «καταλιπόντες ευθείαν όδόν έπλανήθησαν», κατά τον απόστολο. "Ας κοπιάζη το σώμα. "Ας άδυνατίζη. "Ας άρρωσταίνη. «Ή γαρ δύναμίς μου εν ασθένεια τελειοϋται», λέει ό απόστολος. "Αλλωστε, «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν άποκαλυφθήναι εις ημάς». Χωρίς νηστεία καί χωρίς κόπο, αδελφέ μου, δεν θα 'χουμε μερίδα στη μελλοντική δόξα των αγίων. Ή νηστεία είναι ή μητέρα της άγνείας καί καθαρότητας. Καί ό κόπος, ό πατέρας της ταπεινώσεως. «Έταπεινώθη εν κόποις ή καρδία αυτών», λέει ό ψαλμωδός. Για αυτό κι εγώ δοξάζω το Θεό πού μ' ελευθέρωσε από τα κοσμικά δεσμά καί μ' έκανε δοΰλο των δούλων Του, δηλαδή αυτών των μακαρίων μοναχών. Τί ήμουν; Πρίγκιπας. Καί τώρα τί κάνω; Υπηρετώ τον ουράνιο «Βασιλέα των βασιλέων». Ποιο από τα δυο είν' ανώτερο; Όσο για τ' αδέλφια μου, δεν τους άφησα την εξουσία καί την περιουσία μου; "Ας ασχοληθούν μ' αυτά, άφοϋ τους σαγηνεύουν τόσο πολύ. Καί ας κοιτάξουν τον εαυτό τους. Εγώ «ηγούμαι πάντα... σκύβαλα είναι ϊνα Χριστόν κερδήσω». 'Αλλά κι εσύ, γιατί μέμφεσαι τη νηστεία καί την εγκράτεια μου; Μήπως, σαν γιατρός πού είσαι, δεν συνιστάς στους ασθενείς σου ν' αποφεύγουν μερικά φαγητά, για να θεραπεύσουν τίς σωματικές τους παθήσεις; Αυτό κάνω κι εγώ για να θεραπεύσω τα ψυχικά μου πάθη. Κι αν το σώμα μου καταβληθή καί πεθάνη πρόωρα για χάρη του Χρστου, κέρδος μου θα είναι. Καί γιατί με θεωρείς κατώτερο από τους βογιάρους πού απολαμβάνουν γήινη καί προσωρινή δόξα, άφοϋ εγώ, αν με σώση με το έλεος Του ό Θεός, θα συμβασιλεύσω μαζί Του στον ουρανό αιώνια; Όσο για τους άλλους Ρώσους πρίγκιπες, δεν μ' ενδιαφέρει πού κανείς τους δεν ακολούθησε το δικό μου δρόμο. Μακάρι να μιμηθούν το παράδειγμα μου... 'Αλλ' αρκετά μίλησα. Μυαλό έχεις καί σκέψου μόνος σου τα υπόλοιπα. Τα ίδια να πής καί σ' εκείνους πού σε δασκάλεψαν.
Από τίς στερήσεις καί τους κόπους συνέβαινε ν' άρρωσταίνη κατά καιρούς ό μακάριος Νικόλαος. Όταν το μάθαινε ό Πέτρος, του έστελνε διάφορα θεραπευτικά βότανα. Μα ό όσιος ποτέ δεν τα χρησιμοποιοϋσε. Πάντοτε γινόταν καλά με τη βοήθεια του Θεοϋ, πού του προσφερόταν πλούσια μετά από τίς θερμές του προσευχές.
Συνέβη όμως κάποτε ν' άρρωστήση καί ό γιατρός. Ό όσιος το πληροφορήθηκε καί του έστειλε μήνυμα: «Μην πιής κανένα φάρμακο. Ζήτησε την ιαση από τον Κύριο καί πολύ γρήγορα θα γίνης καλά. "Αν δεν μ' ακούσης, θα ύποφέρης πολύ».
Ό Πέτρος υποσχέθηκε να ύπακούση. Κρυφά όμως παρασκεύασε, ό όλιγόπιστος, ένα φαρμακευτικό μίγμα καί το ήπιε. Άλλα μάταια περίμενε τη θεραπεία του. Αντίθετα, χειροτέρεψε τόσο, πού κινδύνεψε να πεθάνη. Μόνο οί εκτενείς προσευχές του οσίου τον γλύτωσαν. Έτσι πήρε ένα καλό μάθημα.
Όταν αργότερα αρρώστησε πάλι, ειδοποίησε σχετικά τον όσιο. Εκείνος του παρήγγειλε γι' άλλη μια φορά: «Μην πάρης κανένα φάρμακο. Κάνε μόνο προσευχή. Καί την τρίτη μέρα θα γίνης καλά».
Αυτή τη φορά ό Πέτρος δεν τόλμησε να παράκουση. Καί πράγματι, σύμφωνα με την υπόσχεση του οσίου, την τρίτη μέρα θεραπεύτηκε.
Τότε όμως ό όσιος τον κάλεσε στο μοναστήρι.
Πέτρο, του είπε, σε φώναξα για να σ' αποχαιρετήσω. Σέ τρεις
ήμερες φεύγω άπ' αυτό τον κόσμο!
Ό Πέτρος δεν μπορούσε να πιστέψη στ' αυτιά του. Έπεσε στο χώμα κι έκλαιγε γοερά.
'Αλλοίμονο σε μένα, αδελφέ καί κύριε μου! Ποιος θα γλυκάνη τη μοναξιά μου; Ποιος θα παρηγόρηση τ' αδέλφια σου;
Ποιος θ' άνακουφίζη τους φτωχούς, τα ορφανά καί τίς χήρες; Μη φυγής, πρίγκιπα μου, γιατί από σένα μπορούν να ωφεληθούν πολλοί. 'Από που έχεις, αλήθεια, αυτή την πληροφορία; 'Από τον Κύριο; Παρακάλεσε Τον να πεθάνω εγώ στη θέση σου!...
Ό μακάριος Νικόλαος έπιασε στοργικά τον Πέτρο καί τον σήκωσε.
— Πέτρο, μη λυπάσαι, του είπε. Ό Κύριος γνωρίζει πώς θα φροντίση καί πώς θα διαφύλαξη ολόκληρη την πλάση, πού δημιούργησε από το μηδέν. Αυτός μπορεί να θρέψη τους πεινασμένους, να έλεήση τους φτωχούς, να θεραπεύση τους αρρώστους.
Αυτός θα προστατέψη καί σένα. Καί τ' αδέλφια μου ας μην κλαίνε για μένα. "Ας κλαίνε για τους εαυτούς τους καί τίς αμαρτίες τους. Έτσι θα βρουν παράκληση καί παρηγοριά στην άλλη ζωή. Εγώ πάντως δεν ζητώ από τον Κύριο παράταση της ζωής μου. Προ πολλού πέθανα για όλα τα γήινα καί πρόσκαιρα.
Καί λέγοντας αυτά ό θείος Νικόλαος πήγε στο σπήλαιο για να έτοιμάση τον τόπο της ταφής του. Ό γιατρός τον ακολούθησε.
Ποιος από τους δυο μας αγαπά περισσότερο αυτό τον τόπο;
ρώτησε ό όσιος.
Τον Πέτρο τον πήραν πάλι τα δάκρυα.
 Ξέρω καλά, αποκρίθηκε, πώς αν εσύ θέλησης, ό Κύριος θα σου παρατείνη τη ζωή. Παρακάλεσε Τον λοιπόν για  αυτό, καί βάλε εμένα μέσα σ' αυτό το μνήμα.
Ό όσιος δεν αρνήθηκε αυτή τη χάρη στον Πέτρο. Βυθίστηκε για λίγο σε θερμή προσευχή.
"Ας γίνη ή επιθυμία σου, άφοϋ είναι αρεστή στο Θεό, είπε έπειτα συγκαταβατικά. Προηγουμένως όμως ας λαβής το άγιο μοναχικό σχήμα.
Ό Πέτρος κουρεύτηκε σύντομα μοναχός. Καί αμέσως κλείστηκε στο σπήλαιο, όπου επί τρεις μήνες έκλαιγε μέρανύχτα καί προσευχόταν για τη σωτηρία του.
Κάποτε ό όσιος Νικόλαος τον πλησίασε καί του είπε:
Αδελφέ Πέτρο, μήπως θέλεις να σε πάρω μαζί μου;
Όχι, αποκρίθηκε έκεινος. Θέλω — αν είναι θέλημα Θεού καί δική σου επιθυμία — να μου έπιτρέψης να κοιμηθώ εγώ στη θέση σου. Εσύ να μείνης εδώ καί να προσεύχεσαι για μένα στο Σωτήρα.
Τότε να είσαι ξάγρυπνος καί έτοιμος, αδελφέ, γιατί πλησιάζει ή ώρα. «Ιδού, ό Νυμφίος έρχεται». Σέ τρεις ήμερες θα φυγής άπ' αυτό τον κόσμο, σύμφωνα με την ιερή επιθυμία σου.
Σέ τρεις ήμερες, μετά από αδιάλειπτη αγρυπνία καί προσευχή, ό μακάριος Πέτρος κοινώνησε των θείων καί ζωοποιών Μυστηρίων, ξαπλώθηκε μόνος του στο νεκροκρέβατο καί παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Κυρίου.
Μετά την κοίμηση του Πέτρου, ό πάγκαλος Νικόλαος έζησε ακόμη τριάντα χρόνια ασκητικής ζωής, χωρίς ποτέ να βγή από τη μονή. Άφοϋ έφτασε σε υψη άγιότητος, ό θεοφιλής πρίγκιπας μετέστη στα ουράνια σκηνώματα.
Όταν μαθεύτηκε ή μακαριά κοίμηση του, όλη ή πόλη του Κιέβου συγκεντρώθηκε στη Λαύρα, για να του δώση τον τελευταίο ασπασμό καί να πάρη την ευλογία του σεπτού σκηνώματος του. Οί αδελφοί του Ίζιασλάβος καί Βλαδίμηρος έκλαιγαν απαρηγόρητα. Ό πρώτος παρακάλεσε τον ηγούμενο να του δώση ως ευλογία καί παρηγοριά το σταυρό, το κουκούλι καί το στρωσίδι πού χρησιμοποιούσε ό όσιος για να κάνη τίς μετάνοιες του. Ό ηγούμενος του τα έδωσε λέγοντας:
— Κατά το μέτρο της πίστεως σου, ας λαβής άπ' αυτά βοήθεια καί ευλογία στη ζωή σου.
Ό Ίζιασλάβος τα παρέλαβε συγκινημένος κι έστειλε στο μοναστήρι πολλά δώρα.
Μετά από μερικούς μήνες συνέβη ν' άρρωστήση ό πρίγκιπας. Καί μάλιστα τόσο βαριά, πού έφτασε στα πρόθυρα του θανάτου. Ή γυναίκα του, τα παιδιά του καί οί βογιάροι ήταν κοντά του καί περίμεναν να ξεψυχήση.
Ό Ίζιασλάβος ήταν ξαπλωμένος στην επιθανάτια κλίνη, σε κωματώδη κατάσταση. Έκεϊ πού τον περίμεναν όμως, άνοιξε απρόσμενα τα μάτια, ανασηκώθηκε λίγο καί ψιθύρισε:
Φέρτε μου λίγο νερό από το πηγάδι των Σπηλαίων.
Αμέσως μετά έπεσε πάλι σε κώμα.
Μερικοί βογιάροι έτρεξαν την 'ίδια στιγμή στο μοναστήρι καί ζήτησαν νερό. Ό ηγούμενος τους έδωσε πρόθυμα, αφού πρώτα έπλυνε μ' αυτό τον τάφο του οσίου Θεοδοσίου.
Πάρτε νερό πού έχει την ευλογία του οσίου πατέρα μας Θεοδοσίου. 'Αλλά να! Πάρτε καί τον τρίχινο χιτώνα του μακαρίου Νικολάου ΣΒιατόσα καί φορέστε τον στον άρρωστο αδελφό του. Οι ευχές των οσίων ας τον θεραπεύσουν!
Δεν είχαν μπή ακόμα στο Κίεβο οί βογιάροι πού έφερναν το νερό καί το χιτώνα, όταν ό πρίγκιπας Ίζιασλάβος ήρθε πάλι στον εαυτό του καί μίλησε.
Πηγαίνετε γρήγορα, είπε, έξω από την πόλι, να προϋπαντήσετε τους οσίους πατέρες Θεοδόσιο καί Νικόλαο. Έρχονται σε μας!
Την ώρα πού οί βογιάροι έμπαιναν μέσα στο πριγκιπικό ανάκτορο, ό Ίζιασλάβος φώναξε:
Νικόλαε! Νικόλαε Σβιατόσα!
Του έδωσαν να πιή το νερό καί του φόρεσαν το χιτώνα. Καί — ώ του θαύματος! — αμέσως έγινε καλά καί σηκώθηκε!
Όλοι δόξασαν το Θεό καί τους οσίους δούλους Του, πού τόσες ευεργεσίες παρέχουν δωρεάν στους ανθρώπους.
Από τότε ό Ίζιασλάβος, κάθε φορά πού αρρώσταινε, φορούσε το χιτώνα καί γινόταν καλά. Τον φορούσε επίσης σ' όλες τις έκστρατειες καί τους πολέμους, σαν θώρακα αδιαπέραστο από κάθε εχθρικό χτύπημα.
Καθώς λένε όμως οί παλαιότεροι, κάποτε ό πρίγκιπας αμάρτησε βαριά. Καί από φόβο καί ντροπή, δεν τόλμησε να βάλη τον όσιακό χιτώνα. Έφυγε για το μέτωπο καί στην πρώτη μάχη σκοτώθηκε!..
Με τίς προσευχές του οσίου πρίγκιπα Νικολάου ΣΒιατόσα, εϊθε να βρούμε κι εμείς τη θεραπεία άπ' όλες τίς σωματικές καί ψυχικές μας ασθένειες, με τη χάρη του Κυρίου μας Ίησοϋ Χριστού.
Οσιος ΝΙΚΩΝ Σουχόι
ΜΙΜΝΗΣΚΕΣΘΕ των δέσμιων ως συνδεδεμένοι, των κακουχουμένων ως και αυτοί όντες εν σώματι», προέτρεπε ο δέσμιος του Χριστού απόστολος Παύλος τους εξ Ιουδαίων χριστιανούς. Και η προτροπή του μας φέρνει στο νου τα δεσμά και τις κακουχίες του μακαρίου δεσμώτη Νίκωνος.
Ο φιλόχριστος Νίκων καταγόταν από την πόλη του Κιέβου και προερχόταν από οικογένεια πλούσια και αρχοντική. Περιφρόνησε όμως και πλούτη και δόξα, προτιμώντας «τον ονειδισμόν του Χριστού».
Ήρθε στο μοναστήρι των Σπηλαίων κι έγινε γρήγορα ένας από τους πιο αγωνιστές μοναχούς. Ελευθέρωσε το νου του από κάθε κοσμικό λογισμό κι έκλινε τον τράχηλο στη σωτήρια «αιχμαλωσία» της υπακοής.
Όταν έκαναν την επιδρομή στη ρωσική γη οι Πολόφτσοι, αιχμαλώτισαν, εκτός από τον όσιο Ευστράτιο, και το μακάριο Νίκωνα. Σιδηροδέσμιο τον οδήγησαν στη χώρα τους και τον φυλάκισαν μαζί με άλλους πολλούς χριστιανούς.
Όταν έπαψαν οι εχθροπραξίες κι έγινε ανακωχή, κάποιος φιλάνθρωπος από το Κίεβο ήρθε με χρυσάφι, ζητώντας από τους Πολόφτσους την εξαγορά αιχμαλώτων. Ζήτησε τον όσιο Νίκωνα από τους πρώτους, σ' ένδειξη σεβασμού προς το μοναχικό του σχήμα. Αλλά ο όσιος δεν αποδέχθηκε τη φιλάνθρωπη προσφορά του χριστιανού.
 Σ' ευχαριστώ, αδελφέ μου, του είπε. Ο Κύριος να σ' ευλογή για την αγάπη σου. Αλλά δεν έχω ανάγκη εγώ την εξαγορά σου. Ελευθέρωσε με τα χρήματα σου άλλους αιχμαλώτους.
Ο καλός άνθρωπος σκέφτηκε ότι ο όσιος περιμένει την εξαγορά του από τους πλούσιους συγγενείς του, γι' αυτό και δεν επέμεινε. Πλήρωσε για άλλους, τους ελευθέρωσε και γύρισε μαζί τους στο Κίεβο.
Εκεί βρήκε τους συγγενείς του οσίου και τους πληροφόρησε για την κατάσταση του και τον τόπο της αιχμαλωσίας του.
Χωρίς καθυστέρηση εκείνοι ήρθαν στη χώρα των Πολόφτσων
με πολύ χρυσάφι, για να ζητήσουν την απελευθέρωση του. Μόλις όμως τους είδε ο αιχμάλωτος είπε:
— Μην ξοδεύετε άδικα την περιουσία σας. Αν ο Κύριος ήθελε να είμαι ελεύθερος, δεν θα με παρέδιδε στα χέρια των βαρβάρων. Εκείνος στέλνει τις ευεργεσίες, εκείνος παραχωρεί και τις δοκιμασίες. «Ει δε τα αγαθά εδεξάμεθα εκ χειρός Κυρίου, τα κακά ουχ υποίσομεν;».
Μάταια προσπάθησαν οι συγγενείς του οσίου να τον μεταπείσουν. Μάταια τον ικέτευσαν. Μάταια έκλαψαν. Ο δούλος του Θεού ήταν ανυποχώρητος. Στο τέλος, οργισμένοι από τη στάση του, τον επέπληξαν αυστηρά κι έφυγαν για το Κίεβο άπρακτοι.
Οι Πολόφτσοι τότε, βλέποντας ότι εξαιτίας της αρνήσεως του σκλάβου μοναχού στερήθηκαν μεγάλο πλούτο, έγιναν θηρία από την οργή. Για να τον εκδικηθούν άρχισαν άσπλαχνα να τον βασανίζουν.
Επι τρία χρόνια τον μαστίγωναν, τον έκαιγαν, τον ράβδιζαν, τον έσκιζαν με κοφτερά μαχαίρια. Και σαν έφτανε στα πρόθυρα του θανάτου, τον άφηναν για λίγο να συνέλθη κι έπειτα άρχιζαν πάλι τα βασανιστήρια. Τροφή και νερό του έδιναν μέρα παρά μέρα ή κάθε τρείς ημέρες. Όταν δεν τον βασάνιζαν, τον έδεναν χειροπόδαρα με βαρειές σιδερένιες αλυσίδες. Το καλοκαίρι τον άφηναν να λιώνη κάτω από τον κοφτερό ήλιο. Και το χειμώνα τον έβγαζαν στο χιόνι και μελάνιαζε ολόκληρος από την παγωνιά.
Παρά τα φοβερά του μαρτύρια όμως, ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού είχε το κουράγιο να εμψυχώνη και να στηρίζη τους συναιχμαλώτους του. Με τη χάρη του Θεού μάλιστα επιτέλεσε εξαίσια θαύματα για την ανακούφιση τους. Δυο χαρακτηριστικά απ' αυτά θ' αναφέρουμε.
Κάποτε αρρώστησαν κι έπεσαν κάτω σχεδόν όλοι οι αιχμάλωτοι από την πείνα και τις κακουχίες. Έφτασαν οι περισσότεροι κοντά στο θάνατο. Όταν ζήτησαν τροφή από τους ειδωλολάτρες δεσμοφύλακες, τους έφεραν ειδωλόθυτα για να τους μιάνουν. Ο όσιος με πύρινους λόγους τους έδωσε θάρρος, αποτρέποντας τους από το μολυσμό. Έπειτα έπεσε σε θερμή προσευχή. Και σε λίγο έγινε το θαύμα! Όλοι οι ως τότε ανήμποροι σηκώθηκαν όρθιοι, νιώθοντας υγιείς και ακμαίοι, χορτάτοι και δυνατοί, κι ας μην είχαν φάει ή πιεί τίποτα. Και σε λίγο καιρό έδωσε ο Θεός και απελευθερώθηκαν όλοι με εξαγορά. Άλλοτε πάλι συνέβη ν' αρρωστήση βαριά ο αρχιδεσμοφύλακας των αιχμαλώτων. Καταλαβαίνοντας ότι πλησιάζει το τέλος του, κάλεσε τη γυναίκα και τα παιδιά του καί τους έδωσε εντολή να σταυρώσουν τον καλόγερο Νίκωνα πάνω από τον τάφο του. Νόμιζε ο ανόητος ειδωλολάτρης ότι μ'. αυτή τη φρικτή ανθρωποθυσία θα εξευμένιζε τα δαιμόνια, που λάτρευε σαν θεούς.
Ο όσιος το πληροφορήθηκε. Καί προβλέποντας τη μελλοντική μετάνοια του βαρβάρου, όπως θα δούμε παρακάτω, προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο να τον θεραπεύση. Πράγματι, την ίδια ώρα ο Πολόφτσος έγινε καλά και σηκώθηκε από την κλίνη, όπου ήταν κατάκοιτος. Βυθισμένος όμως όπως ήταν στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας, δόξασε τα δαιμόνια νια τη θεραπεία του!
Έπειτα συνέχισε όπως πρώτα ν' απειλή και να προτρέπη τον όσιο:
— Ειδοποίησε, ανόητε, τους συγγενείς σου, να φέρουν πολύ χρυσάφι και να σε γλυτώσουν από τα χέρια μας. Ειδοποίησε τους, γιατί αλλιώς θα βρής πικρό και οδυνηρό θάνατο!
 Ο Κύριος θα με λυτρώση δωρεάν από τ' άνομα χέρια σας, αποκρίθηκε ειρηνικά ο όσιος. Ο αδελφός μου Ευστράτιος, που τον πουλήσατε στους Εβραίους κι εκείνοι τον σταύρωσαν, ήρθε και με πληροφόρησε για τη σύντομη απελευθέρωση μου. «Με τις προσευχές των οσίων πατέρων μας Αντωνίου και Θεοδοσίου», μου είπε, «σε τρείς ημέρες θα βρίσκεσαι στο μοναστήρι των Σπηλαίων».
Οι Πολόφτσοι δεν κατάλαβαν τη σημασία των λόγων του οσίου. Ο αρχιδεσμοφύλακας νόμισε πως ο αιχμάλωτος είχε την πρόθεση να δραπετεύση. Για να εμποδίση λοιπόν την απόδραση του, τράβηξε το ξίφος και του κατάφερε αλλεπάλληλα χτυπήματα στα πόδια. Ποτάμι άρχισε να τρέχη το αίμα από τις κομμένες φλέβες του γενναίου Νίκωνος, που υπέμεινε το μαρτύριο χωρίς την παραμικρή κραυγή πόνου. Πρίν φύγη ο αιμοβόρος βάρβαρος άφησε ισχυρή φρουρά για τη φύλαξη του. Ήταν έτσι βέβαιος ότι δεν θα μπορούσε να δραπέτευση.
Πέρασαν τρεις ημέρες. Ο φιλάνθρωπος Θεός είχε σταματήσει την αιμορραγία από τα πόδια του αθλοφόρου, αλλά οι πληγές ήταν φρικτές και η μετακίνηση του αδύνατη.
Ξαφνικά, γύρω στο μεσημέρι, οι οπλισμένοι στρατιώτες έχασαν τον όσιο από τα μάτια τους. Είχε γίνει αόρατος! Άκουγαν για λίγο τη φωνή του μόνο να ψέλνη: —Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον!... Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών!...
Σε λίγο όμως δεν άκουγαν ούτε τη φωνή. Ο όσιος είχε φύγει μακριά! Μεταφέρθηκε αυτοστιγμεί αόρατα στην εκκλησία της Κυρίας Θεοτόκου των Σπηλαίων!
Την ώρα εκείνη οι πατέρες τελούσαν τη Θεία Λειτουργία κι έψελναν τα Τυπικά. Σαν είδαν ξάφνου μπροστά τους το μακάριο Νίκωνα, τα έχασαν. Διέκοψαν την ψαλμωδία και τον περικύκλωσαν σαστισμένοι. Με δέος και έκπληξη τον ρωτούσαν:
Αδελφέ, πώς βρέθηκες εδώ; Σε είχαμε για χαμένο. Πώς ήρθες; Τί συνέβη;
Βροχή έπεφταν οι ερωτήσεις επάνω στον όσιο. Εκείνος στην αρχή σιωπούσε, μη θέλοντας ν' αποκάλυψη το θαύμα. Πώς να το κρύψη όμως, όταν οι αδελφοί τον έβλεπαν δεμένο με τα σιδερένια δεσμά, με το σώμα καταπληγωμένο και κυρτωμένο από τις ταλαιπωρίες και την ασιτία, με τα κατακομμένα πόδια;
Όλοι οι πατέρες συνέχισαν να τον ικετεύουν.
Σ' εξορκίζουμε αδελφέ, πες μας όλη την αλήθεια. Μη μας κρύψης τίποτα, για να δοξάσουμε το Θεό και να τιμήσουμε τα θαυμαστά έργα Του!
Τότε ο όσιος διηγήθηκε όλα όσα του συνέβησαν στα χρόνια της αιχμαλωσίας. Παρακάλεσε όμως τους αδελφούς να μην του βγάλουν τα δεσμά, αλλά να τον αφήσουν να τελειώση μ' αυτά την επίγεια ζωή του.
Αλλά επενέβη ο ηγούμενος.
 Αδελφέ, είπε, αν ο Κύριος ήθελε να σε βλέπη μέσα σ' αυτά τα δεσμά, δεν θα σ' ελευθέρωνε θαυματουργικά από την αιχμαλωσία. Κάνε λοιπόν υπακοή και βγάλ' τα.
Ο όσιος δεν έφερε αντίρρηση. Τα μαρτυρικά εκείνα σίδερα μεταφέρθηκαν στην εκκλησία. Αργότερα τα έλιωσαν και τα χρησιμοποίησαν για την κατασκευή βοηθητικών σκευών του ιερού βήματος.
Πέρασε πολύς καιρός. Με τους Πολόφτσους υπογράφθηκε συνθήκη ειρήνης. Πολλοί βάρβαροι ασπάστηκαν τότε την αγία πίστη του Χριστού και βαπτίστηκαν. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν και ο Πολόφτσος έκεινος που κατέκαψε τα πόδια του μακαρίου Νίκωνος.
Όταν ήρθε κάποτε στη μονή των Σπηλαίων για να προσκυνήση, είδε το γερασμένο πια όσιο και τον αναγνώρισε.
Πήγε αμέσως στον ηγούμενο. Με δάκρυα μετανοίας και συντριβής του διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια την ανόσια συμπεριφορά του απένανη στον άγιο του Θεού, και ζήτησε συγχώρηση για τις μεγάλες αμαρτίες που είχε διαπράξει τότε που αγνοούσε την αλήθεια. Ο ηγούμενος δόξασε το Θεό και αφού παρηγόρησε τον Πολόφτσο με συμβουλές και νουθεσίες, του είπε να γυρίση στον τόπο του.
Εκείνος όμως δεν θέλησε να φύγη πια από το μοναστήρι! Έπεσε στα πόδια του ηγουμένου και τον παρακαλούσε με θρήνους να τον δεχτή και να τον συγκαταλέξη στη χορεία των πατέρων της μονής, κάνοντας τον μοναχό.
Συγκινημένος ο ηγούμενος τον κράτησε, τον δοκίμασε αρκετό χρόνο και, αφού τον έκρινε άξιο, του έδωσε το άγιο αγγελικό σχή μα.
Ο Πολόφτσος τελείωσε με μετάνοια την επίγεια ζωή του, υπηρετώντας με αξιοθαύμαστη αυταπάρνηση την αδελφότητα, και ιδιαίτερα τον ανήμπορο πρώην αιχμάλωτο του όσιο Νίκωνα.
Στη μνήμη των πατέρων της Λαύρας ο μακάριος Νίκων έμεινε με την επωνυμία «σουχόι», δηλαδή ξηρός, γιατί από την ασιτία, τη δίψα, τις κακουχίες, τα τραύματα και τις αιμορραγίες αποστεώθηκε και στέγνωσε, «επάγη δέρμα αυτού επί τα οστέα αυτού, εξηράνθη, εγεννήθη ώσπερ ξύλον», κατά τον προφήτη Ιερεμία.
Έτσι σχεδόν εξαϋλωμένος και ασώματος ο όσιος, πολιτευόταν σαν άγγελος πάνω στη γη, φλεγόμενος από αγάπη στο Θεό και λάμποντας σαν ήλιος ακτινοβόλος σ' όλη τη ρωσική γη.
Μετά τη μακαριά κοίμηση του οσίου Νίκωνος, το σεπτό λείψανο του παρέμεινε αμάραντο και άφθαρτο, περιβεβλημένο τη δόξα τ' ουρανού. Αυτή η δόξα περιβάλλει μέχρι σήμερα το τίμιο σκήνωμα, που παραμένει στο σπήλαιο της Λαύρας, μαρτυρώντας με ιάσεις και ποικίλα θαύματα τη μακαριότητα που απολαμβάνει στις ουράνιες μονές η ψυχή του αγίου Νίκωνος κοντά στο Δεσπότη Χριστό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου