Ἕνα Βιβλίο γιὰ Ὅλους τους Χριστιανούς.
Τὸ 1782 ἐκδόθηκε στὴ Βενετία ἕνας ὀγκώδης τόμος στὰ ἑλληνικὰ ποὺ ἔφερε τὸν τίτλο Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν (1). Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐκδόθηκε δὲν εἶχε μεγάλη ἀπήχηση στὸν Ἑλληνορθόδοξο κόσμο, ἐνῷ στὴ Δύση τὸ ἔργο παρέμεινε τελείως ἄγνωστο γιὰ πολὺ καιρό. Ἀναδρομικὰ ὡστόσο, εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ Φιλοκαλία ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες ἑλληνικὲς ἐκδόσεις ποὺ πραγματοποιήθηκαν σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῶν τεσσάρων αἰώνων τῆς Τουρκοκρατίας. Σήμερα, δύο αἰῶνες καὶ πλέον μετὰ τὴν πρώτη της ἔκδοση, ἡ Φιλοκαλία ἐξακολουθεῖ νὰ κυκλοφορεῖ στὸ πρωτότυπο ἀλλὰ καὶ σὲ νεοελληνικὴ μετάφραση. Ἐπίσης, ἔχει μεταφρασθεῖ ὄχι μόνον στὶς γλῶσσες τῶν χωρῶν ποὺ παραδοσιακὰ θεωροῦνται ὀρθόδοξες, ἀλλὰ καὶ στὶς περισσότερες δυτικοευρωπαϊκὲς γλῶσσες. Τόσο τὸ πρωτότυπο ὅσο καὶ οἱ μεταφράσεις ἔχουν κυκλοφορήσει σὲ τακτικὲς ἐπανεκδόσεις στὴ διάρκεια τῶν τελευταίων σαράντα ἐτῶν. Στὴ Μεγάλη Βρετανία καὶ στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, ἀλλὰ καὶ στὶς ἄλλες χῶρες, οἱ πωλήσεις αὐξάνονται κάθε χρόνο. Σὲ πολλοὺς ὀρθόδοξους, ἀλλὰ καὶ σὲ μὴ ὀρθόδοξους κύκλους μιλᾶμε πλέον γιὰ μία «φιλοκαλικὴ» προσέγγιση τῆς θεολογίας ἢ τῆς προσευχῆς, καὶ πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦν αὐτὴ τὴ φιλοκαλικὴ στάση ὡς τὸ πλέον δημιουργικὸ στοιχεῖο τῆς 'Ορθοδοξίας σήμερα.
Ὑπάρχουν ὁρισμένα βιβλία ποὺ μοιάζει σὰν νὰ μὴν ἔχουν γραφτεῖ γιὰ τὴ δική τους ἐποχή, ἀλλὰ γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιές. Τὴν ἐποχὴ τῆς ἔκδοσής τους περνοῦν σχεδὸν ἀπαρατήρητα, ἐνῷ ἡ ἐπίδρασή τους γίνεται, ἐμφανὴς μετὰ ἀπὸ δύο ἢ περισσότερους αἰῶνες. Ἡ Φιλοκαλία εἶναι ἀκριβῶς ἕνα τέτοιο βιβλίο.
Τί εἴδους βιβλίο εἶναι ἡ Φιλοκαλία; Ἡ πρώτη της ἔκδοση, τὸ 1782, κλείνει μὲ μία σελίδα στὰ Ἰταλικά: εἶναι ἡ licenza, δηλαδὴ ἡ ἄδεια δημοσίευσης τὴν ὁποία ὑπογράφουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ λογοκριτὲς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Πάδοβα. Στὴν ἄδεια αὐτὴ γράφουν ὅτι τὸ βιβλίο δὲν περιέχει τίποτε ἀντίθετο στὴν ἁγία καθολικὴ πίστη (contrο la Santa Fede Cattolica), καθὼς καὶ τίποτε ἐνάντια στὶς ἀγαθὲς ἀρχὲς καὶ συνήθειες (contro principi, e buoni costumi)[2]. Ὡστόσο, παρόλο ποὺ ἡ Φιλοκαλία φέρει αὐτὴ τὴ ρωμαιοκαθολικὴ σφραγίδα (imprimatur) δὲν παύει νὰ ἀποτελεῖ ἐντελῶς ὀρθόδοξο βιβλίο. Οἱ τριάντα ἕξι διαφορετικοὶ συγγραφεῖς, τὰ κείμενα τῶν ὁποίων περιλαμβάνονται καὶ τὰ ὁποῖα χρονολογοῦνται ἀπὸ τὸν 4ο ὡς τὸν 15ο αἰώνα, εἶναι ὅλοι Ἕλληνες ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Κασσιανὸ (περ. 430), ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπίσης γνωστὸς ὡς Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος καὶ ὁ ὁποῖος συνέγραψε τὸ ἔργο του στὰ λατινικά. Αὐτὴ ἡ ἐξαίρεση εἶναι περισσότερο φαινομενικὴ παρὰ πραγματική, καθὼς ὁ Κασσιανὸς ἀνατράφηκε στὴ Χριστιανικὴ Ἀνατολὴ καὶ ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Εὐαγρίου τοῦ Ποντικοῦ, ποὺ φοίτησε κοντὰ στοὺς Πατέρες τῆς Καππαδοκίας.
Ποιοὶ ἦταν ὡστόσο οἱ ἐκδότες τῆς Φιλοκαλίας; Στὴ σελίδα τίτλου τῆς ἔκδοσης τοῦ 1782 ἀναγράφεται μὲ μεγάλα στοιχεῖα τὸ ὄνομα τοῦ χορηγοῦ ποὺ κατέστησε δυνατὴ τὴν ἔκδοση τοῦ ἔργου: ...διὰ δαπάνης τοῦ Τιμιωτάτου, καὶ Θεοσεβεστάτου Κυρίου Ἰωάννου Μαυρογορδάτου. (Πρόκειται ἴσως γιὰ τὸν Ἰωάννη Μαυροκορδάτο ποὺ ὑπῆρξε Πρίγκιπας τῆς Μολδαβίας ἀπὸ τὸ 1743 ἕως τὸ 1747). Ὡστόσο, οὔτε στὴ σελίδα τίτλου οὔτε στὶς 1.206 σελίδες τῆς ἀρχικῆς ἔκδοσης γίνεται ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ στοὺς ἐκδότες τοῦ ἔργου. Στὴν πραγματικότητα ὅμως δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία γιὰ τὴν ταυτότητά τους: πρόκειται γιὰ τὸν ἅγιο Μακάριο Κορίνθου (1731-1805) καὶ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη (1749-1809), ποὺ ἦταν καὶ οἱ δύο μέλη τοῦ Κινήματος τῶν Κολλυβάδων(3).
Ποιὸς ἦταν ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ ἅγιοι Μακάριος καὶ Νικόδημος δημοσίευσαν αὐτὴ τὴ μεγάλη συλλογὴ Πατερικῶν κειμένων σχετικὰ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ζωή; Τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 18ου αἰώνα ὑπῆρξε κρίσιμη καμπὴ γιὰ τὴν πολιτισμικὴ ἱστορία τῆς Ἑλλάδας. Παρὰ τὸ ὅτι ἡ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία ἔληξε μὲ τὴν πτώση τῆς Πόλης τὸ 1453, ἡ βυζαντινὴ (ἢ καλύτερα ἡ ρωμαίικη) περίοδος τῆς ἱστορίας τῆς 'Ορθοδοξίας συνεχίστηκε χωρὶς διακοπὴ ἕως τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα. Μὲ αὐτὸ ἐννοῶ ὅτι ἡ 'Ορθόδοξη Ἐκκλησία συνέχισε νὰ παίζει κεντρικὸ ρόλο στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Παρὰ τὶς δυτικὲς ἐπιδράσεις, ρωμαιοκαθολικὲς ἢ προτεσταντικές, ἡ θεολογία συνέχισε νὰ ἀναπτύσσεται κυρίως πάνω στὰ ἀχνάρια τῆς Πατερικῆς σκέψης. Καὶ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες κοιτάζοντας πίσω στὸ παρελθόν, εἶχαν ὡς ἰδεῶδες τους τὴ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου.
Στὴ διάρκεια τῶν τελευταίων δεκαετιῶν τοῦ 18ου αἰώνα ὡστόσο, μία νέα ἰδεολογία ἄρχισε νὰ ἐπικρατεῖ μεταξὺ τῶν λόγιων Ἑλλήνων• τὸ πνεῦμα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Τὸ ὕφος αὐτῆς τῆς νέας νοοτροπίας ἦταν περισσότερο κοσμικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο τῶν Ρωμιῶν, ἂν καὶ ἀρχικὰ τουλάχιστον δὲν ἦταν ρητὰ ἀντιεκκλησιαστικό. Οἱ πρωταγωνιστὲς αὐτοῦ τοῦ κινήματος στράφηκαν πρὸς τὰ πίσω, πιὸ πίσω ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, προβάλλοντας ὡς ἰδεῶδες τὴν Ἀθήνα τοῦ Περικλέους, ποὺ τόσο θαύμαζαν στὴ Δύση. Πρότυπά τους δὲν ἦταν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ οἱ Ἕλληνες συγγραφεῖς τῆς κλασικῆς περιόδου. Αὐτοὶ οἱ ἐκφραστὲς τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ ἐμπνεύστηκαν ὡστόσο, ὄχι μόνον ἀπὸ τὴ δυτικὴ λατρεία γιὰ τὶς κλασικὲς σπουδές, ἀλλὰ γενικότερα ἀπὸ τὴ νοοτροπία τοῦ Διαφωτισμοῦ (Aufklärung), ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Βολταίρου καὶ τῶν Γάλλων Ἐγκυκλοπαιδιστῶν, τῶν ἰδεολόγων τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης (ἡ ὁποία ἄρχισε μόλις ἑπτὰ χρόνια μετὰ τὴ δημοσίευση τῆς Φιλοκαλίας) καὶ ἀπὸ τὸν ψευδό-μυστικισμὸ τῶν Μασόνων.
Εἶναι περιττὸ νὰ προσθέσω ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ φανταστοῦμε τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα ὡς ἐποχὴ ἁπλῆς μετάβασης ἀπὸ τὴ ρωμαίικη παράδοση (ποὺ ξαφνικὰ θὰ ἔφτανε στὸ τέλος καὶ θὰ παραχωροῦσε τὴ θέση της) σὲ ἐκείνη τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Ἀντίθετα, τὸ ρωμαίικο στοιχεῖο συνέχισε νὰ συνυπάρχει μὲ τὸν Νέο Ἑλληνισμὸ στὴν Ἑλλάδα τόσο τοῦ 19ου ὅσο καὶ τοῦ 20ου αἰώνα. Οἱ δυὸ προσεγγίσεις ἐφάπτονται σὲ πολλὰ σημεῖα, μὲ συνέπεια τὴ δημιουργία μιᾶς λεπτῆς καὶ πολύπλοκης μίξης τῶν δύο, ποὺ συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ὁ Ἀλεξάντερ Σολζενίτσιν ἐπισημαίνει στὸ βιβλίο του Τὸ Ἀρχιπέλαγος τῶν Γκούλαγκ ὅτι τὸ σημεῖο διαχωρισμοῦ μεταξὺ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ βρίσκεται στὸ μέσον κάθε ἀνθρώπινης καρδιᾶς (4). Κατὰ τὴν ἴδια ἔννοια μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ σημεῖο διαχωρισμοῦ τοῦ Ρωμιοῦ καὶ τοῦ Ἕλληνα περνάει ἀπὸ τὸ μέσο τῆς καρδιᾶς καθενὸς ἀπὸ ἐμᾶς.
Ἐὰν δεχτοῦμε ὅτι ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς εἶναι ὁ πιὸ διακεκριμένος ἐκπρόσωπος τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, τότε οἱ πιὸ ἐπιφανεῖς ἐκπρόσωποι τοῦ ρωμαίικου, ἢ ἀλλιῶς, τοῦ παραδοσιακοῦ ὀρθόδοξου πνεύματος εἶναι οἱ ἐκδότες τῆς Φιλοκαλίας, ὁ ἅγιος Νικόδημος καὶ ὁ ἅγιος Μακάριος. Μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Κολλυβάδες, οἱ ἅγιοι Νικόδημος καὶ Μακάριος αἰσθάνθηκαν ἀπειλητικὴ τὴ διείσδυση τῶν ἰδεῶν τοῦ Δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ (Aufklärung) στὴν κοινωνία τῆς ἐποχῆς τους. Πίστευαν ὅτὶ ἡ ἀναγέννηση τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἔθνους θὰ μποροῦσε νὰ γίνει πραγματικότητα μόνον μέσα ἀπὸ τὴν ἀναβίωση τῆς μυστικῆς καὶ νηπτικῆς θεολογίας τῶν Πατέρων. Μὴν ἐλπίζετε στὴ νέα ἐκκοσμίκευση τῆς Δύσης, ἔλεγαν στοὺς Ἕλληνες συμπατριῶτες τους. Θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία ἀπογοήτευση. Ἡ μόνη ἐλπίδα ἀναγέννησης εἶναι νὰ ἀνακαλύψουμε ἐξαρχῆς τὶς γνήσιες ρίζες μας στὸ παρελθὸν τῶν Πατέρων καὶ τοῦ Βυζαντίου. Δὲν εἶναι τὸ μήνυμά τους ἐξίσου ἐπίκαιρο σήμερα, ὅσο ἦταν καὶ τὸν 18ο αἰώνα;
Οἱ Κολλυβάδες πρότειναν, λοιπόν, ἕνα μακρόπνοο καὶ ριζικὸ πρόγραμμα ressourcement, δηλαδὴ ἐπιστροφῆς στὶς αὐθεντικὲς ρίζες τοῦ Ὀρθόδοξου Χριστιανισμοῦ. Αὐτὸ τὸ πρόγραμμα εἶχε τρία βασικὰ σκέλη. Κατὰ πρῶτο λόγο, ὅσον ἀφορᾶ στὴ λατρεία, οἱ Κολλυβάδες τόνιζαν τὴ σημασία τῆς πίστης στὴ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Μεταξὺ ἄλλων, ἐπέμεναν στὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων τὴν καθορισμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἡμέρα, δηλαδή, τὸ Σάββατο, καὶ ὄχι τὴν Κυριακή. Ἀπὸ ἐκεῖ προῆλθε καὶ ἡ ὀνομασία Κολλυβάδες ποὺ τοὺς ἀποδόθηκε. Αὐτὸ ὅμως ἦταν ἕνα θέμα σχετικὰ ἥσσονος σημασίας. Πολὺ πιὸ σημαντικὴ ἦταν ἡ ἔμφαση ποὺ ἔδιναν στὴ συχνὴ μετάληψη τῆς Θείας Κοινωνίας. Στὸ θέμα αὐτὸ πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἀντιτάχθηκαν ἔντονα πετυχαίνοντας τελικὰ τὸ διωγμὸ καὶ τὴν ἐξορία τῶν Κολλυβάδων. Κατὰ δεύτερο λόγο, οἱ Κολλυβάδες ἐνδιαφέρονταν γιὰ μία Πατερικὴ ἀναγέννηση τῆς θεολογίας. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ξεκίνησαν ἕνα φιλόδοξο ἐκδοτικὸ πρόγραμμα, στὸ ὁποῖο ἡ ἔκδοση τῆς Φιλοκαλίας ἔπαιξε ἀποφασιστικὸ ρόλο. Κατὰ τρίτο λόγο, ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν Πατερικὴ κληρονομιὰ ἔδωσαν ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴ διδασκαλία τοῦ Ἡσυχασμοῦ καὶ ἰδιαίτερα στὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, τὸν 11ο αἰώνα, καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τὸν 14ο αἰώνα. Ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση ἀποτελεῖ τὴ ζώσα καὶ σφύζουσα καρδιὰ τῆς Φιλοκαλίας καὶ προσδίδει σὲ αὐτὸ τὸ πολυσυλλεκτικὸ ἔργο ἑνιαῖο χαρακτῆρα.
Αὐτὸ εἶναι ἑπομένως τὸ πολιτισμικὸ ὑπόβαθρο τῆς Φιλοκαλίας. Ἀποτελεῖ θεμελιῶδες καὶ ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ ressourcement, τῆς ἐπιστροφῆς στὶς ρίζες τῆς Πατερικῆς παράδοσης ποὺ ἐπεδίωκαν. Οἱ Κολλυβάδες στράφηκαν πρὸς τοὺς Πατέρες, ἀντιμετωπίζοντάς τους ὄχι ὡς ἀρχαιολογικὰ κειμήλια ἑνὸς μακρινοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ ὡς ζωντανοὺς ὁδηγοὺς τῶν σύγχρονών τους Χριστιανῶν. Ἤλπιζαν ὅτι ἡ Φιλοκαλὶα δὲν θὰ ἔμενε στὰ ράφια τῶν ἐπιστημόνων, ἀλλὰ ὅτι θὰ ἄλλαζε τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ πρώτιστος στόχος τῆς Φίλοκαλίας ἦταν πρακτικός.
Κατὰ τὴν ἴδια ἔννοια σημαντικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἅγιοι Νικόδημος καὶ Μακάριος δὲν προόριζαν τὴ Φιλοκαλία ἀποκλειστικὰ γιὰ μοναχούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ λαϊκούς• ὄχι μόνον γιὰ εἰδικούς, ἀλλὰ γιὰ ὅλους τους Χριστιανούς. Τὸ βιβλίο προοριζόταν, ὅπως ἀναφέρεται χαρακτηριστικὰ στὴ σελίδα τίτλου, εἰς κοινὴν τῶν 'Ορθοδόξων ὠφέλειαν. Εἶναι γεγονὸς ὅτι σχεδὸν ὅλα τὰ κείμενα ποὺ ἐμπεριέχονται στὴ Φιλοκαλία εἶναι γραμμένα ἀπὸ μοναχοὺς καὶ ἀρχικὰ προορίζονταν γιὰ ἕνα ἀντίστοιχο κοινό. Εἶναι ἐπίσης γεγονὸς ὅτι, μὲ μόνη ἐξαίρεση ἑπτὰ συνοπτικὰ χωρία ποὺ παρατίθενται στὸ τέλος τοῦ τόμου, ὅλο τὸ ὑπόλοιπο ὑλικὸ ἐκδόθηκε σὲ μεσαιωνικὰ ἑλληνικά, χωρὶς νεοελληνικὴ (δημοτική) μετάφραση, παρὰ τὸ ὅτὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος καὶ ὁ ἅγιος Μακάριος χρησιμοποίησαν τὴ δημοτικὴ στὶς περισσότερες ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐκδόσεις τους. Παρὰ τὶς γλωσσικὲς δυσκολίες σὲ πολλὰ κείμενα τῆς Φιλοκαλίας, εἰδικὰ σὲ ἐκεῖνα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, οἱ ἐκδότες δὲν ἀφήνουν περιθώριο ἀμφισβήτησης τῶν προθέσεων καὶ τῶν ἐλπίδων τους. Στὸν πρόλογό του ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης δηλώνει καθαρὰ ὅτι τὸ ἔργο προορίζεται γιὰ ὅλους: πάντες ὅσοι κλήσεως Ὀρθοδόξου τυγχάνετε μέτοχοι, συνάμα λαϊκοί τε καὶ μοναχοί (5). Εἰδικότερα, ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει ὅτι ἡ προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Παύλου, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε (Α' Θέσ. 5:17) δὲν ἀφορᾶ μόνον σὲ ἐρημίτες ποὺ ἀσκητεύουν σὲ σπηλιὲς ἢ στὶς κορυφὲς τῶν βουνῶν, ἀλλὰ καὶ σὲ ἔγγαμους Χριστιανοὺς μὲ οἰκογενειακὲς ὑποχρεώσεις, σὲ ἀγρότες, ἐμπόρους, δικηγόρους, ἀκόμη καὶ βασιλεῖς... καὶ βασιλεῖς αὐτοί, καὶ ἐν βασιλείοις διατρίβοντες (6). Εἶναι μία παγκόσμια προτροπή. Τὸ κάλλιστο ἀνήκει σὲ ὅλους.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος εἶχε ἐπίγνωση ὅτι κάνοντας γνωστὰ τὰ κείμενα τοῦ Ἡσυχασμοῦ στὸ εὐρύτερο κοινό, καθιστοῦσε τὸν ἑαυτό του εὐάλωτο ἀπέναντι σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἦταν ἕτοιμοι νὰ τοῦ ἀσκήσουν κριτική. Σημειώνει λοιπὸν στὸν πρόλογο:
Ἀλλ' ἐνταῦθα τοῦ λόγου γενομένοις ὑποκρούσειεν ἂν τις ἴσως, μὴ θεμιτόν, εἶναι φάσκων, ἐστὶν ἄττα τῶν ἐν τῇ βίβλῳ δημοσιεύειν ταῖς τῶν πολλῶν ἀκοαῖς ὡς ξενήκουστα• ὅτι, φησί, καὶ κίνδυνός τις ἐκ τούτων παρακολουθεῖ (7).
Ἀλήθεια, δὲν ἐγκυμονοῦσε κάποιον κίνδυνο ἡ διάθεση αὐτῶν τῶν κειμένων σὲ ἔντυπη μορφὴ στὸ εὐρὺ κοινό; Ὁρισμένοι ἴσως ἔπεφταν θύματα πλάνης ἐὰν ἀκολουθοῦσαν τὶς συμβουλὲς αὐτές, χωρὶς τὴν προσωπικὴ καθοδήγηση ἑνὸς πνευματικοῦ. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀντίρρηση ποὺ ἔφερε ὁ σύγχρονος τοῦ ἁγίου Νικόδημου, ἅγιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-1794). Στὴν ἀρχὴ δὲν ἐπέτρεψε τὴν ἔκδοση τῆς μετάφρασης τῆς Φιλοκαλὶας στὰ σλαβονικά, ἀκριβῶς ἐπειδὴ φοβόταν πὼς τὸ βιβλίο μπορεῖ νὰ πέσει σὲ λάθος χέρια. Στὸ τέλος, ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ συμφώνησε στὴν ἔκδοση τῆς Φιλοκαλίας ὑπὸ τὴν πίεση τοῦ μητροπολίτη τῆς Ἁγίας Πετρούπολης, Γαβριήλ (8). Ὁ ἅγιος Μακάριος καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος συμφωνοῦσαν ἀπόλυτα μὲ τὸν Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ σχετικὰ μὲ τὴν τεράστια σημασία τῆς ὑπακοῆς σὲ ἕναν πνευματικὸ πατέρα. Ταυτόχρονα ὅμως ἦταν προετοιμασμένοι γιὰ τὸ ἐγχείρημα τῆς ἔκδοσης τῆς Φιλοκαλίας. Ἂς εἶναι ὁρισμένοι νὰ πέσουν θύματα πλάνης ἐξαιτίας τῆς οἰήσεως καὶ τῆς ὑπερηφανείας τους, ἔγραφε ὁ ἅγιος Νικόδημος. Καὶ συνέχιζε: ἄλλοι ὅμως θὰ ἀποκομίσουν βαθὺ ὄφελος ἂν διαβάσουν τὴ Φιλοκαλία μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πενθικῆς διαθέσεως (9). Ἐάν μᾶς λείπει ὁ γέροντας, ἂς ἐμπιστευθοῦμε ὡς τελευταῖο καταφύγιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς πνευματικὸς ὁδηγός.
Σημειώσεις
1. Σχετικὰ μὲ τὴν πρώτη ἔκδοση τῆς Φιλοκαλίας καὶ τὶς μεταγενέστερες ἐκδόσεις καὶ ἀνατυπώσεις βλ. Kallistos Ware, 'Philocalie', Dictionnaire de Spiritualité 12 (1984), 1336-1352. Γιὰ πληρέστερες βιβλιογραφικὲς ἀναφορὲς βλ. τὶς σημειώσεις τοῦ ἀγγλικοῦ κειμένου ποὺ ἀκολουθεῖ.
2. Γιὰ λόγους προφανεῖς ἢ licenza δὲν ἀνατυπώθηκε στὶς μεταγενέστερες ἐκδόσεις τῆς Φιλοκαλὶας ποὺ κυκλοφόρησαν στὴν Ἀθήνα.
3. Γιὰ βιβλιογραφία βλ. τὸ ἀγγλικὸ κείμενο τῆς διάλεξης.
4. The Gulag Archipelago, 2, Glasgow 1975, 597.
5. Φικολαλία Ι, xxiv. Οἱ παραπομπὲς τῆς Φιλοκαλίας δίνονται στην τρίτη ἑλληνικὴ ἔκδοση τοῦ Ἀστέρος-Παπαδημητρίου (Ἀθήνα, 1957-63) μὲ ἀριθμὸ τόμου καὶ σελίδας.
6. Φιλοκαλία I, xxii. Χωρὶς ἀμφιβολία ὁ ἅγιος Νικόδημος εἶχε ὑπ' ὄψιν του τὴ διαμάχη μεταξὺ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ μοναχοῦ Ἰώβ. Σχετικὰ βλ. Πατριάρχου Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, PG 151: 573Β-574Β, ποὺ παρατίθεται στὴ Φιλοκαλία V, 107.
7. Φιλοκαλία I, xxiii.
8. Dobrotolubiye, Μόσχα 1793. Βλ. Ἀντώνιος-Αἰμίλιος Ταχιάος, «Ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794) καὶ ἡ ἀσκητικοφιλολογικὴ σχολή του» (Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἴμου 73: Θεσσαλονίκη 1964), 113-14.
9. Φιλοκαλὶα I, xxiii-xxiv.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου