Εν τω Φωτί του Προσώπου του Θεού
Ἡ κλήσις τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας
Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε
Ἄς δοῦμε καί τούς ἄλλους μαθητές πού ψάρευαν μαζί μέ τόν Πέτρο. Πλησίαζαν στήν ἀκτή στενοχωρημένοι γιατί δέν εἶχαν πιάσει ψάρια ὁλόκληρη τήν νύκτα. Κάποιος πού εὑρισκόταν στήν ἀμμουδιά-αὐτοί δέν ἤξεραν ὅτι ἦταν ὁ Ἰησοῦς (Ἰωάν.21,4)-τούς λέγει νά ρίξουν τά δίκτυα στά δεξιά τοῦ πλοίου καί αὐτοί ρίχνοντάς τα τά ἐτράβηξαν γεμάτα ψάρια. «Ὁ Κύριος ἐστίν», ἐφώναξε ὁ μαθητής, τόν ὁποῖον ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς. Τόν ἐγνὠρισε μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς ἀγάπης.
Ἡ ἀγάπη σάν κάτι, ἀπό τό ὁποῖον δέν ὑπάρχει τίποτε μεγαλύτερο, μᾶς δίνει μιά γνῶσι πιό τέλεια ἀπό ὅ,τι ἡ πίστις ἐπειδή «πᾶς ὁ ἀγαπῶν γινώσκει τόν Θεόν» (Α΄Ἰωάν.4,7), μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης, ἐνῶ ἡ ἁμαρτία, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά τό πάγωμα τῆς ἀγάπης.
Γι᾿ αὐτό, ὅταν ὁ Σωτήρ βάζει πάλι τόν Πέτρο στήν τιμητική θέσι τοῦ Ἀποστόλου, ἀπό τήν ὁποία ἔπεσε μέ τήν ἄρνησι, τότε τόν ἐρωτᾶ γιά τήν ἀγάπη: «Σίμων, Ἰωνᾶ, ἀγαπᾶς με;»(Ἰωάν.21,16).
Μιλήσαμε στήν ἀρχή γιά τόν πνευμαιτκό ἐκεῖνον πατέρα πού ἔλεγε ὅτι ὅλος ὁ κόπος καί ἡ πνευμαιτκή ἐργασία τοῦ μοναχοῦ εἶναι μάταια, χωρίς τήν πίστι ὅτι ὁ Θεός πάντοτε εὑρίσκεται μπροστά μας. «Ἀλλά βέβαια, πῶς εἶναι δυνατόν ν᾿ ἀποκτηθῆ αὐτός ὁ λογισμός;» τόν ἐρώτησε πάλι ὁ μοναχός.
Καί ὁ Γέροντας τοῦ ἀπάντησε: «αὐτός ὁ λογισμός πραγματοπιεῖται ἀπό τήν πολύ μεγάλη ἀγάπη πρός τόν Θεό, διότι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ κάποιον συνεχῶς τόν φέρνει νοσταλγώντας τον στόν νοῦ του καί τόν βλέπει αὐτόν ἔτσι ὅπως βλέπει τόν ἐαυτό του. Νά ἀγαπᾶς πάντοτε, ν᾿ ἀγαπᾶς χωρίς χορτασμό τόν Κύριο καί τότε ποτέ δέν θά ἀποχωριστῆς ἀπ᾿ αὐτόν τόν λογισμό».
Δέν βλέπουμε καί δέν αἰσθανόμεθα τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ ἀγάπη μας πρός Αὐτόν εἶναι ψυχρή ἤ λείπει ἐντελῶς, ἐπειδή «ὁ ἀγαπῶν γινώσκει τόν Θεόν».
Ἡ ἀδύνατη πίστις κρατοῦσε τούς ὀφθαλμούς τῶν μαθητῶν, ὥστε νά μή ἀναγνωρίζουν τόν Διδάσκαλο, ἐνῶ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀγαπημένου μαθητοῦ τόν γνώρισε. Ἡ πίστις ἑπομένως καί ἡ ἀγάπη μᾶς βοηθοῦν νά δοῦμε καί νά αἰσθανθοῦμε τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος εἶναι πάντοτε μπροστά μας. Αὐτή τήν ἐμπειρία εἶχε ὁ Ψαλμωδός, ὅταν ἔλεγε: «Προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός»(Ψαλμ.15,8). Καί γι᾿ αὐτό ἐξ ἄλλου ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά πλησιάσουμε τόν Κύριο στό εὐχαριστιακό δεῖπνο, «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε».
Ἀλλά ἡ πίστις καί ἡ ἀγάπη εἶναι τά δύο ἄκρα τῆς πνευματικῆς ἀνόδου, τῆς ὁποίας, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, οἱ βαθμίδες εἶναι: πίστις, φόβος Θεοῦ, ἐγκράτεια, ὑπομονή, ἐλπίδα, ἀπάθεια καί ἀγάπη. Ἐπειδή ἡ ἄνοδος ἀπό τήν μία βαθμίδα στήν ἄλλη γίνεται μέ μιά ἀκατάπαυστη ἐργασία κάθαρσης ἀπό τά πάθη, τότε «οἱ καθαροί τῆ καρδίᾳ τόν Θεόν ὄψονται» (Ματ.5,8).
Ἄν κάθε ἀρετή μᾶς βοηθεῖ νά ἰδοῦμε τόν Θεό, μία ἀπ᾿ αὐτές μᾶς βοηθεῖ κατά τρόπο ἐξαιρετικό καί αὐτή εἶναι ἡ προσευχή. Ὅπως μεταξύ δύο προσώπων ὁ διάλογος δημιουργεῖ τό πιό μεγάλο πλησίασμα, ἔτσι καί ἡ προσευχή, ἡ συνομιλία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, μᾶς τοποθετεῖ σέ ἄμεσο καί μεγαλύτερο πλησίασμα τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία πλημμύρισε μέ προσευχές ἕνα τόσο μεγάλο μέρος τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς, γι᾿ αὐτό μᾶς προτρέπει νά προσευχώμεθα ἀκατάπαυστα, ὥστε κάθε ἄνθρωπος νά γίνη ἕνας ἄνθρωπος προσευχῆς, δηλαδή ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δέν προσεύχεται μόνον ὅταν προσεύχεται, κατά τήν ἔκφρασι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ἀλλά ὁλόκληρη ἡ ζωή του εἶναι προσευχή.
Πῶς πρέπει νά γίνεται ἀληθινά ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή μᾶς τό εἶπαν μ᾿ ἕνα πλῆθος διδασκαλιῶν οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς. Σταματῶ μόνο στό σύντομο καί πολύ περιεκτικό ὁρισμό τοῦ ἁγίου Μαξίμου: «Ἔχει ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή-λέγει αὐτός-αὐτό πού ἔχει ὁ νοῦς πού εἶναι προσηλωμένος μέ πολλή εὐλάβεια καί πόθο καί μέ τήν ἐλπίδα κρέμεται ἀπό Ἐκεῖνον καί ἐμπιστεύεται Ἐκεῖνον σέ ὅ,τι κάτι καί σέ ὅ,τι τοῦ συμβαίνει».
«Εὐλάβεια καί πόθος», δηλαδή ἄπειδη ἀγάπη στόν Θεό, ὥστε νά μπορῆ νά λέγη μαζί μέ τόν Ψαλμωδό: «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου» (Ψαλμ.62,9). Κατόπιν «ἐλπίδα καί ἐμπιστοσύνη» ὁλοκληρωτική στόν Θεό σ᾿ὅλες τίς περιστάσεις τῆς ζωῆς. Ἀδιάλειπτη προσευχή ἑπομένως σημαίνει κάτι περισσότερο ἀπό μία ἀκατάπαυστη ἐργασία προσευχῆς, μία προσευχή μέ πίστι ἰσχυρή, μέ ἀγάπη ἀπεριόριστη, μέ τόν νοῦ προσηλωμένο στόν Θεό, «μέ βαθειά συγκέντρωσι στήν καρδιά, μέσα σέ μιά κατάστασι βαθειᾶς αἰσθήσεως τῆς καρδίας καί ρίγους ὁλοκλήρου τῆς φύσεως» (π.Δημ. Στανιλοάε).
Ὁ σύνδεσμος στήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί στήν αἴσθησι τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ εἶναι κάτι πολύ περισσότερο ἀπό ἐμφανής.
Καί τά δύο θεμελιώνονται στήν πίστι καί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί εὑρίσκουν τό πλήρωμά τους τό ἕνα στό ἄλλο. Διότι τό νά αἰσθάνεται κανείς τόν Θεό ἀδιάκοπα παρόντα σημαίνει τό νά εὑρίσκεται σέ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἐνῶ ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή σημαίνει νά εὑρίσκεσαι ἀκατάπαυστα μέσα στήν παρουσία του. «Ἡ προσευχή ἀνατέλλει ἀπό τήν ὅρασι καί αἴσθησι τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί ἐπί πλέον δυναμώνει αὐτή τήν ὅρασι»(π. Δημ. Στανιλοάε). Ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἔζησαν δυνατά τήν ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί οἱ ἀποκαλύψεις καί τά θεῖα ὁράματα πού εἶχαν, μόνο μέσα στήν κατάστασι τῆς προσευχῆς τά εἶχαν.
Ἡ πορεία μπροστά στόν Θεό, ὅπως καί ἡ προσευχή, ἔχουν βαθειά ἐπακόλουθα στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ προσπάθεια γιά κάθε καλό ἔργο, ὅπως καί ὁ φόβος καί ἡ μέ προσοχή ἀποφυγή τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ἐπακόλουθα ἄμεσα αὐτοῦ τοῦ πράγματος. «Ὁ ἐργάτης, ὁ ὁποῖος γνωρίζει ὅτι τόν βλέπει ὁ ἀνώτερός του, μέ πιό πολλή προθυμία ἐργάζεται στήν ἐργασία του. Ὁ ἄνθρωπος, πού ὅπως εἶναι φυσικό, προφυλάσσεται ἀπό τό νά κάνη τό κακό μπροστά σέ ἄλλον, πολύ περισσότερο θά προφυλαχθῆ ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀφοῦ ξέρει ὅτι πάντοτε εὑρίσκεται μέσα στήν παρουσία τοῦ Θεοῦ». Ὅποιος προσπαθεῖ ν᾿ ἀποκτήση αὐτή τήν ἐμπειρία, λέγει ὁ ἴδιος ὁ πνευματικός πατέρας, πού ἀναφέραμε προηγουμένως, εἶναι ἤπιος καί ταπεινός στήν καρδία, ἔχει βαθειά εἰρήνη στήν ψυχή, εἶναι ὑπομονετικός στίς θλίψεις, ἀνεμπόδιστος στόν δρόμο τῆς ζωῆς, ἔχει τήν χαρά τῆς ἐλπίδος καί εἶναι ἄφοβος γιά τό τέλος του».
Γι᾿ αὐτό οἱ πνευματικοί πατέρες στήν προσπάθεά τους ν᾿ ἀποκτήσουν αὐτό τόν λογισμό, ἔκαναν μιά ἀλάνθαστη πνευματική μέθοδο γιά τήν σωτηρία, ὅπως λέγει καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος: «ὅπου δήποτε πηγαίνεις νά ἔχης πάντοτε πρό ὀφθαλμῶν σου τόν Θεόν καί θά σωθῆς». Κάποιος πάλι πού ἀξιώθηκε νά γλυκανθῆ ἀπ᾿ αὐτή τήν ὅρασι, μᾶς προτρέπει θερμά: «Προσπάθησε ὅλη σου τήν ζωή νά τήν αἰσθάνεσαι, νά ξετυλίγεται κάτω ἀπό τό βλέμμα του».
Ὅταν τόν ἀκοῦς νά ὁμιλῆ στό ἱερό Εὐαγγέλιο, γίνε ὅπως τά πλήθη ἐκεῖνα πού ἀκούγοντάς τον ξεχνοῦσαν τήν πεῖνα καί τήν δίψα, ἤ ὅπως ἡ Μαρία, ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου, πού ἐγκαταλείποντας τά πάντα, ροφοῦσε τά θεῖα λόγια καθισμένη κοντά στά πόδια του (Λουκ.10,40).
Ὅταν βαδίζης στόν δρόμο, βλέπε τον νά σέ συνοδεύη πλάϊ σου γιά νά μή σκοντάψης καί ἡ καρδιά σου νά φλέγεται περισσότερο ἀπό τήν καρδιά τοῦ Λουκᾶ καί τοῦ Κλεόπα.
Ὅταν ὁ ἐχθρός σέ στροβιλίζει μέ τήν θύελλα τῶν πειρασμῶν, νά δῆς τόν ἑαυτόν σου μέσα στό καράβι πού κινδυνεύει νά βυθισθῆ μαζί μέ τούς μαθητές καί νά μή ἀμφιβάλης ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι μπροστά καί ξαφνικά θά εἰρηνεύση τήν φουρτοῦνα καί θά φέρη τήν γαλήνη.
Ἐνῶ, ὅταν ἀξιώνεσαι νά τόν δεχθῆς μέσα στόν οἶκον σου κατά τήν Θεία Κοινωνία, λέγε, ὅπως ὁ Ζακχαῖος, μέ βαθειά ταπείνωσι καί εὐγνωμοσύνη: «Πῶς νά σ᾿ εὐχαριστήσω, ὅπως πρέπει, Κύριε, γιά τήν τόσο μεγάλη τιμή πού μοῦ ἔκανες νά εἰσέλθης στόν οἶκο μου;»
Ἐπέμενε νά αἰσθάνεσαι διαρκῶς μέσα σου τήν παρουσία του, ἀφοῦ εἶναι μπροστά μας καί δέν εἶναι δύσκολο νά αἰσθανώμεθα τήν παρουσία του, μόνο νά ἔχουμε καθαρή καρδιά, πίστι καί ἀγάπη. Μιά ἁπλή γριά ἔλεγε στόν Πνευματικό της: «Ἐγώ, πάτερ, εἶμαι ἄχρηστη γυναῖκα. Δέν γνωρίζω γράμματα, ἀλλά κάνω τίς δουλειές μου σάν νά εἶμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὅταν πλένω τά ροῦχα μου λέγω: «Κύριε, πλύνε τήν ψυχή μου ἀπό τίς ἁμαρτίες, ὅπως πλένω κι ἐγώ αὐτά τά ροῦχα, γιά νά ἀρέσω κι ἐγώ σέ Σένα, ὅπως ἀρέσουν καί σέ μένα τά ἄσπρα καί καθαρά ροῦχα. Ὅταν σκουπίζω τό σπίτι λέγω: «Σκούπισε, Κύριε, ἀπό τήν ψυχή μου τά σκουπίδια τῶν ἁμαρτιῶν γιά νά ἀρέσω σέ Σένα, ὅπως ἀρέσει καί σέ μένα τό καλά σκουπισμένο σπίτι. Ἔτσι, λέγω καί γιά ὁ,τιδήποτε ἄλλο».
Γι᾿ αὐτό καί οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοί ἐναντιώνονται σθεναρά στό νά μή τούς ἐκσυγχρονίσουν τό Ἅγιον Ὄρος, γιατί στούς μακρεῖς καί δυσκολοδιάβατους δρόμους αὐτοί δέν βαδίζουν μόνοι, ἀλλά μαζί μέ τόν Κύριο καί Δεσπότη, τόν Γλυκύτατο Ἰησοῦ, μέ τόν ὁποῖον εὑρίσκονται σέ μυστική συνομιλία, πού δέν θά ἤθελαν ποτέ νά τελειώσουν. Ἐνῶ στά πτωχά κελλιά, πού εὑρίσκονται στίς ἀπρόσιτες κορυφές τοῦ Ἄθω, συχνά ἀργά τά μεσάνυκτα δέχονται τόν Μεγάλο φιλοξενούμενο Ἰησοῦ Χριστό...
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι στήν ζωή αὐτή ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή δέν εἶναι ἀκόμη ἀδιάλειπτη καί ἡ θέα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὡς «ἐν ἐσόπτρῳ καί αἰνίγματι».
Αὐτά τά βιώματα εἶναι ἀτελῆ καί ἀποσπασματικά, ἀκόμη καί γι᾿ αὐτούς πού ἀξιώνονται κατά τρόπο ἐξαιρετικό νά ἔχουν αὐτές τίς ἐμπειρίες. Ἀλλά αὐτά εἶναι ἕνας ἀρραβῶνας μιᾶς τελείας καταστάσεως, ὅταν θά συναντηθοῦμε μέ τόν Κύριο «πρόσωπο πρός πρόσωπο», ὅταν καί ἡ θέα καί ἡ συνομιλία μέ Ἐκεῖνον θά εἶναι χωρίς τέλος, καθώς καί ἡ ἀνέκφραστη ἀπόλαυσι τῶν δικαίων, ὅπως ὁμολογεῖ κάποιος ὁ ὁποῖος γεύθηκε ἀπ᾿αὐτές τίς καταστάσεις: «Ἐγώ, ἀδελφοί, δέν μπόρεσα νά βρῶ τίποτε γλυκύτερο καί καλλίτερο ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ὅπου εὑρίσκεται τό Πρόσωπό του, ἐκεῖ εἶναι καί ὁ παράδεισος, ἐκεῖ ἡ χαρά καί «ἀγαλλίασις πάντων εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».(Νεάγκου Μπασαράμπ, διδασκαλία πρός τόν υἱόν αὐτοῦ Θεοδόσιον».
***
Μετάφρασις ἀπό μοναχό Δαμασκηνό Γρηγοριάτη. Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.
Ἐπιμέλεια κειμένου Ἀναβάσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου