Ὁ Γέροντας Ἀναστάσιος Κουδουμιανός
κοιμήθηκε τήν Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013 καί ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία του
ἐψάλη τήν ἑπομένη ἡμέρα, 3 Δεκεμβρίου, στήν Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ τῆς Ἱερᾶς
Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας, στήν ὁποία ἦταν Ἱερομόναχος,
παρόντων τῶν Σεβ. Μητροπολιτῶν Γορτύνης κ. Μακαρίου καί Ἀρκαλοχωρίου κ.
Ἀνδρέου, Κληρικῶν, Μοναχῶν καί πλήθους λαοῦ.
Στήν
συνέχεια θά καταγράψω μερικές πληροφορίες ἀπό τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς
ἐπιγείου ζωῆς του καί τά σχετικά ἀπό τήν συνάντησή μου μαζί του στό
Νοσοκομεῖο. Ἐλπίζω δέ καί πιστεύω ὅτι ὁ Ἡγούμενος καί οἱ Πατέρες τῆς
Μονῆς Κουδουμᾶ καθώς καί ὁ Ἀρχιμ. π. Ἀντώνιος Φραγκάκης θά γράψουν γιά
τόν ὑπέροχο αὐτόν ὅσιο μοναχό, γιά τήν ὁσιακή ζωή του, τίς ἀλλοιώσεις
τῆς καρδίας του, τίς ἀναβάσεις τοῦ πνεύματός του καί τίς θεόσοφες
διδαχές του.
Ἐμπειρικός θεολόγος
Ὁ Γέροντας Ἀναστάσιος ἦταν μιά πατερική
φυσιογνωμία, διέθετε ἐμπειρική θεολογία, ἀλλά γνώριζε πολύ καλά καί τήν
θεολογία τῶν Πατέρων καί ἐκφραζόταν θεολογικά καί συγκροτημένα, ἄν καί
δέν εἶχε τελειώσει τό Δημοτικό Σχολεῖο. Ὅμως ἡ μοναχική του ζωή, ἡ
ἄσκησή του στά σπήλαια, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή πού εἶχε καί οἱ ποικίλες
ἐπισκέψεις τῆς θείας Χάριτος ἐπάνω του τοῦ ἔδωσαν θαυμαστή θεολογική
γνώση.
Τόν γνώρισα διά μέσου τοῦ π. Ἀντωνίου Φραγκάκη, εἶχα δέ μιά τηλεφωνική ἐπικοινωνία μαζί του, μοῦ διεβίβαζε τίς εὐχές καί τίς ἀπόψεις του καί θαύμαζα γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐκφραζόταν, πού ἦταν ἀπόρροια τῆς χαρισματικῆς του θεολογίας, ἀλλά καί τῆς μελέτης τῶν βιβλίων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μέσα ἀπό τήν δική του πείρα. Μιλοῦσε μέ ἕναν καταπληκτικό τρόπο, δηλαδή «ἁλιευτικῶς καί οὐκ ἀριστοτελικῶς». Διάβαζε τά βιβλία μου καί ἐξέφραζε τίς ἀπόψεις του. Μέ ἀγαποῦσε καί τόν σεβόμουν πολύ. Λάμβανα ὑπ' ὄψη μου τόν λόγο του, γιατί ἦταν ἕνας θεόσοφος Ἱερομόναχος.
Παλαιότερα ἄκουσα μιά ἠχογραφημένη προφορική ὁμιλία του πού ἔκανε σέ προσκυνητές τῆς Μονῆς στήν ὁποία ἀνέπτυσσε μέ καταπληκτικό τρόπο τήν δυαδική σχέση μεταξύ ἡδονῆς καί ὀδύνης, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή. Δέν ἦταν ὁμιλία προετοιμασμένη, ἀλλά ἐξερχόταν μέσα ἀπό τήν πείρα του καί τίς γνώσεις του. Ἀκούγοντας τήν ὁμιλία αὐτή θαύμασα γιά τόν ρέοντα πατερικό λόγο, πού ἦταν ἀπόλυτα ἀφομοιωμένος ἀπό τόν Γέροντα, διέγνωσα καθαρότατα ὅτι ὁ λόγος του, καίτοι ὁ ἴδιος δέν εἶχε σπουδάσει θεολογία, ἦταν κατ' ἐξοχήν θεολογικός, συγκροτημένος καί θεραπευτικός.
Τόν γνώρισα διά μέσου τοῦ π. Ἀντωνίου Φραγκάκη, εἶχα δέ μιά τηλεφωνική ἐπικοινωνία μαζί του, μοῦ διεβίβαζε τίς εὐχές καί τίς ἀπόψεις του καί θαύμαζα γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐκφραζόταν, πού ἦταν ἀπόρροια τῆς χαρισματικῆς του θεολογίας, ἀλλά καί τῆς μελέτης τῶν βιβλίων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μέσα ἀπό τήν δική του πείρα. Μιλοῦσε μέ ἕναν καταπληκτικό τρόπο, δηλαδή «ἁλιευτικῶς καί οὐκ ἀριστοτελικῶς». Διάβαζε τά βιβλία μου καί ἐξέφραζε τίς ἀπόψεις του. Μέ ἀγαποῦσε καί τόν σεβόμουν πολύ. Λάμβανα ὑπ' ὄψη μου τόν λόγο του, γιατί ἦταν ἕνας θεόσοφος Ἱερομόναχος.
Παλαιότερα ἄκουσα μιά ἠχογραφημένη προφορική ὁμιλία του πού ἔκανε σέ προσκυνητές τῆς Μονῆς στήν ὁποία ἀνέπτυσσε μέ καταπληκτικό τρόπο τήν δυαδική σχέση μεταξύ ἡδονῆς καί ὀδύνης, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή. Δέν ἦταν ὁμιλία προετοιμασμένη, ἀλλά ἐξερχόταν μέσα ἀπό τήν πείρα του καί τίς γνώσεις του. Ἀκούγοντας τήν ὁμιλία αὐτή θαύμασα γιά τόν ρέοντα πατερικό λόγο, πού ἦταν ἀπόλυτα ἀφομοιωμένος ἀπό τόν Γέροντα, διέγνωσα καθαρότατα ὅτι ὁ λόγος του, καίτοι ὁ ἴδιος δέν εἶχε σπουδάσει θεολογία, ἦταν κατ' ἐξοχήν θεολογικός, συγκροτημένος καί θεραπευτικός.
Μέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά συναντηθῶ μαζί του τόν προηγούμενο Ἀπρίλιο (15-4-2013), ὅταν τόν ἐπισκέφθηκα στήν Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ καί εἴχαμε μιά πολύ ἐνδιαφέρουσα συζήτηση, τήν ὁποία θά δημοσιοποιήσω ἀργότερα. Ἐντυπωσιάσθηκα ἀπό τήν ἐμπειρική γνώση τήν ὁποία διέθετε, τόν θεολογικό του λόγο, τήν διεισδυτική ματιά του, τό φωτεινό πρόσωπό του καί τήν ὅλη παρουσία του. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον τοῦ ἀφιέρωσα τό τελευταῖο βιβλίο τό ὁποῖο κυκλοφόρησα μέ τίτλο «Θεολογία γεγονότων», μέ τά ἑξῆς λόγια:
«Στόν σεβαστό Γέροντα π. Ἀναστάσιο Κουδουμιανό πνευματικό ἀντίδωρο στό θεολογικό δῶρο τῆς πολλῆς ἀγάπης του».
Ὅταν ἔστειλα τό βιβλίο στόν Γέροντα, τοῦ ἔγραψα:
«Σεβαστέ π. Ἀναστάσιε,
Βρίσκομαι στήν Ἀθήνα γιά τίς Συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Πρό ὀλίγου βγῆκε ἀπό τό τυπογραφεῖο τό νέο βιβλίο μέ τίτλο «Θεολογία γεγονότων» καί Σᾶς στέλλω τό πρῶτο ἀντίτυπο μέ βαθύ σεβασμό καί ἐν Χριστῷ ἀγάπη. Ὃπως θά διαπιστώσετε τό βιβλίο αὐτό τό ἀφιερώνω σέ Σᾶς, γιατί εἶσθε ἓνα θεολογικό γεγονός στήν ἐποχή μας.
Βέβαια, δέν εἶναι ὃλα τά κεφάλαια τοῦ βιβλίου στό ἐπίπεδο πού Σᾶς ἁρμόζει. Ὑπάρχουν ὃμως κεφάλαια, ὅπως «ἡ νηπτική καί κοινωνική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου» καί τά κείμενα τοῦ Δ΄ μέρους τοῦ βιβλίου πού ἀναφέρονται στήν «ἐμπειρία μαρτυρίου καί θεώσεως» σελίδες 427 καί ἑξῆς, πού προσιδιάζουν σέ Σᾶς.
Γνωρίζετε ὅτι Σᾶς σέβομαι πολύ, συγκινοῦμαι ἀπό τούς πνευματικούς Σας ἀγῶνες, ἀναγνωρίζω τήν ἐμπειρική Σας διδασκαλία. Εἶσθε μιά θεολογική μαρτυρία στήν ἐποχή μας καί δοξάζω τόν Θεό πού Σᾶς γνώρισα. Γιά μένα ἡ ἐπικοινωνία μαζί Σας ἦταν πανηγύρι.
Παρακαλῶ θερμά νά εὔχεσθε στόν Θεό γιά μένα νά παραμένω στήν ζωντανή παράδοση τῶν θεουμένων ἁγίων μας καί δι’ εὐχῶν Σας, νά φλέγεται ἡ καρδιά μου ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν προσευχή, καί κυρίως νά βρῶ ἔλεος ἀπό τόν Κύριο μας.
Εὔχομαι στόν Θεό νά Σᾶς κρατήση ἀκόμα ἀνάμεσά μας γιά νά μᾶς ἐνισχύετε μέ τόν λόγο Σας, τήν ζωή Σας καί τήν προσευχή Σας.
Μέ ἐνδιαφέρει κυρίως νά συμμετάσχω στήν οὐράνια ἄκτιστη Λειτουργία, ἔστω καί στήν τάξη «τῶν κατηχουμένων», νά χαίρομαι μέ τήν χαρά τῶν ἄλλων. Προσευχηθῆτε γι΄ αὐτό. Δέν μέ ἐνδιαφέρει τίποτε ἄλλο περισσότερο.
Μέ βαθύτατο σεβασμό
+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου Ἱερόθεος».
Βρίσκομαι στήν Ἀθήνα γιά τίς Συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Πρό ὀλίγου βγῆκε ἀπό τό τυπογραφεῖο τό νέο βιβλίο μέ τίτλο «Θεολογία γεγονότων» καί Σᾶς στέλλω τό πρῶτο ἀντίτυπο μέ βαθύ σεβασμό καί ἐν Χριστῷ ἀγάπη. Ὃπως θά διαπιστώσετε τό βιβλίο αὐτό τό ἀφιερώνω σέ Σᾶς, γιατί εἶσθε ἓνα θεολογικό γεγονός στήν ἐποχή μας.
Βέβαια, δέν εἶναι ὃλα τά κεφάλαια τοῦ βιβλίου στό ἐπίπεδο πού Σᾶς ἁρμόζει. Ὑπάρχουν ὃμως κεφάλαια, ὅπως «ἡ νηπτική καί κοινωνική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου» καί τά κείμενα τοῦ Δ΄ μέρους τοῦ βιβλίου πού ἀναφέρονται στήν «ἐμπειρία μαρτυρίου καί θεώσεως» σελίδες 427 καί ἑξῆς, πού προσιδιάζουν σέ Σᾶς.
Γνωρίζετε ὅτι Σᾶς σέβομαι πολύ, συγκινοῦμαι ἀπό τούς πνευματικούς Σας ἀγῶνες, ἀναγνωρίζω τήν ἐμπειρική Σας διδασκαλία. Εἶσθε μιά θεολογική μαρτυρία στήν ἐποχή μας καί δοξάζω τόν Θεό πού Σᾶς γνώρισα. Γιά μένα ἡ ἐπικοινωνία μαζί Σας ἦταν πανηγύρι.
Παρακαλῶ θερμά νά εὔχεσθε στόν Θεό γιά μένα νά παραμένω στήν ζωντανή παράδοση τῶν θεουμένων ἁγίων μας καί δι’ εὐχῶν Σας, νά φλέγεται ἡ καρδιά μου ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν προσευχή, καί κυρίως νά βρῶ ἔλεος ἀπό τόν Κύριο μας.
Εὔχομαι στόν Θεό νά Σᾶς κρατήση ἀκόμα ἀνάμεσά μας γιά νά μᾶς ἐνισχύετε μέ τόν λόγο Σας, τήν ζωή Σας καί τήν προσευχή Σας.
Μέ ἐνδιαφέρει κυρίως νά συμμετάσχω στήν οὐράνια ἄκτιστη Λειτουργία, ἔστω καί στήν τάξη «τῶν κατηχουμένων», νά χαίρομαι μέ τήν χαρά τῶν ἄλλων. Προσευχηθῆτε γι΄ αὐτό. Δέν μέ ἐνδιαφέρει τίποτε ἄλλο περισσότερο.
Μέ βαθύτατο σεβασμό
+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου Ἱερόθεος».
Ὁ Γέροντας Ἀναστάσιος, μόλις ἔλαβε τό βιβλίο καί τό γράμμα εἶπε:
«Νά μεταφέρετε στόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου τά βαθύτατα σέβη μου, τήν εὐγνωμοσύνη καί τήν πολλή μου ἀγάπη. Ἀντιλαμβάνεται προφανῶς πόσο τόν σέβομαι καί τόν ἀγαπῶ καί ἀφιέρωσε τό πνευματοφόρο του σύγγραμμα στήν εὐτέλειά μου. Δέν ὑπάρχει ἀναλογία ἀνάμεσα στό θεολογικό βάρος τοῦ βιβλίου καί στήν δική μου κουφότητα. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, τό δέχομαι ὡς ἔκφραση τῆς ἀγάπης του».
Ὅταν δέ τό διάβασε εἶπε συγκινημένος:
«Νά μεταφέρετε στόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου τά βαθύτατα σέβη μου, τήν εὐγνωμοσύνη καί τήν πολλή μου ἀγάπη. Ἀντιλαμβάνεται προφανῶς πόσο τόν σέβομαι καί τόν ἀγαπῶ καί ἀφιέρωσε τό πνευματοφόρο του σύγγραμμα στήν εὐτέλειά μου. Δέν ὑπάρχει ἀναλογία ἀνάμεσα στό θεολογικό βάρος τοῦ βιβλίου καί στήν δική μου κουφότητα. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, τό δέχομαι ὡς ἔκφραση τῆς ἀγάπης του».
Ὅταν δέ τό διάβασε εἶπε συγκινημένος:
«Νά μεταφέρετε στόν ἅγιο Ναυπάκτου τά
βαθύτατα σέβη μου καί τίς εὐχαριστίες μου. Ἔκλαψα, συγκινήθηκα πολύ.
Ποιός εἶμαι ἐγώ ὁ εὐτελής, νά τοῦ ἀφιερώνουν τόσο σημαντικά βιβλία, καί
ἕνας τέτοιος συγγραφέας; Τό δέχομαι μόνο ὡς ἔκφραση τῆς ἀγάπης του.
Κατασπάζομαι καί τά δύο του χέρια. Τόν εὐχαριστῶ «πάλιν καί πολλάκις».
Τό διάβασα, τό ρούφηξε ἡ καρδιά μου...».
Οἱ μοναχοί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ εἶπαν:
«Τό βιβλίο τοῦ Ἁγίου Ναυπάκτου ἦταν τό τελευταῖο πού μελέτησε ὁ Γέροντας, ἐνῶ ἐπίκειτο ἡ εἰσαγωγή του στό Νοσοκομεῖο γιά τήν χολή, πρίν ὑποστῆ τό τραῦμα στό ἰσχύον. Ἤθελε πρῶτα νά τό διαβάση, τό μελέτησε, χάρηκε πολύ, καί μετά ἀπό ἐλάχιστες ἡμέρες εἰσήχθη ὁριστικά στό Νοσοκομεῖο. Ἦταν τό τελευταῖο θεολογικό πόνημα στό ὁποῖο ἐντρύφησε, αὐτός ὁ θεολογικότατος νοῦς καί θεοειδέστατος...».
«Ὁ Γέροντας τίς τελευταῖες νύχτες ἀγρυπνοῦσε ἐξ ὁλοκλήρου, ἐκτενής προσευχή. Ἀπό τίς 11 τό βράδυ μέχρι τίς 7 τό πρωΐ. Μετά ἀνέμενε ἤρεμος, ὅπως πάντα, καί γλυκύτατος τήν θεία Κοινωνία. Μέ δάκρυα κοινωνοῦσε. Ψέλιζε λόγια καρδιακῆς ἀγάπης στόν Χριστό, ὅπως "ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου", "φάρμακον ἀθανασίας", "ἀντίδοτο τοῦ μή ἀποθανεῖν". Σιωπή τό πλεῖστον, ἔπειτα, καί εὐχή. Μελέτησε ἐνθουσιασμένος τό βιβλίο τοῦ ἀγαπημένου του Μητροπολίτου Ναυπάκτου. ... Ἀπό τά Μυστήρια πού ζοῦσε λίγα μᾶς εἶπε. Εἶπε στόν π. Ἰλαρίωνα: "Ἦρθε ὁλοζώντανα ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Συνομιλήσαμε". "Εἶμαι σέ κατάσταση ἐξόδου... Μικρή παράταση ἔλαβα... Εὔχεσθε νά βρεθῶ στό Φῶς"».
Ἔλαβα δύο σημαντικά μηνύματα πού δείχνουν τήν πνευματική ὡριμότητα τοῦ Γέροντα. Ζοῦσε τήν ἐσωτερική νοερά λειτουργία, παράλληλα μέ τήν θεία Λειτουργία καί συγχρόνως ποθοῦσε τήν «ἄνω λαμπροφορία».
«Εἶπε ὁ Γέροντας: "Ἔχει λυσσάξει ὁ δαίμονας… Δέν περιγράφονται ὅσα μοῦ κάνει, εἰδικά τίς νύχτες… Αὐτά βέβαια ἐξωτερικά… Ἐσωτερικά λειτουργεῖ ὁ νοῦς στό Ἐκκλησάκι τῆς βαθείας καρδίας… Κάθε πρωΐ ἡ νοερά καρδιακή Λειτουργία ἀναμένει τόν καρπό τῆς ὀρθρινῆς Λειτουργίας τοῦ Μοναστηριοῦ. Τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ… Ὁ εἰρηνάρχης Χριστός ἐνθρονίζεται μέσα στήν καρδιά… Τελεία κατάπαυσις…"».
«Εἶπε ὁ Γέροντας: "Ἐπείγομαι νά ἀναχωρήσω ἀπό τόν κόσμο τῆς φθορᾶς. Δέν θέλω νά δῶ καί τά ἐπερχόμενα δεινά. Θά βρεθῆ θέσις ὅμως δι' ἐμέ τόν ἀνάξιον εἰς τήν ἄνω φωτοφορίαν; Παρακαλῶ τόν ἅγιον Μητροπολίτη Ναυπάκτου νά εὔχεται γιά τήν ἔξοδό μου ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο καί τήν σωτηρία μου"».
Μακάριζα τόν Γέροντα καί δόξαζα τόν Θεό!
Οἱ μοναχοί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ εἶπαν:
«Τό βιβλίο τοῦ Ἁγίου Ναυπάκτου ἦταν τό τελευταῖο πού μελέτησε ὁ Γέροντας, ἐνῶ ἐπίκειτο ἡ εἰσαγωγή του στό Νοσοκομεῖο γιά τήν χολή, πρίν ὑποστῆ τό τραῦμα στό ἰσχύον. Ἤθελε πρῶτα νά τό διαβάση, τό μελέτησε, χάρηκε πολύ, καί μετά ἀπό ἐλάχιστες ἡμέρες εἰσήχθη ὁριστικά στό Νοσοκομεῖο. Ἦταν τό τελευταῖο θεολογικό πόνημα στό ὁποῖο ἐντρύφησε, αὐτός ὁ θεολογικότατος νοῦς καί θεοειδέστατος...».
«Ὁ Γέροντας τίς τελευταῖες νύχτες ἀγρυπνοῦσε ἐξ ὁλοκλήρου, ἐκτενής προσευχή. Ἀπό τίς 11 τό βράδυ μέχρι τίς 7 τό πρωΐ. Μετά ἀνέμενε ἤρεμος, ὅπως πάντα, καί γλυκύτατος τήν θεία Κοινωνία. Μέ δάκρυα κοινωνοῦσε. Ψέλιζε λόγια καρδιακῆς ἀγάπης στόν Χριστό, ὅπως "ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου", "φάρμακον ἀθανασίας", "ἀντίδοτο τοῦ μή ἀποθανεῖν". Σιωπή τό πλεῖστον, ἔπειτα, καί εὐχή. Μελέτησε ἐνθουσιασμένος τό βιβλίο τοῦ ἀγαπημένου του Μητροπολίτου Ναυπάκτου. ... Ἀπό τά Μυστήρια πού ζοῦσε λίγα μᾶς εἶπε. Εἶπε στόν π. Ἰλαρίωνα: "Ἦρθε ὁλοζώντανα ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Συνομιλήσαμε". "Εἶμαι σέ κατάσταση ἐξόδου... Μικρή παράταση ἔλαβα... Εὔχεσθε νά βρεθῶ στό Φῶς"».
Ἔλαβα δύο σημαντικά μηνύματα πού δείχνουν τήν πνευματική ὡριμότητα τοῦ Γέροντα. Ζοῦσε τήν ἐσωτερική νοερά λειτουργία, παράλληλα μέ τήν θεία Λειτουργία καί συγχρόνως ποθοῦσε τήν «ἄνω λαμπροφορία».
«Εἶπε ὁ Γέροντας: "Ἔχει λυσσάξει ὁ δαίμονας… Δέν περιγράφονται ὅσα μοῦ κάνει, εἰδικά τίς νύχτες… Αὐτά βέβαια ἐξωτερικά… Ἐσωτερικά λειτουργεῖ ὁ νοῦς στό Ἐκκλησάκι τῆς βαθείας καρδίας… Κάθε πρωΐ ἡ νοερά καρδιακή Λειτουργία ἀναμένει τόν καρπό τῆς ὀρθρινῆς Λειτουργίας τοῦ Μοναστηριοῦ. Τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ… Ὁ εἰρηνάρχης Χριστός ἐνθρονίζεται μέσα στήν καρδιά… Τελεία κατάπαυσις…"».
«Εἶπε ὁ Γέροντας: "Ἐπείγομαι νά ἀναχωρήσω ἀπό τόν κόσμο τῆς φθορᾶς. Δέν θέλω νά δῶ καί τά ἐπερχόμενα δεινά. Θά βρεθῆ θέσις ὅμως δι' ἐμέ τόν ἀνάξιον εἰς τήν ἄνω φωτοφορίαν; Παρακαλῶ τόν ἅγιον Μητροπολίτη Ναυπάκτου νά εὔχεται γιά τήν ἔξοδό μου ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο καί τήν σωτηρία μου"».
Μακάριζα τόν Γέροντα καί δόξαζα τόν Θεό!
Ὁ Γέροντας Ἀναστάσιος στό Νοσοκομεῖο
Πλησίασε ἡ τελείωση τοῦ Γέροντα Ἀναστασίου, ἡ πορεία του πρός τήν Ἄνω Ἱερουσαλήμ.
Πρίν λίγο καιρό ὁ Γέροντας Ἀναστάσιος εἶχε φρικτούς πόνους ἀπό πέτρα στήν χολή. Πρίν πάει στό Νοσοκομεῖο ἀπό τούς πόνους ἔκανε βηματισμούς στό μικρό κελλί του, ἔπεσε καί ἔσπασε τό ἰσχύον. Εἰσήχθη στό Νοσοκομεῖο γιά ἐγχείριση στό ἰσχύον καί στήν συνέχεια θά ἔπρεπε νά ἀντιμετωπισθῆ ἡ πέτρα στήν χολή.
Κατά τήν εἰσαγωγή του στό Νοσοκομεῖο «Βενιζέλειο» στό Ἡράκλειο Κρήτης ἐκδηλώθηκε γιά μιά ἀκόμη φορά ἡ θεολογική του ὕπαρξη. Παρά τούς σωματικούς πόνους του, μιλοῦσε γιά τόν Θεό, γιά τό Φῶς, γιά τήν νοερά προσευχή στήν καρδιά κλπ. Θά παραθέσω μερικά ἀπ' ὅσα ἔλεγε.
Πονοῦσε πολύ, ἀλλά τό ἀντιμετώπιζε ἡσυχαστικῶς:
Πρίν λίγο καιρό ὁ Γέροντας Ἀναστάσιος εἶχε φρικτούς πόνους ἀπό πέτρα στήν χολή. Πρίν πάει στό Νοσοκομεῖο ἀπό τούς πόνους ἔκανε βηματισμούς στό μικρό κελλί του, ἔπεσε καί ἔσπασε τό ἰσχύον. Εἰσήχθη στό Νοσοκομεῖο γιά ἐγχείριση στό ἰσχύον καί στήν συνέχεια θά ἔπρεπε νά ἀντιμετωπισθῆ ἡ πέτρα στήν χολή.
Κατά τήν εἰσαγωγή του στό Νοσοκομεῖο «Βενιζέλειο» στό Ἡράκλειο Κρήτης ἐκδηλώθηκε γιά μιά ἀκόμη φορά ἡ θεολογική του ὕπαρξη. Παρά τούς σωματικούς πόνους του, μιλοῦσε γιά τόν Θεό, γιά τό Φῶς, γιά τήν νοερά προσευχή στήν καρδιά κλπ. Θά παραθέσω μερικά ἀπ' ὅσα ἔλεγε.
Πονοῦσε πολύ, ἀλλά τό ἀντιμετώπιζε ἡσυχαστικῶς:
«Πονάω ἀφόρητα... Πόνος παρατεινόμενος,
ἀνελέητος... Ὅμως, πρέπει νά τραβᾶμε ἀπό ἐκεῖ τόν νοῦ μας καί νά τόν
ἔχουμε στόν Χριστό... Νά πῆτε στόν ἅγιο Ναυπάκτου καί τίς Μοναχές:
Εὐχαριστῶ ἐκ καρδίας γιά τήν ἀγάπη τους καί τίς εὐχές τους. Αὐτοί πρέπει
νά μάθουν καί ἐμένα νά προσεύχομαι… Τό θέλημα τοῦ Κυρίου γενέσθω ἐν
παντί. Κατά πάντα καί διά πάντα. Καί ἐπ' ἐμοί καί ἐπί πᾶσι. Καί ἐν τοῖς
ἀγγέλοις καί ἐν τοῖς ἀνθρώποις. Καί ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς καί ἐν τοῖς
καταχθονίοις. Καί ἐν τῇ ἁγίᾳ τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία. Τά πάντα καί
ἐν πᾶσι Χριστός...».
«Ὅποιος ταυτίσει τό θέλημά του μέ τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ δέν βλέπει στήν ζωή του τίποτα κακό. Δέν διαχωρίζει τά ἐπισυμβαίνοντα εἰς ἑαυτόν σέ εὐχάριστα καί δυσάρεστα. Ὅλα εἶναι εὐχάριστα. Καί τά δυσάρεστα περισσότερο εὐχάριστα. Προέρχονται ἀπό τήν παναγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀποβλέπουν στήν πραγμάτωση τοῦ "καθ' ὁμοίωσιν"».
«Τά εὔκολα δέν σώζουν. Δέν θά ἦταν προτιμότερο νά μήν εἶχα ὑποστεῖ τό κάταγμα καί νά μήν περάσω τούς ἀφόρητους πόνους; Ὄχι. Γιατί σημασία ἔχει τί συμφέρει τήν ψυχή μας. Τήν πνευματική ὁλοκλήρωση. Γι' αὐτό πρέπει νά ἀποβάλλουμε τό γνωμικό θέλημα καί νά ἀποκτήσουμε φυσικό θέλημα. Νά ταυτίσουμε ἀπόλυτα τό θέλημά μας μέ τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ξέρει τί φάρμακο ταιριάζει στόν καθένα ἀπό μᾶς. Σημασία ἔχει νά ἑνωθοῦμε μαζί Του».
Μετά τήν χειρουργική ἐπέμβαση στό ἰσχύο εἶπε στόν π. Ἀντώνιο.
«Πέρασε, παιδί μου, ἡ χορεία τῶν ἁγίων Πατέρων. Πολλοί Πατέρες πέρασαν... ζωντανά, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ τούς εἶδα ὅλους... Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, οἱ ἀγαπημένοι μου Ἰωάννης Χρυσόστομος καί Γρηγόριος Παλαμᾶς, οἱ ὅσιοι τοῦ Μοναστηριοῦ μας, Παρθένιος καί Εὐμένιος, καί ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι, ὁ ἅγιος Παντελεήμων, ἡ ἁγία Παρασκευή, καί τόσοι ἄλλοι... Αὐτό γινόταν καί στό Μοναστήρι, πολύ ἔντονα τίς τελευταῖες ἡμέρες, πρίν ὑποστῶ τόν τραυματισμό...
«Ὅποιος ταυτίσει τό θέλημά του μέ τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ δέν βλέπει στήν ζωή του τίποτα κακό. Δέν διαχωρίζει τά ἐπισυμβαίνοντα εἰς ἑαυτόν σέ εὐχάριστα καί δυσάρεστα. Ὅλα εἶναι εὐχάριστα. Καί τά δυσάρεστα περισσότερο εὐχάριστα. Προέρχονται ἀπό τήν παναγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀποβλέπουν στήν πραγμάτωση τοῦ "καθ' ὁμοίωσιν"».
«Τά εὔκολα δέν σώζουν. Δέν θά ἦταν προτιμότερο νά μήν εἶχα ὑποστεῖ τό κάταγμα καί νά μήν περάσω τούς ἀφόρητους πόνους; Ὄχι. Γιατί σημασία ἔχει τί συμφέρει τήν ψυχή μας. Τήν πνευματική ὁλοκλήρωση. Γι' αὐτό πρέπει νά ἀποβάλλουμε τό γνωμικό θέλημα καί νά ἀποκτήσουμε φυσικό θέλημα. Νά ταυτίσουμε ἀπόλυτα τό θέλημά μας μέ τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ξέρει τί φάρμακο ταιριάζει στόν καθένα ἀπό μᾶς. Σημασία ἔχει νά ἑνωθοῦμε μαζί Του».
Μετά τήν χειρουργική ἐπέμβαση στό ἰσχύο εἶπε στόν π. Ἀντώνιο.
«Πέρασε, παιδί μου, ἡ χορεία τῶν ἁγίων Πατέρων. Πολλοί Πατέρες πέρασαν... ζωντανά, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ τούς εἶδα ὅλους... Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, οἱ ἀγαπημένοι μου Ἰωάννης Χρυσόστομος καί Γρηγόριος Παλαμᾶς, οἱ ὅσιοι τοῦ Μοναστηριοῦ μας, Παρθένιος καί Εὐμένιος, καί ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι, ὁ ἅγιος Παντελεήμων, ἡ ἁγία Παρασκευή, καί τόσοι ἄλλοι... Αὐτό γινόταν καί στό Μοναστήρι, πολύ ἔντονα τίς τελευταῖες ἡμέρες, πρίν ὑποστῶ τόν τραυματισμό...
Εὐχαριστῶ τόν πολυαγαπημένο μου Μητροπολίτη Ἱερόθεο, τήν Γερόντισσα Σιλουανή καί τήν Συνοδεία της... Ἀντελήφθην τίς προσευχές ὅλων... Εὐχαριστῶ ὅλα τά πνευματικά σου παιδιά... Ἀντεύχομαι σέ ὅλους τά βέλτιστα ἐν Κυρίῳ... Καί ὅταν ἔρχονται καί μέ ἐπισκέπτονται χαίρομαι, ἀναπαύομαι. Καί ὅταν μένω μόνος, ἔχω ἄλλη συντροφιά... Ἡ ὑπομονή δέν εἶναι δική μου... Τίποτα δέν εἶναι δικό μου. "Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες". Χίλιες δόξες τῷ παναγίῳ Θεῷ! Ἀπό τά ἔγκατα τῆς γῆς ὡς τά ὑπερουράνια...».
Κάποια στιγμή εἶπε στόν Ἡγούμενο:
«Βλέπεις, βλέπεις, τά ἐπουράνια... χορεῖες Προφητῶν, Ἀποστόλων, Μαρτύρων, Ὁσίων, Δικαίων. Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, Μοναχοί, Λαϊκοί... πόσοι εἶναι ἐκεῖ... Ὅλους θέλει νά μᾶς σώση ἡ ἀγάπη Του... Ὅλους θέλει νά μᾶς βάλη μέσα... Λίγο φιλότιμο... Λίγο νά ἀγωνιστοῦμε». «Ἔπειτα σιώπησε ἀπόλυτα. Τώρα μόνον εὐλογεῖ».
Εἶναι πολύ σημαντικός αὐτός ὁ λόγος, πού θυμίζει τό τέλος τοῦ ἀββᾶ Σισώη τοῦ Μεγάλου, ὅπως περιγράφεται στό Γεροντικό. Πρόκειται γιά ἐπανάληψη τῆς ἴδιας πνευματικῆς ἐμπειρίας στόν 21ο αἰώνα.
Γενικά, τά ὅσα ἔλεγε κατά τήν διάρκεια τοῦ πόνου του εἶναι καταπληκτικά, γιατί θεολογοῦσε καί σέ αὐτήν τήν δύσκολη στιγμή τῆς ζωῆς του, πού οἱ περισσότεροι δέν μποροῦν νά ὁμιλοῦν.
Ἡ ἐπίσκεψή μου στό Βενιζέλειο Νοσοκομεῖο Ἡρακλείου
Μετά τήν ἐγχείριση στό ἰσχύον ἤθελα νά
τόν ἐπισκεφθῶ, πλήν ὅμως λόγῳ διαφόρων δυσκολιῶν τό ἀνέβαλα γιά τήν
Τρίτη 19 Νοεμβρίου. Ἐν τῷ μεταξύ, τό Σάββατο 16 Νοεμβρίου μέ ἐνημέρωσαν
ὅτι ἄρχισε ἡ ὑποτροπή καί οἱ γιατροί εἶπαν στούς μοναχούς τῆς Ἱερᾶς
Μονῆς Κουδουμᾶ πού τόν συνόδευαν νά ἑτοιμάζωνται γιά τήν ἔξοδο.
Τήν Κυριακή εἶχα διαρκῆ ἐπικοινωνία μέ τόν π. Ἀντώνιο Φραγκάκη καί συγχρόνως παρακαλοῦσα τόν Θεό νά τόν κρατήση στήν ζωή μέχρι τήν Τρίτη πού θά τόν ἐπισκεπτόμουν. Παραδόξως ὁ Γέροντας ἄρχισε νά ἐπανέρχεται, νά ὁμιλῆ, νά ἀνακτᾶ τίς πνευματικές του δυνάμεις. Εἰδοποίησα ὅτι θά τόν ἐσκεπτόμουν τήν Τρίτη 19 Νοεμβρίου.
Τό πρωΐ τῆς ἡμέρας αὐτῆς ταξίδευσα ἀπό τήν Ναύπακτο γιά τήν Ἀθήνα. Ἔφθασα στό ἀεροδρόμιο στίς 10:15 τό πρωΐ καί τό ἀεροπλάνο ἀπογειωνόταν στίς 11:00 ἡ ὥρα. Ἔφθασα στό Νοσοκομεῖο περίπου 12:15. Ὁ π. Ἀντώνιος Φραγκάκης μέ ὁδήγησε στόν θάλαμο, ὅπου νοσηλευόταν ὁ Γέροντας. Πῆρα τήν εὐχή του, τοῦ ἔδωσα ἕναν ξυλόγλυπτο Σταυρό σκαλισμένο ἀπό ἁγιορείτη μοναχό.
Οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς –ὁ Ἡγούμενος π. Μακάριος καί ὁ Ἱερομόναχος π. Θεολόγος– μέ ἐπληροφόρησαν ὅτι μέ περίμενε μέ λαχτάρα. Ρωτοῦσε ποιά ὥρα ἔφευγε τό ἀεροπλάνο ἀπό τήν Ἀθήνα, πότε ἔφθασε στό Ἡράκλειο καί σέ πόση ὥρα θά ἔφθανα στό Νοσοκομεῖο. Μάλιστα, ὅπως μοῦ εἶπαν, ἀνέκτησε παραδόξως ὅλες τίς δυνάμεις του καί ξέφυγε προσωρινά τόν κίνδυνο τῆς ἀναχωρήσεως ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, ὁ ὁποῖος ὅμως τόν ἐπαπειλοῦσε ἀκόμη.
Πλησίασα στό κρεββάτι του καί τοῦ εἶπα τούς λόγους τῆς ἐπισκέψεώς μου, κυρίως ὅτι τόν ἀγαπῶ καί τόν σέβομαι, γιατί ἔχει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα του ἐνεργοῦσαν –τό χρίσμα πού ἐνεργεῖ– ὅτι τόν εὐχαριστῶ γιά τήν ἀγάπη του πρός τό ταπεινό πρόσωπό μου καί ὅτι ζητῶ τίς εὐχές του γιά τό ἔργο μου. Ἐπίσης, τοῦ εἶπα ὅτι προσεύχομαι ὁ Θεός νά παρατείνη τήν παραμονή του στήν γῆ γιά μᾶς, ἀλλά τελικά ἄν ὁ Θεός τό ἐπιτρέψη νά πορευθῆ στήν οὐράνια θεία Λειτουργία, τότε ἄς γίνη τό θέλημά Του καί τοῦ ζήτησα νά προσεύχεται γιά μᾶς.
Μέ εὐχαρίστησε γιά τήν ἐπίσκεψή μου, ἐξέφρασε τήν εὐγνωμοσύνη του καί τήν ἀγάπη του. Καθώς ἦταν ξαπλωμένος καί ἐγώ πλησίον του, ἐκεῖνος ψιθύριζε καί δέν μποροῦσα νά καταλάβω τί ἔλεγε ἀκριβῶς. Κάποια στιγμή ἀντιλήφθηκα ὅτι ἔλεγε ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού τούς τιμοῦν οἱ ἄλλοι καί δέν θά μποῦν στόν Παράδεισο, καί ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού θεωροῦνται ἁμαρτωλοί ἀπό τόν κόσμο καί θά σωθοῦν.
Ὅταν ἦρθε κοντά μας ὁ π. Ἀντώνιος, εἶπε:
«Μπορεῖ νά θεωρῆται κάποιος ὅτι ἔφθασε στά ὅρια τῆς ἁγιότητος καί νά ὑπάρχη κάποιος ἄλλος πού νά θεωρῆται «ξοφλημένος» λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν του. Ὁ πόνος ὅμως πού δημιουργεῖται στήν καρδιά ἀπό τήν αἴσθηση τῶν ἁμαρτιῶν μπορεῖ νά τόν ἐξακοντίση σέ μεγάλα ὕψη καί ὁ ἄλλος νά μείνη πίσω... Ἕνα ὅμως εἶναι σίγουρο. Οὐδείς θά εἰσέλθη στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἄνευ τοῦ πόνου τῆς μετανοίας».
Στόν θάλαμο βρίσκονταν ὀκτώ ἀσθενεῖς μέ τά προβλήματά του ὁ καθένας τους. Τούς πλησίασα ὅλους, τούς χαιρέτησα καί τούς εὐχήθηκα κατάλληλα. Διέγνωσα ὅτι πέρα ἀπό τόν σωματικό πόνο σέ ὅλους τούς ἀσθενεῖς ὑπῆρχε μιά βαρειά ψυχική κατάσταση, ἐνῶ στόν Γέροντα Ἀναστάσιο, καί μέ ὅσα εἶπε στήν συνέχεια, καίτοι ὑπῆρχε μιά μεγάλη σωματική ἀδυναμία, πολύς σωματικός πόνος, τόν ὁποῖο δέν ἔδειχνε καθόλου, ἐν τούτοις φαινόταν νά διακατέχεται ἀπό μιά ἔντονη, ὑψηλή πνευματική κατάσταση. Αὐτό φαινόταν στά ὅσα ἔλεγε, στό καθαρό καί διαπεραστικό βλέμμα του, στήν ψυχική του ἠρεμία καί στήν ὁρμή τοῦ πνεύματός του. Ἔβλεπα μιά μεγάλη ὁρμή τῆς ψυχῆς του, πού πετοῦσε κυριολεκτικά, ἔβλεπα ἕναν ὑψηλό ἐσωτερικό θεολογικό κόσμο, μέσα σέ ἕνα ἀραχνοειδές σωματίδιο, σέ ἕνα ἀνήμπορο καί ἀσθενικό σῶμα, πού ὅμως παρέμενε σέ κατάσταση εἰρήνης. Θαύμαζα δέ πῶς μποροῦσε αὐτό τό σῶμα νά κρατᾶ μιά τέτοια ἀστραφτερή καί ὁρμητική θεολογική ψυχή πού ποθοῦσε τόν Χριστό.
Οἱ προαναφερθέντες Πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μέ τήν βοήθεια καί ἄλλων λαϊκῶν πού ἦταν πνευματικά του παιδιά, τόν σήκωσαν λίγο, ὥστε νά εἶναι καθιστός στό κρεββάτι, μέ τά πόδια νά κρέμωνται, γιά νά μπορῆ νά κουνᾶ λίγο τό χειρουργημένο πόδι, ὅπως εἶπαν οἱ γιατροί. Καθώς ἦταν καθισμένος ἔλεγε ἐπανειλημμένως:
«Ὁ Χριστός εἶναι ἀστείρευτη πηγή!».
Συνεχῶς μιλοῦσε γιά τόν Χριστό πού μᾶς ἀγαπᾶ καί μᾶς γεμίζει δῶρα οὐράνια.
Πλησίασα καί τοῦ εἶπα ὅτι ὅταν κάποτε πῆγα στήν ἐντατική τοῦ Νοσοκομείου νά ἐπισκεφθῶ τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη πού εἶχε ὑποστῆ ἐγκεφαλικό καί τόν ρώτησα νά μοῦ πῆ τί ἔλεγαν οἱ γιατροί γιά τήν κατάσταση τῆς ὑγείας του, ἐκεῖνος εἶπε ὅτι δέν τόν ἐνδιέφερε ἡ γνώμη τῶν γιατρῶν γιά τήν ὑγεία του, ἀλλά τόν ἐνδιέφερε πῶς πάει ἡ ἐκκλησιαστική κατάσταση στήν Ἑλλάδα. Καί ἄρχισε νά μοῦ μιλᾶ γιά θεολογικά ζητήματα, ἐνῶ ἀντιμετώπιζε τόν κίνδυνο τοῦ θανάτου. Ρώτησα τόν Γέροντα Ἀναστάσιο νά μοῦ πῆ πῶς τό ἐξηγεῖ αὐτό. Ἀπάντησε:
«Ὁ πόνος ἀπό τό σπάσιμο τοῦ ποδιοῦ εἶναι δυνατότερος ἀπό τό ἐγκεφαλικό ἐπεισόδιο». Στήν συνέχεια εἶπε: «Ἐδῶ μέσα ὅλοι θεολογοῦν».
Προφανῶς ἐννοοῦσε ὅτι πονοῦν καί μιλοῦν μέ διαφόρους τρόπους μέ τόν Θεό, δηλαδή παλεύουν μαζί Του.
Ὁ π. Ἀντώνιος Φραγκάκης, ἀναφερόμενος σέ κάποια ἐμπειρία πού εἶχε ὁ Γέροντας πρίν λίγες ἡμέρες, εἶπε: «Ἡ γυνή ἡ περιβεβλημένη τόν ἥλιον», πού ἀναφέρεται στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου. Τότε ἔλαβα τόν λόγο γιά νά τόν προκαλέσω καί τοῦ εἶπα:
«Γέροντα, ὅταν διαβάζω τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, βλέπω ὅτι στήν οὐσία περιγράφεται ἡ ἄκτιστη θεία Λειτουργία στόν ἄκτιστο Ναό τοῦ Παραδείσου. Αὐτήν τήν θεία Λειτουργία τήν νοιώθουμε καί στήν γῆ. Νομίζω ὅτι στόν ἡσυχαστή ὁ νοῦς στήν καρδιά λειτουργῆ ἀκατάπαυστα ὅλο τό βράδυ καί τό πρωί πού ξυπνᾶ πηγαίνει στήν θεία Λειτουργία στόν Ἱερό Ναό, ἐνῶ γίνεται θεία Λειτουργία στήν καρδιά. Ἀλλά παρά τήν παράλληλη λειτουργία στήν καρδιά καί τόν Ναό, ὁ νοῦς στήν καρδιά περιμένει νά ἔλθη τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μέ τήν θεία Κοινωνία. Δηλαδή, ὑπάρχει μιά σχέση μεταξύ δύο λειτουργιῶν, στήν καρδιά καί στόν Ναό».
Ὁ Γέροντας «πῆρε φόρα» καί ἄρχισε νά λέη:
Τήν Κυριακή εἶχα διαρκῆ ἐπικοινωνία μέ τόν π. Ἀντώνιο Φραγκάκη καί συγχρόνως παρακαλοῦσα τόν Θεό νά τόν κρατήση στήν ζωή μέχρι τήν Τρίτη πού θά τόν ἐπισκεπτόμουν. Παραδόξως ὁ Γέροντας ἄρχισε νά ἐπανέρχεται, νά ὁμιλῆ, νά ἀνακτᾶ τίς πνευματικές του δυνάμεις. Εἰδοποίησα ὅτι θά τόν ἐσκεπτόμουν τήν Τρίτη 19 Νοεμβρίου.
Τό πρωΐ τῆς ἡμέρας αὐτῆς ταξίδευσα ἀπό τήν Ναύπακτο γιά τήν Ἀθήνα. Ἔφθασα στό ἀεροδρόμιο στίς 10:15 τό πρωΐ καί τό ἀεροπλάνο ἀπογειωνόταν στίς 11:00 ἡ ὥρα. Ἔφθασα στό Νοσοκομεῖο περίπου 12:15. Ὁ π. Ἀντώνιος Φραγκάκης μέ ὁδήγησε στόν θάλαμο, ὅπου νοσηλευόταν ὁ Γέροντας. Πῆρα τήν εὐχή του, τοῦ ἔδωσα ἕναν ξυλόγλυπτο Σταυρό σκαλισμένο ἀπό ἁγιορείτη μοναχό.
Οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς –ὁ Ἡγούμενος π. Μακάριος καί ὁ Ἱερομόναχος π. Θεολόγος– μέ ἐπληροφόρησαν ὅτι μέ περίμενε μέ λαχτάρα. Ρωτοῦσε ποιά ὥρα ἔφευγε τό ἀεροπλάνο ἀπό τήν Ἀθήνα, πότε ἔφθασε στό Ἡράκλειο καί σέ πόση ὥρα θά ἔφθανα στό Νοσοκομεῖο. Μάλιστα, ὅπως μοῦ εἶπαν, ἀνέκτησε παραδόξως ὅλες τίς δυνάμεις του καί ξέφυγε προσωρινά τόν κίνδυνο τῆς ἀναχωρήσεως ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, ὁ ὁποῖος ὅμως τόν ἐπαπειλοῦσε ἀκόμη.
Πλησίασα στό κρεββάτι του καί τοῦ εἶπα τούς λόγους τῆς ἐπισκέψεώς μου, κυρίως ὅτι τόν ἀγαπῶ καί τόν σέβομαι, γιατί ἔχει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα του ἐνεργοῦσαν –τό χρίσμα πού ἐνεργεῖ– ὅτι τόν εὐχαριστῶ γιά τήν ἀγάπη του πρός τό ταπεινό πρόσωπό μου καί ὅτι ζητῶ τίς εὐχές του γιά τό ἔργο μου. Ἐπίσης, τοῦ εἶπα ὅτι προσεύχομαι ὁ Θεός νά παρατείνη τήν παραμονή του στήν γῆ γιά μᾶς, ἀλλά τελικά ἄν ὁ Θεός τό ἐπιτρέψη νά πορευθῆ στήν οὐράνια θεία Λειτουργία, τότε ἄς γίνη τό θέλημά Του καί τοῦ ζήτησα νά προσεύχεται γιά μᾶς.
Μέ εὐχαρίστησε γιά τήν ἐπίσκεψή μου, ἐξέφρασε τήν εὐγνωμοσύνη του καί τήν ἀγάπη του. Καθώς ἦταν ξαπλωμένος καί ἐγώ πλησίον του, ἐκεῖνος ψιθύριζε καί δέν μποροῦσα νά καταλάβω τί ἔλεγε ἀκριβῶς. Κάποια στιγμή ἀντιλήφθηκα ὅτι ἔλεγε ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού τούς τιμοῦν οἱ ἄλλοι καί δέν θά μποῦν στόν Παράδεισο, καί ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού θεωροῦνται ἁμαρτωλοί ἀπό τόν κόσμο καί θά σωθοῦν.
Ὅταν ἦρθε κοντά μας ὁ π. Ἀντώνιος, εἶπε:
«Μπορεῖ νά θεωρῆται κάποιος ὅτι ἔφθασε στά ὅρια τῆς ἁγιότητος καί νά ὑπάρχη κάποιος ἄλλος πού νά θεωρῆται «ξοφλημένος» λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν του. Ὁ πόνος ὅμως πού δημιουργεῖται στήν καρδιά ἀπό τήν αἴσθηση τῶν ἁμαρτιῶν μπορεῖ νά τόν ἐξακοντίση σέ μεγάλα ὕψη καί ὁ ἄλλος νά μείνη πίσω... Ἕνα ὅμως εἶναι σίγουρο. Οὐδείς θά εἰσέλθη στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἄνευ τοῦ πόνου τῆς μετανοίας».
Στόν θάλαμο βρίσκονταν ὀκτώ ἀσθενεῖς μέ τά προβλήματά του ὁ καθένας τους. Τούς πλησίασα ὅλους, τούς χαιρέτησα καί τούς εὐχήθηκα κατάλληλα. Διέγνωσα ὅτι πέρα ἀπό τόν σωματικό πόνο σέ ὅλους τούς ἀσθενεῖς ὑπῆρχε μιά βαρειά ψυχική κατάσταση, ἐνῶ στόν Γέροντα Ἀναστάσιο, καί μέ ὅσα εἶπε στήν συνέχεια, καίτοι ὑπῆρχε μιά μεγάλη σωματική ἀδυναμία, πολύς σωματικός πόνος, τόν ὁποῖο δέν ἔδειχνε καθόλου, ἐν τούτοις φαινόταν νά διακατέχεται ἀπό μιά ἔντονη, ὑψηλή πνευματική κατάσταση. Αὐτό φαινόταν στά ὅσα ἔλεγε, στό καθαρό καί διαπεραστικό βλέμμα του, στήν ψυχική του ἠρεμία καί στήν ὁρμή τοῦ πνεύματός του. Ἔβλεπα μιά μεγάλη ὁρμή τῆς ψυχῆς του, πού πετοῦσε κυριολεκτικά, ἔβλεπα ἕναν ὑψηλό ἐσωτερικό θεολογικό κόσμο, μέσα σέ ἕνα ἀραχνοειδές σωματίδιο, σέ ἕνα ἀνήμπορο καί ἀσθενικό σῶμα, πού ὅμως παρέμενε σέ κατάσταση εἰρήνης. Θαύμαζα δέ πῶς μποροῦσε αὐτό τό σῶμα νά κρατᾶ μιά τέτοια ἀστραφτερή καί ὁρμητική θεολογική ψυχή πού ποθοῦσε τόν Χριστό.
Οἱ προαναφερθέντες Πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μέ τήν βοήθεια καί ἄλλων λαϊκῶν πού ἦταν πνευματικά του παιδιά, τόν σήκωσαν λίγο, ὥστε νά εἶναι καθιστός στό κρεββάτι, μέ τά πόδια νά κρέμωνται, γιά νά μπορῆ νά κουνᾶ λίγο τό χειρουργημένο πόδι, ὅπως εἶπαν οἱ γιατροί. Καθώς ἦταν καθισμένος ἔλεγε ἐπανειλημμένως:
«Ὁ Χριστός εἶναι ἀστείρευτη πηγή!».
Συνεχῶς μιλοῦσε γιά τόν Χριστό πού μᾶς ἀγαπᾶ καί μᾶς γεμίζει δῶρα οὐράνια.
Πλησίασα καί τοῦ εἶπα ὅτι ὅταν κάποτε πῆγα στήν ἐντατική τοῦ Νοσοκομείου νά ἐπισκεφθῶ τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη πού εἶχε ὑποστῆ ἐγκεφαλικό καί τόν ρώτησα νά μοῦ πῆ τί ἔλεγαν οἱ γιατροί γιά τήν κατάσταση τῆς ὑγείας του, ἐκεῖνος εἶπε ὅτι δέν τόν ἐνδιέφερε ἡ γνώμη τῶν γιατρῶν γιά τήν ὑγεία του, ἀλλά τόν ἐνδιέφερε πῶς πάει ἡ ἐκκλησιαστική κατάσταση στήν Ἑλλάδα. Καί ἄρχισε νά μοῦ μιλᾶ γιά θεολογικά ζητήματα, ἐνῶ ἀντιμετώπιζε τόν κίνδυνο τοῦ θανάτου. Ρώτησα τόν Γέροντα Ἀναστάσιο νά μοῦ πῆ πῶς τό ἐξηγεῖ αὐτό. Ἀπάντησε:
«Ὁ πόνος ἀπό τό σπάσιμο τοῦ ποδιοῦ εἶναι δυνατότερος ἀπό τό ἐγκεφαλικό ἐπεισόδιο». Στήν συνέχεια εἶπε: «Ἐδῶ μέσα ὅλοι θεολογοῦν».
Προφανῶς ἐννοοῦσε ὅτι πονοῦν καί μιλοῦν μέ διαφόρους τρόπους μέ τόν Θεό, δηλαδή παλεύουν μαζί Του.
Ὁ π. Ἀντώνιος Φραγκάκης, ἀναφερόμενος σέ κάποια ἐμπειρία πού εἶχε ὁ Γέροντας πρίν λίγες ἡμέρες, εἶπε: «Ἡ γυνή ἡ περιβεβλημένη τόν ἥλιον», πού ἀναφέρεται στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου. Τότε ἔλαβα τόν λόγο γιά νά τόν προκαλέσω καί τοῦ εἶπα:
«Γέροντα, ὅταν διαβάζω τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, βλέπω ὅτι στήν οὐσία περιγράφεται ἡ ἄκτιστη θεία Λειτουργία στόν ἄκτιστο Ναό τοῦ Παραδείσου. Αὐτήν τήν θεία Λειτουργία τήν νοιώθουμε καί στήν γῆ. Νομίζω ὅτι στόν ἡσυχαστή ὁ νοῦς στήν καρδιά λειτουργῆ ἀκατάπαυστα ὅλο τό βράδυ καί τό πρωί πού ξυπνᾶ πηγαίνει στήν θεία Λειτουργία στόν Ἱερό Ναό, ἐνῶ γίνεται θεία Λειτουργία στήν καρδιά. Ἀλλά παρά τήν παράλληλη λειτουργία στήν καρδιά καί τόν Ναό, ὁ νοῦς στήν καρδιά περιμένει νά ἔλθη τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μέ τήν θεία Κοινωνία. Δηλαδή, ὑπάρχει μιά σχέση μεταξύ δύο λειτουργιῶν, στήν καρδιά καί στόν Ναό».
Ὁ Γέροντας «πῆρε φόρα» καί ἄρχισε νά λέη:
«Ἀκριβῶς ἔτσι εἶναι, Σεβασμιώτατε. Δέν
τά ζοῦν ὅμως πολλοί αὐτά. Στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου περιγράφεται,
ὄντως, ἡ ἄκτιστη θεία Λειτουργία στόν ἀχειροποίητο Ναό. Ἐκεῖ λειτουργός ὁ
Χριστός αὐτοπροσώπως. Ἐδῶ, στόν κτιστό Ναό, ἱερουργεῖ διά τῆς Ἱερωσύνης
καί ἱερουργεῖται τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του. Ὑφίσταται πραγματικά στόν
κτιστό Ναό, ἀλλά δέν ἀναπαύεται στόν χῶρο πού ἱερουργεῖται, ὅσο στίς
καρδιές γιά τίς ὁποῖες προορίζεται. Τοῦτο εἶναι καί τό νόημα τοῦ
γραφικοῦ «υἱέ μου, δός μοι σήν καρδίαν». Ὑπάρχει ἡ νοερά λειτουργία καί ἡ
λογική λειτουργία. Ἡ πρώτη προηγεῖται καί περιμένει τήν ἄλλη. Μέ τήν
θεία Κοινωνία ἐγκαθίσταται ὁ Χριστός στό νοερό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς
καί γίνεται πηγή ὅλων τῶν ἀγαθῶν».
Σέ κάποια στιγμή τοῦ εἶπα ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος γράφει κάπου ὅτι στήν ἀρχή τῆς στροφῆς του πρός τόν ζῶντα Χριστό, ὕστερα ἀπό τήν ἐμπειρία του στήν ἀνατολική φιλοσοφία, αἰσθανόταν νά περιβάλλη τόν ἐσωτερικό κόσμο τῆς καρδιᾶς ἕνα μολύβδινο τεῖχος καί κάτι σάν βελόνι διαπέρασε τό πάχος του, ὁπότε δημιουργήθηκε μιά τριχοειδής σχισμή, ἀπό τήν ὁποία διείσδυσε μιά ἀκτίνα φωτός.
Ὁ Γέροντας Ἀναστάσιος, ἀκούγοντας αὐτό, εἶπε: «Αὐτό συνέβη καί σέ μένα». Νά σημειωθῆ ὅτι ἀγαποῦσε πολύ τόν Γέροντα Σωφρόνιο, γιά τόν ὁποῖον ἔλεγε μέ θαυμασμό: «Ὁ μέγας Σωφρόνιος!». Ἐπίσης ἀγαποῦσε πολύ τόν π. Παΐσιο καί τόν π. Ἐφραίμ Φιλοθεΐτη πού εἶναι στήν Ἀμερική.
Στήν συνέχεια εἶπε:
«Στήν καρδιά δημιουργεῖται μιά χαραμάδα σάν τρίχα. Τό ἔζησα κάποτε αὐτό. Ἀπό ἐκεῖ εἰσέρχεται ὁ νοῦς στήν βαθεία καρδία καί ἀνιχνεύει τά πάντα... Ἡ ρωγμή αὐτή παραμένει, δέν ἀφίσταται ὁ νοῦς ἀπό ἐκεῖ, ἀλλά μεταβάλλεται ἡ χαραμάδα αὐτή. Δέν εἶναι πάντα ἡ ἴδια ἐμπειρία... Ἡ λογική λέγει τήν εὐχή καί ὅταν χορτάση, δίνει καί στήν καρδιά. Κατεβαίνει ἐκεῖ ὁ Χριστός μέ τόν νοῦ. Ὁ λόγος εἶναι μέρος τοῦ νοῦ... Ὁ λόγος περιγράφει ἔπειτα ὅ,τι μπορέσει νά ἐκφράση ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς καρδιᾶς... Ἡ στενή πύλη γιά τήν ὁποία μίλησε ὁ Κύριος εἶναι ἡ πύλη τῆς καρδιᾶς. Διά τῆς καρδιᾶς εἰσέρχεται ὁ νοῦς στόν παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν φθάσης στήν θέωση ἔχεις τά πάντα. Περατοῦται ἡ ὁδός. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἶπε: Σκύψε μέσα στήν καρδιά σου καί θά δῆς τόν οὐρανό. Γιατί μία εἶναι ἡ πύλη τοῦ Οὐρανοῦ, ἡ πύλη πού ἀνοίγεται στήν καρδία...».
Ἔμεινα κατάπληκτος ἀπ' ὅσα ἄκουγα στό Νοσοκομεῖο σέ κρεββάτι τοῦ πόνου ἀπό ἄνθρωπο χειρουργημένο, πού πονοῦσε, ἀλλά ὁ θεολογικός του λόγος ἔτρεχε σάν ποταμός.
Μετά γιά ἕνα διάστημα σιωπήσαμε, δέν ἤθελα νά τόν ἐνοχλήσω καί νά τόν κουράσω ἄν καί φαινόταν ὅτι ἤθελε νά ὁμιλῆ θεολογικά. Γιά τόν λόγο αὐτό μιλοῦσα μέ τούς μοναχούς πού ἦταν δίπλα, στό κάτω μέρος τοῦ κρεββατιοῦ. Διέκρινα ὅτι ὁ Γέροντας μέ κοιτοῦσε διερευνητικά μέ τά ἔντονα ἐκφραστικά μάτια του.
Ἄν καί πονοῦσε, δέν ἐξέφραζε καθόλου κάποια δυσαρέσκεια μέ μιά σωματική κίνηση ἤ ἕναν μορφασμό τοῦ προσώπου. Δέν ἐνοχλεῖτο ἀπό τήν παρουσία πολλῶν ἀνθρώπων δίπλα στό κρεββάτι του.
Κάποια στιγμή εἶπε:
«Εἶναι στενή ἡ πύλη πού εἰσάγει στήν ὄντως ζωή. Καί αὐτό τόν στενωπό, ἐγώ τό διαβαίνω ἤδη».
Ἔσκυψα καί τόν ἀσπάσθηκα, τοῦ χάϊδεψα καί τήν κεφαλή του μέ ἀγάπη. Πῆγα στό πίσω μέρος καί κρατοῦσα τά μαξιλάρια σέ ὄρθια θέση γιά νά κάθεται λίγο στό κρεββάτι. Ἐκεῖνος ἦταν σύννους, οὔτε γελοῦσε οὔτε ἐξέφραζε τόν πόνο του. Εἶχε μιά μεγάλη εὐγένεια ψυχῆς. Ἔμοιαζε ὡς ἕνας ὥριμος θεολόγος ἀλλά καί σάν ἕνα μικρό παιδί, καί αὐτήν τήν ἑνοποίηση τήν δημιουργεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τήν κατά Χριστόν ἀπάθεια.
Στό χέρι του ὑπῆρχε ὀρός, ἀλλά καί τά δυό του χέρια ἦταν πληγωμένα καί μαυρισμένα ἀπό τά τρυπήματα. Ὁ π. Ἀντώνιος σέ κάποια στιγμή χάϊδευε τό χέρι του καί ἐκεῖνος κοίταζε χωρίς νά δείξη ὅτι ἐνοχλεῖται. Κάποιος ἀπό τούς παρισταμένους εἶπε ὅτι πονάει στό σημεῖο ἐκεῖνο ἀπό τά τρυπήματα. Τότε ὁ π. Ἀντώνιος τοῦ εἶπε: «Δέν τό γνώριζα, Γέροντα. Γιατί δέν μοῦ τό εἴπατε;». Καί ὁ Γέροντας ἀπήντησε χαμογελώντας:
«Δυό μόνο χέρια ἔχω καί δέν βρήκανε τρίτο νά τό ἀφήσουνε ἄθικτο».
Μερικοί παρόντες λαϊκοί ζήτησαν ἀπό τόν Γέροντα τήν ἄδεια νά τόν φωτογραφήσουν καί νά φωτογραφηθοῦν μαζί του. Ἐκεῖνος δέν ἀπάντησε οὔτε θετικά οὔτε ἀρνητικά καί παρέμεινε ἀτάραχος καί εἰρηνικός.
Τοῦ εἶπα ὅτι ἡ καρδιά εἶναι ἐκείνη πού αἰσθάνεται τόν Θεό. Ὁ Γέροντας συμφώνησε, ἀλλά γεμάτος σοφία ἀπάντησε: «Συγχρόνως ἡ καρδιά καί παραπλανᾶ». Αὐτό συμβαίνει ὅταν ἡ καρδιά δέν καθαρίζεται ἀπό τά πάθη. Στήν συνέχεια εἶπε:
«Ἡ ὑπομονή εἶναι ὁ Χριστός... Τά πάντα εἶναι ὁ Χριστός... Ἐκεῖνος εἶπε: "Πατάσσω καί πάλιν ἰάσομαι". Ἄλλοτε ἐκφράζεται μέ αὐστηρότητα, ἄλλοτε μέ γλυκύτητα, ἀλλά καί μέ τούς δυό τρόπους φανερώνεται ἡ Ἀγάπη Του. Ἡ πάλη μέ τόν Θεό εἶναι ἀδυσώπητη. Δέν τήν γνωρίζουν –αὐτήν τήν πάλη– παρά μόνον ὁ Θεός καί οἱ ἀθλητές τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἀδυσώπητη πάλη, γιατί ὁ Θεός εἶναι παντοδύναμος. Εἶναι ὅμως καί παναγάπη. Καί ὅταν δείχνη τήν "σκληρότητά" Του, οὐσιαστικά αἰσθητοποιεῖ τήν ἀγάπη Του».
Δίπλα στόν Γέροντα ἦταν ἕνας ἀσθενής πού ἀνέπνεε βαρειά καί βογκοῦσε. Τόν ρώτησα ἄν ἐνοχλῆτο ἀπό τά βογγητά καί ἄν ἤθελε νά παρακαλέσω νά τόν μεταφέρουν σέ ἄλλο δωμάτιο γιά νά εἶναι μόνος του καί νά ἔχη ἡσυχία. Μοῦ εἶπε:
«Ὄχι, εὐχαριστῶ, δέν μέ ἐνοχλοῦν, μέ βοηθοῦν... Ὅλοι αὐτοί θεολογοῦν τόν πόνο τους... Συμπληρώνουν καί τήν δική μου θεολογία».
Εἶναι καταπληκτικό νά αἰσθάνεται κανείς τόν πόνο τοῦ ἄλλου ὡς θεολογία. Αὐτό δείχνει μιά εὐαίσθητη καρδιά πού ἔχει μεταμορφωθῆ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Τόν περισσότερο καιρό πού ἤμουν κοντά του, δέν μιλοῦσα γιά νά μή τόν κουράζω. Οἱ μοναχοί μοῦ ἔλεγαν ὅτι δέν κουράζεται ὁ Γέροντας, ἀλλά χαίρεται νά μιλᾶ θεολογικά. Μάλιστα, ὅταν ἦταν σέ ἄλλο δωμάτιο, ὅλη τήν νύκτα ἔλεγε μέ τό στόμα του τήν εὐχή καί ἄκουγαν καί οἱ ἄρρωστοι.
Κάθησα κοντά του περίπου μιάμιση ὥρα. Αἰσθανόμουν γαλήνη στήν ψυχή καί τήν καρδιά μου, μιά εἰρήνη καί χαρά. Μετά ἔλαβα τήν εὐχή του γιά νά φύγω. Μοῦ ζήτησε νά προσεύχομαι γι' αὐτόν. Τοῦ εἶπα ὅτι τό κάνω, ἀλλά ζήτησα τίς δικές του προσευχές. Αὐτός ἀπάντησε: «Αὐτό τό λέτε ἀπό ταπείνωση». Τοῦ φίλησα τό χέρι, ἐκεῖνος ζήτησε νά φιλήση τό δικό μου, ἀσπάστηκα τό μέτωπό του καί μοῦ εἶπε:
«Σᾶς εὔχομαι τήν αἰώνια δόξα».
Ἔφυγα μέ ἔντονη γλύκα στήν καρδιά μου. Τό μεσημέρι συναντήθηκα μέ ἀγαπητά πρόσωπα, συνεχίζοντας τήν θεολογική συζήτηση πού εἴχαμε μέ τόν Γέροντα Ἀναστάσιο, στήν συνέχεια πῆγα στό ἀεροδρόμιο, ὅπου ἦλθαν νά μέ συναντήσουν καί ἄλλοι ἀγαπητοί Χριστιανοί. Ἐπιβιβάσθηκα στό ἀεροπλάνο καί στίς 5:50 ἀναχώρησα ἀπό τό Ἡράκλειο γιά τήν Ἀθήνα. Ἔφθασα στίς 10:00 ἡ ὥρα περίπου στήν Ναύπακτο. Δεκατέσσερεις ὧρες τήν ἡμέρα ἐκείνη γεμάτος μέ ἔντονες συγκινήσεις. Ἕνα ταξίδι ἀστραπή, ἐντυπωσιασμένος ἀπό τήν ἀστραπή τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας ἑνός ἐμπειρικοῦ Γέροντος σέ ἕνα Νοσοκομεῖο, ὅπου περισσεύει ὁ πόνος.
Μετά ἀπό δύο ἡμέρες ὁ π. Ἀντώνιος μοῦ ἔστειλε δύο μηνύματα πού εἶναι χαρακτηριστικά τῆς συναντήσεώς μας.
«Εἶπε ὁ Γέρων Ἀναστάσιος προχθές: "Μέ ἀνέψυξε πολύ ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου... Ὑπεβλήθη ἀπό ἀγάπη σέ τόσο κοπιαστικό ταξείδι... Τί ἀνταποδώσω; Μόνο θερμές εὐχαριστίες...". Ἔπειτα λίγο συνερχόταν ὁ Γέροντας. Οὐδέποτε ὅμως θεολόγησε. Ἦταν βυθισμένος στό μυστήριο τῆς σιωπῆς».
«Σήμερα ὁ π. Τιμόθεος, ἀδελφός τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ: "Ὅταν ἦρθε ὁ ἀγαπημένος στόν γέροντα Μητροπολίτης Ναυπάκτου –σημειωτέον ἀνέκτησε ἐπικοινωνία καί τόν περίμενε μέ λαχτάρα– τότε διεξήχθη καί ἡ τελευταία θεολογική παράθεση τοῦ Γέροντα. Ἔκανε περιεκτική ἀνακεφαλαίωση ὅλης του τῆς θεολογίας. Ἦταν τό κύκνειο ἄσμα του. Μετά ἀπ' αὐτή τήν συνάντηση πέρασε ὁριστικά στήν σιωπή. Στήν γλώσσα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος..."».
Ὁ εὐλογημένος Γέροντας ἀνέμενε τήν ἔναρξη τῆς αἰώνιας θείας Λειτουργίας, τήν ὁποία ποθοῦσε σέ ὅλη τήν ζωή του, ἀπό τότε πού ζοῦσε στά σπήλαια καί στήν Ἱερά Μονή.
Σέ κάποια στιγμή τοῦ εἶπα ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος γράφει κάπου ὅτι στήν ἀρχή τῆς στροφῆς του πρός τόν ζῶντα Χριστό, ὕστερα ἀπό τήν ἐμπειρία του στήν ἀνατολική φιλοσοφία, αἰσθανόταν νά περιβάλλη τόν ἐσωτερικό κόσμο τῆς καρδιᾶς ἕνα μολύβδινο τεῖχος καί κάτι σάν βελόνι διαπέρασε τό πάχος του, ὁπότε δημιουργήθηκε μιά τριχοειδής σχισμή, ἀπό τήν ὁποία διείσδυσε μιά ἀκτίνα φωτός.
Ὁ Γέροντας Ἀναστάσιος, ἀκούγοντας αὐτό, εἶπε: «Αὐτό συνέβη καί σέ μένα». Νά σημειωθῆ ὅτι ἀγαποῦσε πολύ τόν Γέροντα Σωφρόνιο, γιά τόν ὁποῖον ἔλεγε μέ θαυμασμό: «Ὁ μέγας Σωφρόνιος!». Ἐπίσης ἀγαποῦσε πολύ τόν π. Παΐσιο καί τόν π. Ἐφραίμ Φιλοθεΐτη πού εἶναι στήν Ἀμερική.
Στήν συνέχεια εἶπε:
«Στήν καρδιά δημιουργεῖται μιά χαραμάδα σάν τρίχα. Τό ἔζησα κάποτε αὐτό. Ἀπό ἐκεῖ εἰσέρχεται ὁ νοῦς στήν βαθεία καρδία καί ἀνιχνεύει τά πάντα... Ἡ ρωγμή αὐτή παραμένει, δέν ἀφίσταται ὁ νοῦς ἀπό ἐκεῖ, ἀλλά μεταβάλλεται ἡ χαραμάδα αὐτή. Δέν εἶναι πάντα ἡ ἴδια ἐμπειρία... Ἡ λογική λέγει τήν εὐχή καί ὅταν χορτάση, δίνει καί στήν καρδιά. Κατεβαίνει ἐκεῖ ὁ Χριστός μέ τόν νοῦ. Ὁ λόγος εἶναι μέρος τοῦ νοῦ... Ὁ λόγος περιγράφει ἔπειτα ὅ,τι μπορέσει νά ἐκφράση ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς καρδιᾶς... Ἡ στενή πύλη γιά τήν ὁποία μίλησε ὁ Κύριος εἶναι ἡ πύλη τῆς καρδιᾶς. Διά τῆς καρδιᾶς εἰσέρχεται ὁ νοῦς στόν παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν φθάσης στήν θέωση ἔχεις τά πάντα. Περατοῦται ἡ ὁδός. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἶπε: Σκύψε μέσα στήν καρδιά σου καί θά δῆς τόν οὐρανό. Γιατί μία εἶναι ἡ πύλη τοῦ Οὐρανοῦ, ἡ πύλη πού ἀνοίγεται στήν καρδία...».
Ἔμεινα κατάπληκτος ἀπ' ὅσα ἄκουγα στό Νοσοκομεῖο σέ κρεββάτι τοῦ πόνου ἀπό ἄνθρωπο χειρουργημένο, πού πονοῦσε, ἀλλά ὁ θεολογικός του λόγος ἔτρεχε σάν ποταμός.
Μετά γιά ἕνα διάστημα σιωπήσαμε, δέν ἤθελα νά τόν ἐνοχλήσω καί νά τόν κουράσω ἄν καί φαινόταν ὅτι ἤθελε νά ὁμιλῆ θεολογικά. Γιά τόν λόγο αὐτό μιλοῦσα μέ τούς μοναχούς πού ἦταν δίπλα, στό κάτω μέρος τοῦ κρεββατιοῦ. Διέκρινα ὅτι ὁ Γέροντας μέ κοιτοῦσε διερευνητικά μέ τά ἔντονα ἐκφραστικά μάτια του.
Ἄν καί πονοῦσε, δέν ἐξέφραζε καθόλου κάποια δυσαρέσκεια μέ μιά σωματική κίνηση ἤ ἕναν μορφασμό τοῦ προσώπου. Δέν ἐνοχλεῖτο ἀπό τήν παρουσία πολλῶν ἀνθρώπων δίπλα στό κρεββάτι του.
Κάποια στιγμή εἶπε:
«Εἶναι στενή ἡ πύλη πού εἰσάγει στήν ὄντως ζωή. Καί αὐτό τόν στενωπό, ἐγώ τό διαβαίνω ἤδη».
Ἔσκυψα καί τόν ἀσπάσθηκα, τοῦ χάϊδεψα καί τήν κεφαλή του μέ ἀγάπη. Πῆγα στό πίσω μέρος καί κρατοῦσα τά μαξιλάρια σέ ὄρθια θέση γιά νά κάθεται λίγο στό κρεββάτι. Ἐκεῖνος ἦταν σύννους, οὔτε γελοῦσε οὔτε ἐξέφραζε τόν πόνο του. Εἶχε μιά μεγάλη εὐγένεια ψυχῆς. Ἔμοιαζε ὡς ἕνας ὥριμος θεολόγος ἀλλά καί σάν ἕνα μικρό παιδί, καί αὐτήν τήν ἑνοποίηση τήν δημιουργεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τήν κατά Χριστόν ἀπάθεια.
Στό χέρι του ὑπῆρχε ὀρός, ἀλλά καί τά δυό του χέρια ἦταν πληγωμένα καί μαυρισμένα ἀπό τά τρυπήματα. Ὁ π. Ἀντώνιος σέ κάποια στιγμή χάϊδευε τό χέρι του καί ἐκεῖνος κοίταζε χωρίς νά δείξη ὅτι ἐνοχλεῖται. Κάποιος ἀπό τούς παρισταμένους εἶπε ὅτι πονάει στό σημεῖο ἐκεῖνο ἀπό τά τρυπήματα. Τότε ὁ π. Ἀντώνιος τοῦ εἶπε: «Δέν τό γνώριζα, Γέροντα. Γιατί δέν μοῦ τό εἴπατε;». Καί ὁ Γέροντας ἀπήντησε χαμογελώντας:
«Δυό μόνο χέρια ἔχω καί δέν βρήκανε τρίτο νά τό ἀφήσουνε ἄθικτο».
Μερικοί παρόντες λαϊκοί ζήτησαν ἀπό τόν Γέροντα τήν ἄδεια νά τόν φωτογραφήσουν καί νά φωτογραφηθοῦν μαζί του. Ἐκεῖνος δέν ἀπάντησε οὔτε θετικά οὔτε ἀρνητικά καί παρέμεινε ἀτάραχος καί εἰρηνικός.
Τοῦ εἶπα ὅτι ἡ καρδιά εἶναι ἐκείνη πού αἰσθάνεται τόν Θεό. Ὁ Γέροντας συμφώνησε, ἀλλά γεμάτος σοφία ἀπάντησε: «Συγχρόνως ἡ καρδιά καί παραπλανᾶ». Αὐτό συμβαίνει ὅταν ἡ καρδιά δέν καθαρίζεται ἀπό τά πάθη. Στήν συνέχεια εἶπε:
«Ἡ ὑπομονή εἶναι ὁ Χριστός... Τά πάντα εἶναι ὁ Χριστός... Ἐκεῖνος εἶπε: "Πατάσσω καί πάλιν ἰάσομαι". Ἄλλοτε ἐκφράζεται μέ αὐστηρότητα, ἄλλοτε μέ γλυκύτητα, ἀλλά καί μέ τούς δυό τρόπους φανερώνεται ἡ Ἀγάπη Του. Ἡ πάλη μέ τόν Θεό εἶναι ἀδυσώπητη. Δέν τήν γνωρίζουν –αὐτήν τήν πάλη– παρά μόνον ὁ Θεός καί οἱ ἀθλητές τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἀδυσώπητη πάλη, γιατί ὁ Θεός εἶναι παντοδύναμος. Εἶναι ὅμως καί παναγάπη. Καί ὅταν δείχνη τήν "σκληρότητά" Του, οὐσιαστικά αἰσθητοποιεῖ τήν ἀγάπη Του».
Δίπλα στόν Γέροντα ἦταν ἕνας ἀσθενής πού ἀνέπνεε βαρειά καί βογκοῦσε. Τόν ρώτησα ἄν ἐνοχλῆτο ἀπό τά βογγητά καί ἄν ἤθελε νά παρακαλέσω νά τόν μεταφέρουν σέ ἄλλο δωμάτιο γιά νά εἶναι μόνος του καί νά ἔχη ἡσυχία. Μοῦ εἶπε:
«Ὄχι, εὐχαριστῶ, δέν μέ ἐνοχλοῦν, μέ βοηθοῦν... Ὅλοι αὐτοί θεολογοῦν τόν πόνο τους... Συμπληρώνουν καί τήν δική μου θεολογία».
Εἶναι καταπληκτικό νά αἰσθάνεται κανείς τόν πόνο τοῦ ἄλλου ὡς θεολογία. Αὐτό δείχνει μιά εὐαίσθητη καρδιά πού ἔχει μεταμορφωθῆ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Τόν περισσότερο καιρό πού ἤμουν κοντά του, δέν μιλοῦσα γιά νά μή τόν κουράζω. Οἱ μοναχοί μοῦ ἔλεγαν ὅτι δέν κουράζεται ὁ Γέροντας, ἀλλά χαίρεται νά μιλᾶ θεολογικά. Μάλιστα, ὅταν ἦταν σέ ἄλλο δωμάτιο, ὅλη τήν νύκτα ἔλεγε μέ τό στόμα του τήν εὐχή καί ἄκουγαν καί οἱ ἄρρωστοι.
Κάθησα κοντά του περίπου μιάμιση ὥρα. Αἰσθανόμουν γαλήνη στήν ψυχή καί τήν καρδιά μου, μιά εἰρήνη καί χαρά. Μετά ἔλαβα τήν εὐχή του γιά νά φύγω. Μοῦ ζήτησε νά προσεύχομαι γι' αὐτόν. Τοῦ εἶπα ὅτι τό κάνω, ἀλλά ζήτησα τίς δικές του προσευχές. Αὐτός ἀπάντησε: «Αὐτό τό λέτε ἀπό ταπείνωση». Τοῦ φίλησα τό χέρι, ἐκεῖνος ζήτησε νά φιλήση τό δικό μου, ἀσπάστηκα τό μέτωπό του καί μοῦ εἶπε:
«Σᾶς εὔχομαι τήν αἰώνια δόξα».
Ἔφυγα μέ ἔντονη γλύκα στήν καρδιά μου. Τό μεσημέρι συναντήθηκα μέ ἀγαπητά πρόσωπα, συνεχίζοντας τήν θεολογική συζήτηση πού εἴχαμε μέ τόν Γέροντα Ἀναστάσιο, στήν συνέχεια πῆγα στό ἀεροδρόμιο, ὅπου ἦλθαν νά μέ συναντήσουν καί ἄλλοι ἀγαπητοί Χριστιανοί. Ἐπιβιβάσθηκα στό ἀεροπλάνο καί στίς 5:50 ἀναχώρησα ἀπό τό Ἡράκλειο γιά τήν Ἀθήνα. Ἔφθασα στίς 10:00 ἡ ὥρα περίπου στήν Ναύπακτο. Δεκατέσσερεις ὧρες τήν ἡμέρα ἐκείνη γεμάτος μέ ἔντονες συγκινήσεις. Ἕνα ταξίδι ἀστραπή, ἐντυπωσιασμένος ἀπό τήν ἀστραπή τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας ἑνός ἐμπειρικοῦ Γέροντος σέ ἕνα Νοσοκομεῖο, ὅπου περισσεύει ὁ πόνος.
Μετά ἀπό δύο ἡμέρες ὁ π. Ἀντώνιος μοῦ ἔστειλε δύο μηνύματα πού εἶναι χαρακτηριστικά τῆς συναντήσεώς μας.
«Εἶπε ὁ Γέρων Ἀναστάσιος προχθές: "Μέ ἀνέψυξε πολύ ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου... Ὑπεβλήθη ἀπό ἀγάπη σέ τόσο κοπιαστικό ταξείδι... Τί ἀνταποδώσω; Μόνο θερμές εὐχαριστίες...". Ἔπειτα λίγο συνερχόταν ὁ Γέροντας. Οὐδέποτε ὅμως θεολόγησε. Ἦταν βυθισμένος στό μυστήριο τῆς σιωπῆς».
«Σήμερα ὁ π. Τιμόθεος, ἀδελφός τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ: "Ὅταν ἦρθε ὁ ἀγαπημένος στόν γέροντα Μητροπολίτης Ναυπάκτου –σημειωτέον ἀνέκτησε ἐπικοινωνία καί τόν περίμενε μέ λαχτάρα– τότε διεξήχθη καί ἡ τελευταία θεολογική παράθεση τοῦ Γέροντα. Ἔκανε περιεκτική ἀνακεφαλαίωση ὅλης του τῆς θεολογίας. Ἦταν τό κύκνειο ἄσμα του. Μετά ἀπ' αὐτή τήν συνάντηση πέρασε ὁριστικά στήν σιωπή. Στήν γλώσσα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος..."».
Ὁ εὐλογημένος Γέροντας ἀνέμενε τήν ἔναρξη τῆς αἰώνιας θείας Λειτουργίας, τήν ὁποία ποθοῦσε σέ ὅλη τήν ζωή του, ἀπό τότε πού ζοῦσε στά σπήλαια καί στήν Ἱερά Μονή.
Τό χάρισμα τῆς μακαρίας τελευτῆς
Τίς τελευταῖες ἡμέρες πρίν τήν κοίμησή του προσευχόταν συνεχῶς. Εἶχε δυσκολίες. Ἔλεγε στούς Πατέρες τῆς Μονῆς:
«Μέ κρατοῦν ἀκόμη στήν ἐπίγεια ζωή οἱ προσευχές σας. Ἡ παράταση εἶναι δῶρο μετανοίας. Εὐχαριστῶ κι εὐλογῶ ἅπαντας. Ἀντεύχομαι ὑπέρ πάντων».
Μέ εἰδοποίησαν ὅτι ἐπίκειται τό βιολογικό τέλος τοῦ Γέροντα καί τότε ἀπέστειλα τό ἑξῆς μήνυμα:
«Ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ νά τόν συνοδεύη μαζί μέ ὅλες τίς οὐράνιες δυνάμεις καί τούς προσφιλεῖς του ἁγίους. Τό εὐλογημένο σκεῦος τῆς ἐρήμου νά εἰσέλθη στήν οὐράνια Λειτουργία. Εὐλογημένη νά εἶναι ἡ ἔνδοξη πορεία του καί ἡ εἴσοδός του στά Ἅγια τῶν Ἁγίων».
Κάποια στιγμή ὁ Γέροντας εἶπε στόν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς νά τοῦ δώση τήν εὐχή του γιά νά πορευθῆ στό Φῶς. Ἐκεῖνος δυσκολευόταν νά τό κάνη. Ὅταν ὅμως τόν ἐπισκέφθηκε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Γορτύνης κ. Μακάριος τοῦ διάβασε μιά εὐχή καί ἡ ψυχή του ἀνεχώρησε πρός τό Φῶς. Στό περιστατικό αὐτό φαίνεται ἡ συνάντηση ἑνός χαρισματικοῦ θεολόγου μέ τήν Χάρη τῆς Ἀρχιερωσύνης καί δείχνει ὅτι τά χαρίσματα δίνονται ἀπό τόν Θεό διά τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά ἐνεργοῦνται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν εὐχή τῶν Ἐπισκόπων, πρός δόξαν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ἀμέσως ὁ π. Ἀντώνιος μέ εἰδοποίησε ὅτι κοιμήθηκε ὁ Γέροντας μέ μήνυμα:
«Ἔφυγε γιά τό ἀναστάσιμο Φῶς ὁ Γέρων Ἀναστάσιος. Τήν εὐχή του νά ἔχουμε».
Τοῦ ἀπάντησα:
«Νά ἔχουμε τήν ἀναστάσιμη εὐχή του. Ὁ Χριστός θά πῆ, ὅπως στόν ἀββά Σισώη: "Φέρετέ μοι τό σκεῦος τῆς ἐρήμου"... Σέ εὐλόγησε ὁ Θεός πού τόν γνώρισες καί τόν φανέρωσες. Ἀπέκτησες ἐμπειρία ἑνός θεουμένου ἀνθρώπου. Διαβίβασε τίς εὐχές μου στόν Ἡγούμενο καί τούς Πατέρες τῆς Μονῆς».
Ὁ Γέροντας Ἀναστάσιος ἦταν εὐλογημένος, ἦταν ὄντως μιά μεγάλη θεολογική μαρτυρία τῆς ἐποχῆς μας, ἐφάμιλλη ἀρχαίων μεγάλων θεοπτῶν ἀσκητῶν τοῦ Γεροντικοῦ.
Ἡ περίπτωσή του μοῦ θύμισε τούς λόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, τούς ὁποίους εἶπε ἀναμένοντας τόν θάνατο: «χτύπα τό σῶμα, ἡ ψυχή μένει ἀλάβωτη· τή θεία εἰκόνα θά τήν παραστήσω στόν Χριστό, ὅπως τήν ἔλαβα, ἀνθρωποκτόνε». «Πήγαινέ με, Χριστέ, ἐμένα τόν λάτρη σου, ὅπως θέλεις». Ἐπίσης μοῦ θύμισε τόν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὅτι ὁ θάνατος «οὐκέτι φοβερός ἐστιν, ἀλλά πεπάτηται, καταπεφρόνηται, εὐτελής ἐστι καί οὐδενός ἄξιος». Ἀκόμη, μοῦ θύμισε τόν λόγο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ὅτι ἡ στιγμή τῆς ἐξόδου μας ἀπό τόν κόσμο εἶναι «θριαμβευτική», καί «στήν ἀναμονή τῆς φοβερῆς ἀλλά καί μεγάλης στιγμῆς ἡ ψυχή βαθύτερα αἰσθάνεται τήν ὑψίστη εἰρήνη, τήν πατρική ἀγάπη, καί ὁρμᾶ πρός τό ἀνέσπερο Φῶς».
Ἔτσι ἔζησε καί ἔτσι τελείωσε ἤ μᾶλλον ἔτσι τελειώθηκε ὁ Γέροντας Ἀναστάσιος.
«Οἷος ὁ χοϊκός, τοιοῦτοι καὶ οἱ χοϊκοί, καὶ οἷος ὁ ἐπουράνιος, τοιοῦτοι καὶ οἱ ἐπουράνιοι· καὶ καθὼς ἐφορέσαμεν τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσομεν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου» (Α΄ Κορ. ιε΄, 48-49). Πράγματι, ὁ Γέροντας Ἀναστάσιος στό ὄνομα καί ἀναστάσιμος στήν ζωή ἐφόρεσε τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου!
Εὐνοημένοι ἀπό τόν Θεό εἶναι ὁ Ἡγούμενος καί οἱ Μοναχοί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ πού εἶχαν ἕναν τέτοιο εὐλογημένο Γέροντα, τόν ὁποῖον ἐκεῖνοι διηκόνησαν ἐκ καρδίας.
Μέσα στά προβλήματα τῆς ἐπισκοπικῆς μου διακονίας, ὁ Θεός μοῦ στέλνει καί μερικές χαρές, μιά ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι ἡ συνάντησή μου μέ τόν Γέροντα Ἀναστάσιο τόν Κουδουμιανό, τόν ὁποῖον αἰσθάνθηκα ὡς μιά οὐράνια ἀστραπή στήν ταλαίπωρη ἐποχή μας καί ἡ κοίμησή του μοῦ προξένησε λίγη αἴσθηση ὀρφάνειας, ἀλλά περισσότερη καί ἔντονη αἴσθηση ἀναστάσιμης χαρᾶς.
Νά ἔχουμε τίς πρεσβεῖες του.–
«Μέ κρατοῦν ἀκόμη στήν ἐπίγεια ζωή οἱ προσευχές σας. Ἡ παράταση εἶναι δῶρο μετανοίας. Εὐχαριστῶ κι εὐλογῶ ἅπαντας. Ἀντεύχομαι ὑπέρ πάντων».
Μέ εἰδοποίησαν ὅτι ἐπίκειται τό βιολογικό τέλος τοῦ Γέροντα καί τότε ἀπέστειλα τό ἑξῆς μήνυμα:
«Ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ νά τόν συνοδεύη μαζί μέ ὅλες τίς οὐράνιες δυνάμεις καί τούς προσφιλεῖς του ἁγίους. Τό εὐλογημένο σκεῦος τῆς ἐρήμου νά εἰσέλθη στήν οὐράνια Λειτουργία. Εὐλογημένη νά εἶναι ἡ ἔνδοξη πορεία του καί ἡ εἴσοδός του στά Ἅγια τῶν Ἁγίων».
Κάποια στιγμή ὁ Γέροντας εἶπε στόν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς νά τοῦ δώση τήν εὐχή του γιά νά πορευθῆ στό Φῶς. Ἐκεῖνος δυσκολευόταν νά τό κάνη. Ὅταν ὅμως τόν ἐπισκέφθηκε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Γορτύνης κ. Μακάριος τοῦ διάβασε μιά εὐχή καί ἡ ψυχή του ἀνεχώρησε πρός τό Φῶς. Στό περιστατικό αὐτό φαίνεται ἡ συνάντηση ἑνός χαρισματικοῦ θεολόγου μέ τήν Χάρη τῆς Ἀρχιερωσύνης καί δείχνει ὅτι τά χαρίσματα δίνονται ἀπό τόν Θεό διά τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά ἐνεργοῦνται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν εὐχή τῶν Ἐπισκόπων, πρός δόξαν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ἀμέσως ὁ π. Ἀντώνιος μέ εἰδοποίησε ὅτι κοιμήθηκε ὁ Γέροντας μέ μήνυμα:
«Ἔφυγε γιά τό ἀναστάσιμο Φῶς ὁ Γέρων Ἀναστάσιος. Τήν εὐχή του νά ἔχουμε».
Τοῦ ἀπάντησα:
«Νά ἔχουμε τήν ἀναστάσιμη εὐχή του. Ὁ Χριστός θά πῆ, ὅπως στόν ἀββά Σισώη: "Φέρετέ μοι τό σκεῦος τῆς ἐρήμου"... Σέ εὐλόγησε ὁ Θεός πού τόν γνώρισες καί τόν φανέρωσες. Ἀπέκτησες ἐμπειρία ἑνός θεουμένου ἀνθρώπου. Διαβίβασε τίς εὐχές μου στόν Ἡγούμενο καί τούς Πατέρες τῆς Μονῆς».
Ὁ Γέροντας Ἀναστάσιος ἦταν εὐλογημένος, ἦταν ὄντως μιά μεγάλη θεολογική μαρτυρία τῆς ἐποχῆς μας, ἐφάμιλλη ἀρχαίων μεγάλων θεοπτῶν ἀσκητῶν τοῦ Γεροντικοῦ.
Ἡ περίπτωσή του μοῦ θύμισε τούς λόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, τούς ὁποίους εἶπε ἀναμένοντας τόν θάνατο: «χτύπα τό σῶμα, ἡ ψυχή μένει ἀλάβωτη· τή θεία εἰκόνα θά τήν παραστήσω στόν Χριστό, ὅπως τήν ἔλαβα, ἀνθρωποκτόνε». «Πήγαινέ με, Χριστέ, ἐμένα τόν λάτρη σου, ὅπως θέλεις». Ἐπίσης μοῦ θύμισε τόν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὅτι ὁ θάνατος «οὐκέτι φοβερός ἐστιν, ἀλλά πεπάτηται, καταπεφρόνηται, εὐτελής ἐστι καί οὐδενός ἄξιος». Ἀκόμη, μοῦ θύμισε τόν λόγο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ὅτι ἡ στιγμή τῆς ἐξόδου μας ἀπό τόν κόσμο εἶναι «θριαμβευτική», καί «στήν ἀναμονή τῆς φοβερῆς ἀλλά καί μεγάλης στιγμῆς ἡ ψυχή βαθύτερα αἰσθάνεται τήν ὑψίστη εἰρήνη, τήν πατρική ἀγάπη, καί ὁρμᾶ πρός τό ἀνέσπερο Φῶς».
Ἔτσι ἔζησε καί ἔτσι τελείωσε ἤ μᾶλλον ἔτσι τελειώθηκε ὁ Γέροντας Ἀναστάσιος.
«Οἷος ὁ χοϊκός, τοιοῦτοι καὶ οἱ χοϊκοί, καὶ οἷος ὁ ἐπουράνιος, τοιοῦτοι καὶ οἱ ἐπουράνιοι· καὶ καθὼς ἐφορέσαμεν τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσομεν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου» (Α΄ Κορ. ιε΄, 48-49). Πράγματι, ὁ Γέροντας Ἀναστάσιος στό ὄνομα καί ἀναστάσιμος στήν ζωή ἐφόρεσε τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου!
Εὐνοημένοι ἀπό τόν Θεό εἶναι ὁ Ἡγούμενος καί οἱ Μοναχοί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ πού εἶχαν ἕναν τέτοιο εὐλογημένο Γέροντα, τόν ὁποῖον ἐκεῖνοι διηκόνησαν ἐκ καρδίας.
Μέσα στά προβλήματα τῆς ἐπισκοπικῆς μου διακονίας, ὁ Θεός μοῦ στέλνει καί μερικές χαρές, μιά ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι ἡ συνάντησή μου μέ τόν Γέροντα Ἀναστάσιο τόν Κουδουμιανό, τόν ὁποῖον αἰσθάνθηκα ὡς μιά οὐράνια ἀστραπή στήν ταλαίπωρη ἐποχή μας καί ἡ κοίμησή του μοῦ προξένησε λίγη αἴσθηση ὀρφάνειας, ἀλλά περισσότερη καί ἔντονη αἴσθηση ἀναστάσιμης χαρᾶς.
Νά ἔχουμε τίς πρεσβεῖες του.–
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου