Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Όσιος Αθανάσιος ο έγκλειστος



Πατερικό των σπηλαίων του Κιέβου
Διηγήσεις από τη ζωή και τα κατορθώματα των οσίων πατέρων
Της Κίεβο Πετσέρσκαγια Λαύρας.


Όσιος Αθανάσιος ο έγκλειστος

ΕΙΠΕ ο Κύριος: «Εγώ είμι η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται· και πας ο ζών και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα». Αυτά είναι τα λόγια του Κυρίου προς την αγία Μάρθα, πριν αναστήση τον αδελφό της δίκαιο Λάζαρο. Και μας έρχονται στη μνήμη τώρα που γράφουμε για τον όσιο πατέρα μας Αθανάσιο, τον έγκλειστο σπηλαιώτη.
Ο όσιος Αθανάσιος ήταν ένας αγωνιστής μοναχός της Λαύρας των Σπηλαίων, και έζησε σ' αυτήν πολύχρονη και θεοφιλή ζωή. Μετά από πολλά ασκητικά παλαίσματα και κατορθώματα, γνωστά τα περισσότερα μόνο στο Θεό, εκοιμήθη ειρηνικά. Το σκήνωμα του ετοιμάστηκε από τους πατέρες για την ταφή. Ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο όμως προκάλεσε την καθυστέρηση του ενταφιασμού για δυο ολόκληρες ήμερες. Ο θεσπέσιος Ποιμήν βρισκόταν στην εκκλησία, μαζί με τους άλλους πατέρες, την ώρα του μαρτυρικού θανάτου του οσιομάρτυρος Κούκσα. Τη στιγμή που ο γενναίος Κούκσα και ο μαθητής του, σε τεράστια απόσταση από τη μονή, παρέδιδαν τις ψυχές τους στα χέρια του Θεού, ο διορατικός όσιος Ποιμήν στάθηκε στο κέντρο του ναού και φώναξε δυνατά:





— Ο αδελφός μας Κούκσα και ο μαθητής του τελειώθηκαν μαρτυρικά αυτή την ώρα!
Αυτό είπε μόνο, και αμέσως έκλεισε κι ο ίδιος τα μάτια του για πάντα. Εκοιμήθη ειρηνικά την ίδια μέρα, 27 Αυγούστου, εκεί, μέσα στην εκκλησία.
Έτσι και οι τρεις αδελφοί μπήκαν μαζί στη χαρά του Κυρίου τους, όπου τώρα απολαμβάνουν «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν». Τη δεύτερη νύχτα ο ηγούμενος της Λαύρας είδε στον ύπνο του άγγελο Κυρίου που του είπε:
Ο άνθρωπος του Θεού Αθανάσιος έχει ήδη δυο μέρες άταφος, κι εσύ αδιαφορείς γι` αυτό;
Έντρομος ο ηγούμενος σηκώθηκε πρωίπρωί την άλλη μέρα κι έσπευσε με τους αδελφούς να ενταφιάση το νεκρό. Αλλά τι να δουν!
Ο όσιος ήταν ζωντανός! Καθισμένος στο νεκροκρέβατο έκλαιγε πικρά!
Φρίκη και δέος κυρίεψε τους αδελφούς. Για πολλή ώρα στάθηκαν άφωνοι και τρομαγμένοι μπροστά στο απίστευτο θέαμα. Έπειτα ρώτησαν τον Αθανάσιο:
Αδελφέ, πως ξαναγύρισες στη ζωή; Πού ήταν η ψυχή σου αυτές τις δυο μέρες; Που είχες πάει; Τί είδες και τι άκουσες; Πες μας, σε ικετεύουμε!
Εκείνος όμως δεν απαντούσε. Μόνο επαναλάμβανε σταθερά ανάμεσα στους λυγμούς:
Να σωθήτε, αδελφοί, να σωθήτε!
Πες μας, αδελφέ, νια να μας ωφελήσης! επέμεναν οι πατέρες.
Και να σας πω, άραγε θα εφαρμόσετε τις συμβουλές μου;
Με όρκους υποσχέθηκαν οι αδελφοί ότι θα φυλάξουν όλα όσα θα τους έλεγε.
Ακούστε τότε, είπε ο αναστημένος Αθανάσιος. Τρία πράγματα πρέπει να φυλάξετε για να σωθήτε. Πρώτα, να κάνετε αδιάκριτη υπακοή στον ηγούμενο. Δεύτερο, να μετανοήτε κάθε ώρα και στιγμή για τις αμαρτίες σας. Και τρίτο, να προσεύχεστε συνεχώς στον Κύριο μας και τη Θεοτόκο να σας αξιώσουν ειρηνικά τέλη, και μάλιστα εδώ, στη μετάνοια σας, και πουθενά αλλού... Αυτά τα τρία αν φυλάξετε, που είναι πάνω απ' όλες τις αρετές, θα είστε μακάριοι.
Για τ' άλλα μη με ρωτάτε. Και παρακαλώ να με συγχωρέσετε.
Την ίδια κιόλας ήμερα ο θείος Αθανάσιος κλείστηκε στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου. Έζησε εδώ δώδεκα χρόνια ακόμη! Ποτέ δεν βγήκε από τη σκοτεινή τρύπα του. Ποτέ δεν είδε τον ήλιο. Σε κανένα δεν είπε ούτε μια λέξη. Έκλαιγε και προσευχόταν αδιάλειπτα νύχτα και μέρα, όλ' αυτά τα χρόνια, τρώγοντας μόνο λίγο ψωμί και πίνοντας λίγο νερό μέρα παρά μέρα.
Όταν διαισθάνθηκε πως πλησίαζε το τέλος του, ο όσιος κάλεσε όλη την αδελφότητα κι επανέλαβε τις τρεις συμβουλές του. Έπειτα τους αποχαιρέτησε και εκοιμήθη ειρηνικά.
Το τίμιο λείψανο του τοποθετήθηκε στο σπήλαιο της ασκήσεως του, όπου επιτέλεσε ιάσεις και θαύματα πολλά.
Κάποιος από τους αδελφούς, ονόματι Βαβύλας, έπασχε για πολλά χρόνια από μια βασανιστική και επώδυνη ασθένεια, που τον είχε καθηλώσει στο κρεβάτι. Ενώ ήταν κατάκοιτος καί βογγούσε από τους πόνους, είδε ξαφνικά να μπαίνη κάποιος με τη μορφή του αοιδίμου Αθανασίου και να του λέη:
 Έλα σε μένα και θα σε θεραπεύσω.
Ο άρρωστος έκανε να του μιλήση, αλλά εκείνος έγινε αμέσως άφαντος.
Ο αδελφός Βαβύλας παρακάλεσε μερικούς πατέρες να τον μεταφέρουν στο λείψανο του οσίου. Έπεσε πάνω του, το αγκάλιασε, και ικέτευσε με δάκρυα τον εκλεκτό του Θεού να μεσιτεύση σ' Εκείνον για τη θεραπεία του. Αμέσως σηκώθηκε θεραπευμένος!
Μετά από το θαύμα αυτό, που ήταν το πρώτο, όλοι πίστεψαν ότι ο μακάριος Αθανάσιος ευαρέστησε τον Κύριο και συναριθμήθηκε στο χορό των αγίων .

ΟΣΙΟΣ ΑΡΕΘΑΣ

                 ΑΞΙΟ ΚΑΙ δίκαιο είναι να ευχαριστούμε πάντοτε το Θεό όχι μόνο για τις ευεργεσίες, αλλά και για τις δοκιμασίες Του. Γιατί οι δοκιμασίες, που αντιμετωπίζονται καρτερικά, και το δίκαιο τον γεμίζουν χάρη, όπως συνέβη με τον πολύαθλο Ιώβ, αλλά και τον αμαρτωλό τον καθαρίζουν και τον αγιάζουν.
Μια θεόσταλτη δοκιμασία έφερε σ' επίγνωση και τον όσιο Αρέθα, που καταγόταν από το Πολότσκ και ήταν μοναχός της Λαύρας των Σπηλαίων. Αυτός ο δυστυχής είχε το πάθος της φιλαργυρίας, τη ρίζα όλων των κακών, κατά τον απόστολο. Μάζευε κρυφά κι έκρυβε στο κελί του χρήματα και πολύτιμα είδη. Από το εργόχειρο του δεν έδινε τίποτα στη μονή ή στους φτωχούς. Αλλά ούτε και για τον εαυτό του ξόδευε το παραμικρό. Μόνο συγκέντρωνε...
Ο λόγος του Θεού δεν τον συνέτιζε. Οι νουθεσίες και οι παραινέσεις του ηγουμένου δεν έφερναν αποτέλεσμα. Οι συμβουλές των αδελφών δεν τον συγκινούσαν.
Κάποια νύχτα, με παραχώρηση Θεού, άγνωστοι κλέφτες του άρπαξαν όλη την περιουσία κι εξαφανίστηκαν.
Όταν ο Αρέθας ανακάλυψε την κλοπή κεραυνοβολήθηκε. Ήταν τέτοια η απόγνωση του, που μόνο με την επέμβαση του φιλάνθρωπου Θεού συγκρατήθηκε και δεν τερμάτισε τη ζωή του. Έγινε όμως ένα  αγρίμι από την οργή και την παράφορα.
Από την ήμερα εκείνη άρχισε να επιτίθεται στους αδελφούς, να τους προπηλακίζη και να τους ζητάη τα λεφτά του. Όλους τους θεωρούσε ένοχους για την κλοπή. Έγινε ένας αληθινός τύραννος της αδελφότητας.
Οι πατέρες τον βεβαίωναν πως ήταν αθώοι και τον συμβούλευαν να εμπιστευθή τον εαυτό του στο Θεό.
— Αδελφέ, του έλεγαν, «επίρριψον επί Κύριον την μεριμνά σου, και αυτός σε διαθρέψει».
Που να τους ακούση όμως εκείνος! Όχι μόνο δεν έδινε σημασία στα λόγια τους, αλλά και τους «στόλιζε» με άπρεπες και προσβλητικές εκφράσεις. Ο πονηρός τον είχε κυριέψει ολοκληρωτικά... Σε λίγο καιρό ο Αρέθας χτυπήθηκε από φοβερή αρρώστια κι έφτασε μέχρι το θάνατο. Ωστόσο και στο κρεβάτι της οδύνης δεν έπαυε να βαρυγγωμά και να κακολογή τους αδελφούς. Στο τέλος έπεσε σε κώμα κι έμεινε για πολλές ώρες σαν νεκρός. Μόλις που ανέπνεε. Οι αδελφοί με θλίψη περίμεναν το τέλος του.
Αλλ' ο φιλάνθρωπος Κύριος, που δεν θέλει την καταστροφή των ανθρώπων αλλά τη σωτηρία τους, έστειλε το έλεος Του στο ταλαίπωρο πλάσμα Του.
Καθώς κοιτόταν ακίνητος ο Αρέθας, άρχισε ξαφνικά να φωνάζη:
 Κύριε, ελέησον! Κύριε, σώσον! Κύριε, αμάρτησα! Δικά σου είναι και δεν λυπάμαι που τα έχασα!
Αμέσως συνήλθε, σηκώθηκε, κι εξήγησε φοβισμένος στους αδελφούς, που τον παράστεκαν, τί του είχε συμβή.
— Είδα, τους είπε, πως ήρθαν άγγελοι και δαίμονες κοντά μου. Άρχισαν να φιλονεικούν για μένα, εξαιτίας του κλεμμένου μου πλούτου. Οι δαίμονες υποστήριζαν επίμονα πως όχι μόνο δεν ευαρέστησα το Θεό, αλλά καί τον βλασφήμησα με τη φιλαργυρία και τη συμπεριφορά μου. «Γι' αυτό είσαι δικός μας, Αρέθα», μου έλεγαν, ενώ τους παρακολουθούσα έντρομος. «Είσαι δικός μας και σε μας θα παραδοθής!». Τότε οι άγγελοι με κοίταξαν με λύπη. «Ώ άθλιε άνθρωπε!», είπαν. «Ώ ανάξιε μοναχέ, που τόσα χρόνια ήσουν δούλος του πάθους της φιλαργυρίας! Δεν σε συνέτισε τουλάχιστον η κλοπή των χρημάτων σου; Αν ευχαριστούσες και δόξαζες το Θεό για τη στέρηση τους, θα σε λυπόταν καί θα σ' ελεούσε. Σ' αυτή την περίπτωση θα σου λογάριαζε την απώλεια σαν ελεημοσύνη, όπως έκανε στον Ιώβ. Όποιος ελεεί με τη θέληση του κάνει μεγάλο έργο ενώπιον του Θεού. Αλλά και όποιος χάνει τον πλούτο του ακούσια, αντιμετωπίζοντας όμως την απώλεια με πραότητα και με δοξολογία στο Θεό, αμείβεται απ' Αυτόν σαν ελεήμων. Ο διάβολος στέλνει τους κλέφτες ν' αρπάξουν τα πλούτη των ανθρώπων, για να κάνη τους τελευταίους ν' αγανακτήσουν και να βλασφημήσουν το Θεό!». Στά λόγια εκείνα των αγγέλων εγώ κραύγασα αυτό που ακούσατε: «Κύριε, ελέησον! Κύριε, σώσον! Κύριε, αμάρτησα! Δικά σου είναι καί δεν λυπάμαι που τα έχασα!». Στήν κραυγή μου οι δαίμονες εξαφανίστηκαν, ενώ οι άγγελοι χάρηκαν και αποχώρησαν.
Σαν άκουσαν τη διήγηση του Αρέθα οι αδελφοί, θαύμασαν τη φιλάνθρωπη σοφία του Θεού, που βρίσκει πάντοτε τρόπους να φέρνη τους αμαρτωλούς σε μετάνοια.
Από την ημέρα εκείνη η ζωή του Αρέθα άλλαξε εντελώς.
Ενώ πρίν κανείς δεν μπορούσε να τον συγκράτηση από την κακοτροπία και κακολογία του, τώρα όλοι εκπλήττονταν με την πραότητα και την καλωσύνη του.
Με βαθειά μετάνοια, με απροσωπόληπτη αγάπη, με αδιάκριτη υπακοή, με δακρύρροη προσευχή και σκληρή εγκράτεια ο μακάριος Αρέθας πέρασε θεοφιλώς την υπόλοιπη ζωή του. Και τόσο ευαρέστησε το Θεό με την ταπείνωση και την άσκηση, ώστε, μετά την οσιακή κοίμηση του, αξιώθηκε κι αυτός της αφθαρσίας του τιμίου λειψάνου του, που χαρίζει πλούσια τα ελέη του Κυρίου σ' όσους προστρέχουν σ' αυτό με πίστη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου