Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Όσιος Νικήτας ο έγκλειστος, επίσκοπος Νόβγκοροντ



Πατερικό των σπηλαίων του Κιέβου
Διηγήσεις από τη ζωή και τα κατορθώματα των οσίων πατέρων
Της Κίεβο Πετσέρσκαγια Λαύρας.
Όσιος Νικήτας  ο έγκλειστος, επίσκοπος Νόβγκοροντ

ΣΕ ΟΛΟΥΣ τους αγωνιστές του Χριστού, περισσότερη τιμή πρέπει σ' εκείνους τους γενναίους που ξεκόβουν από την παράταξη των άλλων μαχητών, ορμούν άφοβα μπροστά και πολεμούν τον εχθρό μόνοι τους. Σ' αυτούς τους στρατιώτες Του, παραχωρεί κάποτε ο Κύριος να συμβεί μια μεγάλη πτώση, με άρση της χάριτός Του, «ίνα μη υπεραίρονται». Βλέποντας ωστόσο το ζήλο και τη γενναιότητά τους, δεν τους εγκαταλείπει οριακά, αλλ' αφού τους παιδαγωγήσει για ορισμένο χρόνο, τους αποκαθιστά και τους χαριτώνει πάλι, καθιστώντας τους ανίκητους από τους δαίμονες.
Ανάμεσα σ' αυτούς τους γενναίους πολεμιστές του Χριστού, μια από τις πρώτες θέσεις κατείχε και ο μακάριος Νικήτας ο έγκλειστος, μοναχός της μονής των Σπηλαίων.
Ο όσιος Νικήτας ήταν νεώτερος κατά σάρκα αδελφός του μεγάλου Νίκωνος. Όταν λοιπόν ο τελευταίος έγινε ηγούμενος στην Πετσέρσκαγια, ο Νικήτας άρχισε επίμονα να τον παρακαλεί:
 Δώσ' μου γέροντα ευλογία ν' ασκήσω τον έγκλειστο βίο!
Τέκνο μου, του απαντούσε ο όσιος Νίκων, δεν θα σε ωφελήσει αυτό. Δεν μπορείς ακόμα, νέος μοναχός όπως είσαι, να κλειστής μέσα σ' ένα μικρό κελί και να επιδοθείς στην προσευχή. Δεν είναι για τα μέτρα σου αυτή η εργασία. Είναι ασφαλέστερο να παραμείνεις μαζί με όλους τους αδελφούς, να κάνης αδιάκριτη υπακοή, να εργάζεσαι μ' επιμέλεια στο διακόνημά σου, ν' ασκείς όλες τις πρακτικές αρετές, και να 'σαι Βέβαιος ότι δεν θα στερηθείς του μισθού σου. Δεν είδες τι έπαθε ο αδελφός μας Ισαάκιος; Θέλησε να ζήση έγκλειστος, απατήθηκε οικτρά από τους δαίμονες και μόνο η χάρη του Θεού και οι ευχές των οσίων πατέρων μας τον σώσανε!




Άλλα παρ' όλες τις προσπάθειες του οσίου Νίκωνος να τον μεταπείσει, ο Νικήτας επέμενε:
Ποτέ, ποτέ πάτερ, δεν θ' απατηθώ! Θα σταθώ δυνατός εναντίον των δαιμονικών σκευωριών και θα παρακαλέσω το φιλάνθρωπο Θεό να μου δωρίσει το χάρισμα της θαυματουργίας, όπως στον Ισαάκιο, που μέχρι σήμερα κάνει πολλά θαύματα.
Ο ηγούμενος του είπε πάλι:
Παιδί μου, η επιθυμία σου ξεπερνά τις δυνατότητές σου και κρύβει κενοδοξία. Πρόσεξε μήπως πέσεις πριν καν προλάβεις ν' ανέβεις στα ύψη που θέλεις. «Ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση», προειδοποιεί ο άγιος απόστολος. Εγώ σου συνιστώ νια τελευταία φορά να μείνεις και ν' αγωνιστής μαζί με τους άλλους αδελφούς, με ταπείνωση και υπακοή, για να λάβεις από τον Κύριο το αμάραντο στεφάνι. Οτιδήποτε άλλο κάνης θα είναι καρπός του δικού σου θελήματος και γι' αυτό επικίνδυνο για την ψυχή σου. Ο Θεός να σε φωτίσει στο αγαθό...
Ο Νικήτας όμως δεν θέλησε ν' ακούσει τις συμβουλές του ηγουμένου, γιατί δεν μπορούσε να κατανικήσει το δυνατό πόθο για έγκλειστη ασκητική ζωή, που κατέκαιγε την ψυχή του. Έκανε λοιπόν ο δυστυχής το θέλημά του!
Κλείστηκε στο κελί του, ασφάλισε την πόρτα κι έμεινε μόνος, προσευχόμενος αδιάλειπτα. Ζήτησε μόνο να του φέρνουν λίγη τροφή κάθε μέρα.
Ο όσιος Νίκων είδε με θλίψη και ανησυχία την πράξη του αδελφού του. Περίμενε με φόβο την τιμωρία της παρακοής του, που δυστυχώς, δεν άργησε καθόλου.
Μόλις μερικές ήμερες μετά τον εγκλεισμό του ο όσιος Νικήτας, άκουσε μια φωνή δίπλα του. Σαν να ήταν κάποιος που συμπροσευχόταν μ' εκείνον. Ταυτόχρονα ένιωσε μιαν άρρητη ευωδιά να πλημμυρίζει το κελί. Ο διάβολος είχε κιόλας στήσει την παγίδα του. Και ο απειροπόλεμος Νικήτας παγιδεύτηκε αμέσως!
«Άγγελος θα είναι!» σκέφτηκε μ' ένα παράξενο σκίρτημα δέους. «Αν δεν ήταν άγγελος, δεν θα προσευχόταν μαζί μου. Ούτε θα ευωδίαζε, αφού οι δαίμονες είναι δυσώδεις. Είναι φανερό πως το κελί μου έχει πληρωθεί με την ευωδιά του Αγίου Πνεύματος!».
Αυτά συλλογίστηκε ο ταλαίπωρος και άρχισε πάλι να προσεύχεται μ' επιμονή και δάκρυα λέγοντας:
 Κύριε, φανερώσου, Σε παρακαλώ, για να σε δω με τα μάτια μου!
Άκουσε τότε φωνή να του λέει:
 Δεν πρέπει να σου φανερωθώ, γιατί είσαι νέος ακόμα! Θα υπερηφανευθείς και θα πέσεις σε πλάνη!
 Όχι Κύριε, αποκρίθηκε κλαίγοντας ο Νικήτας. Ποτέ δεν θα πλανηθώ, γιατί ο ηγούμενός μου με καθοδήγησε πως ν' αποφεύγω τις παγίδες του διαβόλου. Ό,τι μου πεις εσύ, Κύριε μου, θα το κάνω!
Τότε ο πονηρός σατανάς του είπε:
Νικήτα, «ου δυνήση ιδείν το πρόσωπόν μου• ου γαρ μη ιδεί άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται»! Αλλά να! Σου στέλνω έναν άγγελό μου, θα μείνει μαζί σου. Να κάνης ό,τι σου λέει!
Αυτοστιγμεί εμφανίστηκε μπροστά στον έγκλειστο ένας δαίμονας με μορφή αγγέλου. Ο Νικήτας, πλανημένος πια εντελώς, έπεσε και τον προσκύνησε σαν απεσταλμένο του Θεού! Κι εκείνος του είπε:
Νικήτα, από δω και πέρα εσύ δεν χρειάζεται να προσεύχεσαι. Θα προσεύχομαι εγώ στη θέση σου. Εσύ μόνο να μελετάς βιβλία και να προσφέρεις λόγους ωφελείας σ' εκείνους που θα σου στέλνει ο Θεός. Θα γίνεις μέγας καθοδηγητής ψυχών και σωτήρας των ανθρώπων!
Φυσικά ο Νικήτας υπάκουσε τυφλά στις εντολές του «αγγέλου». Υποχείριος πλέον στον κοσμοκράτορα του σκότους, έπαψε να προσεύχεται κι έπεσε με μεγάλο ζήλο στη μελέτη. Έβλεπε το δαίμονα να στέκεται συνεχώς σε στάση προσευχής και χαιρόταν, πιστεύοντας ότι παρακαλούσε το Θεό για τη σωτηρία του!
Ο ίδιος άρχισε να συζητά ακατάπαυστα με τους ανθρώπους που τον πλησίαζαν για τη Γραφή, για την πίστη, για την ωφέλεια της ψυχής και για ποικίλα άλλα θέματα. Δεν άργησε ν' αποκτήσει και φήμη προορατικού και χαρισματούχου μοναχού. Η φήμη του απλώθηκε μακριά κι όλοι τον θαύμαζαν νια την ακριβή εκπλήρωση των προφητικών του λόγων.
Η δόξα του έφτασε στο απόγειό της, όταν κάποτε έστειλε στον πρίγκιπα Ιζιασλάβο το εξής μήνυμα:
«Σήμερα φονεύθηκε στο Ζαβόλτς ο πρίγκιπας του Νόβγκοροντ Γκλέμπ Σβιατοσλάβιτς. Στείλε γρήγορα το γιο σου Σβιατοπόλκ, να πάρει το θρόνο του Νόβγκοροντ».
Μετά από μερικές ημέρες, ήρθε πράγματι η είδηση για τη δολοφονία του πρίγκιπα Γκλέμπ. Ο Σβιατοπόλκ επίσης πρόλαβε και κατέλαβε το θρόνο του. Από τότε ο Νικήτας έγινε σεβαστός και φοβερός για την «προφητική» του δύναμη σε ηγεμόνες, σε βογιάρους και σ' όλο το λαό.
Ο ηγούμενος Νίκων όμως, ήταν επιφυλακτικός και κάτι περίμενε... Διαπίστωσε σύντομα ότι ενώ ο Νικήτας γνώριζε απ' έξω ολόκληρη σχεδόν την Παλαιά Διαθήκη και τη χρησιμοποιούσε μ' εκπληκτική ευχέρεια στις συζητήσεις του, δεν ήξερε αντίθετα, καθόλου την Καινή Διαθήκη. Δεν τη μελετούσε ποτέ και δεν ήθελε να γίνεται ούτε λόγος γι' αυτήν! Απ' αυτή τη συμπεριφορά του, δεν άργησαν οι πατέρες όλοι να πεισθούν ότι είχε πλανηθεί από το διάβολο. Και δεν θέλησαν ν' ανεχθούν το δαιμονικό εμπαιγμό του αδελφού τους.
Ο ηγούμενος Νίκων πήρε μαζί του μερικούς αδελφούς — τον κατοπινό ηγούμενο Ιωάννη, τον Ποιμένα το νηστευτή, τον Ησαΐα, κατοπινό επίσκοπο Ροστώφ, τον Ισαάκιο τον έγκλειστο, τον Αγαπητό τον Ιαματικό, το Γρηγόριο το θαυματουργό και άλλους  και πήγαν στο κελί του Νικήτα. Άνοιξαν με τη βία την ασφαλισμένη πόρτα. Ο Νικήτας τότε, με την επήρεια του πονηρού που κυριαρχούσε πάνω του, έγινε εκτός εαυτού, θηρίο άγριο και ατιθάσευτο. Άρχισε να ωρύεται, να χτυπιέται, ν' απειλή, να ουρλιάζει σαν πληγωμένο θηρίο, καθώς μερικοί αδελφοί τον συγκρατούσαν και ο ηγούμενος του διάβαζε εξορκισμούς για την απαλλαγή του από το δαιμόνιο.
Η φιλανθρωπία του Θεού, έδιωξε τελικά μακριά τον εχθρό.
Ο ταλαιπωρημένος αδελφός ξαναβρήκε τον εαυτό του και ειρήνευσε.
Μετά απ' αυτό, οι αδελφοί τον ρώτησαν ορισμένα πράγματα από την Παλαιά Διαθήκη. Εκείνος όμως δεν θυμόταν τίποτα. Κι όταν τον βεβαίωσαν ότι πριν από λίγο ήξερε ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη απ' έξω, με έκπληξη ορκιζόταν ότι δεν την είχε διαβάσει ποτέ! Όπως διαπιστώθηκε σε λίγο, είχε ξεχάσει τελείως, όχι μόνο ό,τι είχε μάθει όσο τον κυβερνούσε το δαιμόνιο, αλλά και αυτή τη γραφή και την ανάγνωση ακόμη! Έτσι οι πατέρες αναγκάστηκαν να τον διδάξουν από την αρχή ανάγνωση και γραφή, σαν να ήταν μικρό παιδί!
Όταν ο Νικήτας κατάλαβε τι ακριβώς είχε συμβεί, έπεσε μετανοημένος στα πόδια του οσίου Νίκωνος, παρακαλώντας κι εκείνον και το Θεό να τον συγχωρήσουν για την ανυπακοή και την έπαρσή του, που τον έριξαν στα χέρια του σατανά.
Από τότε ο μακάριος παραδόθηκε με συντριβή στην κοινοβιακή ζωή της υπακοής και της εκκοπής του ιδίου θελήματος, κλαίγοντας νύχτα και μέρα για την πτώση του. Κι έδειξε τέτοια αυταπάρνηση, ώστε ξεπέρασε όλους τους αδελφούς στην αρετή.
Ο φιλάνθρωπος Κύριος, βλέποντας τη βαθιά τελωνική μετάνοια και ταπείνωση του δούλου Του, δέχτηκε τα δάκρυά του σαν μαρτυρικό αίμα και τον συγχώρησε για την πτώση του, όπως είχε συγχωρήσει τον απόστολο Πέτρο, που τρεις φορές τον αρνήθηκε, αλλά κατόπιν μετανόησε και «έκλαυσε πικρώς».
Και όπως ο Κύριος αξίωσε τον Πέτρο, παρά την τριπλή άρνησή του, να γίνει απόστολος και ποιμένας των λογικών προβάτων Του, έτσι έδειξε το έλεός Του και στο μετανοημένο όσιο Νικήτα και τον ανέδειξε ποιμένα και επίσκοπο του Νόβγκοροντ, στα 1096.
Επιπλέον τον δόξασε με το χάρισμα της θαυματουργίας, με το οποίο ευεργετούσε και ελεούσε το ποίμνιό του.
Πολλά θαύματα έκανε σαν επίσκοπος ο όσιος Νικήτας, με τα οποία δοξάστηκε το όνομα του θεού.
Κάποια φορά, μετά από πολύχρονη και βασανιστική ανομβρία, με την προσευχή του ήρθε ξαφνική βροχή, ποτιστική κι ευεργετική.
Άλλη φορά πάλι, όταν ξέσπασε μια φοβερή και καταστρεπτική πυρκαγιά στην πόλη, που ήταν αδύνατο να σβηστή ή να ελεγχθεί, ο όσιος την κατέστειλε με μόνη την προσευχή του, χωρίς ανθρώπινη επέμβαση.
Αλλά και πολλά άλλα θαύματα έκανε ο θεοφιλής ιεράρχης με τις προσευχές του, ευεργετώντας τους ανθρώπους του Θεού, δοξάζοντας το πανάγιο όνομά Του και στηρίζοντας στην ορθόδοξη πίστη τους αδυνάτους.
Αφού θεάρεστα και σοφά ποίμανε το λογικό του ποίμνιο ο μακάριος Νικήτας «μετέστη προς Κύριον» στα 1109, αποκτώντας το στεφάνι της αιώνιας ζωής.


 Όσιος ΝΙΚΩΝ, καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων


ΟΤΑΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ ευδόκησε να φυτευτή στη Ρωσία το πολύκαρπο δέντρο του μοναχικού βίου από τον όσιο πατέρα μας Αντώνιο, του έδωσε έναν άξιο υποτακτικό καί συνασκητή. Αυτός ήταν ό όσιος Νίκων. Ο διδάσκαλος Αντώνιο, επιδόθηκε με ζήλο στη μίμηση του, ανεβαίνοντας γοργά τίς βαθμίδες της κλίμακας των αρετών. Επιπλέον έδειξε εξαιρετικές ικανότητες μοναχικού ηγέτη καί συνετού χειραγωγού των λογικών προβάτων του Χριστού στην ασκητική ζωή.
   Τιμημένος από το Θεό με το ιερατικό αξίωμα, ό Νίκων έκειρε με εντολή του οσίου Αντωνίου όσους ζητούσαν με πόθο το αγγελικό σχήμα, μετά από την κανονική δοκιμασία καί την κατάλληλη πνευματική προετοιμασία τους.
  Τίποτε απολύτως δεν έκανε ό μακάριος Νίκων χωρίς την εντολή ή την ευλογία του γέροντα του. Όλα τα έκανε με πνεύμα απόλυτης υποταγής, υπομένοντας με ανδρεία τους πειρασμούς καί διαλύοντας με ταπείνωση καί διάκριση τίς πλεκτάνες του πονηρού. Αξιώθηκε μάλιστα της μεγάλης τιμής να κείρει με τα χέρια του τον όσιο Θεοδόσιο, το μεγάλο θεμελιωτή της μοναχικής ζωής στη Ρωσία. Έκειρε ακόμη, στα 1062, δυο μεγάλες μορφές της Πετσέρσκαγια, τον επιφανή βογιάρο Βαρλαάμ καί τον ευνούχο του ηγεμόνα, Έφραίμ.
   Γι' αυτές όμως τίς κούρες υπέμεινε μεγάλη θλίψη. Γιατί ό ηγεμόνας Ιζιασλάβος συγχύστηκε πολύ πού έχασε από κοντά του δυο σπουδαία πρόσωπα, δυο χρήσιμους συνεργάτες, καί θύμωσε με τους οσίους. Διέταξε να φέρουν μπροστά του εκείνον πού τόλμησε να τους κάνη μοναχούς.
Σε λίγο ό Νίκων οδηγήθηκε στον ηγεμόνα. Εκείνος τον κοίταξε με περισσή οργή καί φώναξε:
 Εσύ, καλόγερε, τόλμησες να κάνης σαν κι εσένα το βογιάρο καί τον ευνούχο μου;
 Ναι, εγώ, με την εντολή του οσίου πατέρα μου καί την ευλογία του ουράνιου Βασιλιά Ιησού Χριστού, πού τους κάλεσε σ' αυτό το δρόμο της ασκήσεως, αποκρίθηκε ό όσιος ήρεμα καί θαρρετά.
Ό ηγεμόνας άναψε καί κοκκίνισε από μανία.
Ακου να σου πω, ούρλιαξε, ή θα τους πείσεις να γυρίσουν πίσω ή θα στείλω κι εσένα καί τους συντρόφους σου στην εξορία! Καί το σπήλαιο σας θα το κατασκάψω
Ό,τι θέλεις κάνε, άρχοντα μου. Εγώ πάντως δεν έχω εξουσία ν' αποσπώ τους στρατιώτες του ουράνιου Βασιλιά από κοντά Του!
Αυτά είπε ό μακάριος Νίκων κι έφυγε από το παλάτι του ηγεμόνα.
Μετά από το επεισόδιο αυτό οί αδελφοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπήλαιο καί να φύγουν μακριά, σ' άλλο τόπο, όπου δεν θα έφτανε ή ηγεμονική οργή. Τότε ό μέγας Νίκων πήγε στο Τμουταρακάν κι εκεί, κοντά στην πολίχνη, βρήκε έναν έρημο τόπο, όπου εγκαταστάθηκε. Επιδόθηκε αμέσως σε σκληρούς ασκητικούς αγώνες, ζώντας με σιωπή, «μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος», προσθέτοντας καθημερινά κόπους στους κόπους καί ασκήσεις στις ασκήσεις. Δεν άργησε να γίνει γνωστή ή παρουσία του καί ν' απλωθεί ή φήμη του σ' ολόκληρη την περιοχή. Ή ορθόδοξη χριστιανική πίστη δεν είχε ακόμη στερεωθεί εκεί καί ή μοναχική ζωή ήταν τελείως άγνωστη.
 Σιγάσιγά οί κάτοικοι άρχισαν να πλησιάζουν τον όσιο καί να εντυπωσιάζονται από την παράξενη γι' αυτούς ζωή του. Εκείνος τότε, για τη δόξα του Κυρίου, έλυνε τη σιωπή του καί τους μιλούσε για τον αληθινό Τριαδικό Θεό καί την αγία ορθόδοξη πίστη. Όλοι σαγηνεύονταν από τη σοφία, τη γνώση καί την αγιότητα του, μετανοούσαν καί δόξαζαν τον Κύριο με τη ζωή καί τα έργα τους.
Αργότερα ορισμένοι ζήτησαν από τον όσιο να τους κάνη μοναχούς. Κι εκείνος, αφού τους δοκίμαζε καί τους νουθετούσε, τους έκειρε. Έτσι μπήκαν οί βάσεις για την κατοπινή ανέγερση της μονής της Ύπεραγίας Θεοτόκου, πού έγινε σπουδαίο μοναστικό κέντρο, ισάξιο της μονής των Σπηλαίων. Μετά το θάνατο του ηγεμόνα του Τμουταρακάν Ροστισλάβου Βλαντιμίροβιτς, οι κάτοικοι της χώρας παρακάλεσαν τον όσιο Νίκωνα, στον όποιο έτρεφαν απεριόριστη εμπιστοσύνη καί αφοσίωση, να πάει στον ηγεμόνα του Τσερνιγώφ Σβιατοσλάβο Γιαροσλάβιτς καί να ζήτηση το γιο του Γκλέμπ για την ηγεμονία του Τμουταρακάν.
Ό όσιος εκτέλεσε μ' επιτυχία τη διακονία πού του ανέθεσε το ποίμνιο του.
Επιστρέφοντας μαζί με τον πρίγκιπα Γκλέμπ Σβιατοσλάβιτς, πέρασε από το Κίεβο κι επισκέφθηκε τη μονή των Σπηλαίων. Όταν ό μακάριος ηγούμενος Θεοδόσιος αντίκρισε, μετά από τόσα χρόνια, τον παλιό συνασκητή του, σκίρτησε από χαρά. Έπεσαν κι οι δυο στη γη κι έβαλαν βαθιά μετάνοια ό ένας στον άλλον. Ύστερα αγκαλιάστηκαν κλαίγοντας από συγκίνηση, καί κάθισαν παράμερα να συζητήσουν. Είχαν τόσα να πουν...
Όταν ό μέγας Νίκων μετά από ώρα πολλή ετοιμάστηκε να φυγή, ό μακάριος Θεοδόσιος ξέσπασε πάλι σε λυγμούς καί τον παρακαλούσε να παραμείνει στα Σπήλαια, για να συνεχίσουν μαζί την επίγεια ασκητική οδοιπορία τους.
 Πρέπει να πάω, είπε ό Νίκων, να ρυθμίσω ό,τι άφορα το μοναστήρι μου. Έπειτα, αν είναι θέλημα Θεού, θα επιστρέψω.
Πράγματι, ό όσιος πήγε στο Τμουταρακάν με τον πρίγκιπα Γκλέμπ, όπου εκείνος ανέλαβε την ηγεμονία της χώρας. Ό ίδιος φρόντισε να τακτοποίηση μ' επιμέλεια τα της μονής του καί κατόπιν, σύμφωνα με την υπόσχεση του, γύρισε στην Πετσέρσκαγια κοντά στον όσιο Θεοδόσιο. Υποτάχθηκε με ταπείνωση στον άγιο ηγούμενο κι εκτελούσε με ακρίβεια όλες του τίς εντολές, νεκρώνοντας ιό δικό του θέλημα. Καί ό μακάριος Θεοδόσιος, όταν χρειαζόταν να λείψει από τη μονή, άφηνε σαν αντικαταστάτη του στη διαποίμανση της αδελφότητας το Νίκωνα, σαν αρχαιότερο, εμπειρότερο καί αγωνιστικώτερο όλων.
Πολλές φορές ό όσιος Νίκων, πού γνώριζε την τέχνη της βιβλιοδεσίας, έραβε καί έδενε βιβλία. Τότε ό Θεοδόσιος καθόταν ταπεινά δίπλα του, αν καί ήταν ηγούμενος, καί του ετοίμαζε τους σπόγγους πού χρειαζόταν για το εργόχειρο του. Την ώρα εκείνη, αλλά καί σε άλλες ευκαιρίες, οί δυο όσιοι μάζευαν γύρω τους ,τους αδελφούς καί τους νουθετούσαν με πνευματικές διδαχές καί ασκητικούς λόγους.
Αργότερα όμως ξέσπασε ή γνωστή μας διαμάχη ανάμεσα στους τρεις αδελφούς ηγεμόνες του Κιέβου Ιζιασλάβο, του Τσερνιγώφ Σβιατοσλάβο καί του Περεγιασλάβ Βσέβολοντ. Ή διαμάχη εκείνη δημιούργησε στην περιοχή μεγάλη αναταραχή, πού ανάγκασε το φιλέρημο καί φιλήσυχο Νίκωνα ν' αναχώρηση πάλι από την Πετσέρσκαγια μαζί με δύο μοναχούς. Γύρισε στο Τμουταρακάν, όπου έζησε μερικά χρόνια με τον ίδιο ασκητικό ζήλο.
Όταν έμαθε ότι ειρήνευσε ό τόπος του Κιέβου, ό μακάριος πήρε πάλι το δρόμο για τη Λαύρα. Φτάνοντας όμως εκεί διαπίστωσε πώς ό όσιος Θεοδόσιος δεν ήταν πια στη ζωή. Ηγούμενος ήταν τώρα ό φιλόθεος Στέφανος.
Ό Νίκων αποφάσισε να τελείωση τον επίγειο βίο του στη μονή της μετανοίας του. Έμεινε λοιπόν εκεί, κι επισκεπτόταν συχνά τον τάφο του οσίου Θεοδοσίου, λούζοντας τον κάθε φορά με καυτά δάκρυα χαρμολύπης. Λύπης, γιατί αποχωρίστηκε τον αγαπημένο του πνευματικό αδελφό. Καί χαράς, γιατί ήταν βέβαιος πώς αναπαυόταν τώρα μέσα στα χέρια του Θεού.
Όταν με συνεργία του πονηρού ορισμένοι αδελφοί δημιούργησαν αναταραχή στην αδελφότητα καί απομάκρυναν το μακάριο Στέφανο από την ηγουμενία της μονής, ηγούμενος αναδείχθηκε ό όσιος Νίκων.
Με διάκριση καί σοφία αγωνίστηκε ό μακάριος να φέρει την ειρήνη καί την ομόνοια στην αδελφότητα. Καί το κατόρθωσε με μεγάλο κόπο, πολλή υπομονή καί περισσότερη προσευχή. Οί αδελφοί, αναγνωρίζοντας την ακεραιότητα, τη σύνεση καί την αγιότητα του, ησύχασαν καί υποτάχθηκαν σ' αυτόν, σαν σε φωτισμένο πατέρα, διδάσκαλο καί πνευματικό οδηγό. Πολλές φορές ό μοχθηρός διάβολος προσπάθησε να δημιουργήσει νέα σκάνδαλα καί να βάλει εμπόδια στην ανύστακτη φροντίδα του οσίου να καθοδηγεί στο δρόμο της σωτηρίας τις ψυχές πού του εμπιστεύθηκε ό Κύριος. Οί σκοτεινοί σκοποί του όμως δεν μπορούσαν να σβήσουν το φως των αρετών του πιστού δούλου του Θεού.
Στα χρόνια της ηγουμενίας του μεγάλου Νίκωνος έγινε με τρόπο θαυμαστό ή αγιογράφηση της εκκλησίας των Σπηλαίων από Έλληνες αγιογράφους, σταλμένους από την Κυρία Θεοτόκο, όπως είδαμε πιο πάνω στη σχετική διήγηση.
Τέλος, το έτος 1088, όταν ηγεμόνας στο Κίεβο ήταν ό Βσέβολοντ Γιαροσλάβιτς, ό όσιος Νίκων παρέδωσε την ψυχή του «εν χειρί Θεού». Κηδεύτηκε στη μονή των Σπηλαίων, όπου μέχρι σήμερα το τίμιο σκήνωμα του αναπαύεται άφθορο καί ακέραιο, τιμημένο με τη δόξα καί τη χάρη του Θεού, καί επιτελεί πολλά θαύματα..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου