Σάββατο 12 Απριλίου 2014

προβολεας του διαβολου

προβολεας του διαβολου



Στο εξωτερικό αρχονταρίκι του κελιού του ο Γέροντας Παΐσιος άκουγε πονεμένους και μπερδεμένους ανθρώπους και σπάραζε ή καρδιά του. Ήθελε να τους βοηθήσει ουσιαστικά, αρχίζοντας με τη διδασκαλία κι επισφραγίζοντας την προσπάθεια με θερμή προσευχή το βράδυ. Γνώριζε πολύ καλά ότι ό ίδιος δεν μπορούσε να βοηθήσει κανέναν, πίστευε, όμως, ότι ό Θεός όλα μπορεί να τα κάνει, για αυτό και προσευχόταν με πόνο.

Το έργο του ήταν δύσκολο, γιατί συναντούσε την αντίδραση του διαβόλου. Ό Γέροντας είχε διαπιστώσει πολλές φορές ότι ό διάβολος με λύσσα πολεμούσε το πνευματικό του έργο.

Κάποτε είχαν πάει στο καλύβι του δυο άνθρωποι, πού αντιμετώπιζαν σοβαρά προσωπικά προβλήματα. Ό Γέροντας τους άκουσε με προσοχή και άρχισε να τους αναφέρει διάφορα παραδείγματα, προκειμένου να τονώσει την πίστη τους στο Θεό. Έβλεπε ότι οί άνθρωποι αυτοί διψούσαν να τον ακούσουν.

Όταν ή συζήτηση είχε φτάσει στο «ευαίσθητο σημείο», εμφανίστηκε στο σύρμα του φράχτη μια ομάδα επισκεπτών. Ό Γέροντας διέκοψε, για να τους χαιρετήσει και να τούς οδηγήσει σε κάποιο σημείο της αυλής του κελιού. Ξαναπήγε κοντά τους στους δυο αδελφούς για ολοκληρώσει τη σκέψη του. Δεν πέρασαν δυο λεπτά και ακούστηκε μια φωνή απ’ την κάτω πόρτα της αυλής:

-Πάτερ, από πού θα μπούμε;

Ήταν μια άλλη παρέα. ‘Ο Γέροντας τους απάντησε:

Ελάτε από πάνω. Πάρτε λουκούμια και νερό και καθίστε.

Ό Γέροντας είχε χάσει τον ειρμό των σκέψεων του. Άρχισε πάλι απ’ την αρχή. Οι συνεχείς διακοπές τον πίεζαν κι ένιωθε άσχημα. Δεν μπορούσε να φτάσει στο δίδαγμα, πού ήθελε να προσφέρει στους δυο συνομιλητές του. Εφτά φορές τον διέκοψαν διάφοροι επισκέπτες. Τελικά αναγκάστηκε να βάλει δυο φρουρούς απ’ τους ίδιους τους επισκέπτες. Πήρε έναν απ’ το χέρι και του είπε . Να σταματάει τους επισκέπτες πού θα έρχονταν, λέγοντας τους, ότι πρέπει να έχουν υπομονή και να περιμένουν. Το ίδιο είπε και σε κάποιον άλλο, πού τον τοποθέτησε στην επάνω πόρτα. Έτσι ό Γέροντας μετά από αρκετή ώρα κατάφερε να τελειώσει τη συζήτηση με τους δυο πονεμένους αδελφούς. Όταν τους αποχαιρετούσε, τους εξήγησε τι είχε συμβεί:

-Έβλεπε ό διάβολος, αδελφοί, ότι ό Θεός σας έστειλε εδώ, για να τονωθείτε, πνευματικά και δεν το άντεχε. Το έκανε απ’ εδώ, το έκανε απ’ εκεί κι έστειλε όλους τους επισκέπτες μαζεμένους, για να με διακόπτουν και να μη μπορέσω να σας βοηθήσω. “Ας είναι όμως. Άντε να πάτε στην ευχή της Παναγίας.
Ό Γέροντας ένιωθε ικανοποίηση, που βοήθησε τους δυο αδελφούς, και άρχισε να μετράει τους επισκέπτες, πού ήδη είχαν μαζευτεί. Ήταν πολλοί. Ξεπερνούσαν τους τριάντα. Τους είπε να μαζευτούν όλοι στο υπαίθριο αρχονταρίκι, για να τους κεράσει. Μετά κάθισε κι αυτός κοντά τους και αφού τους έριξε μια ματιά, κατέβασε το κεφάλι του και περίμενε. Ένας απ’ τους επισκέπτες άνοιξε την κουβέντα:

-Γέροντα, δεν μας λέτε κάτι, για το διάβολο, ό όποιος τόσο μας ταλαιπωρεί και μας απομακρύνει απ’ το Θεό;
-Για το διάβολο να μιλήσουμε ή για τους αγγέλους; Εγώ, βέβαια, δεν ξέρω για τους αγγέλους. Για το διάβολο, όμως, μπορώ να σας πω δυο Ιστορίες.

Ό Γέροντας περίμενε λίγο να πιουν το νερό και οι άλλοι και άρχισε:
-Όταν ήμουν στο μοναστήρι του Στομίου στην Κόνιτσα, ό διάβολος προσπαθούσε να με παρασύρει χρησιμοποιώντας διάφορους τρόπους. Ένα βράδυ, μετά το απόδειπνο, έλεγα την ευχή στο κελί καθισμένος σ’ ένα σκαμνί. Είχα μια καλή κατάσταση. Ξαφνικά ακούω διάφορα όργανα, κλαρίνα και νταούλια. Παραξενεύτηκα. «Τι είναι τούτα πάλι», είπα. «Το πανηγύρι πέρασε. Ποιοι παίζουν τώρα όργανα εκεί στον ξενώνα;». Σηκώθηκα απ’ το σκαμνί και κοίταξα απ’ το παράθυρο έξω. Ήταν παντού ησυχία. Τότε κατάλαβα ότι ό διάβολος ήθελε να διακόψω την προσευχή.
—Ακούγονταν καθαρά τα όργανα, Γέροντα, ρώτησε ένας απ’ την παρέα. Μήπως νομίσατε ότι κάτι ακούγονταν;
-Τι λες, βρε παλικάρι; Άκουγα τα όργανα, όπως ακούγονται και στο πανηγύρι στις 8 Σεπτεμβρίου. Είχαν όρεξη οί οργανοπαίχτες του διαβόλου. Αντηχούσαν οι ρεματιές.

-Μετά, Γέροντα, ησυχάσατε; Σταμάτησαν οι πειρασμοί;
—Όχι. Ό διάβολος δεν απογοητεύεται εύκολα. Εγώ ξανακάθισα στο σκαμνί, για να συνεχίσω την ευχή. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ, άλλα δεν με άφησε. Μετά από λίγη ώρα γέμισε το κελί μου με δυνατό φως. Ξαφνιάστηκα πάλι. Είδα ακόμα την οροφή να εξαφανίζεται και να μπαίνει στο κελί μια φωτεινή στήλη, πού ξεκινούσε απ’ το ύψος του ουρανού. Στη κορυφή αυτής της στήλης υπήρχε ένας ξανθός νέος, πού έμοιαζε με το Χριστό. Δεν έβλεπα, όμως, ολόκληρο το πρόσωπο του. Σηκώθηκα απ’ το σκαμνί, για να δω καλύτερα. Εκείνη τη στιγμή μια εσωτερική φωνή με διαβεβαίωνε ότι είδα το Χριστό. Εγώ αντέδρασα αμέσως. Έκανα το σταυρό μου και μονολόγησα: «Ποιος είμαι εγώ, που αξιώθηκα να δω το Χριστό; Εγώ είμαι ανάξιος». Αυτό ήταν. Το φως και ό δήθεν Χριστός χάθηκαν. Ή οροφή ήταν στη θέση της.
-Αυτές οι καταστάσεις δεν προκαλούν φόβο, Γέροντα; Νομίζω ότι εγώ προσωπικά δεν θ’ άντεχα, είπε ένας άλλος.
-Τι να έκανα; Μπορούσα να τον αποφύγω τον διάβολο; Όμως, πρέπει να ξέρετε ότι χρειάζεται θάρρος και προσευχή. Μη νομίζετε ότι ό διάβολος είναι πολύ δυνατός. Δειλός και φοβητσιάρης είναι.

Δεν πρέπει, όμως, να τον πιστεύουμε. Τι να σας πω! Κάποτε προθυμοποιήθηκε να μ’ εξυπηρετήσει. Θυμάμαι, πού όταν έφυγα απ’ το Στόμιο και πήγα στο Σινά, στο ασκητήριο της Αγίας Επιστήμης, ό διάβολος συχνά μ’ ενοχλούσε. Εκεί το κελλάκι είχε τέσσερα σκαλάκια και πιο πέρα υπήρχαν διάφορες σπηλιές. Όταν είχε αστροφεγγιά, μου άρεσε να βγαίνω έξω και να τρυπώνω σε κάποια σπηλιά, για να κάνω την προσευχή μου πιο έντονη; Μια φορά λοιπόν φόρεσα την κάπα μου και βγήκα έξω. Δεν είχε πολύ φως. Είχα ένα τσακμάκι και το αναβόσβηνα, για να βλέπω τα σκαλοπάτια και τα βράχια Κάποια στιγμή το τσακμάκι δεν άναβε. Τότε ένα δυνατό φως, σαν να ήταν από προβολέα, ήρθε απ’ τον απέναντι βράχο και φώτισε τα πάντα γύρω. Εγώ αγρίεψα λίγο και ψιθύρισα: «Να μου λείψουν τέτοια φώτα». Και αμέσως ξαναμπήκα στο κελί. Ευθύς το φως χάθηκε. Είδατε το διάβολο, μου αχρήστεψε το τσακμάκι και θέλησε να μ’ εξυπηρετήσει.
Σκέφθηκε: «Κρίμα δεν είναι αυτός ό καλός καλόγερος να παιδεύεται; “Ας του δώσω εγώ φως!». Είδατε καλοσύνη! Ήθελε να με φωτίσει!
-Γέροντα, μετά από μια τέτοια παρουσία του διαβόλου, τι νιώθει κανείς. Αισθάνεται δυνατός ή τον μαραζώνει ό φόβος;

Είναι φοβερό να βλέπεις το διάβολο δίπλα σου. Όμως, εμείς έχουμε το Χριστό μέσα μας και μπορούμε ν’ αντιμετωπίζουμε το διάβολο χωρίς πανικό. Είναι μεγάλο κατόρθωμα να τον διώχνεις από κοντά σου με την προσευχή.

—Γέροντα, σ’ ευχαριστούμε για τις εμπειρίες, πού μας διηγήθηκες, είπαν όλοι με μια φωνή.
—Το Χριστό και την Παναγία να ευχαριστείτε, είπε ό Γέροντας και άρχισε να τους αποχαιρετάει.

ΑΔΕΙΕΣ ΨΥΧΕΣ

«Είμαι ένας τενεκές. Αισθάνομαι σαν ένα κονσερβοκούτι άχρηστο, πού είναι πεταμένο στο σκουπιδότοπο», έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος στους επισκέπτες, πού ήθελαν να τον επαινέσουν.
Και διευκρίνιζε: «Το κονσερβοκούτι, όταν πέφτουν πάνω του οι ακτίνες του ήλιου, λάμπει και νομίζουν μερικοί ότι είναι σπουδαίο κι έχει αξία».

Ό Γέροντας ήταν έξυπνος και διακρινόταν για την ευστροφία του νου του. Έδινε πάντα την κατάλληλη απάντηση στις ερωτήσεις, πού του έκαναν. Στους άσχετους μιλούσε με παραβολικό τρόπο, για να τούς προβληματίζει.

Κάποτε έφτασε στο καλύβι του Γέροντα ένας κοσμικός, πού δεν γνώριζε από μοναχισμό. Έτυχε να μη υπάρχουν άλλοι επισκέπτες. Κάθισε στο πεζουλάκι και παρατηρούσε τα πάντα με περιέργεια. Ό Γέροντας είχε μπει μέσα στο κελί, για να του ετοιμάσει το κέρασμα. Σε λίγο του έφερε το λουκούμι και το νερό και του είπε:

-Από πού μας έρχεσαι, αδελφέ; —Από τη Θεσσαλία, παπά —Πώς τα βλέπεις εδώ στο Άγιον Όρος τα πράγματα;
-Έχει ωραία φύση και ωραίες ακρογιαλιές. Τα ζηλεύω αυτά. Εσύ, όμως, τι κάνεις εδώ μέρα — νύχτα; Δεν βλέπω ν’ απασχολείσαι με κάτι.

Ό Γέροντας χαμογέλασε και θέλησε να του διορθώσει το λογισμό.
Βλέπεις τούτες τις πλαγιές, που είναι γεμάτες λουλούδια και μοσχοβολάει ό τόπος; Εγώ τις περιποιούμαι. “Όλη τη μέρα κουβαλάω νερό και ποτίζω τα λουλούδια Τι τραβάω ο καημένος! ‘Αλλά και όλο το βράδυ δουλεύω. Ανάβω τα καντήλια των αστεριών, πού είναι τόσα πολλά τρέχω εδώ κι εκεί να προλάβω. στο ένα ρίχνω λάδι, στο άλλο αλλάζω φιτίλι, στο άλλο δυναμώνω τη φλόγα Και τα προλαβαίνω όλα κουράζομαι, βέβαια, πολύ.

Ό επισκέπτης άκουγε το Γέροντα με προσοχή, αλλά δεν μπορούσε να κατανοήσει τον παραβολικό του λόγο. Τα είχε χαμένα. Ήπιε και το υπόλοιπο νερό, πού είχε το κύπελλο, σηκώθηκε αμήχανα, έδωσε στο Γέροντα το χέρι του κάπως μουδιασμένα και ξεκίνησε να φύγει.

-Στη ευχή της Παναγίας! του είπε ο Γέροντας. Την άλλη φορά ίσως να μη έχω πολλή δουλειά και να μπορέσουμε να μιλήσουμε. Ευχαριστώ πολύ είπε ο επισκέπτης και πήρε το κατηφορικό μονοπάτι για το μοναστήρι των Ιβήρων.
στο μυαλό του τριβέλιζαν τα δυσεξήγητα λόγια του Ασκητή. Ήθελε κάποιες διευκρινίσεις, άλλα δεν τόλμησε να τις ζητήσει. «Ας είναι», σκέφθηκε. «Ίσως την άλλη φορά μπορέσω να εξηγήσω-μερικά πράγματα» και συνέχισε την οδοιπορία του.
Ό Γέροντας μπήκε στο κελί του και άρχισε να τακτοποιεί μερικά πράγματα Ετοίμασε κάτι για φαγητό και κάθισε λίγο να ξεκουραστεί. Αισθανόταν εκείνη τη μέρα εξάντληση. ‘Αργά το απόγευμα ήρθε στο καλύβι του ένας σωματώδης άνθρωπος, πού είχε αγρία όψη. Καθόταν έξω απ’ το σύρμα και παρακολουθούσε. Σε λίγο φάνηκε μια παρέα, ή οποία μπήκε μέσα και κάθισε στα άσκιστα κούτσουρα. Εκείνος ακολούθησε και κάθισε παρατηρώντας Φαινόταν ότι είχε εσωτερικό βρασμό. Ήταν ανεκδήλωτος. Περίμενε φαίνεται την κατάλληλη στιγμή. Ό Γέροντας κέρασε κι αυτόν, χωρίς να του μιλήσει ιδιαίτερα Μετά, απευθυνόμενος στα παιδιά της παρέας, είπε:
-Βρε, μόνο για παρελάσεις είστε. Δεν έχετε την παλικαριά για μάχες. Εμείς οι Χριστιανοί έχουμε το Χριστό, πού θυσιάστηκε. Έχουμε την Ορθοδοξία και τους Μάρτυρες. Πολύ αίμα χύθηκε για την πίστη.

-Γέροντα, μας βλέπετε ακατάλληλους για μάχες; είπε ένας απ’ την παρέα.
—Δεν λέω αυτό. Αλλά χρειάζεται τόνωση και αποφασιστικότητα. Αν δεν είχαν πέσει οι Μάρτυρες, ποιος ξέρει τι θα ήμασταν εμείς σήμερα;  Άλλη παρέα νέων φάνηκε στο σύρμα Οι νέοι σηκώθηκαν και κάθισαν εκείνοι. Κόσμος έφευγε και κόσμος ερχόταν. Ό μοναχικός επισκέπτης παρέμενε στη θέση του βλοσυρός. Ό Γέροντας του έριχνε μερικές ματιές, αλλά δεν του έλεγε τίποτα. Η παρουσία του, όμως, τον κούραζε. Κάτι συνέβαινε μ’ αυτόν. Ό ήλιος είχε κρυφτεί και είχαν φύγει και οι τελευταίοι επισκέπτες. Ό Γέροντας ανήσυχος τον πλησίασε και του είπε:

-Νύχτωσε τώρα Πού θα πάς;
-Δεν με απασχολεί το θέμα, απάντησε με θράσος εκείνος—Απασχολεί, όμως, εμένα. Άντε κάπου να πάς, να κλείσω κι εγώ.
Εκείνη τη στιγμή ό φοβερός επισκέπτης, φύσηξε δυνατά, πετάχτηκε πάνω και άρπαξε το Γέροντα άπ’ το λαιμό, λέγοντας του:
-Έ, βρε συ με τους θεούς σου.
Κι έσφιξε με τα χέρια του το λαιμό του Γέροντα, ο οποίος αντέδρασε αμέσως και τινάχτηκε μόνος του μερικά βήματα πιο κει και με δυνατή φωνή του είπε:

-Για ποιους θεούς μιλάς, βρε αθεόφοβε; Εγώ λατρεύω τον ένα Τριαδικό Θεό. Άντε, φύγε από εδώ!
Ο Γέροντας ξαναμμένος τον πλησίασε απότομα και τον έσπρωξε. Ο μικρός Δαβίδ χτύπησε το Γολιάθ. Εκείνος τα `χάσε. Τραντάχτηκε, έχασε την ισορροπία του και σωριάστηκε κάτω. Μαζεύτηκε κουβάρι κι έπαιρνε πυκνές και βαθιές ανάσες. Όταν συνήλθε κάπως, σηκώθηκε κι εξαφανίστηκε απ’ την αυλή. Έφυγε καταντροπιασμένος.

Ο Γέροντας γνώριζε πολύ καλά ότι ανάμεσα στους ανθρώπους, πού τον επισκέπτονταν υπήρχαν και κακοί, οι οποίοι σχεδίαζαν την εξόντωση του. Κάποτε ήρθε στο Γέροντα ή πληροφορία ότι στις Καρυές είχαν φτάσει τρεις άθεοι, πού θα κατέβαιναν στην Παναγούδα, για να του επιτεθούν. Το βράδυ εκείνης της μέρας, πού διαδόθηκε ή κακή πληροφορία, ο Γέροντας ήταν εκνευρισμένος. Δεν πίστευε ότι υπάρχουν άνθρωποι, πού θέλουν να τον κακοποιήσουν. Ωστόσο περίμενε να δει τι θα γίνει. Όταν το σκοτάδι είχε καλύψει τα πάντα κι επικρατούσε ησυχία στη γύρω περιοχή, ο Γέροντας δοξολογούσε το Θεό. Περί τις 10 άκουσε ένα κουδουνάκι, απ’ αυτά, πού έχουν τα σκυλιά Κατάλαβε ότι κάποιοι είχαν πλησιάσει. Τράβηξε το μπερντέ απ’ το παράθυρο και είδε τρία γεροδεμένα παλικάρια να στέκονται στο σύρμα. Πήρε το φακό, έκανε το σταυρό του και άνοιξε την πόρτα. Έριξε το φως πάνω τους για να τους δει καλύτερα.

-Άνοιξε, ρε Παππού, του φώναξαν εκείνοι.
-Τι θέλετε τέτοια ώρα; Δεν έχετε λίγο μυαλό; θα σας θεωρήσουν υπόπτους. Δεν έχω όρεξη για κουβέντες, τους είπε ό Γέροντας.
-Θα έρθουμε αύριο να σε δούμε, είπαν οι τρεις νυχτερινοί επισκέπτες κι έφυγαν.

Ο Γέροντας τούς παρακολουθούσε. Το φως του φακού τους σταμάτησε, γεγονός πού του προκάλεσε πρόσθετη ανησυχία Πίστευε ότι δεν θα έφευγαν, αλλά σε λίγο θα γύριζαν απειλητικοί. Μπήκε μέσα στο κελί, έβαλε το μοναχικό του σχήμα, φόρεσε το ράσο του και περίμενε. Ήταν έτοιμος να υποφέρει για χάρη του Χριστού. Στην καρδιά του είχε γλυκιά γαλήνη.

Οι τρεις νεαροί είχαν απομακρυνθεί περί τα πενήντα μέτρα απ’ το καλύβι και κάθονταν σκεφτικοί και αμίλητοι. Έβλεπαν ότι το σχέδιο τους δεν ήταν σωστό, αφού ο Γέροντας ποτέ δεν είχε βλάψει κάποιον. Αργά τα μεσάνυχτα, έφτασαν σ’ ένα πανδοχείο των Καρυών και κοιμήθηκαν. Την άλλη μέρα έφυγαν απ’ το Όρος νιώθοντας την ψυχή τους αδεία.

ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΟ ΣΙΝΑ

Το υπαίθριο αρχονταρίκι της Παναγούδας ήταν γεμάτο. Είχαν πάει σχεδόν συγχρόνως δυο μεγάλες ομάδες και υπήρχε το αδιαχώρητο. Ο Γέροντας έδωσε το κουτί με τα λουκούμια σ’ ένα παιδί να μοιράσει και ο ίδιος γέμιζε τα κύπελλα νερό απ’ το λάστιχο και τα έδινε στον καθένα Μετά το κέρασμα, όλοι κάθισαν γύρω απ’ τον Γέροντα διψώντας ν’ ακούσουν κάποιο λόγο του. Ό Γέροντας δεν έλεγε τίποτα Περίμενε να τον ρωτήσουν εκείνοι.
Μετά από λίγα λεπτά σιωπής, ένας μεσήλικας έθεσε το θέμα:

-Γέροντα, ο Θεός ανατρέπει τα σχέδια των ανθρώπων; Ή πρόνοια του περιορίζει τις πρωτοβουλίες τους;
-Βέβαια ιδίως, όταν οι άνθρωποι ακολουθούν τις εντολές του. Έμενα πολλές φορές μου χάλασε τα σχέδια ο Θεός. και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ενισχύεται ή εμπιστοσύνη μου στην πρόνοια του Θεού. Να σας πω κάτι προσωπικό. Όταν ήμουν στη μονή Φιλόθεου, νέος μοναχός τότε και άπειρος, ήθελα να πάω στην έρημο, σε κάποιο ερημονήσι. Είχα συμφωνήσει ακόμα και με το βαρκάρη, πού θα με πήγαινε. Τελικά ό βαρκάρης δεν φάνηκε. Ήταν οικονομία Θεού.

-Θα μπορούσες, Γέροντα, να ζήσεις σε κάποιο ερημονήσι ολομόναχος; ρώτησε ένας άλλος.
-Μα το ήθελα αυτό, αλλά ήμουν άπειρος ακόμα και θα πάθαινα μεγάλη ζημιά. Θα με αφάνιζαν οι δαίμονες. Αφού ματαιώθηκε εκείνο το σχέδιο μου, άρχισα να σκέφτομαι τα Κατουνάκια. Ήθελα πολύ ν’ ασκητέψω κοντά στο γέρο — Πέτρο, πού ήταν μεγάλος ασκητής. Θυμάμαι, πού το δέρμα του είχε κολλήσει στα κόκαλα απ’ τη μεγάλη στέρηση. Είχε, όμως, τη χάρη, πού του έδινε δύναμη. Ό γέρο — Πέτρος δεν είχε κοιλιά. Στη θέση της ήταν μια λακκούβα. Αν καμία φορά τύχαινε να ξεκουμπωθεί το ζωστικό του και να φανεί το στήθος του, μπορούσες να μετρήσεις τα πλευρά του, πού έμοιαζαν με βέργες από ζουλιγμένο καλάθι. Ό ασκητής αυτός είχε κάτι διαφορετικό από τους άλλους ασκητές. Στο πρόσωπο του ήταν ζωγραφισμένη μια θεϊκή γλυκύτητα Εγώ τον παρομοίαζα με την πνευματική κυψέλη, απ’ την οποία ξεχείλιζε το μέλι. Ζούσε ιερές καταστάσεις. Κάποτε μου είχε πει ότι, όταν τον επισκεπτόταν ή θεία χάρη, ή καρδιά του θερμαινόταν γλυκά απ’ την αγάπη του Θεού κι ένα παράξενο φως τον φώτιζε κι εσωτερικά κι εξωτερικά Τότε ζητούσε απ’ το Χριστό να χτυπήσει την καρδιά μου με το κοντάρι της ευσπλαχνίας του. Απ’ τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα κι ένιωθε ότι ήταν κοντά στο Χριστό και σταματούσε ακόμα και την προσευχή. Σ’ αυτόν, λοιπόν, τον ασκητή ήθελα να πάω.

-Τελικά πήγατε, Γέροντα; ρώτησε ένα παιδί απ’ την παρέα, πού είχε συγκινηθεί απ’ όσα είχε ακούσει.
-Κα! αυτό το σχέδιο, ρε λεβέντη, δεν πραγματοποιήθηκε. Αντί να πάω στα Κατουνάκια βρέθηκα στο μοναστήρι του Στομίου της Κόνιτσας. Με ανάγκασε ένα σημαντικό γεγονός, πού μου συνέβηκε. Ένα βράδυ ήμουν στο κελί και προσευχόμουν. Περί τα μεσάνυχτα ξάπλωσα, για να ησυχάσω. Ήμουν αρκετά κουρασμένος. Όταν χτύπησε το σήμαντρο για την ακολουθία, με ξύπνησε, άλλα δεν μπορούσα να σηκωθώ. Μια δύναμη με κρατούσε καθηλωμένο στο κρεβάτι. Έτσι έμεινα μέχρι το μεσημέρι της νέας μέρας. Προσευχόμουν, σκεφτόμουν, αλλά δεν μπορούσα να σηκωθώ. Κατάλαβα ότι κάτι μου συνέβαινε εκ Θεού. Εκεί στο κρεβάτι μου έγινε ή αποκάλυψη. Φανερώθηκαν μπροστά μου, σαν σε τηλεόραση, απ’ τη μια μεριά τα Κατουνάκια και από την άλλη το μοναστήρι του Στομίου. Αμέσως προσήλωσα τα μάτια μου στα Κατουνάκια, τα όποια έβλεπα με πολύ πόθο. Συγχρόνως άκουσα και τη φωνή της Παναγίας, πού μου έλεγε: «Δεν θα πάς στα Κατουνάκια. Θα πάς στο μοναστήρι του Στομίου». Τότε αμέσως είπα: «Παναγία μου, εγώ έρημο σου ζητούσα κι εσύ με στέλνεις στον κόσμο;». Έτσι το 1968 πήγα στην Κόνιτσα και επί τέσσερα χρόνια προσπαθούσα να ανακαινίσω το εγκαταλειμμένο μοναστήρι της Στομιώτισσας.

-Μετά απ’ το Στόμιο, Γέροντα, πήγες στο ερημικό Σινά και συγκεκριμένα στο ασκητήριο της Αγίας Επιστήμης. Εκεί πώς ήταν ή ζωή; ρώτησε ένας άλλος, πού γνώριζε από παλιά τον Γέροντα.
Ό Μοναχός, όπου και να βρεθεί, το ίδιο περνάει. Ή πρόνοια του Θεού δεν τον εγκαταλείπει. Εκεί στο Σινά ό Θεός ήταν πάντα μαζί μου. Όταν πήγα εκεί, δεν είχα τίποτα βρέθηκα στην έρημο, με αγνώστους ανθρώπους, χωρίς να σκεφτώ τι θα φάω και πώς θα ζήσω. Το ασκητήριο ήταν εγκαταλειμμένο και ακατοίκητο. Το νερό λιγοστό. Εγώ δεν ήξερα και κάποιο εργόχειρο, για να βγάζω το ψωμί μου. Το μόνο εργαλείο, πού είχα ήταν ένα ψαλίδι, το όποιο χώρισα στα δυο κομμάτια και αφού τ’ ακόνισα σε μια πέτρα, άρχισα να φτιάχνω ξυλόγλυπτα εικονάκια Δούλευα πολλές ώρες κι έτσι μπορούσα να ζω, άλλα και τους Βεδουίνους να βοηθάω.

-Μου κάνει εντύπωση, Γέροντα, πού μέσα στη φτώχεια σου, θυμόσουν και τους αλλόθρησκους Βεδουίνους, είπε ένας άλλος επισκέπτης
-Ήταν δυνατό να μη τους βοηθάω; Τους έδινα κάτι, ένα σκουφί, ένα ζευγάρι πέδιλα, λίγα χρήματα και χαίρονταν. Αυτό με παρακινούσε να δουλεύω το εργόχειρο περισσότερες ώρες. Κάποια μέρα, όμως, μου είπε ένας λογισμός:, «Γιατί ήρθα εδώ; Να βοηθάω τους Βεδουίνους ή να προσεύχομαι, για όλο τον κόσμο;». Έτσι λιγόστεψα το εργόχειρο και αύξησα την προσευχή. Ή βοήθεια, όμως, προς τους Βεδουίνους •συνεχίστηκε κανονικά, γιατί ή πρόνοια του Θεού δεν με άφησε.

-Γέροντα, αφού λιγόστεψες το εργόχειρο, πώς βοηθούσες τους Βεδουίνους; ρώτησε ο ίδιος επισκέπτης.
-Ξέρεις π έγινε; Τη μέρα, πού περιόρισα τη δουλειά, για να διαθέτω περισσότερο χρόνο στην προσευχή, ήρθε κάποιος στο ασκητήριο να με δει. Γνώριζε ότι εκεί υπήρχαν οι Βεδουίνοι και τα Βεδουινάκια τους, τους οποίους βοηθούσα. Μου λέει: «Γέροντα, σου έφερα εκατό λίρες, να βοηθάς τα Βεδουινάκια και να δουλεύεις λιγότερο. Να μη βγαίνεις απ’ το πρόγραμμα της προσευχής». Αμέσως σηκώθηκα απ’ τη θέση μου, μπήκα στο κελί και ζήτησα απ’ τον Κύριο να μου πει αν έπρεπε να κρατήσω τα χρήματα. Μου είχε δημιουργηθεί μια τέτοια κατάσταση, πού έκλαιγα. Μετά ευχαρίστησα τον αδελφό, πού είχε γίνει το όργανο της πρόνοιας του Θεού

Η στέρηση, Γέροντα, τονώνει την εμπιστοσύνη μας στο Θεό; Ρώτησε ένας ακόμα επισκέπτης.
-Βοηθάει πολύ. Βοηθάει και στη δοξολογία του Θεού. Όταν τα έχουμε όλα άφθονα, ξεχνάμε το Θεό. Στο Σινά το νερό ήταν ελάχιστο. ‘Από ένα βράχο έτρεχε σταγόνα – σταγόνα και μάζευα τρία κιλά νερό το εικοσιτετράωρο. Το λίγο αυτό νερό το εκτιμούσα πολύ κι ευχαριστούσα συνέχεια το Θεό, πού μου το έδινε. Μ’ αυτό έκανα όλες τις δουλειές. Έπινα, πλενόμουν, έπλυνα τα ρούχα και κρατούσα λίγο και για τα πουλάκια και τα ποντικάκια, πού με συντρόφευαν. Ένιωθα ευγνωμοσύνη για αυτό το νερό. Αργότερα, όταν ήρθα στο Άγιο Όρος, στη σκήτη των Ιβήρων, άλλαξαν τα πράγματα. εκεί υπήρχε άφθονο νερό. Ή στέρνα ξεχείλιζε. Όμως, έχασα κάτι πολύ σημαντικό. Δεν αισθανόμουν την ανάγκη να ευχαριστήσω το Θεό. Στο Σινά βούρκωναν τα μάτια μου από ευγνωμοσύνη για το λίγο νερό, ενώ στη σκήτη ξεχάστηκα απ’ την αφθονία του νερού.

-Πρέπει, Γέροντα, να έχει κανείς τη χάρη του Θεού, για ν’ αντέξει σε τέτοιες καταστάσεις. Εμείς οι κοσμικοί ευχάριστα ακούμε τα όσα μας λες, αλλά δεν έχουμε καμιά τέτοια εμπειρία, είπε ό μεγαλύτερος της παρέας.
-Να ξέρετε ότι μόνο οι αμαρτίες είναι δικές μας. Ότι καλό κάνουμε, είναι απ’ το Θεό. Αν μας αφήσει ή χάρη του Θεού, τίποτα δεν μπορούμε -να πετύχουμε. Ό, τι είναι το οξυγόνο στη φυσική ζωή, το ίδιο είναι και ή χάρη στην πνευματική ζωή. Αν μας αφαιρεθεί ή χάρη, χανόμαστε. Κάποτε προσευχόμουν κι ένιωθα αγαλλίαση. Ώρες στεκόμουν όρθιος και δεν ένιωθα καθόλου κούραση. Ή προσευχή μου έδινε μια γλυκιά ξεκούραση. Κάποια στιγμή, όμως, μου πέρασε απ’ το νου ένας λογισμός ανθρώπινος. Σκέφτηκα: «Επειδή μου λείπουν δυο πλευρά και κρυώνω εύκολα, ας πάρω ένα σάλι, για να τυλιχτώ, μήπως αργότερα κρυώσω». Αυτό ήταν. Έχασα την ωραία κατάσταση. Σωριάστηκα κάτω κι έμεινα εκεί μίση ώρα Μετά σηκώθηκα και πήγα στο κρεβάτι με δυσκολία όταν προσευχόμουν, ένιωθα σαν ένα πούπουλο. Ήμουν ελαφρύς και γεμάτος αγαλλίαση, πού δεν εκφράζεται. Μόλις, όμως, δέχτηκα το λογισμό, σωριάστηκα κάτω.

Ό Γέροντας σταμάτησε να μιλάει.
Έριξε από μια διαπεραστική ματιά στον καθένα και αστειευόμενος τους είπε:
-Άντε βρε λεβέντες, τώρα να πάτε να προλάβετε κανένα μοναστήρι.

Η πολυπληθείς σύναξη άρχισε να σκορπίζεται. Όλοι ασπάστηκαν το χέρι του Γέροντα και βγήκαν απ’ το σύρμα με φανερό τον ενθουσιασμό κι έκδηλη τη συγκίνηση στα πρόσωπα τους.


Εις μνημόσυνο του Γέροντος Παϊσίου (12 Ιουλίου 1994)

Μιλάμε συχνά για τους πνευματικούς αγωνιστές της Εκκλησίας και τους επαινούμε, χωρίς ωστόσο να είμαστε βέβαιοι ότι είναι γνήσιοι και αληθινοί γιατί, δυστυχώς, στις πονηρές μέρες μας πολλά έχουν διαστραφεί και πολλή σύγχυση επικρατεί.

Ο Γέροντας Παΐσιος, έβλεπε ότι οι άνθρωποι δεν ακολουθούν το σωστό δρόμο και απομακρύνονται απ’ το Θεό, παρ’ όλο, που οι περισσότεροι έχουν καλή προαίρεση. Ανησυχούσε δε ιδιαίτερα για την αλλοίωση του μοναχικού ιδεώδους, πού παρατηρούνταν στο Άγιον Όρος και αλλού. Γι` αυτό διαφώτιζε τους επισκέπτες του, διατυπώνοντας ελευθέρα τις απόψεις του.  Οι άλλοι πολλές φορές προκαλούσαν έντονες αντιδράσεις.

Μια φορά επισκέφτηκαν το Γέροντα δυο άγαμοι κληρικοί, αρχιμανδρίτες της Αθήνας, συνοδευόμενοι από τρία πνευματικά παιδιά τους. Ήθελαν να συνομιλήσουν με τον Γέροντα για το σύγχρονο μοναχισμό, πού παρουσίαζε τότε θεαματική αύξηση.

Ο Γέροντας υποδέχθηκε με σεβασμό τους δυο κληρικούς και με αγάπη τους τρεις λαϊκούς. Τους είπε να καθίσουν στο ξύλινο κάθισμα, που ήταν κάτω από ένα δέντρο και ο ίδιος μπήκε στο κελί να τους ετοιμάσει το κέρασμα.

Ο ένας αρχιμανδρίτης, ονόματι Επιφάνειος, γνώριζε καλά το Γέροντα και του μιλούσε με οικειότητα, ενώ ό νεώτερος π. Χρυσόστομος πρώτη φορά πήγαινε στην Παναγούδα Ο Γέροντας ήταν χαρούμενος απ’ την επίσκεψη, γιατί έβλεπε ότι οι αδελφοί είχαν πνευματικά ενδιαφέροντα, σε αντίθεση με πολλούς άλλους, οι οποίοι τον επισκέπτονταν από περιέργεια και μόνο.

—Γέροντα, δόξα τω Θεώ, το Άγιον Όρος γέμισε μοναχούς. Θυμάμαι το 1970, πού πρωτοήρθα εδώ, υπήρχε μεγάλη λειψανδρία έβλεπες, για παράδειγμα, σ’ ένα μοναστήρι πέντε δέκα γερασμένους μοναχούς, οί οποίοι κυριολεκτικά σέρνονταν και πίστευες ότι οπού να ‘ναι το Περιβόλι της Παναγίας θα ερήμωνε και θ’ αναλάμβανε τα μοναστήρια ή Εφορία Αρχαιοτήτων, είπε ό π. Επιφάνειος.
—Όλοι χαιρόμαστε παπά μου γι` αυτό. Αλλά εγώ, πού είμαι παλαιός εδώ, δε μιλάω περιφρονητικά για τους παλιούς αγιορείτες. Από εκείνους τους αγιασμένους ανθρώπους έχω πάρει πολλά. Ξέρετε οι πατέρες εκείνης της εποχής είχαν πολλή πίστη και απλότητα.  Γράμματα δεν ήξεραν πολλά.  Είχαν όμως, ταπείνωση και αγωνιστικό πνεύμα, γι` αυτό και ό Θεός συνέχεια τους φώτιζε.

-Δεν τα έχουν όλα αυτά οί σημερινοί μοναχοί, Γέροντα; Λες να τους δυσκολεύουν οί γνώσεις τους; ρώτησε πάλι ό π. Επιφάνειος.
-Οι γνώσεις είναι καλές, όταν δεν πειράζουν την πίστη. Ή λογική κλόνισε απ’ τα θεμέλια την πίστη των ανθρώπων και γέμισέ τις ψυχές τους με αμφιβολίες κι ερωτηματικά έτσι έχασαν τα θαύματα απ’ τη ζωή τους. Ύστερα είναι και το κοσμικό πνεύμα, πού τους έχει κυριεύσει. Όλοι προσπαθούν να ζήσουν καλύτερα, με μεγαλύτερη άνεση και λιγότερο κόπο. Θέλουν να γίνουν άγιοι, να λάβουν πνεύμα χωρίς, όμως να δώσουν αίμα.
-Είναι, όμως, νέοι άνθρωποι και καλοπροαίρετοι. Και αυτό νομίζω είναι σπουδαίο, είπε ό π. Χρυσόστομος. •
—Δεν αμφιβάλλω, παπά μου, ότι είναι αξιόλογοι νέοι και αφιερωμένοι στα ιδανικά Πονάω, όμως, γιατί βλέπω ότι όλο αυτό το καλό υλικό δεν βρίσκει το ανάλογο πνευματικό προζύμι. Έτσι ή ζύμη δεν ανεβαίνει και το ψωμί είναι λειψό.
—Γέροντα, στον πρόλογο του βιβλίου σου «’Αγιορείτες Πατέρες και αγιορείτικα», μιλάτε με πολύ θαυμασμό για τους παλαιούς αγιορείτες, οι οποίοι είχαν «το άρωμα της απλότητας», είπε ό π. Επιφάνειος.
-Βέβαια γνώρισα πολλούς ενάρετους πατέρες παλιά και ό Γέροντάς μου ό παπα — Τυχών ήταν ένας απ’ αυτούς. Ήταν απλός και ταπεινός. Αναπαυόταν στα φτωχά και ταπεινά πράγματα και αγαπούσε πολύ την ακτημοσύνη. Είχε πνευματικά φτερά και ζούσε με μεγάλη άσκηση. Ξέρετε, ή καλοπέραση δεν βοηθάει το μοναχό. Ή άνεση δεν είναι για το μοναχό. Είναι ατιμία στην έρημο. Ό καλομαθημένος πρέπει να σκληραγωγηθεί. Να σας πω τώρα για το γέρο — Ιωσήφ απ’ την Καρπασία, πού ζούσε σ’ ένα γειτονικό καλύβι. Ήταν εκατόν έξι χρονών κι εξυπηρετούνταν μόνος του. Κάποτε τον πήραν στο Βατοπαίδι, τον έπλυναν και τον περιποιούνταν. Εκείνος, όμως, αρρώστησε και ζήτησε να τον πάνε στο κελί του. Αμέσως έγινε καλά Βλέπετε, με την περιποίηση ό γέρο — Ιωσήφ αρρώστησε, ενώ με την εγκατάλειψη έγινε καλά Περπατούσε με δυο μπαστούνια κι έκανε πολλές δουλειές. Μάζευε χόρτα, έσπερνε κοκκάρι, κουβαλούσε νερό, έπλενε τα ρούχα του και το κεφάλι του. Διάβαζε πάντα την ακολουθία του, έκανε τον κανόνα του κι έλεγε την ευχή. Είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στο Θεό.

Ο π. Χρυσόστομος, πού άκουγε με προσοχή τα όσα έλεγε ό Γέροντας, είπε:
— Τι λες, Γέροντα, για την υπακοή των νέων μοναχών;
—Τι να πω; Οι σημερινοί υποτακτικοί δεν είναι υποτακτικοί. Δεν κάνουν υπακοή. Σήμερα κάνουν υπακοή οι γεροντάδες στους υποτακτικούς. Οι άγιοι πατέρες έκαναν την έρημο πνευματική πολιτεία, ενώ σήμερα την κάνουμε κοσμική πολιτεία Πρέπει, αδελφοί μου, να έχουμε πνευματική ευαισθησία.

Ο Γέροντας δεν θέλησε να αναφερθεί σε συγκεκριμένα πρόσωπα Ήταν, όμως, πολύ ανήσυχος. Ή εισβολή της τεχνολογίας στο Άγιον Όρος τον στενοχωρούσε Ιδιαίτερα Έβλεπε ότι ό αγιορείτικος μοναχισμός αλλοιώνεται και για αυτό δεν μιλούσε με ενθουσιασμό για την άνθησή του.

Οι δυο κληρικοί συνέχισαν τη συζήτηση με τον Γέροντα για διάφορα άλλα θέματα, πού τους απασχολούσαν και αργά το απόγευμα έφυγαν για τις Καρυές, αφού χαιρέτησαν με σεβασμό το μεγάλο Ασκητή.

ΟΙ ΦΤΕΡΩΤΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ


Ο Γέροντας Παΐσιος βρισκόταν στο υπαίθριο αρχονταρίκι του κελιού του. Χωρίς επισκέπτες το σκηνικό ήταν φθινοπωρινό και ή ψύχρα αισθητά όταν λίγο αργότερα υψώθηκε ο ήλιος, ήταν ευχάριστη ή παραμονή έξω. Ήθελε να τακτοποιήσει μερικά πράγματα, να μαζέψει λίγα ξερόκλαδα και να περιποιηθεί τους φτερωτούς του επισκέπτες. Δίχως καθυστέρηση, άρχισε τις δουλειές, γιατί ήταν βέβαιος ότι σε λίγο όλο και κάποιοι θα περνούσαν να τον δουν.

Αφού τελείωσε το συγύρισμα, μπήκε στο κελί και πήρε μια μικρή πάνινη σακούλα, πού είχε παξιμάδια Τα πουλιά είχαν μαζευτεί στην αυλή, εκεί ανάμεσα σία ξύλα και τσιμπολογούσαν. Ο Γέροντας κάθισε σ’ ένα κούτσουρο άνοιξε τη σακούλα κι έβγαλε μερικά παξιμάδια Ήταν γαλήνιος και χαιρόταν τα πετεινό του ουρανού, πού ήταν πολύ κοντά του και του έκαναν συντροφιά, σαν να ήταν οικόσιτα πήρε τα παξιμάδια κι άρχισε να τα τρίβει στις παλάμες του και να σκορπίζει τα ψίχουλα Τα πουλιά έστησαν τρελό πανηγύρι. Έτρωγαν αμέσως τα ψίχουλα και πλησίαζαν το Γέροντα Εκείνος άνοιγε την παλάμη του και μερικά πετούσαν και ανέβαιναν πάνω της. Αλλά πλησίαζαν τα παπούτσια του και άλλα ανέβαιναν στους ώμους του.

Του ανταπέδιδαν την αγάπη, πού τους έδειχνε. Τα ζώα για τον Γέροντα ήταν αντικείμενο αγάπης. Πολλές φορές έλεγε στους επισκέπτες του, ότι ό άνθρωπος πρέπει ν’ αγαπάει το Θεό και τούς συνανθρώπους του και την υπόλοιπη αγάπη να τη διαθέτει στη φύση και τα ζώα Πολλές φορές ό Γέροντας έβλεπε τα διάφορα ζώα και προσπαθούσε να κάλυψη τις ανάγκες τους. Κάποτε είπε σε γνωστό ίου ιερομόναχο, ότι λυπάται τα καημένα τα ζώα, πού υποφέρουν. Μια άλλη φορά είχε δει ένα φίδι, , πού δεν έβρισκε πουθενά νερό. Πήρε απ’ το κύπελλο του λίγο νερό και το άδειασε σ` ένα ρηχό τενεκεδάκι για να πιει:

Την ώρα πού ο Γέροντας τάιζε τα πουλιά τον επισκέφτηκαν δυο νεαροί, πού τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά έδειχναν ότι είχαν ευλάβεια.
Ό Γέροντας τους είπε:
-Γι ήρθατε τώρα; Έχω κόσμο και δεν μπορώ να σας δω. Δεν βλέπετε εδώ τι γίνεται;
Σηκώθηκε, όμως, και πήγε να τους ανοίξει. Τα πουλιά φοβήθηκαν απ’ τις κουβέντες των νεαρών και κρύφτηκαν στα πυκνά κλαδιά των δέντρων.
-Καλώς τους! Καθίστε στο πεζουλάκι.

Γέροντα, μας εντυπωσίασαν τα πουλιά Πολύ σ’ αγαπούν, είπε χαρούμενος ό ένας.
-Κι εγώ τ’ αγαπώ, λεβέντη μου. Ξέρεις, τα λυπάμαι τα ζώα πολλές φορές υποφέρουν χωρίς να φταίνε. Το φίδι, για παράδειγμα, όλο το χειμώνα μένει κουλουριασμένο κάτω από μια πέτρα και την άνοιξη, όταν ζεστάνει ό καιρός, βγαίνει και αυτό να ζεσταθεί και πάει ό άνθρωπος και το χτυπάει στο κεφάλι. Θα σας άρεσε εσάς να σας κάνουν αυτό το πράγμα;

-Οι κοσμικοί άνθρωποι, Γέροντα, δεν έχουν τόση ευαισθησία για τα ζώα και ειδικά για τα φίδια, είπε ό άλλος.
-Αυτό δεν είναι καλό. Εγώ το χειμώνα σκέφτομαι τους λύκους, πού είναι νηστικοί και κρύβονται σε κάποια ρεματιά Ουρλιάζουν οι καημένοι και σηκώνουν το κεφάλι τους ψηλά Είναι πεινασμένοι και ουρλιάζουν. Μετά τους βλέπεις να σκορπίζονται εδώ κι εκεί. Ό Θεός τους πληροφορεί, πού είναι κάποιο ψόφιο ζώο και πηγαίνουν εκεί. Προσέξτε ακόμα τα παρδαλά γατάκια Τι όμορφα επανωφοράκια έχουν! Ούτε οι βασίλισσες δε φοράνε τέτοια.
-Γέροντα, πάντα μ’ εντυπωσίαζαν οι αρμονικές σχέσεις των αγίων ανθρώπων με τ’ άγρια ζώα, αλλά και πάντα μου έμενε ή απορία, αν τα ζώα καταλαβαίνουν την καλοσύνη του ανθρώπου, ξαναρώτησε ό νεαρός.
-Καταλαβαίνουν, πώς δεν καταλαβαίνουν. Έχουν διαίσθηση. Καταλαβαίνουν αν τ’ αγαπάς. Ξέρετε τα ζώα στον παράδεισο αισθάνονταν την ευωδιά της χάριτος και υπηρετούσαν τον Αδάμ. Μετά την παράβαση, όμως, ή φύση συστενάζει με τον άνθρωπο. Πάρε για παράδειγμα τον καημένο το λαγό, πού συνέχεια κοπάζει φοβισμένος. Ή καρδιά του χτυπάει τακ — τακ — τακ. Δεν κοιμάται καθόλου ό φουκαράς. Πόσο υποφέρει αυτό το αθώο πλασματάκι εξ αιτίας μας! Όταν ό άνθρωπος με τον πνευματικό του αγώνα καθαρθεί, επανέρχεται στην προπτωτική κατάσταση και τα ζώα τον πλησιάζουν χωρίς να τον φοβούνται.

-Θυμάσαι, Γέροντα, να σε έχει πλησιάσει ποτέ κάποιο άγριο ζώο;
-Εγώ δεν είμαι άγιος. Προσπαθώ να γίνω, αλλά δεν το πετυχαίνω. Όμως, κάποτε είχα μια συνάντηση. Ήταν φθινόπωρο, αν θυμάμαι καλά και πρωί – πρωί, προτού να σκάσει ο ήλιος, άνοιξα την πόρτα από το κελί και βγήκα έξω. Είδα ξαφνικά μπροστά μου ένα λαγουδάκι, πού με γρήγορα πηδήματα πήγαινε από την μια μεριά στην άλλη. Εγώ κάθισα στο κατώφλι και το κοιτούσα. Αυτό πηγαινοερχόταν κι όλο μίκραινε τη διαδρομή και με πλησίαζε. Χαιρόμουν, πού το έβλεπα Κάποια στιγμή πετάχτηκε πάνω στο ράσο μου. Το χάιδεψα και ησύχασε. Του είχε φύγει ό φόβος. Αυτό το λαγουδάκι το έβαζα και μέσα στο κελί. Κάθισε μερικές μέρες γύρω απ’ το καλύβι κι έπειτα έφυγε.

Ό Γέροντας έβλεπε τους νέους, που τον παρακολουθούσαν μ’ ενδιαφέρον κι άρχισε ν’ αστειεύεται μαζί τους. Τους παρακάλεσε δε να μη αρχίσουν να διηγούνται τα όσα τούς είπε, γιατί θα προκληθεί θόρυβος γύρω από το όνομα του. Και συνέχισε:
Όλα να τα χρησιμοποιούμε, νια ν’ ανεβαίνουμε προς τα πάνω. Απ’ όλα να βρίσκουμε το Θεό. Και απ’ τα φυτά και απ` τα ζώα Είναι όλα, θαυμαστά Βλέπω ένα πουλάκι να ταξιδεύει για την Αφρική το φθινόπωρο και την άνοιξη, χωρίς πυξίδα, ξαναγυρίζει στη φωλιά του.

Μια φορά όταν ήμουν στο καλύβι τού Τιμίου Σταυρού, είδα να έρχονται απ’ τα ανατολικά μέρη κάτι πουλιά σαν τα σπουργίτια Ήταν ολόκληρο κοπάδι.
Τέσσερα — πέντε, όμως, είχαν κουραστεί και δεν μπορούσαν να πετάξουν. Τότε ξεκόπηκαν απ’ το κοπάδι καμιά δεκαπενταριά, για να τα βοηθήσουν κι όλα μαζί κάθισαν σ’ ένα δέντρο. Αφού ξεκουράστηκαν, σηκώθηκαν κι έφυγαν πάλι όλα μαζί. Μου είχε κάνει εντύπωση αυτό.

Οι δύο νεαροί ενθουσιασμένοι απ’ όσα είχαν δει και όσα είχαν ακούσει, με σεβασμό ασπάστηκαν το αποστεωμένο χέρι του Γέροντα και πέρασαν το σύρμα ιού φράχτη.
Ακολούθησαν το μονοπάτι για τις Καρυές.
Είχαν αποταμιεύσει στην ψυχή τούς πολύτιμο πνευματικό θησαυρό.

ΤΟ ΚΑΛΑΘΙ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ


Μια μέρα ο Γέροντας Παΐσιος ησύχαζε στο κελί των Αγίων Αρχαγγέλων, στη σκήτη των Ιβήρων.
Ήταν Αύγουστος μήνας και είχαν περάσει οι οχτώ πρώτες μέρες του.
Ό Γέροντας τηρούσε αυστηρή νηστεία. Δεν είχε φάει μέχρι τότε τίποτα και οι σωματικές του δυνάμεις είχαν ελαττωθεί. Ωστόσο, το φρόνημα του ήταν ακμαίο και ή προθυμία του να βοηθάει τους αδελφούς της σκήτης, ιδίως αυτούς, πού ήταν μεγάλης ηλικίας, παρέμενε αμείωτη.
Γύρω στις δέκα το πρωί, χτύπησε την πόρτα του ό γέρο — Μάξιμος, ένας σεβάσμιος μοναχός, πού είχε πάρει απόφαση να κατεβεί στο μοναστήρι, για να περάσει εκεί τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του.

-Δι’ ευχών των αγίων, Γέροντα, ακούστηκε ή ψιλή φωνή του γέρο-Μάξιμου.
-Αμήν. Έλα μέσα, ευλογημένε, του απάντησε ό Γέροντας με χαμόγελο και του άνοιξε την πόρτα.

Οι δύο μοναχοί έδωσαν τον εν Χριστώ ασπασμό και κάθισαν σ’ ένα καναπέ. Ό γέρο-Μάξιμος ήταν πάνω από ογδόντα ετών, είχε δηλαδή τα διπλάσια χρόνια του π. Παϊσίου. Τελευταία αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα υγείας και στη σκήτη δεν μπορούσε να έχει κάποια ουσιαστική βοήθεια, μια κι έμενε μόνος στο κελί. Ό Γέροντας Παΐσιος του ετοίμασε τον καφέ και τον ρώτησε πότε θέλει να κατεβεί στο μοναστήρι. Εκείνος με λυπημένο ύφος τού είπε:
-Παΐσιε αδελφέ μου, σήμερα λέω να κατεβώ και γι’ αυτό θέλω να με βοηθήσεις. Έχω μαζεμένα τα πράγματα σε δυο τσουβάλια και τρία χαρτοκιβώτια Μου έδωσε και ό παπα-Ιάκωβος το μουλάρι, για να τα φορτώσουμε.
—Να ‘ναι ευλογημένο, γέρο-Μάξιμε. Το μεσημέρι θα κατέβουμε στο μοναστήρι.
-Ξέρεις, Παΐσιε, πονάει ή καρδιά μου, πού φεύγω απ’ εδώ, άλλα δεν μπορώ να μείνω άλλο. Κι εσύ δεν μπορείς κάθε μέρα να έρχεσαι να με βοηθάς και να μου δίνεις ευλογία.
-Καλά, Γέροντα Όπως θέλεις, τον καθησύχασε ό π. Παΐσιος.

Κουβέντιασαν λίγη ώρα ακόμα και μετά σηκώθηκαν, για να πάνε να φορτώσουν τα πράγματα. Στο μονοπάτι πρώτος βάδιζε ό γέρο-Μάξιμος, πού παρ’ όλα τα γεράματα του προσπαθούσε να έχει γοργό βήμα και ακολουθούσε ό Γέροντας. Σε δεκαπέντε λεπτά είχαν φτάσει. Ό Γέροντας άρχισε να φορτώνει στο μουλάρι όλο το νοικοκυριό του αδελφού, ρίχνοντας και μερικές ματιές στο πρόσωπο του. Όταν όλα ήταν έτοιμα ό γέρο-Μάξιμος ανέβηκε να προσκυνήσει για τελευταία φορά στο εκκλησάκι και γρήγορα κατέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια έχοντας τα μάτια του γεμάτα δάκρυα.

Ό Γέροντας κρατούσε το καπίστρι του μουλαριού και προχωρούσε σιγά – σιγά για να προλαβαίνει και ο γέρο—Μάξιμος από πίσω. Στο δρόμο έλεγε την Παράκληση της Παναγίας ψιθυριστά. Μετά από μισή ώρα, έφτασαν στην Πορταΐτισσα. Ξεφόρτωσαν το μουλάρι και με τη βοήθεια των άλλων δυο μοναχών μετέφεραν τα πράγματα σ’ ένα ευρύχωρο κελί, οπού θα έμενε ό γέρο-Μάξιμος. Το μοναστήρι ήταν ιδιόρρυθμο κι έπρεπε ο καθένας μοναχός να έχει τα αναγκαία πράγματα, για να ζήσει.
Χωρίς καθυστέρηση, ο Γέροντας άνοιξε τα τσουβάλια και τα κουτιά, τακτοποίησε τα πράγματα και προέτρεψε τον αδελφό να ξεκουραστεί. Εκείνος, συγκινημένος απ’ την αγάπη του Γέροντα, είπε:

Σε ευχαριστώ Παΐσιε. Ο Θεός να σου ανταποδώσει όλα όσα προσέφερες και , τον αγκάλιασε με τα τρεμάμενα γεροντικά του χέρια.

Ή συγκίνηση του γέρο-Μάξιμου ήταν μεγάλη. Ό Γέροντας του έπιασε το χέρι με σεβασμό, του το φίλησε και τού υποσχέθηκε ότι θα περνάει να τον βλέπει. Ή αποστολή του Γέροντα είχε τελειώσει. Χαιρέτησε και δυο τρεις άλλους μοναχούς, πού πέρασαν από μπροστά του και πήγε προς την έξοδο. Τότε τον πλησίασαν δυο δόκιμοι μοναχοί, οί οποίοι τον παρακάλεσαν να τους πει λόγο αγαθό. ‘Ο Γέροντας τους είπε ότι βιάζεται και δεν θα καθίσει. Τους έδωσε την ευχή του κι έφυγε. Καθώς γύριζε στη σκήτη, το ανηφορικό μονοπάτι τον κούραζε πολύ. Δεν περπατούσε, όπως άλλες φορές. Ή νηστεία τον είχε εξαντλήσει. Μετά από τριακόσια περίπου μέτρα, όταν πια ήταν μέσα στο δάσος, άρχισε να ζαλίζεται. Κάθισε στη ρίζα κάποιας καστανιάς κι έκανε τρεις φορές τον σταυρό του. Πολύ λίγο φως έβλεπε. Άλλο απ’ τη ζαλάδα άλλο απ’ τη σκιά των δέντρων, ό Γέροντας βρισκόταν στο ημίφως. Ψιθύριζε, όμως, την ευχή, ακολουθώντας τον αργό ρυθμό της αναπνοής του.

Μετά από λίγη ώρα, όταν κάπως συνήλθε, είδε μπροστά του έναν νεαρό, πού είχε λαμπρό πρόσωπο και φορούσε λευκά ρούχα Στο χέρι του κρατούσε ένα μικρό καλαθάκι, το οποίο ήταν περίτεχνα φτιαγμένο. Ο νεαρός πήγε πολύ κοντά του, του πρόσφερε το καλαθάκι και τον προέτρεψε να φάει απ’ το περιεχόμενό του.

Ό Γέροντας άκουσε το νεαρό, τον ευχαρίστησε και άπλωσε το χέρι ίου στους καρπούς, πού είχε το καλαθάκι. Πήρε πέντε κεράσια και άρχισε να τα τρώει. Θέλησε να ευχαριστήσει και για δεύτερη φορά τον νεαρό, άλλα δεν τον έβλεπε. Άρχισε να παραξενεύεται για το τι είχε συμβεί. Ξανάκανε το σταυρό του, άπλωσε εκ νέου το χέρι του στο καλάθι και δοκίμασε ένα μήλο.
Αμέσως, όμως του ήρθε λογισμός: «Αύγουστος μήνας κι εγώ τρώω κεράσια και μήλα;». Κοίταξε όλους τους καρπούς του καλαθιού και διαπίστωσε ότι οι περισσότεροι δεν ήταν της εποχής. «Άγγελος Κυρίου ήταν», μονολόγησε ό Γέροντας.

Κάθισε λίγη ώρα ακόμα γιατί ήθελε να κατανοήσει την εμφάνιση του Αγγέλου και να ευχαριστήσει τον Κύριο. Έφαγε το μήλο και μετά κρατώντας το καλαθάκι, συνέχισε τον ανήφορο. Περπατούσε κάπως ξεκούραστα. Αργά το απόγευμα, έφτασε στο κελί του και πήγε κατ’ ευθείαν στο εκκλησάκι. Σταυροκοπήθηκε και γονάτισε. Ήθελε να ευχαριστήσει τον Κύριο, αλλά και να του παραπονεθεί:

«Κύριε, σ’ ευχαριστώ για τα φρούτα πού μου έστειλες με τον Άγγελό σου. Όμως, εγώ χάλασα τη νηστεία! Δεν μπόρεσα να νηστέψω μέχρι της Παναγίας. Συγχώρεσέ με!».

Μετά σηκώθηκε, μπήκε στο κελί του και ξάπλωσε στο ξύλινο κρεβάτι του, για να ξεκουραστεί.
Ο κάματος της νηστείας και της μέρας ήταν πολύ μεγάλος.

ΤΟ ΘΕΟΣΤΑΛΤΟ ΨΑΡΙ


Ο Γέροντας Παΐσιος συνήθως δε δεχόταν δώρα όσες φορές τα κρατούσε, το έκανε, για να μη στεναχωρεί τους αδελφούς, πού του τα πήγαιναν.
Πάντα, όμως, τα έδινε, είτε σε επισκέπτες είτε σε μοναχούς, πού τα είχαν ανάγκη.
Ο ίδιος περνούσε μ’ ελάχιστες τροφές, παρόλο, πού μερικές φορές, λόγω των πολλών του ασθενειών, είχε ανάγκη από περισσότερες και καλύτερες. Τα ασκητικό του ήθος δεν του επέτρεπε αποθηκεύσεις για καιρό ανάγκης. Μόνο τον ελάχιστο άρτο, η καλύτερα το παξιμάδι, προσπαθούσε να έχει.
Επιπλέον, ή εμπιστοσύνη του στην πρόνοια του Θεού ήταν πολύ μεγάλη και ποτέ δεν είχε απογοητευθεί, όσες δυσκολίες επιβίωσης και αν αντιμετώπιζε.

Ένα χειμώνα ο Γέροντας ήταν βαριά άρρωστος. Το χιόνι έξω τα είχε καλύψει όλα Τα πάντα είχαν αλλάξει. Το κελί του Τιμίου Σταυρού, τα δένδρα, τα μονοπάτια είχαν χαθεί, τα πουλιά είχαν λουφάξεί και ή ομίχλη περιόριζε την ορατότητα. Ο Γέροντας δεν είχε καμιά επικοινωνία με άλλους μοναχούς. Καμιά επικοινωνία και με το μοναστήρι του Σταυρονικήτα. Ήταν αποκλεισμένος από παντού. Μόνο ό ουρανός ήταν ανοιχτός.

Είχαν περάσει αρκετές μέρες. Ό Γέροντας κυριολεκτικά είχε αποστεωθεί.
Έφτασε σε σημείο να μη έχει το παραμικρό να φάει ούτε και να μπορεί ν’ ανάψει τη σόμπα Ήταν νηστικός, παγωμένος, σχεδόν παράλυτος. Το μόνο, πού μπορούσε να κάνει ήταν να ψελλίζει την προσευχή: «Κύριε, ελέησε με! Μη με εγκαταλείψεις!». Οι ελπίδες του μέρα με τη μέρα λιγόστευαν. Περίμενε τον Κύριο να τον πάρει κοντά του.
Όμως ή προσευχή του συνεχιζόταν, παρ’ όλη τη σωματική του αδυναμία Κάποια στιγμή έγινε θερμότατη και θεοπειθής.
Και τότε γέμισε το κελί Αγγέλους και Αγίους, πού υπηρετούσαν τον πάσχοντα Γέροντα Του άναψαν τη σόμπα, του ετοίμασαν φαγητό, τον παρηγόρησαν και τον στήριξαν, μεταβάλλοντας το παγωμένο κελί του σ’ ένα κομμάτι του παραδείσου.
Την επομένη μέρα ο Γέροντας άρχισε να νιώθει καλύτερα και σε τρεις μέρες ανάλαβε πλήρως τις δυνάμεις του. Ή χαρά του ήταν μεγάλη. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα συναισθήματα του. «Θεέ μου, δεν αντέχω τόση χάρη. Λιγόστεψε την», έλεγε.

Πέρασαν πέντε ολόκληροι μήνες και δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα με την υγεία του.
Την Κυριακή, όμως, του Τυφλού αρρώστησε και δεν είχε τίποτα να φάει. Δεν απελπιζόταν, ωστόσο. Το απόγευμα φόρεσε κάτι παραπάνω και βγήκε έξω. Ό ήλιος έκανε την ατμόσφαιρα ευχάριστη. Ό Γέροντας κάθισε κάτω απ’ την ελιά, πού ήταν κοντά στη πόρτα του κελιού του κι έβλεπε προς τα κάτω, προς τη θάλασσα. Το πονεμένο του σώμα δεν άντεχε πολύ. Έπρεπε κάτι να φάει. «Ίσως να με θυμηθεί κάποιος αργότερα», σκέφθηκε και άφησε το λογισμό της ανυπομονησίας να περάσει.

Την ώρα, πού ο ήλιος έδυε, ο Γέροντας κοιτούσε τον ουρανό και διαπίστωσε ότι κάποιο γεράκι ερχόταν προς το μέρος του, σχεδόν απειλητικά.

Νόμισε ότι το άγριο πουλί τον πέρασε για αγρίμι και ήθελε να τον χτυπήσει.
Όμως το πουλί έκανε ένα κύκλο πάνω από το κελί, χαμήλωσε αρκετά και μετά φτεροκόπησε γρήγορα και απομακρύνθηκε.
Ο Γέροντας παρακολούθησε τη σκηνή εντυπωσιασμένος. Αμέσως άκουσε κι ένα θόρυβο ανάμεσα στα χορτάρια, σε απόσταση είκοσι τριάντα μέτρα.
Σηκώθηκε για να δει τι συνέβαινε.
Ήταν ένα ψάρι, που χτυπιόταν στα χορτάρια.
Κατάλαβε ότι η πρόνοια του Θεού δεν τον είχε ξεχάσει.


Πρεσβύτερος Διονύσιος Τάτσης
Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου