Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Η Παιδαγωγία του Γέροντος Παϊσίου

Η Παιδαγωγία του Γέροντος Παϊσίου



Γεωργίου Κρασανάκη
Οι συναντήσεις μου με το Γέροντα
Μια πρώτη φορά συνάντησα τον Γέροντα Παΐσιο την 23.7.1987 στο κελί Παναγούδα. Ή συνάντηση αυτή ήταν για μένα μία αποκάλυψη. Είχα ακούσει πολλά για τον Γέροντα αυτόν καί επιθυμούσα να τον γνωρίσω Τον θαύμαζα καί τον σεβόμουνα, πριν ακόμα τον γνωρίσω προσωπικά. Έτσι, μετά τη συνάντηση μας, είχα πλέον όχι τη φανταστική εικόνα του αλλά την πραγματική. Έκτοτε, τον έβλεπα σχεδόν κάθε καλοκαίρι στο υπαίθριο αρχονταρίκι του. Ποτέ, όμως, δεν μπήκα στο κελί του, αν καί το επιθυμούσα πολύ. Φυσικά, δεν μπορούσα να το ζητήσω. Ή υπακοή στο πρόγραμμα του ήταν κανόνας. Όχι μόνο εγώ, αλλά καί κάθε επισκέπτης του δεν μπορούσε να έχει αντίρρηση σ’ οσα έλεγε ή πρότεινε ό Γέροντας Παΐσιος.   Οί επισκέπτες , του διψασμένοι καί κουρασμένοι οδοιπόροι, κάθιζαν δίπλα του, σε πρόχειρα καθίσματα από κορμούς δένδρων, ή έμεναν όρθιοι, αν δεν υπήρχαν θέσεις, καί παρέμειναν άκούοντες από το στόμα του λόγους χάριτος καί συμβουλές παρηγοριάς. Όλοι ζητούσαν κάποια απάντηση σε προσωπικά ερωτήματα καί προβλήματα από ένα
ολιγογράμματο κατά κόσμον Γέροντα, αλλά σοφό κατά Θεό. Ότι τους έλεγε περνούσε στις ψυχές τους ως λόγος Θεού καί κανόνας ζωής. Κι αυτό, γιατί πίστευαν ότι ό Γέροντας ήταν «θείω καί επουρανίω έρωτι πυρωθείς». Ήταν ό «κατά Θεόν διανύσας όδόν», ό «λανθάνων τα πλείστα των κατορθωμάτων» του λόγω ταπεινοφροσύνης καί αγιότητας. Ωστόσο, δεν απέφευγε να διδάσκει καί να νουθετεί «άπλω τίνι καί άκατασκευάστω λόγω», αποβλέπων «προς το ώφελήσαι τους πολλούς», οι όποιοι συνέρεαν στο κελί του καθημερινά. Κι αυτοί όλοι του χαλούσαν την ησυχία καί τον απομάκρυναν από το πρόγραμμα της μοναχικής του ζωής. Κι έλεγε ό Γέροντας: «Δεν έγινα παπάς, για να αφοσιωθώ στο μοναχισμό” καί τώρα δεν ησυχάζω. “Από το πρωί μέχρι το βράδυ δεν κάνω τίποτε άλλο από το να ξεμπερδεύω τα μπερδεμένα σχοινιά των ανθρώπων». Σαν στοργικός πατέρας συμβούλευε καί καθοδηγούσε μικρούς καί μεγάλους. Κι ό λόγος του, ώριμος καρπός βιωμάτων, γινόταν αποδεκτός καί σεβαστός.
Κι εγώ ένας άπ’ αυτούς, μονάδα στο ανώνυμο πλήθος, καθισμένος δίπλα του ως ένας μικρός μαθητής, όχι μόνο έβλεπα καί άκουα, αλλά κρατούσα καί σημειώσεις, θεωρώντας όσα έλεγε ό Γέροντας ως σκέψεις καί διδαχές του πιο ειδικού πατρολόγου, εκείνου πού χωρίς να έχει τα τυπικά καί επίκτητα θεολογικά προσόντα είχε αναδειχθεί σε διάκονο του θείου λόγου, όπως έλεγε για τον εαυτό του ένας άλλος μεγάλος αγιορείτης Γέροντας. Κάποτε μάλιστα με παρατήρησε με την οξεία φράση: «Δημοσιογράφος είσαι; Τι γράφεις; Έτσι κάνετε καί δημοσιεύετε έπειτα πράγματα πού εγώ δεν είπα ποτέ». Άλλοτε πάλι με παρατήρησε έντονα, επειδή του υπενθύμισα κάτι πού μας είχε πει κάποια άλλη φορά για τους Τούρκους. Εγώ, όμως, όλες τίς παρατηρήσεις του τίς θεωρούσα συμβουλές καί εκφράσεις αγάπης πατέρα προς υιό. Άλλωστε, μπροστά του δεν μπορούσες παρά να κάνεις υπακοή, να δείχνεις σεβασμό καί αγάπη στο πρόσωπο του καί να αποδέχεσαι οσα έλεγε, τα όποια εκ προοιμίου θωρούσες ως παραινέσεις αγίου για προκοπή καί τελειότητα. Μένοντας δίπλα του άκουες διαρκώς στα αυτιά σου τον πατερικό λόγο: «Σιώπα καί μη μέτρει σεαυτόν», δηλαδή να σιωπάς καί να μη λογαριάζεις τον εαυτό σου.
Όσα έγραφα στο χαρτί ή αμέσως στη μνήμη μου τα μελετούσα αργότερα καί προσπαθούσα να εμβαθύνω το νόημα τους, για να διδάξω πρώτα τον εαυτό μου καί έπειτα τους άλλους. Κι ήταν πολλοί οι άλλοι, εκείνοι πού διψούσαν να ακούσουν για τον Γέροντα καί να ωφεληθούν από το λόγο του, πού ήταν λόγος πείρας καί αληθείας, λόγος βεβαιωμένος από τη ζωή του. Τη δίψα αυτή την είχαν καί οι φοιτητές μου στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, οϊ όποιοι εκδήλωναν πάντα την επιθυμία να μάθουν κάτι το διαφορετικό, το ζωντανό, το θερμό, κάτι πέρα από τα ψυχρά διδάγματα της επιστήμης, πού κηδεμονεύει πάντα ό ορθός λόγος. Ό θαυμασμός καί ή απορία, πού εξέφραζαν σ’ αυτά πού άκουαν, δήλωναν ρητά ότι ό ορθός λόγος λαχανιάζει μπροστά στο υπέρλογο, στην εξ αποκαλύψεως αλήθεια, ή οποία είναι «αγνή, ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, μεστή ελέους καί καρπών αγαθών, αδιάκριτος καί ανυπόκριτος» (Ίακ. γ’ 17). Καί ό Γέροντας πάντοτε την αλήθεια αυτή μας μετέδιδε. Ή σοφία του δεν ήταν επίγειος αλλά «άνωθεν κατερχόμενη» ως λόγος Θεού.
Οί σύντομες συναντήσεις πού είχα με τον Γέροντα με βοήθησαν να ζήσω το ασκητικό του πνεύμα, να θαυμάσω την αγάπη του, την ανιδιοτέλειά του, την ακτημοσύνη του καί την ταπεινοφροσύνη του. Ζώντας έστω καί για λίγο κοντά του κατανόησα ότι ή άσκηση είναι ό δρόμος πού οδηγεί στον Θεό. Κατάλαβα το νόημα εκείνου πού διάβαζα παλαιότερα: «Το μέτρον της ασκήσεως δίδει καί το μέτρον της εμπειρίας του Θεού». Πείσθηκα ότι ή άσκηση δεν είναι έργο μόνο των μοναχών, αλλά καί κάθε γνήσιου χριστιανού. Οί μοναχοί ανοίγουν το δρόμο της άσκησης, είναι οι οδηγοί, κι ακολουθούν όλοι οί άλλοι. Αυτοί, με τους πνευματικούς τους αγώνες, μας διδάσκουν ότι ή ορθόδοξη χριστιανική άσκηση δεν είναι μία στείρα καθηκοντολογία, αλλά ένας διαρκής αγώνας νηστείας, αγρυπνίας, προσευχής, μετάνοιας, μυστηριακής ζωής και έμπρακτης αγάπης προς τον Θεό καί τον πλησίον. Ό άνθρωπος της άσκησης είναι άνθρωπος του Θεού. Τέτοιος άνθρωπος ήταν καί ό Γέροντας Παΐσιος. Ήταν ασκητικός, ταπεινός, νεκρός από τα πάθη, με ένα διακαή πόθο, τη σωτηρία. Παρά την επισφαλή υγεία του, δεν γνώριζε ανάπαυση, καλοφαγία, ευζωία, καλοπέραση. Ή αγάπη πού του έδειχνε ό κόσμος ήταν μία μορφή αναγνώρισης της ασκητικής ζωής του. Πίσω από τους αγώνες του έβλεπαν όσοι τον γνώριζαν την ευλογία του Θεού καί της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.
Ό Γέροντας βίωνε την αυταπάρνηση. Μακριά από την «έρημία των πόλεων», ζούσε διαρκώς την «κοινωνία της ερήμου». Ό φυσικός χωρισμός του από τον κόσμο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ασθένεια η ως μίσος προς τους ανθρώπους, αλλά ως αρχή μίας νέας ζωής, γυμνής από τα εγκόσμια καί ενδεδυμένης με τη χάρη του Ουρανού. Ή ιερή αυτή μοναξιά ρίχνει τα προσωπεία της κοινωνικής ζωής καί οδηγεί κατ’ ευθείαν προς τον Θεόν. Ό μοναχός των ορέων, σιωπηλός, άγρυπνος καί διαρκώς προσευχόμενος, ζει την κοινωνία της ερήμου. Ομιλεί με τον Θεό. Ζει την πιο μακαριά συντροφιά, τη μεγαλύτερη πηγή των αρετών. Βιώνει τη σιωπή καί χαίρεται τη σιωπή. Ομιλεί μόνο όταν πρέπει καί όσο πρέπει. Ανοίγει το στόμα του μόνο όταν με αυτά πού θα πει θα ωφελήσει αυτούς πού θα τον ακούσουν. Αυτό συνέβαινε καί με τον Γέροντα Παΐσιο. Εμείς τον προκαλούσαμε να μας ομιλήσει, να μας ειπεί λόγους ικανούς να μας στηρίξουν. Αυτό ήταν το διακόνημά του. Ήταν καί αυτός ένας καρπός καί μία ευλογία της κοινωνίας της ερήμου. Φυσικά, ή επικοινωνία του μαζί μας διαρκούσε λίγο. Άλλωστε, δεν ερχόταν εκείνος σ’ εμάς, αλλά εμείς πηγαίναμε σ’ αυτόν, τον πλησιάζαμε καί του ζητούσαμε να μας ξεμπερδεύσει τα μπερδεμένα μας σχοινιά. Ό ίδιος γνώριζε ότι από εμάς τους κοσμικούς δεν είχε να κερδίσει τίποτε. Κέρδος είχε μόνο από τον Θεό, με τον όποιο συνομιλούσε νύκτα καί ήμερα, κατά το γνωμικό: «Δια Τι μοναχός; Ότι προς τον Θεόν νύκτα καί ήμέραν Ομιλεί… Εάν τις αγαπά τον κόσμον, ουκ εστίν ή αγάπη του Θεού εν αύτώ… Μοναχός συντυγχάνων ομιλίες κοσμικάς, ό τοιούτος εύχάς χρήζει πολλάς αγίων πατέρων».
Όλα αυτά όχι μόνο τα γνώριζε, αλλά καί τα βίωνε ό Γέροντας Παΐσιος. ζούσε μακριά από τον κόσμο, σ’ ένα ετοιμόρροπο καί ερημικό κελί, αλλά καί μέσα στον κόσμο πού ερχόταν καθημερινά κοντά του. Ό δρόμος πού οδηγούσε στο κελί του ήταν ό πλέον πατημένος δρόμος του Αγίου Όρους. Κανένας άλλος μοναχός της Αγιώνυμης Πολιτείας δεν δεχόταν καθημερινά τόσους επισκέπτες όσους ό Γέροντας Παΐσιος, πού δήλωνε σ’ όλους κατηγορηματικά: «Δεν είμαι άγιος. Μπροστά στον άγιο Παΐσιο δεν είμαι παρά ένας ντενεκές». Έλεγε ακόμα: «Μόνο ένα πράγμα μπορώ να κάνω για σας να προσευχηθώ στο Θεό για το πρόβλημα πού σας απασχολεί». Κι όμως έκανε πολλά για όλους. Βοηθούσε, συμβούλευε, αγίαζε, έλυνε προσωπικά, οικογενειακά καί επαγγελματικά προβλήματα Ήταν ένας άριστος παιδαγωγός μικρών καί μεγάλων.
Ή οικογένεια κατ’ οίκον εκκλησία
Όταν κάποτε ρώτησε τον Γέροντα ένας καθηγητής αν πρέπει να νηστεύουμε τα παιδιά, του έδωσε την εξής απάντηση: «Δεν πρέπει να νηστεύετε τα μικρά παιδιά Όταν κάθεστε στο τραπέζι για φαγητό σε ήμερες νηστείας, θα τους λέτε: Βλέπετε, εμείς οι γονείς σας τρώμε νηστίσιμο, ενώ εσείς όχι. Δεν σας δίδαμε νηστίσιμα, γιατί έχετε ανάπτυξη». “Απάντηση πολύ έξυπνη καί παιδαγωγικά ορθή. Κι αυτό, γιατί όταν το παιδί μεγαλώσει θα πει: Αφού δεν έχω πια ανάπτυξη, πρέπει να νηστεύω όπως οι γονείς μου.  Ό Γέροντας πίστευε πολύ στη δύναμη της οικογενειακής αγωγής. Έλεγε: «Μία είναι ή αξία της ζωής, ή οικογένεια. Μόλις σβήσει ή οικογένεια, θα σβήσει ό κόσμος. Δείχνε αγάπη καί πέρα από την οικογένεια σου. Αν είσαι συνταξιούχος, αφιέρωνε λίγο χρόνο καί λίγο χρήμα, για να βοηθήσεις τα απροστάτευτα παιδιά μιας διαλυμένης οικογένειας. Όταν χαλάσει ή οικογένεια, θα χαλάσει καί ό κλήρος καί ό μοναχισμός καί όλα». Σε ερώτηση Τι πρέπει να γίνει όταν οϊ γονείς δεν συμφωνούν στη χριστιανική ανατροφή των παιδιών τους, έδωσε την εξής απάντηση: «Το αυτοκίνητο έχει φρένα καί ταχύτητες. Δεν δουλεύει μόνο με τα φρένα ή μόνο με τίς ταχύτητες. Αυτό μπορεί να συμβεί καί με τους γονείς: Ό ένας να σπρώχνει καί ό άλλος να φρενάρει, οπότε δημιουργείται ισορροπία». Πράγματι, αν δεν υπάρχει ισορροπία των αντίρροπων δυνάμεων μέσα στην οικογένεια, όλα θα καταρρεύσουν.
Ό Γέροντας καί τα παιδιά
Ή αγάπη του προς τα παιδιά ήταν έκδηλη. Κάποτε βρέθηκα δίπλα του καί θαύμασα την αγάπη πού έδειχνε σ’ ένα δεκάχρονο αγόρι, τον Άνθιμο, πού ήταν το 11ο παιδί ενός πατέρα. Στο πρόσωπο του μικρού έβλεπε ένα πρόσωπο ιερό, σεβαστό, άξιο τιμής. Συζητούσε μαζί του καί το δίδασκε, αφήνοντας όλους εμάς στο περιθώριο των ενδιαφερόντων του. Ομοίως έκδηλη ήταν καί ή αγάπη του Γέροντα προς τον πολύτεκνο πατέρα, ό όποιος συνόδευε τον Άνθιμο. Αγάπη, λοιπόν, στο παιδί καί την πολύτεκνη οικογένεια.  Ή αγάπη του Γέροντα προς τους πολύτεκνους δεν μεταφραζόταν σε αδιαφορία προς τους άτεκνους. Γι’ αυτούς έλεγε: «Ό Θεός θέλει κάτι άπ’ αυτούς πού δεν έχουν παιδιά. Τους θέλει προστάτες των παιδιών πού δεν έχουν γονείς. Ξέρω κάποιο δικηγόρο πού δεν έχει παιδιά, αλλά βοηθά καί φροντίζει πολλά απροστάτευτα παιδιά Υιοθέτησε μάλιστα κι ένα από τα παιδιά αυτά, το όποιο ακολούθησε το μοναχικό βίο». Φαίνεται έτσι καθαρά ότι ό Γέροντας σεβόταν τους πολύτεκνους για το υψηλό τους έργο, αλλά καί παρακινούσε τους άτεκνους για έκδηλη αγάπη προς πάντα πού χρειάζεται βοήθεια.
Ιδιαίτερη αγάπη έτρεφε ό Γέροντας προς τα ειδικά παιδιά, τα όποια θεωρούσε αγία. Στην ερώτηση μου Τι θα πούμε σ’ ένα πατέρα πού έχει ένα παιδί με βαριά νοητική ανεπάρκεια απάντησε: «Στον πατέρα αυτό να πείτε ότι το παιδί αυτό θα είναι πρώτο αγγελούδι στον Παράδεισο καί δη αυτό θα βάλει κι αυτό καί τους γονείς του, αρκεί να μην απελπισθούν, Θα λάβουν μισθό μάρτυρος». Λέγοντας αυτά ό Γέροντας ήταν τόσο κατηγορηματικός, πού έδιδε την εντύπωση ότι όλα αυτά είναι ήδη μία πραγματικότητα. Μήπως το ίδιο δεν μας δίδαξε καί ό Κύριος λέγοντας: «Μακάριοι οί πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν ή βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ε’ 3).
Ό Θεός, έλεγε ό Γέροντας, δεν επιτρέπει δοκιμασίες, αν δεν βγει κάτι καλό άπ’ αυτές. Για τους εκ γενετής αρρώστους ένας λόγος παραπάνω. Καί τόνιζε με έμφαση: «Όταν ό ανάπηρος δεχθεί την αρρώστια του με χαρά, ό Θεός θα τον κατατάξει με τους ομολογητές».
Την εξάρτηση του παιδιού από τη μάνα του έβλεπε σαν ευλογία. Έλεγε: «Όταν το παιδί θηλάζει μητρικό γάλα, θηλάζει αγάπη καί σιγουριά. Από το μπουκάλι του γάλακτος πού θηλάζει θα περάσει αργότερα στο μπουκάλι του ποτού». Εδώ, πράγματι, ομιλεί ό Γέροντας ως έμπειρος ψυχολόγος. Κι αυτό, γιατί σύγχρονες ψυχολογικές έρευνες έδειξαν ότι τα παιδιά πού θηλάζουν τη μητέρα τους βιώνουν ένα αξιόλογο ευάρεστο συναισθηματικό κλίμα, το όποιο ευνοεί την άνθηση πολλών πνευματικών δυνάμεων καί αρετών. Το αντίθετο δημιουργεί παιδιά δύσθυμα, κακόκεφα, ανασφαλή καί φοβισμένα.
Ό Γέροντας τόνιζε καί προέτρεπε τους γονείς να μη μαλώνουν τα παιδιά ποτέ τη νύκτα, γιατί είναι σκοτεινή καί ό διάβολος τους φέρνει σκοτεινούς, κακούς λογισμούς. Αντίθετα, την ήμερα, με τίς συναναστροφές, το παιδί θα ξεχάσει την τιμωρία. Πράγματι, ό φόβος του σκότους, όπως έδειξαν οϊ ψυχολογικές έρευνες, είναι πολύ διαδεδομένος καί πολύ επικίνδυνος ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του ανθρώπου.
Ή αγωγή των εφήβων, όπως έλεγε ό Γέροντας, είναι δύσκολη. Έλεγε: «Ή διδασκαλία του καλού στους έφηβους είναι δύσκολη, γιατί ή ηλικία αυτή είναι επαναστατημένη. Δεν είναι κατάλληλη για διδαχές. Το μυαλό των εφήβων είναι θολωμένο. Λείπει ή εμπειρία των μεγάλων, αλλά καί το περιβάλλον δεν βοηθά τον έφηβο. Πολλές φορές δεν φταίνε ο! ίδιοι οί έφηβοι. Τα χάνουν, όταν ό ένας τους σφυρίζει από το ένα αυτί καί ό άλλος από το άλλο». Δύσκολη, πράγματι, ή εφηβεία, ή ηλικία των προβλημάτων καί των μεγάλων κρίσεων, από τίς οποίες ό έφηβος πρέπει να εξέλθει υγιής, άθικτος καί κοινωνικά ώριμος.
Ανατομία της συμπεριφοράς των συγχρόνων μας
Κρίνοντας τη συμπεριφορά των σημερινών ανθρώπων ό Γέροντας έλεγε: «Οι άνθρωποι βασανίζονται σήμερα από τίς ευκολίες, οί όποιες ξεπερνούν τα όρια τους καί γίνονται δυσκολίες. πριν ξεχρεώσουν το ένα μηχάνημα, χρεώνονται το άλλο. όλα σήμερα ξεπέρασαν τα όρια τους. Από τα θερμοκήπια περάσαμε στις ορμόνες». Ιδού μία αρίστη ανατομία της ζωής των σημερινών ανθρώπων, οί όποιοι μέσα στις ευκολίες του πολιτισμού πού δημιούργησαν πνίγονται, δυσκολεύονται, χάνονται. Τα εύκολα έφεραν τα δύσκολα. Οί ανέσεις έφεραν τίς πιέσεις, πού προέρχονται από τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, ό όποιος, παρά την πρόοδο καί τα αγαθά της σύγχρονης κοινωνίας, μένει άδειος καί μάλιστα ανικανοποίητος. «Πολλοί άνθρωποι, έλεγε ό Γέροντας, ζουν χωρίς ιδανικά. Δεν πιστεύουν στην άλλη ζωή. Δεν έχουν συλλάβει το βαθύτερο νόημα της ζωής. Το κακό ξεκινά από την έλλειψη πίστης στην άλλη ζωή. Οί σημερινοί άνθρωποι ομοιάζουν με γερές μηχανές πού έχουν παγωμένα λάδια Έχουν παγωμένη καρδιά. Δεν χρησιμοποιούν την καρδιά τους, γι’ αυτό βασανίζονται. Ευτυχώς, όμως, υπάρχει καλό προζύμι. Ο! ορθόδοξοι έχομε το χάρισμα της ευλάβειας. Οι Ευρωπαίοι έχουν την ευγένεια Δυστυχώς, χάνομε την ευλάβεια καί δεν έχομε καί την ευγένεια. Έτσι, τα πράγματα γίνονται χειρότερα». Αλήθεια, πώς μπορεί κανείς να έχει ιδανικά όταν δεν δίδει μεταφυσικές διαστάσεις στη ζωή του; Ή οποία ευγένεια, όσο κι αν «υποχρεώνει», δεν μπορεί να συγκριθεί με την αρετή της ευλάβειας, για την οποία ό Γέροντας έλεγε: «Μία γυναίκα πού έχει ευλάβεια αξίζει περισσότερο από την εικόνα μίας αγίας, γιατί είναι ζωντανή». Οι άνθρωποι με παγωμένες καρδιές δεν μπορούν να είναι ευλαβείς. Υπάρχουν όμως καί οϊ εξαιρέσεις των ευλαβών ανθρώπων. Είναι το καλό προζύμι, πού μπορεί να ζυμώσει όλους τους άλλους, σύμφωνα με τη διαβεβαίωση του αποστόλου Παύλου: «Μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί» (Γαλ. ε’ 9). Πράγματι, με μικρή ποσότητα από προζύμι μπορεί κανείς να ζυμώσει μεγάλη ποσότητα ψωμιού. Έτσι, καί λίγοι ευλαβείς άνθρωποι με το παράδειγμα της κατά Χριστόν ζωής τους μπορούν να επηρεάσουν καί πολλούς άλλους, οί οποίοι ζουν διαφορετικά. Έχομε πολλά παραδείγματα ευσεβών χριστιανών, συζύγων καί μητέρων, πού επηρέασαν θετικά όχι μόνο τους συζύγους καί τα παιδιά τους, αλλά καί το ευρύτερο οικογενειακό καί κοινωνικό τους περιβάλλον.
Τα εφόδια του Χριστιανού
«Ό χριστιανός πρέπει να ζει πνευματική ζωή. Πρέπει να κάνει καλούς λογισμούς, να έχει καθαρή καρδιά, να προσεύχεται, να έχει υπομονή, να αγαπά συγγενείς καί ξένους, να είναι ταπεινός, να αναγνωρίζει τα σφάλματα του καί να βρίσκεται συνεχώς κοντά στον πνευματικό του. Σαν άρρωστος πρέπει να ζητά θεραπεία από τον πνευματικό γιατρό». Αυτά μας δίδασκε ό Γέροντας καί πρόσθετε: «Αν κάποιος πονά κάπου καί ό γιατρός του συστήσει να βάλει έμπλαστρο, δεν μπορεί να το βάλει όταν πονέσει πάλι σ’ άλλο μέρος του σώματος, αν δεν συμβουλευθεί το γιατρό. Κάθε ασθένεια χρειάζεται καί άλλο φάρμακο. “Αν π.χ. ένας έχει πυρετό, μπορεί ό γιατρός να του συστήσει κομπρέσα, Αφού φυσικά τον εξετάσει. Το ίδιο συμβαίνει καί με τον πνευματικό». Με άλλα λόγια, οποίο ρόλο παίζει ό γιατρός για το σώμα μας, τον ίδιο παίζει καί ό πνευματικός για την ψυχή μας. Όσο αναγκαίοι είναι οί γιατροί, τόσο αναγκαίοι είναι καί οί πνευματικοί πατέρες.  Συνάντησα κάποτε στο κελί του Γέροντα έναν επισκέπτη, ό οποίος μου διηγήθηκε ότι έπασχε από καρκίνο καί ότι θεραπεύθηκε πλήρως με τίς προσευχές του Γέροντα. Όταν για πρώτη φορά τον επισκέφθηκε στο κελί του, άφησε μόνους τους άλλους επισκέπτες, πλησίασε τον άρρωστο καί του είπε με έντονο ύφος: «Ποτέ δεν εκκλησιάσθηκες, ποτέ δεν κοινώνησες. Τώρα βλέπεις τα ζόρικα, γι’ αυτό ήλθες. Λοιπόν, καί τώρα κάτι θα γίνει. Θα πάς να εξομολογηθείς καί να κοινωνήσεις. Τα αλλά θα έλθουν». Καί ή χάρη του Θεού ήλθε στον άρρωστο, τον καρκινοπαθή, ό όποιος θεραπεύθηκε πλήρως.
Ό Γέροντας καλούσε πάντοτε τους έχοντας ανάγκη να αρχίζουν από την εξομολόγηση. Θεωρούσε τον πνευματικό ως τον καλύτερο γιατρό, ως τον καλύτερο σύμβουλο. Έλεγε μάλιστα για το ανδρόγυνο: «Καί οί δύο σύζυγοι πρέπει να έχουν τον ίδιο πνευματικό. Για να εφαρμόσουν δυο ξύλα, πρέπει να πλανιαριστούν από τον ίδιο μαραγκό με την ίδια πλάνια. Το ίδιο πρέπει να γίνεται καί με το ανδρόγυνο. Ό άνδρας καί ή γυναίκα πρέπει να έχουν τον ίδιο πνευματικό». Δεν θα υπερβάλαμε βέβαια αν λέγαμε ότι όλη ή οικογένεια πρέπει να έχει τον ίδιο πνευματικό. Καί όπως τόνιζε ό Γέροντας: «Τα παιδιά από το δημοτικό σχολείο πρέπει να έχουν πνευματικό». Ή υπακοή στον πνευματικό θα οδηγήσει στην ταπείνωση, πού είναι ή πρώτη αρετή. Ό πνευματικός πατέρας καθοδηγεί τα τέκνα του καί τα σώζει από τίς πλάνες.
Ό π. Παΐσιος καί οι κακόδοξοι
Όσο επιεικής ήταν ό Γέροντας προς τους παρεκτρεπομένους χριστιανούς, άλλο τόσο αυστηρός ήταν προς τους αιρετικούς πάσης φύσεως. Τόνιζε ότι χρειάζεται αντίσταση καί ότι κινδυνεύουν περισσότερο εκείνοι από τους ορθοδόξους πού δεν έχουν επαρκώς ασκηθεί. Έλεγε: «Για να βλαφτεί κανείς πρέπει να είναι λίγο βλαμμένος. Οί χριστιανοί δεν πρέπει να δίδουν αφορμή στους αιρετικούς»  Για τους λεγόμενους «νεορθόδοξους» έλεγε: «Αυτοί επιδιώκουν να δικαιολογήσουν την παλαιά ζωή τους με τα πατερικά. Παρερμηνεύουν την Αγία Γραφή, για να δικαιολογήσουν τα λάθη τους. Μερικοί μάλιστα λένε ότι πορνεία είναι μόνο όταν πληρώνεις. Οί μασόνοι θέλουν ξεσκόνισμα, γιατί είναι άρνηση. Μην παίρνετε τα χρήματα πού σας δίδουν. Οι μασόνοι στους μασόνους καί οι χριστιανοί στους χριστιανούς». Ό Γέροντας, Λέγοντας αυτά καί αλλά σχετικά, ήθελε να προστατεύσει τους ορθοδόξους από τους αιρετικούς Λύκους. Σε ερώτηση μου αν πρέπει να ψωνίζω από ένα οπωροπώλη της γειτονιάς μου, ό όποιος είναι μάρτυρας του Ίεχωβά, ό Γέροντας έδωσε την έξης απάντηση: «Ό-χι! Κι αυτό, γιατί θα λέει στον κόσμο: Να, από έμενα ψωνίζει καί ό καθηγητής του Πανεπιστημίου. Δεν είναι το οικονομικό. Είναι ό επηρεασμός των ανθρώπων». Ή θέση αυτή μπορεί να αποτελέσει απάντηση σε σχετική απορία πολλών, οι όποιοι διακηρύσσουν ότι ή αγάπη μπορεί να σκεπάσει όλους μας, ορθοδόξους καί αιρετικούς. Αν όμως ή αγάπη κλονίσει την πίστη, ποίο το όφελος; Ας μην αυταπατόμαστε καί ας μην παρασυρόμαστε.
Το μέλλον του Ελληνισμού
Ό Γέροντας ήταν ξεριζωμένος Μικρασιάτης. Γι’ αυτό ή σκέψη του γύριζε πάντα πίσω στις χαμένες πατρίδες. Νοσταλγούσε την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, από την οποία έφυγε βρέφος το 1924. Για τη συμφορά του ξεριζωμού καί τίς αδικίες σε βάρος της Ελλάδας ήταν κατηγορηματικός καί προφητικός. Έλεγε: «Θα τιμωρηθούν όσοι επιδιώκουν να εξαφανίσουν την Ελλάδα. Από τη δοκιμασία της Ορθοδοξίας θα προέλθει μεγάλο καλό. Ο! Μεγάλοι θα μας δώσουν την Πόλη, όχι βέβαια από αγάπη, αλλά από συμφέρον». Μας υπενθύμιζε μάλιστα καί μία σχετική φράση του εθναποστόλου Κοσμά του Αιτωλού. Έλεγε: «Μία γυναίκα με τη ρόκα της θα διώχνει εκατό Τούρκους». Καί συνέχιζε: «Υπομονή χρειάζεται. Το φαγητό καίει τώρα Αν πάς να το φας, θα καείς. Οι Τούρκοι θα διαλυθούν». Μπορείς να μην πιστεύεις τον άγιο Γέροντα, τον διορατικό ορθόδοξο μοναχό; Μπορείς να αμφισβητήσεις τα λόγια του τα προφητικά, τη χρυσή ελπίδα του για το μέλλον του Ελληνισμού; Ό Γέροντας μέσα από το ερημικό καί ταπεινό κελί του οραματιζόταν τη χαρά της ελευθερίας της ιδιαίτερης πατρίδας του. Όραμα καί προσευχή μαζί.
Ή κοινωνική μας συμπεριφορά
Ή κοινωνική εμπειρία του Γέροντα εντυπωσίαζε. Αν καί ερημίτης μοναχός, γνώριζε πολύ καλά τα του κόσμου, της εργασίας καί των επαγγελμάτων. Σε κάθε σχετική ερώτηση είχε καί την ανάλογη απάντηση. Στην ερώτηση Τι πρέπει να κάνει ό υπάλληλος μιας υπηρεσίας, όταν οί υφιστάμενοι του δεν τον ακούνε, είπε: «Ό προϊστάμενος πρέπει να είναι σαν τον πατέρα. Πρέπει να νουθετεί καί να συμβουλεύει. Στους υφισταμένους του πρέπει να συμπεριφέρεται με διάκριση. Αν δεν δουλεύουν ή δεν συμπεριφέρονται σωστά οί υφιστάμενοι, τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς. Κι αν κοροϊδεύουν τον προϊστάμενο τους, τόσο το καλύτερο γι’ αυτόν, γιατί έτσι θα σβήσει μερικές αμαρτίες του. Πρέπει, όμως, να επιμένει στο να συμβουλεύει σωστά. Κάποτε το καλό θα γίνει». Εδώ φαίνεται καθαρά ή πλήρης εφαρμογή της αγάπης, την οποία μας δίδαξε ό Κύριος. Φαίνεται το ειρηνοποιό πνεύμα, ή συγκατάβαση καί ή υποχωρητικότητα. Έμμεσα, πλην σαφώς, ό Γέροντας μας έλεγε: Μακριά ή οργή, ή κακία, ή εκδίκηση, ή τιμωρία. Αγάπη προς όλους καί προς τους απειθείς, τους δύστροπους, τους ανυπάκουους. Κι όλα αυτά «όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν ουρανοίς, ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς καί αγαθούς καί βρέχει επί δικαίους καί αδίκους» (Ματθ. ε’ 45). Ό Γέροντας ζητούσε πλήρη εφαρμογή των εντολών του Κυρίου. Κι όλα αυτά μέσα σ’ ένα πνεύμα αγάπης καί διάκρισης.  Το κήρυγμα της αγάπης του Γέροντα ήταν απλό καί πειστικό. Έλεγε: «Ό καλός χριστιανός αγαπά πρώτα τον Θεό καί έπειτα τους ανθρώπους. Ή υπερχείλιση της αγάπης πηγαίνει καί στα ζώα καί τη φύση. Ή αγάπη μας προς συγγενείς καί ξένους πρέπει να είναι αδελφική». Πρώτα, λοιπόν, αγάπη καί σεβασμό προς τον Θεό, κι έπειτα προς όλα τα δημιουργήματα του. Αυτή την αγάπη πρέπει να βιώνει ό πιστός χριστιανός.
Ή αρετή της υπομονής
Με λόγια απλά καί καθαρά ό Γέροντας υπογράμμιζε μίαν άλλη χριστιανική αρετή, την υπομονή. Έλεγε: «Με υπομονή καί αγάπη θα κερδίσουμε την Ουράνια Βασιλεία Να κάνουμε υπομονή. Να περιμένουμε να ωριμάσουν φυσιολογικά, με τον καιρό, τα φρούτα, για να τα φάμε. Να μη βιαζόμαστε. Με την υπομονή θα νικήσουμε. Μέσα στο σπίτι πρέπει να κάνουμε καί να έχουμε υπομονή. Σ’ όλες τίς εκδηλώσεις μας να είμαστε γεμάτοι γαλήνη, ηρεμία καί αγάπη. Τα νεύρα καί ή ταραχή βλάπτουν. Δυστυχώς, ό σημερινός άνθρωπος δεν ξέρει να περιμένει. Βιάζεται Δεν απλοποιεί τη ζωή του». Ή υπομονητική σιωπή, όπως έλεγε άλλος Γέροντας, είναι από τα βασικά γνωρίσματα του χριστιανού. Φυσικά δεν πρόκειται για ένα έργο εύκολο γιατί όλοι μας σήμερα είμαστε ανυπόμονοι, βιαστικοί, φλύαροι, απαιτητικοί, πιεστικοί, ανήσυχοι καί εύκολοι. Θέλομε να γίνεται πάντα το δικό μας, να μην έχουμε εμπόδια στις επιδιώξεις μας, να μην υποφέρουμε, να μη δυσκολευόμαστε. Θέλομε θαύματα, επιτυχίες, αγαθά αποτελέσματα στις προσπάθειες μας. Αυτά όμως δεν τα θέλει ό Θεός. Μας θέλει να καρποφορούμε «εν υπομονή» (Λουκ. η’ 15). Θέλει να σώσουμε τίς ψυχές μας «εν τη υπομονή» (Λουκ. κα’ 19).
Ή αξία της προσευχής
Για την προσευχή, το δώρο αυτό του Ουρανού προς τον άνθρωπο, ό Γέροντας δεν σταματούσε να ομιλεί. Για την ευλαβή άσκηση της καί την αξία της έδιδε συμβουλές καί χρήσιμες οδηγίες. Έλεγε: «Ή προσευχή πρέπει να είναι λιτή. Κάθε άνθρωπος πρέπει να λέει συνεχώς καί αδιαλείπτως την ευχή: «Κύριε Ίησοΰ Χριστέ, ελέησον με». Πρέπει να λέμε την ευχή παντού. Πρέπει να βρισκόμαστε σε διαρκή ακρόαση με τον Θεό. Με την προσευχή θα προλαμβάνουμε κάθε κακό. πριν την προσευχή, πρέπει να διαβάζουμε λίγες γραμμές από το Ευαγγέλιο ή από το Γεροντικό. Έτσι ή σκέψη μας θερμαίνεται καί μετατίθεται στον πνευματικό χώρο. όσο ξεσκουριάζεις τα καλώδια, τόσο δέχεσαι τον θείο φωτισμό. Όταν τα καλώδια είναι σκουριασμένα, όσο κι αν πατάς την πρίζα, το ρεύμα δεν περνά».  Λόγια απλά, κατανοητά καί ωφέλιμα. Λόγια σαφή πού διδάσκουν καί απλοποιούν οσα για την προσευχή διδάσκει ή Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Ό Γέροντας ζούσε με την προσευχή. Είχε διαρκώς ανοικτή γραμμή προς τον Ουρανό. Ήταν ό άνθρωπος της θερμής προσευχής, στην οποία έβαζε όλο τον κόσμο καί μάλιστα όσους του ζητούσαν τη βοήθεια του. Έλεγε: «Γράψετε μου σ’ ένα χαρτί το πρόβλημα σας καί θα προσευχηθώ για τη λύση του». Κι ήταν πολλοί αυτοί πού έδρεψαν τους καρπούς της προσευχής του μακαριστού Γέροντα. Ή προσευχή του τους θεράπευσε, τους ενίσχυσε, τους φώτισε, τους καθοδήγησε, τους επανέφερε στο δρόμο της πίστεως καί της αγίας ζωής.
Οι καλοί λογισμοί
Ό άνθρωπος πρέπει να κάνει καλούς λογισμούς. Αυτό δίδασκε σε κάθε επισκέπτη του ό Γέροντας. Έλεγε: «Ό κακός λογισμός εμποδίζει τη θεία χάρη. Ό καλός λογισμός αποκτάται με την απλότητα. Ό άνθρωπος πού δεν κάνει κακούς λογισμούς λειτουργεί σωστά. Όση δύναμη έχει ό καλός λογισμός δεν την έχει καμία άσκηση. Όταν βλέπουμε τα πάντα καθαρά, τότε έχομε καλούς λογισμούς. Οι βλάσφημοι λογισμοί μόνο με την περιφρόνηση (αδιαφορία) φεύγουν. Όταν μας προσβάλλουν, να ψάλλουμε. Δεν είναι δικοί μας αλλά ξένοι. Έρχονται άπ’ έξω, όπως οί θόρυβοι των αεροπλάνων». Όταν ό Γέροντας διαπίστωνε ότι ό συνομιλητής του δεν έκανε καλούς λογισμούς, τον επιτιμούσε με έντονο ύφος. Του υποδείκνυε μάλιστα ότι θα μπορούσε να σκέπτεται το καλό καί όχι το κακό.
Ό π. Παΐσιος ως δάσκαλος καί παιδαγωγός
Οί παραινέσεις καί οί συμβουλές, οί συστάσεις καί οί προτροπές του Γέροντα Παϊσίου προς τους επισκέπτες του, προς τίς διψασμένες καί πονεμένες ψυχές πού ιόν πλησίαζαν ήταν πολλές καί σοφές. Συνομιλώντας ό Γέροντας με άτομα καί ομάδες προσκυνητών του Περιβολιού της Παναγίας ένα καί μόνο στόχο είχε. Ήθελε να τους ενισχύσει στον πνευματικό τους αγώνα, να τους επαναφέρει στην ορθόδοξη χριστιανική ποίμνη, να τους προστατεύσει από τους ποικιλόσχημους καί ποικιλώνυμους λύκους πού τους περιτριγυρίζουν καθημερινά με ανοικτά τα στόματα τους. Όσα προηγήθηκαν, αυθεντικές μαρτυρίες ενός «μαθητή» του Γέροντα, μπορούν να βεβαιώσουν του λόγου το αληθές. «Και ό έωρακώς μεμαρτύρηκε καί αληθινή αυτόν εστίν ή μαρτυρία». Ό Γέροντας υπήρξε δάσκαλος πολλών. Ήταν ό μεγάλος παιδαγωγός, του οποίου το έργο υπερέβη τίς ικανότητες ενός κοινού ανθρώπου. Ήταν έργο καί προσφορά ενός απεσταλμένου, ενός οργάνου της χάριτος του Θεού. Ήταν ό μοναχός πού καθημερινά έκανε «δεήσεις, προσευχάς, έντεύξεις, ευχαριστίας, υπέρ πάντων ανθρώπων», διότι ήθελε «παντός ανθρώπους σωθήναι καί εις έπίγνωσιν αληθείας έλθείν» (Α’ Τιμ. β’ 4). Είμαι βέβαιος ότι το ίδιο συνεχίζει καί από τον Ουρανό, οπού απολαμβάνει μακαριότητας. Ή αγάπη του προς τα πνευματικά του παιδιά συνεχίζεται καί από εκεί ψηλά.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΡΑΣΑΝΑΚΗΣ Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου