Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΛΟΓΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΣΚΗΤΗ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ (ΜΕΡΟΣ Α) Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου




                                          ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΛΟΓΙΟΤΗΤΑ

                 ΣΤΗ ΣΚΗΤΗ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ*


Στά 1930, ὁ λόγιος ἐπίσκοπος πρώην Λεοντοπόλεως Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης, ὑπέγραφε ἕνα ἐμπνευσμένο κείμενό του, πού ἀποτελοῦσε τά Προλεγόμενα στόν ὑπ’ αὐτοῦ ἐκδοθέντα πρῶτο Κατάλογο τῶν Κωδίκων τῆς Ἱερᾶς Σκήτης Καυσοκαλυβίων, ὁ ὁποῖος συντάχθηκε ἀπό τό λόγιο Λαυριώτη ἱερομόναχο Εὐλόγιο Κουρίλα, μετέπειτα μητροπολίτη Κορυτσᾶς καί πού ἐκδόθηκε στό Παρίσι τήν ἴδια χρονιά[1].
   Στό παρακάτω ἀπόσπασμα, τό ὁποῖο παραθέτουμε, σέ δική μας νεοελληνική ἀπόδοση, ὁ συντάκτης, ἀφοῦ μᾶς δώσει μία ζωντανή εἰκόνα τοῦ ἄγριου ἀλλά καί φιλόσοφου τοπίου τῶν Καυσοκαλυβίων, μᾶς μεταφέρει νοερά στά πρῶτα χρόνια τῆς ἐποικίσεώς τους ἀπό τόν μεγάλο Ἁγιορείτη ἡσυχαστή τοῦ 14ου αἰώνα, ὅσιο Μάξιμο τόν Καυσοκαλύβη.

   «Στόν κό­σμο καί ἔ­ξω ἀ­πό τόν κό­σμο, στόν Ἄ­θω καί κά­τω ἀ­πό τόν Ἄ­θω, στούς τρα­χεῖς του πρό­πο­δες πού ἡ μαι­νό­με­νη θά­λασ­σα ἀ­πορ­ρα­πί­ζει ἀ­φρί­ζου­σα, ὑ­ψώ­νε­ται τῆς ἡ­συ­χί­ας ἀ­κρό­πο­λη, ὅ­που βρί­σκε­ται τό μέ­γα πάν­θε­ο τῶν ἀ­ζύ­γων, ἡ ἱ­ε­ρά τῶν Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων σκή­τη.
   Ἐ­ρη­μι­κή βα­σί­λισ­σα πού στήν πέ­τρα τῆς ὑ­πο­μο­νῆς ἔ­χει ἀ­πα­ρα­σά­λευ­τα στη­ρί­ξει τά πό­δια της, καί πού ἐ­πι­δει­κνύ­ον­τας τό στέμ­μα της τό πε­ρι­αν­θι­σμέ­νο μέ τίς ἀ­σκη­τι­κές κα­λύ­βες πού τήν κυ­κλώ­νουν ὡς ἄλ­λοι ἱ­ε­ροί λί­θοι, βα­σι­λεύ­ει στήν ἔ­ρη­μο, μα­κρυ­ά ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πι­νους ὀ­φθαλ­μούς, ζῶ­σα ἀ­γνο­ού­με­νη, ξέ­νη σ’ αὐ­τή τή ζω­ή, θαυ­μα­στή στήν τα­πεί­νω­ση, πλα­τυ­νό­με­νη στίς  θε­ω­ρί­ες τοῦ νοῦ, στε­νού­με­νη στόν ἀ­σκη­τι­σμό. Πά­νω στήν πέ­τρα κα­θή­με­νη καί ἔ­χον­τας ἑ­δρά­σει τούς πύρ­γους τῆς ψυ­χῆς της πά­νω στήν πέ­τρα τῆς πί­στε­ως, ἀ­νυ­ψώ­νε­ται στόν οὐ­ρα­νό μέ τά φτε­ρά τῆς σω­φρο­σύ­νης, ἔ­χον­τας κοι­μή­σει τά πά­θη καί συν­τη­ρῶν­τας τή ψυ­χι­κή της λαμ­πά­δα ἀ­νύ­στα­κτη.
   Κι αὐ­τά πού τήν πε­ρι­κυ­κλώ­νουν;  Θά­λασ­σα καί φα­ράγ­για καί κρη­μνοί καί βρά­χοι!
  Βρά­χοι αἰ­ώ­νιοι βου­βοί καί γα­λή­νιοι!
  Πῶς ἡ πί­στη μέ τό­σα στό­μα­τα σᾶς ὅ­πλι­σε καί τώ­ρα λα­λοί οἱ ἄ­λα­λοι στά­ζε­τε μυ­στι­κά στά αὐ­τιά μας τό­ση με­λω­δι­κή τερ­πνό­τη­τα πού τήν ψυ­χή κα­τα­νύ­γει;
  Δέ θά τολ­μή­σω νά ἐ­ρευ­νή­σω τά κα­τά φύ­σιν ἀ­κα­τά­λη­πτα οὔ­τε τήν ἄ­βυσ­σο νά κα­τα­με­τρή­σω τῶν μυ­στη­ρί­ων σας κα­θώς αὐ­τό θά ἦ­ταν μά­ται­ο. Πι­στεύ­ω μό­νο, βρά­χοι ἀ­σκη­τι­κοί, στή δύ­να­μη τῆς πί­στε­ως πού σᾶς ἔ­χει ἱ­ε­ρώ­σει, σᾶς ἔ­χει σφρα­γί­σει μέ ἀ­σκη­τι­κούς ἱ­δρῶ­τες, πού σᾶς ἔ­χει ζω­ο­ποι­ή­σει. Στά σκλη­ρά βά­θη σας καί ἀ­πό τίς ρί­ζες ξε­πή­δη­σαν κλα­διά κι ἀ­πό τά κλα­διά καρ­ποί. Τούς καρ­πούς βλέ­πω τῆς πέ­τρας· τούς καρ­πούς ἀ­πο­λαμ­βά­νω καί εὐ­φραί­νο­μαι. Δέν πο­λυ­πραγ­μο­νῶ στά ὑ­πέρ φύ­σιν τε­λού­με­να. Πι­στεύ­ω τυ­φλά σ’ ὅ­τι βλέ­πω, ἀρ­κοῦ­μαι στήν ἀ­σφά­λεια τῆς ὁ­ρά­σε­ως. Βλέ­πω τήν ἄ­γο­νη στεί­ρα νά κρα­τᾶ στήν  ἀγ­κά­λη της γεν­νή­μα­τα τούς ἑ­πτά ἁ­γί­ους πού ἀ­νέ­δει­ξε ἡ σκή­τη. Βλέ­πω τήν πέ­τρα νά ἀν­θεῖ καί τά ἔ­ρη­μα πα­ρά­δει­σο. Δέν πο­λυ­πραγ­μο­νῶ στά ὑ­πέρ φύ­σιν, ἀρ­κοῦ­μαι στήν ἀ­σφά­λεια τῆς ὁ­ρά­σε­ως.
   Τήν γα­λή­νη τῆς ἀ­θω­νι­κῆς ἐ­ρή­μου δι­α­τά­ρα­ξε κά­ποι­α μέ­ρα κρό­τος μυ­στη­ρι­ώ­δης βη­μα­τί­ζον­τος ἀ­σκη­τοῦ. Γέ­ρον­τας πού ἔ­σερ­νε τά ρά­κη πού φο­ροῦ­σε ὡς χλα­μύ­δα πο­λε­μι­στοῦ, στη­ρι­ζό­με­νος σέ ρα­βδί, πε­ρι­φε­ρό­ταν συ­νο­φρυ­ο­μέ­νος πε­ρι­σκο­πῶν­τας τά πά­νω, τά κά­τω. Ἀ­νέ­βη­κε, κα­τέ­βη­κε καί κα­τά­κο­πος ἀ­νέ­παυ­ε κά­τω ἀ­πό τίς καυ­στι­κές τοῦ ἥ­λιου ἀ­κτί­νες τό κα­τα­πο­νη­μέ­νο καί λι­πό­σαρ­κο σῶ­μα του. Ἔ­πει­τα ση­κώ­θη­κε νά ἐ­ρευ­νή­σει γιά στα­λαγ­μούς ὑ­δά­των πρός δρο­σι­σμό τῆς γλώσ­σας· πη­γή που­θε­νά· ὁ καύ­σω­νας πο­λύς. Ἀγ­κά­θια ἀ­πο­ψι­λω­μέ­να μέ­σα στίς σχι­σμά­δες τῶν χα­ρα­δρῶν καί τῶν βρά­χων, ἔ­κλι­ναν μέ­σα τους θλι­βε­ρά τή δρό­σο πού τήν ἐ­παι­τοῦ­σαν ἀ­κό­μα κι αὐ­τά.
   Ὁ γέ­ρον­τας ἀ­φοῦ στέ­να­ξε, ὕ­ψω­σε τό βλέμ­μα πρός τόν οὐ­ρα­νό καί ἀ­φοῦ ἔ­κλι­νε τά γό­να­τα ἄρ­χι­σε νά προ­σεύ­χε­ται. Λι­βα­νι­ζό­ταν γιά πρώ­τη φο­ρά ἡ ἔ­ρη­μος αὐ­τή μέ τό θυ­μί­α­μα τῆς προ­σευ­χῆς καί σφρα­γι­ζό­ταν χρι­στι­α­νι­κά μέ τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ.
   Ἀ­φοῦ στή­ρι­ξε τά κλο­νι­ζό­με­να μέ­λη του πά­νω στή ρά­βδο, ση­κώ­θη­κε ὁ ἀ­σκη­τής καί ἀ­φοῦ βύ­θι­σε τό βλέμ­μα στίς σχι­σμές τῆς ἐ­ρή­μου εἶ­πε: τήν ἔ­ρη­μο αὐ­τή, ὅ­που στε­νά­ζει ἡ ἄ­καν­θα ἄ­τε­κνη, θά κα­τα­στή­σω – μέ τή βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ - τήν πιό εὐ­πρε­πή τοῦ κό­σμου καί τούς φο­βε­ρούς βρά­χους της θά με­τα­στρέ­ψω σέ ἱ­ε­ρούς λί­θους πού κα­θώς θά κυ­λοῦν, θά συν­τρί­βουν τά ὀ­χυ­ρώ­μα­τα τῆς πλά­νης.
  Ἦ­ταν ὁ ἀ­σκη­τής Μά­ξι­μος, ὁ χλευα­στής τῆς σάρ­κας· αὐ­τός πού πε­ρι­φρό­νη­σε τήν ἡ­δυ­πά­θεια τοῦ κό­σμου· αὐ­τός πού μα­ζί μέ τήν κα­λύ­βη του ἔ­και­γε καί τά ἀγ­κά­θια τῶν πα­θῶν· ὁ Καυ­σο­κα­λύ­βης Μά­ξι­μος.
   Στήν ἔ­ρη­μο, σάν ἀ­η­δό­νι ἐ­ρη­μι­κό, ἔ­πη­ξε τήν πρώ­τη φω­λιά καί στήν πέ­τρα ἔ­στη­σε τήν κα­τοι­κί­α του, ἀ­φοῦ στέ­νω­σε κά­τω τό σῶ­μα. Ἔ­ξω ἀ­πό τήν κα­λύ­βη του σκλη­ρα­γω­γοῦ­ταν καί ἀ­φοῦ ἄ­πλω­σε τίς ψυ­χι­κές του πτέ­ρυ­γες, ἄρ­χι­σε νά τρέ­χει πρός τά πά­νω ὡς πε­ζο­πό­ρος ἀ­έ­ριος.
  Ἡ ἀ­πά­τη­τη καί παρ­θε­νι­κή ἔ­ρη­μος κα­τα­κτή­θη­κε καί ἡ κα­τε­ψυγ­μέ­νη γῆ δε­χό­ταν ψε­κά­δες πα­ρά­δο­ξης δρο­σιᾶς, τούς πρώ­τους στα­λαγ­μούς τῶν δα­κρύ­ων τῆς ἀ­σκή­σε­ως. Ὁ γέ­ρον­τας λου­ζό­ταν στά ἀ­σκη­τι­κά δά­κρυ­α καί ἔ­πλε­νε μ’ αὐ­τά τίς κη­λί­δες τῆς ψυ­χῆς. Ὁ ὀ­ρε­σί­τρο­φος πό­τι­ζε τόν ἀ­σκη­τι­κό τῆς εὐ­σέ­βειας σπό­ρο μέ τά ἴ­δια του τά δά­κρυ­α γιά νά κο­σμη­θεῖ ἡ ἔ­ρη­μος θε­ό­πνευ­στα βό­τα­να, μέ τά ἄν­θη τῶν πό­νων, μέ τά κρῖ­να τά εὐ­ώ­δη καί τί­μια. Ρι­ζω­μέ­νος βα­θειά στή πί­στη καί ἀ­δι­ά­στα­τος ἀλ­λά ἄ­στα­τος στούς λο­γι­σμούς, με­τα­κι­νοῦ­ταν δια­ρκῶς ἀ­πό τό­πο σέ τό­πο, ἀ­πό τούς βρά­χους στίς χα­ρά­δρες, ἀ­πό τά σπή­λαι­α στούς κρη­μνούς, κτί­ζον­τας καί καί­γον­τας τίς κα­λύ­βες, ὑ­πο­χω­ρῶν­τας στά ἄ­βα­τα καί προ­κα­θα­ρί­ζον­τας τήν καρ­διά του μέ τήν ἄ­σκη­ση, μέ­χρι πού πα­ρέ­δω­σε τήν ψυ­χή στήν ἔ­ρη­μο, ἔ­χον­τας ὅ­μως πρῶ­τα ἁ­γιά­σει τόν τό­πο μέ τούς κό­πους τῆς ἀ­σκή­σε­ως.
  Καί νά! Σέ σύν­το­μο χρό­νο ἡ πρίν ἄ­τε­κνη καί στεῖ­ρα ἔ­ρη­μος, ἔ­χον­τας εὐ­λο­γη­θεῖ μέ τά ἱ­ε­ρά πα­λαί­σμα­τα τοῦ Καυ­σο­κα­λύ­βη ἀ­σκη­τῆ, κα­τα­πυ­κνώ­θη­κε καί γέ­μι­σε ἀν­θρώ­πους. Ἡ φή­μη του ὡς μα­γνη­τι­κή βε­λό­να προ­σείλ­κυ­σε στί­φη μο­να­χῶν πού πρό­κρι­ναν τήν ἔ­ρη­μο ἀ­πό τήν τερ­πνό­τη­τα τοῦ βί­ου. Ὑ­περ­βαί­νον­τας κι αὐ­τοί τά μέ­τρα τῆς φύ­σε­ως καί τά τεί­χη τῶν ἡ­δο­νῶν ὑ­περ­πη­δῶν­τας, ἔ­φευ­γαν ἀ­πό τόν κό­σμο, ἀ­πο­φεύ­γον­τας τήν ἡ­δυ­πά­θεια καί πε­ρι­φρο­νῶν­τας τίς ἀ­πο­λαύ­σεις.
   Καί ἔ­γι­νε πό­λη ἡ ἔ­ρη­μος καί ἱ­δρύ­θη­καν κα­λύ­βες καί σκή­τη, να­οί καί ἡ­συ­χα­στή­ρια, ἐρ­γα­στή­ρια τῆς ἀ­ρε­τῆς, ἀ­νά­κτο­ρα τῆς φι­λο­πο­νί­ας, πύρ­γοι τῆς πί­στε­ως ἀ­σά­λευ­τοι, τε­μέ­νη θεί­ας λα­τρεί­ας, πο­λί­σμα­τα πο­λι­τεί­ας θε­ά­ρε­στης, κα­τα­φύ­για σε­μνά κά­θε ἀ­γα­θο­ερ­γί­ας καί ἐ­νά­ρε­της πρά­ξης.
 (­.­.­.) Ἡ ἀ­θω­νι­κή κο­ρυ­φή ἀ­πό αἰ­ώ­νες πε­ρι­φρο­νεῖ τούς κε­ραυ­νούς, καί τίς μα­νι­ώ­δεις ὀρ­γές τους λε­πταί­νει σέ σκό­νη. Ὅ­που ἡ πί­στη ἀ­νά­βει καί εὐ­ω­χεῖ­ται, ἐ­κεῖ νη­στεύ­ουν οἱ­κε­ραυ­νοί­ !

   Ἄς περιδιαβοῦμε κι ἐμεῖς, εἴτε οἰκήτορες εἴτε προσκυνητές τοῦ 21ου αἰώνα, τήν ἁγιοτόκο Σκήτη τῶν "πάντερπνων" Καυσοκαλυβίων καί ἄς συλλέξουμε ἀπό τόν πνευματικό τοῦτο λειμῶνα, μικρή ἀνθοδέσμη ἀπό τή ζωή τῶν ἐρημοπολιτῶν της.
  Γνωστή ἤδη ἀπό τόν 14ο αἰώνα ἡ περιοχή αὐτή, καθώς τήν καθαγίασε ἡ χαρισματική μορφή τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη († περ. 1365-70), τοῦ μεγάλου αὐτοῦ διδασκάλου τῆς νοερᾶς προσευχῆς, πού ἀνάμεσα στά τόσα ὑπερφυσικά χαρίσματα, ἀξιώθηκε νά δεῖ τήν Κυρία Θεοτόκο βρεφοκρατοῦσα στήν κορυφή τοῦ Ἄθω καί νά διάγει - θέλοντας νά ἀποκτήσει τήν ὑψοποιό ταπείνωση- τόν βίο τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ, καίγοντας τίς καλύβες πού ὁ ἴδιος πρίν κατασκεύαζε.Ἔτσι ἀπό τήν προσωνυμία του, πῆρε καί ἡ τοποθεσία τήν ὀνομασία "Καυσοκαλύβια".
   Ὡς Σκήτη ὅμως, μέ τήν σημερινή θεσμοθετημένη μορφή της, ἱδρύθηκε μέ τίς εὐλογίες τῆς κυρίαρχης μονῆς Μεγίστης Λαύρας, στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰ. (γύρω στά 1700) ἀπό τόν ὅσιο Ἀκάκιο τό Νέο τόν Καυσοκαλυβίτη (1630- 1730)[2]. Ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἦρθε ἐδῶ στά 1680 καί κατοίκησε στό Σπήλαιο πού βρίσκεται στήν ἀνατολική πλευρά τῆς Σκήτης καί στό ὁποῖο , τέσσερις αἰῶνες πρίν, ἀσκήθηκε ὁ ὅσιος Μάξιμος. Ὁ μικρός ἀλλά τόσο καθαγιασμένος χῶρος τοῦ Σπηλαίου δέν κατάφερε νά καλύψει τίς μεγαλόφωνες βροντές τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁγιότητός του, πού ἦταν καρποί τῆς ὑπερφυοῦς ἀσκήσεως τοῦ ἀκοίμητου στήν προσευχή, ἀνύστακτου στήν  πνευματική ἐργασία καί ἄγρυπνου στήν τήρηση τῶν θεομίμητων ἐντολῶν, ὁσίου Ἀκακίου. Τά χαρίσματά του ἔγιναν γνωστά τόσο στό Ἅγιον Ὄρος ὅσο κι ἔξω ἀπ' αὐτό. Μοναχοί ἀπό παντοῦ, ἦρθαν γιά νά ἔχουν τόν Ὅσιο γιά Γέροντά τους καί ἔκτισαν μικρές καλύβες γύρω ἀπό τό Σπήλαιο. Ὅταν ἀργότερα οἱ μοναχοί αὐξήθηκαν πολύ σέ ἀριθμό, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὀργάνωσε τόν μοναστικό τους οἰκισμό σέ Σκήτη, ὁρίζοντας καί Τυπικό πού θά ἀκολουθεῖ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους.
    Ἔτσι ἱδρύθηκε ἡ Σκήτη πού ἀφιερώθηκε στήν Ἁγία Τριάδα. Ἐπειδή τό βρόχινο νερό  μέ τό ὁποῖο οἱ Πατέρες ὑδρεύονταν δέν ἐπαρκοῦσε, ὁ Ὅσιος μέ θαῦμα του ἔβγαλε τό νερό  (ἁγίασμα) μέ τό ὁποῖο ὑδρεύεται μέχρι σήμερα ὁλόκληρη ἡ Σκήτη, γεγονός πού ὁδήγησε καί στήν περαιτέρω ἀκμή της. Περισσότερο μοναχοί ἦρθαν πλέον νά ἀσκηθοῦν ἐδῶ, προκόβοντας καθημερινά στήν ἀρετή μέ τίς νουθεσίες τοῦ ὁσίου Ἀκακίου. Οἱ Καλύβες πολλαπλασιάστηκαν καί στήθηκαν τώρα πετρόκτιστες μέ παρεκκλήσια, μέ πεζούλια καί κρεμαστούς κήπους καί κτίστηκε τό πρῶτο Κυριακό, ναός στόν ὁποῖο κτυποῦσε ἀπό κοινοῦ ἡ καιομένη καρδία τῶν Πατέρων τῆς Σκήτης. Ὁ ἅγιος Ἀκάκιος, δοξολογώντας τόν Θεό γιά τούς ἐκατονταπλάσιους καρπούς τῶν κόπων του, πού μέ τήν χάρη Του κατέβαλε, ἐκοιμήθη στά 1730, στήν Καλύβη του πού ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει πάνω ἀπό τό Σπήλαιο.
    Ἐκτός ἀπό τούς παραπάνω ὁσίους Μάξιμο καί Ἀκάκιο, τή Σκήτη καθηγίασαν οἱ ἅγιοι: Νήφων[3], μαθητής τοῦ ὁσίου Μαξίμου, Νεῖλος ὁ Μυροβλύτης[4], οἱ Νέοι Ὁσιομάρτυρες Παχώμιος (μαρτύρησε στή Μικρά Ἀσία τό ἔτος 1730)[5], Ρωμανός ὁ Καρπενησιώτης ( μαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1694), καί Νικόδημος (μαρτύρησε τό 1722 στή Β. Ἤπειρο), καί οἱ τρεῖς τους ὑποτακτικοί τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, πού ἐμψυχώθηκαν καί εὐλογήθηκαν ἀπ' αὐτόν γιά τό μετέπειτα μαρτύριό τους, καθώς καί ὁ Νέος Ὁσιομάρτυς Κωνσταντίνος ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν (μαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολη τό ἔτος 1819)[6].
   Σήμερα, στίς ἀρχές τοῦ 21ου αἰώνα, ἡ Σκήτη τῆς Ἁγίας Τριάδος, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔχει ἤδη εἰσέλθει στόν τέταρτο αἰῶνα τῆς ἱστορίας της. Στή χώρα αὐτή τῆς μετανοίας, σέ 30 κατοικημένες Καλύβες-ἡσυχαστήρια, ἀσκοῦνται γύρω στούς 40 Πατέρες, ἀνύστακτοι ἐργάτες τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης καί πιστοί στήν τήρηση τῶν πατρικῶν παραδόσεων.Ἐκτός ἀπό τίς καθημερινές ἀκολουθίες πού ἐπιτελεῖ κάθε συνοδεία στό παρεκκλήσι τῆς Καλύβης τους, προσφέρουν ἀπό κοινοῦ τίς πρός Κύριον εὐχές τους στό Κυριακό, τόν κεντρικό ναό τῆς Σκήτης, ἀφιερωμένο στήν Ἁγία Τριάδα.
Κτισμένος γύρω στά 1745, στό κέντρο τῆς ἀμφιθεατρικά ἀνεπτυγμένης Σκήτης, θαυμαστό μνημεῖο τέχνης καί χριστιανικῆς εὐλάβειας, εἶναι ἱστορημένος μέ ἐξαιρετικές τοιχογραφίες πού πρόσφατα ἀποδόθηκαν ἀπό ἐμᾶς στόν κύκλο τοῦ  ἐργαστηρίου τοῦ ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων τοῦ Ζωγράφου (ἔργο τοῦ δεύτερου μισοῦ τοῦ 18ου αἰώνα) καθώς καί στό μοναχό Μητροφάνη τόν ἐκ Βιζύης τῆς Θράκης (ἔργο τοῦ ἔτους 1820)[7]. Ἡ τέχνη τοῦ πρώτου ζωγράφου καί τοῦ συνεργείου του, ἐντάσσεται στό ἀνανεωτικό καλλιτεχνικό ρεῦμα, καθαρά ἁγιορείτικο, πού ἐμφανίζεται τό πρῶτο τέταρτο τοῦ 18ου αἰ. καί προτείνει τήν ἐπιστροφή καί ἀντιγραφή τῶν παλαιότερων προτύπων τῆς τέχνης τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων καί κυρίως τῆς συμβατικά λεγόμενης ‘‘Μακεδονικῆς’’  Σχολῆς. Ὁ κύριος ἐκφραστής τοῦ ρεύματος αὐτοῦ εἶναι ὡς γνωστόν ὁ λόγιος ἱερομόναχος Διονύσιος ἀπό τόν Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων (1670-περ.1746), τοῦ ὁποίου 8 φορητές εἰκόνες ἐντοπίσαμε πρόσφατα στή Σκήτη[8]. Τό Κυριακό εἶναι ἐπίσης  πλουτισμένο μέ ξυλόγλυπτο τέμπλο, περίτεχνες φορητές εἰκόνες Παλαιολόγειας καί μεταβυζαντινῆς τέχνης, ἱερά λείψανα πολλῶν ἁγίων καί ἄλλα κειμήλια. Τό κτιριακό συγκρότημα τοῦ Κυριακοῦ ἐκτός ἀπό τήν κοινή Τράπεζα, τό μαγειρεῖο, τόν κοιμητηριακό ναό καί τόν Μύλο, συμπληρώνει ὁ Ξενώνας καί ἡ Βιβλιοθήκη ἡ ὁποία στεγάζει μιά ἀξιόλογη συλλογή χειρογράφων[9], παλαιτύπων[10] καθώς καί νεότερων βιβλίων.
  Ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς σημαντικῆς αὐτῆς Βιβλιοθήκης, ἀπό τά πρῶτα κιόλας χρόνια τῆς ἱδρύσεως τῆς Σκήτης, φανερώνει τή φιλομάθεια τῶν ἐρημοπολιτῶν αὐτῶν, καί τήν πρόνοιά τους νά συγκεντρώσουν στό κέντρο τῆς μοναστικῆς τους κοινότητας, τούς καρπούς τῆς πατερικῆς σοφίας καί τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας. Ἀνάμεσα στά πνευματικά αὐτά κειμήλια, φυλάσσονται καί ἔργα ὁρισμένων ἀπό τούς λογίους μοναχούς πού ἀσκήθηκαν στήν ἐρημική Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων.
                                                     * * *
   Εἶναι γνωστό ὅτι στό Ἅγιον Ὄρος, τό ὀρμητήριο αὐτό τῶν πνευματικῶν ἀναβάσεων, ὑπῆρξαν ἱστορικές περίοδοι, ὅπως ὁ 10ος, 14ος καί 18ος αἰώνας, ὅπου ἡ ἀκμή τῆς ἁγιορειτικῆς πνευματικῆς ζωῆς, μέ τίς ἀπροσμέτρητες διαστάσεις της, σηματοδότησε τό μέλλον τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ τόπου.
   Εἰδικότερα, κατά τόν 18ο αἰ., πού θεωρεῑται ὡς ὁ χρονικός σύνδεσμος μεταξύ τοῦ δύοντος Βυζαντίου καί τῆς ἀνισταμένης ψυχῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ, γνωρίζουμε ὅτι σημειώθηκε στόν Ἄθω ἡ λεγομένη ‘‘φιλοκαλική ἀναγέννηση’’ μέ κύριους φορεῖς  τούς ἱεροπρεπεῖς Κολλυβάδες.
  Ἔντονη καί ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ  φιλολογική δραστηριότητα πού ἀναπτύσσεται τόσο ἀπό τούς ὁσίους Κολλυβάδες καί τούς στενούς τους συνεργάτες, λογίους ἁγιορεῖτες μοναχούς ὅσο καί ἀπό ἐκείνους πού ἐμπνέονταν ἀπό τή ζωή καί τό ἔργο τους. Τά ἀποστάγματα τῆς ἁγιοπατερικῆς σοφίας τῶν αἰώνων πού προηγήθηκαν, ἀποθανατίζονται καί ἐκδίδονται σέ ἀνθολογίες καί συλλογές τόσο στήν πρωτότυπη μορφή τους ὅσο καί σέ γλωσσική διασκευή, μέ πλούσιο ὑπομνηματισμό, γιά τίς ἀνάγκες τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ. Τέλος, συγγράφονται, συλλέγονται καί μεταγράφονται στήν ἁπλοελληνική, ἁγιολογικά καί ὑμνολογικά κείμενα, πού τιμοῦσαν ἁγίους παλαιούς ἤ καί τῆς ἐποχῆς τους.
    Ἡ ἀσκητική καί ἁγιοτόκος Ἱερά Σκήτη Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων, ὅπου κατά τήν φωτεινή διαδρομή τῶν τριῶν αἰώνων τῆς ἱστορίας της, πραγματώθηκε - ὅπως καί σ' ὅλο τόν ἱερό Ἄθωνα- τό μοναχικό ἰδεῶδες, ἄν καί βρίσκεται ‘‘εἰς τήν ἐσχατιάν τῆς ἀθωῒτιδος χερσονήσου'', προσείλκυσε, ἀπό τίς ἀρχές ἀκόμη τῆς ἱδρύσεώς της ἀπό τόν ἅγιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη[11], πολλές λόγιες πνευματικές μορφές, θεράποντες τῶν χριστιανικῶν γραμμάτων καί ἐκφραστές τῆς πλούσιας καί γνήσιας ἁγιοπνευματικῆς παραδόσεως πού κληρονόμησαν.
    Στή σεπτή χορεία τῶν Καυσοκαλυβιτῶν λογίων[12], πού ἔδρασαν κατά τόν 18ο αἰώνα, καί σέ σημαίνουσα θέση, βρίσκουμε τόν παπα-Ἰωνᾶ τόν Καυσοκαλυβίτη, τό Νεόφυτο τόν Καυσοκαλυβίτη, τόν Θεόκλητο τόν Βυζάντιο τόν Καρατζᾶ, τόν Φιλόθεο τόν Σμυρναῖο, τόν Ραφαήλ τόν Ἀκαρνάνα τόν διδάσκαλο, τόν μοναχό Ἰωάσαφ τόν ἐκ Βλοβοκᾶ, τόν Μεθόδιο τόν Βυζάντιο τό Μακρυγένη, τόν ἱερομόναχο Μελέτιο τόν ἐκ Σκύρου, τόν ἱερομόναχο Διονύσιο τόν Ζαγοραῖο καί τόν Εὐθύμιο τόν Τραπεζούντιο.
   Στίς παρακάτω γραμμές καί γιά τίς ἀνάγκες αὐτῆς τῆς μελέτης, θά ἐπιχειρήσουμε μία συνοπτική ἀναφορά στό βίο καί τά ἔργα αὐτῶν τῶν λαμπρῶν ἁγιορειτικῶν μορφῶν.

                                                Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης[13]
 
   Γεννημένος, τό πιθανότερο, στό τελευταῖο τέταρτο τοῦ 17ου αἰώνα στήν Καστανιά τῶν Ἀγράφων, ὁ παπα-Ἰωνᾶς (†1765) σπούδασε τά ἐγκύκλια γράμματα τῆς θύραθεν παιδείας στίς ἀγραφιώτικες Σχολές Βραγγιανῶν καί Καρπενησίου, ἔχοντας διδάσκαλό του –σύμφωνα μέ τόν Ἀναστάσιο Γόρδιο- τόν ἅγιο Εὐγένιο τόν Αἰτωλό τόν Γιαννούλη[14] καί συμμαθητή του τόν ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, μέ τόν ὁποῖο συνδέθηκε πνευματικά περισσότερο, κατά τήν παραμονή τοῦ τελευταίου στόν Ἄθω. Στίς παραπάνω Σχολές, ὁ ‘‘ὁσιώτατος ἱερομόναχος Ἰωνᾶς’’, ὅπως τόν ἀποκαλεῖ ὁ διδάσκαλός του ὅσιος Εὐγένιος Αἰτωλός, καλλιέργησε τόσο τά ἱερά γράμματα ὅσο καί τά ἐγκύκλια γράμματα τῆς θύραθεν παιδείας, ἀφοῦ διδάχθηκε τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά, ποιητική (μετάφραση καί ἑρμηνεία ἔργων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας καί ἐκκλησιαστικῆς φιλολογίας καί ὑμνογραφίας), θεολογία, φιλοσοφία, ρητορική καί στοιχειώδη ἰατρική. Τίς σπουδές του συμπλήρωσε στήν ἀκμάζουσα τότε Σχολή τῆς Ἀδριανουπόλεως.
   Πρίν ἀπό τό ἔτος 1722 φθάνει στόν Ἅγιον Ὄρος καί ὑποτάσσεται στόν ‘‘μέγα ἐν ἀσκηταῖς’’ ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη (1630-1730), πού ἐπίσης καταγόταν ἀπό τά Ἄγραφα. Ἀξιώθηκε ἐπίσης νά γνωρίσει καί τόν ὁσιομάρτυρα Νικόδημο καθώς καί νά συνασκηθεῖ στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου μέ τόν τελευταῖο ἀπό τούς ὑποτακτικούς-νεομάρτυρες πού ἀνέδειξε ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, τόν ὁσιομάρτυρα Παχώμιο τόν Ρῶσο.
   Ὡς πνευματικός, ὁ παπα-Ἰωνᾶς ἐξυπηρέτησε –κατόπιν προσκλήσεων τοῦ Πατριαρχείου- τούς ὁμογενεῖς πιστούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
   Μετά τήν κοίμηση τοῦ γέροντός του, ἁγίου Ἀκακίου στά 1730, ὁ παπα-Ἰωνᾶς, ὡς Δικαῖος πλέον τῆς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων, φρόντισε παντοιοτρόπως γι’ αὐτήν. Κατόπιν ἐνεργειῶν του, ἡ Σκήτη ἔλαβε νομική ὑπόσταση ἀπό τήν κυρίαρχο Μονή Μεγίστης Λαύρας, ἡ ὁποία τό ἔτος 1746 ἐξέδωσε τό συστατήριο ἔγγραφο τῆς Σκήτης. Στά 1747 ἀνακαινίζει τήν ἁγιοτόκο Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, κτίζοντας ὡς παρεκκλήσι της τόν περικαλλή ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καί φροντίζοντας συγχρόνως νά ἱστορηθεῖ ὁ παραπάνω ναός στά 1759, ἐκπληρώνοντας σχετική ἐπιθυμία τοῦ γέροντός του ὁσίου Ἀκακίου, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ σχετική κτιτορική ἐπιγραφή[15].
  Μέ δική του φροντίδα καί ἐνέργειες κτίστηκε καί διακοσμήθηκε ὁ  Κυριακός ναός τῆς Σκήτης, στά 1745. Φρόντισε μάλιστα νά τοιχογραφηθεῖ, τό δεύτερο μισό τοῦ 18ου αἰ. (περί τό 1765), ἀπό τό ζωγραφικό ἐργαστήριο τοῦ συμπατριώτη του, ἱερομονάχου Παρθενίου τοῦ ἐξ Ἀγράφων τοῦ Σκούρτου[16]. Στά πλαίσια τοῦ θέματός μας, νά ἀναφέρουμε ἐδῶ, ὅτι ὁ ζωγράφος αὐτός τῶν Καυσοκαλυβίων θά πρέπει νά ἦταν καί κάτοχος ὑψηλῆς -γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς- παιδείας, ἄν κρίνουμε ἀπό τή σύνταξη καί τήν ὀρθογραφία (τίς περισσότερες φορές) τῶν κειμένων πολλῶν ἀπό τά εἰλητάρια πού κρατοῦν οἱ ὁσιακές κυρίως μορφές πού αὐτός ἱστόρησε, τά ὁποῖα εἶναι καί  πολυάριθμα καί ἄψογα ἀπό φιλολογική καί ὀρθογραφική πλευρά. Μία ματιά στά εἰλητάρια πού κρατοῦν γιά παράδειγμα οἱ Καυσοκαλυβίτες ὅσιοι Ἀκάκιος, Παχώμιος, Ρωμανός καί Νικόδημος θά μᾶς πείσει γι' αὐτό[17]. Πρόκειται, καθώς λοιπόν φαίνεται κι ἀπό τίς ἐπιγραφές, γιά ἕναν καλλιτέχνη ὑψηλοῦ ἐνδεχομένως μορφωτικοῦ καί καλλιτεχνικοῦ ἐπιπέδου, ὁ ὁποῖος ἀπευθύνεται σέ μορφωμένο κύκλο μοναχῶν, ὅπως εἶναι οἱ λόγιοι μοναχοί τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων τῆς περιόδου τοῦ δεύτερου μισοῦ τοῦ 18ου αἰ. Ἡ ἱστόρηση τῶν τοιχογραφιῶν πραγματοποιεῖται στήν ἐποχή καί στό χῶρο, ὅπου συντελεῖται ἡ φιλοκαλική ἀναγέννηση, πού ἐνέπνεε τό κίνημα τῶν Κολλυβάδων. Οἱ τοιχογραφίες τῶν Καυσοκαλυβίων θά μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν ὡς μία ἀπό τίς τελευταῖες ἀναλαμπές τοῦ παλαιολόγειου πνεύματος στή ζωγραφική τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς.
   Νωρίτερα, στό παλαιό Κυριακό τό ὁποῖο σήμερα λειτουργεῖ ὡς κοιμητηριακός ναός, ὁ ἐπίσης Ἀγραφιώτης ζωγράφος ἱερομόναχος Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ, γνωστός περισσότερο γιά τήν περίφημη Ἑρμηνεία τῶν ζωγράφων, εἶχε ἱστορήσει, μέ φροντίδα τοῦ παπα-Ἰωνᾶ, τίς δεσποτικές εἰκόνες τοῦ τέμπλου[18].
   Ἀργότερα βρίσκουμε τόν Ἰωνᾶ νά λαμβάνει μέρος στήν περί ἀναβαπτισμοῦ θεολογική ἕριδα, πού ἀφοροῦσε στόν τρόπο ἀποδοχῆς τῶν αἱρετικῶν (κυρίως τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί τῶν Ἀρμενίων) στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ ὁποία ἐκδηλώθηκε μεταξύ ἐκκλησιαστικῶν κύκλων τῆς Κωνσταντινουπόλεως μετά τό 1750. Ἡ στάση του πάντως ἐπικρίθηκε ἀπό τόν οἰκουμενικό πατριάρχη Καλλίνικο Γ΄ (1757).[19] 
  Σύμφωνα μέ τόν Ἁγιορείτη ἱστορικό ἱερομόναχο Θεοδώρητο τόν ἐξ Ἰωαννίνων τόν Λαυριώτη, ὁ παπα-Ἰωνᾶς ἦταν «περίφημος πνευματικός καί φιλόλογος... πολλάκις ἀπελθών εἰς Κωνσταντινούπολιν χάριν πολῶν ζητούντων αὐτόν»[20].
  Ὁ Ἰωνᾶς διατηροῦσε πνευματικούς δεσμούς μέ τόν ὅσιο Μακάριο τόν Καλογερᾶ (1688-1737)[21], ἱδρυτή καί πρῶτο σχολάρχη τῆς Πατμιάδος Σχολῆς, μέ τόν ὁποῖο ἄλλωστε ἀλληλογραφοῦσε καί ἀπό τόν ὁποῖο δεχόταν πνευματικές συμβουλές, μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντός του ὁσίου Ἀκακίου[22]. Σώζεται μάλιστα ἰδιόγραφη ἀχρονολόγητη (πρέπει πάντως νά γράφηκε τήν περίοδο 1730-1737) ἀπαντητική ἐπιστολή τοῦ ὁσίου Μακαρίου πρός τόν παπᾶ Ἰωνᾶ Καυσοκαλυβίτη[23]. Ὁ παπα-Ἰωνᾶς ζητοῦσε νά μάθει ἀπό τόν διδάσκαλο τῆς Πάτμου, ἐάν ἡ ἱερωσύνη του ἦταν γνήσια, ἀφοῦ εἶχε γίνει ‘‘παρά τόν προσήκοντα καιρόν’’ καί μέ δόσιν χρημάτων. Τήν ἐρώτησή του αὐτή μάλιστα συνόδευε -ὅπως προκύπτει ἀπό τήν παραπάνω ἐπιστολή- μέ ἐπεξήγηση ὅτι προέβη στό διάβημα αὐτό ὄχι ἀπό φιλοδοξία ἤ φιλαργυρία, ἀλλά μέ διάθεση νά γίνει κληρικός ἀπό ἀγάπη πρός τήν ἱερωσύνη.
  Στή συνέχεια, δημοσιεύουμε πλήρως τήν ἐπιστολή αὐτή, πού φωτίζει μία σκοτεινή πτυχή τῆς προσωπικότητας τοῦ λογίου μας[24]:
   «Τῷ πανοσιωτάτῳ  καί σεβασμιωτάτῳ ἐν ἱερομονάχοις κυρίῳ κύρ Ἰωνᾷ τήν προσήκουσαν προσκύνησιν καί ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀσπασμόν.
 (φ. 86 r)  Τά τίμιά σου ἐπεδόθη μοι γράμματα καί χάριτας ἀνέπεμψα τῇ θείᾳ προνοίᾳ, ὅτι μέχρι τῆς σήμερον διασώζονται ἄνδρες θεοφιλεῖς καί τῆς σφῶν σωτηρίας μνήμονες οἷός μοι τυγχάνεις ὤν αὐτός. τοιαῦτα γάρ μοι δίδωσιν ἐννοεῖν καί φρονεῖν  ἅ γέγραφας, ὧν καί τήν λύσιν ἐκ τῆς ἐμῆς εὐτελείας ζητεῖς πληροφορίας δῆθεν πλείονας, πρός ἅ συντόμως σοι καί εὐκαίρως ἀποκρίνομαι, τό μέν παρά τόν προσήκοντα καιρόν καί διά σιμωνίας ἱερωσύνης ἀντιποιεῖσθαι, κανόσιν ὑπόκειται ἀποστολικοῖς τε καί πατρικῆς βαρυτάτοις, ἐπεί δέ αὐτός οὐχί ἔρωτι δόξης, οὔτε μήν οἴστρῳ φιλαργυρίας τοῦ τοιούτου ἐγκρατής ἐγένου ἀξιώματος, συγγνώμης οὐκ ἀποτεύξῃ, ἐάν πνευματικοῖς πατράσι τό τοιοῦτον ἀνόμημα ἀνακαλύψῃς, καί τόν δοθέντα παρ’ ἐκείνων κανόνα ἐκ καρδίας πληρώσῃς. ἐπεί τοίνυν ἐν τοιούτῳ εὐαγεῖ τόπῳ τῆς μετανοίας διατρίβεις ἐν ᾧ καί πνευματικοί πατέρες πράξει καί ἀρετῇ διαπρέποντες ἐμφιλοχωροῦσι, τοῖς τοιούτοις τά τοιαῦτα ἀνακάλυπτε, καί τῆς παρ’ αὐτῶν ψήφου μή ὀλιγώρει, ἀλλ’ ἐφησύχαζε ἐν’ οἷς αὐτοῖς δόξει. ἀείποτε τάς ἐλπίδας ἔχων ἐξηρτημένας τοῦ ἀπείρου θείου ἐλέους, μεμνημένος καί τῶν ἐντολῶν καί ὧν τε διά τε λόγου καί πράξεως ἐμυήθης ὑπό τοῦ ἀοιδίμου σου ὁσιωτάτου πατρός κυρίου Ἀκακίου. περί ὧν δέ διά στόματος τοῦ κυρ Ἀμβροσίου ἐζήτησας, αὐτός τά εἰκότα ἐρεῖ. αὐτός δέ μοί ἔῤῤωσο, καί μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς ἔχου τοῦ σωτηρίου λιμένος ἐν ᾧ σε ὁ κοινός καί φιλάνθρωπος δεσπότης ἀφάτοις αὐτοῦ οἰκτιρμοῖς ἐγκαθωρμήσατο, καί τῆς εὐτελείας ἡμῶν μέμνησο ἐν τε ταῖς ἀναιμάκτοις θυσίαις καί πρός Θεοῦ σου ἐντεύξεσι. Καί τούς αὐτόθι συνασκουμένους σοι, ὡς ἀφ’ ἡμῶν προσκύνησον, καί πρό πάντων τούς ὄντως λογιω //
(φ. 86 v) τάτους καί τῆς ἀψευδοῦς φιλοσοφίας ἐραστάς [ ], κύρ Ἡσαΐαν, κύρ Διονύσιον, πάντας φημί [ ] ὄνομα προσκύνησον, καί τῆς ἀποστολικῆς ἐντολῆς χάριν τῆς κελευούσης, εὔχεσθαι ὑπέρ ἀλλήλων, πεῖσον αὐτούς καί τῆς ἀσθενείας ἡμῶν μεμνήσθητι ἐν ταῖς ἱεραῖς αὐτῶν εὐχαῖς. καί ταῦτα μέν οὕτως. ἡ δέ γ’ ἱερατική σου εὐχή εἴη μεθ’ ἐμοῦ ἐν βίῳ παντί».
   Ἡ πλούσια φιλολογική δράση τοῦ ἱερομονάχου Ἰωνᾶ χρωματίζεται κυρίως ἀπό τή μνημειώδη συλλογή του μέ τήν ἐπωνυμία Βίοι νεοφανῶν Μαρτύρων ἐν τῇ καθομιλουμένῃ. Στό πολύ σημαντικό αὐτό πρωτογενές ὑλικό τῶν νεομαρτυρολογικῶν αὐτῶν κειμένων, στηρίχθηκε -ὅπως δείξαμε παλαιότερα σέ σχετική μελέτη μας[25]- ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γιά τή συγγραφή τοῦ Νέου Μαρτυρολογίου του, τό ἔτος 1799, χρησιμοποιῶντας εἴτε αὐτούσιες ἐκφράσεις εἴτε κάνοντας ἐπιτομή ἀπό τά συναξάρια πού συνέταξε ὁ παπα-Ἰωνᾶς. Τό πιθανότερο εἶναι ὁ παπα Ἰωνᾶς νά ἔγραψε τή Συλλογή τῶν νεομαρτυρολογίων του μετά τό 1740. Κι αὐτό, καθώς σέ ἰδιόγραφο κώδικα τοῦ γνωστοῦ Σκοπελίτη λογίου μοναχοῦ Καισάριου Δαπόντε πού φυλάσσεται σήμερα στήν Ἁγία Πετρούπολη καί στόν ὁποῖο ἐμπεριέχεται ἀντίγραφο τῆς παραπάνω Συλλογῆς ὁ γραφέας, ἀντιγράφει καί σημείωση τοῦ παπα-Ἰωνᾶ στό μαρτύριο τοῦ παπα-Κωνστάντιου τοῦ Ρώσου, στήν ὁποία ἀναφέρεται ὅτι ὁ παπα Ἰωνᾶς συλλειτούργησε κάποτε στό Καθολικό τῆς Μεγίστης Λαύρας μέ τούς μητροπολίτες Ἰωαννίκιο Λήμνου καί  Νεόφυτο Ἄρτης τόν Μαυρομάτη, τόν ὁποῖο μάλιστα ἀποκαλεῖ ‘‘μακαρίτη’’. Ὡς γνωστόν, ὁ φιλόμουσος μητροπολίτης Ἄρτας ἐκοιμήθη καί ἐτάφη τό ἔτος 1740 στή Μεγίστη Λαύρα.
    Ἡ παραπάνω Συλλογή Ἰωνᾶ[26] σώζεται στόν ἄριστα καλλιγραφημένο ἰδίογραφο κώδικα 2 τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου Καυσοκαλυβίων, ὁ ὁποῖος τώρα φυλάσσεται στή Μεγίστη Λαύρα. Στή Συλλογή περιλαμβάνονται τά συναξάρια (ὁρισμένων καί οἱ ἀσματικές Ἀκολουθίες) τῶν παρακάτω νεοφανῶν Μαρτύρων: Ἀγγελῆ, Ἀθανασίου Γκιώτου, Ἀναστασίου τοῦ ἐν τῷ Ἀναπλίῳ, Ἀναστασίου τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει, Γαβριήλ, Δαμασκηνοῦ, Δημητρίου Τορναρᾶ, Δούκα ραφέως, Ζαχαρίου, Θεοφάνους, Ἰακώβου, Ἰορδάνου, Ἰωάννου τοῦ Βλάχου, Ἰωάννου Κάλφα, Ἰωάννου Κουλικᾶ, Ἰωάννου ναυκλήρου, Ἰωάννου ραφέως Θασίου, Ἰωάννου Χαλεπλῆ, Κυπριανοῦ, Κωνσταντίνου ἱερέως Ρώσου, Μάρκου, Μιχαήλ, Νικοδήμου, Νικολάου Καραμάνου, Νικολάου τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει, Παύλου τοῦ Ρώσου, Σάββα Νίγδελη, Σταματίου, Συμεών ἐκ Τραπεζοῦντος καί τῶν Τεσσάρων Νεομαρτύρων τῶν ἐν Σμύρνῃ.
  Στό τέλος τῆς Συλλογῆς καταγράφεται ὁ ἐκτενής Βίος καί ἡ Πολιτεία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, στόν ὁποῖο συμπεριλαμβάνονται καί τά μαρτύρια τῶν μαθητῶν του, Ρωμανοῦ καί Παχωμίου τῶν Νεομαρτύρων.
  Στόν ἑλληνικό κώδ. 253 τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ρωσίας στήν Ἁγία Πετρούπολη, πού εἶναι ἰδιόγραφος τοῦ λογίου Ἁγιορείτου Καισαρίου Δαπόντε, ὑπάρχει ἡ ὑπ’ αὐτόν γραφεῖσα συλλογή Βίων Νεομαρτύρων καί Ὁσίων, ἡ ὁποία ἔχει βασιστεῖ σέ πολλά σημεῖα, στήν παραπάνω Συλλογή τοῦ παπα-Ἰωνᾶ.
  Ἐκτός ἀπό τά πρωτόγραφα αὐτά συναξάρια, ὁ παπα-Ἰωνᾶς ἔχει μεταφράσει στήν ἁπλοελληνική ἀρκετά ἀπό τά μαρτύρια πού συνέταξε ὁ Μέγας Λογοθέτης Ἰωάννης Καρυοφύλλης (†1693), τά ὁποῖα περιέχονται σ’ ὅλες τίς ἐκδόσεις τοῦ Νέου Μαρτυρολογίου τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
  Γράφει χαρακτηριστικά ὁ Εὐλόγιος Κουρίλας, ἀποτιμῶντας τό παραπάνω ἔργο τοῦ Ἰωνᾶ: «Οὕτω εἰς τήν ξυνωρίδα τῶν νέων Μεταφραστῶν Ἁγιορειτῶν τοῦ Ἀγαπίου Λάνδου καί τοῦ Νικοδήμου Ναξίου προστίθεται καί τρίτος ὁ Ἰωνᾶς Καυσοκαλυβίτης, οἵτινες διά τῆς εἰς τό ἁπλοῦν διαδόσεως τῶν βίων τῶν ἁγίων ἐπέρρωσαν καί ἐκράτυναν τά μάλιστα τό θρησκευτικόν αἴσθημα παρά τῷ Ἑλληνικῷ λαῷ εἰς χρόνους σκληρᾶς τυρρανίας καί θρησκευτικοῦ πολέμου, ὅστις ἀπέδειξεν, ὡς ἐπί τῶν Ρωμαίων διωκτῶν αὐτοκρατόρων, τήν ἀνεξάντλητον τῆς τοῦ Χριστοῦ πίστεως δύναμιν, διά παρατάξεως νέας φάλαγγος στεφηφόρων μαρτύρων· τούτων τόν βίον τά ἆθλα ἐξύμνησαν πρεπόντως οἱ ἀνωτέρω τρεῖς Ἁγιορεῖται καί ἄλλοι πολλοί συντάξαντες εἰς τούς νέους μάρτυρας ὕμνους καί ἀκολουθίας»[27].
  Ταπεινά φρονοῦμε ὅτι καί μόνη ἡ παραπάνω προσφορά τοῦ ἱερομονάχου Ἰωνᾶ Καυσοκαλυβίτου στήν Ἐκκλησία καί στό Γένος μας, θά ἦταν ἀρκετή γιά νά ἀποσπάσει τή βαθειά μας εὐγνωμοσύνη. Κι αὐτό καθώς εἶναι εὐρύτερα πλέον ἀποδεκτό πώς, κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, τό μόνο ἀνάχωμα καί ἡ μόνη δύναμη πού μποροῦσε νά ἀνακόψει τό συνεχῶς διογκούμενο κύμα τοῦ ἀφελληνισμοῦ - ἀποτελέσματα τῆς μακραίωνης σκλαβιᾶς, βίας καί παντοδαποῦς καταπίεσης τῶν Ρωμηῶν ἀπό τούς Ὀθωμανούς κατακτητές - ἦταν οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες. Αὐτοί ἀναζωογόνησαν τήν κλονιζόμενη πίστη τῶν συγχρόνων τους χριστιανῶν, ἐπισφραγίζοντας καί ἀνακαινίζοντάς την. Τά Νεομαρτυρολογικά κείμενα, ὅπως αὐτά πού συνέταξε ὁ Ἰωνᾶς, ὀφέλησαν πνευματικά τούς μοναχούς καί ταυτόχρονα συνέβαλαν στή διάσωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἡ συγγραφή καί ἡ ἀντιγραφή αὐτῶν, μαρτυροῦν τή μεγάλη συμβολή τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν στή διατήρηση ἀκμαίου τοῦ φρονήματος Ἑλληνισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας. Ἡ συμβολή τοῦ Ἁγίου Ὄρους στήν ἀνάδειξη νεοφανῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι μεγάλη καί οὐσιαστική. Τουλάχιστον τό ἕνα τρίτο αὐτῶν εἶναι Ἁγιορεῖτες ἤ πνευματικά τέκνα Ἁγιορειτῶν πατέρων[28]. Οἱ τελευταῖοι, ὅπως ὁ Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὄχι μόνο ἐξέθρεψαν καί ἄνδρωσαν πνευματικά τούς νεοφανεῖς μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἀκολούθως πρόβαλαν τούς ἀγῶνες τους συστηματικά, πρός ὄφελος τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ[29].   
    Ὡς δόκιμος ὑμνογράφος τώρα, ὁ παπα-Ἰωνᾶς συνέθεσε τήν Πανηγυρική Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου[30] καί Κανόνα στόν ἅγιο Νεομάρτυρα Νικόλαο τόν Παντοπώλη, τόν ὁποῖο πρέπει νά γνώριζε καί προσωπικά καί ἴσως νά ἦταν παρών καί στό μαρτύριό του στήν Κωνσταντινούπολη[31]. Τέλος, μία Ἀνθολογία Προσευχῶν πού σώζεται στόν ἰδιόγραφο κώδικα 74 Καυσοκαλυβίων[32], γνωστό καί ὡς ‘‘Προσευχητάριον παπα-Ἰωνᾶ’’ καθώς καί ἕνα ἔργο μέ Τύπους Ἐπιστολῶν (Κώδ. 80 Καυσοκαλυβίων)[33], μποροῦν νά προστεθοῦν στόν κατάλογο τῶν μέχρι στιγμῆς εὑρεθέντων πονημάτων του[34].
  Γράφει ὁ παπα-Ἰωνᾶς στό τέλος τοῦ Προλόγου[35] τῆς παραπάνω Ἀνθολογίας Προσευχῶν, ἀπευθυνόμενος στόν ἀναγνώστη του καί βοηθώντας τον νά ἀνακαλύψει τήν ταυτότητά του (τό κείμενο σέ δική μας ἐλεύθερη ἀπόδοση στή νεοελληνική): «Ἐάν δέ ἐπιθυμεῖς νά μάθεις τό ὄνομα ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί ἀμόναχου μοναχοῦ, πού μέ κατάπιε τό νοητό κῆτος τῆς πολυκύμαντης θάλασσας τῆς ζωῆς, αὐτό θά στό γνωρίσει τό ὄνομα τοῦ δίκαιου ἐκείνου ἄνδρα πού ἔμεινε τρεῖς μέρες στά σπλάγχνα τοῦ θαλάσσιου κήτους».   
   Σύμφωνα μέ τίς Ἱστορικές καί Χρονικές Σημειώσεις τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, πού συνέταξε τόν 19ο αἰ. ὁ μοναχός Ἀκάκιος[36], Γέροντας τῆς Καλύβης, «Ὁ δέ μαθητής τοῦ ἁγίου Ἀκακίου, οἰκοδομήσας τρεῖς ναούς, τό Κυριακόν, τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου ἄνωθεν τοῦ σπηλαίου καί τόν Πρόδρομον ἄνωθεν τοῦ Κυριακοῦ καί τήν σκήτην τακτοποιήσας νά διάγουν οἱ πατέρες κατά τόν κώδικα τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ». Ὁ παπα-Ἰωνᾶς ἐκοιμήθη τό ἔτος 1765[37] στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου στά Καυσοκαλύβια. Σύμφωνα μέ μαρτυρία πού διασώζεται στίς παραπάνω Σημειώσεις, στό ὀστεοφυλάκιο τῆς Μεγίστης Λαύρας, σωζόταν ἡ κάρα τοῦ παπα-Ἰωνᾶ πάνω στήν ὁποία ἀναγραφόταν: «Ὁ Ἰωνᾶς οὗτος ἦν ὁ συγγράψας τούς βίους πολλῶν Νεομαρτύρων». 

                                     Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης
Ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς διασημότερους Ἕλληνες λογίους τοῦ 18ου αἰώνα.
«Διδάσκαλον τοῦ Γένους» τόν ὀνομάζει ὁ Κωνσταντίνος Σάθας, «ἐπίσημον ἐπί παιδείᾳ ἑλληνικῇ καί ἐκκλησιαστικῇ» τόν χαρακτηρίζει ὁ Κωνσταντίνος Οἰκονόμου ὁ ἐξ Οἰκονόμων[38], «φιλοπονώτατον, πολυμαθέστατον καί προκομμένον» τόν θεωρεῖ ὁ λόγιος μοναχός Καισάριος Δαπόντες[39]. Ὡς «σοφόν καί εὐκλεῶς σχολαρχήσαντα τῆς ἐν Βουκουρεστίῳ σχολῆς» τόν ἀξιολογεῖ ὁ Φίλιππος Ἰωάννου, νεκρολογῶντας τό μαθητή τοῦ Νεοφύτου, Γρηγόριο Κωνσταντᾶ[40], ἐνῶ ὁ κορυφαῖος ξένος ἑλληνιστής Βόλφ, ἀναφερόμενος στό Ὑπόμνημα πού ἔγραψε ὁ Νεόφυτος στό Δ΄ βιβλίο τῆς γραμματικῆς τοῦ Θεοδώρου Γαζῆ, θεωρεῖ ὅτι «δι’ αὐτοῦ διέλαμψε ὁ συντάκτης του ἐπί διακεκριμένῃ ἰδιοφυΐᾳ»[41],  ἐνῶ ὁ ἴδιος τόν χαρακτηρίζει ὡς «ἕναν ἀπό τούς τελευταίους πού ἔχουν βαθειά γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας»[42]. Ὡς τόν πρῶτο πού δίδαξε στό Ἅγιον Ὄρος μαθήματα ἐπί ἀκαδημαϊκοῦ ἐπιπέδου καί ἕναν ἀπό τούς σπουδαιότερους λογίους τοῦ τόπου, τόν περιγράφει ὁ ἔγκριτος πατρολόγος Π. Χρήστου[43].
  Ὁ Νεόφυτος γεννήθηκε τό πιθανότερο στήν ἑνετοκρατούμενη τήν ἐποχή ἐκείνη[44] Πάτρα[45] περί τό ἔτος 1696, ἀπό ἐκχριστιανισμένους Ἑβραίους ἤ τό πιθανότερο, ἀπό ἐξελληνισμένους ἑβραϊκῆς καταγωγῆς χριστιανούς γονεῖς, γι’ αὐτό καί φέρει ἐπίσης καί τήν προσωνυμία ‘‘ὁ ἐξ Ἑβραίων’’. Τήν ἐποχή ἐκείνη οἱ πηγές μιλοῦν γιά ἀνθούσα οἰκονομικά καί πληθυσμιακὰ ἑβραϊκὴ παροικία στὴν πόλη αὐτή[46].
    Φοίτησε στίς σπουδαιότερες γιά τήν ἐποχὴ Σχολές, ὅπως ἡ Πατριαρχική Ἀκαδημία Κωνσταντινουπόλεως[47] σέ ἐποχή πού ἐντοπίζεται μεταξύ τῶν ἐτῶν 1702-1749[48] , στήν Πατμιάδα Σχολή, ὑπό τόν διδάσκαλο Γεράσιμο Βυζάντιο (†1740)[49], διάδοχο τοῦ ὁσίου Μακαρίου Καλογερᾶ, καί τόν Βασίλειο Κουταληνό. Ὁ Νεόφυτος στήν Πάτμο βρίσκεται τουλάχιστον ἀπό τό 1739, βάσει ἰδιόγραφης σημείωσής του στόν κώδ. 2126 Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Ἑλλάδος. Παρέμεινε στό ἱερό νησί μέχρι τό 1742, ἀπουσίασε κατά τό 1743 καί ἐπανῆλθε τό 1744. Σπούδασε ἐπίσης στά Ἰωάννινα, στή Σχολή πού διηύθυνε ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης (1716-1806)[50] ἐνῶ κατ’ ἄλλους, σπούδασε καί στή Βλαχία[51].
   Ὁ Νεόφυτος φέρεται ὅτι ἔφθασε στό Ἅγιον Ὄρος λίγο μετά τό 1723[52] καί ἀφοῦ, τό πιθανότερο, εἶχε ὁλοκληρώσει τίς σπουδές του στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐγκαταβίωσε στήν ἀσκητική Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων[53]. Δέν ὑπάρχουν πληροφορίες ἄν ἔφθασε ἐδῶ ὄντας ἤδη μοναχός ἤ ἱεροδιάκονος ἤ ὅτι ἐκάρη μοναχός ἤ ἀκόμη ὅτι χειροτονήθηκε διάκονος στή σκήτη αὐτή. Τό δεύτερο ὅμως βάσιμα μποροῦμε νά τό θεωροῦμε ὡς τό πιθανότερο καθώς ἡ προσωνυμία ‘‘Καυσοκαλυβίτης’’ πού ἀναφέρεται -κατά τήν ἁγιορειτική τάξη- στόν τόπο ἀσκήσεως, θά τόν συνοδεύει ἔκτοτε γιά πάντα. Ἄν καί ὄντας στά Καυσοκαλύβια, ἐκλήθη τόν Δεκέμβριο τοῦ 1749 νά ἀναλάβει τή διεύθυνση τῆς «Βατοπεδινῆς σχολῆς», ἐν τούτοις θά πρέπει νά βρισκόταν στή σκήτη πολύ νωρίτερα, ἀφοῦ ἡ ἐπιλογή του γιά τήν παραπάνω σημαντική θέση προϋποθέτει τήν ἀπό ἐτῶν γνωστή καί ἀποδεκτή λογιοσύνη του ἀπό τήν ἁγιορειτική κοινότητα. Τήν ἐποχή πάντως πού ὁ Νεόφυτος ἔφθασε στά Καυσοκαλύβια, ζοῦσε ἀκόμη ἤ θά πρέπει νά εἶχε λίγα χρόνια κοιμηθεῖ ὁ ἱδρυτής τῆς σκήτης ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης († 12 Ἀπρ. 1730) καί ὁπωσδήποτε ὁ λόγιος διάδοχός του καί βιογράφος του παπᾶ Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης († 1765). Ἡ σκήτη βρισκόταν στά πρῶτα στάδια τῆς ὀργάνωσής της καί ἤδη εἶχε παρουσιαστεῖ ἀξιοσημείωτη προσέλευση νέων μοναχῶν σ’ αὐτήν, ἐλκυομένων κυρίως ἀπό τήν ἁγιότητα τοῦ ὁσίου Ἀκακίου.
Στά Καυσοκαλύβια, στό περιθώριο τῆς μοναχικῆς του ζωῆς, ὁ Νεόφυτος βοηθοῦσε τούς νεώτερους μοναχούς, διδάσκοντάς τους τή Γραμματική. Ἀναφέρεται μάλιστα ὅτι ἀνάμεσα στούς μαθητές του ἦταν καί ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος Πάριος († 1813)[54] καί ὁ ὅσιος Νικηφόρος ὁ Χῖος († 1821)[55].
   Ὅπως προαναφέραμε, στά 1749 μέ πρωτοβουλία τοῦ βατοπαιδινοῦ ἱερομονάχου Μελετίου ἀλλά καί τήν συμβολή τοῦ ἴδιου τοῦ Νεοφύτου τοῦ «ἀναμφιβόλως συνεργήσαντος εἰς τήν πρώτην αὐτῆς ἵδρυσιν» σύμφωνα μέ τόν Σάθα[56], ἀναλήφθηκε τό ἐγχείρημα τῆς ἵδρυσης σχολῆς στόν χῶρο τῆς μονῆς Βατοπαιδίου καί ὑπό τήν εὐθύνη αὐτῆς, ὑπό τήν σχολαρχία τοῦ -νέου τότε στήν ἡλικία– Νεοφύτου. Τό ἐγχείρημα στάθηκε δύσκολο καί γιά τόν ἴδιο τό Νεόφυτο πού τό 1750 γράφει γιά τή Σχολή σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἅγιο Ἀθανάσιο Πάριο: «Ἐμέ δέ ἴσθι τῆς ἐν Βατοπεδίῳ ἀδολεσχίας, οὐ γάρ ἄν εἴποιμι Σχολῆς, κατά ἀγαπητικήν τῶν δοκούντων φιλεῖν τυραννίδα ἄκοντα προϊστάμενον»[57].
   Στή θέση τοῦ Σχολάρχη ὁ Νεόφυτος παρέμεινε ἐπί τετραετία περίπου (1749-1753).  Τό ἔτος 1750, ὁ Πατριάρχης Κύριλλος Ε΄ ἐξέδωσε σιγγίλιο μέ τό ὁποῖο θέσπιζε τήν σύσταση, κανόνιζε τή λειτουργία καί προέβλεπε τή συντήρηση τῆς ‘‘Βατοπαιδινῆς σχολῆς’’[58]. Ἡ σχολή μεταφέρθηκε σέ νέο εὐμεγέθες κτίριο, πού κτίστηκε γιά τό σκοπό αὐτό σέ λόφο ἀπέναντι ἀπό τή μονή Βατοπαιδίου. Ἡ σχολαρχία τοῦ Νεοφύτου ὅμως δέν φαίνεται ὅτι εὐδοκίμησε, γιά λόγους, τό πιθανότερο, γενικότερων δυσκολιῶν[59] πού ὅπως εἶναι φυσικό συνόδευσαν τήν ἀρχή ἑνός τόσο πολυσήμαστου μά καί πρωτόγνωρου γιά τά ἁγιορειτικά δεδομένα ἐγχειρήματος ἤ κατ’ ἄλλους διότι ὁ Νεόφυτος φάνηκε ἐπαρκής μέν στά περί Γραμματικῆς μαθήματα, ἀνεπαρκής δέ στή φιλοσοφία καί τή θεολογία, μέ ἀποτέλεσμα νά μή γίνει εὐχαρίστως δεκτός ἀπό τούς σπουδαστές[60]. Τελικά οἱ Βατοπαιδινοί πατέρες ἀναζήτησαν νέο διευθυντή γιά τή σχολή τους. Ἔτσι κάλεσαν ἀπό τή Κοζάνη ὅπου δίδασκε, τόν Εὐγένιο Βούλγαρη (1716-1806), μετέπειτα μητροπολίτη Χερσῶνος.                               .
  Ἡ φήμη τοῦ Βούλγαρη, τό πρόγραμμα διδασκαλίας τῆς σχολῆς, ἀλλά καί οἱ καλύτερες κτιριακές καί οἰκονομικές συνθῆκες, προσείλκυσαν πολλούς σπουδαστές. Ἔτσι ἀπό 20 περίπου πού ἦσαν ἐπί Νεοφύτου, ἔφθασαν μετά πενταετία τούς 200[61]. Στή σχολή, πού ἀπό τό 1753 μετωνομάσθηκε σέ ‘‘Ἀθωνιάδα Ἀκαδημία’’, παρέμεινε ὁ Νεόφυτος, διδάσκων τή Γραμματική[62]. Τέλος, περί τό 1756, ὁ Νεόφυτος ἐγκαταλείπει τή θέση του στήν Ἀθωνιάδα προτιμῶντας τήν ἡσυχία τῆς καυσοκαλυβιτικῆς ἐρήμου[63]. Χαρακτηριστικά εἶναι τά ὅσα γράφει στά 1756 ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης σέ μιά του ἐπιστολή πρός τόν εὑρισκόμενο στήν Κωνσταντινούπολη ἱεροδιάκονο Κυπριανό τό διδάσκαλο [τόν μετέπειτα Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας (1766-1783)] παροτρύνοντάς τον νά ἀναλάβει στή θέση τοῦ παραιτηθέντος Νεοφύτου, τή διδασκαλία τῶν ‘‘Γραμματικῶν μαθημάτων’’:
 «...ὁ κύρ Νεόφυτος, παλαιόν σοι καί ἔωλον τό ἄκουσμα, ὅτι ἠθέτησε τήν ὑπόσχεσίν του· καί ἐπιχειρισθείς ψυχρῶς ἡμίσει προσκορής γενόμενος ἀνεχώρησε καί προκρίνει τό νά λατομῇ εἰς τό Καυσοκαλύβιον ὁμαλίζων τήν τραχεῖαν καί ἀπόκροτον κέλλαν του, παρά νά κοπιάζῃ εἰς τό Σχολεῖον τι, καί οὕτως ἐκ τῶν λίθων τούτων τεκνώςῃ τῷ Ἀβραάμ τέκνα...»[64].
  Ἔτσι ὁ Νεόφυτος «ἀνταλλάξας τήν περίπυστον Ἀθωνιάδα Ἀκαδημίαν ἀντί τῆς ταπεινῆς ἐνταῦθα καλύβης»[65], ἐπανῆλθε στήν πλέον ἀπομακρυσμένη μοναστική κοινότητα τοῦ Ἄθω, ἀσχολούμενος στό περιθώριο τῶν μοναχικῶν του ἀσχολιῶν, μέ τή μελέτη καί συγγραφή ἔργων ἀπό τά ὁποῖα ἄλλα ἔχουν δεῖ τό φῶς τῆς δημοσιότητας συμβάλλοντας στήν πνευματική ἀφύπνιση τοῦ δοῦλου ἑλληνικοῦ γένους τῆς ἐποχῆς του, ἐνῶ ἄλλα παραμένουν ἀκόμη ἀνέκδοτα. Στήν δυτική πλευρά τῆς σκήτης σώζονται τά ἐρείπια τοῦ ἀσκητηρίου στό, ὁποῖο κατά τήν προφορική παράδοση τῆς σκήτης, ἀσκεῖτο ὁ ἱεροδιάκονος Νεόφυτος.
   Κλείνοντας ἐδῶ τήν παρούσα ἑνότητα, θά πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε τίς πολυσήμαντες θετικές ἐπιδράσεις πού εἶχε ἡ ἵδρυση τῆς Ἀθωνιάδος, στήν ἵδρυση καί πρωτολειτουργία τῆς ὁποίας, ὅπως προαναφέραμε, συνέβαλε καθοριστικά ὁ Νεόφυτος ὁ Πελοποννήσιος.
   Καί μόνο στό ἄκουσμα ὅτι ἄνοιξε ἡ σχολή στό Ἅγιον Ὄρος, ὁ μετέπειτα ἱερομάρτυς καί ἐθνομάρτυς ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779), ἐγκατέλειψε τό διδασκαλικό του ἔργο καί ἔσπευσε στό Ὄρος, γιά νά παρακολουθήσει τίς ἐμπνευσμένες διδαχές τῶν καθηγητῶν τῆς Ἀθωνιάδος πού  ἄναψαν μέσα του τέτοια φλόγα ὥστε νά μή μπορεῖ πλέον νά περιοριστεῖ στούς τοίχους ἑνός σχολείου ἤ στόν περίβολο ἑνός μοναστηριοῦ. Κατέστησε πεδίο δράσης ὅλη τήν δούλη ἑλληνική γῆ μέ τά γνωστά θαυμαστά ἀποτελέσματα γιά τήν ἀφύπνιση τοῦ γένους[66].
   Ἕνας ἄλλος, ἀπό τούς θετικούς ἀντίκτυπους τῆς ἱδρύσεως τῆς Σχολῆς ἦταν ἡ γενική ἀναζωπύρωση τῶν γραμμάτων στόν Ἄθωνα, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἵδρυση τυπογραφείου σ’ αὐτόν. Τό τυπογραφεῖο, πού ἦταν καί τό πρῶτο πού δημιουργήθηκε στόν ἑλλαδικό χῶρο, ἱδρύθηκε στή Μεγίστη Λαύρα μέ πρωτοβουλία τοῦ ἐπίσης Πελοποννησίου Κοσμᾶ τοῦ ἐξ Ἐπιδαύρου τοῦ Λαυριώτου, καί τό πρῶτο -ἀλλά καί μοναδικό καθώς φαίνεται βιβλίο– πού τυπώθηκε στά 1759, ἦταν τό ἔργο τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, Ἐκλογή τοῦ Ψαλτηρίου παντός[67].
  Οἱ ἀνά τούς αἰώνας θεολογικές ἔριδες δέ σημαίνουν πνευματική παρακμή καί κατάπτωση, ἀφοῦ συνήθως εἶναι προϊόντα ἀκμῆς καί ζωτικότητος. Τέτοια περίπτωση παρουσιάστηκε στό Ἅγιον Ὄρος, τό δεύτερο μισό τοῦ 18ου αἰῶνα, ἡ λεγόμενη ‘‘ἔρις περί τῶν μνημοσύνων’’, στήν ὁποία, κατά τήν πρώτη φάση ἐκδηλώσεώς της, ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης εἶχε μεγάλη καί βαρύνουσα συμμετοχή, ἀφοῦ ὑπῆρξε κορυφαῖος πρωταγωνιστής καί πρῶτος θεωρητικός ἐκφραστής τῆς πλευρᾶς τῶν ἱερῶν ‘‘Κολλυβάδων’’[68]. Ἄλλωστε, ἀπό τόν πολέμιο τῶν Κολλυβάδων, Προηγούμενο Θεοδώρητο Λαυριώτη, ὁ Νεόφυτος χαρακτηρίστηκε ‘‘ἀρχηγός’’ τοῦ κινήματος[69].
   Γιά τήν ἔριδα αὐτή ἔχουν γραφεῖ ἀρκούντως ἀρκετά, χωρίς ὅμως νά ἔχουν ἀναλυθεῖ σέ βάθος τόσο τά βαθύτερα αἴτια πού τήν προκάλεσαν ὅσο καί οἱ εὐρύτερες συνέπειές της στό σύνολο ὀρθόδοξο χῶρο[70]. Ἀφορμή στάθηκε ὅταν, περί τό ἔτος 1754, πατέρες τῆς σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἀποφάσισαν –γιά εὔλογους βιοποριστικῆς φύσεως λόγους- νά τελοῦν τά μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων, πού κατά τήν παράδοση τελοῦνταν τό Σάββατο, καί κατά τήν Κυριακή· μία κατεξοχήν ἀναστάσιμη καί χαρμόσυνη ἡμέρα[71]. Μία μερίδα μοναχῶν, ὑπό τόν Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, διδάσκοντα τότε στήν Ἀθωνιάδα, ἀπέρριψαν αὐτή τή διευθέτηση, διότι τήν θεώρησαν σάν μία ἀπόπειρα προσαρμογῆς τοῦ μοναχισμοῦ πρός τίς ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου καί στήν ἐκκοσμίκευση τοῦ σκητιωτικοῦ κυρίως βίου[72]. Στό πλευρό τοῦ Νεοφύτου, εἴτε στή πρώτη φάση τῆς διαμάχης εἴτε στή ἐπακόλουθη, συντάχθηκαν οἱ διδάσκαλοι ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809), ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος (1725-1805), ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς,  (1731-1805), Χριστοφόρος Προδρομίτης, οἱ ἱερομόναχοι Ἀγάπιος Κύπριος, Ἰάκωβος Πελοποννήσιος, Παρθένιος ὁ ἐξ Ἀγράφων ὁ Σκοῦρτος, Παΐσιος ὁ καλλιγράφος κ.ἄ. Ὁ τελευταῖος μάλιστα μέ ἀντίγραφα χειρογράφων διέδωσε εὐρύτατα τίς ἀπόψεις τοῦ Νεοφύτου[73].
  Δέν πρέπει ἴσως νά θεωρεῖται τυχαῖο ὅτι ἡ ἀρχή τῆς ἔριδας συνέπεσε μέ τήν περίοδο τῆς λειτουργίας τῆς Ἀθωνιάδος, μετά τήν ἀποχώρηση τοῦ Νεοφύτου ἀπό τή σχολαρχία, καί τήν ἀντικατάστασή του ἀπό τόν εὐρωπαιοσπουδασμένο θεολόγο καί φιλόσοφο Εὐγένιο Βούλγαρη[74].
   Στά 1760 κι ἐνῶ ἡ ἔριδα περί τῶν μνημοσύνων βρισκόταν σέ ἔξαρση, ὁ Νεόφυτος εἴτε λόγω τῆς ὀξύτητος πού ἐπικρατοῦσε, εἴτε γιά νά ἀποφύγει ἀρνητικές συνέπειες πού διαφαίνονταν ὅτι θά εἶχαν οἱ Κολλυβᾶδες εἴτε πειθαρχῶντας σέ ἐντολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου[75] - ἀναχώρησε ἀπό τόν Ἄθω καί κατέφυγε στή Χίο ὅπου καί ἀνέλαβε τή σχολαρχία τῆς ἐκεῖ Σχολῆς μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 1763[76], ὁπότε ἀναχώρησε γιά τήν Ἀδριανούπολη ὅπου συνέχισε ἐπί τετραετία τό διδακτικό του ἔργο[77]. Τό 1767 εὑρικόμενος στήν Ἀδριανούπολη ζητάει μέ ἐπιστολή του ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἐφραίμ συστατικά γράμματα, προκειμένου νά μεταβεῖ στό ἐξωτερικό γιά νά φροντίσει γιά τήν ἔκδοση τοῦ Ὑπομνήματος στή Γραμματική τοῦ Θ. Γαζῆ[78].
Στή συνέχεια καί λόγω τοῦ Ρωσοτουρκικοῦ πολέμου (1768) ἤ λίγο νωρίτερα, τό 1767[79], ἐγκαταστάθηκε στίς παραδουνάβιες ἡγεμονίες κυρίως τῆς Βλαχίας, τῆς Μολδαβίας (Ἰάσιο), καί τῆς Τρανσυλβανίας (κυρίως στό Μπρασόβ, περιστασιακῶς γιά τήν τριετία 1770-1773).
  Στό Βουκουρέστι, τό 1768, ἐξέδωσε μέ προσωπική του ἐπιστασία[80]τό μνημειῶδες ἐκ 1298 σελίδων[81] ἔργο του «Θεοδώρου γραμματικῆς εἰσαγωγῆς τῶν εἰς τέσσαρα εἰς τό τέταρτον, Ὑπόμνημα» πού εἶναι ἕνα Ὑπόμνημα στό τέταρτο βιβλίο τῆς Γραμματικῆς τοῦ Θεοδώρου Γαζῆ[82].  Μέ τό ἔργο αὐτό[83] γιά τή σύνταξη τοῦ ὁποίου δαπάνησε εἴκοσι περίπου χρόνια[84], ὁ Νεόφυτος ἔγινε γνωστός καί στήν Εὐρώπη ὥστε ἀπό τό διάσημο ἐρευνητή Villoison νά ἀποκληθεῖ, ὅπως εἴπαμε καί στήν ἀρχή ‘‘recentium graecorum in grammatica facile princeps’’[85].
  Ἡ κύρια προσφορά του στήν παιδεία τοῦ ὑπόδουλου γένους τῶν Ἑλλήνων ὑπῆρξε ἀναμφίβολα ἡ μέθοδος διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν τήν ὁποία πρῶτος αὐτός εἰσήγαγε μέ τή Γραμματική του αὐτή. Ἡ μέθοδος αὐτή συνίσταται ἀπό τήν μονολεκτική ἑρμηνεία τοῦ κειμένου, ἀντί τῆς τότε ἐπικρατούσας μεθόδου τῆς ‘‘ψυχαγωγίας’’ ὅπως λεγόταν, τῆς ἀναγραφῆς δηλαδή ἀπό τό μαθητή γιά κάθε λέξη τοῦ ἀρχαίου κειμένου ὅλων τῶν συνωνύμων της, τίς ὁποῖες καί μάθαινε[86]. Σύμφωνα μέ τό Νεόφυτο, ἀρκοῦσε μία καί μόνη λέξη προκειμένου νά ἀποδοθεῖ τό νόημα. Μ’ αὐτήν ἐπιχειρεῖτο  ὁ σπουδαστής νά οἰκειοποιηθεῖ κατά τό δοκοῦν τό πνεῦμα τοῦ κειμένου καί νά μήν ἀπομακρυνθεῖ ἀπ’ αὐτό[87]. Παρ’ ὅλους ὅμως τούς ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐπαίνους, τό ἔργο ἐπικρίθηκε, ἐκτός ἀπό τόν Κοραῆ[88] καί ἀπό τόν διδάσκαλο τοῦ Νεοφύτου, Εὐγένιο Βούλγαρη ὁ ὁποῖος ἔγραψε ὀγκώδεις περί αὐτοῦ  ‘‘κριτικάς ἐπιστάσεις’’[89].
   Στή συνέχεια καί προκειμένου νά ἔλθει ὁ ἀναγνώστης λίγο σέ ἐπαφή μέ τή γλώσσα τοῦ Νοεφύτου, παραθέτουμε τό παρακάτω λῆμμα ἀπό τή Γραμματική τοῦ Νεοφύτου:
  «Ὁ δὲ ἀσύνδετος λόγος σχῆμά ἐστι γοργότητος καὶ θυμῷ καὶ ἀγωνίᾳ πρέπον, καὶ ἤθους ἀρχοντικοῦ· φορὰν γὰρ καὶ συγκίνησιν ἐμφαίνει ψυχῆς κατὰ τὸν Λογγῖνον Διονύσιον, ἥτις, ἐὰν τοῖς συνδέσμοις ἡ φράσις ἐξομαλισθῇ, εἰς λειότητά τε ἐκπίπτει καὶ εὐθὺς ἔσβεσται· ὥσπερ γάρ εἰ τις συνδήσειε τῶν θεόντων τὰ σώματα, τὴν φορὰν αὐτῶν ἀφήρηται, οὕτω καὶ τὸ πάθος ὑπὸ τῶν συνδέσμων καὶ τῶν ἄλλων προσθηκῶν ἐμποδιζόμενον ἀγανακτεῖ· τὴν γὰρ ἐλευθερίαν ἀπόλλυσι τοῦ δρόμου».[90]
  Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1770-1773  βρίσκουμε τό Νεόφυτο στήν πόλη Μπρασόβ[91] τῆς Τρανσυλβανίας, ὅπου τό 1772 συγγράφει τό περίφημο ἔργο του «Περί τῆς συχνῆς Μεταλήψεως. Περί τοῦ δεῖν τούς πιστούς συχνῶς τῶν θείων κοινωνεῖν μυστηρίων καί πρός τούς διά δῆθεν εὐλάβειαν ἀποστρεφομένους ἐν τῇ θείᾳ συνάξει τήν τῶν μυστηρίων μετάληψιν»[92]. Τό ἔργο κυκλοφορήθηκε ἀνωνύμως στή Βενετία τό 1777, σέ μετάφραση ἀπό τό πρωτότυπο τοῦ Νεοφύτου[93] ὑπό τόν τίτλο «Ἐγχειρίδιον ἀνωνύμου τινός ἀποδεικτικόν περί τοῦ ὅτι χρεωτοῦσιν οἱ Χριστιανοί συχνότερον νά μεταλαμβάνουσι τά Θεῖα Μυστήρια. Νῦν πρῶτον τύποις ἐκδοθέν δαπάνῃ τοῦ τιμιωτάτου καί φιλοχρίστου Δημητρίου προσκυνητοῦ τοῦ ἐκ Δρύστας. Ἐνετίησι 1777». Τό ἔργο αὐτό τοῦ Νεοφύτου εἶχε μεγάλη βαρύτητα στήν πνευματική φαρέτρα τῶν ἱερῶν Κολλυβάδων, δημιούργησε ὅμως καί τήν μῆνιν τῶν ἀντιπάλων τους, ἰδίως ὅταν αὐτό ἐπανεκδόθηκε στά 1783, ἐπεξεργασμένο καί ἐμπλουτισμένο ἁγιοπατερικῶς ἀπό τόν ἅγιο Μακάριο τό Νοταρᾶ μέ τήν πιθανή συνεργασία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὑπό τόν τίτλο «Βιβλίον ψυχωφελέστατον περί τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων». Ἡ ἔκδοση τοῦ 1777, ἴσως γιατί κυκλοφόρησε σέ λίγα ἀντίτυπα καί σέ στενούς κύκλους, διέφυγε τῆς προσοχῆς. Ἡ δεύτερη ὅμως ἔκδοση τοῦ 1783 προκάλεσε τήν ἀντίδραση τῶν Ἀντικολλυβάδων, μέ συνέπεια νά ἀρχίσει ἡ δεύτερη φάση τῆς περί τῶν μνημοσύνων ἔριδας, ἡ ὁποία ἦταν καί σφοδρότερη καί ὀξύτερη. Μετά ἀπό πολλές περιπέτειες καί ἀφοῦ καταδικάστηκε μέ συνοδική ἀπόφαση τοῦ Ἀπριλίου 1785 ἐπί Πατριάρχου Γαβριήλ Δ΄ (1780-1785), τό ἔργο κρίθηκε ‘‘ψυχωφελές καί σωτήριον’’ ἐπί πατριαρχείας Νεοφύτου τοῦ Ζ΄ (1799-1801).
  Ἀπό τό Μπρασόβ ὁ Νεόφυτος ἐπιστρέφει στό Βουκουρέστι, ὅπου διορίζεται διδάσκαλος καί ἀργότερα ἔφορος στήν Αὐθεντική Σχολή τοῦ Ἁγίου Σάββα. Δίδασκε κατά τόν Γ. Ζαβίρα ‘‘γραμματικά καί ποιητικά’’. Ἀνάμεσά στούς μαθητές του ξεχώρισαν ὁ Γρηγόριος Κωνσταντᾶς καί ὁ Λάμπρος Φωτιάδης, οἱ ὁποῖοι ἐφήρμοσαν πληρέστερα καί διέδωσαν τό σύστημα Γραμματικῆς τοῦ διδασκάλου τους. Καί οἱ δύο ἄλλωστε τόν διαδέχθηκαν στή σχολαρχία τοῦ ‘‘Παριστρίου Ἑλληνομουσείου’’ ὅπως ἦταν ἐπίσης γνωστή ἡ παραπάνω σχολή. Μάλιστα ὁ Κωνσταντᾶς συνέταξε καί πέντε ἐπιγράμματα μέ τά ὁποῖα ὑμνοῦσε τήν ἀρετή καί σοφία τοῦ διδασκάλου του[94].
   Ἄλλο ἕνα ἐπίγραμμα συντάχθηκε πρός τιμήν του ἀπό τόν Δημήτριο Μανδακάση:
                                       « Κεύθει Νειοφύτοιο δέμας κόνις ἥδ’ ὀλιγίστη,
                                         Οὐ μήν τοῦδε πόνων ἰδμοσύνης τε κλέος.
                                        Ὅς γάρ Ἑλλάδι δήν ἐκσπανθεῖσαν προθελύμνως
                                         Ἑλλάδα γλῶσσαν ἑοῖς ἀπμπεφύτευκε πόνοις.
                                          Ζώει ἄρ’ εὐκλεέως κἄν θάν σωματίῳ»[95].
  Δύο ἀνώνυμα, τό πιθανότερο ἀπό μαθητή τοῦ Νεοφύτου, ἐπιτύμβια ἐπιγράμματα δημοσίευσε ὁ Χ. Τζώγας[96] μέ τά ὁποῖα ἐξυμνεῖται τό διδασκαλικό ἔργο του: 
                                      « Ἐπίγραμμα ἡρωελεγεῖον
  Λάρναξ ἥδε δέμας Νεοφύτου/ ἐξ ἀπίης γαίης ἱεροδιακόνου./ Ὅς πολλῶν περί ὤν πρεσβύτης, μουσοτραφής τε·/ βιβλία πολλά λίπεν ἄψυχά τε.//Οἷς ἐπί πολλ’ ἐμολόγησε γράφων ἅμα ἠδέ διδάσκων./ Τῇ δέμας, ὧδε λόγους, πνεῦμα Θεοῷ παρίδω.
                                                      Ἰαμβικόν
  Σοφοῦ γέροντος τῇδε ἔγκειται δέμας. /Ὦ πατρίς Ἑλλάς, νεόφυτος κλῆσις πέλει. /                                       Βίβλοι τε πολλαί, καί μαθηταί μυρίοι. / Ὅσος δ’ ὁ μισθός, οἶδ’ ὁ Κύριος μόνος». 
   Τήν ἴδια ἐποχή ἀρνεῖται λόγω γήρατος (ἤταν ἤδη 70 ἐτῶν) νά ἀναλάβει, ἔπειτα ἀπό Πατριαρχική καί Συνοδική πρόσκληση, τή διεύθυνση τῆς Πατριαρχικῆς τοῦ Γένους Σχολῆς στήν Κωνσταντινούπολη. Μεταφέρουμε ἕνα χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα τῆς ἀπαντητικῆς ἐπιστολῆς τοῦ Νεοφύτου:
 «... Ἐφ’ οἷς δέ ἐγώ παρά τῆς ὑμετέρας παναγιότητος πατρικῶς τε ἅμα καί συνοδικῶς προσκαλοῦμαι, κἄν ἐπετάσθην, παναγιώτατε δέσποτα πτέρυγας περιστερᾶς, τό τοῦ λόγου, ἀναλαβών εἴπερ ἦν μοι καί τό πονηρόν τουτί σαρκίον καθ’ ἡλικίαν πειθήνιον· νῦν δέ δι’ ἔσχατον γῆρας (ἑβδομηκοντούτης γάρ που εἰμ καί μονονού τυμβογέρων) τόν πλεῖστον ὧδε χρόνον νοσοκομούμενος μᾶλλον, ἤ γραμματικά ἄττα τεχνίδρια εἰσηγούμενος διατελῶ, τάς πλείους τῆς ἑβδομάδος ἡμέρας πολλάκις δι’ ἀσθένειαν γήρως ἀπρόϊτος οἰκουρῶν... Ἀρετῆς γάρ ἐγώ καί παιδείας οὕτως εἰμί ἀπότροφος, τί ποτέ ἐστιν ἀρετή καί παιδεία τοῖς ἐπερωτῶσιν εἰσηγεῖσθαι ἔχειν ἀκριβῶς. Ἐτάχθην δέ ὧδε τῆς αὐθεντικῆς σχολῆς ἔφορος, οὐχ ὡς ἐφορᾶν ἔχω, πόθεν, ὁ οὐ μᾶλλον τούς σωματικούς ὀφθαλμούς ἤ τήν ἐπίκτητον ἕξιν ἀμβλυωπῶν, ἀλλά λόγῳ ἐλέους γηροκομίας καί μόνης ἕνεκα»[97].
  Ὁ Νεόφυτος ἐκτός ἀπό ἄριστος γραμματικός, ἔδωσε καί ἐξαίρετα δείγματα ἐπιδόσεως στή φιλολογική κριτική. Εἶναι ὁ πρῶτος λόγιος πού παρουσίασε κατωχυρωμένη τή ἄποψη ὅτι τά ὑπό τό ὄνομα τοῦ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου συγγράμματα εἶναι μασσαλιανικῆς προελεύσεως καί πρέπει νά ἀποδοθοῦν στό Συμεών Μεσοποταμίτη· ἄποψη πού ἐπρόκειτο νά ἐπικρατήσει στήν
πατρολογική ἔρευνα μετά 150 ἔτη[98]. Ἐνδιαφέροντα εἶναι ἐπίσης καί τά ἀπολογητικά του συγγράμματα, τῶν ὁποίων τό κυριώτερο ἀπευθύνεται πρός τούς Διαφωτιστές ὑπό τόν τίτλο ΦιλόσοφοςΘεϊστής[99]. Μ’ αὐτό καυτηριάζει τό «πνεῦμα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῆς χρησιμοθηρίας, πού δέν ἐπέτρεπε στούς θιαςῶτες τῶν διαφωτιστικῶν ἰδεῶν νά προσεγγίσουν τό μυστικισμό τῆς ἁγνῆς πίστεως»[100].
   Τέλος, ὁ Νεόφυτος, ἀπεβίωσε στό Βουκουρέστι σέ ἡλικία 88 ἐτῶν περί τό 1784[101] σέ συνθῆκες ποικίλων στερήσεων καί ἐσχάτης πενίας ἀλλά καί ἀσθενειῶν, ὅπως ὁ ἴδιος περιγράφει σέ ἐπιστολή του (περί τό 1779) ἀπό τήν Βλαχία πρός κάποιαν ‘‘σεβασμιωτάτην καί χαριτόπνουν πανιερότητα’’, τό πιθανώτερο πρός τόν εὑρισκόμενο τότε στή Ρωσία Εὐγένιο Βούλγαρη, ἐπίσκοπο τότε Χερσῶνος:
  «...κατέλαβέ με –γράφει- ὁ χειμών ἐν οἰκήματι πάντῃ ἀνευθέτῳ εἰς παραχειμασίαν· ἔκαμον προκαταβάλλων ἔνθεν μέν εἰς τούς δε τούς μαστόρους ὑπέρ τῆς σόμπας, ἔνθεν δέ εἰς τούς δε ὑπέρ τῶν θυρίδων· καί ἔπειτα οὖτοι μέν ἐκλείπουσιν, οἱ δέ διαλείπουσιν, κἀγώ ἀνεμοβροχίζομαι διά τῶν πάντῃ ἀναπεπταμένων θυρίδων, καί τρόπον κοχλίου καθ’ ἑαυτόν συστρεφόμενος ἐνειλοῦμαι πρός τό νυκτερινόν ψῦχος καί πρός τό ἐπισυμβαῖνον ἀνεμόβροχον, κἀντεῦθεν μή ἔχων ποῦ κλίνω τήν κεφαλήν πάσχω τά αὐτά, μᾶλλον δέ καί χείρῳ τῶν ἐν τῇ Πουσκαρίᾳ καθειργμένων, ὁπότε οὐδ’ οὗπερ ἐκεῖνοι ἀπολαύουσιν ἡμερινοῦ φωτός διά τῆς θυρίδος μετέχω, ἀλλά ταῖς παρατυχούσαις σανίσι καί οἷς περιβέβλημαι ρακίοις καταφράξας ἐν σκότῳ τήν ἡμέραν διάγω· τά γάρ τῶν πάντῃ ἀσυναρμόστων θυρῶν, αἵτινες εἰς ὥραν χειμέριον οὐδέν διαφέρουσι κεκλεισμέναι ἤ ἀνεῳγμέναι, παρήσειν ματαίως δοκῶ»[102].
   Στή συνέχεια, παραθέτουμε κατάλογο τῶν μέχρι σήμερα εὑρεθέντων ἔργων τοῦ Νεοφύτου:
             Ἐκδεδομένα ἔργα[103]
 - Αἱ ἐπιστολαί Συνεσίου τοῦ Κυρηναίου μετά σχολίων τοῦ διδασκάλου Νεοφύτου ἱεροδιακόνου τοῦ Πελοποννησίου, ἐκδοθεῖσαι σπουδῇ καί ἐπιστασίᾳ ὑπό Γρηγορίου ἱεροδιακόνου τοῦ Κωνσταντᾶ,  Βιέννη 1792 καί Ἐνετίησιν 1812. Οἱ Ἐπιστολές τοῦ Συνεσίου περιλαμβάνονταν στήν τότε διδασκόμενη ὕλη, σ’ ὅλες σχεδόν τίς σχολές καί ἦταν ἀρκετοί πού εἶχαν κάνει σχολία ἤ ἐξηγήσεις σ’ αὐτές[104].
 - Βίος Μελετίου τοῦ Πηγᾶ (Προλεγόμενα), 1769.
Ἐξηγήσεις τοῦ κυρ Νεοφύτου τοῦ ἱεροδιακόνου τοῦ ἐξ Ἰουδαίων τοῦ Καυσοκαλυβίτου περί τοῦ ἀπολυτικίου τῆς ἁγίας Παρασκευῆς πρός τόν περί αὐτοῦ ζητήσαντα[105].
Ἐπιστολή πρός Νικηφόρον Θεοτόκην ἐρωτῶν περί τοῦ πῶς ἐξήχθη ὁ τοῦ Εὐαγγελίου λόγος εἰς τόν Νέον Κόσμον[106].
- Ἐγχειρίδιον Παρακλητικοῦ Κανόνος (1776) καί Ἀκολουθία τῶν Ὁσίων Πατέρων Βαρνάβα, Σωφρονίου καί Χριστοφόρου τῶν ἐν Μελᾷ Ὄρει ἀσκησάντων (ἐπιμέλεια). Συνέταξε ἐπίσης καί τό Κτιτορικόν τῆς μονῆς Σουμελᾶ. Τά παραπάνω ἔγραψε ὁ Νεόφυτος στή Στεφανούπολη τῆς Τρανσυλβανίας (Μπρασόβ) τό 1770 καί ἐκδόθηκε ἀργότερα στή Λειψία τό 1775 ἀπό τόν Τραπεζούντιο ἀρχιμανδρίτη Παρθένιο Μεταξόπουλο[107].
- Περί τοῦ ἐπιταφίου φωτός[108]· ἔργο πού γράφηκε κατά τό ἔτος 1769 στό Βουκουρέστι. Στό ἔργο αὐτό ὁ Νεόφυτος λαμβάνει θέση σ’ ἕνα θέμα πού ἀπασχολοῦσε τούς λογίους τῆς ἐποχῆς του περί τῆς φύσεως δηλαδή τοῦ Φωτός πού βγαίνει κάθε Μεγάλο Σάββατο ἀπό τόν Πανάγιο Τάφο στά Ἱεροσόλυμα. Στήν πραγματεῖα αὐτή ὁ Νεόφυτος ἀμφιβάλλει γιά τήν θαυματουργό φύση τοῦ ἐπιταφίου φωτός[109]. Ἐπικαλεῖται μάλιστα δήλωση τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἐφραίμ τοῦ Ἀθηναίου (1766-1771) πού ἐξέφρασε εὑρισκόμενος στό Βουκουρέστι τό 1769, σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ὁ ἴδιος (ὁ Πατριάρχης) κατήργησε τήν ‘‘χειροποίητον’’ τοῦ ‘‘Ἁγίου Φωτός’’ ‘‘μηχανουργίαν’’, ὡς μή θαυματουργική ἐνέργεια, ἀλλά ἀπάτη, πού ἀπέβλεπε στήν ‘‘φωτεμπορίαν’’[110].
                       Ἀνέκδοτα ἔργα
- Ἐπιτομή τῶν Ἱερῶν ΚανόνωνΚανονικόν. Σπουδαῖο κανονικό ἔργο[111].
Ὁ πλήρης τίτλος εἶναι: Ἐπιτομή τῶν ἱερῶν καί θείων κανόνων τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, μετά τῶν ὅσα τούτοις ἀπό τε τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς καί τῶν πνευματοφόρων πατέρων εἰς τήν ἀνάπτυξιν καί ἐπιθεωρίαν συντείνει, ξυντεθεῖσα παρά τινος τῶν τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τροφίμων ἀθωνίτου. Πρόκειται γιά μία ὀγκώδη ἀνέκδοτη συλλογή, πού σώζεται στόν αὐτόγραφο κώδ. 222 (295) τῆς Ἀκαδημίας Βουκουρεστίου, σ. 11-1227[112], , στόν κώδ. 218 Παντελεήμονος καθώς καί στόν κώδ. 1458 Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Ἑλλάδος[113].  Στό ἔργο αὐτό, τό ὁποῖο καταλαμβάνει ἔκταση 1227 ἀνισομερῶν φύλλων, φανερώνονται οἱ συνθετικές ἱκανότητες τοῦ συγγραφέα, καθώς καί ἡ βαθειά γνώση τῶν θεμάτων τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου πού εἶχε[114].   
   Τό Νομοκάνονα αὐτόν ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος χαρακτηρίζει ὡς ‘‘μέγαν μέν ὄγκῳ, πεπυκασμένον δέ θεωρίαις καί ζητήμασιν ἐκκλησιαστικοῖς καί τάς λύσεις δεόντως τό πλεῖστον ἐπάγοντα...’’[115]. Τήν μελέτη του αὐτή, παρέδωσε ὁ Νεόφυτος στόν Δωρόθεο Βουλησμᾶ, τό ἔτος 1782, ὅταν ὁ δεύτερος βρισκόταν στό Βουκουρέστι «... ἵνα πρότερον ἀνακριθεῖσα καί διαιρεθεῖσα καί πίναξιν, ὡς εἰκός, ὑποθετικοῖς καταστρωθεῖσα ἴδῃ ὕστερον τό τοῦ τύπου φῶς»[116]. Παρ’ ὅλες τίς προσπάθειές του ὁ Βουλησμᾶς δέν κατάφερε νά ἐκδώσει τό ἔργο αὐτό τοῦ Νεοφύτου καθώς μετά τό θάνατο τοῦ δευτέρου τά χειρόγραφά του ἔμειναν στήν κατοχή τῆς ἑλληνικῆς σχολῆς τοῦ Ἰασίου, ὅπου ὁ Νεόφυτος διέμενε κατά τά τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς του ὡς ἔφορός της «γηροκομίας καί μόνης ἕνεκα», ὅπως εἴδαμε προηγουμένως στήν ἐπιστολή τοῦ Νεοφύτου πρός τόν Πατριάρχη.[117]
- Περί τῆς ἀναιμάκτου θυσίας ἤτοι περί τοῦ θύτου ἤ ἀθύτου[118]. Σ’ αὐτό περιέχεται ἀλληλογραφία τοῦ Νεοφύτου μετά τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως καί Νικηφόρου Θεοτόκη γιά τό παραπάνω θέμα.
- Περί ἐπιουσίου ἄρτου
    Ἀπό τόν Κ. Σάθα ἀναφέρονται καί τά παρακάτω ἔργα:
-Σχόλια στό Θουκιδίδη καί τά Ἠθικά τοῦ Ἀριστοτέλους[119].
-Περί τῶν λεγομένων Φράγκ-Μασόνων[120]
-Φιλόσοφος ἤ Θεϊστής[121]
-Ἐξήγησις τοῦ περί φιλίας Λόγου τοῦ Λουκιανοῦ καί τοῦ περί τυραννίας[122]
-Ἐπιστολές διάφορες. Μέσα ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ Νεοφύτου πρός διάφορα ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, διαφαίνεται ἡ ὑψηλή ἀρχαιομάθεια καί λογιοσύνη τοῦ Νεοφύτου.
  Ὁ Α. Δημητρακόπουλος ἀναφέρει καί τό Πανσπερμία ὡς ἔργο τοῦ Νεοφύτου.
 Ἐπίσης, ὁ Νεόφυτος μετέφρασε τό Περί παίδων ἀγωγῆς τοῦ Πλουτάρχου καί παρέφρασε τίς Ραψωδίες Α΄ καί Β΄ τῆς Ἰλιάδος[123]. Παραθέτουμε τό παρακάτω ἀπόσπασμα τῆς παραφράσεως τῆς Ἰλιάδος, στό ὁποῖο φαίνεται ἡ λογιοσύνη τοῦ ἀνδρός:
   « Φράσον μοι, ὦ μουσηγέτις θεά, τὴν τοῦ Ἀχιλλέως ὀλεθρίαν ὀργήν, ἥτις μυρίων συμφορῶν τε καί θρήνων κατὰ βουλὴν ὡς εἰκὸς τοῦ Διὸς τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο αἴτιος πολλῶν ἀγαθῶν ἡρώων τὰς μὲν ἀνδρείας ψυχὰς εἰς Ἄδου παραπέμψασα, τὰ δὲ ρωμαλέα σώματα κυσί τε καὶ πᾶσι τοῖς οἰωνοῖς θεμένη κατάβρωμα, ἐξ ὅτου τὴν ἀρχὴν ἐρίζοντες διηνέχθησαν ἀλλήλοις ὅ τε βασιλεύς Ἀγαμέμνων καὶ ὁ θεῖος Ἀχιλλεύς».
   Ἀνάμεσα στά μεταφραστικά ἔργα τοῦ Νεοφύτου, ἀναφέρονται οἱ «Τοῦ Ὁσίου καί Θεοφόρου πατρός ἡμῶν Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, ψυχωφελέστατοι Λόγοι καί θεολογικώτατοι» ἤτοι «οἱ ἐνθουσιαστικοί αὐτοῦ κατά τε λογάδην καί πεζῇ στιχουργίαν λόγοι, οὕς ἡμεῖς πάλαι ποτέ παρακλήσει τινῶν χυδαϊστί ἐν ταῖς τοῦ Ἄθω ἐσχατιαῖς παρεφράσαμεν..», ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος στήν Ἐπιτομή Ἱερῶν Κανόνων, σέ σημείωση τῆς σ. 215.[124]     
   Ὁλοκληρώνοντας, τέλος, τόν μακρύ Κατάλογο τῶν ἔργων μεγάλου αὐτοῦ Καυσοκαλυβίτου λογίου καί διδασκάλου τοῦ Γένους, ἀναφέρουμε καί τήν παράφρασή του σέ δύο Λόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: Εἰς τήν Χριστοῦ Γέννησιν καί Εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον.  




  * Ἡ μελέτη αὐτή ἀποτελεῖ ἐκτενέστερη ἀνάπτυξη τῆς εἰσηγητικῆς ὁμιλίας τοῦ ὁσιολογιωτάτου μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, ἐπί τῇ ὑποδοχῇ του ὡς Ἀντεπιστέλλον Μέλος τοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου ‘‘Παρνασσός’’, κατά τήν 15ην Δεκεμβρίου 2006 (ἐκ τῆς Διευθύνσεως Συντάξεως τοῦ παρόντος τόμου).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου