Σάββατο 11 Απριλίου 2015

Ἀναμνήσεις μου ἀπό τήν ἐποχή τῆς δοκιμῆς μου στόν μοναχισμό στήν Ἱερά Μονή Νεάμτσου Ρουμανίας. Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε



Ἀναμνήσεις μου ἀπό τήν ἐποχή τῆς δοκιμῆς μου στόν μοναχισμό στήν Ἱερά Μονή Νεάμτσου Ρουμανίας

Κατά τήν περίοδο 1931-1932 ἤμουν σάν δόκιμος στήν ἐκκλησιαστική σχολή τῆς μονῆς Νεάμτς. Μόνο τό ὄνομα εἶχε ἐκκλησιαστική σχολή, διότι οὐσιαστικά ἡ σχολή εἶχε μεταφερθῆ στήν μονή Τσερνίκα, πλησίον τοῦ Βουκουρεστίου, καί ἐδῶ λειτουργοῦσε μόνο μιά σχολή ἱεροψαλτῶν γιά τούς δόκιμους τῆς Μονῆς, περίπου ἑκατό ἄτομα, καί οἱ περισσότεροι νέοι.
Ἡ σχολή λειουργοῦσε στό παλαιό κτίριο, στήν θέσι τοῦ σημερινοῦ θελογικοῦ σεμιναρίου, ὅπου τόν περασμένο αἰῶνα στεγαζόταν γηροκομεῖο καί δίπλα ὑπῆρχε καί στάδιο, κατασκευασμένο ἀπό τόν μεγάλο ἐθνικό ποιητή μας Μιχαήλ Ἐμινέσκου.
Ἔκανα ὑποτακτικός στήν διπλανή σκήτη Βοβιντένια γιά ἕνα χρόνο, στόν π. Παφνούτιο, ὁ ὁποῖος μέ εἶχε στείλει στήν σχολή αὐτή νά μάθω βυζαντινή μουσική, κοντά στόν καθηγητή ἀρχιδιάκονο Γεννάδιο Χοντσίουκ, φημισμένο ψάλτη καί ἀκούραστο λειτουργό.
Κάποια ἡμέρα βγαίνοντας ἀπό τήν πόρτα τῆς σχολῆς στόν δρόμο πού ὁδηγεῖ πρός τό μοναστήρι, ἐκείνη τήν στιγμή περνοῦσε ὁ Γέρο Μαρῖνος μέ τήν καρότσα του δεμένη πίσω στό ἄλογό του, μεταφέροντας στό μοναστήρι τίς ἀποσκευές ἑνός νέου, πού πήγαινε γιά δόκιμος καί εἶχε τά μαλλιά του μποῦκλες καί περπατοῦσε δίπλα στήν καρότσα. Τόν ἐρωτῶ ἐπ᾿εὐκαιρίᾳ:
-Ἀπό ποῦ εἶσαι, ἀδελφέ;

-Ἀπό τήν Βορόνα, μοῦ ἀπήντησε.
-Καί πῶς ὀνομάζεσαι;
-Ἀδελφός Θεόδωρος.
Ἦταν ἕνα ἁπλό γεγονός τό ὁποῖον ἔμεινε ἀνεξάλειπτο στήν μνήμη μου.
Ἐκεῖνον τό καιρό δέν κυκλοφοροῦσαν πολλοί διαβάτες ἀπό τήν πόλι Τιργκου Νεάμτς πρός τήν κοιλάδα τῶν μοναστηριῶν. Τά λεωφορεῖα δέν εἶχαν ἀκόμη ἐμφανισθῆ καί ὁ Γέρο Μαρῖνος μέ τήν καρότσα καί τό ἄλογό του ἔκανε αὐτή τήν γραμμή γιά τούς προσκυνητές πού τυχαῖα θά συναντοῦσε στόν δρόμο πού ἐπήγαιναν γιά τά μοναστήρια ἤ μοναχούς πού θά ἐπήγαιναν στήν πόλι γιά ὀψώνια.
Ὁ ἀδελφός Θεόδωρος ἔγινε δεκτός στήν μονή καί μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἦλθε καί ἔμεινε μέ τούς ἄλλους ἀδελφούς στήν σχολή ψαλτῶν.
 Ἐγνωρισθήκαμε ἀπό κοντά καί συνωμιλούσαμε λέγοντας ὁ ἕνας τούς λογισμούς καί τίς σκέψεις του στόν ἄλλον. Εἶχε μπῆ σάν δόκμος στήν μονή Βορόνα γιά λίγο διάστημα, ἀλλά ἡ ψυχή του ποθοῦσε μία πληρέστερη πνευματική ζωή καί γι᾿ αὐτό ἦλθε στό Νεάμτς, ὅπου εἶχε ἀκούσει ὅτι λειτουργεῖ καί σχολή καί ζοῦν πολλοί πνευματικοί πατέρες.
Πόσοι διαφορετικοί ἦταν ἐκεῖνοι οἱ καιροί ἀπό ὅ,τι εἶναι οἱ σημερινοί! Ζωή ἁπλή, πατριαρχική, ἥσυχη! Οὔτε ἐργοστάσια δίπλα στό μοναστήρι εἶχαν τότε οἰκοδομηθῆ, οὔτε συγκοινωνίες, οὔτε τηλέφωνα. Σπανίως περνοῦσε κάποια φορά ἕνα αὐτοκίνητο. Μία φορά τόν χρόνο ἐρχόταν μέ αὐτοκίνητο καί ὁ μητροπολίτης ἀπό τό Ἰάσιο.
Ἡ ἀλληλογραφία γινόταν τότε μέ γράμματα καί ὄχι μέ ἄλλο τρόπο. Καί ἐπειδή δέν ὑπῆρχε τηλέφωνο, στίς καθορισμένες ὧρες τῆς ἡμέρας ἕνας μοναχός ἀνέβαινε στό ψηλότερο ὄροφο τοῦ καμπαναριοῦ καί ἀπό ἐκεῖ ἔβλεπε ποιός ἐρχόταν στόν δρόμο γιά τήν μονή καί πληροφοροῦσε τόν ἀρχοντάρη.
Ὅταν ἔβλεπε ἀπό μακριά ἕνα σύννεφο σκόνης νά ἀνέρχεται στήν μέση τοῦ δρόμου, αὐτό ἦταν σημεῖο ὅτι ἔρχεται τό αὐτοκίνητο τοῦ μητροπολίτου. Ἀμέσως κτυποῦσε τίς καμπάνες καί συγκεντρωνόταν ὅλη ἡ ἀδελφότητα γιά τήν ὑποδοχή του.
 Καί τό «σινιάλο» δέν ἔσφαλλε ποτέ.
Στήν σχολή οἱ μαθητές εἶχαν τό ὑπνοδωμάτιό τους καί τά μαθήματά τους, πού ἔκαναν. Ὑπηρεσίες καί ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες ἔκαναν μαζί μέ τήν ἀδελφότητα στό μοναστήρι. Τά ὑπνοδωμάτιά τους ἦταν μεγάλες σάλες μέ 20-30 κρεββάτια σέ δύο σειρές καί ἐκοιμῶντο μόνο τήν νύκτα, διότι τήν ἡμέρα εἶχαν τά μαθήματά τους καί τά διακονήματά τους στό μοναστήρι. Τήν ἄνοιξι, ἄρχιζαν οἱ κηπουρικές ἐργασίες καί τό φύτευμα τῶν λαχανικῶν καί ὀπωρικῶν.
Ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς, ἐπίσκοπος Νικόδημος, ὁ μετέπειτα πατριάρχης ἦταν σπουδαῖος νοικοκύρης. Εἶχε κατασκευάσει θερμοκήπια καί καλλιεργοῦσε ὁ ἴδιος τά λουλούδια γύρω ἀπό τά παρτέρια τῆς Μονῆς. Τό καλοκαίρι ἐφύτευε νέα φυτώρια καί συγκέντρωνε τόν σανό ἀπό τούς γύρω λόφους γιά τά ζῶα μας τόν χειμῶνα. Τόν χειμῶνα, ἔκοβε ξύλα μέ τό πριόνι καί τά μετέφερε στήν ἀποθήκη καί στό δωμάτιό του.
Ὑπῆρχε καί ἕνα θεριστοκοπτικό μηχάνημα πού ἔκοβε τόν σανό γιά τίς ἀγελάδες γιά τήν χειμερινή περίοδο. Δέν λειτουργοῦσε μέ μηχανή, ἀλλά γυρνοῦσαν δύο ἀδελφοί σάν δοῦλοι ἕνα ξύλο γιά νά λειτουργήση καί νά κόψη τόν σανό.
Ἡ ἀποθήκη τοῦ σανοῦ ἦταν δίπλα στήν σχολή, ὅπου ἐκεῖ κοντά ἦταν καί ὁ σταῦλος τῶν ζώων. Ἐπηγαίναμε στίς δουλειές ἀνά τρία ἄτομα. Εἴμασταν χαρούμενοι καί στό τέλος τῆς δουλειᾶς μας ὁ π. Μακάριος μᾶς ἔφερνε καί μία κανάτα γάλα ζεστό, τό ὁποῖο μᾶς ἐζέσταινε καί μᾶς ἐνίσχυε.
Ὅταν ἐπηγαίναμε γιά τίς ἐξωτερικές ἐργασίες, μακριά ἀπό τήν μονή, φαγητό ἐτρώγαμε ἐκεῖ στόν τόπο τῆς ἐργασίας. Τό μεσημέρι στίς 12 εἴχαμε ἰδιωτική τράπεζα: Σοῦπα μέ μαμαλίνκα (πηκτό προζύμι ἀπό καλαμποκάλευρο) μέσα σέ πήλινο πιάτο καί ξύλινο κουτάλι. Μετά τό φαγητό ξεκουραζόμασταν λίγο καί κατόπιν συνεχίζαμε τήν δουλειά. Στίς 3 τό ἀπόγευμα ἐρχόταν ὁ Οἰκονόμος τοῦ μοναστηριοῦ μέ τήν καρότσα πού τήν τραβοῦσε ἕνα ἄλογο καί μᾶς ἔφερνε κάτι γιά συμπλήρωμα: Ἕνα κομμάτι ψωμί, μέ ἐλιές στό χέρι ἤ ἕνα κομμάτι τυρί, ἀνάλογα τῆς ἡμέρας.
Ἐδουλεύαμε μέχρι τό βράδυ καί γιά βραδυνό φαγητό ἐτρώγαμε ὅλοι μαζί στήν τράπεζα τῆς μονῆς. Μᾶς περίμενε καί πάλι ἡ μαμαλίνκα, τό ὁποῖο μᾶς τό ἐσέρβιρε ὁ τραπεζάρης π. Γαλακτίων καί τό ἔκοβε σέ ἴσα τεμάχια μέ μία μαχαίρα καί μέ μαεστρία.
Μαζί μέ τήν μαμαλίνκα εἴχαμε πάλι τήν σοῦπα μέ λίγα φασόλια καί πατάτες μέσα. Αὐτό ἦταν καθημερινά ἡ βασική μας τροφή. Μία φορά τήν ἑβδομάδα μᾶς ἔδιναν γάλα καί τήν Κυριακή τυρί μαζί μέ μαμαλίνκα καί ἕνας ποτήρι κρασί. Στίς μεγάλες γιορτές ἔκαναν κάποιο γλυκό, ψάρι καί ἄλλα. Κρέας δέν ἔτρωγε ἡ Ἀδελφότητά μας.
Μοῦ ἔμειναν σάν δύο φωτεινές εἰκόνες οἱ μορφές δύο ἀδελφῶν, πού ἦταν ὑπόδειγμα φλογεροῦ ζήλου καί μοναχικῆς ὑπακοῆς. Ἦταν ὁ μοναχός Διονύσιος, ὁ μάγειρος τῆς Μονῆς καί ὁ μοναχός Γαλακτίων, ὁ τραπεζάρης, οἱ ὁποῖοι ἐθυσίασαν τήν ζωή τους σ᾿ αὐτά τά διακονήματα.
Γιά τίς ἱερές ἀκολουθίες ἐπηγαίναμε στήν μεγάλη ἐκκλησία. Γιά θεία Λειτουργία μόνο τίς Κυριακές καί μεγάλες ἑορτές, ἀλλά γιά τίς ἀκολουθίες τοῦ μεσονυκτικοῦ καί τοῦ ὄρθρου ἦταν ὑποχρεωτικό νά εἴμεθα ὅλοι καί ὅλων τῶν ἡλικιῶν.  Στό μοναστήρι Νεάμτσου ἡ ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου ἄρχιζε στίς 11 πρίν τά μεσάνυκτα.
Ἐπειδή ἡ σχολή μας ἦταν σέ λίγη ἀπόστασι ἀπό τό μοναστήρι, σηκωνόμασταν στίς 10,30. Ἐκάναμε ἔξω δύο σειρές συνολικά περί τά 100 ἄτομα καί ἐμπαίναμε στήν ἐκκλησία. Προσκυνούσαμε τίς εἰκόνες κατά σειράν δύο-δύο καί μετά ἐπαίρναμε τίς καθωρισμένες θέσεις μας. Ὑπῆρχε αὐστηρός ἔλεγχος καθημερινά γιά τήν παρουσία τῶν δοκίμων στήν ἐκκλησία, ἀπό τήν ὁποίαν δέν ἀπουσίαζε κανείς, ἐκτός τῆς περιπτώσεως βαρειᾶς ἀσθενείας.
Ὅποιος ἀπουσίαζε χωρίς αἰτία, τήν δεύτερη ἡμέρα ἔκανε τόν κανόνα του στήν τράπεζα καί ὄρθιος μπροστά στίς εἰκόνες τῶν Ἁγίων τῆς Μονῆς. Τραβοῦσε κομποσχοίνι δυνατά ζητῶντας συγχώρησι. Κατά τήν ἔξοδο τῶν πατέρων, στεκόταν γονατιστός στήν ἔξοδο τῆς πόρτας τῆς τραπέζης καί ζητοῦσε συγχώρησι ἀπ᾿ ὅλους τούς έξερχομένους ἀδελφούς καί λαϊκούς. Ἐάν κάποιος ἀπουσίαζε συχνά καί δέν ἔκανε ὑπακοή νά τραβᾶ κομπσχοίνι στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, ὁ Οἰκονόμος τόν συμβούλευε νά ἐπιστρέψη στό σπίτι του, διότι δέν εἶχε τήν μοναχική κλῆσι ἀπό τόν Θεό.
Οἱ ἀκολουθίες τῶν Κυριακῶν καί τῶν μεγάλων ἑορτῶν παρέμειναν ἀνεξάλειπτες στήν μνήμη μου γιά τήν μεγαλοπρέπεια καί τήν ὡραιότητά τους.
Παραμονές τό βράδυ, γινόταν πάντοτε γιά τίς μεγάλες ἑορτές ἀγρυπνίες, ἀπό τίς ὁποῖες οὐδέποτε ἀπουσίαζε ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς, ἐπίσκοπος Νικόδημος. Μετά τήν βραδυνή τράπεζα, ἀνέβαινε ὁ ἐκκλησιαστικός στόν πύργο, ὅπου τό καμπαναριό καί κτυποῦσε τόν κόπανο μέ πολλή τέχνη. Ἐκείνη τήν στιγμή τό πλῆθος τῶν μοναχῶν καί τῶν προσκυνητῶν ἐπήγαιναν στήν ἐκκλησία, προσκυνοῦσαν τίς ἅγιες εἰκόνες καί ἔπαιρναν τίς θέσεις τους. Ὁ χορός τῶν προεστώτων καί κληρικῶν ἐπερίμεναν ἔξω στό προαύλιο γιά νά ὑποδεχθοῦν τόν ἡγούμενο ἐπίσκοπο καί νά τόν συνοδεύσουν πρός τήν ἐκκλησία.
Ὅταν ἔβγαινε ὁ ἡγούμενος ἀπό τό κελλί του, οἱ εἰδικευμένοι μοναχοί κτυποῦσαν τούς κοπάνους μέ μαεστρία καί σταματοῦσαν ὅταν ὅλη ἡ συνοδία μέ τόν ἡγούμενο-ἐπίσκοπο ἔμπαιναν στήν ἐκκλησία. Ὁ π. Γαλακτίων, τόσο πολύ εἶχε συνεπαρθῆ ἀπό τήν ἁρμονία τους, ὥστε τίς ἀπαθανάτισε στό διήγημά του μέ τίτλο: «Οἱ καμπάνες τῆς μονῆς Νεάμτσου». Οἱ προσκυνητές τῆς μονῆς ἦταν ἄνθρωποι ἁπλοί, περπατοῦσαν μέ εὐλάβεια καί προσκυνοῦσαν τίς εἰκόνες μέ δάκρυα.
Ἀφοῦ ὁ ἐπίσκοπος προσκυνοῦσε στό μέσον τῆς ἐκκλησίας, φορώντας καί τόν μανδύα του, μετά ἐπήγαινε στήν θέσι του στόν χορό, ὅπου ἤρχοντο οἱ ἱερεῖς, οἱ διάκονοι, οἱ μοναχοί καί ὁ λαός καί ἔπαιρναν τήν εὐλογία του καί ἄρχιζε ἡ ἀκολουθία.
Ἡ ἐκκλησία πόσο ὡραῖα στολισμένη ἦταν! Ὁ σκευοφύλακας π. Γεράσιμος Κίργια εἶχε μία μεγάλη ἐμπειρία καί τέχνη γιά τόν στολισμό τῆς ἐκκλησίας. Κουρτίνες καί ποδιές ἐκλεκτές στά προσκυνητάρια καί χοντρά χαλιά κάτω στό δάπεδο τῆς ἐκκλησίας,  ἐνῶ στίς δεσποτικές καί θεομητορικές ἑορτές τοποθετοῦσε ἀσημένια καντήλια καί κηροπήγια. Δέν ἤθελες νά τελειώσουν αὐτές οἱ λαμπρές νυκτερινές ἀκολουθίες!
Στήν εἴσοδο τοῦ ἑσπερινοῦ εἶχαν ντυθῆ 12 διάκονοι καί 20 ἱερεῖς, μερικές φορές ἦταν καί περισσότεροι μέ τίς ἴδιες πολύχρωμες στολές τους. Καί ἔψαλλαν ὅλοι μαζί τόν ὕμνο: «Φῶς ἱλαρόν...». Ἐνῶ στήν Μικρά εἴσοδο τῆς Θ. Λειτουργίας ἔψαλλαν τό: «Δεῦτε προσκυνήσωμεν...». Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἐκκλησία τῆς μονῆς! Στίς ἀγρυπνίες ἐγέμιζε καί μερικοί ἀνέβαιναν στά παράθυρα καί στά στασίδια νά ἰδοῦν καί ν᾿ἀκούσουν.
Στήν θεία Λειτουργία ἔψαλε ὁ χορός τῶν δοκίμων, πού ἦταν ὅλοι σπουδαστές τῆς σχολῆς ἱεροψαλτῶν, πού διευθυνόταν ἀπό τόν πρωτοψάλτη ἱεροδιάκονο Γεννάδιο. Κι ἐμεῖς οἱ νέοι δόκιμοι, πού ἐλαμβάναμα μέρος σ᾿ αὐτήν τήν οὐράνια χοροστασία, εἴμασταν βαθειά συγκινημένοι ἀπό τήν πνευματική χάρι καί ὀμορφιά τῶν ἀκολουθιῶν.
Στό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας ὁ ἡγούμενος, ἐπίσκοπος Νικόδημος, ἄνθρωπος θεολογικά κατηρτισμένος, ἔλεγε καί ἕνα ὡραῖο λόγο γιά τήν ἑορτή. Στήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ ἐδιάβαζε κατάλληλον πατερικόν λόγον ὁ π. Γαλακτίων Κίργια.
Τότε οἱ μοναχοί ἦσαν περισσότεροι ἀπό διακοσίους. Ἀνάμεσά τους ὑπῆρξαν ἀδελφοί μέ ὑψηλή πνευματική ζωή. Ὑπῆρχαν κατ᾿ ἀρχήν ἐξομολόγοι στούς ὁποίους ἐπηγαίναμε νά ἐξομολογηθοῦμε σέ τακτά διαστήματα, τῶν ὁποίων τά πρόσωπα ἔλαμπαν ἀπό πραότητα καί θεία χάρι, ὅπως ἦταν ὁ π. Ἀμβρόσιος, ὁ π. Ἰωακείμ, ὁ π. Δαμασκηνός καί ἄλλοι.
Ὁ σκευοφύλακας π. Γεράσιμος Κίργια ἦταν ἄνθρωπος σιωπηλός, ταπεινός καί μέ βαθειά εὐλάβεια στήν Κυρία Θεοτόκο. Ὁ π. Διονύσιος, ὁ μεγαλύτερος οἰκονόμος τῆς Μονῆς, σπουδαῖος νοικοκύρης καί πολύ πνευματικός ἄνθρωπος. Ὁ π. Ἰώβ, ὁ βοτανολόγος καί φαρμακοποιός, ἄνθρωπος εἰδικευμένος στήν δουλειά του καί πολύ ἐλεήμων. Στήν βεράντα, ὅπου ἦταν τό φαρμακεῖο του μέ τά βότανα καί τά φάρμακα, δέν ἔλειπαν ποτέ ἀπό ἐκεῖ οἱ τσιγγάνοι νά πάρουν ἐλεημοσύνη καί τά βότανά τους ἀπό τόν π. Ἰώβ. Πολύ ἀκόμη ὀνομαστός ἦταν ὁ ἐρημίτης Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἕνα καιρό ἔμενε στήν σκήτη Εἰκόνα, πού εἶνα μέσα στό δάσος. Δέν εἶχε πολλές γνώσεις, ἀλλά εἶχε ὑψηλή πνευματική ζωή. Τό πλῆθος τῶν πιστῶν δέν ἀπουσίαζε ποτέ ἀπό τήν βεράντα τοῦ κελλιοῦ του. Νομίζω ὅτι βλέπω τώρα μπροστά μου τόν π. Κλήμεντα, ἀδύνατον, ξερακιανό καί σιωπηλό. Ποτέ δέν τόν εἶδα νά κάθεται στό στασίδι του. Στεκόταν πάντοτε ὄρθιος καί στόν ὄρθρο ἔλεγε ἀπό στήθους τούς ψαλμούς, ἀργά καί καθαρά.
Ὑπῆρχαν καί ἄλλα σπουδαῖα γεγονότα ἀπό τήν ζωή τῆς ἀδελφότητος τῆς μονῆς Νεάμτσου. Ἡ ἑορτή τῆς μονῆς, πού εἶναι πρός τιμήν τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ, κρατοῦσε μία ἑβδομάδα. Οἱ χριστιανοί ἤρχοντο κατά δεκάδας χιλιάδας νά προσκυνήσουν τήν ὀνομαστή καί θαυματουργό Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Μέσα στίς μεγάλες Νηστεῖες ἐγένοντο συνήθως οἱ κουρές τῶν δοκίμων σέ μοναχούς. Μερικές φορές ἐγένοντο μοναχοί δέκα ἤ καί 12 μαζί ἤ καί περισσότεροι.
Σέ τέτοιες ἅγιες καί πλήρεις θείας χάριτος ἐποχές ἀξιώθηκα νά ζήσω. Ὅσο μποροῦσα νά καταλάβω τότε στήν ἡλικία πού ἤμουν, δέν μπορεῖ κανείς νά συμμετέχη σ᾿ αὐτές τίς πνευματικές συνάξεις, χωρίς νά συμμετέχη ταυτόχρονα καί στούς σωματικούς κόπους καί σέ μιά ὑψηλή πνευματική κατάστασι.
Εἴχαμε ἀκούσει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική μοναχική σχολή εἶχε μεταφερθῆ στήν μονή Τσερνίκα καί ἐμεῖς ἐφανταζόμασταν ὅτι δέν εἶναι ἐκεῖ εὐνοϊκές οἱ συνθῆκες γιά τόν σκοπό μας καί μερικοί ἀπό τούς σπουδαστές ἐπέστρεφαν στήν δική μας σχολή. Ἀλλά ἡ διεύθυνσις τῆς σχολῆς καί τῆς μονῆς μας δέν ἦταν διατεθειμένη νά δίνη ἄδεια γιά νά πηγαίνουν στήν Τσερνίκα ἀδελφοί νά σπουδάζουν. Γι᾿ αὐτό καί ἔβλεπες κἄπου-κἄπου νά ἐξαφανίζεται ἕνας-ἕνας ἀδελφός ἀπό τήν μονή. Μιά ἡμέρα ἐξαφανίσθηκε καί ὁ ἀδελφός Θεόδωρος, ἀλλά μετά ἀπό δύο χρόνια τόν ἀκολούθησα κι ἐγώ. Αὐτή ἦταν ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἀδελφός Θεόδωρος γράφθηκε στήν ἐκκλησιαστική σχολή τῆς μονῆς Τσερνίκας, προσφέρθηκε μέ ὅλη τήν ψυχή του στήν μελέτη ἱερῶν καί θεολογικῶν βιβλίων καί ὁ Καλός Θεός, πού γνωρίζει τά κρυπτά τῆς καρδίας τοῦ καθενός, τόν ἀξίωσε νά προΐσταται τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας. Αὐτός ἦταν ὁ πατριάρχης Θεόκτιστος, πού ἐκοιμήθη τό 2007.

 ***
Μετάφρασις ἀπό μοναχό Δαμασκηνό Γρηγοριάτη.

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου