Σε μία εποχή πού επικρατεί τόσο βαθύ σκοτάδι με έντονη διαφθορά και
υποκρισία, ή άγια μας Ορθόδοξη Εκκλησία δεν παύει ταπεινά και αθόρυβα
να καλλιεργεί πνευματικά τα μέλη της, νά τα οδηγεί και νά τα μορφώνει
εν Χριστώ και νά δημιουργεί τελικά τούς άγιους της. Αυτούς πού
στηρίζουν και αρωματίζουν με τη ζωή τους τη μολυσμένη ατμόσφαιρα της
κοινωνίας μας. Όχι μόνο κατά τούς παλαιούς χρόνους άλλά και σήμερα ή
Εκκλησία μας συνεχίζει το έργο αυτό. Ιδιαίτερα καυχάται για τούς οσίους
και ομολογητές της. Ένας από αυτούς και σύγχρονος είναι και ο
ιερομόναχος και ομολογητής π. Γεώργιος Καρσλίδης από τον Πόντο, τον
οποίο λίγους μήνες πριν - στις 18 Μαρτίου 2008 - ή άγια μας Εκκλησία με
ειδική Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη ενέταξε επίσημα στο Εορτολόγιο
της με τον τίτλο του οσίου και αγίου. Και πλέον θα τον τιμούμε κάθε
χρόνο στις 4 Νοεμβρίου, ήμερα τής έκδημίας του. Εφέτος ο πρώτος επίσημος
εορτασμός τής μνήμης του τελέστηκε με ξεχωριστή λαμπρότητα και
μεγαλοπρέπεια στην Ιερά Γυναικεία Μονή τής Αναλήψεως του Σωτήρος στο
χωριό Σίψα τής Δράμας, την οποία είχε ο ίδιος ιδρύσει και όπου έζησε τα
τελευταία 30 χρόνια τής ζωής του και όσιακά έκοιμήθη και ετάφη.
Ό όσιος και ομολογητής Γεώργιος Καρσλίδης είχε την καταγωγή του από τα
αγιασμένα χώματα τής Ανατολής. Γεννήθηκε στις αρχές του 20οΰ αιώνα,
το 1901, στην Αργυρούπολη του μαρτυρικού μας Πόντου. Έζησε συνολικά 58
χρόνια ομολογίας, θυσίας και προσφοράς έχοντας ως σύνθημα τής ζωής του
«νά μη ζει για τον εαυτό του άλλά για τον Θεό και τούς ανθρώπους».
Γονείς είχε τούς ευλαβείς Σάββα και Σοφία. Από αυτούς διδάχθηκε τη
θεοσέβεια. Νωρίς όμως έμεινε ορφανός και από τούς δύο γονείς του - ο
πατέρας του σκοτώθηκε σε κάποια μάχη. Έτσι τον μικρό Αθανάσιο (αυτό
ήταν το βαπτιστικό όνομα του Άγιου) ανέλαβε νά τον προστατέψει ή πιστή
γιαγιά του. Αυτή του ενέπνευσε την αγάπη προς τη λειτουργική ζωή της
Εκκλησίας μας και τη συνειδητή πνευματική ζωή. Με αυτή την ευλαβέστατη
γιαγιά του σε ηλικία 7 ετών ο Αθανάσιος επισκέπτεται για πρώτη φορά την
ιστορική Μονή της Παναγίας στον Σουμελά του Πόντου. Και εκεί
το μικρό παιδί εναποθέτει την ελπίδα της ζωής του. Σύντομα όμως και ή
γιαγιά του άνεχώρησε για τον ουρανό αφήνοντας του πολύτιμη κληρονομιά
μαζί με τη θεοσέβεια και μία φιλντισένια εικόνα τής Παναγίας - σε μορφή
επιστήθιου εγκολπίου - την όποια πλέον έφερε πάντα πάνω του ως
οικογενειακό κειμήλιο ευλάβειας και προστασίας.
Ή σκληρή και βάναυση συμπεριφορά του μεγαλυτέρου αδελφού του τον
ανάγκασαν μαζί με τον παππού του νά φύγουν για τη Θεοδοσιούπολη τής
Μεγάλης Αρμενίας. Δεν θα παραμείνει όμως για πολύ εδώ.
Αισθάνεται μέσα του βαθιά δίψα για τον Θεό. Αυτόν ποθεί και σ' Αυτόν επιθυμεί
ν' αφιερωθεί. Ξεκινά λοιπόν μόνος το μεγάλο του ταξίδι με όπλο του την
πίστη, έχοντας μαζί του έκτος από την εικόνα τής Παναγίας, ένα σταυρό,
ένα θυμιατό και το πιστοποιητικό τής γεννήσεως του. Διήνυσε
περιπετειώδη πορεία μέσα από δύσβατα μονοπάτια και χιονισμένες εκτάσεις
του Καυκάσου. Ό Κύριος τον προστάτευε συνεχώς. Αλλά και οι Άγιοι πού έπεκαλεΐτο και τούς ονόμαζε φίλους του, ήταν πάντα κοντά του και τον συνόδευαν, και κυρίως ο άγιος Γεώργιος.
Έφθασε
στην Τιφλίδα τής Γεωργίας. Και από εκεί ή θεία Πρόνοια οδήγησε τα
βήματα του σε γειτονικό μοναστήρι τής Ζωοδόχου Πηγής. Με ευγνωμοσύνη
προς τον άγιο Θεό εισήλθε στον άγιο αυτό χώρο. Στολισμένος με την αθωότητα,
τη σύνεση, την αδιάκριτη πίστη και τον φόβο του Θεού απέσπασε την
αγάπη και τον σεβασμό των συμμοναστών του. Στα διακονήματα πού του
ανέθεσαν, τής ραπτικής, τής υφαντικής και τής μαγειρικής, υπήρξε
υποδειγματικός με ζηλευτή φιλεργία και αποδοτικότητα. Αγαπούσε όμως
πολύ και την αυστηρή άσκηση στον εαυτό του και την κακοπάθεια. Ζούσε
για τον Θεό και χαιρόταν για όσα απολάμβανε εκεί. Και έλεγε: «Εγώ έτσι
θα περάσω στη ζωή μου».
Στις 20 Ιουλίου 1919 ο Αθανάσιος κείρεται μοναχός και λαμβάνει το
όνομα Συμεών. Κατά την ιερή εκείνη ώρα τής κουράς του οι καμπάνες τής
Μονής κτύπησαν από μόνες τους. Και θεωρήθηκε αυτό το γεγονός θείο
σημείο τής εύνοιας του Θεού προς τον πιστό δούλο του, τον μελλοντικό
Άγιό του. Ό μοναχός Συμεών πλημμυρισμένος από τη χάρη του Θεού
συνεχίζει τώρα την άσκηση του ακόμη πιο υπεύθυνα, τηρώντας με ακρίβεια
τις ιερές υποσχέσεις πού έδωσε στην κουρά του για αυστηρή παρθενία,
αδιάκριτη υπακοή και πλήρη ακτημοσύνη.
Όμως από το 1917 στη Ρωσία άρχισε νά μαίνεται ισχυρός ο άνεμος των
διωγμών εναντίον τής Εκκλησίας του Χριστού από το αθεϊστικό καθεστώς. Ό
Χριστός «ξανασταυρώνεται» με τόσο σκληρά διατάγματα και διαγγέλματα,
ώστε νά λένε: «Εμείς θα διορθώσουμε τα λάθη του Διοκλητιανού και του
Νέρωνος». Εκκλησίες βεβηλώνονται ή ισοπεδώνονται. Μοναστήρια
πυρπολούνται ή κατεδαφίζονται. Μοναχοί και ιερωμένοι άλλά και λαϊκοί
φυλακίζονται και βασανίζονται σκληρά, γιατί παραμένουν πιστοί στην
ορθόδοξη πίστη. Οι πρώτοι μάρτυρες καταγράφονται στα Μαρτυρολόγια τής
Ρωσικής Εκκλησίας. Ήρθε όμως και ή σειρά τής Γεωργίας. Το Μοναστήρι
τής Ζωοδόχου Πηγής λεηλατήθηκε. Οι μοναχοί συνελήφθησαν. Τούς έκλεισαν
σε υγρή και σκοτεινή φυλακή, όπου ήταν αναγκασμένοι νά ξαπλώνουν σε
μία σανίδα κάτω ακριβώς από την όποια αναδύονταν οι οσμές ακαθαρσιών
από διερχόμενο υπόνομο.
Ό ηγούμενος τής Μονής δεν άντεξε. Υπέκυψε και πέθανε μέσα στη φυλακή.
Τον μοναχό Συμεών τον διαπόμπευσαν κάποια μέρα στους δρόμους και τον
περιέφεραν δεμένο και χωρίς ρούχα, φωνάζοντας ειρωνικά γι' αυτόν: «Νά ο
προφήτης!». Σταθεροί στην πίστη οι έγκλειστοι μοναχοί θέλησαν κάποιο
Πάσχα και έψαλαν δυνατά μέσα στη φυλακή όλοι μαζί το «Χριστός Ανέστη». Ό
διοικητής εξαγριωμένος διέταξε την καταδίκη τους. Αφού τούς φόρεσαν
λευκούς χιτώνες, τούς οδήγησαν δεμένους στην άκρη απόκρημνων βράχων.
Και από εκεί τούς γκρέμισαν, Αφοί προηγουμένως τούς πυροβολούσαν
ασταμάτητα. Ό μοναχός Συμεών δέχθηκε τρεις σφαίρες. Μία τον χτύπησε
στο σιδερένιο περίβλημα τής εικόνας τής Παναγίας πού φορούσε, ή άλλη
τον πήρε επιδερμικά στο λαιμό και ή τρίτη στα πόδια. Ό Όσιος σώθηκε
θαυματουργικά. Και τελικά του χάρισαν τη ζωή, γιατί υπήρχε νόμος πού
έλεγε: «Νά αθωώνεται κάθε κατάδικος πού δέχεται τρεις σφαίρες όχι
θανάσιμες».
Ό
πανάγιος Θεός όμως επεμβαίνει θαυματουργικά, και με παρέμβαση ευγενών
ανθρώπων τής περιοχής εκείνης αποφυλακίζει τον δούλο του. Εξέρχεται ο
Όσιος με τα «στίγματα» του μάρτυρος και του όμολογητού. Με μορφή
καταπονημένη άλλά φωτεινή. Περιφέρεται τώρα ως διωκόμενος μοναχός. Ζει
με εράνους...
Ό Κύριος καλεί τώρα τον πιστό δούλο του στο υπούργημα τής ίερωσύνης.
Χειροτονείται
πρώτα διάκονος και στις 8 Σεπτεμβρίου 1925 χειροτονείται ιερεύς στον
Άγιο Μηνά στη Γρούζια Σχέτα λαμβάνοντας το νέο του όνομα: Γεώργιος. Με
το όνομα αυτό θα δοξάσει τον Θεό τον υπόλοιπο χρόνο τής ζωής του. Ό
όσιος ιερεύς π. Γεώργιος ήταν για όλους τούς ανθρώπους φως, δύναμη και
παρηγοριά. Προικισμένος με το χάρισμα τής διορατικότητος απεκάλυπτε τα
προβλήματα των ανθρώπων. Έδινε σοφές συμβουλές σε όλους και τούς
καθοδηγούσε προς τον Χριστό. Ή φήμη του ως άγιου άρχισε από εκεί νά απλώνεται...
Και όταν από την Τιφλίδα ήρθε στο Σοχούμ, και εδώ ο κόσμος τον αγάπησε
πολύ. Δεν έπαυσε δε ο όσιος Γεώργιος παρά τη φιλάσθενη κράση του νά
συνεχίζει την ασκητική του ζωή μέσα στην πόλη μένοντας σε ένα απέριττο
δωμάτιο πάμφτωχος και απαρνούμενος τις περιποιήσεις του κόσμου.
Παρέμενε φτωχός άλλά ήταν πάντα πλούσιος σέ αγάπη και σε καλοσύνη, πού
αντλούσε από τον μεγάλο Διδάσκαλο της αγάπης, τον Κύριο μας Ιησού
Χριστό!
Το
1929 ο όσιος Γεώργιος έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, πού τόσο
αγαπούσε και επιθυμούσε. Αποβιβάζεται στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Και
το 1930 εγκαθίσταται μόνιμα στο χωριό Σίψα (σήμερα Ταξιάρχες) της
Δράμας. Εδώ ο πολύπαθος όσιος και ομολογητής ιερομόναχος π. Γεώργιος
θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του βαστάζοντας «έν τω σώματι
του τά στίγματα του Ιησού Χριστού».
Το
1939 έχτισε το ταπεινό μοναστήρι του με τον ιερό ναό της Αναλήψεως
και ένα φτωχό κελλάκι γι' αυτόν. Το 1941 τον συνέλαβαν οι Βούλγαροι
και τον οδήγησαν σε εκτέλεση. Τον άφησαν όμως ελεύθερο και έφυγαν
έντρομοι, καθώς τον έβλεπαν εξαϋλωμένο νά προσεύχεται πριν τον
θανατώσουν.
Καθώς
περνούσαν τα χρόνια, στη συνείδηση των ανθρώπων ο ιερομόναχος π.
Γεώργιος Καρσλίδης έπαιρνε τη θέση τού οσίου και του αγίου. Πλήθος
κόσμου, πολλοί μάλιστα από τη Δράμα, βαδίζοντας με τα πόδια έφθαναν
στο Μοναστήρι τής Αναλήψεως. Άλλά και από πολλά μέρη τής Μακεδονίας και
τής Θράκης κατέφθαναν εκεί άλλοι για νά ζητήσουν την ευχή τού Γέροντα
και άλλοι νά αναπαυθούν κοντά του στο Μυστήριο τής ιεράς Εξομολογήσεως.
Φωτισμένος από το Πανάγιον Πνεύμα, εξαγνισμένος από τη μακροχρόνια
άσκηση και το μαρτύριο στον Πόντο, «πλημμυρισμένος από γνήσια και
καθαρά αισθήματα αγάπης προς τον συνάνθρωπο», μπορούσε νά καθοδηγεί
με ασφάλεια τον απλό και κουρασμένο κόσμο και νά τον οδηγεί στη
σωτηρία. Μιλούσε άπλά και σταθερά. Και φύτευε στις καρδιές των ανθρώπων
την αγάπη προς τον Χριστό και την Εκκλησία. Ιδιαίτερα τόνιζε την άξια
τής συγχωρητικότητος. Χτυπούσε κάθε μορφή διχόνοιας και καλούσε τούς
ανθρώπους νά συμφιλιωθούν μεταξύ τους και με τον Θεό. Στον λόγο του
πάντα συνδύαζε την αυστηρότητα με την αγάπη χωρίς νά έχει ποτέ
αστεία. Ήταν βαθιά ταπεινός στο φρόνημα του, άκακος και πραότατος.
Καλλιεργούσε
το φιλακόλουθο πνεύμα τελώντας με ακρίβεια και ιεροπρέπεια κάθε ιερή
Ακολουθία τής Εκκλησίας μας. Κατά την ώρα τής θείας Λειτουργίας ήταν
πάντα μεταρσιωμένος και συμβούλευε τούς πιστούς «νά είναι απερίσπαστοι
και προσηλωμένοι στα τελούμενα, για νά αξιώνονται νά βλέπουν τα
μεγαλεία τού Θεού».
Το
κύριο χαρακτηριστικό τού Αγίου ήταν ή αγάπη. Γι' αυτό τον ονόμαζαν «ο
άνθρωπος τής αγάπης». Ήταν ο ελεήμων και ο φιλόξενος. Συμμετείχε στα
πένθη με παρήγορο και ενισχυτικό λόγο, διένεμε φαγητό σε φτωχούς, κάποτε
ύφαινε ο ίδιος με τα χέρια του ρούχα για τούς άπορους.
Μαζί
δε με αυτά δεν παρέλειπε ποτέ και την προσωπική του άσκηση και την
κακοπάθεια, τη νηστεία του και τη μακρά και θερμή προσευχή του, παρ'
όλο πού ήταν φιλάσθενος και έπασχε από χρόνια κρυολογήματα.
Ήρθε
όμως και ή μεγάλη ώρα για νά αναχωρήσει ο Άγιος από τον κόσμο αυτό.
Προαισθάνθηκε το τέλος του. Γαλήνιος και ειρηνικός, αφού προσέφερε όλο
τον εσωτερικό του πλούτο στους ανθρώπους, γεμάτος από την παρουσία του
Θεού και αφού ατένισε με ευλάβεια την εικόνα τής Παναγίας και τής είπε:
«Τής ευσπλαχνίας την πύλην άνοιξον ήμίν, ευλογημένη Θεοτόκε», άφησε
την πνοή του στον Πλάστη του και πέταξε στον ουρανό στις 4 Νοεμβρίου
1959. Είχε διανύσει ο Άγιος 58 ολόκληρα χρόνια μαρτυρίας, ομολογίας,
ασκήσεως, αγάπης, αυτοθυσίας...
Κηδεύθηκε
στη Μονή του με δάκρυα από τον πολυπληθή και ευγνώμονα λαό του Θεού.
Και ετάφη δίπλα στον Ιερό Ναό τής Αναλήψεως πού ο Ίδιος εκεί με κόπο
είχε κτίσει. Στις 9 Φεβρουαρίου 2006 έγινε ή ανακομιδή των ιερών
χαριτόβρυτων λειψάνων του από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δράμας κ. κ.
Παύλο, τα όποια ετέθησαν σε ιερή λειψανοθήκη για τον αγιασμό των
πιστών. Πάμπολλα είναι τα θαύματα πού ο Κύριος με τις πρεσβείες του
επιτελεί. Εκατοντάδες είναι οι προσκυνητές πού καταφθάνουν για νά
αφήσουν στον Άγιο ικετευτικές δεήσεις για τα θέματα τους και
ευχαριστήριες προσευχές για τα θαύματα του.
Ή
ζωή του νέου Όσιου μας και όμολο-γητού άγιου Γεωργίου του Καρσλίδη
συνεχίζει και στις μέρες μας νά μας συγκινεί και νά μάς διδάσκει. Μας
καλεί νά βαδίσουμε και μείς τον δρόμο τής άγιότητος όπως ακριβώς και
εκείνος τον έβάδισε μέσα από τον αγώνα τής ασκήσεως, την ομολογία τής
πίστεως και τής έμπρακτης αγάπης. Αυτό μάς ζητεί ο Άγιος. Μην του το
αρνηθούμε. Αυτό θέλει και από μάς ο Θεός μας.■
Βιβλιογραφία: Μοναχού Μωυσέως Άγιορείτου, Ό μακάριος γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης (1901-1959), Έκδοσις Ί. Μονής Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχαι (Σίψα) Δράμας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου