Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΟΣΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ Ο ΕΝ ΔΡΑΜΑ (1901-1959) Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΣΤΙΣ 4 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ


    Σε μία εποχή πού επικρατεί τόσο βαθύ σκοτάδι με έντονη διαφθο­ρά και υποκρισία, ή άγια μας Ορ­θόδοξη Εκκλησία δεν παύει τα­πεινά και αθόρυβα να καλλιεργεί πνευ­ματικά τα μέλη της, νά τα οδηγεί και νά τα μορφώνει εν Χριστώ και νά δημι­ουργεί τελικά τούς άγιους της. Αυτούς πού στηρίζουν και αρωματίζουν με τη ζωή τους τη μολυσμένη ατμόσφαιρα της κοινωνίας μας. Όχι μόνο κατά τούς παλαιούς χρόνους άλλά και σήμερα ή Εκκλησία μας συνεχίζει το έργο αυτό. Ιδιαίτερα καυχάται για τούς οσίους και ομολογητές της. Ένας από αυτούς και σύγχρονος είναι και ο ιερομόναχος και ομολογητής π. Γεώργιος Καρσλίδης από τον Πόντο, τον οποίο λίγους μήνες πριν - στις 18 Μαρτίου 2008 - ή άγια μας Εκκλησία με ειδική Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη ενέταξε επίσημα στο Εορτολόγιο της με τον τίτλο του οσίου και αγίου. Και πλέον θα τον τιμούμε κάθε χρόνο στις 4 Νοεμβρίου, ήμερα τής έκδημίας του. Εφέτος ο πρώτος ε­πίσημος εορτασμός τής μνήμης του τε­λέστηκε με ξεχωριστή λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια στην Ιερά Γυναικεία Μονή τής Αναλήψεως του Σωτήρος στο χωριό Σίψα τής Δράμας, την οποία είχε ο ίδιος ιδρύσει και όπου έζησε τα τελευταία 30 χρόνια τής ζωής του και όσιακά έκοιμήθη και ετάφη.
  Ό όσιος και ομολογητής Γεώργιος Καρσλίδης είχε την καταγωγή του από τα αγιασμένα χώματα τής Ανατολής. Γεννήθηκε στις αρχές του 20οΰ αιώ­να, το 1901, στην Αργυρούπολη του μαρτυρικού μας Πόντου. Έζησε συνο­λικά 58 χρόνια ομολογίας, θυσίας και προσφοράς έχοντας ως σύνθημα τής ζωής του «νά μη ζει για τον εαυτό του άλλά για τον Θεό και τούς ανθρώπους». Γονείς είχε τούς ευλαβείς Σάββα και Σοφία. Από αυτούς διδάχθηκε τη θε­οσέβεια. Νωρίς όμως έμεινε ορφανός και από τούς δύο γονείς του - ο πα­τέρας του σκοτώθηκε σε κάποια μάχη. Έτσι τον μικρό Αθανάσιο (αυτό ήταν το βαπτιστικό όνομα του Άγιου) ανέλαβε νά τον προστατέψει ή πιστή γιαγιά του. Αυτή του ενέπνευσε την αγάπη προς τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας και τη συνειδητή πνευματική ζωή. Με αυτή την ευλαβέστατη γιαγιά του σε ηλικία 7 ετών ο Αθανάσιος επισκέπτεται για πρώτη φορά την ιστορική Μονή της Παναγίας στον Σουμελά του Πόντου. Και εκεί το μικρό παιδί εναποθέτει την ελπίδα της ζω­ής του. Σύντομα ό­μως και ή γιαγιά του άνεχώρησε για τον ουρανό αφήνοντας του πολύτιμη κλη­ρονομιά μαζί με τη θεοσέβεια και μία φιλντισένια εικόνα τής Παναγίας - σε μορφή επιστήθιου εγκολπίου - την ό­ποια πλέον έφερε πάντα πάνω του ως οικογενειακό κειμή­λιο ευλάβειας και προστασίας.
  Ή σκληρή και βά­ναυση συμπεριφο­ρά του μεγαλυτέρου αδελφού του τον ανάγκασαν μαζί με τον παππού του νά φύγουν για τη Θεοδοσιούπολη τής Μεγάλης Αρμενίας. Δεν θα παραμείνει όμως για πολύ εδώ.
 Αισθάνεται μέσα του βαθιά δίψα για τον Θεό. Αυτόν ποθεί και σ' Αυτόν ε­πιθυμεί ν' αφιερωθεί. Ξεκινά λοιπόν μό­νος το μεγάλο του ταξίδι με όπλο του την πίστη, έχοντας μαζί του έκτος από την εικόνα τής Παναγίας, ένα σταυρό, ένα θυμιατό και το πιστοποιητικό τής γεννήσεως του. Διήνυσε περιπετειώδη πορεία μέσα από δύσβατα μονοπάτια και χιονισμένες εκτάσεις του Καυκάσου. Ό Κύριος τον προστάτευε συνεχώς. Αλλά και οι Άγιοι πού έπεκαλεΐτο και τούς ονόμαζε φίλους του, ήταν πάντα κοντά του και τον συνόδευαν, και κυρί­ως ο άγιος Γεώργιος.
Έφθασε στην Τιφλίδα τής Γεωργίας. Και από εκεί ή θεία Πρόνοια οδήγησε τα βήματα του σε γειτονικό μοναστήρι τής Ζωοδόχου Πηγής. Με ευγνωμοσύ­νη προς τον άγιο Θεό εισήλθε στον ά­γιο αυτό χώρο. Στο­λισμένος με την α­θωότητα, τη σύνε­ση, την αδιάκριτη πί­στη και τον φόβο του Θεού απέσπασε την αγάπη και τον σε­βασμό των συμμοναστών του. Στα διακονήματα πού του ανέθεσαν, τής ρα­πτικής, τής υφαντι­κής και τής μαγειρι­κής, υπήρξε υποδει­γματικός με ζηλευτή φιλεργία και αποδο­τικότητα. Αγαπούσε όμως πολύ και την αυστηρή άσκηση στον εαυτό του και την κακοπάθεια. Ζούσε για τον Θεό και χαιρόταν για ό­σα απολάμβανε εκεί. Και έλεγε: «Εγώ έτσι θα περάσω στη ζωή μου».
  Στις 20 Ιουλίου 1919 ο Αθανάσιος κείρεται μοναχός και λαμβάνει το όνο­μα Συμεών. Κατά την ιερή εκείνη ώρα τής κουράς του οι καμπάνες τής Μο­νής κτύπησαν από μόνες τους. Και θε­ωρήθηκε αυτό το γεγονός θείο σημείο τής εύνοιας του Θεού προς τον πιστό δούλο του, τον μελλοντικό Άγιό του. Ό μοναχός Συμεών πλημμυρισμένος από τη χάρη του Θεού συνεχίζει τώρα την άσκηση του ακόμη πιο υπεύθυνα, τηρώντας με ακρίβεια τις ιερές υπο­σχέσεις πού έδωσε στην κουρά του για αυστηρή παρθενία, αδιάκριτη υπακοή και πλήρη ακτημοσύνη.
  Όμως από το 1917 στη Ρωσία άρ­χισε νά μαίνεται ισχυρός ο άνεμος των διωγμών εναντίον τής Εκκλησίας του Χριστού από το αθεϊστικό καθε­στώς. Ό Χριστός «ξανασταυρώνεται» με τόσο σκληρά διατάγματα και διαγ­γέλματα, ώστε νά λένε: «Εμείς θα δι­ορθώσουμε τα λάθη του Διοκλητιανού και του Νέρωνος». Εκκλησίες βεβηλώ­νονται ή ισοπεδώνονται. Μοναστήρια πυρπολούνται ή κατεδαφίζονται. Μο­ναχοί και ιερωμένοι άλλά και λαϊκοί φυλακίζονται και βασανίζονται σκλη­ρά, γιατί παραμένουν πιστοί στην ορ­θόδοξη πίστη. Οι πρώτοι μάρτυρες κα­ταγράφονται στα Μαρτυρολόγια τής Ρωσικής Εκκλησίας. Ήρθε όμως και ή σειρά τής Γεωργίας. Το Μοναστήρι τής Ζωοδόχου Πηγής λεηλατήθηκε. Οι μοναχοί συνελήφθησαν. Τούς έκλει­σαν σε υγρή και σκοτεινή φυλακή, ό­που ήταν αναγκασμένοι νά ξαπλώ­νουν σε μία σανίδα κάτω ακριβώς από την όποια αναδύονταν οι οσμές ακα­θαρσιών από διερχόμενο υπόνομο.
  Ό ηγούμενος τής Μονής δεν άντεξε. Υπέ­κυψε και πέθανε μέσα στη φυλακή. Τον μοναχό Συμεών τον διαπόμπευσαν κάποια μέρα στους δρόμους και τον περιέφεραν δεμένο και χωρίς ρούχα, φωνάζοντας ειρωνικά γι' αυτόν: «Νά ο προφήτης!». Σταθεροί στην πίστη οι έγκλειστοι μοναχοί θέλησαν κάποιο Πάσχα και έψαλαν δυνατά μέσα στη φυλακή όλοι μαζί το «Χριστός Ανέστη». Ό διοικητής εξαγριωμένος διέταξε την καταδίκη τους. Αφού τούς φόρεσαν λευκούς χιτώνες, τούς οδήγησαν δεμέ­νους στην άκρη απόκρημνων βράχων. Και από εκεί τούς γκρέμισαν, Αφοί προηγουμένως τούς πυροβολούσαν ασταμάτητα. Ό μοναχός Συμεών δέ­χθηκε τρεις σφαίρες. Μία τον χτύπησε στο σιδερένιο περίβλημα τής εικόνας τής Παναγίας πού φορούσε, ή άλλη τον πήρε επιδερμικά στο λαιμό και ή τρίτη στα πόδια. Ό Όσιος σώθηκε θαυ­ματουργικά. Και τελικά του χάρισαν τη ζωή, γιατί υπήρχε νόμος πού έλεγε: «Νά αθωώνεται κάθε κατάδικος πού δέχεται τρεις σφαίρες όχι θανάσιμες».
    Όμως oi εχθροί της πίστεως δεν ησύχασαν. Απαιτούσαν από τον Άγιο να αρνηθεί την Ορθοδοξία του. Και ο Συμεών απάντησε με έντονη φωνή χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι του διοικητή: «Εσύ δεν έχεις εξουσία περισσότερη από τον Θεό». Γι’ αυτό φυλάκισαν τον Όσιο και πάλι, τώρα σε σκληρότερες και πιο απάνθρωπες συνθήκες. Εκεί μέσα στη φυλακή ο Άγιος ασθένησε βαριά, του έπεσαν τα δόντια και υπέφερε φρικτά στα πόδια του.
Ό πανάγιος Θεός όμως επεμβαίνει θαυματουργικά, και με παρέμβαση ευ­γενών ανθρώπων τής περιοχής εκείνης αποφυλακίζει τον δούλο του. Εξέρχεται ο Όσιος με τα «στίγματα» του μάρτυ­ρος και του όμολογητού. Με μορφή κα­ταπονημένη άλλά φωτεινή. Περιφέρεται τώρα ως διωκόμενος μοναχός. Ζει με εράνους...
Ό Κύριος καλεί τώρα τον πιστό δούλο του στο υπούργημα τής ίερωσύνης.
Χειροτονείται πρώτα διάκονος και στις 8 Σεπτεμβρίου 1925 χειροτονείται ιερεύς στον Άγιο Μηνά στη Γρούζια Σχέτα λαμβάνοντας το νέο του όνομα: Γεώρ­γιος. Με το όνομα αυτό θα δοξάσει τον Θεό τον υπόλοιπο χρόνο τής ζωής του. Ό όσιος ιερεύς π. Γεώργιος ήταν για όλους τούς ανθρώπους φως, δύναμη και παρηγοριά. Προικισμένος με το χά­ρισμα τής διορατικότητος απεκάλυπτε τα προβλήματα των ανθρώπων. Έδινε σοφές συμβουλές σε όλους και τούς καθοδηγούσε προς τον Χριστό. Ή φή­μη του ως άγιου άρχισε από εκεί νά α­πλώνεται... Και όταν από την Τιφλίδα ήρθε στο Σοχούμ, και εδώ ο κόσμος τον αγάπησε πολύ. Δεν έπαυσε δε ο όσιος Γεώργιος παρά τη φιλάσθενη κράση του νά συνεχίζει την ασκητική του ζωή μέσα στην πόλη μένοντας σε ένα απέριττο δωμάτιο πάμφτωχος και απαρνούμενος τις περιποιήσεις του κόσμου. Παρέμενε φτωχός άλλά ήταν πάντα πλούσιος σέ αγάπη και σε κα­λοσύνη, πού αντλούσε από τον μεγάλο Διδάσκαλο της αγάπης, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό!
Το 1929 ο όσιος Γεώργιος έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, πού τόσο αγαπούσε και επιθυμούσε. Αποβιβά­ζεται στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Και το 1930 εγκαθίσταται μόνιμα στο χωριό Σίψα (σήμερα Ταξιάρχες) της Δράμας. Εδώ ο πολύπαθος όσιος και ομολογητής ιερομόναχος π. Γεώργι­ος θα παραμείνει μέ­χρι το τέλος της ζωής του βαστάζοντας «έν τω σώματι του τά στί­γματα του Ιησού Χρι­στού».
Το 1939 έχτισε το τα­πεινό μοναστήρι του με τον ιερό ναό της Αναλήψεως και ένα φτωχό κελλάκι γι' αυ­τόν. Το 1941 τον συν­έλαβαν οι Βούλγαροι και τον οδήγησαν σε εκτέλεση. Τον άφησαν όμως ελεύθερο και έ­φυγαν έντρομοι, κα­θώς τον έβλεπαν εξαϋλωμένο νά προσ­εύχεται πριν τον θανατώσουν.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, στη συν­είδηση των ανθρώπων ο ιερομόναχος π. Γεώργιος Καρσλίδης έπαιρνε τη θέ­ση τού οσίου και του αγίου. Πλήθος κό­σμου, πολλοί μάλιστα από τη Δράμα, βαδίζοντας με τα πόδια έφθαναν στο Μοναστήρι τής Αναλήψεως. Άλλά και από πολλά μέρη τής Μακεδονίας και τής Θράκης κατέφθαναν εκεί άλλοι για νά ζητήσουν την ευχή τού Γέροντα και άλλοι νά αναπαυθούν κοντά του στο Μυστήριο τής ιεράς Εξομολογήσεως. Φωτισμένος από το Πανάγιον Πνεύμα, εξαγνισμένος από τη μακροχρόνια ά­σκηση και το μαρτύριο στον Πόντο, «πλημμυρισμένος από γνήσια και κα­θαρά αισθήματα αγάπης προς τον συν­άνθρωπο», μπορούσε νά καθοδηγεί με ασφάλεια τον απλό και κουρασμένο κόσμο και νά τον οδηγεί στη σωτηρία. Μιλούσε άπλά και σταθερά. Και φύτευε στις καρδιές των ανθρώπων την αγάπη προς τον Χριστό και την Εκκλησία. Ιδιαίτερα τόνιζε την άξια τής συγχωρητικότητος. Χτυπούσε κάθε μορφή διχόνοιας και καλούσε τούς αν­θρώπους νά συμφι­λιωθούν μεταξύ τους και με τον Θεό. Στον λόγο του πάντα συν­δύαζε την αυστηρότη­τα με την αγάπη χωρίς νά έχει ποτέ αστεία. Ή­ταν βαθιά ταπεινός στο φρόνημα του, άκακος και πραότατος.
Καλλιεργούσε το φιλακόλουθο πνεύμα τε­λώντας με ακρίβεια και ιεροπρέπεια κάθε ιε­ρή Ακολουθία τής Εκκλησίας μας. Κα­τά την ώρα τής θείας Λειτουργίας ήταν πάντα μεταρσιωμένος και συμβούλευε τούς πιστούς «νά είναι απερίσπαστοι και προσηλωμένοι στα τελούμενα, για νά αξιώνονται νά βλέπουν τα μεγαλεία τού Θεού».
Το κύριο χαρακτηριστικό τού Αγίου ήταν ή αγάπη. Γι' αυτό τον ονόμαζαν «ο άνθρωπος τής αγάπης». Ήταν ο ελεήμων και ο φιλόξενος. Συμμετείχε στα πένθη με παρήγορο και ενισχυτικό λόγο, διένεμε φαγητό σε φτωχούς, κάποτε ύφαινε ο ίδιος με τα χέρια του ρούχα για τούς άπορους.
Μαζί δε με αυτά δεν παρέλειπε ποτέ και την προσωπική του άσκηση και την κακοπάθεια, τη νηστεία του και τη μακρά και θερμή προσευχή του, παρ' όλο πού ήταν φιλάσθενος και έπασχε από χρόνια κρυολογήματα.
Ήρθε όμως και ή μεγάλη ώρα για νά αναχωρήσει ο Άγιος από τον κόσμο αυτό. Προαισθάνθηκε το τέλος του. Γα­λήνιος και ειρηνικός, αφού προσέφερε όλο τον εσωτερικό του πλούτο στους ανθρώπους, γεμάτος από την παρουσία του Θεού και αφού ατένισε με ευλάβεια την εικόνα τής Παναγίας και τής είπε: «Τής ευσπλαχνίας την πύλην άνοιξον ήμίν, ευλογημένη Θεοτόκε», άφησε την πνοή του στον Πλάστη του και πέταξε στον ουρανό στις 4 Νοεμβρίου 1959. Είχε διανύσει ο Άγιος 58 ολόκληρα χρόνια μαρτυρίας, ομολογίας, ασκή­σεως, αγάπης, αυτοθυσίας...
Κηδεύθηκε στη Μονή του με δάκρυα από τον πολυπληθή και ευγνώμονα λαό του Θεού. Και ετάφη δίπλα στον Ιερό Ναό τής Αναλήψεως πού ο Ίδιος εκεί με κόπο είχε κτίσει. Στις 9 Φεβρουαρίου 2006 έγινε ή ανακομιδή των ιερών χα­ριτόβρυτων λειψάνων του από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δράμας κ. κ. Παύλο, τα όποια ετέθησαν σε ιερή λει­ψανοθήκη για τον αγιασμό των πιστών. Πάμπολλα είναι τα θαύματα πού ο Κύριος με τις πρεσβείες του επιτελεί. Εκατοντάδες είναι οι προσκυνητές πού καταφθάνουν για νά αφήσουν στον Άγιο ικετευτικές δεήσεις για τα θέματα τους και ευχαριστήριες προσευχές για τα θαύματα του.
Ή ζωή του νέου Όσιου μας και όμολο-γητού άγιου Γεωργίου του Καρσλίδη συνεχίζει και στις μέρες μας νά μας συγκινεί και νά μάς διδάσκει. Μας καλεί νά βαδίσουμε και μείς τον δρόμο τής άγιότητος όπως ακριβώς και εκείνος τον έβάδισε μέσα από τον αγώνα τής ασκήσεως, την ομολογία τής πίστεως και τής έμπρακτης αγάπης. Αυτό μάς ζητεί ο Άγιος. Μην του το αρνηθούμε. Αυτό θέλει και από μάς ο Θεός μας.

Βιβλιογραφία: Μοναχού Μωυσέως Άγιορείτου, Ό μακάριος γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης (1901-1959), Έκδοσις Ί. Μονής Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχαι (Σίψα) Δράμας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου