– Καλά κάνεις. Όποιος φοβάται την πλάνη, δέν πλανιέται, γιατί προσέχει και λέει όλους
τους λογισμούς του δέν κρύβει τίποτε, κι έτσι βοηθιέται.
– Γέροντα, τί είναι ή προδιάθεση πλάνης;
– Προδιάθεση πλάνης είναι νά έχης την ιδέα ότι κάτι είσαι και νά δείχνης στους άλλους
ότι κάτι κάνεις. Νά νομίζης ότι εσύ έφθασες σε πνευματικά μέτρα, επειδή κάνεις λ.χ. κάποια
άσκηση, ένώ οί άλλοι δέν έχουν ακόμη συλλάβει τό νόημα της πνευματικής ζωής, και νά
φέρεσαι υπερήφανα. Τό νά ζορίζη κανείς τον εαυτό του εγωιστικά στήν άσκηση, για νά
φθάση στά μέτρα ενός Άγιου και νά τον θαυμάζουν οί άλλοι, αυτό είναι αρχή πλάνης. Άλλο
βία και άλλο ζόρισμα. Είχα πει σέ κάποιον: Πρόσεξε μήν πλανηθής, μέ τήν τακτική πού
ακολουθείς δέν πάς καλά. Έγώ νά πλανηθώ; μου λέει. Έγώ ούτε κρέας τρώω. Ούτε γιά
εξομολόγηση πάει. Στήν εικόνα λέει τις αμαρτίες του. Όρθόδοξος είσαι εσύ ή Προ-
τεστάντης; τοϋ λέω. Πού τό βρήκες αυτό γραμμένο;. Γιατί, μού λέει, ό Χριστός δέν μέ
ακούει;. Ακου εκεί κουβέντα!
– Γέροντα, βοηθάει ή σωματική άσκηση στον αγώνα κατά των παθών;
- Αν χρησιμοποιήται γι’ αυτόν τον σκοπό, βοηθάει. Ταπεινώνεται τό σώμα και
υποτάσσεται ή σάρκα στό πνεύμα. Ή ξερή όμως άσκηση δημιουργεί ψευδαισθήσεις, γιατί
καλλιεργεί τά ψυχικά πάθη, φουσκώνει τήν υπερηφάνεια, αυξάνει τήν αυτοπεποίθηση και
οδηγεί στήν πλάνη. Βγάζει τότε κανείς συμπεράσματα για τήν πνευματική του πρόοδο από
τήν ξερή άσκηση πού κάνει. Έγώ κάνω εκείνο κι εκείνο, ενώ ό τάδε χωλαίνει έφθασα
εκείνον τόν Αγιο, πέρασα τον άλλον και δώσ’ του νηστείες και αγρυπνίες. Πάνε όμως όλα
χαμένα, γιατί δέν τά κάνει μέ σκοπό τήν έκκοπή τών παθών, άλλα γιά νά ίκανοποιηθή
εγωιστικά. Είχα γνωρίσει έναν μοναχό που έκανε άσκηση άπό υπερηφάνεια και του έλεγε ό
λογισμός ότι είναι μεγάλος ασκητής. Είχε γίνει χάλια δέν έτρωγε, δέν πλενόταν κιόλας και
ήταν μέσ’ στήν βρωμιά… Τά ρούχα του άπό τήν λέρα είχαν λειώσει. Τά πήρα νά τά πλύνω,
άλλά τί νά πλύνης! Είχαν σαπίσει. Μιά φορά μου λέει: Τόν Οσιο Ιωάννη τόν Καλυβίτη τόν
ξεπέρασα. Βρε, του λέω, άπό τήν λέρα άγιασε ό Όσιος Ιωάννης ό Χαλυβίτης;. Μετά άπό
λίγες μέρες πού ξαναήρθε, μου λέει: Τόν Όσιο Μάξιμο τόν Καυσοκαλυβίτη τόν ξεπέρασα.
Δηλαδή, πώς τόν ξεπέρασες;, τόν ρωτάω. Νά, όλο τό Αγιον Όρος, μου λέει, τό γύρισα
σβούρα. Βρε, ό Όσιος Μάξιμος, του λέω, είχε εξαϋλωθή και πετούσε, δέν γυρνούσε σάν
κι εσένα. Αρχισε μετά νά κάνη και μνήμη θανάτου και έλεγε μέ τόν λογισμό του: Τώρα
είμαι στήν κόλαση. Έπειτα άπό λίγο, τάχα γιά νά ταπεινωθή, άρχισε νά λέη: τώρα είμαι
διάβολος, σατανάς, και θά πάω νά μαζέψω οπαδούς, οπότε έφθασε στήν πλάνη.
– Γέροντα, έχετε πει ότι πρέπει νά αποφεύγουμε κατά τήν ώρα της προσευχής νά
φέρνουμε στον νου μας διάφορες εικόνες άπό τήν ζωή τού Χριστού κ.λπ. Γιατί;
– Γιά νά μή μας πλανέση ό διάβολος μέ φαντασίες. Ή φαντασία είναι καλή, είναι μεγάλη
δύναμη, αν άξιοποιηθή. Μερικοί άνθρωποι μπορεί λ.χ. νά δουν τώρα ένα τοπίο και μετά
από έναν χρόνο νά τό θυμούνται ακριβώς όπως είναι και νά τό ζωγραφίσουν. Αυτό είναι
μιά ικανότητα πού τήν δίνει ό Θεός στον άνθρωπο, άλλά ό διάβολος τήν εκμεταλλεύεται.
Εκείνοι πού πλανιούνται, ό,τι βλέπουν ή διαβάζουν, τό φαντάζονται όπως θέλουν καί
ύστερα αυτήν τήν φανταστική εικόνα τήν πιστεύουν γιά πραγματικότητα. Γιά νά
βοηθηθούν, χρειάζονται πολλή παρακολούθηση οί καημένοι, γιατί συνέχεια τούς ξεγελάει
ό διάβολος.
Γι’ αυτό, όποιος έχει εκ φύσεως φαντασία, πρέπει νά προβληματίζεται, όταν τού λένε
ότι δέν σκέφτεται σωστά, καί νά βάζη ερωτηματικά στον λογισμό του. Είχα γνωρίσει μία
άπλή γυναίκα, πού προσευχόταν συνέχεια καί παρακαλούσε τον Χριστό νά Τον δη εδώ σ’
αυτήν τήν ζωή, μιά πού δέν θά Τον έβλεπε, καθώς έλεγε, στήν άλλη ζωή. Ό Χριστός
πράγματι της παρουσιάσθηκε τήν ώρα της Θείας Κοινωνίας μέσα στο Αγιο Ποτήριο ως
βρέφος, μέ ματωμένα μαλλάκια, καί ύστερα χάθηκε, καί έτσι μπόρεσε νά κοινωνήση. Μετά
άπό αυτό τό γεγονός άρχισε νά τήν δουλεύη ό εχθρός μέ τον λογισμό ότι κάτι είναι. Από ‘κεί
καί πέρα τήν δούλευε μέ τήν φαντασία καί της παρουσίαζε συνέχεια κινηματογραφικές
ταινίες. Όταν βγήκα μιά φορά στον κόσμο, τήν είχα βρει σέ ένα σπίτι καί άκουσα τις
φαντασίες πού έλεγε σέ άνδρες καί γυναίκες πού είχαν συγκεντρωθή εκεί. Τρόμαξα νά τήν
φέρω σέ λογαριασμό. Ή μόνη λύση ήταν νά της δώσω ένα γερό ξεσκόνισμα μπροστά σέ
όλους, γιά νά γίνουν γνωστές οί πλάνες της και νά ταπεινωθή.
– Φαντασία της ήταν;
– Φαντασία και πλάνη.
– Γέροντα, δέν τά έλεγε αυτά στον πνευματικό της;
– Ξέρεις τί γίνεται; Ό σατανάς τους ξεγελάει μέ αυτά πού βλέπουν, δέν προβληματίζονται
και δέν σκέφτονται ότι πρέπει νά τά πουν στον πνευματικό. Τί τεχνίτης είναι ό διάβολος!
Φοβερό!
Αν δέν προσέξη κανείς τήν φαντασία του, ό πειρασμός μπορεί νά εκμεταλλευτή
ακόμη και ένα απλό, φυσικό, γεγονός και νά τόν πλανέση. Στήν Μονή Στομίου, όταν
διάβαζα τόν εσπερινό τόν χειμώνα, άναβα τήν σόμπα. Οί γυναίκες πού ανέβαιναν καμμιά
φορά στο μοναστήρι είχαν παρατηρήσει ότι ή εικόνα της Παναγίας στο τέμπλο, τήν ώρα του
εσπερινού, έκανε κράκ-κράκ -εγώ δέν τό ειχα προσέξει – και έλεγαν ή μία στήν άλλη: Τήν
ώρα πού διαβάζει ό καλόγερος τόν εσπερινό, ή εικόνα τής Παναγίας κάνει κράκ-κράκ.
Όταν τό άκουσα, είπα: Γιά νά δώ τήν εικόνα πού κάνει κράκ-κράκ. Όχι ότι δέν πιστεύω σέ
θεία γεγονότα πιστεύω ότι ή Παναγία και παρουσιάζεται και μιλάει και τήν βλέπουν όσοι
έχουν πνευματική κατάσταση, αλλά χρειάζεται προσοχή. Ανεβαίνω λοιπόν σέ μιά καρέκλα
και κοιτάζω. Τί συνέβαινε; Ή εικόνα ήταν παλιά και είχε τρέσα χωνευτά. Όταν άναβε ή
σόμπα, ζεσταινόταν τό τρέσο και μέ τήν διαστολή έκανε κράκ-κράκ. ‘Έβαλα ένα καρφάκι και
σταμάτησε ό θόρυβος. Ύστερα ρώτησα τις γυναίκες: Ακούτε τώρα τίποτε;. Όχι, μού
εϊπαν. Έ, μή δίνετε σημασία, τις είπα. θέλει προσοχή, γιατί, αν καλλιεργηθή σιγά σιγά ή
φαντασία, όλη ή ζωή του άνθρωπου πάει χαμένη.
– Γέροντα, πώς καταλαβαίνει κανείς άν ένα γεγονός είναι πράγματι άπό τον Θεό ή άν
είναι άπό τον διάβολο; – Φαίνεται αυτό. Άν δέν είναι άπό τον Θεό, του φέρνει ό διάβολος
λογισμούς υπερήφανους. Ύστερα, όσα κάνει ό διάβολος είναι χοντρά φθάνει σέ βλάσφημα
πράγματα. Είχε έρθει μιά φορά στο Καλύβι ένας πλανεμένος καί δαιμονισμένος. Τού είπα
μερικά πράγματα καί τον βοήθησα. Ξέρετε τί μού είπε; Πρώτη φορά τά ακούω αυτά! Ούτε
στο Ευαγγέλιο δέν τά έχω διαβάσει!. Δηλαδή σάν νά μού έλεγε: Τά είπες καλύτερα άπό
τον Χριστό. Κατάλαβες τί κάνει ό διάβολος, γιά νά σου φέρη υπερήφανο λογισμό; Πάντως,
άν δέν καταλάβη ό άνθρωπος ότι τίποτε δέν μπορεί νά κάνη μέ τήν δική του δύναμη, αλλά,
ό,τι κάνει, τό κάνει μέ τήν δύναμη τού Χριστού, καί χίλια δαιμόνια νά βγάλη άπό
δαιμονισμένους, πάλι τίποτε δέν κάνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου