Πρώτες μέρες του Οκτωβρίου, έτος 1989… πέρασαν κιόλας 24 ολόκληρα χρόνια!
Είχα μόλις φτάσει, μεταπτυχιακός φοιτητής, στη μικρή παραθαλάσσια πόλη του Αγίου Ανδρέα, 80 χιλιόμετρα βορειότερα του Εδιμβούργου στη Σκωτία.
Όταν βρίσκεται κανείς σε τόσο νεαρή ηλικία μακρυά από τον τόπο του και τους δικούς του ανθρώπους, έρχεται αντιμέτωπος με την υπέροχη πρόκληση να ανοιχτεί σε μία εντελώς νέα καθημερινότητα, καινούργιους κόσμους, πολιτισμούς, ανθρώπους, συνήθειες… Υπάρχουν, όμως, και κάποιες στιγμές που αποζητά κάτι από τις ρίζες του, αυτά που τον συνδέουν με όσα και όσους έχει αφήσει πίσω του. Η Εκκλησία είναι ένα από αυτά. Και φυσικά, ούτε λόγος για Ορθόδοξη Εκκλησία στη μικρή αυτή κωμόπολη στην άκρη του πουθενά…
Απευθύνθηκα σε ένα ζευγάρι Ελλήνων δεύτερης γενιάς που είχα μάθει ότι ζούσαν μόνιμα στην πόλη του Αγίου Ανδρέα και δίδασκαν Βυζαντινή Ιστορία στο Πανεπιστήμιο. Εκείνοι με ενημέρωσαν ότι υπήρχε μία Ορθόδοξη Εκκλησία στο Εδιμβούργο και ο ιερέας της ήταν Σκωτσέζος στην καταγωγή, είχε βαφτιστεί Ορθόδοξος στο Άγιο Όρος και μιλούσε πολυ καλά την ελληνική γλώσσα. Μου ακούστηκε πολύ παράξενο, αλλά αποφάσισα να ξεπεράσω το εμπόδιο της απόστασης και να κατέβω το Σάββατο το απόγευμα για την ακολουθία του Εσπερινού.
23Α George Square ήταν η διεύθυνση που μου είχαν δώσει, κοντά στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου. Ξένος σε μια ξένη πόλη, ρωτώντας βρήκα το δρόμο και τον αριθμό. Αν δεν υπήρχε ο Σταυρός έξω από την πόρτα, δε θα καταλάβαινα ότι υπήρχε εκκλήσία εκεί. Απέξω ένα σπίτι όμοιο με όλα τα άλλα πλάι του, στη σειρά.
Γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου του 1924 στο χωριό Currie της Σκωτίας, σημερινό προάστιο του Εδιμβούργου. Οι γονείς του, Henry και Rose, προέρχονταν από παλιές αριστοκρατικές οικογένειες της Σκωτίας (Maitland Moir και Ochterlony), ήταν πολύ ευλαβείς και τον μεγάλωσαν με χριστιανική ανατροφή. Ο πατέρας του, Henry Maitland Moir (1887 – 1972), ήταν διακεκριμένος και αγαπητός σε όλους γιατρός που ξεχώριζε όχι μόνο για τις γνώσεις του και τον ενθουσιασμό και την ευελιξία του σε κάθε νέα εξέλιξη στον τομέα της Ιατρικής, αλλά επίσης, ίσως και περισσότερο, για την προθυμία του, το ανύστακτο ενδιαφέρον του για τους ασθενείς οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας, την αφιλοκερδία του και την αγάπη του προς όλους ανεξαιρέτως. Το γεγονός ότι ο π. Ιωάννης υπήρξε το μοναδικό παιδί της οικογένειάς τους, σε συνδυασμό με μία χρόνια αδυναμία στα γόνατά του, αλλά και η προσήλωση των γονέων του στις χριστιανικές τους αρχές, είχαν σαν αποτέλεσμα η ανατροφή του να είναι πολύ προνομιακή αλλά και αρκετά αυστηρή. Έτσι, από νεαρή ακόμη ηλικία, στράφηκε σε πνευματικά ερεθίσματα και αναζητήσεις.
Αφού τελείωσε την Ακαδημία του Εδιμβούργου, έκανε Κλασσικές Σπουδές (μελέτη και έρευνα του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου με βάση τις γραπτές και, κυρίως, τις φιλολογικές μαρτυρίες) στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Αφού δίδαξε τους Κλασσικούς Συγραφείς για ένα διάστημα στο Σχολείο Cargilfield του Εδιμβούργου, απέκτησε υποτροφία για να συνεχίσει Κλασσικές & Θεολογικές Σπουδές στο Κολλέγιο Christ Church, ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα Κολλέγια του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, αλλά ταυτόχρονα και το αριστοκρατικότερο – είναι πολλοί οι επιφανείς των γραμμάτων που αποφοίτησαν από το Κολλέγιο του Χριστού, αξιοσημείωτο δε παραμένει το ρεκόρ ότι έχουν επίσης αποφοιτήσει 13 Βρεττανοί πρωθυπουργοί. Ο π. Ιωάννης συνέχισε τις Θεολογικές του σπουδές στο Κολλέγιο Cuddesdon της Οξφόρδης. Το Κολλέγιο αυτό είχε ιδρυθεί το 1854 από τον επίσκοπο Οξφόρδης Σαμουήλ Wilberforce και λειτουργούσε ως Θεολογικό Σεμινάριο το οποίο προετοίμαζε αποκλειστικά αποφοίτους των Πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Καίμπριτζ για την ιερωσύνη στην Αγγλικάνική Εκκλησία. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι το Θεολογικό αυτό Σεμινάριο ακολουθούσε την πλευρά της Αγγλικανικής Εκκλησίας που ήταν πιο κοντά στη λειτουργική πράξη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (ενώ υπάρχει και το τμήμα εκείνο της Αγγλικανικής Εκκλησίας το οποίο πρακτικά πρόσκειται στον Προτεσταντισμό).
Το ενδιαφέρον του π. Ιωάννη για την Εκκλησία της Ανατολής και τους Πατέρες καλλιεργήθηκε έντονα στα χρόνια των Θεολογικών του σπουδών στην Οξφόρδη και το 1950 αποφάσισε να μεταβεί για ένα χρόνο στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Επιστρέφοντας στη Σκωτία, χειροτονήθηκε Διάκονος στην Επισκοπική Εκκλησία της Σκωτίας (η οποία υπάγεται στην Αγγλικανική Εκκλησία) το 1952 και τον επόμενο χρόνο Πρεσβύτερος. Στην αρχή τοποθετήθηκε ως Βοηθός του Εφημερίου στην εκκλησία της Παναγίας (η οποία είχε χτιστεί το 1858) στο Broughty Ferry και το 1956 μετατέθηκε στην πόλη του Durham της Βόρειας Αγγλίας, όπου για έξι χρόνια δίδαξε στο Κολλέγιο του Αγίου Τσάδ, στο οποίο προετοιμάζονταν υποψήφιοι κληρικοί της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Άγιος Τσαδ, επίσκοπος Μερκίας, υπήρξε μαθητής του Αγίου Αϊδανού (που εορτάζεται στις 31/8) στην ονομαστή Μονή-Επισκοπή του Λίντισφαρν της Βόρειας Αγγλίας, έζησε τον 7ο αιώνα και η μνήμη του εορτάζεται στις 2 Μαρτίου.
Επέστρεψε στο Εδιμβούργο το 1962 και τοποθετήθηκε στην ενορία του Αποστόλου Βαρνάβα, ενώ παράλληλα ορίστηκε τιμητικός εφημέριος στον Καθεδρικό Ναό της Παναγίας, ο οποίος είναι και η Έδρα του Επισκόπου του Εδιμβούργου, ενός από τους 7 Επισκόπους της Αγγλικανικής Εκκλησίας στη Σκωτία. Το 1967 ανέλαβε καθήκοντα εφημερίου στην Επισκοπική έδρα του Moray της Βορειοανατολικής Σκωτίας και σύντομα τοποθετήθηκε στον Καθεδρικό Ναό του Αποστόλου Ανδρέα στο Inverness, όπου και του δόθηκε ο τιμητικός τίτλος Canon (κάτι αντίστοιχο με το οφίκιο του αρχιμανδρίτη).
Η Επισκοπική Εκκλησία, που ο π. Ιωάννης αγαπούσε και διακονούσε με αφοσίωση, είχε, κατά την άποψή του εκείνα τα χρόνια, μεγαλύτερη εγγύτητα με την Ορθόδοξη Εκκλησία από κάθε άλλη Εκκλησία της Δύσης. Με το πέρασμα των χρόνων, όμως, συνειδητοποιούσε όλο και περισσότερο ότι και η Επισκοπική Εκκλησία σταδιακά απομακρυνόταν από την κοινη βάση που υπήρχε και τις ρίζες της μητέρας Ορθόδοξης Εκκλησίας, τις οποίες ρίζες εκείνος ανακάλυπτε πλέον με πολλή δίψα και ενθουσιασμό.
Κάποιος τον είχε ρωτήσει κάποτε: «Γιατί αφήσατε την Επισκοπική Εκκλησία;» και εκείνος είχε απαντήσει: «Δεν την άφησα εγώ – εκείνη με άφησε!».
Το 1981, μετά από περίπου 30 χρόνια διακονίας στην Επισκοπική Εκκλησία, παραιτήθηκε από τη θέση του στην Επισκοπή του Moray και ταξίδεψε στο Άγιο Όρος, όπου, μετά από κατήχηση, βαφτίστηκε Ορθόδοξος στη Μονή της Σιμωνόπετρας. Επιστρέφοντας στη Μεγάλη Βρετανία, χειροτονήθηκε Διάκονος στις 12 Ιουλίου 1981 και Πρεσβύτερος την αμέσως επόμενη μέρα από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Θυατείρων Μεθόδιο. Αρχικά τοποθετήθηκε εφημέριος στην Ενορία της Μεταμορφώσεως Σωτήρος στο Coventry, η οποία είχε αποκτήσει δική της εκκλησία μόλις πριν τέσσερα χρόνια, το 1977. Εκεί παρέμεινε τρία χρόνια και το 1984 επέστρεψε στην αγαπημένη του πατρίδα, το Εδιμβούργο της Σκωτίας.
Για τον π. Ιωάννη, η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν αυτό που ο αγαπημένος του συγγραφέας C. S. Lewis (1898 – 1963, συγγραφέας του πολύ γνωστού «Χρονικού της Νάρνια») – ο οποίος ήταν επίσης απόφοιτος του Κολλεγίου του Χριστού στην Οξφόρδη – θα αποκαλούσε «γνήσιο, καθαυτό χριστιανισμό», ο οποίος υπερβαίνει τα εμπόδια της εθνικότητας και της γλώσσας και αγκαλιάζει όλους όσους θέλουν να γνωρίσουν και να ζήσουν τη χριστιανική ζωή, μετέχοντας στη δόξα και τη χαρά της Ανάστασης του Κυρίου. Αυτό ακριβώς βίωνε όποιος δρασκέλιζε το κατώφλι του σπιτιού του π. Ιωάννη στην οδό 23Α George Square και κατέβαινε τα στενά σκαλιά που οδηγούσαν στο κατανυκτικό υπόγειο παρεκκλησιο του Αγίου Ανδρέα. Αυτά ακριβώς τα σκαλιά τα οποία είχα κατέβει και εγώ εκείνο του Οκτωβριανό απόγευμα Σαββάτου του 1989, μόλις πέντε χρόνια μετά από την άφιξη του π. Ιωάννη στην Ορθόδοξη Κοινότητα του Εδιμβούργου.
Για αυτόν ακριβώς το λόγο, ο π. Ιωάννης δεν αρκέστηκε μόνο στις ακολουθίες που τελούσε ανελλιπώς καθημερινά, πρωί και απόγευμα στο Εδιμβούργο, αλλά όργωσε στην κυριολεξία όλη την επικράτεια της Σκωτίας, τελώντας τη Θεία Λειτουργία όπου μάθαινε ότι υπήρχαν έστω και λίγοι πιστοί. Με αυτόν τον τρόπο σταδιακά ιδρύθηκαν 7 ακόμη ορθόδοξες κοινότητες – μικρές πνευματικές κυψέλες κάτω από την αγκαλιά της μητέρας κοινότητας του Εδιμβούργου και τις προσευχές του Γέροντά της. Καθιέρωσε παντού, όπου τελούνταν η Θεία Λειτουργία, τα αγγλικά ως κύρια λειτουργική γλώσσα (αφού αυτή ήταν η κοινή γλώσσα όλων) αλλά ταυτόχρονα χρησιμοποιούσε και τα ελληνικά και τα σλαβονικά από διάκριση και αγάπη προς τους Έλληνες και τους Ρώσους της Σκωτίας. Το μέτρο, η ταπείνωση και η διάκριση που τον χαρακτήριζαν σε όλα όσα έκανε, είχαν σαν αποτέλεσμα να χαίρει της εκτίμησης και του σεβασμού όλων όσων τον γνώριζαν, Ορθοδόξων και μη.
Ηταν πολύ αυστηρός και ασκητικός στη ζωή του, αλλά είχε τέτοια αγάπη και διάκριση που θα δοκίμαζε ό,τι του πρόσφερες στο πιάτο του. Ο π. William Gordon Reid, ο ιερέας της Επισκοπικής Εκκλησίας του Εδιμβούργου που δάνειζε στη ρωσόφωνη πρώτη ορθόδοξη κοινότητα το παρεκκλήσιο για λειτουργική χρήση, αναφέρει σε ένα κείμενο που έγραψε για τον π. Ιωάννη, όταν έμαθε το νέο της εκδημίας του, τα εξής:
«Συνήθιζε να τρώει μόνο ένα γεύμα την ημέρα και αυτό, για πολλά χρόνια, του το ετοίμαζε και το παρείχε η κυρία Pinhorne, μέλος της ενορίας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ & Αγίων Πάντων της Επισκοπικής Εκκλησίας, η οποία πέθανε σε ηλικία 102 ετών. Ήταν πολύ αυστηρός στο φαγητό του, και θυμάμαι χαρακτηριστικά κάποια φορά την οικονόμο της κυρίας Pinhorne να του λέει: «υπάρχει ένα όριο στον αριθμό των διαφορετικών τρόπων με τους οποίους μπορεί κανείς να μαγειρέψει τις φακές» (σημ. αυτό ήταν το συνηθισμένο φαγητό του, ένα πιάτο με ελάχιστες φακές).
Και συνεχίζει ο π. Reid: «Επειδή δάνειζα το παρεκκλήσιο της ενορίας μας στους Ρώσους, κάποια στιγμή με κάλεσε σε δείπνο μία Ρωσίδα κυρία, η οποία ήταν χήρα του Sir Edward Reid. Προσκεκλημένοι της ήταν επίσης και οι δύο Ορθόδοξοι ιερείς, π. Ιωάννης Sotnikov και π. Ιωάννης Maitland Moir. Ένα από τα πιάτα που μας σέρβιρε μου έχει μείνει αξέχαστο: ένα μεγάλο ασημένιο μπωλ με χαβιάρι από οξύρρυχγο Μπελούγκα (που ζει στην Κασπία Θάλασσα), το οποίο ήταν τοποθετημένο πάνω σε μία στρώση πάγου και συνοδευόταν από καυτό φρεσκοφρυγανισμένο ψωμί και εκλεκτή βότκα από τη Ρωσία. Η Lady Reid, ο π. Sotnikov και εγώ πέσαμε στην κυριολεξία με τα μούτρα στον εκλεκτό αυτό πιάτο γεμάτοι ευχαρίστηση, και όσο τα ποτήρια μας ξαναγέμιζαν με βότκα τόσο πιο μεγάλη ήταν η ευχαρίστησή μας. Ο π. Ιωάννης πήρε το μικρότερο κομμάτι χαβιάρι από το μπωλ και μία φέτα ψωμί και, καθώς κατάπινε μία γουλιά βότκα, ακούστηκε μόνο ένας πολύ μικρός στεναγμός. Δεν ήταν ο τύπος του ανθρώπου που έπινε μόνο τσάι, αλλά μάλλον θα προτιμούσε λίγο σέρυ και ένα κράκερ, από αυτά που γίνονται από αλεύρι και νερό μόνο.
Δεν αποχωριζόταν ποτέ το κομποσχοίνι του, όλη του η ζωή ήταν σαρκωμένη προσευχή για τον άλλο. Όποιο όνομα του έδιναν για να μνημονευτεί στην ακολουθία της προσκομιδής, το καταχωρούσε σε ένα από τα δύο μικροσκοπικά βιβλιαράκια στα οποία κατέγραφε τα ονόματα των ζωντανών και των κεκοιμημένων. Η προσκομιδή που έκανε κρατούσε πολλή ώρα. Κανένα όνομα στα βιβλιαράκια του δεν σβηνόταν ποτέ και όλα μνημονεύονταν σε κάθε Θεία Λειτουργία. Όταν κάποτε τον ρώτησα (αφελώς) τι γίνεται όταν κάποιος, που τον μνημόνευε ως ζωντανό, εν τω μεταξύ πεθάνει και εκείνος δεν το έχει μάθει ώστε να μεταφέρει το όνομά του στη λίστα με τους κεκοιμημένους, πήρα την προφανή απάντηση ότι εκείνος συνεχίζει να μνημονεύει όπως είναι γραμμένα τα ονόματα (εκτός αν κάποιος τον ενημέρωνε για κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο οπότε θα το άλλαζε) και τα υπόλοιπα τα γνώριζε ο Θεός! Φυσικά… τόσο απλό!
Η Ορθόδοξη Κοινότητα του Εδιμβούργου, κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, μεγάλωνε συνέχεια με ανθρώπους όλων των εθνικοτήτων αλλά και πολλούς γηγενείς για τους οποίους η Εκκλησία του Αγίου Ανδρέα γινόταν το σπίτι τους Η πόρτα του π. Ιωάννη ήταν ανοιχτή για όλους ανεξάρτητα από το τι ώρα ήταν και ο ίδιος χαρακτήριζε συχνά τον εαυτό του ως «ιερομόναχο της πόλης». Σύντομα αναγκάστηκε να μετακομίσει εκείνος στο μικρό υπόγειο (όπου βρισκόταν το πρώτο παρεκκλήσι) και να μετατρέψει το καθαυτό σπίτι του επάνω σε Ναό, ο οποίος είχε χωρητικότητα διπλάσια και πλέον. Σε λίγο, ούτε κι αυτή η λύση δεν θα εξυπηρετούσε την Κοινότητα του Αποστόλου Ανδρέα που αυξανόταν ραγδαία. Μετά από πολύ αγώνα και με τη βοήθεια πολλών φίλων της Κοινότητας, αγοράστηκε ένα παλιό σχολικό κτίριο στην καρδιά του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, το οποίο μετατράπηκε σε Ναό. Αυτός παραμένει μέχρι σήμερα ο ναός της Ορθόδοξης Κοινότητας του Εδιμβούργου.
Ο π. Ιωάννης έδινε σε όλους τα πάντα, ό,τι ο καθένας είχε ανάγκη: από τα υλικά (κληρονόμησε μία πολύ μεγάλη περιουσία από τους γονείς του και στο τέλος δεν είχε ούτε μία δεκάρα δική του), μέχρι τα ψυχικά και τα πνευματικά: αγάπη, σοφία, δύναμη, καρτερία, παρηγορία… Έγινε ο πνευματικός πατέρας πολλών ανθρώπων, όχι μόνο στη Σκωτία, αλλά και αλλού. Όταν ερχόταν στην Αθήνα μία φορά το χρόνο, πολλοί ήταν εκείνοι που έσπευδαν στο σπίτι του καλού του φίλου, του γιατρού Αναστασίου Πλέτσα, για να εξομολογηθούν ή απλώς να πάρουν την ευχή του – ατέλειωτες ώρες από το πρωί ως το βράδυ.
Κείμενο: π. Δημήτριος Ι. Μαρούλης
Είχα μόλις φτάσει, μεταπτυχιακός φοιτητής, στη μικρή παραθαλάσσια πόλη του Αγίου Ανδρέα, 80 χιλιόμετρα βορειότερα του Εδιμβούργου στη Σκωτία.
Όταν βρίσκεται κανείς σε τόσο νεαρή ηλικία μακρυά από τον τόπο του και τους δικούς του ανθρώπους, έρχεται αντιμέτωπος με την υπέροχη πρόκληση να ανοιχτεί σε μία εντελώς νέα καθημερινότητα, καινούργιους κόσμους, πολιτισμούς, ανθρώπους, συνήθειες… Υπάρχουν, όμως, και κάποιες στιγμές που αποζητά κάτι από τις ρίζες του, αυτά που τον συνδέουν με όσα και όσους έχει αφήσει πίσω του. Η Εκκλησία είναι ένα από αυτά. Και φυσικά, ούτε λόγος για Ορθόδοξη Εκκλησία στη μικρή αυτή κωμόπολη στην άκρη του πουθενά…
Απευθύνθηκα σε ένα ζευγάρι Ελλήνων δεύτερης γενιάς που είχα μάθει ότι ζούσαν μόνιμα στην πόλη του Αγίου Ανδρέα και δίδασκαν Βυζαντινή Ιστορία στο Πανεπιστήμιο. Εκείνοι με ενημέρωσαν ότι υπήρχε μία Ορθόδοξη Εκκλησία στο Εδιμβούργο και ο ιερέας της ήταν Σκωτσέζος στην καταγωγή, είχε βαφτιστεί Ορθόδοξος στο Άγιο Όρος και μιλούσε πολυ καλά την ελληνική γλώσσα. Μου ακούστηκε πολύ παράξενο, αλλά αποφάσισα να ξεπεράσω το εμπόδιο της απόστασης και να κατέβω το Σάββατο το απόγευμα για την ακολουθία του Εσπερινού.
23Α George Square ήταν η διεύθυνση που μου είχαν δώσει, κοντά στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου. Ξένος σε μια ξένη πόλη, ρωτώντας βρήκα το δρόμο και τον αριθμό. Αν δεν υπήρχε ο Σταυρός έξω από την πόρτα, δε θα καταλάβαινα ότι υπήρχε εκκλήσία εκεί. Απέξω ένα σπίτι όμοιο με όλα τα άλλα πλάι του, στη σειρά.
Χτύπησα
την πόρτα και μου άνοιξε ένας ιερέας. Η στιγμή αυτή παραμένει ακόμη
σήμερα ζωντανή μέσα μου, 24 χρόνια πριν κι όμως σα να μην έχει περάσει
ούτε μια μέρα… Τα φωτεινά μάτια του, το μειδίαμα στα χείλη, η ασκητική
του φυσιογνωμία (υπήρχαν τόσο αδύνατοι άνθρωποι;), τα λευκά του γένεια, η
ζώνη της κουράς του (αυτή την ίδια φορούσε όλα τα χρόνια), το ζωστικό
του που ευτυχώς το συγκρατούσε και το μάζευε η ζώνη, τα μαύρα κομμένα
γαντάκια στα χέρια του που άφηναν ελεύθερες τις άκρες των δαχτύλων του
για να μπορεί να γράφει (δεν είχε καν θέρμανση, μόνο μια μικρή θερμάστρα
εκεί κοντά στο γραφείο του – πώς άντεχε τόση υγρασία και κρύο;)… Μία
πολύ στενή, στριφτή σκάλα οδηγούσε στο υπόγειο του σπιτιού του. Εκεί
κάτω, ένα απλό τέμπλο φτιαγμένο από κόντρα πλακέ (ή κάτι παρεμφερές), οι
τέσσερις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, του Προδρόμου και του Αγίου
Ανδρέα… Στα βημόθυρα ο Ευαγγελισμός της Παναγίας και οι 4 Ευαγγελιστές –
ρωσικής τεχνοτροπίας. Ξαφνικά, μέσα σε εκείνο το υπόγειο παρεκκλησάκι
που χωρούσε μετά βίας καμιά τριανταριά ανθιρώπινες ψυχές, ένιωσα μια
απέραντη εσωτερική γαλήνη και χαρά, σα να βρισκόμουν στον παράδεισο.
Φαίνεται πως ο Θεός είχε προνοήσει για τα χρόνια που θάμενα μακρυά από
τη φυσική μου οικογένεια και μου είχε στείλει έναν δεύτερο πατέρα…
τελικά όχι μόνο για εκείνα τα τέσσερα χρόνια της ξενητειάς (κι όμως,
χάρη σε εκείνον δεν ένιωσα ούτε μια στιγμή ξενητεμένος), αλλά για όλα
αυτά τα χρόνια που θα ακολουθούσαν μέχρι τις 17 Απριλίου του 2013, τη
μέρα που έφυγε, σε ηλικία 89 ετών, για τις αγκάλες του Ουράνιου Πατέρα,
αφήνοντας πίσω του πολλά ορεφανεμένα παιδιά…
Πώς να περιγράψει κανείς με λόγια μία ολάκερη ζωή απλωμένη σε τόσες
δεκαετίες πλήρους ανιδιοτέλειας, αδιάλειπτης προσευχής, αγάπης χωρίς
όριο για τον άλλο, αλλά και απίστευτης σοφίας που γινόταν φανερή μέσα
από τα ελάχιστα λόγια, τη σύνεση και τη διάκριση που είχε αυτός ο
άνθρωπος!Γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου του 1924 στο χωριό Currie της Σκωτίας, σημερινό προάστιο του Εδιμβούργου. Οι γονείς του, Henry και Rose, προέρχονταν από παλιές αριστοκρατικές οικογένειες της Σκωτίας (Maitland Moir και Ochterlony), ήταν πολύ ευλαβείς και τον μεγάλωσαν με χριστιανική ανατροφή. Ο πατέρας του, Henry Maitland Moir (1887 – 1972), ήταν διακεκριμένος και αγαπητός σε όλους γιατρός που ξεχώριζε όχι μόνο για τις γνώσεις του και τον ενθουσιασμό και την ευελιξία του σε κάθε νέα εξέλιξη στον τομέα της Ιατρικής, αλλά επίσης, ίσως και περισσότερο, για την προθυμία του, το ανύστακτο ενδιαφέρον του για τους ασθενείς οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας, την αφιλοκερδία του και την αγάπη του προς όλους ανεξαιρέτως. Το γεγονός ότι ο π. Ιωάννης υπήρξε το μοναδικό παιδί της οικογένειάς τους, σε συνδυασμό με μία χρόνια αδυναμία στα γόνατά του, αλλά και η προσήλωση των γονέων του στις χριστιανικές τους αρχές, είχαν σαν αποτέλεσμα η ανατροφή του να είναι πολύ προνομιακή αλλά και αρκετά αυστηρή. Έτσι, από νεαρή ακόμη ηλικία, στράφηκε σε πνευματικά ερεθίσματα και αναζητήσεις.
Αφού τελείωσε την Ακαδημία του Εδιμβούργου, έκανε Κλασσικές Σπουδές (μελέτη και έρευνα του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου με βάση τις γραπτές και, κυρίως, τις φιλολογικές μαρτυρίες) στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Αφού δίδαξε τους Κλασσικούς Συγραφείς για ένα διάστημα στο Σχολείο Cargilfield του Εδιμβούργου, απέκτησε υποτροφία για να συνεχίσει Κλασσικές & Θεολογικές Σπουδές στο Κολλέγιο Christ Church, ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα Κολλέγια του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, αλλά ταυτόχρονα και το αριστοκρατικότερο – είναι πολλοί οι επιφανείς των γραμμάτων που αποφοίτησαν από το Κολλέγιο του Χριστού, αξιοσημείωτο δε παραμένει το ρεκόρ ότι έχουν επίσης αποφοιτήσει 13 Βρεττανοί πρωθυπουργοί. Ο π. Ιωάννης συνέχισε τις Θεολογικές του σπουδές στο Κολλέγιο Cuddesdon της Οξφόρδης. Το Κολλέγιο αυτό είχε ιδρυθεί το 1854 από τον επίσκοπο Οξφόρδης Σαμουήλ Wilberforce και λειτουργούσε ως Θεολογικό Σεμινάριο το οποίο προετοίμαζε αποκλειστικά αποφοίτους των Πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Καίμπριτζ για την ιερωσύνη στην Αγγλικάνική Εκκλησία. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι το Θεολογικό αυτό Σεμινάριο ακολουθούσε την πλευρά της Αγγλικανικής Εκκλησίας που ήταν πιο κοντά στη λειτουργική πράξη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (ενώ υπάρχει και το τμήμα εκείνο της Αγγλικανικής Εκκλησίας το οποίο πρακτικά πρόσκειται στον Προτεσταντισμό).
Το ενδιαφέρον του π. Ιωάννη για την Εκκλησία της Ανατολής και τους Πατέρες καλλιεργήθηκε έντονα στα χρόνια των Θεολογικών του σπουδών στην Οξφόρδη και το 1950 αποφάσισε να μεταβεί για ένα χρόνο στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Επιστρέφοντας στη Σκωτία, χειροτονήθηκε Διάκονος στην Επισκοπική Εκκλησία της Σκωτίας (η οποία υπάγεται στην Αγγλικανική Εκκλησία) το 1952 και τον επόμενο χρόνο Πρεσβύτερος. Στην αρχή τοποθετήθηκε ως Βοηθός του Εφημερίου στην εκκλησία της Παναγίας (η οποία είχε χτιστεί το 1858) στο Broughty Ferry και το 1956 μετατέθηκε στην πόλη του Durham της Βόρειας Αγγλίας, όπου για έξι χρόνια δίδαξε στο Κολλέγιο του Αγίου Τσάδ, στο οποίο προετοιμάζονταν υποψήφιοι κληρικοί της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Άγιος Τσαδ, επίσκοπος Μερκίας, υπήρξε μαθητής του Αγίου Αϊδανού (που εορτάζεται στις 31/8) στην ονομαστή Μονή-Επισκοπή του Λίντισφαρν της Βόρειας Αγγλίας, έζησε τον 7ο αιώνα και η μνήμη του εορτάζεται στις 2 Μαρτίου.
Επέστρεψε στο Εδιμβούργο το 1962 και τοποθετήθηκε στην ενορία του Αποστόλου Βαρνάβα, ενώ παράλληλα ορίστηκε τιμητικός εφημέριος στον Καθεδρικό Ναό της Παναγίας, ο οποίος είναι και η Έδρα του Επισκόπου του Εδιμβούργου, ενός από τους 7 Επισκόπους της Αγγλικανικής Εκκλησίας στη Σκωτία. Το 1967 ανέλαβε καθήκοντα εφημερίου στην Επισκοπική έδρα του Moray της Βορειοανατολικής Σκωτίας και σύντομα τοποθετήθηκε στον Καθεδρικό Ναό του Αποστόλου Ανδρέα στο Inverness, όπου και του δόθηκε ο τιμητικός τίτλος Canon (κάτι αντίστοιχο με το οφίκιο του αρχιμανδρίτη).
Η Επισκοπική Εκκλησία, που ο π. Ιωάννης αγαπούσε και διακονούσε με αφοσίωση, είχε, κατά την άποψή του εκείνα τα χρόνια, μεγαλύτερη εγγύτητα με την Ορθόδοξη Εκκλησία από κάθε άλλη Εκκλησία της Δύσης. Με το πέρασμα των χρόνων, όμως, συνειδητοποιούσε όλο και περισσότερο ότι και η Επισκοπική Εκκλησία σταδιακά απομακρυνόταν από την κοινη βάση που υπήρχε και τις ρίζες της μητέρας Ορθόδοξης Εκκλησίας, τις οποίες ρίζες εκείνος ανακάλυπτε πλέον με πολλή δίψα και ενθουσιασμό.
Κάποιος τον είχε ρωτήσει κάποτε: «Γιατί αφήσατε την Επισκοπική Εκκλησία;» και εκείνος είχε απαντήσει: «Δεν την άφησα εγώ – εκείνη με άφησε!».
Το 1981, μετά από περίπου 30 χρόνια διακονίας στην Επισκοπική Εκκλησία, παραιτήθηκε από τη θέση του στην Επισκοπή του Moray και ταξίδεψε στο Άγιο Όρος, όπου, μετά από κατήχηση, βαφτίστηκε Ορθόδοξος στη Μονή της Σιμωνόπετρας. Επιστρέφοντας στη Μεγάλη Βρετανία, χειροτονήθηκε Διάκονος στις 12 Ιουλίου 1981 και Πρεσβύτερος την αμέσως επόμενη μέρα από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Θυατείρων Μεθόδιο. Αρχικά τοποθετήθηκε εφημέριος στην Ενορία της Μεταμορφώσεως Σωτήρος στο Coventry, η οποία είχε αποκτήσει δική της εκκλησία μόλις πριν τέσσερα χρόνια, το 1977. Εκεί παρέμεινε τρία χρόνια και το 1984 επέστρεψε στην αγαπημένη του πατρίδα, το Εδιμβούργο της Σκωτίας.
Στο
Εδιμβούργο, η Ορθόδοξη ζωή και παρουσία είχε ξεκινήσει πριν πολλά
χρόνια με αφορμή την ανάγκη για Θεία Λειτουργία για τους Πολωνούς
στρατιωτικούς του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, οπότε σταδιακά
δημιουργήθηκε μία ευρύτερη σλαβονική παροικία, στην οποία είχε
παραχωρηρηθεί για λειτουργική χρήση μέσα στη δεκαετία του ’70 ένα από τα
παρεκκλήσια της Επισκοπικής Εκκλησίας του Αρχαγέλλου Μιχαήλ & των
Αγίων Πάντων. Ο π. Ιωάννης Sotnikov, ρωσικής καταγωγής, ήταν ο ιερέας
αυτής της πρώτης κοινότητας και οι Λειτουργίες τελούνταν στα σλαβονικά.
Όταν η παρουσία του Ορθόδοξου αυτού παρεκκλησίου έγινε γνωστή, άρχισαν
να εκκλησιάζονται εκεί και κάποιοι Έλληνες οι οποίοι ζούσαν στο
Εδιμβούργο, ενώ αργότερα καθιερώθηκε να έρχεται περιστασιακά ο Έλληνας
ιερέας της Γλασκώβης και να τελεί στο ίδιο παρεκκλήσιο Λειτουργίες στα
ελληνικά, ενώ ο π. Ιωάννης Sotnikov συνέχιζε να τελεί τις Λειτουργίες
στα σλαβονικά για τους σλαβόφωνουςε ορθοδόξους.
Μετά την κοίμηση του π. Ιωάννη Sotnikov, ανέλαβε ιερέας στο
Εδιμβούργο ο π. Ιωάννης Maitland Moir, ο οποίος, γνωρίζοντας άπταιστα
και τα ελληνικά αλλά και τα σλαβονικά, μπόρεσε να ενώσει τις δύο
κοινότητες σε μία, και έτσι ιδρύθηκε η Oρθόδοξη Εκκλησία του Αποστόλου
Ανδρέα κάτω από την δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Θιυατείρων και Μεγάλης
Βρετανίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου.Για τον π. Ιωάννη, η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν αυτό που ο αγαπημένος του συγγραφέας C. S. Lewis (1898 – 1963, συγγραφέας του πολύ γνωστού «Χρονικού της Νάρνια») – ο οποίος ήταν επίσης απόφοιτος του Κολλεγίου του Χριστού στην Οξφόρδη – θα αποκαλούσε «γνήσιο, καθαυτό χριστιανισμό», ο οποίος υπερβαίνει τα εμπόδια της εθνικότητας και της γλώσσας και αγκαλιάζει όλους όσους θέλουν να γνωρίσουν και να ζήσουν τη χριστιανική ζωή, μετέχοντας στη δόξα και τη χαρά της Ανάστασης του Κυρίου. Αυτό ακριβώς βίωνε όποιος δρασκέλιζε το κατώφλι του σπιτιού του π. Ιωάννη στην οδό 23Α George Square και κατέβαινε τα στενά σκαλιά που οδηγούσαν στο κατανυκτικό υπόγειο παρεκκλησιο του Αγίου Ανδρέα. Αυτά ακριβώς τα σκαλιά τα οποία είχα κατέβει και εγώ εκείνο του Οκτωβριανό απόγευμα Σαββάτου του 1989, μόλις πέντε χρόνια μετά από την άφιξη του π. Ιωάννη στην Ορθόδοξη Κοινότητα του Εδιμβούργου.
Για αυτόν ακριβώς το λόγο, ο π. Ιωάννης δεν αρκέστηκε μόνο στις ακολουθίες που τελούσε ανελλιπώς καθημερινά, πρωί και απόγευμα στο Εδιμβούργο, αλλά όργωσε στην κυριολεξία όλη την επικράτεια της Σκωτίας, τελώντας τη Θεία Λειτουργία όπου μάθαινε ότι υπήρχαν έστω και λίγοι πιστοί. Με αυτόν τον τρόπο σταδιακά ιδρύθηκαν 7 ακόμη ορθόδοξες κοινότητες – μικρές πνευματικές κυψέλες κάτω από την αγκαλιά της μητέρας κοινότητας του Εδιμβούργου και τις προσευχές του Γέροντά της. Καθιέρωσε παντού, όπου τελούνταν η Θεία Λειτουργία, τα αγγλικά ως κύρια λειτουργική γλώσσα (αφού αυτή ήταν η κοινή γλώσσα όλων) αλλά ταυτόχρονα χρησιμοποιούσε και τα ελληνικά και τα σλαβονικά από διάκριση και αγάπη προς τους Έλληνες και τους Ρώσους της Σκωτίας. Το μέτρο, η ταπείνωση και η διάκριση που τον χαρακτήριζαν σε όλα όσα έκανε, είχαν σαν αποτέλεσμα να χαίρει της εκτίμησης και του σεβασμού όλων όσων τον γνώριζαν, Ορθοδόξων και μη.
Αμέσως
μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στο Εδιμβούργο, τοποθετήθηκε
υπεύθυνος ιερέας του Πανεπιστημίου για τους ορθόδοξους φοιτητές και
παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι την κοίμησή του – ο μακροβιότερος
πανεπιστημιακός ιερέας στην μέχρι τώρα ιστορία του Εδιμβούργου. Ήταν
τόσο σημαντική η προσφορά του από αυτή τη θέση, που την ημέρα της
εξοδίου ακολουθίας του, με εντολή του πρύτανη του Πανεπιστημίου, οι
σημαίες της Σκωτίας σε όλα τα πανεπιστημιακά κτίρια παρέμειναν
μεσίστιες.
Είχε ιδιαίτερη αγάπη για την ιστορία του χριστιανισμού των πρώτων
αιώνων στη Σκωτία και προσπαθούσε να προβάλλει τους Αγίους αυτής της
περιόδου, όπως τον Άγιο Κολούμπα (9/6) και τον Άγιο Κουθβέρτο (20/3),
γιατί θεωρούσε πως αυτοί οι άγιοι ήταν οι ρίζες της Εκκλησίας της
Σκωτίας και αυτοί θα αποτελούσαν και πάλι τον σύνδεσμο με την μητέρα
Εκκλησία για τους σημερινούς Σκωτσέζους.Ηταν πολύ αυστηρός και ασκητικός στη ζωή του, αλλά είχε τέτοια αγάπη και διάκριση που θα δοκίμαζε ό,τι του πρόσφερες στο πιάτο του. Ο π. William Gordon Reid, ο ιερέας της Επισκοπικής Εκκλησίας του Εδιμβούργου που δάνειζε στη ρωσόφωνη πρώτη ορθόδοξη κοινότητα το παρεκκλήσιο για λειτουργική χρήση, αναφέρει σε ένα κείμενο που έγραψε για τον π. Ιωάννη, όταν έμαθε το νέο της εκδημίας του, τα εξής:
«Συνήθιζε να τρώει μόνο ένα γεύμα την ημέρα και αυτό, για πολλά χρόνια, του το ετοίμαζε και το παρείχε η κυρία Pinhorne, μέλος της ενορίας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ & Αγίων Πάντων της Επισκοπικής Εκκλησίας, η οποία πέθανε σε ηλικία 102 ετών. Ήταν πολύ αυστηρός στο φαγητό του, και θυμάμαι χαρακτηριστικά κάποια φορά την οικονόμο της κυρίας Pinhorne να του λέει: «υπάρχει ένα όριο στον αριθμό των διαφορετικών τρόπων με τους οποίους μπορεί κανείς να μαγειρέψει τις φακές» (σημ. αυτό ήταν το συνηθισμένο φαγητό του, ένα πιάτο με ελάχιστες φακές).
Και συνεχίζει ο π. Reid: «Επειδή δάνειζα το παρεκκλήσιο της ενορίας μας στους Ρώσους, κάποια στιγμή με κάλεσε σε δείπνο μία Ρωσίδα κυρία, η οποία ήταν χήρα του Sir Edward Reid. Προσκεκλημένοι της ήταν επίσης και οι δύο Ορθόδοξοι ιερείς, π. Ιωάννης Sotnikov και π. Ιωάννης Maitland Moir. Ένα από τα πιάτα που μας σέρβιρε μου έχει μείνει αξέχαστο: ένα μεγάλο ασημένιο μπωλ με χαβιάρι από οξύρρυχγο Μπελούγκα (που ζει στην Κασπία Θάλασσα), το οποίο ήταν τοποθετημένο πάνω σε μία στρώση πάγου και συνοδευόταν από καυτό φρεσκοφρυγανισμένο ψωμί και εκλεκτή βότκα από τη Ρωσία. Η Lady Reid, ο π. Sotnikov και εγώ πέσαμε στην κυριολεξία με τα μούτρα στον εκλεκτό αυτό πιάτο γεμάτοι ευχαρίστηση, και όσο τα ποτήρια μας ξαναγέμιζαν με βότκα τόσο πιο μεγάλη ήταν η ευχαρίστησή μας. Ο π. Ιωάννης πήρε το μικρότερο κομμάτι χαβιάρι από το μπωλ και μία φέτα ψωμί και, καθώς κατάπινε μία γουλιά βότκα, ακούστηκε μόνο ένας πολύ μικρός στεναγμός. Δεν ήταν ο τύπος του ανθρώπου που έπινε μόνο τσάι, αλλά μάλλον θα προτιμούσε λίγο σέρυ και ένα κράκερ, από αυτά που γίνονται από αλεύρι και νερό μόνο.
Δεν αποχωριζόταν ποτέ το κομποσχοίνι του, όλη του η ζωή ήταν σαρκωμένη προσευχή για τον άλλο. Όποιο όνομα του έδιναν για να μνημονευτεί στην ακολουθία της προσκομιδής, το καταχωρούσε σε ένα από τα δύο μικροσκοπικά βιβλιαράκια στα οποία κατέγραφε τα ονόματα των ζωντανών και των κεκοιμημένων. Η προσκομιδή που έκανε κρατούσε πολλή ώρα. Κανένα όνομα στα βιβλιαράκια του δεν σβηνόταν ποτέ και όλα μνημονεύονταν σε κάθε Θεία Λειτουργία. Όταν κάποτε τον ρώτησα (αφελώς) τι γίνεται όταν κάποιος, που τον μνημόνευε ως ζωντανό, εν τω μεταξύ πεθάνει και εκείνος δεν το έχει μάθει ώστε να μεταφέρει το όνομά του στη λίστα με τους κεκοιμημένους, πήρα την προφανή απάντηση ότι εκείνος συνεχίζει να μνημονεύει όπως είναι γραμμένα τα ονόματα (εκτός αν κάποιος τον ενημέρωνε για κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο οπότε θα το άλλαζε) και τα υπόλοιπα τα γνώριζε ο Θεός! Φυσικά… τόσο απλό!
Η Ορθόδοξη Κοινότητα του Εδιμβούργου, κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, μεγάλωνε συνέχεια με ανθρώπους όλων των εθνικοτήτων αλλά και πολλούς γηγενείς για τους οποίους η Εκκλησία του Αγίου Ανδρέα γινόταν το σπίτι τους Η πόρτα του π. Ιωάννη ήταν ανοιχτή για όλους ανεξάρτητα από το τι ώρα ήταν και ο ίδιος χαρακτήριζε συχνά τον εαυτό του ως «ιερομόναχο της πόλης». Σύντομα αναγκάστηκε να μετακομίσει εκείνος στο μικρό υπόγειο (όπου βρισκόταν το πρώτο παρεκκλήσι) και να μετατρέψει το καθαυτό σπίτι του επάνω σε Ναό, ο οποίος είχε χωρητικότητα διπλάσια και πλέον. Σε λίγο, ούτε κι αυτή η λύση δεν θα εξυπηρετούσε την Κοινότητα του Αποστόλου Ανδρέα που αυξανόταν ραγδαία. Μετά από πολύ αγώνα και με τη βοήθεια πολλών φίλων της Κοινότητας, αγοράστηκε ένα παλιό σχολικό κτίριο στην καρδιά του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, το οποίο μετατράπηκε σε Ναό. Αυτός παραμένει μέχρι σήμερα ο ναός της Ορθόδοξης Κοινότητας του Εδιμβούργου.
Ο π. Ιωάννης έδινε σε όλους τα πάντα, ό,τι ο καθένας είχε ανάγκη: από τα υλικά (κληρονόμησε μία πολύ μεγάλη περιουσία από τους γονείς του και στο τέλος δεν είχε ούτε μία δεκάρα δική του), μέχρι τα ψυχικά και τα πνευματικά: αγάπη, σοφία, δύναμη, καρτερία, παρηγορία… Έγινε ο πνευματικός πατέρας πολλών ανθρώπων, όχι μόνο στη Σκωτία, αλλά και αλλού. Όταν ερχόταν στην Αθήνα μία φορά το χρόνο, πολλοί ήταν εκείνοι που έσπευδαν στο σπίτι του καλού του φίλου, του γιατρού Αναστασίου Πλέτσα, για να εξομολογηθούν ή απλώς να πάρουν την ευχή του – ατέλειωτες ώρες από το πρωί ως το βράδυ.
Ο
π. Ιωάννης κοιμήθηκε ειρηνικά στις 17 Απριλίου 2013, στο Βασιλικό
Νοσοκομείο του Εδιμβούργου, περιστοιχισμένος από τα πνευματικά του
παιδιά, τα οποία αποχαιρετούσε έναν έναν, δίνοντας σε όλους την ευχή του
τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής του που νοσηλευόταν μετά από
εγκεφαλικό επεισόδιο. Εκείνην ακριβώς την ημέρα της κοίμησής του, ένας
ανώνυμος δωρητής είχε μόλις υπογράψει τη συμφωνία για την αγορά ενός
μεγάλου παλιού ενοριακού ναού του Εδιμβούργου για να μεταφερθεί πλεόν η
ορθόδοξη Κοινότητα σε ένα κανονικό και άνετο εκκλησιαστικό κτίριο – αυτό
ήταν το όραμα του π. Ιωάννη όλα αυτά τα χρόνια.
Στο
κείμενο που έγραψε για τον π. Ιωάννη, ο π. William Gordon Reid, ιερέας
της Επισκοπικής Εκκλησίας που είχε δανείσει το παρεκκλήσιο της ενορίας
του στην πρώτη ρωσική κοινότητα, καταλήγει λέγοντας: «Ήταν ένας πιστός
και αφοσιωμένος ενοριακός ιερέας, ένας πολύ καλός φίλος και έμπιστος
σύμβουλος για πολλούς ανθρώπους, και είμαι βέβαιος πως τώρα επιτέλους θα
ακούσει το καλωσόρισμα του Κυρίου: ”Εύ, δούλε αγαθέ και πιστέ. Επί
ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω. Είσελθε εις την χαράν του
Κυρίου σου” (Ματθ. 25:21)». Ή, όπως πολύ όμορφα είπε η Milja Radovic από
τη Σερβία «Χάσαμε τον άνθρωπο που αγαπούσαμε και κερδίσαμε έναν
άγγελο!».Κείμενο: π. Δημήτριος Ι. Μαρούλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου