Η αγάπη προς τον Χριστό δεν εχει όρια,
το ίδιο και η αγάπη προς τον πλησίον. Να εκτείνεται παντού, στα πέρατα
της γης. Παντού, σε όλους τους ανθρώπους.
Θα σας το πω μ’ ένα παράδειγμα. Ήταν
ενας ασκητής κι είχε δύο υποτακτικούς. Προσπαθούσε πολύ να τους ωφελήσει
και να τους κάνει καλούς. Είχε, όμως, την ανησυχία αν όντως προχωρούν
στην πνευματική ζωή, αν προοδεύουν κι αν είναι έτοιμοι για τη Βασιλεία
του Θεού. Περίμενε ενα σημάδι γι’ αυτό απ’ τον Θεό, αλλά δεν έπαιρνε
καμία απάντηση. Κάποια ημέρα θα γινόταν αγρυπνία στην εκκλησία μιας
άλλης σκήτης που απείχε πολλές ώρες απ’ τη δική τους. Έπρεπε να γίνει
πορεία μές στην ερημο. Έστειλε τους υποτακτικούς του απ’ το πρωί, ώστε
να φθάσουν νωρίς, για να τακτοποιήσουν την εκκλησία, κι ο Γέροντας θα
πήγαινε τ’ απόγευμα. Οι υποτακτικοί είχαν προχωρήσει αρκετά, όταν
ξαφνικά άκουσαν βογκητά. Ήταν ενας άνθρωπος βαριά τραυματισμένος και
ζητούσε βοήθεια:
—Πάρτε με, σας παρακαλώ, τους έλεγε,
γιατί εδώ είναι ερημιά, κανείς δεν περνάει, ποιός θα μπορέσει να με
βοηθήσει. Εσείς είστε δύο. Σηκώστε με και οδηγήστε με στο πρώτο χωριό.
—Δεν μπορούμε! του είπαν. Βιαζόμαστε να πάμε για την αγρυπνία, έχουμε πάρει εντολή να ετοιμάσουμε.
—Πάρτε με, σας παρακαλώ! Αν μ’ αφήσετε, θα πεθάνω, θα με φάνε τα θηρία.
Δεν μπορούμε! Τί να κάνουμε, πρέπει να πάμε στο καθήκον μας.
Κι έφυγαν. Τ’ απόγευμα ξεκίνησε ο
Γέροντας για την αγρυπνία. Πέρασε από τον ίδιο δρόμο. Έφθασε και στο
μέρος που ήταν ο τραυματισμένος. Τον βλέπει, τον πλησιάζει και του λέει:
—Τί έπαθες, άνθρωπε του Θεού; Τί εχεις; Από πότε είσαι εδώ; Δε σε είδε κανείς;
—Πέρασαν το πρωί δύο μοναχοί και τους παρακάλεσα να με βοηθήσουν, αλλά βιαζόντουσαν να πάνε στην αγρυπνία.
—Θα σε πάρω εγώ. Μήν ανησυχείς! Του λέει.
—Δεν μπορείς εσύ, είσαι γέροντας, δεν μπορείς να με σηκώσεις, αδύνατον!
—Όχι, θα σε πάρω! Δεν μπορώ να σ’ αφήσω!
—Μα δεν μπορείς να με σηκώσεις.
—Θα σκύψω και σύ πιάσου από πάνω μου και λίγο λίγο θα σε πάω σε κανένα κοντινό χωριό. Λίγο σήμερα, λίγο αύριο, θα σε φθάσω.
Και τον πήρε με μεγάλη δυσκολία κι
άρχισε να βαδίζει με το βάρος εκείνο μές στην άμμο πάρα πολύ δύσκολα. Ο
ιδρώτας έτρεχε ποτάμι και σκεπτόταν: «Έστω και σε τρεις μέρες θα φθάσω».
Καθώς όμως προχωρούσε άρχισε να νιώθει το φορτίο του πιο ελαφρό, πιο
ελαφρό και σε κάποια στιγμή αισθάνθηκε σαν να μην κρατάει τίποτα. Τότε
γυρίζει πίσω να δεί τι συμβαίνει και βλέπει με έκπληξη πάνω του έναν
άγγελο. Ο άγγελος του είπε:
—Μ’ εστειλε ο Θεός να σε πληροφορήσω ότι οι δύο υποτακτικοί σου δεν είναι άξιοι της Βασιλείας του Θεού, γιατί δεν έχουν αγάπη.
Πηγή: «Αγία Ζώνη», Περιοδική Έκδοση Ιερού Ναού Αγίας Ζώνης Πατησίων, Τεύχος 19, Αύγουστος 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου