Ό
ηγούμενος Βαρλαάμ καταγόταν από την Μόσχα, από οικογένεια έμπορων. Ήταν
ακόμη έφηβος όταν αισθάνθηκε την έλξη τής μοναχικής πολιτείας. Έτσι,
ακολουθώντας την προτροπή τού Σωτήρος, εγκατέλειψε σπίτι, γονείς,
περιουσία μαζί με όλες τις κοσμικές χαρές και αποτραβήχτηκε στο Βαλαάμ.
Ηγούμενος της Μονής ήταν τότε ό πεπειραμένος στα πνευματικά π. Ναζάριος.
Υπό την καθοδήγηση του μεγάλωνε και δυνάμωνε στους μοναχικούς αγώνες. «Όταν εργαζόμουν στην κουζίνα, ή προσευχή έμπαινε μέσα μου όπως το φαγητό στην κατσαρόλα»,
έλεγε αργότερα τονίζοντας την πνευματική ωφέλεια πού προέρχεται από τα
διακονήματα. Ό π. Βαρλαάμ έλαβε την μοναχική κουρά το 1798,
χειροτονήθηκε διάκονος το 1801 και ιερέας το 1805.
Ώς
ιεροδιάκονος και αργότερα ιερομόναχος τελούσε ακολουθίες στην Σκήτη των
Αγίων Πάντων την εποχή πού οι αείμνηστοι γέροντες Θεόδωρος και Λέων
ζούσαν εκεί. Έλεγε ότι από την συγκατοίκηση μαζί τους και από τις
συζητήσεις πού είχαν απέκτησε μεγάλη πνευματική ωφέλεια. Στο ερημητήριο
της Σκήτης απασχολήθηκε με την προσευχή, την ανάγνωση ιερών βιβλίων και
την αντιγραφή τους. Μαγείρευε για ολόκληρη την εβδομάδα. Ό π.
Δαμασκηνός, ό όποιος τον καιρό εκείνο ήταν προϊστάμενος της Σκήτης, τον
παρατήρησε κάποτε: «Γιατί εσύ, παππούλη, άφησες το φαγητό στην
κατσαρόλα; Είναι όλο σκεπασμένο με μούχλα». «Δεν πειράζει!», απάντησε ό
π. Βαρλαάμ, «Τρώγεται κι έτσι. Ή κατσαρόλα είναι σιδερένια. Ανάγνωση
ήταν χάλκινη, τότε το φαγητό θα ήταν δηλητηριασμένο».
Το
μόνο κίνητρο πού ανάγκασε τον φιλήσυχο π. Βαρλαάμ πού ποθούσε την
ερημική ζωή, να δεχτεί στους ώμους του το ζυγό του ηγουμένου, ήταν ή
αγάπη του προς την Μονή της μετανοίας του. Ομοφώνως ή αδελφότητα τον
εξέλεξε ηγούμενος το 1830. Ώς ηγούμενος αντιμετώπισε πολλές στενοχώριες.
Το ακριβές αίσθημα τού δικαίου πού τον χαρακτήριζε, δεν άρεσε σε όλους.
Τον θεωρούσαν πολύ απότομο, και δεν είχε την ικανότητα να λειτουργεί
αναλόγως με τις περιστάσεις. Γι' αυτό και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει
όχι μόνο την ηγουμενία αλλά τελικά και το μοναστήρι. Μόνον τρία χρόνια
έμεινε ηγούμενος, οπότε αναγκάστηκε να ζητήσει να τον απαλλάξουν από τη
θέση αυτή. Ήθελε όμως να παραμείνει στο Βαλαάμ και ως απλός μοναχός
εγκαταστάθηκε στην παλιά αγαπητή καλύβι του στην Σκήτη των Αγίων Πάντων.
Αλλά
τελικά οι περιστάσεις ανάγκασαν τον π. Βαρλαάμ να φύγει για πάντα από
το Βαλαάμ το 1839. Μεταφέρθηκε στη Σκήτη της Μονής Όπτινα. Εκεί
αγωνιζόταν τον καιρό εκείνο και ό μεγαλόσχημος ιερομόναχος Λέων, με τον
όποιο - λίγα χρόνια νωρίτερα - συγκατοικούσε στην Σκήτη των Αγίων
Πάντων.
Στο
ερημητήριο της 'Όπτινα συνέχισε την παλιά ασκητική του ζωή. Ένα
φθαρμένο γούνινο παλτό και ένα σκληρό μαξιλάρι - αυτά ήταν όλη ή
περιουσία πού έφερε μαζί του ό προηγούμενος από το Βαλαάμ. Τις ελεύθερες
ώρες του αγαπούσε να περιπατεί στο δάσος πού περικύκλωνε την Σκήτη
θαυμάζοντας την φύση μέσα στην ησυχία. Συχνά έλεγε πώς ή φύση είναι το
μέσον διά τού όποιου ό άνθρωπος μαθαίνει να γνωρίζει το Δημιουργό τού
σύμπαντος. Αυτούς τούς περιπάτους, γεμάτους κατάνυξη και προσευχή ήθελε
να τούς κάνει μόνος του. Κάποτε ένας από τούς αδελφούς της Σκήτης
βλέποντάς τον να ετοιμάζεται για περίπατο, τον παρακάλεσε: «Πάρτε και
μένα μαζί σας, παππούλη». «Καλά», απάντησε ό Γέροντας, «Έλα αλλά με την
προϋπόθεση ότι θα βαδίζουμε σιωπηλοί». Ανάγνωση όμως τύχαινε να
συναντήσει χωρικούς, συζητούσε μαζί τους. Ομολογούσε πώς συχνά εύρισκε
μεγάλη παρηγοριά για βαθιά πνευματικά προβλήματα στα απλά τους λόγια.
Ό
π. Βαρλαάμ είχε, όπως λέει ό Άγιος Ισαάκ ό Σύρος, «Συμπάσχουσα καρδία
προς όλην την κτίσιν». Έχυνε πολλά δάκρυα μπροστά στον πόνο των ανθρώπων
και των ζώων. Παρ' όλο πού είχε μια μορφή κάπως αυστηρή, μέσα του ήταν
απλός και καλοκάγαθος σαν το παιδάκι που μας δίνει, για παράδειγμα, το
Ευαγγέλιο. Είχε δυνατή κράση, αν και το κορμί του είχε λυγίσει και το
κεφάλι ακουμπούσε στο στήθος. Τα μάτια του ήταν πάντοτε δακρυσμένα, γι'
αυτό και τα βλέφαρα ήταν πρησμένα και τα τσίνορα είχαν πέσει.
Προτιμούσε
την μοναξιά και την σιωπή. Είχε στο νου του την συμβουλή τού Όσιου
Αρσενίου: «Αγάπα όλους και φύγε από όλους». Τα λόγια του ήταν μετρημένα.
Με τις σύντομες διδασκαλίες ήθελε να εκφράζει πολλά αποφεύγοντας την
πολυλογία. «Είναι παράξενο», έλεγε, «πώς δύο λογισμοί ενοχλούν συνέχεια
τον άνθρωπο: ή να κατακρίνει τους άλλους για την άσχημη πορεία τους ή να
θαυμάζει την δική του προκοπή».
Ό
π. Βαρλαάμ κατοικούσε στον τόπο, πού ήταν τοποθετημένα τα μελίσσια της
Μονής. Ποτέ δεν κλείδωνε το κελί του και γενικά δεν το φρόντιζε καθόλου.
Το κελί ήταν γεμάτο από πελεκούδια και βαλανιδάκια πού τα μάζευε από το
δάσος και τα περίχωρα της Σκήτης για την σόμπα και τα μικροεργόχειρά
του. Κάποτε κλέφτες έκαναν διάρρηξη στην Σκήτη και λήστεψαν όλα τα κελιά
στο κτίριο πού κατοικούσε και ό π. Βαρλαάμ. Οι πατέρες την ώρα εκείνη
βρίσκονταν στην εκκλησία. «Παππούλη», τού είπε τρομαγμένος ένας από τους
αδελφούς, «ασφαλώς οι κλέφτες δεν θα άφησαν τίποτε και στο δικό σας
κελί». «Πήραν άραγε τα πελεκούδια;», χαμογέλασε ό Γέροντας. «Θα βρω
καινούργια υπάρχουν αρκετά». Οι κλέφτες περίμεναν να βρουν πολύτιμα
πράγματα στο κελί τού προηγουμένου. Είχαν ψάξει προσεκτικά όλα τα
συρτάρια πού ήταν σκεπασμένα με σανιδάκια και πελεκούδια, χωρίς όμως να
βρουν τούς θησαυρούς πού περίμεναν. Τελικά, πήραν μαζί τους το μόνο
«θησαυρό» τού Γέροντα - το φθαρμένο γούνινο παλτό του.
'Ανάγνωση
και ό π. Βαρλαάμ στο ερημητήριο της Οπτινα ήταν περιτριγυρισμένος από
την αγάπη και την φροντίδα όλων, δεν μπορούσε όμως ποτέ να ξεχάσει το
αγαπητό του Βαλαάμ «Καλά είμαι εδώ με σας», έλεγε, «δεν έχω κανένα
παράπονο. Αλλά στο Βαλαάμ ήταν διαφορετικά. Εκεί έβαζες ένα κομμάτι ψωμί
στην τσέπη σου και πέρναγες τρεις ήμερες στο δάσος μέσα στην μοναξιά.
Δεν συναντούσες ούτε θηρίο ούτε άνθρωπο πού να έχει κακές διαθέσεις.
Ήταν μόνο ό Θεός και εσύ, εσύ και ό Θεός».
Διηγήθηκε
για την απορία πού τού γεννήθηκε, όταν κατοικούσε στην Σκήτη των Αγίων
Πάντων μαζί με τους φημισμένους γέροντες Θεόδωρο και Κλεόπα. Τού
φαινόταν παράξενο πώς οι γέροντες δεν έχαναν την εσωτερική τους ειρήνη,
αν αι περνούσαν όλη την ημέρα συζητώντας με ανθρώπους που διψούσαν για
πνευματική βοήθεια. Γι' αυτό και κάποτε απευθύνθηκε στο γέροντα Θεόδωρο
και τού είπε: «Παππούλη απορώ από πού βρίσκετε το κουράγιο να μιλάτε
μέρες ολόκληρες με τούς επισκέπτες. Πώς είναι δυνατόν;». «Τί κουτός πού
είσαι, αδελφούλη μου», απάντησε ό Γέροντας. «Από αγάπη προς τον
αδελφότητα συζητών μαζί του δύο ημέρες και το πνευματικό κέρδος πού
παίρνω, μού δίνει εσωτερική ειρήνη». Από τούτην την απάντηση τού
χαρισματούχου Γέροντος κατάλαβε την σπουδαιότητα της πνευματικής
παρηγοριάς. Γι' αυτό και ό ίδιος ήταν πάντοτε πρόθυμος να παρηγορεί και
να ακούει με συμπάθεια τον ταραγμένο αδελφότητα.
Μέχρι
το τέλος του ό γέροντας έπαιρνε εφημερία ως ιερομόναχος στην Σκήτη της
'Όπτινα και ελάμβανε μέρος στις πανηγυρικές ακολουθίες στο κύριο
μοναστήρι τις μεγάλες εορτές. Την παραμονή των Χριστουγέννων τού 1849
σύμφωνα με την συνήθειά του είχε πάει στο μοναστήρι και ιερουργούσε
εκείνο μαζί με άλλους ιερομονάχους. Αλλά λόγω κρυολογήματος αισθάνθηκε
μια ξαφνική αδυναμία και τον πήγαν αμέσως στην Σκήτη. Εκείνο τού έκαναν
ευχέλαιο και κοινώνησε. Μετά από την θεία Κοινωνία δεν πήρε πια άλλη
τροφή ούτε φάρμακα.
Την δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων ό π. Βαρλαάμ αποδήμησε προς τον Χριστό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου