Τι κοινό έχει αυτή η επιθυμητότητα με αυτό που ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ονομάζει «έφεσιν της πλήρους οντότητας», ήτοι επιθυμία ενός μυστηριώδους πράγματος; Τι είναι αυτή η πληρότητα; Είναι η εσωτερίκευση του άλλου μέσα μου, η περιχώρησις, η ανάγκη να αγαπώ, είναι η αγάπη ως κάτι απόλυτο. «Πρέπει να αρχίσει κανείς να αγαπά για να μην αρρωστήσει», θα πει ο Freund (π.Θερμός 2006,231). Aλλά και ο Lacan τονίζει ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον που ζητάει αγάπη (π.Λουδοβίκος 2003,31). Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι ο ψυχαναλυτής πρέπει να κρατήσει «αινιγματική» την επιθυμία του, για να βοηθήσει τον έχοντα ανάγκη στήριξης. Αυτή η αγάπη οδηγεί στην πληρότητα. Αυτήν επιθυμεί ο άνθρωπος.
Με αυτά θα θέματα έχει ασχοληθεί και ο Bollnow.Εδώ θα μας έβγαζε εκτός τροχιάς να αναφερθούμε διεξοδικότερα στο θέμα της επιθυμίας, όπως αυτό μάλιστα αποδόθηκε με τον επιγραμματικό τρόπο «Οι επιθυμίες είναι φόβοι», ανατρέχοντας στον Σπινόζα, ή στην ψυχιατρική του Hofmannsthal, ότι οι επιθυμίες είναι καλυμμένοι φόβοι και ότι ο άνθρωπος βρίσκει καταφύγιο σε αυτές, όταν φοβάται(Bollnow ό.π.α., 100). Σε μια ωστόσο ποιητική του εκδοχή αυτός ο φόβος βρίσκει εξιλέωση στο κάλλος: «φοβηθείτε αν θέλετε να ξυπνηθεί του ωραίου» το ένστικτο(Ελύτης). Ωστόσο αξίζει να τονισθεί ότι ο Bollnow έχει μιλήσει για «εμπιστοσύνη χωρίς αντικείμενο», που πηγάζει -αλλού έχει τονίσει το αυτό για την αισιοδοξία-, από ένα βαθύτατο αίσθημα εστιότητας που υπάρχει στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης(ό.π.α.,24). Τόσο όμως αυτή η εμπιστοσύνη χωρίς αντικείμενο, όπως και η πίστη στο Είναι, καταχωρούνται εδώ σε έναν ανθρωπολογικό τόπο, που βρίσκεται πριν από την αντίληψη που έχουμε περί θρησκευτικής πίστης.(ό.π.α.,25).
Επανερχόμαστε στον π.Λουδοβίκο. Η επιθυμία φθάνει κάποτε σε ένα όριο, όπου επιθυμείς χωρίς αντικείμενο (π.Λουδοβίκος ό.π.α.,32). Φθάνεις σε καθαρή επιθυμητότητα, ενώ έχει προηγηθεί επιθυμία άπειρη και ατέρμονη. Αυτή την λακανική-ψυχαναλυτική επιθυμητότητα την απέδωσε η πατερική σοφία του αγίου Μαξίμου με τον όρο «θέλημα φυσικόν», που σημαίνει, κατά τον π.Λουδοβίκο, καημός. Αυτός συνιστά κέντρο και ουσία του ανθρώπου(ό.π.α.,33). Θέλημα σημαίνει μια δύναμη που ζητάει την πληρότητα της κατά φύσιν υπάρξεως, δύναμη συνεκτική των προσόντων της φύσης. Εφόσον αποκτηθεί σε μια μελλοντική στιγμή αυτή η πληρότητα, κάτι που σφόδρα θα ήθελε η λογική ύπαρξη, τότε αυτή ζει και κινείται ως σύνολη ψυχοσωματική οντότητα. Είναι ένας καημός χωρίς όνομα, αλλά βαθύς και αγιάτρευτος. Είναι η επιθυμία του ανθρώπου να γίνει το όλον. Να είναι ένας, αλλά όχι μόνος, όπως συμβαίνει με την ομοουσιότητα. Να έχει εντός του «την ομοούσια σταυρική περιχώρηση του κτιστού των συνανθρώπων μου»(π.Λουδοβίκος 2006,49). Πρόκειται για άρνηση της «βούλησης για δύναμη» στο δρόμο του Ομοουσίου. Σε εναντία περίπτωση επέρχεται έκπτωση της αλήθειας σε De Sade και υπεράνθρωπο(ό.π.α.,115).Πρόκειται για μια ευλογημένη «μωρία», που σε κάνει να πάσχεις για να σώσεις τον άλλον (Κορναράκης 2007,786).
Η επιθυμία αυτού του είδους, ήτοι η χωρίς αντικείμενο, είναι «σώφρων μανία»(άγιος Μάξιμος, ό.π.α.198). Είναι, επίσης η επιθυμία του όλου, η οποία στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά είναι η επιθυμία του Θεού, αλλά και κάθε ανθρώπου(ό.π.α.,35).Η κοινωνία μαζί του, μακράν από του να υπαγορεύεται από την καντιανή κατηγορική προσταγή, ήτοι η κοινωνία με τα άκτιστα θελήματά του και με το πρόσωπό του, με φέρνει ενώπιον του μακαρίου κάλλους. Η έλλειψη της επιθυμίας του Θεού και του άλλου με οδηγεί σε κόλαση. Ο ησυχαστής δεν απολαμβάνει τη Χάρη ξέγνοιαστος για τον άλλο που υποφέρει(δες:ό.π.α.,128). Όχι μόνο δεν κλείνεται στον εαυτό του και δεν καταστρέφει το εγώ του, αλλά γίνεται όλος πυρύκαυστος από επιθυμία χωρίς αντικείμενο. Έχει προηγηθεί η εξόντωση της φιλαυτίας με την υπακοή, ήτοι έχει γίνει η «διαπαιδαγώγηση της γνωμικής χρήσης του φυσικού θελήματος», έχει γίνει η χρήση του κατά Θεόν(ό.π.α.,134 κ.εξ), ο πόθος της ανάλωσης για τους άλλους. Εν τέλει, μέσα από αυτή την επιθυμητότητα επέρχεται η οντολογική συναγωγή, η «ενδιάσφιγξις» των όντων(ό.π.α.,185).
Αυτή είναι η ανώνυμη επιθυμία του άλλου που χαρακτηρίζει έναν άγιο, μέσα στον οποίο βρίσκουν τόπο όλοι, έχει όλο το Είναι μέσα του, που σημαίνει είναι αθάνατος(ό.π.α., 42). Εξ αυτού του τρόπου ύπαρξής του εν κοινωνία με το Θεό είναι δεκτικός του θείου ακτίστου-μακαρίου κάλλους, της θείας ομορφιάς, των χαρισμάτων του Πνεύματος, που συνιστά το τελικό «φυσικό» περιέχον του ανθρώπου, ασθενούς ή υγιούς (ό.π.α.,100). Γι’ αυτό και κάθε άνθρωπος είναι οιονεί φορέας του θείου ακτίστου-μακαρίου κάλλους. Αυτό το κάλλος είναι το δώρημα της μεθέξεως του Ακτίστου, στο οποίο ενδημεί και το κάλλος της πτωχείας. Ο ησυχαστής αποκτά λόγω αυτής της επιθυμητότητας εμπειρία ενός άλλου κόσμου, εμπειρία του θανάτου του θανάτου και μια άσπιλης Εκκλησίας(π.Καρδαμάκης 2001,156). Εκείνης το άκτιστο-μακάριο-αθάνατο κάλλος δεν είναι ούτε φυσικό, ούτε τεχνικό. Βρύει αίνιγμα και φως, το έχει επωάσει η Χάρη, είναι πρωτόνοιο και σε εγκεντρίζει στα έσχατα.
Το στιβαρό «υποκείμενο» του ησυχαστή είναι φορέας επιθυμητότητας χωρίς επιθυμία, είναι άκτιστο κατά Χάρι, δεν αναζητά ψυχολογικά και συναισθηματικά στηρίγματα, έχει λουσθεί μέσα στο άκτιστο κάλλος που εκπέμπει το αναστημένο σώμα του Χριστού, αφού «….όσο κανείς κατακτά την αγιότητα, τόσο και μειώνεται η ισχύς των ψυχολογικών νόμων επάνω του», λέγει ο π.Θερμός(π.Θερμός 2006,39). Αυτό το υποκείμενο είναι καλό-γερος, με όλο το νόημα που κομίζει η έννοια, ζει ως αγνωών και ιδιώτης, πάσχει τα θεία (π.Καρδαμάκης χ.χ.11).
Η ασκημένη ύπαρξη του ασκητή-φορέα αυτής της
επιθυμητότητας παραμένει αλώβητη από πάθη και αγωνία φόβο θανάτου. Από
το ανεξιχνίαστο βάθος της αναβλύζει κάλλος ιλαρό, πυρακτωμένο από την
«άκρα ταπείνωση» του Χριστού. Ο ησυχαστής φιλιώθηκε τόσο πολύ με το
μυστήριο, που το τελευταίο του αποκαλύφθηκε και τον έντυσε με κάλλος.
Έγινε όλος κάλλος, αλλά τι κάλλος; Τι είναι αυτό που ακτινοβολεί; Είναι η
απεραντοσύνη της αθανασίας, που σε γεμίζει κι εσένα ελευθερία. Η
κτιστότητα έχει υποχωρήσει έναντι της λαμπρότητας του μακαρίου κάλλους. «Των
μεν ουν αγίων η θεοειδής του Πνεύματος εικών από του νυν ένδον ώσπερ
εντυπωθείσα και το σώμα θεοειδές έξω και ουράνιον απεργάζεται»
λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (Πόποβιτς 1992, 168). Από τούδε
φέρει επάνω του ο ησυχαστής αυτό που ο ίδιος άγιος ονομάζει «καλλονή λαμπρότητος και ωραιότητος ουρανίου» (ό.π.α.).Μια νέα πραγματικότητα καταυγάζει, αφού ισχύει αυτό που ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος τονίζει για τη γνώση:«τα αρχαία παρήλθε, γέγονε καινά τα πάντα»(ό.π.α.,193). Κυριαρχεί η «Θεία Ειρήνη»,οι αντιφάσεις του χρόνου και του χώρου δεν είναι θανατηφόρες(ό.π.α.).
Ο ησυχαστής δεν είναι ούτε ένα εμπερίστατο
ον, ούτε υπεράνθρωπος. Αλλά ούτε και προβάλλει έναν κοινό πρότυπο βίου
για όλους τους θνητούς. Αυτό που αδιαφιλονίκητα προβάλλει είναι οι
δυνατότητες του ανθρώπου όχι να έχει οράματα (πολύ της μόδας ήταν πάντα η
έννοια αυτή), αλλά να διαθέτει τη σωματικότητά του στην υπηρεσία του
ακτίστου κάλλους! Ενός κάλλους που δεν το δημιουργεί η φύση, αφού είναι
ανίκανη να το φτιάξει, ενδημεί όμως σε όλη την κτίση ως ποίημα Θεού. Δεν
το φτιάχνει η επαγγελματίας αισθητικός, ούτε και ο ευρηματικός
καλλιτέχνης. Είναι κάλλος που κρατάει τον άνθρωπο στην αντίπερα της επαληθευσιμότητας και της θέλησης για δύναμη όχθης, στη χώρα της μη αναγωγιμότητας.
Εκεί, στη χώρα του έρωτα, υπέρ κάθε έρωτα, της επιθυμητότητας υπέρ
πάσαν επιθυμία, πρωταρχικό ρόλο δεν έχει η κάθε μία αίσθηση ξεχωριστά,
αλλά η σύνολη σωματικότητα. Και γι’ αυτό εξάλλου ο ασκητής ακούει με τα μάτια και βλέπει με τα αυτιά, οσφρύζεται το γλυκύ και γεύεται την ευωδία. Και για να μην ξεχνάμε την ποίηση του Ελύτη: «άκου, άκου ομορφιά»(Ελεγείο τουGruningen).
Εάν ορισμένοι ησυχαστές έχουν τη Χάρη κρυφή, δεν είναι δική τους επιλογή, δεν είναι μοναδικοί,
ούτε εξάλλου οι ίδιοι πιστεύουν κάτι τέτοιο για τον εαυτό τους. Ούτε
είναι δική τους επιλογή να δείχνουν τη Χάρη. Ο καθένας όμως από εμάς
είναι συνόμιλος τους και έχει το μερίδιο συναιτιότητας- σε ένα
αποτέλεσμα «χωρίς» αίτιο!- που του αναλογεί: οφείλει να αναλάβει αυτό το
μερίδιο από τη ζωή του ησυχαστή και να συν-αλλοιωθεί μαζί του κατανοώντας το μέχρις ενός σημείου, όχι γνωρίζοντάς το. Το κάλλος αυτό δεν είναι ένα αντι-κείμενο,
ούτε ένα θέαμα προς απόλαυση, αλλά μια κατάσταση, που σε κάνει να
μεταστοιχειώνεις τις επιθυμίες σε δοξολογία. Διαδικασία ασφαλώς
επισφαλής, αφού δεν υπάρχει εδώ μέθοδος προσέγγισης. Αν υπήρχε κάποια,
σίγουρα θα τις ακρωτηρίαζε. Υπάρχει όμως η αλλοιωμένη οντότητα του
ησυχαστή που σε συν-αναλλοιώνει και δεν βλέπεις απλώς κάποιο
«ατεμάχιστο» κάλλος, αλλά μετέχεις σε αυτό ανακτώντας κάτι από την
ανακτημένη, μέχρι αφέλειας, παιδικότητά του και μεταλλάσσεις τότε με τη
σειρά σου τον εαυτό σου. Γίνεσαι όλος επιθυμία, γιατί δεν έχεις καμία,
γίνεσαι ολάκαιρος μακάριο κάλλος
Πολλοί, ενδεχομένως, διαβάζοντας το βιβλίο
του π. Εφραίμ ίσως σκανδαλισθούν, θεωρώντας ότι ο γέροντας Ιωσήφ ήταν,
ως θιασώτης εξοντωτικής άσκησης, σωματοκτόνος. Ίσως οι πιο θεωρητικοί θα
πουν ότι διακατεχόταν από την πλατωνική ή την πλωτινική, και την εν
γένει αρχαιοελληνική, αντίληψη, την απαξιωτική για το σώμα. Ο Γέροντας
Ιωσήφ, όμως, ήταν σύμφωνα με την πατερική παράδοση, όπως π.χ. εκφράζεται
από τον άγιο Μάξιμο, έμψυχο σώμα και ένσωμη ψυχή, ήτοι ένας, τη ευδοκία του Θεού,
ψυχοσωματικός άνθρωπος, που αγιάζει όντας ουσιωμένος από το Θεό. Φέρει
επάνω στο σώμα του τον άκτιστο προαιώνιο λόγο του Θεού. Στον πυρήνα του
σώματός του έχει ψήγματα θείας λογικότητας. Συνεπώς, είναι προπτωτικός
ως προς τη φύση του, όχι όμως σε σχέση με ένα χαμένο παρελθόν, αλλά ως
μέτοχος των Εσχάτων. Είναι ένα όλος. Η σχέση σώματος και ψυχής είναι άρρηκτη οντολογική σχέση, όπου «ουκ έστιν ουν όλως σώμα δυνατόν ή ψυχήν ευρείν ή λέγειν άσχετον»(ό.π.α., 168).
Το άκτιστο-μακάριο κάλλος του ησυχαστή
αντλείται από τη Χάρη και καταφάσκει στην σωματικότητά του. Το σώμα του
ασκητή δεν τιμωρείται, ακόμα και όταν ο ίδιος αυτομαστιγώνεται. Δεν
πρόκειται για συναίσθηση ενοχών. Η αστοχία του όλου Είναι του είναι που
τον θλίβει και η συνείδησή του τον ελέγχει, καθώς διαπιστώνει αυτή την
αστοχία. Δεν πρόκειται για επιβολή προκαθορισμένων ποινών επί τελεσμένων
αμαρτημάτων. Το σώμα του, περιέχον θείας βουλής, δεν είναι χημικές
ουσίες, αλλά θεουργημένο με τη θεία λαμπρότητα, με την, κατά τον ανωτέρω
άγιο, «θείαν της μακαρίας δόξης λαμπρότητα, μεθ‘ ήν ουκ έστι τι επινοήσαι λαμπρότερον ή υψηλότερον»(ό.π.α.,170).
Εξ αυτού του λόγου είναι σώμα ταγμένο να
διατηρεί το θείο άκτιστο-μακάριο-αθάνατο κάλλος. Αυτό το πετυχαίνει
λογικοποιημένο (ό.π.α.,172 κ.εξ.), ήτοι αγιασμένο, θεωμένο με τη Χάρη,
ικανό για αθανασία, συνεπώς πανωραίο. Το σώμα λαμβάνει το άκτιστο
κάλλος, επειδή και αυτό πάσχει μαζί με τις αισθήσεις τα «μακάρια θεία πάθη»(άγιος
Νικόδημος)(ό.π.α.329). Ο ησυχαστής είναι ένας εξαιρετικά λογικός
άνθρωπος. Έχει τα ένστικτά του ως άνθρωπος, έχει τις ανάγκες της φύσης
του, αλλά δεν τις αφήνει ανεξέλεγκτες. Βάζει θεληματικά μπροστά τη
λογική του, με αυτή λέει όχι στο παράλογο, με τον ιδρώτα της άσκησής του
και τη λογική του χαλιναγωγεί τα πάθη του. Διαπιστώνει τις εσωτερικές
του αντιφάσεις και τις αστοχίες που του στερούν τη Χάρη. Δεν ανέχεται
ένα αντιφατικό σώμα, πασχίζει να το διατηρήσει ενωμένο με το μακάριο
κάλλος.
Ουδεμία σχέση έχει αυτή η στάση με μαζοχισμούς. Απόγνωση νοιώθει, που λοξεύει το εν κοινωνία γίγνεσθαι προς τα έσχατα, απόγνωση επειδή υπονομεύεται η ακτιστοποίησή του(ό.π.α.). «Ο Θεός Λόγος φωτίζει το σώμα, ενώ το σύγχρονο αφώτιστο σώμα παραπαίει μέσα στο σκοτεινό ναρκισσισμό του»(ό.π.α.,182).
Το σώμα και η ψυχή του ησυχαστή είναι ταγμένα να διατηρούν το μακάριο
κάλλος, να το εκπέμπουν και να το πολλαπλασιάζουν. Παράδειγμα συνιστά ο
π. Πορφύριος (δες: αρχ.Γοντικάκης ό.π.α., 2005).
Σύμφωνα με τα όσα ειπώθηκαν στο Συμπόσιο, ο άνθρωπος διαπιστώνει την τραγική του αστοχία να πετύχει μια ψυχοσωματική κοινωνία με το Θεό(«Θεός ανθρώπω ου μίγνυται»).
Με το άκτιστο κάλλος του ησυχαστή αποκαθίσταται αυτή η κοινωνία
(ό.π.α.,209). Το σημαντικό όμως είναι ότι καθένας μπορεί, όχι μόνον ο
ησυχαστής, να αντλήσει άκτιστο κάλλος συμμετέχοντας στα Μυστήρια της
Εκκλησίας, παίρνοντας έτσι το ζωοποιό κάλλος της αφθαρσίας.Η «ά-σκοπη» επιθυμία, η χωρίς αντικείμενο, δεν καθιστά τον ησυχαστή ευνουχισμένο ον. Αδυνατεί ο «κλασικός» ψυχαναλυτής να αντιληφθεί πόσο λάθος κάνει με το να συγχέει αυτή την επιθυμία με απώθηση της σεξουαλικότητας. Άσκοπη δεν σημαίνει α-νόητη, αλλά ότι δεν έχει κάποιο άλλο σκοπό-αντικείμενο πόθου, παρά την ολότητά του Είναι (εφίεμαι της πλήρους οντότητάς μου(ό.π.α.,37). Ούτε επίσης σημαίνει ά-σχετη, ήτοι ακοινώνητη. Απεναντίας, πραγματώνεσαι, όπως είπαμε, μέσα από τον καημό του Άλλου. Ο ησυχαστής είναι τύπος αυτής της κοινωνικότητας, φέρει μέσα του τον Άλλο σταυρικά. Είναι τύπος ασύλληπτης για το σημερινό πολιτισμό μας αντίληψης κοινωνικής. Γιατί υπόσταση(τουτέστι ύπαρξη) σημαίνει εδώ καθολικότητα(π.Λουδοβίκος 2006,72),να δύνασαι να «θάλπεις» μέσα σου το Όλον(ό.π.α.). Αυτό όμως είναι απόσταγμα μακαρίου κάλλους.
Ο ησυχαστής δεν επιβεβαιώνεται με κάποιου είδους εσωστρέφεια ή ατομική θέα του Θεού, αλλά μόνο στο βαθμό που ανοίγεται ταυτόχρονα προς τους άλλους και τους αναπαύει(ό.π.α.77). Επείγεται γι’ αυτόν το λόγο να οδηγήσει τους υποτακτικούς του στην υπακοή, όχι για να επιβεβαιώσει τη δύναμή του ή την ανωτερότητά του, αφού έχει απεκδυθεί κάθε βούληση για δύναμη. Θέλει να ανοίξει δρόμο στην «αιμάτινη αλήθεια», στην εσχατολογική πληρότητα, να ανοιχθεί στην αλήθεια του Είναι και στην καθολικότητα (ό.π.α.,111). Καμιά φιλοσοφία δεν είδε αυτό το δρόμο του υποκειμένου προς τον εαυτό του και προς τους άλλους, δηλ., όπως προείπαμε, το δρόμο «της σταυρικής διαδικασίας ενεργητικής δεξίωσης του άλλου»(ό.π.α.,98) στον αντίποδα του βάναυσου ομαδισμού(ό.π.α.,102). Για τον ησυχαστή η ακοινωνησία είναι κόλαση.
Με την κοινωνία αυτή το άκτιστο κάλλος αναβλύζει από την εσωτερικότητα του ησυχαστή και διαχέεται σε όλους. Αυτή η μη δυτική νοο-τροπία, του άσκοπου και κοινωνικού, που κυριαρχεί στο βίο του Γέροντα Ιωσήφ, χωρίς να έχει ο ίδιος αποκτήσει συστηματική σπουδή θεολογική, ή κάποια εμπειρία του δυτικού τρόπου βίου, δεν διακατέχεται από εχθρότητα προς τη δυτική Ευρώπη, ακόμα και στις πιο υπερβολικές εκτιμήσεις, που μάλλον οφείλονται σε ελλιπή πληροφόρηση (αρχ.Εφραίμ ό.π.α.,145).
Ο ησυχαστής δεν είναι βουδιστής μοναχός με μηδενισμένες επιθυμίες και στόχο τη νιρβάνα, αλλά ούτε είναι και στωϊκός φιλόσοφος. Ζώντας στην κατεύθυνση της πληρότητας δεν μερικεύει, δεν πετάει τίποτα (δες: αρχ. Εφραίμ ό.π.α.,), και όντας ενσώματος, δεν σπαταλά τίποτα από την οντολογική του υπόσταση. Μεταβάλλει όμως τα πάντα, τον τρόπο που αγαπά, που τρώει, που θυμώνει, που κοιμάται, που σιωπά κ.ο.κ. (π.Λουδοβίκος 2003,38). Μεταβάλλει «τον τρόπο του φυσικού θελήματος»(άγιος Μάξιμος) και από φίλαυτος γίνεται φιλόθεος και φιλάδελφος (π.Λουδοβίκος 2006,97).
Τύπος, πλέον, προσωπικός και υπαρξιακός όχι μόνο για τον μοναχό, αλλά για τον καθέναν από εμάς. Φωτοφόρος, λαμπροφόρος, πύρινος! Γιατί «πάσχοντας» αντλεί με μια υπεροχή όρασης κάλλος απευθείας από το μακάριο. Μας διαφωτίζει επ’ αυτού ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «το υπέρ είναι δι΄ αυτής της οράσεως πάσχοντες, τρόπον τινά, την αφαίρεσιν και μη διανούμενοι αυτήν(ό.π.α.39). Πάσχοντες αντλούμε με πνευματική όραση από το άκτιστο κάλλος το μερίδιο που μας αναλογεί. Γιατί μετέχουμε του Ομοουσίου, με το «υπέρ όρασιν γιγνώσκειν» και γνωρίζουμε τον Ενεργούντα αυτή την θεοποιό όραση(ό.π.α.,40). Μετέχουμε όντας ενιαίο Τι, αμέριστοι, εν εναντία περιπτώσει διαλύουμε την ύπαρξή μας: «Σκέψου να βάλω εσένα κάτω από έναν φακό και να βλέπω διαλελυμένο το είναι σου. Χάνεται η ομορφιά σου και η αξία σου. Θα βλέπω κύτταρα, αίματα, νευρικές ίνες. Δεν θα είσαι το πρόσωπο που στέκεται τώρα μπροστά μου…» (αρχ.Αιμιλιανός ό.π.α.,24).
O ησυχαστής φθάνει στη θέα του Θεού, όπως ακριβώς την περιέγραψε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: με το σώμα, εντός του οποίου εργάζεται ο νους, αλλά με το σώμα που φέρει «ενσημαινομένας πνευματικάς διαθέσεις»(του αυτού 2006,48), τουτέστι η θέα του Θεού δεν είναι αφαίρεση του υλικού μέρους του ανθρώπου, αφού ψυχή και σώμα «αμφότερα συνδιαιωνίζουσι θεώμενα» τον Θεό, δεν «νεκρούσι το παθητικό…κατακλείοντες αργόν και ακίνητον εαυτοίς». Η άνοδος στον Θεό γίνεται «μετά παντός είδους κτίσεως»(ό.π.α.)
Ό, τι ισχύει κατά τον άγιο Μάξιμο για το αγαθό (έννοια που ασφαλώς παραπέμπει στην πλατωνική ιδέα του αγαθού, αλλά για έναν κολοσσιαίο άγιο, όπως είναι ο Μάξιμος, δεν έχει καμία σχέση με πλατωνικές ιδέες, παρά μόνο με τον ζώντα Χριστό,), ισχύει και για το μακάριο κάλλος. Είναι κάλλος θεόδοτο, διαυγές, προερχόμενο από την μεταμορφωτική κοινωνία με το Θεό, που κοινωνείται με όλες τις αισθήσεις, βλέπεται και ακούγεται, γλυκαίνει τη γεύση, ευωδιάζει τη μύτη, γνωρίζεται, λαλεί (ό.π.α.,61), που μετουσιώνει τον άνθρωπο σε πανάνθρωπο. Τον άνθρωπο που δεν είναι απλώς άθροισμα σώματος και ψυχής, αλλά κάτι πέραν αυτών. Εδώ αρχίζει η μεγάλη όντως διαφορά από την φιλοσοφική ανθρωπολογία π.χ. του Plessner ή την ψυχανάλυση των φροϋντ και Λακάν: μέσα σε αυτό το ψυχοσωματικό ον υπάρχει ο τόπος του Όλου, ο άνθρωπος είναι δεκτικός του όλου κτιστού κόσμου(ό.π.α.,41).
Ο ησυχαστής είναι ένας Προμηθέας, αλλά δεν κλέβει για
λογαριασμό των ανθρώπων το φως από κάποιους θεούς. Του αποκαλύπτεται το
φως από τον Θεό και μεταλαμπαδεύεται σε εμάς ως άκτιστο-μακάριο κάλλος.
Είναι και ένας Σίσυφος, που όμως δεν κατρακυλά για να ξαναρχίσει και
πάλι το Γολγοθά του, αλλά αναλαμβάνει να άρει το σταυρό της Αλήθειας για
όσο χρειαστεί, παραπέμποντάς μας όχι στην αδιέξοδη σισύφεια οδύνη, αλλά
στο εσχατολογικό άκτιστο κάλλος, που αναγγέλλεται με το σώμα του
αναστημένου Χριστού. Αυτός ο διπλός ηρωισμός, εμπειρία και άθλος
προσωπικό, δεν έχει καμία σχέση με την ουτοπία της πλατωνικής ιδέας του
αγαθού, το οποίο επινοείται, για να εκπέμψει το αμήχανον κάλλος. Η
θαρραλέα άρνηση ικανοποίησης των επιθυμιών δεν είναι μαζοχισμός, αλλά
ευλογημένη μεταστοιχείωση στην πετυχημένη πορεία προς τον φωτισμό. Η
σκληρή άσκηση του ησυχαστή δεν συνιστά προβολή αναγκών, δεν είναι
υπαγορευμένη από ανομολόγητα απωθημένα του ψυχισμού. Πώς θα αγίαζε ένα
τέτοιο πρόσωπο;
Το μακάριο κάλλος είναι η θεία ομορφιά, η οποία σηματοδοτεί τα έσχατα. Κατέρχεται έτσι στον ησυχαστή ο Θεός δια των ενεργειών του και ο ησυχαστής ανέρχεται σε Αυτόν με την άσκησή του, ενώνεται μαζί Του ενεργούσης της Θείας Χάριτος. Αυτός ο ησυχαστής είναι «πολυόμματος», θεωρεί και έλκει τη Χάρη και εμείς δι΄ αυτού την καρπωνόμαστε ως άκτιστον κάλλος και αποκτούμε πλέον εμπειρία του. Δεν διαμεσολαβούν ούτε η φύση, ούτε έννοιες, ούτε το χέρι κάποιου μεγάλου καλλιτέχνη. Ο ησυχαστής λαμβάνει απ’ ευθείας το άκτιστο κάλλος και απ’ ευθείας μας το προσφέρει.
Έχει προηγηθεί η μεγάλη «έξοδος» από την συνήθη, τη δική μας σχέση με τα πράγματα. Η αυστηρότητα του τυπικού, η αγριάδα του γέροντα Ιωσήφ, η απολυτότητα της υπακοής, η λογική του «μηδέν έχοντες», ήτοι της πτωχίας, το αλλοιωμένο φαγητό, η νηστεία και η αγρυπνία, και τόσα άλλα, δεν είναι ένα τυπικό ενός ιδιότροπου μοναχού, αλλά η συνειδητή εκκοπή της οικείας βουλήσεως, προκειμένου να ευοδωθεί η οδός προς την ένωση με το εντελώς Άλλο πρόσωπο του κάλλους του Θεού. Είναι οδός ελευθερίας, που στο πνευματικό στερέωμα του αγίου Σιλουανού, όπως το αποκρυπτογραφεί ο π.Σωφρόνιος, σημαίνει: «Για να μείνεις στον Θεό, πρέπει να είσαι ευχαριστημένος με ό,τι έχεις και να μένεις ευχαριστημένος με το Θεό, έστω κι αν δεν έχεις τίποτα» (π.Καρδαμάκης χχ.,ό.π.α.,55).
Το αύταρκες εν προκειμένω, δεν είναι ηθικό κατόρθωμα, αλλά αποκάλυψη μιας έκδηλης στη σωματικότητα του ησυχαστή καρποφορεμένης ομορφιάς. Στη σωματικότητα όμως εκείνου, του οποίου έχουν δοκιμαστεί τα όριά του και δεν έχει υποκύψει. Κι όταν η άσκησή του υπερβαίνει τα μέτρα, κάτι που δεν οφείλεται σε εγωισμό, αλλά συνιστά άνευ όρων παράδοση στην υπακοή, το κάλλος δεν χάνεται, η πρακτική ζωή συνεχίζεται χωρίς θεωρητική ενατένιση, αλλά με γκρεμισμένο το «μεσότοιχο». Βλέπει καθαρά ο ησυχαστής, γιατί η κοινωνία με το Θεό τον γεμίζει έλλαμψη. Στη θέση της στενα-χώριας επικάθεται μια «παράλογη» γαλήνη, που γεμίζει το πρόσωπό του με το κάλλος της ειρήνης(δες και: αρχ. Αμιλιανός Σιμωνοπετρίτης 2010,33) και τότε εμείς «αρχίζομε να ορώμεν γλυκύτητα», μας λούζει αυτή η γλυκύτητα, μας μεθά(ό.π.α.,48). Ο γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής θα πει: «Και πλημμυρούσης της Χάριτος πληρούται ο άνθρωπος φωτισμού και απείρου χαράς….καταπαύουσιν οι αισθήσεις..όλος μετουσιώθη, θεός κατά χάριν. Αυτή είναι η θεία συνέντευξις, όπου τα τείχη απέρχονται και αυτός αναπνέει άλλον αέρα της διανοίας, ελεύθερον, πλήρη ευωδίας του Παραδείσου»(π.Ευφραίμ 2008,301 κ.εξ.)
Ποια παιδαγωγική διάσταση έχουν όλα αυτά περί ησυχαστή και ακτίστου κάλλους; Σίγουρα δεν αποτελεί «κοινωνικό» πρότυπο σήμερα ένας ησυχαστής, εάν τον προσεγγίσουμε τις γνωστές κοινωνιολογικές κατηγορίες. Όμως σαρκώνει ένα ανθρωπολογικό-παιδαγωγικό ιδεώδες: την καλή αλλοίωση της ανθρώπινης σωματικότητας, που είναι προϋπόθεση γαλήνης και ειρήνευσης του αγχωτικού ανθρώπου. Για την αλλαγή αυτή δεν επαρκούν ούτε οι μεγάλες πρόοδοι της τεχνολογίας, ούτε μια συμβατική «εσωτερική» ηθική. Πάντως αυτή η μετάλλαξη της φύσης μας, και εδώ ανθρωπολογία και ησυχασμός συμφωνούν, δεν εναπόκειται πλέον στη δική μας δύναμη(Plessner 1981 Bd.V,131).Για τον ησυχαστή είναι θέμα ακτίστου κάλλους, για τον συνήθη παιδαγωγό είναι θέμα παιδείας. Ποιας παιδείας;
Συνήθως με τον όρο αυτό αποδίδεται μια γενικόλογη ευχή. Με όσα έχουν μέχρι τώρα αναφερθεί, μιλάμε για παιδεία μετάλλαξης της σωματικότητας στον ορίζοντα του ακτίστου κάλλους, όπως το εκπέμπει ο ησυχαστής. Με όρους ποιητικούς-παλαμικούς: ο ασκητής φιλιώνεται με τη ζωή και εμείς μαζί του. Η ζωή του όμως νοείται μόνον ως Aeternitas! Ο ησυχαστής δεν είναι θεωρητικός παιδαγωγός, ούτε εκπαιδευτικός κελευστής και νομοθέτης, είναι τύπος(σγκρ.π.Καρδαμάκης χχ.,ό.π.α.,44), ο οποίος διδάσκει πρωτίστως με τον τρόπο του βίου του κατά το «…αλλά γενού αυτοίς τύπος και μη νομοθέτης»(Ράμφος ό.π.α.,337).Τύπος που σαρκώνει την μετάλλαξη και της πιο κακής πλευράς του Είναι μας σε ευλογία(Μαρία η Αιγυπτία), τουτέστι σε κάλλος. Είναι τύπος που σαρκώνει την παιδαγωγία της εσωτερικής αρχοντιάς και μεγαλοψυχίας, όπως στο παράδειγμα του αγίου Μακαρίου με τον ειδωλολάτρη ιερέα: Ο μαθητής του αγίου τον εξύβρισε και εκείνος αντέδρασε βίαια, ενώ ο άγιος τον κέρδισε ευλογώντας και επαινώντας τον(π.Θερμός 2006,257).
συνεχίζεται….
πηγή: pemptousia.gr
Το μακάριο κάλλος είναι η θεία ομορφιά, η οποία σηματοδοτεί τα έσχατα. Κατέρχεται έτσι στον ησυχαστή ο Θεός δια των ενεργειών του και ο ησυχαστής ανέρχεται σε Αυτόν με την άσκησή του, ενώνεται μαζί Του ενεργούσης της Θείας Χάριτος. Αυτός ο ησυχαστής είναι «πολυόμματος», θεωρεί και έλκει τη Χάρη και εμείς δι΄ αυτού την καρπωνόμαστε ως άκτιστον κάλλος και αποκτούμε πλέον εμπειρία του. Δεν διαμεσολαβούν ούτε η φύση, ούτε έννοιες, ούτε το χέρι κάποιου μεγάλου καλλιτέχνη. Ο ησυχαστής λαμβάνει απ’ ευθείας το άκτιστο κάλλος και απ’ ευθείας μας το προσφέρει.
Έχει προηγηθεί η μεγάλη «έξοδος» από την συνήθη, τη δική μας σχέση με τα πράγματα. Η αυστηρότητα του τυπικού, η αγριάδα του γέροντα Ιωσήφ, η απολυτότητα της υπακοής, η λογική του «μηδέν έχοντες», ήτοι της πτωχίας, το αλλοιωμένο φαγητό, η νηστεία και η αγρυπνία, και τόσα άλλα, δεν είναι ένα τυπικό ενός ιδιότροπου μοναχού, αλλά η συνειδητή εκκοπή της οικείας βουλήσεως, προκειμένου να ευοδωθεί η οδός προς την ένωση με το εντελώς Άλλο πρόσωπο του κάλλους του Θεού. Είναι οδός ελευθερίας, που στο πνευματικό στερέωμα του αγίου Σιλουανού, όπως το αποκρυπτογραφεί ο π.Σωφρόνιος, σημαίνει: «Για να μείνεις στον Θεό, πρέπει να είσαι ευχαριστημένος με ό,τι έχεις και να μένεις ευχαριστημένος με το Θεό, έστω κι αν δεν έχεις τίποτα» (π.Καρδαμάκης χχ.,ό.π.α.,55).
Το αύταρκες εν προκειμένω, δεν είναι ηθικό κατόρθωμα, αλλά αποκάλυψη μιας έκδηλης στη σωματικότητα του ησυχαστή καρποφορεμένης ομορφιάς. Στη σωματικότητα όμως εκείνου, του οποίου έχουν δοκιμαστεί τα όριά του και δεν έχει υποκύψει. Κι όταν η άσκησή του υπερβαίνει τα μέτρα, κάτι που δεν οφείλεται σε εγωισμό, αλλά συνιστά άνευ όρων παράδοση στην υπακοή, το κάλλος δεν χάνεται, η πρακτική ζωή συνεχίζεται χωρίς θεωρητική ενατένιση, αλλά με γκρεμισμένο το «μεσότοιχο». Βλέπει καθαρά ο ησυχαστής, γιατί η κοινωνία με το Θεό τον γεμίζει έλλαμψη. Στη θέση της στενα-χώριας επικάθεται μια «παράλογη» γαλήνη, που γεμίζει το πρόσωπό του με το κάλλος της ειρήνης(δες και: αρχ. Αμιλιανός Σιμωνοπετρίτης 2010,33) και τότε εμείς «αρχίζομε να ορώμεν γλυκύτητα», μας λούζει αυτή η γλυκύτητα, μας μεθά(ό.π.α.,48). Ο γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής θα πει: «Και πλημμυρούσης της Χάριτος πληρούται ο άνθρωπος φωτισμού και απείρου χαράς….καταπαύουσιν οι αισθήσεις..όλος μετουσιώθη, θεός κατά χάριν. Αυτή είναι η θεία συνέντευξις, όπου τα τείχη απέρχονται και αυτός αναπνέει άλλον αέρα της διανοίας, ελεύθερον, πλήρη ευωδίας του Παραδείσου»(π.Ευφραίμ 2008,301 κ.εξ.)
Ποια παιδαγωγική διάσταση έχουν όλα αυτά περί ησυχαστή και ακτίστου κάλλους; Σίγουρα δεν αποτελεί «κοινωνικό» πρότυπο σήμερα ένας ησυχαστής, εάν τον προσεγγίσουμε τις γνωστές κοινωνιολογικές κατηγορίες. Όμως σαρκώνει ένα ανθρωπολογικό-παιδαγωγικό ιδεώδες: την καλή αλλοίωση της ανθρώπινης σωματικότητας, που είναι προϋπόθεση γαλήνης και ειρήνευσης του αγχωτικού ανθρώπου. Για την αλλαγή αυτή δεν επαρκούν ούτε οι μεγάλες πρόοδοι της τεχνολογίας, ούτε μια συμβατική «εσωτερική» ηθική. Πάντως αυτή η μετάλλαξη της φύσης μας, και εδώ ανθρωπολογία και ησυχασμός συμφωνούν, δεν εναπόκειται πλέον στη δική μας δύναμη(Plessner 1981 Bd.V,131).Για τον ησυχαστή είναι θέμα ακτίστου κάλλους, για τον συνήθη παιδαγωγό είναι θέμα παιδείας. Ποιας παιδείας;
Συνήθως με τον όρο αυτό αποδίδεται μια γενικόλογη ευχή. Με όσα έχουν μέχρι τώρα αναφερθεί, μιλάμε για παιδεία μετάλλαξης της σωματικότητας στον ορίζοντα του ακτίστου κάλλους, όπως το εκπέμπει ο ησυχαστής. Με όρους ποιητικούς-παλαμικούς: ο ασκητής φιλιώνεται με τη ζωή και εμείς μαζί του. Η ζωή του όμως νοείται μόνον ως Aeternitas! Ο ησυχαστής δεν είναι θεωρητικός παιδαγωγός, ούτε εκπαιδευτικός κελευστής και νομοθέτης, είναι τύπος(σγκρ.π.Καρδαμάκης χχ.,ό.π.α.,44), ο οποίος διδάσκει πρωτίστως με τον τρόπο του βίου του κατά το «…αλλά γενού αυτοίς τύπος και μη νομοθέτης»(Ράμφος ό.π.α.,337).Τύπος που σαρκώνει την μετάλλαξη και της πιο κακής πλευράς του Είναι μας σε ευλογία(Μαρία η Αιγυπτία), τουτέστι σε κάλλος. Είναι τύπος που σαρκώνει την παιδαγωγία της εσωτερικής αρχοντιάς και μεγαλοψυχίας, όπως στο παράδειγμα του αγίου Μακαρίου με τον ειδωλολάτρη ιερέα: Ο μαθητής του αγίου τον εξύβρισε και εκείνος αντέδρασε βίαια, ενώ ο άγιος τον κέρδισε ευλογώντας και επαινώντας τον(π.Θερμός 2006,257).
συνεχίζεται….
πηγή: pemptousia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου