Ο όσιος Σεραφείμ της Βίριτσα (κατά
κόσμον Βασίλειος Μουραβιόβ του Νικολάου) γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου του
1866 (με το παλαιό ημερολόγιο) στο χωριό Παχρομέγεβο της περιοχής
Ρίμπινσκ, νομού Γιαροσλάβλ. Οι γονείς του Νικόλαος και Χιονία ήταν
αγρότες. Το παιδί βαπτίστηκε την 1 Απριλίου του 1866 στο ναό του
Χριστού Σωτήρος του χωριού Σπάσσκογε , που βρισκόταν κοντά στο
Βαχρομέγεβο. Στο βάπτισμα έλαβε το όνομα Βασίλειος...
Μετά τον Βασίλειο στην οικογένεια
Μουραβιόβ γεννήθηκαν δύο κορίτσια - η Ελισάβετ το έτος 1871 και η
Ευδοκία το έτος 1875. Και τα δύο τους όμως πέθαναν πολύ σύντομα, δεν
έζησαν ούτε από ένα χρόνο. Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1876 πέθανε από
φυματίωση ο πατέρας του Βασιλείου και το παιδί έμεινε με την μητέρα του,
που και αυτή ήταν άρρωστη. Ο Κύριος όμως δεν άφησε τους δούλους του.
Μεταξύ των γειτόνων βρέθηκε ένας καλός άνθρωπος που δούλευε ως βοηθός
εμπόρου στην Αγία Πετρούπολη. Μαζί του ο Βασίλειος πήγε στην πρωτεύουσα
όπου άρχισε να εργάζεται και αυτός σ' ένα εμπορικό κατάστημα...
Από παιδί ο Βασίλειος ποθούσε πολύ να
γίνει μοναχός. Μια μέρα αφού πήρε την άδεια από το αφεντικό του πήγε
πρωί πρωί στην Λαύρα του αγίου Αλεξάνδρου Νιέβσκι με σκοπό να μιλήσει με
τον ηγούμενο. Επειδή ήταν νωρίς ο ηγούμενος δεν τον δέχθηκε και οι
μοναχοί του πρότειναν να πάει να μιλήσει με έναν γέροντα, μεγαλόσχημο
μοναχό. Ο Βασίλειος γονάτισε μπροστά του και άρχισε να τον παρακαλά να
τον πάρουν στο μοναστήρι για οποιαδήποτε δουλειά. Η απάντηση όμως του
διορατικού αυτού γέροντα ήταν η εξής: να μείνει στον κόσμο, να κάνει
οικογένεια, να θρέψει τα παιδιά του και μετά μαζί με τη σύζυγο να
αφιερώσει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής στην μοναχική άσκηση. Ο ίδιος ο
πατήρ Σεραφείμ μετά από πολλά χρόνια διηγήθηκε αυτή την ιστορία, χωρίς
όμως να κάνει γνωστό το όνομα του γέροντα.
Πράος και ταπεινός που ήταν, ο
Βασίλειος, δέχθηκε τα λόγια αυτά στην καρδιά του σαν να ήταν το θέλημα
του Θεού και προσπαθούσε να εναρμονίσει την ζωή του στην κατεύθυνση που
του έδωσε ο Κύριος μέσω του πιστού του δούλου.
Εργαζόμενος στο εμπορικό κατάστημα ο
Βασίλειος έμαθε μόνος του τα γράμματα, φανερώνοντας μεγάλη ικανότητα
για την μάθηση. Στα δεκαέξι του χρόνια ο ιδιοκτήτης του καταστήματος
τον έκανε βοηθό του και στα δεκαεφτά πρώτο διαχειριστή του καταστήματος,
που ήταν πρώτος αμέσως μετά τον καταστηματάρχη. Τότε ο μισθός του
ανέβηκε μέχρι δώδεκα ρούβλια και όλα τα χρήματα ο Βασίλειος τα έστελνε
στη μητέρα του.
Η μέλλουσα σύζυγος του Βασιλείου, η Όλγα
Ναϊντένοβα του Ιωάννου, καταγόταν και αυτή από μία αγροτική οικογένεια.
Γεννήθηκε το 1872 στο χωριό Κομπίλινο της ίδιας περιοχής Ρίμπινσκ...
Από παιδί η Όλγα ήθελε να γίνει μοναχή.
Μία μέρα μαζί με τους συγγενείς της πήγε προσκύνημα στο γυναικείο
μοναστήρι των Ιβήρων. Εκεί είχε συζήτηση με μία μεγαλόσχημη μοναχή
Πελαγία, η οποία ήταν καθοριστική για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Η
γερόντισσα της έδωσε ευλογία να μείνει στον κόσμο, να παντρευτεί έναν
ευσεβή άνθρωπο και μετά από πολλά χρόνια οικογενειακής ζωής και κατόπιν
κοινής συμφωνίας να λάβει το μοναχικό σχήμα.
Η Όλγα δέχθηκε με απόλυτη εμπιστοσύνη
την προφητική αυτή ευλογία και το 1890 παντρεύτηκε τον Βασίλειο
Μουραβιόβ που ήταν τότε είκοσι τεσσάρων χρονών. Μετά το γάμο ο
ιδιοκτήτης του καταστήματος, όπου δούλευε ο Βασίλειος, του έδωσε ένα
αρκετά μεγάλο ποσό για να μπορέσει ο αγαπητός πιστός του διαχειριστής να
ανοίξει δική του επιχείρηση.
Ο Βασίλειος ασχολήθηκε με το εμπόριο
γουναρικών. Η επιχείρηση προχωρούσε πολύ καλά έτσι ώστε το όνομά του
έγινε γνωστό όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και στην Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία
και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο Βασίλειος έγινε εκατομμυριούχος αλλά
ποτέ δεν ξεχνούσε την ευλογία του γέροντα της Λαύρας του αγίου
Αλεξάνδρου· προσπαθούσε πάντα να κάνει καλό και να βοηθά τους φτωχούς
και ανήμπορους ανθρώπους. Το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του, το
έδινε στα μοναστήρια, τις εκκλησίες και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Το 1897 ο Βασίλειος Νικολάγεβιτς
τελείωσε την Ανώτατη Εμπορική Σχολή στην Αγία Πετρούπολη. Τότε στην
οικογένεια Μουραβιόβ γεννήθηκαν δύο παιδιά, ένα αγόρι που το ονόμασαν
Νικόλαο και μετά ένα κορίτσι, που βαπτίστηκε με το όνομα Όλγα. Η μικρή
Όλγα έζησε μόνο ένα χρόνο. Μετά το θάνατό της οι σύζυγοι με κοινή
συμφωνία ζούσαν σαν αδέλφια. Το 1903 ο Βασίλειος με την γυναίκα του
πήγαν στο Σάρωφ για να συμμετάσχουν στον πανηγυρικό εορτασμό της
ανακήρυξης, ως αγίου, του οσίου Σεραφείμ. Από κει έφεραν μερικές
εικόνες του νέου αγίου, μία από τις όποιες βρισκόταν στο κελί του
γέροντα μέχρι το θάνατο του.
Ο πνευματικός πατέρας της οικογένειας
Μουραβιόβ ήταν ο πολύ γνωστός τότε γέροντας ιερομόναχος Βαρνάβας
Μερκούλοβ, ο οποίος, πιθανώς, και έδωσε την ευλογία για να γίνουν
μερικές ριζικές αλλαγές στη ζωή του Βασιλείου· ο Κύριος καλούσε τον
εκλεκτό του σε ένα καινούριο στάδιο.
Ο Βασίλειος πολλές φορές πήγε στο
εξωτερικό για εμπορικές υποθέσεις. Το τελευταίο του ταξίδι ήταν αρκετά
μακρύ. Λένε ότι επισκέφτηκε τότε και το Άγιον Όρος. Πιθανώς τότε πήρε
και την απόφαση να αφιερώσει ολοκληρωτικά τον εαυτό του στον Θεό και
στην διακονία του πλησίον. Για να πάρει όμως την τελική απόφαση τον
βοήθησε ένα περιστατικό που δεν έγινε, όμως, άνευ θείας προνοίας.
Μετά απ' αυτό το περιστατικό μοίρασε το
μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Έκανε πλούσιες δωρεές στην Λαύρα
του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέβσκι, στο γυναικείο μοναστήρι της Αναστάσεως
του Κυρίου στην Αγία Πετρούπολη και στο γυναικείο μοναστήρι της
Παναγίας των Ιβήρων. Επίσης έδωσε γενναία ποσά στους συνεργάτες του
στο εμπόριο. Ο πατήρ Σεραφείμ συχνά έλεγε στα πνευματικά του παιδιά:
- Έχασες κάτι, μην λυπάσαι. Βρήκες, μην χαίρεσαι υπερβολικά αλλά πάντα να ευχαριστείς τον Θεό...
Το Σεπτέμβριο του 1920 ο Βασίλειος
Μουραβιόβ έγινε δόκιμος στην Λαύρα του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέβσκι. Και
στις 16 (29) Οκτωβρίου του ιδίου έτους έγινε μοναχός με το όνομα
Βαρνάβας. Την ίδια χρονιά στην γυναικεία μονή της Παναγίας των Ιβήρων
της Αγίας Πετρούπολης έγινε μοναχή και η γυναίκα του, λαμβάνοντας στην
κουρά το όνομα Χριστίνα.
Μετά από λίγο ο πατήρ Βαρνάβας
χειροτονήθηκε διάκονος και στις 29 Αυγούστου του 1921, την ημέρα της
Αποτομής της τιμίας κεφαλής του τιμίου Προδρόμου, ο μητροπολίτης
Βενιαμίν Καζάνσκι τον χειροτόνησε πρεσβύτερο...
Το 1927 ο πατήρ Βαρνάβας ενδύθηκε το
μεγάλο σχήμα και μετονομάστηκε Σεραφείμ, προς τιμήν του αγίου Σεραφείμ
του Σάρωφ. Τότε έγινε και πνευματικός της Λαύρας. Πρέπει να σημειωθεί
ότι πριν λάβει το μεγάλο σχήμα ο πατήρ Βαρνάβας έκανε πολύ αυστηρή
νηστεία και κατά τη διάρκεια των 40 ήμερών δεν έτρωγε τίποτα.
Ο διορατικός γέροντας της Λαύρας του
αγίου Αλεξάνδρου έγινε γρήγορα γνωστός μεταξύ των χριστιανών της
Πετρούπολης. Ο πατήρ Σεραφείμ συνήθως λειτουργούσε στο παρεκκλήσι της
αγίας σκέπης του καθολικού ναού της Λαύρας και κάθε μέρα εξομολογούσε
τον κόσμο. Πάντα τον περίμεναν οι άνθρωποι που ήθελαν να συζητήσουν
μαζί του. Δεχόταν τους επισκέπτες και μέσα στο κελί του. Όταν οι
επισκέπτες ήταν πολλοί, ή όταν ο πατήρ Σεραφείμ ήταν άρρωστος οι
άνθρωποι, έγραφαν τα προβλήματά τους σε χαρτιά και τα στέλνανε στον
Γέροντα μέσω βοηθών του και πάντα λαμβάνανε τις απαντήσεις του. Μία
γυναίκα που επισκεπτόταν συχνά τον Γέροντα έλεγε ότι πολλές φορές, όταν
ερχόταν να δει τον Γέροντα, δεν μπορούσε να τον πλησιάσει εξαιτίας του
κόσμου που τον περίμενε αλλά ο Γέροντας πάντα μόνος του την φώναζε
χωρίς να την βλέπει.
Πάρα πολύς κόσμος ερχόταν στον πατέρα
Σεραφείμ για εξομολόγηση. Κάθε μέρα ώρες ολόκληρες ο πατήρ Σεραφείμ
εξομολογούσε τον λαό. Απ' αυτή την εξομολόγηση άρχισαν να πονάνε τα
πόδια του. Μια φορά εξομολογούσε τους ανθρώπους δύο μέρες και δύο
νύχτες συνεχόμενες. Παρηγοριά μεγάλη για τους πιστούς χριστιανούς ήταν
σ' εκείνα τα χρόνια η Λαύρα του αγίου Αλεξάνδρου και ο Γέροντάς της...
Το 1933 ο πατήρ Σεραφείμ πήγε στην μικρή
πόλη Βίριτσα και εκεί έμεινε. Λένε ότι για να πάει στην Βίριτσα τον
βοήθησε ένας στρατιωτικός, πνευματικό του παιδί. Οι γιατροί βρήκαν στον
πατέρα Σεραφείμ πολλές ασθένειες και φαινόταν ότι σήμερα - αύριο ο
Γέροντας θα πεθάνει. Γι' αυτό οι αρχές τον άφησαν ελεύθερο και του
επέτρεψαν να μένει στην Βίριτσα.
Εδώ στην Βίριτσα φανερώθηκαν πλήρως όλα
τα πνευματικά χαρίσματα του Γέροντα: η διορατικότητά του, η χάρη της
προσευχής και της θαυματουργίας... Λένε ότι πολλά χρόνια πριν αρχίσει ο
δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος ο Γέροντας έλεγε σ' ένα πνευματικό του
παιδί που λεγόταν Ευδοκία:
-Να χτίσετε εδώ το σπίτι σας, γιατί μπορεί να γίνει πόλεμος και θα έχουμε πείνα.
Τον άκουσαν και χτίσανε το σπίτι τους στη Βίριτσα. Είναι μόνο ένα παράδειγμα που δείχνει το προφητικό χάρισμα του Γέροντα.
Ο πατήρ Σεραφείμ γνώριζε την πνευματική
κατάσταση και τις ανάγκες των πνευματικών του παιδιών και αν ακόμα αυτά
βρίσκονταν πολύ μακριά. Προσευχόταν για όλους, σ' αυτούς, όμως, που η
κατάστασή τους ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, έστελνε πρόσφορο ή κάποιο άλλο
δώρο και τους καλούσε να έλθουν στην Βίριτσα.
Μια φορά τον επισκέφθηκαν οι πράκτορες
του NKVD. Ο Γέροντας τότε ήταν άρρωστος, καρφωμένος στο κρεβάτι του
πόνου. Φώναξε κοντά του έναν από τους επισκέπτες, τον κοίταξε με πολύ
αγάπη και στοργή στα μάτια, προσευχόμενος μέσα στην καρδιά του γι' αυτόν
τον άνθρωπο. Μετά πήρε το χέρι του, το χάιδεψε και έβαλε το δικό του
δεξιό χέρι πάνω στο κεφάλι εκείνου του ανθρώπου, λέγοντας:
-Να συγχωρεθούν οι αμαρτίες σου, δούλε του Θεού, - και είπε το όνομά του.
Η δύναμη της αγάπης νίκησε. Η καρδιά
του αδυσώπητου πράκτορα μαλάκωσε και το βλέμμα του έγινε πιο φιλικό. Η
συζήτηση συνέχισε σαν να ήταν ο Γέροντας και ο πράκτορας του NKYD
παλαιοί και στενοί φίλοι. Και οι άλλοι που ήλθαν μαζί του να ψάξουν το
σπίτι έβλεπαν πλέον τον Γέροντα πιο φιλικά.
Παρά το ότι ήταν πολύ αδύναμος και είχε
πολλές ασθένειες ο πατήρ Σεραφείμ την νύχτα προσευχόταν και την ημέρα
χιλιάδες άνθρωποι έφερναν σ' αυτόν τις θλίψεις, τον πόνο και τα
προβλήματά τους. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ήταν πέλαγος τα
θαύματα που έγιναν με την προσευχή του Γέροντα και ιδιαίτερα την εποχή
του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.
Τα πνευματικά παιδιά και οι συγγενείς
του Γέροντα λένε ότι ο πατήρ Σεραφείμ όλες τις νύχτες προσευχόταν. Την
ημέρα μαζεύονταν πολλά χαρτιά με ονόματα για μνημόνευση υπέρ υγείας
και υπέρ αναπαύσεως που τα φέρνανε οι επισκέπτες. Την νύχτα ο Γέροντας
τα διάβαζε όλα και το πρωί τα πηγαίνανε στην εκκλησία της Παναγίας του
Καζάν, όπου στέλνανε και περισσότερα χρήματα και δώρα που φέρνανε στον
Γέροντα οι επισκέπτες...
Ο πόλεμος ακόμα δεν είχε τελειώσει και ο
Γέροντας σκεφτόταν ποια θα είναι η ζωή μετά τον πόλεμο και έδινε
διάφορες συμβουλές στους ανθρώπους πώς να τακτοποιήσουν καλύτερα την ζωή
τους μετά τον πόλεμο. Έλεγε ότι τα πράγματα θ' αλλάξουν, ότι θα
ανοίγονται εκκλησίες και μοναστήρια και θα αναζωπυρωθεί η πίστη στην
καρδιά των ανθρώπων.
Το 1945 κοιμήθηκε εν Κυρίω η μοναχή
Σεραφείμα, η οποία ήταν κάποτε η σύζυγος του Βασιλείου. Αυτή η μοναχή
Σεραφείμα όλα τα χρόνια που ο Γέροντας ζούσε στην Βίριτσα βρισκόταν
κοντά του και τον βοηθούσε. Την έθαψαν δίπλα στην εκκλησία της
Παναγίας του Καζάν και ο Γέροντας είπε τότε:
-Θα είμαι και εγώ εδώ μαζί της.
Ο πόλεμος τελείωσε. Κάθε μέρα πάρα
πολύς κόσμος επισκεπτόταν τον Γέροντα στο σπίτι του στην Βίριτσα. Ο
πατήρ Σεραφείμ ήταν τότε πάρα πολύ αδύναμος, γι' αυτό δεχόταν τους
ανθρώπους ξαπλωμένος στο κρεβάτι του.
Ο Γέροντας στα δικά του πνευματικά
παιδιά έλεγε να χτίζουν στην Βίριτσα ξενώνες, δηλαδή σπίτια για τους
ανθρώπους που τον επισκέπτονταν. Συνήθως άρχιζαν χωρίς να έχουν ούτε
χρήματα ούτε υλικά, αλλά με την ευλογία του Γέροντος βρίσκονταν όλα.
Πραγματικά έχτισαν μερικά τέτοια σπίτια όπου ο Γέροντας άρχισε να
στέλνει για διανυκτέρευση τους επισκέπτες του.
Μετά τον πόλεμο υπήρχε σ' όλη την χώρα
μεγάλο πρόβλημα στέγασης. Χρόνια ολόκληρα άνθρωποι έψαχναν σπίτι και
δεν μπορούσαν να βρουν. Πολλοί έρχονταν στον πατέρα Σεραφείμ με δάκρυα
στα μάτια τους και ζητούσαν βοήθεια. Ο πατήρ Σεραφείμ τους ευλογούσε,
δίνοντάς τους θάρρος και μετά από λίγο καιρό οι άνθρωποι έβρισκαν
στέγη...
Ο πατήρ Σεραφείμ έλεγε συχνά: «Πολλές
φορές γινόμαστε άρρωστοι επειδή δεν προσευχόμαστε πριν αρχίσουμε το
φαγητό μας και δεν ζητάμε από τον Θεό να το ευλογήσει. Παλιά
οι άνθρωποι όλα που έκαναν τα έκαναν με προσευχή· προσεύχονταν όταν
όργωναν την γη, στη σπορά προσεύχονταν, προσεύχονταν και όταν θέριζαν
τους καρπούς. Εμείς σήμερα δεν γνωρίζουμε ποιοι παράγουν αυτά που
τρώμε και πολλές φορές δεν ξέρουμε ποιοι μαγειρεύουν το φαγητό μας.
Μπορεί αυτοί να βρίζουν και να βλασφημούν, όταν το μαγειρεύουν, γι'
αυτό καλό θα ήταν πριν φάμε το φαγητό μας να ρίξουμε πάνω του λίγο
αγιασμό.
Όλα αυτά που χρησιμοποιούμε για τροφή
είναι δώρα της αγάπης του Θεού στους ανθρώπους. Μέσω αυτών όλη η φύση
και ο νοητός κόσμος των αγγέλων διακονούν τον άνθρωπο. Γι' αυτό κάθε
φορά, όταν καθόμαστε για να φάμε, πρέπει να προσευχόμαστε με πολλή
επιμέλεια...».
Άνθρωποι που έχουν επισκεφτεί τον
Γέροντα λένε ότι πάντα γύρω από το σπίτι, όπου ζούσε ο πατήρ Σεραφείμ,
υπήρχε μία ευωδία. Και κάθε επισκέπτης αισθανόταν την παρουσία της
θείας χάριτος.
Την άνοιξη του 1949 ο πατήρ Σεραφείμ
αρρώστησε βαριά. Όλα τα πνευματικά του παιδιά προσεύχονταν για την
υγεία του. Δεν μπορούσαν να φανταστούν πώς θα ζούνε χωρίς αυτόν. Ο
πατήρ Σεραφείμ τους έλεγε:
- Τι νομίζετε, ότι ο Θεός δεν ακούει τις
προσευχές μας; Αν Τον παρακαλούσα, αμέσως θα μου χάριζε υγεία. Αλλά
όχι όπως θέλω εγώ - ας γίνει Πάτερ το θέλημά Σου τώρα και στους αιώνες,
ας γίνη το δικό Σου θέλημα και όχι το δικό μου. Ας με επισκεπτούν όλες
οι αρρώστιες· να γίνει κατά το θέλημά Σου!
Ο Γέροντας ήταν πολύ αδύναμος, δεν
μπορούσε να σηκώνεται από το κρεβάτι του και όμως παρακαλούσε τους
δικούς του να αφήνουν τους επισκέπτες να έρχονται. Οι δικοί του από την
αγάπη τους προς τον Γέροντα δεν άφηναν όλους να τον βλέπουν και
μερικούς τους έστελναν πίσω. Αλλά ο πατήρ Σεραφείμ τους έλεγε να
γυρίζουν πίσω αυτούς που τους είχαν διώξει. Γνώριζε ότι οι άνθρωποι τον
έχουν ανάγκη. Μερικές φορές κάποιος που τον είχαν διώξει έφτανε μέχρι το
σιδηροδρομικό σταθμό και από κει τον γύριζαν πίσω επειδή τον ζητούσε ο
Γέροντας.
Λίγο πριν το θάνατό του, τον πατέρα
Σεραφείμ, επισκέφθηκε η Παναγία. Η Θεοτόκος ήρθε την νύχτα. Ο Γέροντας
γνώριζε ποιος θα τον επισκεφθεί, γι' αυτό, είπε, στις γυναίκες που τον
υπηρετούσαν, να ανάψουν όλα τα καντήλια.
Η Παναγία του φανερώθηκε κάτω από μία
σημύδα που φύτρωνε μπροστά στο παράθυρο του κελιού του. Ο πατήρ
Σεραφείμ έλεγε, σε καμία περίπτωση να μην κόψουν αυτό το δένδρο.
Δύο εβδομάδες πριν την κοίμησή του ο
πατήρ Σεραφείμ είπε στον πατέρα Αλέξιο Κιμπάρντιν, ιερέα της εκκλησίας
της Παναγίας του Καζάν στην Βίριτσα, ότι η Παναγία πρόσταξε να
μεταλαμβάνει κάθε μέρα των Αχράντων Μυστηρίων. Ο πατήρ Αλέξιος
διηγείται: «Κοινωνούσα τον Γέροντα κάθε νύχτα, σύμφωνα με τον λόγο του.
Αλλά μια φορά κοιμήθηκα και δεν άκουσα το ξυπνητήρι. Ξύπνησα στις
τέσσερις το πρωί (συνήθως τον κοινωνούσα στις δύο), πήρα τα Τίμια Δώρα
και κυριολεκτικά έτρεξα προς το σπίτι του Γέροντα. Όταν μπήκα μέσα στο
σπίτι και μετά στο κελί του ο Γέροντας ήταν ξαπλωμένος πάνω στο κρεβάτι
και το πρόσωπο του σκορπούσε φως. Του ζήτησα συγγνώμη αλλά ο πατήρ
Σεραφείμ μου είπε:
-Μην ανησυχείτε, πάτερ, οι άγγελοι ήδη με έχουν κοινωνήσει.
Κοίταξα το πρόσωπο του και κατάλαβα ότι είναι αλήθεια».
Ήλθε η τελευταία ημέρα της ζωής του Γέροντα. Την ημέρα αυτή ο πατήρ Σεραφείμ είπε:
-Σήμερα δεν μπορώ να δεχθώ κανέναν. Θα προσεύχομαι.
Το βράδυ κάλεσε στο κελί του τους
συγγενείς του και έδωσε στον καθένα ευλογία, εικόνα του οσίου Σεραφείμ
του Σάρωφ. Άναψαν όλα τα καντήλια και όλοι γονάτισαν. Άρχισαν να
διαβάζουν τους χαιρετισμούς της Υπεραγίας Θεοτόκου, του αγίου Νικολάου
και του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ.
Κάλεσαν τον πατέρα Αλέξιο από την
εκκλησία της Παναγίας του Καζάν για να εξομολογηθεί ο Γέροντας
τελευταία φορά. Όταν ο πατήρ Αλέξιος άκουγε την εξομολόγησή του στο
πρόσωπό του έτρεχαν δάκρυα . Μετά την εξομολόγηση ο πατήρ Σεραφείμ
μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Συνέχεια ρωτούσε τι ώρα είναι. Τελικά
είπε σε μια αδελφή που τον υπηρετούσε:
-Διάβασε τις νεκρώσιμες ευχές.
Μετά, τελευταία φορά, ρώτησε τι ώρα είναι. Ήταν γύρω στις δύο τη νύχτα.
-Τελείωσαν.
Τελευταία φορά έκανε το σημείο του σταυρού, λέγοντας:
-Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Σώσε Κύριε και ελέησε όλον τον κόσμο.
Και έβαλε τα χέρια του πάνω στο στήθος.
Ο Γέροντας κοιμήθηκε την νύχτα στις 3
Απριλίου το 1949 στο σπίτι του στη λεωφόρο Μάισκι. Μετά την κοίμησή
του μία εβδομάδα όλη η Βίριτσα ευωδίαζε.
Ένας ιερέας, ο πατήρ Ιωάννης Μιρόνοβ,
λέει ότι ο Γέροντας όταν ακόμα ήταν ζωντανός τον κάλεσε στην κηδεία του.
Παρακάλεσε τον πατέρα Γρηγόριο Σελιβάνοβ: «Πες στον Βάνια να έλθει στις
3 Απριλίου». «Στις 3 Απριλίου πρωί πρωί πήρα το τρένο και πήγα στην
Βίριτσα, - λέει ο πατήρ Ιωάννης... Τότε το ότι ο πατήρ Σεραφείμ
κοιμήθηκε ήξεραν μόνο οι συγγενείς του. Ο πατήρ Αλέξιος Κιμπάρντιν
άρχισε την πρώτη νεκρώσιμη ακολουθία. Και εγώ αξιώθηκα να προσεύχομαι
μαζί του υπέρ αναπαύσεως του Γέροντος. Όταν σηκώσαμε το λείψανο του,
τυλιγμένο στο μανδύα για να το μεταφέρουμε από το κρεβάτι στο τραπέζι,
ήταν τόσο ελαφρό ώστε μου φάνηκε ότι στα χέρια μου ήταν μόνο ο μανδύας».
Την πρώτη ημέρα μετά την κοίμηση του
πατρός Σεραφείμ μία γυναίκα ήλθε μαζί με την κόρη της που ήταν τυφλή να
αποχαιρετήσει τον Γέροντα. Τον πλησίασαν και η γυναίκα είπε στο
κορίτσι:
-Φίλησε το χέρι του παππούλη.
Το κορίτσι φίλησε το χέρι του Γέροντα και αμέσως ανέβλεψε.
Τρεις μέρες ο κόσμος ασταμάτητα περνούσε
από το σπίτι του πατρός Σεραφείμ για να αποχαιρετήσει τον Γέροντα. Ο
πατριάρχης Αλέξιος έδωσε ευλογία να σταματήσουν τα μαθήματα στις
θεολογικές σχολές του Λένινγκραντ.
Η κηδεία έγινε την παραμονή του
Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου στην εκκλησία της Παναγίας του
Καζάν στην Βίριτσα. Εκείνη την εποχή πήγαινε στην Βίριτσα από το
Λένινγκραντ ατμοκίνητος σιδηρόδρομος κάθε δύο ώρες. Το ταξίδι διαρκούσε
τρεις ώρες. Την ημέρα της κηδείας και του ενταφιασμού το πρωινό τρένο
δεν μπόρεσε να χωρέσει όλους που ήθελαν να πάνε στην κηδεία του Γέροντα.
Οι άνθρωποι πολιορκούσαν τον σταθμάρχη:
Το λείψανο του πατρός Σεραφείμ θάφτηκε στο μικρό νεκροταφείο δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας του Καζάν...
Σε πολλά από τα πνευματικά του παιδιά ο
πατήρ Σεραφείμ έλεγε να έρχονται μετά το θάνατο του στον τάφο του όταν
θα έχουν δυσκολίες και θλίψεις και να του λένε τα προβλήματά τους σαν σε
ζωντανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου