Ο
Άθωνας ως γνωστόν φιλοξένησε και φιλοξενεί για αιώνες μοναχούς όχι μόνο
από τον ευρύτερο Ελλαδικό και Κυπριακό χώρο, αλλά και από άλλα ορθόδοξα
και μή κράτη. Ανθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα, με ή χωρίς
μόρφωση, μικροί ή μεγάλοι στην ηλικία βρίσκουν πνευματικό καταφύγιο στο
«Περιβόλι της Παναγίας».
Ανάμεσα
στις πολλές εθνικότητες του αθωνικού μοναχισμού, εξέχουσα παρουσία
έχουν να επιδείξουν οι Ρώσοι μοναχοί. Ένας από αυτούς ο ιερομόναχος
Θεοδόσιος Χαριτόνωφ άφησε την πατρίδα του για να αγωνιστεί στο Ά γιον
Όρος κατά τις αρχές του 20ου αιώνα. Φθάνοντας το 1901, έζησε με μεγάλη
άσκηση σε διάφορες τοποθεσίες, συμπεριλαμβανομένου το κελί του Αγίου
Νικολάου στη Καψάλα, και τη Νέα Θηβαΐδα. Τελικά, εγκαταστάθηκε μόνιμα
στους απόκρημνους βράχους των Καρουλίων μέχρι την ανάπαυσή του.
Πέρα
από το γεγονός ότι έζησε υπό την καθοδήγηση διάφορων αγίων γερόντων,
ειδικότερα του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη στη Μονή του Αγίου
Παντελεήμονος, έγινε κι ο ίδιος σκεύος χάριτος του Αγίου Πνεύματος σαν
μεγάλος ασκητής και πνευματικός πατέρας στη περιοχή των Καρουλίων του
Αγίου Ορους. Έφτασε σε τέτοια μέτρα αρετής που απέκτησε παραδειγματική
ταπείνωση δεχόμενος νουθεσίες περί προσευχής από τον εξίσου αρετής
υποτακτικό του.
Κοιμήθηκε εν Κυρίω την 2αν Οκτωβρίου 1937.
Τον
βίο του οσίου γέροντος Θεοδοσίου, γνωστού Καρουλιώτου ασκητή, έχει
εκδόσει ο Μοναχός Παΐσιος Νεοσκητιώτης, Γέροντας της Ιεράς Καλύβης Αγίου
Ιωάννου Θεολόγου, Νέας Σκήτης Αγίου Όρους, από την οποία Καλύβη και
διατίθεται, τηλ: 23770 23044
Η οσιακή κοίμηση του Γέροντα Θεοδοσίου, του ασκητή των Καρουλίων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ'
Η Κοίμησή του:
Το
Σεπτέμβριο του 1937, ενώ πνευματικά πορευόταν κατά αυτό τον τρόπο, ο
Γέροντας προσβλήθηκε από την ασθένεια που του πήρε την ζωή. Ο π.
Νικόδημος περιγράφει τις τελευταίες μέρες και την κοίμηση του γέροντα:
«Μετά
τις 19 Σεπτεμβρίου, ο Γέροντας, δεν έγραφε πλέον στο σημειωματάριό του
και σταμάτησε να κάνει τον συνηθισμένο κανόνα του. Ασθένησε και έπεσε
στο κρεβάτι.Από εκείνη τη μέρα δεν ανάρρωσε ποτέ, μέχρι την κοίμησή του.
«Η
ασθένειά του άρχισε στις 7 Σεπτεμβρίου με ένα κρύωμα. Πριν από αυτό ο
Γέροντας καθόταν δυό ώρες μεταξύ γεύματος και εσπερινού για γράψιμο, το
όποιο αφορούσε, την επιτομή των βίων των αγίων. Εκείνη την
ημέρα,
άνοιξε και τα δύο παράθυρα στο κελλί του, για να μπει η δροσιά μέσα
ώστε να μην είναι τόσο αποπνιχτικά. Αν και η δροσιά ήταν ελαφριά και όχι
τόσο κρύα, πάντα ήταν λίγο αδύναμος και κρύωσε.
Μετά
από αυτό θα αισθανόταν λίγο εμπύρετος κάθε μέρα, κατά την διάρκεια της
νύχτας θα είχε ρίγος, και μετά τη νύχτα πυρετό. Αλλά δεν σταμάτησε να
κάνει τον κανόνα του μέχρι που έπεσε τελείως στο κρεβάτι.
Στο
πυρετό προστέθηκε ένας στομαχόπονος με οξύ κοιλόπονο. Μια που και ο
γιατρός ζούσε μακριά από την έρημό μας και δεν υπήρχε τρόπος να τον
φωνάξουμε, ο Γέροντας ούτως ή άλλως δεν είχε διάθεση να τον συμβουλευτεί
και καθώς δεν υπήρχε κανένα φάρμακο διαθέσιμο, υπέφερε,
στερούμενος οποιασδήποτε αγωγής. Είχε μεγάλη επιθυμία να πεθάνει χωρίς
κανένα δίπλα του, και γι' αυτό το λόγο μού είπε να μην πω τίποτα σε
κανένα ότι είναι άρρωστος μέχρι θανάτου. Είχε εσωτερική πληροφορία πως
θα
πέθαινε
στην εορτή της Σκέπης της Θεοτόκου. Μία εβδομάδα νωρίτερα, μετά που
είχαν ολοκληρώσει το ευχέλαιο στον άρρωστο μαθητή του Μοναχό Αλύπιο, του
είπε: «Θα πεθάνω στην εορτή της Αγίας Σκέπης, και θα πεθάνεις την Τρίτη
μέρα μετά από εμένα». Και πράγματι έτσι έγινε.
«Ετοιμαζόμενος
για την κοίμησή του, για κάθε μέρα από τις τελευταίες δέκα μέρες
κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια, Το Σώμα και Αίμα του Κυρίου μας. Δεν
μπορούσε πλέον να πηγαίνει στην εκκλησία. Αλλά εγώ, σαν υποδιάκονος, θα
μπορούσα να του φέρω τα Άγια Δώρα στο κελλί του και θα κοινωνούσε.
Δεν
μπορούσα να ξεκουραστώ και κουράστηκα πάρα πολύ από την έλλειψη ύπνου,
υπηρετώντας τον γέροντα μόνος. Γι' αυτό πέντε μέρες πριν από την κοίμησή
του πιέστηκα να φωνάξω κι άλλους να βοηθήσουν, κι έτσι αλλάζαμε βάρδιες
και του παραστεκόμασταν μέρα και νύχτα. Τέλος, άρχισε να έχει πόνο και
στο στήθος και στο επιγάστριο, με αποτέλεσμα να έχει σχεδόν συνεχόμενο
βήχα και λόξυγκα, ενώ κατά την διάρκεια της νύχτας συνέχιζε ο πυρετός
και ο ιδρώτας. Η καρδιά του έφτασε εκατόν δέκα χτύπους Το λεπτό.
Αλλάζαμε τα κλινοσκεπάσματα τακτικά. Σαν αποκορύφωμα δεν μπορούσε
να υπομείνει σε μία θέση για παραπάνω από δέκα λεπτά, και αυτό απαιτούσε
από μας να τον αλλάζουμε κάθε δέκα λεπτά, πρώτα στην μία πλευρά, μετά
στην άλλη, μετά στην πλάτη του, και μετά έπρεπε να τον καθίσουμε στο
κρεβάτι, ακουμπώντας Το κεφάλι του στο τραπέζι. Με τη βία μπορούσε να
κοιμηθεί λίγο.
«Στις
28 Σεπτεμβρίου, από τις 1.00 π.μ. μέχρι τις 5.00 π.μ., αγιορείτικη ώρα,
ο γέροντας αναπαυόταν, αλλά στις πέντε άρχισε να έχει δυνατό πυρετό και
άρχισε να έχει ρίγη. Έπεσε να κοιμηθεί στις 6.00 και κοιμήθηκε μέχρι Το
πρωί. Το πρωί ήπιε τρία ποτήρια τσάι και παρέμεινε ήρεμος. Αργότερα
ήρθε και ο πνευματικός του. Αφού μίλησε μαζί του για λίγο, είπε πώς ήταν
δύσκολο γι' αυτόν να συνεχίσει την συζήτηση. Μετά από την αναχώρηση του
πνευματικού του ο Γέροντας θυμήθηκε πώς είχε ξεχάσει να του πει πώς
είχε δει τον ίδιο τον διάβολο ενώ ήταν ξύπνιος. Μού είπε να του πω:
«Αυτή η δαιμονική παρουσία στεκόταν ενώπιόν μου, Το ίδιο σαν ένα κακό
θηρίο, σαν λιοντάρι η σκύλος με εκφοβιστικά μάτια - με μεγάλη κακία
ήθελε να πεταχτεί πάνω μου και να με καταβροχθίσει, αλλά η χάρις του
Θεού δεν το επέτρεπε. Αυτό συνέβη για ένα η ενάμιση λεπτό». Ρώτησα, τον
παππούλη, πώς είδε αυτό το δαίμονα, με τα μάτια τα φυσικά ή με τον νου;»
Είπε: «Με τα φυσικά μου μάτια». Το βράδυ, κατά τις οκτώ ώρα
είχε λόξυγκα, ο οποίος συνεχίστηκε μέχρι τις έντεκα. Γυρνώντας σε μένα, ο
Γέροντας είπε, «χάνω τις φυσικές μου δυνάμεις», και με ρίγη άρχισε να
μιλά για τον πνευματικό του με ένα είδος εχθρότητας, και ρώτησε μήπως
αυτό ήταν πειρασμικό. Του απάντησα,
-«Ναι, παππούλη δεν είναι αυτό καλό. Στην κατάστασή σου
δεν
θα έπρεπε να διαφωνείς για τίποτα, αλλά θα έπρεπε να προσεύχεσαι μόνο,
αλλιώς ο εχθρός θα σε συγχύσει». Υπάκουσε και ηρέμησε, ακόμη και ο
λόξυγκας σταμάτησε. Με έντονη προσοχή άκουγε την προσευχή μου, ούτε καν
σάλευε, σαν να είχε πεθάνει. Κατά τη διάρκεια της αρρώστιας του,
καθόμουν δίπλα του, λέγοντας την ευχή του Ιησού - την σύντομη εκδοχή:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» λέγοντας τη κάθε λέξη χωριστά,
βοηθώντας τον να την επαναλαμβάνει μετά από μένα νοερά. Τον ρώτησα
αν συγκεντρωνόταν στην ευχή και μου απάντησε «μόλις».
«Σε
κάποια άλλη στιγμή ο διάβολος παρουσιάστηκε στον Γέροντα με ένα
υπερήφανο λογισμό, επιδιώκοντας να τον αρπάξει με την υψηλοφροσύνη. ο
Γέροντας μου είπε, «υποφέρω με τέτοια ασθένεια, που αντέχω ότι άντεξε ο
Χριστός στο Σταυρό». Διαπιστώνοντας πώς αυτό συνέβαινε σε αυτόν εξαιτίας
της αδυναμίας του νου, του είπα, «Τι λες, παππούλη; Απομάκρυνε κάθε
τέτοιο λογισμό. Αυτός ο λογισμός προέρχεται από τον εχθρό. Πώς μπορείς
να σκέφτεσαι ότι είναι πιο δύσκολο για σένα από ότι ήταν για τον
Κύριο
στο Σταυρό; Εκτός των άλλων, όλοι Τον εγκατέλειψαν -υπέφερε μόνος Του.-
Κανένας δεν Τον βοήθησε. Αλλά εγώ σε διακονώ επιμελώς και σε ρωτάω πώς
μπορώ να σε βοηθήσω». Με αυτά τα λόγια ο Γέροντας ηρέμησε και έκλαψε για
λίγο. Αυτό συνέβη την παραμονή της εορτής της Αγίας Σκέπης, την δεύτερη
επίσημη εορτή της Καλύβης μας. Μετά από αυτό ο Γέροντας έχασε την
ομιλία του και μιλούσε μόνο με το νου του, και ήμουν ο μόνος που
καταλάβαινε τα πάντα. Με αυτόν τον ίδιο τρόπο ο Άγιος Τύχων του Ζαντόνσκ
μιλούσε με το νου του λίγο πριν από την κοίμησή του, και μόνο με τον
συνασκητή του Ιωάννη.
«Εκείνη
την ημέρα όλα τα πνευματικά του παιδιά ήρθαν να τον αποχαιρετήσουν. Ο
καθένας ρωτούσε ότι τον απασχολούσε και έδινε σε αυτούς τις τελευταίες
συμβουλές μέσω έμού. Μού μιλούσε με το νου,
και
όλα ήταν αντιληπτά σε μένα, και μετά μετέφερα τα λόγια του στον καθένα.
Αυτό ήταν ένα αληθινό θαύμα. Κατά τη δύση του ηλίου το ρολόϊ μου
σταμάτησε και δεν ξέραμε τι ώρα ήταν Αφού ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος.
Ρωτήσαμε, «Τι ώρα είναι;» Και ο Γέροντας μού απάντησε, «Ρύθμισέ το στις
έντεκα». Όταν το ελέγξαμε την u949 επόμενη ημέρα σύμφωνα με τον ήλιο,
ήταν εντάξει. Όταν ο γέροντας ευλογούσε τον καθένα τελείωνε με μένα
ευλογώντας με για τελευταία φορά, και άρχισα να φοβάμαι πώς ο γέροντας
θα πέθαινε χωρίς να έχει χρόνο να με ευλογήσει ξανά. Έπειτα δεν τολμούσα
να του πω:-
-«Παππούλη, φοβάμαι πώς θα πεθάνεις και δεν θα με ευλογήσεις», αλλά διαβάζοντας τη σκέψη μου απάντησε, «θά' χω χρόνο».
«Την
παραμονή της εορτής ο Γέροντας δεν είχε πυρετό, αλλά ήταν πολύ
εξουθενωμένος. Μας παρότρυνε να τελειώσουμε την αγρυπνία νωρίς και
αμέσως να λειτουργήσουμε ώστε να κοινωνήσει πριν να κοιμηθεί. Λίγο
Αργότερα ο Γέροντας με έστειλε να τούς πω να τελειώσουν την αγρυπνία όσο
το δυνατόν πιο γρήγορα και να αρχίσουμε την λειτουργία. Συχνά με
έστελνε να ελέγχω αν άρχισαν την Λειτουργία. Όταν η Λειτουργία άρχισε ο
Γέροντας με έβαλε να διαβάσω τρεις ευχές Πριν την Θεία Μετάληψη και
μόλις τις τελείωσα μού είπε εν πνεύματι, «Καλά ας δώσουμε τον ασπασμό
της αγάπης».
Δεν το κατάλαβα αμέσως και το επανέλαβε, και μετά δώσαμε ο ένας στον άλλον τον ασπασμό. Με ευλόγησε και μου έδωσε τρεις ευχές.
«Αφού
κοινώνησε, ξάπλωσε ήρεμα και δεν έφαγε ούτε ήπιε τίποτα. Όλα τα κοντινά
του πνευματικά παιδιά και εκείνα που είχαν έρθει από μακριά για την
εορτή δεν ήθελαν να φύγουν. Είχαν ενημερωθεί εκ των προτέρων για τον
άρρωστο Μοναχό, από τον π. Αλύπιο, στον όποιον ο Γέροντας του είχε πει
πώς θα άφηνε αυτόν τον κόσμο κατά την εορτή της Αγίας Σκέπης της
Θεοτόκου, και ήθελαν να περιμένουν την κοίμησή του. Το πρωί ο Γέροντας
ήθελε να του διαβάσουν το πάθος του Κυρίου από το κατά Ιωάννη
Ευαγγέλιο, αρχίζοντας με τα λόγια: «νυν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ.
Αφού
το άκουσε όλο ζήτησε να του ανάψουν ένα κερί και να διαβάσει κάποιος
τον κανόνα για το χωρισμό της ψυχής από το σώμα. Κατά τη διάρκεια της
ανάγνωσης ο Γέροντας στηριζόταν στην πλάτη
του
με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του, κρατώντας το αναμμένο κερί.
Διάβασαν όλο τον κανόνα μέχρι το τέλος και έψαλλαν το κοντάκιο «Μετά των
αγίων ανάπαυσον ...;». Αλλά ο γέροντας δεν κοιμήθηκε.
Δίνοντας
πίσω το κερί, είπε, «Πάρε το». Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι δεν
παρέδωσε την ψυχή του ο Γέροντας επειδή τον ενοχλούσε ο κόσμος που
παραβρισκόταν. «Ήθελε να πεθάνει χωρίς ανθρώπους γύρω του, και έτσι ο
Θεός πραγματοποίησε την επιθυμία του.
Την
επόμενη ημέρα, στις 2 Οκτωβρίου, κοιμήθηκε χωρίς κανένα γύρω του. Μου
ζήτησε να κοινωνήσει και την επόμενη αλλά φοβόμουν μήπως δεν μπορούσε να
καταπιεί την Θεία Κοινωνία. Δεν μπορούσε πλέον να καταπιεί νερό ούτε με
κουτάλι, όπως έκανε τις τρεις τελευταίες μέρες, Αφού έβηχε μόλις
κατάπινε.
«Καλά»,
μού είπε, «δώσε μου λίγο νερό με ένα κουτάλι κάτω από τη γλώσσα μου».
Αρκετά σίγουρος γι' αυτό ένα λεπτό αργότερα το κατάπιε χωρίς βήχα. Τότε
μού είπε: «Πες στον πνευματικό μου πώς όταν με κοινωνήσει να βάλει τη
Θεία Κοινωνία κάτω από την γλώσσα μου. Μην ξεχάσεις να τον
προειδοποιήσεις».
Κατά αυτό τον τρόπο κοινώνησε πριν από την κοίμηση του.
«Είχε
μία πολύ δύσκολη νύχτα, αν και δεν είχε πυρετό. Όλη την νύχτα ζητούσε
να του αλλάξω θέση πότε πάνω με την πλάτη στον τοίχο, πότε κάτω και η
νύχτα πέρασε χωρίς να καθίσει με πάνω από δέκα
λεπτά
στην ίδια θέση. Κατά το πρωί κοινώνησε. Μετά την λειτουργία αφού έφυγε ο
πνευματικός του, έμεινα μόνος με τον Γέροντα, και μού ζήτησε να τον
βοηθήσω να καθίσει πάνω στο κρεβάτι όπως πριν, ακουμπώντας το κεφάλι του
σε ένα μαξιλάρι πάνω στο τραπέζι κατά τέτοιο τρόπο που να μπορεί
να αναπνέει από τη μύτη και το στόμα. Παίρνοντας το αριστερό του μπράτσο
στο χέρι μου και κρατώντας το αριστερό μέσα στο δικό μου, άρχισα να
κάνω νοερά προσευχή σύμφωνα με τούς σφυγμούς του. Ο
σφυγμός
του ήταν ήρεμος και σταθερός, όπως σε έναν υγιή άνδρα. Άκουγα την
αναπνοή του και παρατήρησα ότι συγχρονιζόταν με τη δική μου, και όταν
εξέπνεε ψιθύριζε « ... ελέησόν με», Με αυτό τον τρόπο, προσαρμόζοντας
τον εαυτό του πάνω μου, έλεγε την ευχή του Ιησού. Αυτό συνεχίστηκε για
δέκα λεπτά. Μετά ο σφυγμός του έγινε αξιοπρόσεκτα ασταθής και αδύναμος.
Εκείνη την ώρα ο π. Ιωήλ μπήκε στο κελί. Του είπα, «Πάτερ, άναψε το
λαδοκέρι, μόλις έσβησε. Μόλις το άναψε ο Γέροντας αναστέναξε βαθιά.
Παρατηρώντας το αυτό, φώναξα: π. Ιωήλ, ο Γέροντας πεθαίνει!» Άλλη μία
ανάσα ακολούθησε και τότε η ψυχή του ειρηνικά έφυγε μακριά από το σώμα
του. Κι έτσι κοιμήθηκε στα χέρια μου, ειρηνικά, χωρίς
κανένα ρίγος.
«Ο
πνευματικός, αφού κοινώνησε τον Γέροντα, επέστρεψε στο κελλί του. Δεν
είχε προχωρήσει πέντε λεπτά και μόλις είχε διασχίσει την αυλή του όταν
άκουσε το κτύπημα της καμπάνας, σημαίνοντας τον θάνατο του Γέροντα. Όταν
όλοι συγκεντρώθηκαν, η κηδεία άρχισε, και όταν τελείωσε όλοι ένιωσαν
ένα είδος ευφορίας, σαν μία μέρα γιορτής».
«Ο
γέροντας κοιμήθηκε το εξηκοστό ένατο έτος της ζωής του (2 Οκτ. 1937).
Ας είναι αιωνία η μνήμη του. Είθε ο Κύριος να αναπαύσει τη ψυχή του μετά
των αγίων, σε τόπο αναπαύσεως των δικαίων. Είθε ο Κύριος, δι' ευχών του
Γέροντός μου να δείξει έλεος και σε μένα τον αμαρτωλό υποτακτικό του».
1561 - Ο Γερο Φιλάρετος από τα Καρούλια
Λίγα
χρόνια, πριν να φύγει από τον κόσμο τούτο, ένας κακοποιός άνθρωπος
έκλεψε ότι πολύτιμο είχε ό Γέρο - Φιλάρετος στην Καλύβα του, δηλαδή όλα
τα Πατερικά βιβλία πού είχε και μελετούσε, του τα έκλεψε.
H
Αστυνομική Αρχή, συνέλαβε τον κλέφτη με τα βιβλία στη Θεσσαλονίκη. O
κλέφτης, για να δικαιολογηθεί στην Αστυνομία, είπε πώς αγόρασε τα βιβλία
από το Γέρο - Φιλάρετο, που μένει στα Καρούλια. H Αστυνομική Αρχή
αυτεπάγγελτα κατήγγειλε το Γέρο - Φιλάρετο για αρχαιοκαπηλία, πώς
πούλησε τα βιβλία πού είχαν αρχαιολογική αξία και θεωρούνται Κειμήλια.
Ήρθαν οι κλήσεις κι έπρεπε να παρουσιαστεί σαν κατηγορούμενος στο
δικαστήριο. Οι αδελφοί Δανιηλαίοι έμαθαν το λυπηρό αυτό γεγονός και
φρόντισαν αμέσως να ντύσουν με κάπως ευπρεπή ρούχα, να του βγάλουν τα
κουρελιασμένα, μπαλωμένα άλλα πεντακάθαρα ρούχα, που φορούσε o Γέρο -
Φιλάρετος. Τέλος τον συνόδευσε ένας από την αδελφότητα μέχρι το
δικαστήριο στη Θεσσαλονίκη. Εκεί παρουσιάστηκε στο δικαστήριο χωρίς
δικηγόρο.
O
κακοποιός διέθετε κάποιο, Ιωάννη Λαδά, πολύ δυνατό δικηγόρο, ό οποίος
με φοβερό κατηγορητήριο έπεισε τους δικαστές να είναι με το μέρος του
κακοποιού. Δυστυχώς πολλές φορές γίνεται ή ανθρώπινη δικαιοσύνη εύκολα
να πείθεται στο κακό και πολύ δύσκολα να παραδέχεται το καλό και να απονείμει δικαιοσύνη στο σωστό, γι' αυτό έχομε πολλές άδικες καταδίκες και δικαστικές πλάνες.
Ένας
ευσεβής δικηγόρος, πού παρακολουθούσε την υπόθεση, και κατάλαβε την
απάτη του κλέφτη και την ψεύτικη ρητορεία του κατηγορούντος δικηγόρου, ό
οποίος γνώριζε την αλήθεια, αλλά διέστρεφε αυτήν, ανέλαβε την
υπεράσπιση του Γέροντα Φιλάρετου, άνευ αμοιβής, και αγόρευσε υπέρ του
αγίου και ευλαβέστατου Γέροντα, ό οποίος ήταν τόσο απλός και αγαθός, πού
όταν άκουσε το Δικηγόρο του αυτόν να αγορεύει και να υπερασπίζεται το
δίκιο του, θαύμαζε και έλεγε: «Που τα ξέρει όλα αυτά πού λέει, ο
ευλογημένος αυτός άνθρωπος; Φαίνεται θα έχει χάρι του Αγίου Πνεύματος,
για να τα λέει τόσο ωραία και μάλιστα τα λέει όπως ακριβώς Έγιναν!»
Όταν
ό πρόεδρος του δικαστηρίου, κάλεσε το Γέρο - Φιλάρετο να ορκιστεί, τότε
αυτός σηκώθηκε από το εδώλιο του κατηγορούμενου, πλησίασε το ιερό
ευαγγέλιο, έκαμε το σταυρό του τρεις φορές και ασπάσθηκε με ευλάβεια το
ευαγγέλιο.
O
πρόεδρος τότε, με αυστηρό ύφος είπε στον Γέροντα, ότι πρέπει να βάλει
το χέρι του επάνω στο Ευαγγέλιο και να ορκιστεί. Ό Γέρων Φιλάρετος
ρώτησε τον πρόεδρο, Τι είναι αυτό το βιβλίο κι ό πρόεδρος του είπε:
«Αυτό είναι το ευαγγέλιο, στο οποίο βάνουν, οί πιστοί χριστιανοί το χέρι
και ορκίζονται για να μας βεβαιώσουν πώς λένε την αλήθεια».
O
Γέρο - Φιλάρετος είπε στον κ. πρόεδρο: «Αν αυτό όπως λέτε είναι το ιερό
Ευαγγέλιο, τότε σας παρακαλώ να ανοίξετε το Ε' κεφάλαιο παράγραφος 34
στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο και θα ιδείτε ότι λέγει επί λέξει: «Εγώ δε
δηλαδή ό Χριστός λέγω υμίν μη ομόσαι όλως, μήτε εν τω ούρανω, ότι θρόνος
εστί του Θεού μήτε εν τη γη, ότι υποπόδιο εστί των ποδών αυτού μήτε εις
Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί του μεγάλου βασιλέως μήτε εν τη κεφαλή σου
ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκή ή μέλαιναν ποιήσαι» (Ματθ. Ε' 34
- 37).
O
πρόεδρος διέταξε τον Κλητήρα να ανοίξει το Ευαγγέλιο, αλλά όταν το
άνοιξε διεπιστώθη ότι έλειπε όλο εκείνο το φύλλο πού είχε την περικοπή
αυτή της διδασκαλίας του Κυρίου που αναφέρεται στον όρκο και τότε με
θάρρος ό Γέρο-Φιλάρετος είπε στον κ. πρόεδρο: «Κύριε πρόεδρε, με τη χάρι
του Θεού, -προσπαθούμε να φυλάμε αυτά πού ορίζει το Ιερό ευαγγέλιο του
Δεσπότη Χριστού, σαν γνήσιοι χριστιανοί, και έφ' όσον ό ίδιος ό Χριστός
μας λέγει να μην ορκιζόμαστε, πώς εμείς να παραβούμε του Θεού την
εντολή, για να φυλάξομε «τα εντάλματα των ανθρώπων» (Ματθ. ιέ' 9), πού
είναι οι δικές σας εντολές, να ορκίζονται οι άνθρωποι -πού λένε, πώς
είναι πιστοί χριστιανοί, και οι οποίοι καταπατούν και αθετούν την εντολή
Του αυτή, άλλα και. σεις ό ίδιος ορκίζεστε, λυπούμαι κ. πρόεδρε, πού
λέγεστε μόνον χριστιανοί, αλλά δεν φυλάττεται τις εντολές του Χριστού.
O
πρόεδρος και οι δικαστές θίχθηκαν από τα καυτερά λόγια της αλήθειας πού
τους είπε ό Γέρο - Φιλάρετος, και για την άρνηση του όρκου τον δίκασαν
σε 9 μήνες φυλάκιση.
O
Γέρων με χαρά δέχθηκε την καταδικαστική απόφαση και ήταν έτοιμος να
πάει στη φυλακή, αλλά οι παρευρισκόμενοι στο δικαστήριο ακροατές,
αγανακτισμένοι για την άδικη αύτη κρίση του δικαστηρίου, πού δε θέλησε
να τιμωρήσει τον κλέφτη και άδικα καταδίκασε τον οσιότατο και άγιο
Γέροντα, ενέργησαν αμέσως έρανο μεταξύ τους, πλήρωσαν το δικαστήριο και
γύρισε ό Γέρων, αδικημένος μεν, από την ανθρώπινη δικαιοσύνη, νικητής δε
και τροπαιούχος και υπέρμαχος της αλήθειας στην ασκητική του Καλύβα,
στα Καρούλια.
Όταν
ήρθε στα Καρούλια, λέγει ό πάτερ Δανιήλ, τον ρωτήσαμε: «Πώς τα πέρασες
Γέροντα στη Θεσσαλονίκη; Πώς είδες τον κόσμο; Τι έγινε με το
δικαστήριο;»
O
Γέρο - Φιλάρετος, με χαρούμενο πρόσωπο και το χαμόγελο στα χείλη, όπως
συνήθιζε να είναι πάντα, είπε : «Αδελφοί μου, όλος ό κόσμος τρέχει και
προσπαθεί για τη σωτηρία του, εκτός από μένα τον αμαρτωλό», τίποτε άλλο
δεν μας είπε και κλείστηκε στον εαυτό του.
907 - Ο Γέρων Σταμάτης, πρώην ληστής, στα Καρούλια
Ο ληστής
αυτός, ο Σταμάτης, είχε μεγάλη δράση στα περίχωρα της Χαλκιδικής και
κατά καιρούς φαίνεται πως έκανε ληστείες και μέσα στο Άγιο Όρος.
Μια
μέρα αποφάσισε, με δυο παλικάρια του, να ληστέψει ένα από τα Κελλιά,
που βρίσκεται σε κάπως μακρινή απόσταση από τις Καρυές και είναι
μεμονωμένο από τα άλλα γύρω Κελλιά. Το Κελί αυτό ανήκει σαν εξάρτημα
στην Ιερά Μονή του Παντοκράτορα κι έχει εκκλησία έπ' ονόματι του Αγίου
Γεωργίου του «Φανερωμένου», είναι πολύ παλιό και όπως μου διηγήθηκαν: Ό
σεβαστός Γέροντας μου Ιωακείμ Μοναχός, και τελευταία με βεβαίωσαν και ή
συνοδεία των αδελφών Δανιηλαίων, πού κι αυτοί είχαν ακούσει την υπόθεση
αυτή από τους Γεροντάδες τους, κι εκείνοι από τον πάππου τους, Γέροντα
Δανιήλ τον πρώτον, ότι πριν από 200 χρόνια πήγε ό Ληστής αυτός να
ληστέψει το Κελί αυτό πού είχε φήμη πώς ήταν ένα από τα πιο πλούσια
Κελλιά των Καρυών.
Όπως είναι γνωστό, στα χρόνια της Τουρκικής σκλαβιάς, όλα τα βουνά της Πατρίδας μας ήταν γεμάτα από Ληστές και ληστοσυμμορίες.
Οι
ληστές αυτοί κατασκόπευσαν και έμαθαν πώς στο Κελλί αυτό μένουν δυο
Γεροντάκια αδύνατα και έχουν χρήμα πολύ. Τούτο παρακίνησε τους ληστές να
κάνουν την επιχείρηση της ληστείας τους.
Τα
μεσάνυχτα πήγαν στο Κελλί αυτό, χτύπησαν την πόρτα. Μια φωνή ακούστηκε
από μέσα να ρωτάει ποιος είναι πού κτυπά την πόρτα; και τι θέλει τέτοια
ώρα; Οι ληστές δε μίλησαν -παρά επέμεναν να χτυπούν την πόρτα και
προστακτικά ό αρχηγός τους Σταμάτης είπε: Ανοιχτέ μας είμαστε ξένοι και
θέλουμε να φιλοξενηθούμε.
Ένα
παλικάρι τους άνοιξε την πόρτα και τους ρώτησε τι θέλετε τέτοια ώρα;
Γιατί ήρθατε εδώ; Αυτοί όπως ήταν αρματωμένοι είπανε θέλουμε το Γέροντα,
είναι ανάγκη, παραξενεύτηκαν όμως πού είδαν πώς στο Κελλί αυτό υπάρχει
και νέος, διότι αυτοί γνώριζαν πώς μόνο δύο γέροι άρρωστοι μένουν εκεί, ό
νέος που βρέθηκε; Το παλικάρι τους οδήγησε στον Ξενώνα, το λεγόμενο
«Αρχονταρίκι» και τους είπε: «Καθίστε κει ώσπου να φωνάξω το Γέροντα».
Οι
ληστές κάθισαν και περίμεναν για ναρθει ό Γέροντας. Πέρασε μια ώρα,
πέρασαν δυο, μα ό Γέροντας δε φαινόταν ναρθει, ούτε άλλος κανείς, αλλά
βασίλευε απόλυτη σιγή και ησυχία σ' όλο το σπίτι. Τότε οι ληστές έχασαν
την υπομονή τους και δοκίμασαν να σηκωθούν, για να ληστέψουν όπως αρχικά
είχαν αποφασίσει και να πάρουν ότι πολύτιμο υπήρχε από χρήμα μέχρι
κανδήλια ασημικά κι ότι άλλο θα έβρισκαν, αλλά δεν μπορούσαν να
κουνηθούν ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, ούτε χέρια ούτε πόδια μπορούσαν να
κουνήσουν και σαν να ήταν δεμένοι χεροπόδαρα, δεν μπορούσαν καθόλου να
σαλέψουν από τη θέση τους.
Άρχισαν
τότε να φωνάζουν και να ζητούν βοήθεια, οι πάνοπλοι ληστές από τους
αδύνατους και άρρωστους Γεροντάδες. Από τίς φωνές τους ξύπνησαν τα
Γεροντάκια, πετάχτηκαν τρομαγμένα από τον ύπνο, έτρεξαν κει πού
ακούγονταν οι φωνές στο Αρχονταρίκι και τι να ιδούν! Οι ληστές φαίνονταν
μεν ελεύθεροι, αλλά δεν μπορούσαν να κουνηθούν από τις θέσεις τους. Οι
Γέροντες τους ρώτησαν: Ποιοι είσθε σεις; τι θέλετε δω; Πώς ήρθατε, πώς
μπήκατε μέσα στο σπίτι μας; Ποιος σας άνοιξε την πόρτα και σας έβαλε
μέσα;
Οί
ληστές στην αρχή φώναζαν, απειλούσαν Κι έλεγαν: «θα σας σφάξουμε σαν τα
κατσίκια, μας κάματε μαγεία για να μη μπορούμε να κουνηθούμε, λύστε μας
αν θέλετε το καλό σας, γιατί μας δέσατε; Εμείς είμαστε καλοί άνθρωποι,
δεν ήρθαμε να σας κάνουμε κακό.
Τέλος,
αφού κατάλαβαν πώς ήταν πιο αδύνατοι από τα Γεροντάκια και δεν
μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, άρχισαν με κλάματα να παρακαλούν για να τους
λύσουν.
Οι
Γέροντες πάλι, με ήρεμο και ταπεινό τρόπο, τους ρώτησαν: «Πώς βρεθήκατε
αδελφοί μέσα στο σπίτι μας; Ποιος σας άνοιξε, και τι θέλετε από μας;»
Οι
ληστές απάντησαν κλαίγοντας, για το κακό πού τους βρήκε, και είπαν, με
παρακλητικό τώρα τρόπο: «Γεροντάδες Ένα παλικάρι μας άνοιξε την πόρτα,
μας έβαλε δω να καθίσουμε και μας είπε να περιμένουμε ώσπου να έρθετε
και σεις».
Οι
Γέροντες κατάλαβαν πώς κάποιο θαύμα πρέπει να έγινε, τρέξανε στην
εκκλησία, πήραν την εικόνα του αγίου μεγαλομάρτυρας Γεωργίου και την
έδειξαν στους Ληστές.
Έντρομοι
τότε εκείνοι, ,άμα είδαν την εικόνα, με ένα στόμα είπαν: «Ναι, αυτός
είναι πού μας άνοιξε» κι αμέσως μετανοιωμένοι αναπήδησαν από τις θέσεις
τους, έπεσαν και προσκύνησαν την εικόνα του αγίου Γεωργίου και με χαρά
αναφώνησαν ότι αυτός είναι, πού μας φανερώθηκε και τώρα μας λευτέρωσε
από τα αόρατα δεσμά μας. Μετανόησαν για τις πράξεις τους, έκαμαν πολλά
δώρα και εικόνα στο Κελί αυτό, του Αγίου Γεωργίου, και από τότε πήρε το
όνομα «Άγιος Γεώργιος ό Φανερωμένος».
Ό
ληστής αυτός, μετά από το μεγάλο αυτό θαύμα πού του συνέβη, και όπως με
βεβαίωσε ή Συνοδεία των Δανιηλαίων, μετανοιωμένος άφησε το επάγγελμα
του ληστή και πήγε στα Καρούλια. Εκεί έκτισε μικρή ασκητική Καλύβα και
εκκλησάκι έπ' ονόματι του Αγίου Γεωργίου. Έγινε Μοναχός με το όνομα
Σταμάτης. Λέγουν ότι αυτός είναι ό πρώτος πού κατοίκησε στα Καρούλια.
Βρήκε τη γαλήνη στην έρημο αυτή, βρήκε την ειρήνη της ψυχής του και
πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του με ειλικρινή μετάνοια και συντριβή,
εξομολογούμενος καθ' ήμερα τα αμαρτήματα του, προχώρησε στην πνευματική
ζωή τόσο, πού καθώς έγραφε στο Γέροντα Δανιήλ τον Κατουνακιώτη, ό
Λαυριώτης Μοναχός και μετέπειτα Μητροπολίτης Κορυτσάς και καθηγητής του
Πανεπιστημίου Αθηνών, Εύλόγιος Κουρίλας, ότι βρήκε στα πρακτικά της
Μεγίστης Λαύρας, να γράφουν πως «ο Γέρων Σταμάτης, πρώην ληστής στα
Καρούλια, είχε τέλος οσιακό και ήταν άγιος Μοναχός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου