του κ. Γεωργίου Θ. Μηλίτση, διδασκάλου
Όπως
ο μαγνήτης τραβά κοντά του τα σιδερένια αντικείμενα, έτσι και οι
πνευματικοί άνθρωποι συγκεντρώνουν γύρω τους φιλόθεες ψυχές, του ποθούν
τη σωτηρία της ψυχής τους και τη λύτρωσή τους. Μια μεγάλου βελινικούς
πνευματική προσωπικότητα ήταν και ο Ηγούμενος της Ι. Μονής του Διονυσίου
Αγίου Όρους μακαριστός πα-πα Γαβριήλ Διονυσιάτης. Ο Γέροντος Γαβριήλ
ενέπνευσε την αγάπη προς το Χριστό σε δεκάδες καλοπροαίρετες ψυχές
διαφόρων επιπέδων μορφώσεως και κοινωνικών τάξεων. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο μοναχός Κυριάκος Διονυσιάτης.
Ο
μακαριστός μοναχός Κυριάκος γεννήθηκε το 1910 στο Μεσενικόλα Καρδίτσας,
ήταν δηλαδή συγχωριανός του Γέροντα Γαβριήλ, και ήταν ένα από τα οκτώ
παιδιά του Ιωάννη, και της Αικατερίνης Καρασιώτου. Οι γονείς του ήταν
πτωχοί, αλλά εργατικοί και φιλόθεοι άνθρωποι.
Ο
Κωνσταντίνος, έτσι ήταν το κοσμικό όνομα του π. Κυριακού, δεν έμαθε
πολλά γράμματα· που άφηνε η φτώχεια να πάει στο σχολείο. Από μικρός
βοηθούσε, όπως και τα αλλα αδέλφια του, τους γονείς του στις διάφορες
γεωργικές και λοιπές εργασίες κι έτσι έβγαζε με τον ιδρώτα του το ψωμί
του.
Οι
γονείς του του μιλούσαν για το Θεό και προσπαθούσαν να του μεταδώσουν
το πιστεύω τους. Τον έμαθαν να προσεύχεται και να εκκλησιάζεται, γι’
αυτό ποτέ δεν έλειπε από την εκκλησία την Κυριακή και τις μεγάλες
γιορτές. Μια μέρα διαδόθηκε ότι ήλθε στο χωριό από τα Άγιον Όρος ο
Ηγούμενος της Ι. Μονής Διονυσίου π. Γαβριήλ. Μόλις ο Κωνσταντίνος βρήκε
ευκαιρία έτρεξε να τον συναντήσει και να πάρει την ευχή του. Το πατρικό
σπίτι του παπα-Γαβριήλ ήταν στο κέντρο του χωριού κι εκεί είχαν
συγκεντρωθεί πολλοί χωριανοί, οι οποίοι με μεγάλη προσοχή άκουγαν τον
Γέροντα. Έμεινε άναυδος από αυτά, που άκουγε και άναψε μεσά του η
επιθυμία να ακολουθήσει το Γέροντα στο Περιβόλι της Παναγίας. Όταν του
δόθηκε η ευκαιρία πήγε και είτε στον παπα-Γαβριήλ τους πόθους, που
κατέκαιγαν την καρδιά του. «Παιδί μου, ευλογημένη η επιθυμία σου, αλλά
δεν είναι εύκολη η μοναχική ζωή και ειδικά στο μοναστήρι μας. Πρέπει να
ξέρεις ότι εμείς ξυπνάμε λίγο μετά τα μεσάνυχτα, κάνουμε τον κανόνα μας
και στη συνέχεια πάμε στο καθολικό, όπου κάνουμε το Μεσονυκτικό, τον
Όρθρο, τις Ώρες και τη θεία Λειτουργία, στή συνέχεια, αφού πάρουμε
πρωϊνό πηγαίνουμε στα κτήματα της Ι. Μονής, οπού εργαζόμεθα μέχρι τον
Εσπερινό. Πολύ δύσκολη, παιδί μου, η ζωή του Μοναχού».
Στο Περιβόλι της Παναγίας
Τα
χρόνια πέρασαν ο πόθος του Κωνσταντίνου όχι μόνο δεν έσβησε, αλλά
θέριεψε και κατέκαιγε τα είναι του, έτσι μια μέρα του 1934 ώριμος πια,
εγκατέλειψε τον κόσμο και μετά από πολυήμερο και κοπιαστικό ταξίδι
έφθασε στη Δάφνη κι από εκεί στήν Ι Μονή Διονυσίου, όπου ήταν ηγούμενος ο
συγχωριανός του Αρχιμ. Γαβριήλ.
Η
συνάντησή τους έγινε μέσα σε φορτισμένο συγκινησιακά κλίμα. Ο ηγούμενος
ρώτησε να μάθει νέα από το χωριό, είχε χρόνια να το επισκεφθεί, γα τους
δικούς του και για όλους τους χωριανούς. Τέλος τον ρώτησε για πιο λόγο
έκανε το τόσο κουραστικό και επικίνδυνο ταξίδι. Ο Κωνσταντίνος του είπε:
«Γέροντα, ήλθα να μείνω κοντά σου. Θέλω να με οδηγήσεις στή Βασιλεία
Των Ουρανών». Ο π. Γαβριήλ του απάντησε; «Παιδί μου, δεν ξέρω αν θα σώσω
τη δικιά μου ψυχή, μή νομίσεις ότι εδώ δεν υπάρχουν πειρασμοί και
δαίμονες· κι εδώ άνθρωποι με αδυναμίες και πάθη κατοικούν, δεν είναι
λίγοι αυτοί, που κάνουν σφάλματα κάτω όπο την πίεση των πειρασμών, αλλά
προσπαθούμε να σηκωθούμε και να ζητήσουμε το έλεος του Θεού και τη
βοήθεια της Θεοτόκου και του Τιμίου Προδρόμου του προστάτου μας». «Δέξε
με, Γέροντα του λέγει, με τη βοήθεια του Θεού και τις προσευχές σου θα
πετύχω τον σκοπό για τον οποίο ήλθα». «Ξέρουν οι, δικοί σου, ρώτησε ο
Γέροντας, ότι ήλθες εδώ;» «Όχι». «Καλά θα φροντίσω να μάθουν, για να μή
ψάχνουν άσκοπα να σε βρούν. Από σήμερα θα είσαι δόκιμος για τρία χρόνια,
θα προσεύχεσαι, όπως όλοι οι πατέρες, θα κάνεις τον κανόνα σου και δεν
θα απουσιάζεις από τις ακολουθίες. Όποια δουλειά σου αναθέτουν οι
πατέρες να την κάνεις χωρίς γογγυσμό και με επιμέλεια, αν κάτι θέλεις
από μένα μή διστάσεις να με συναντήσεις».
Η κουρά και η κοίμησή του
Τρία
χρόνια έμεινε δόκιμος. Μια μέρα του 1937 τον κάλεσε ο ηγούμενος κοί του
λέγει: «Ύπάρχει ακόμα μέσα σου η επιθυμία της αφιέρωσής σου στο Θεό ή
μήπως θέλεις να γυρίσεις στον κόσμο;» «Δοξάζω το Θεό, την Παναγία και
τον Τίμιο Πρόδρομο, που οδήγησαν τα βήματά μου εδώ και ευχαριστώ κι
εσάς, που με δεχθήκατε· θέλω να μείνω κι εδώ να κλείσω τα μάτια μου».
«Ετοιμάσου, του λέγει ο Ηγούμενος, θα γίνει η κουρά σου. Γνωρίζεις ότι
το τυπικό της Ι. Μονής προβλέπει τριήμερη αυστηρή νηστεία πριν την κουρά
κι ότι το βράδυ, που προηγείται της κούρας δεν θα κοιμηθείς, αλλά θα
ξαγρυπνήσεις σ’ ένα από τα παρεκκλήσια της Ι. Μονής».
Σε
λίγες ημέρες μέσα σε κατανυκτική και ήρεμη ατμόσφαιρα έγινε η κουρά του
δοκίμου, που πήρε το όνομα Κυριάκος. Στο τέλος της ακολουθίας ο
Γερο-Γαβριήλ είπε στον νεόκουρο μοναχό: «Παιδί μου, Κυριάκε, από τη
στιγμή αυτή ανήκεις στο τάγμα των μοναχών, που καλείται να αναπληρώσει
τους εκπεσόντας αγγέλους. Δεν είναι εύκολη η πορεία σου. Μή νομίσεις ότι
μόνος σου θα κατορθώσεις κάτι. Ζήτησε τη βοήθεια του Θεού, της Παναγίας
Μητέρας Του, του προστάτου της Ι. Μονής μας και του προσωπικού σου
προστάτου, του Οσίου Κυριάκου του Αναχωρητού. Μέσα στο κελί σου να έχεις
την εικόνα του, για να εμπνέεσαι και να προσπαθήσεις να τον μοιάσεις
στη ζωή σου. Μή ξεχνάς ότι οι πτώσεις είναι αναπόφευκτες, αλλά υπάρχει
το φάρμακο, η μετάνοια και η εξομολόγηση». Όλοι οι πατέρερες και
προσκυνητές του ευχήθηκαν καλό παράδεισο και πέρασαν στο Αρχονταρίκι για
το κέρασμα.
Ο
π. Κυριάκος με αυταπάρνηση, πολύμοχθη εργασία αυστηρή νηστεία, πολύωρη
προσευχή και υπακοή πέρασε τη ζωή του. Κατά καιρούς κατέβαινε στον κόσμο
κι ερχόταν και στα Τρίκαλα, διότι είχαν εγκατασταθεί εδώ αδέλφια του.
Όταν τον επισκεφθήκαμε μας μίλησε για το Περιβόλι της Παναγίας και μας
έδωσε ένα ξύλινο Σταυρουδάκι λέγοντάς μας: «Να το έχετε πάντοτε επάνω
σας, για να σας φυλάγει από τις παγίδες και τα βέλη του πονηρού». Όταν
έμαθε οτι στη γενέτειρά του ανακαίνιζαν το εξωκκλήσι του Άγ. Νικολάου
έφερε από το Όρος μία εικόνα του Αγίου, ρωσικής τεχνοτροπίας, που
υπάρχει στο εξωκκλήσι μέχρι σήμερα.
Για
τις ανάγκες της Ι. Μονής πήγε σε μετόχι στη Χαλκιδική, εκεί αρρώστησε
και οι πατέρες τον έστειλαν σε νοσοκομείο της Αθήνας, όπου και εκοιμήθη,
το 1966 σε ηλικία 56 ετών. Επειδή ήταν αδύνατον την εποχή εκείνη να
φθάσει το σκήνωμά του σύντομα στη μετάνοιά του τον ενταφίασαν στον Ι.
Ναό της Ζωοδόχου Πηγής Καρέα, όπου σήμερα είναι το οικοτροφείο της
Αποστολικής Διακονίας. Αργότερα ο ηγούμενος της Ι. Μονής, παπα-Γαβριήλ,
κατέβηκε στην Αθήνα και μετέφερε στο Άγιον Όρός τα Λείψανά του. Η ψυχή
του βρίσκεται τώρα κοντά στο δικαιοκρίτη Κύριο, από τα χέρια του οποίου
περιμένει να λάβει κατά τη Δευτέρα Παρουσία τον αμάραντο στέφανο.
Ας είναι αιωνία η μνήμη του μακαριστού μοναχού Κυριακού Διονυσιάτου.
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος
Αναδημοσίευσις από: Αγιορείτικες Μνήμες –
Αναδημοσίευσις από: Αγιορείτικες Μνήμες –
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου