Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

ΔΙΔΑΧΗ ΣΤ´ Π. ΚΟΣΜΑΣ

Ἁγία Τριάς, Ἐλέησον καὶ Σῶσον Ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ὑπεραγία Θεοτόκε, Βοήθησον καὶ Σῶσον Ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀδελφοί μου, καὶ Θεός, ὁ γλυκύτατός μας αὐθέντης καὶ Δεσπότης, ὁ ποιητὴς τῶν Ἀγγέλων καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, παρακινούμενος ἀπὸ τὴν ἄμετρον εὐσπλαχνίαν του καὶ ἀπὸ τὴν πολλήν του ἀγάπην ὁποὺ εἶχεν εἰς τὸ γένος μας, σιμὰ εἰς τὰ ἄπειρα καὶ πολλὰ χαρίσματα, ὁποὺ μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεός, ἐκαταδέχθη καὶ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἀπὸ τὰ καθαρώτατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, διὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώση ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ πονηροῦ διαβόλου καὶ νὰ μᾶς κάμη υἱοὺς καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας του, νὰ χαιρώμεθα καὶ νὰ εὐφραινώμεθα μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους πάντοτε, διὰ νὰ μὴ καιώμεθα μὲ τοὺς τρισάθλιους δαίμονας πάντοτε.

Οἱ Ἀπόστολοι Κηρύττουν καὶ ἡ Γῆ Γίνεται Ἐπίγειος Παράδεισος

Καθὼς ἕνας ἄρχοντας ὁποὺ ἔχει ἀμπέλια καὶ χωράφια καὶ βάζει ἐργάτας, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς ἔχει ἡμᾶς ἀμπέλι. Ἐπῆρε δώδεκα Ἀποστόλους καὶ τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἔστειλε εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Καὶ εἰ μὲν θελήσουν οἱ ἄνθρωποι νὰ περάσουν καὶ ἐδῶ εἰς τοῦτον τὸν μάταιον κόσμον καλὰ καὶ εἰρηνικά, θέλει τοὺς εὐσπλαχνισθῆ ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ τοὺς βάλη εἰς τὸν παράδεισον. Τοῦτο τοὺς ἐπαρήγγειλε, νὰ πιστεύωμεν καὶ νὰ βαπτιζώμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ φυλάγωμεν τὰ προστάγματα τοῦ Θεοῦ μας. Εἰς ὁποίαν χῶραν ἐπήγαιναν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ δὲν τοὺς δέχονται οἱ ἄνθρωποι, εἶπεν ὁ Κύριος νὰ τινάζουν τὰ τσαρούχια καὶ νὰ φεύγουν (66). Λαμβάνοντας τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἔτρεξαν ὡς ἀστραπὴ καὶ μὲ ἐκείνην τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἰάτρευαν χωλούς, κουτσούς, τυφλοὺς καὶ δαιμονισμένους καὶ μὲ τὴν προσταγὴν τοῦ Χριστοῦ μας ἀνέστησαν νεκρούς.
Πρέπον καὶ εὔλογον εἶνε, ἀδέλφια μου, νὰ εἶχα καὶ ἐγὼ ὁ ἀνάξιος καὶ ἁμαρτωλὸς δοῦλος του τὴν καρδίαν καθαράν, ὡσὰν τοὺς ἁγνοὺς Ἀποστόλους, καὶ νὰ ἔχω καὶ ἐκείνην τὴν χάριν τοῦ Παναγίου καὶ τελεταρχικοῦ Πνεύματος, ἐγὼ ποὺ ἀξιώθηκα καὶ ἦλθα εἰς τὴν χῶραν σας. Ἐπειδὴ καὶ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν ἔχω τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, παρακαλῶ ὅμως τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ στείλη οὐρανόθεν τὴν χάριν του καὶ νὰ εὐλογήση τὴν χῶραν σας καὶ τὰ πράγματά σας καὶ τὸ ἔργον τῶν χειρῶν σας. Καὶ τὸ πρῶτον νὰ μᾶς εὐσπλαχνισθῆ, νὰ συγχωρήσῃ τὰ ἁμαρτήματά μας· καὶ νὰ σᾶς ἀξιώση, παιδιά μου, νὰ περάσετε καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ εἰρηνικά, καὶ νὰ σᾶς βάλη εἰς τὸν παράδεισον νὰ δοξάζετε τὴν Ἁγίαν Τριάδα.
Καὶ εἰς ὁποίαν χῶραν ἐπήγαιναν οἱ Ἀπόστολοι, χειροτονοῦσαν ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, εὐλογοῦσαν τὴν χῶραν ἐκείνην καὶ γίνουνταν ἕνας ἐπίγειος παράδεισος, χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, κατοικία τῶν ἀγγέλων, κατοικία τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ εἰς ὁποίαν χῶραν δὲν τοὺς ἐδέχονταν, ἔμενε κατάρα καὶ ὄχι εὐλογία, κατοικία τοῦ διαβόλου καὶ ὄχι τοῦ Χριστοῦ μας. Πρέπον καὶ εὔλογον εἶνε, ἀδελφοί μου χριστιανοί, νὰ ἀρχίσω τὴν διδασκαλίαν μου καὶ ὅταν τελειώσωμεν, νὰ εὐχαριστήσωμεν τὸν Θεόν.

Ἡ Τελεία Ἀγάπη

Πολλὰ ὀνόματα ἔχει ὁ Θεός, ἀδελφοί μου. Τὸ κύριον ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας εἶνε ἡ ἀγάπη. Ἁγία Τριὰς εἶνε, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, μία φύσις, μία δόξα, μία βασιλεία, ἕνας Θεός. Πρέπει πρῶτον νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν, ἀδελφοί μου, διατὶ μᾶς ἔδωσε τόσον μεγάλην γῆν καὶ κατοικοῦμεν τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι, χορτάρια, βρύσες, ποταμούς, θάλασσαν, ὀψάρια, ἀέρα, νύκτα καὶ ἡμέραν, οὐρανόν, ἄστρα, ἥλιον, φεγγάριον. Μᾶς ἔκαμεν ἀνθρώπους καὶ ὄχι ζῶα· μᾶς ἔκαμεν εὐσεβεῖς χριστιανοὺς καὶ ὄχι αἰρετικούς. Τώρα σᾶς ἐρωτῶ, ἀδέλφια μου, νὰ μὲ εἰπῆτε, ποίον θέλετε, τὸν Θεὸν ἢ τὸν διάβολον; Τὸν Θεὸν θέλομεν. Ναί, πολὺ καλὰ τὸ λέγετε, παιδιά μου, φρονιμώτατα, νὰ ἔχω τὴν εὐχήν σας, μόνον νὰ ἰδοῦμεν αὐτὴν τὴν ἀγάπην. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἄρα νὰ εἶνε πιστή, νὰ εἶνε τελειωμένη ἢ τῆς λείπει τίποτε πουθενά (67); Πρέπει νὰ τὸ καταλάβωμεν ἀπὸ λόγου μας· ἐσύ, ἀδελφέ μου χριστιανέ, ἔχεις ἕνα παιδί· ἐγὼ σὲ τιμῶ καὶ λέγω καλὸν εἶνε τὸ παιδί σου, ἀλλὰ τὸ δέρνω, τὸ καταφρονῶ, παίρνω τὸ ψωμίον του καὶ τὸ τρώγω. Τί λέγεις, ἔτσι εἶνε ἡ ἀγάπη; Ἡ ἀγάπη, μὲ φαίνεται νὰ λέγης, ὄχι δὲν εἶνε ἔτσι. Καὶ ἡμεῖς καθὼς ἀγαποῦμεν τὸν Θεόν μας νὰ ἀγαποῦμεν καὶ τὸν ἀδελφόν μας, διατὶ εἶνε φυσικὸν νὰ ἀγαποῦμεν τὸν ἀδελφόν μας, παρὰ φύσιν εἶνε νὰ μὴν τὸν ἀγαπῶμεν. Πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν τὸν ἀδελφόν μας, ὅτι ἔχομεν μίαν Πίστιν, ἕνα Βάπτισμα, τὰ Πανάχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, ἕνα παράδεισον ἐλπίζομεν νὰ ἀπολαύσωμεν, μίαν κεφαλὴν ἔχομεν, τὸν Χριστόν μας.
Ἀδέλφια μου, ἡ ἀγάπη ἔχει δυὸ ἰδιώματα, δυὸ χαρίσματα· τὸ ἕνα δυναμώνει τὸν ἄνθρωπον εἰς τὰ καλά, καὶ τὸ ἄλλο ἀδυνατίζει εἰς τὰ κακά. Ἐγὼ ἔχω ἕνα ψωμίον νὰ τὸ φάγω καὶ νὰ πίω, μὰ ἐσὺ καλὰ δὲν ἔχεις. Ἡ ἀγάπη μὲ λέγει: Μὴ τὸ τρώγης μοναχός σου, ἀλλὰ δῶσε καὶ τὸν ἀδελφόν σου. Ἔχω φορέματα, μὰ ἐσὺ δὲν ἔχεις. Ἡ ἀγάπη μὲ λέγει: Δῶσε του ἕνα τὸν ἀδελφόν σου. Ἀνοίγω τὸ στόμα μου νὰ σὲ κατηγορήσω, νὰ σὲ εἰπῶ ψεύματα, ἡ ἀγάπη ὅμως νεκρώνει τὸ στόμα μου, τὸ βουλώνει. Ἁπλώνω τὸ χέρι μου νὰ ἁρπάξω τὰ πράγματά σου, ἡ ἀγάπη δὲν μὲ ἀφήνει. Εἴδατε, ἀδελφοί μου, τί χαρίσματα ἔχει ἡ ἀγάπη;

Ὁ Προορισμὸς τῶν Σχολείων

Τὴν ἀγάπην, ἐπειδὴ δὲν τὴν ἠξεύρετε, πρέπει, παιδιά μου, νὰ στερεώνετε σχολεῖα· διατὶ πάντα εἰς τὰ σχολεῖα γυμνάζονται οἱ ἄνθρωποι καὶ ἠξεύρουν καὶ μανθάνουν τὸ τί ἐστι ὁ Θεός, τὸ τί εἶνε οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, τί εἶνε οἱ καταραμένοι δαίμονες καὶ τὸ τί εἶνε ἡ ἀρετὴ τῶν δικαίων. Τὸ σχολεῖον φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους. Ἀνοίγουν τὰ ὀμάτια τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν νὰ μανθάνουν τὰ μυστήρια.

Τὰ Σημεῖα τῶν Καιρῶν

Διαβάζοντας, ἀδελφοί μου, τὴν θείαν καὶ Ἱερὰν Γραφὴν εὑρίσκω ὅτι ὁ προφήτης Ἠλίας εἶνε ζωντανὸς καὶ τὸν ἔχει ὁ Θεὸς χιλιάδες χρόνους καὶ μέλλει νὰ τὸν στείλη καὶ τότε θέλει νὰ χαλάση ὁ κόσμος. Καὶ πάλιν ἐρευνώντας τὴν ἱερὰν Γραφὴν τὸ εὑρίσκω ὅτι ὁ προφήτης Ἠλίας ἦλθεν, ἦλθεν καὶ ὁ ἀντίχριστος, τὸν ὁποῖον ἔχομεν καὶ εἰς τὸ κεφάλι μας, καὶ δὲν πρέπει νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ, ὅτι τὸν ἠξεύρετε (68). Καὶ τώρα δὲν καρτεροῦμεν οὔτε προφήτην Ἠλίαν οὔτε ἀντίχριστον.
Λυπηρὸν εἶνε νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ, ἀδέλφια μου, μὰ ἡ Ἱερὰ καὶ Ἁγία Γραφὴ μὲ προστάζει νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ: Σήμερον αὔριον καρτεροῦμεν πεῖνες, δίψες, πανοῦκλες, λοιμούς, θανατικὰ μεγάλα, νὰ μὴ προφθάνουν τοὺς ἀποθαμένους. Σήμερον αὔριον καρτεροῦμεν νὰ γίνῃ μέγας σεισμός, νὰ πέσουν ὅλα τὰ βουνά, ὁ ἥλιος καὶ τὸ φεγγάρι νὰ σκοτίζωνται, τὰ ἄστρα νὰ πέσουν καὶ ὁ οὐρανὸς νὰ τυλιχθῆ ὡσὰν ἕνα χαρτίον καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ ἀποθάνουν.

Δευτέρα Παρουσία καὶ Κρίσις

Καὶ ἔπειτα μέλλει νὰ λάμψῃ ὁ πανάγιος Σταυρὸς περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, μέλλει νὰ λάμψῃ ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἑπτὰ φορὲς περισσότερον ἀπὸ τὴν ἥλιον καὶ νὰ ἀναστήση ὅλον τὸν κόσμον μὲ τὴν ψυχὴν καὶ μὲ τὸ σῶμα (καὶ ὁ καλὸς θὰ εἶνε ὡσὰν τὸν ἄγγελον καὶ ὁ κακὸς θὰ εἶνε ὡσὰν τὸν τρισκατάρατον τὸν διάβολον) καὶ νὰ εἰπῆ εἰς τοὺς δικαίους: Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου νὰ κληρονομήσετε τὴν βασιλείαν τοῦ Πατρός μου, διότι ἐφυλάξατε τὰ προστάγματά μου καὶ τὴν πίστιν μου. Ἔπειτα θὰ εἰπῆ ὁ Κύριος εἰς τοὺς ἀματωλούς: Πηγαίνετε ἐσεῖς οἱ κατηραμένοι εἰς τὴν κόλασιν, νὰ εἶσθε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα σας τὸν διάβολον, διατὶ δὲν ἐφυλάξατε τὰ προστάγματά μου καὶ τὴν πίστιν μου. Καὶ τότε θέλει ἀνοίξει ὁ Κύριος ἕνα πύρινο ποταμὸν ὡσὰν θάλασσαν νὰ φλογίζη τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς ἀσεβεῖς, καὶ νὰ βάλη τοὺς δικαίους εἰς τὰ δεξιά, τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἰς τὰ ἀριστερά.
Ἡμεῖς, ἀδελφοί μου, τί εἴμαστε, δίκαιοι ἢ ἁμαρτωλοί; Εἰ μὲν καὶ εἴμαστε δίκαιοι, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι· εἰ δὲ καὶ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, πρέπει τώρα, ὁποὺ ἔχομεν καιρόν, νὰ μετανοήσωμεν, νὰ διορθωθοῦμεν.

Ἡ Νοερὰ Προσευχή

Σᾶς παραγγέλω λοιπὸν τοῦτο νὰ κάμετε· νὰ πάρετε ὅλοι ἀπὸ ἕνα κομπολόγιον καὶ αὐτὸ κομπολόγιον νὰ ἔχη ἑκατὸν τρία σπυρία καὶ εἰς κάθε σπυρίον νὰ λέγετε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων ἐλέησόν με τὸν ἀματρωλὸν καὶ ἀνάξιον δοῦλόν σου». Λοιπὸν ἐγὼ μέλλω νὰ σᾶς ἀφήσω τὴν ὑγείαν ψυχικὰ καὶ σωματικά. Μέσα εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἀδέλφια μου, θεωρεῖται Ἁγία Τριὰς (69) καὶ πάντες οἱ Ἅγιοι μὲ τὸν τίμιον Σταυρόν, μὲ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐσταυρώθηκαν ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ἀδελφοί μου, ἡμεῖς πρέπει νὰ εὐλογοῦμεν τὴν γῆν, τὸν οὐρανόν, τὴν θάλασσαν καὶ νὰ πηγαίνετε εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε πάντοτε.

Ἡ Θερμὴ Πίστις Μετακινεῖ Ὄρη, Συντρίβει τὸν Ἑωσφόρον, Νικᾶ τοὺς Ἀπίστους

Ἦτον ἕνας βασιλεὺς εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἦτον Πατριάρχης, τὸ ὄνομά του Ἰωακείμ, ἁγιώτατος ἄνθρωπος, καλός, εὐλαβής, σοφός. Ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνον τὸν ἠγάπησε περισσῶς καὶ κοντὰ εἰς τὴν ἀγάπην ὁποὺ τὸν εἶχεν ὁ βασιλεὺς ἐβγῆκεν ἕνας Ἑβραῖος καὶ ἔγινεν Τοῦρκος καὶ κοντὰ ὁποὺ ἐτούρκεψε ἔγινε καὶ βεζίρης. Λέγει ὁ Ἑβραῖος πρὸς τὸν βασιλέα: Βασιλέα μου πολυχρονεμένε, τί τὸν ἀγαπᾶς τόσον τὸν Πατριάρχην αὐτόν; Καὶ ὁ βασιλεὺς ἀποκρίνεται πρὸς τὸν τρισκατάρατον τὸν Ἑβραῖον καὶ τὸν λέγει: Ἐπειδὴ ὁ Πατριάρχης εἶνε καλὸς ἄνθρωπος, εὐλαβής, σοφός, καὶ διὰ τοῦτο τὸν ἀγαπῶ. Λέγει πάλιν ὁ Ἑβραῖος πρὸς τὸν βασιλέα: Βασιλέα μου, ἐπειδὴ λέγεις ὅτι τὸν ἀγαπᾶς τὸν Πατριάρχην, κράξε τον νὰ ἔλθη εἰς τὸ παλάτιόν σου καὶ νὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ νὰ συνομιλήσωμεν μαζὶ μὲ αὐτόν, καὶ νὰ ἰδῆς πῶς θὰ τὸν κάμω νὰ μείνη ἀναπολόγητος. Ἔπειτα κράζει ὁ βασιλεὺς τὸν Ἰωακείμ. Καὶ ἦλθεν ὁ Ἰωακεὶμ εἰς τὸ παλάτιον καὶ ἤρχισεν ὁ Ἑβραῖος νὰ φολονικῆ μὲ τὸν Πατριάρχην. Λέγει ὁ Ἑβραῖος: Πατριάρχη, δὲν λέγει ὁ Χριστὸς εἰς τὸ Εὐαγγέλιον ὅτι ὅποιος ἀπὸ σᾶς τοὺς χριστιανοὺς ἔχει πίστιν, νὰ σηκώνη τὰ βουνὰ ἀπὸ τὸν τόπον τους; Λοιπὸν ἐπρόσταξεν ὁ βασιλεὺς τὸν Πατριάρχην νὰ σηκώση ἕνα βουνὸν ἀπὸ τὸν τόπον του καὶ τότε νὰ πιστεύσουν εἰς αὐτόν. Καὶ λοιπὸν τί κάνει ὁ εὐλογημένος Πατριάρχης; Προστάζει καὶ συνάζει τοὺς εὐλογημένους τοὺς χριστιανοὺς καὶ κάνει δέησιν εἰς τὸν Ἅγιον Θεὸν τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας· καὶ ἔπειτα τελειώνοντας ὁ Πατριάρχης καὶ οἱ χριστιανοὶ τὴν δέησίν τους καὶ ἄρχισεν ὁ Πατριάρχης νὰ θυμιάζη τὸ βουνὸν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἦτο μεγάλο ἕως ἓξ ὥρας τοῦ μάκρους. Καὶ τοῦ λέγει τοῦ βουνοῦ ὅτι ἐγὼ ὁ ἀνάξιος δοῦλος τοῦ Χριστοῦ μου σὲ προστάζω, βουνόν, νὰ σηκωθῆς ἀπὸ αὐτοῦ καὶ νὰ ἔλθῃς εἰς τὴν Αἴγυπτον. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἐκόπηκε τὸ βουνὸν ἐκεῖνο καὶ ἔγινεν εἰς τρία εἰς τιμὴν τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ ἐκίνησε καὶ ἦλθε κατεπάνω εἰς τὴν Αἴγυπτον. Ἔπειτα φωνάζει ὁ βασιλεὺς τὸν Πατριάρχην καὶ τοῦ λέγει: Διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, Πατριάρχη, πρόσταξε τὸ βουνὸν νὰ σταθῆ νὰ μὴ μᾶς πλακώση. Καὶ εὐθὺς ὁ Πατριάρχης ἔτρεξε μετὰ θερμῶν δακρύων καὶ ἐπρόσταξε τὸ βουνὸν καὶ ἐστάθη ἐπάνω εἰς τὴν Αἴγυπτον. Καὶ τὸ βουνὸν ἐκεῖνο τὸ ὀνομάζουν ἕως σήμερον Ντουρντᾶς. Καὶ εἰς αὐτὸ τὸ θαῦμα ἐπίστευσαν λαὸς πολύς, χιλιάδες ἕξ. Λέγει δὲ πάλιν ὁ τρισκατάρατος Ἑβραῖος τοῦ βασιλέως: Βασιλέα μου, ἤξευρε ὅτι οἱ χριστιανοὶ λέγουν εἰς τὴν γλώσσαν τους στάσου, βουνόν... καὶ ἐπίστευσαν πάλιν ἓξ χιλιάδες (70). Λέγει καὶ ἄλλον λόγον ὁ Ἑβραῖος τὸν βασιλέα: Βασιλέα μου, ἤξευρε καὶ ἐτοῦτο· ὅτι οἱ χριστιανοὶ λέγουν πὼς λέγει τὸ Εὐαγγέλιόν τους πὼς ὅποιος ἔχει πίστιν νὰ πίη ἕνα ποτήρι φαρμάκι καὶ δὲν ἀποθαίνει (71). Καὶ ἔπειτα ὁ βασιλεὺς πρόσταξε τὸν Ἑβραῖον καὶ κάμνει ἕνα ποτήρι φαρμάκι, ὁποὺ δὲν εὑρίσκονταν χειρότερον εἰς τὸν κόσμον. Καὶ πάλιν λέγει ὁ Ἑβραῖος ἄλλον λόγον τοῦ βασιλέα: Βασιλέα μου, ἤξευρε καὶ ἐτοῦτο, ὅτι οἱ χριστιανοὶ ἔχουν τὸν σταυρὸν καὶ σταυρώνουν τὸ πικρὸν καὶ γίνεται γλυκόν. Πρέπει λοιπὸν νὰ προστάξετε τὸν Πατριάρχην, ὅταν θὰ τοῦ δώσῃς τὸ φαρμάκι νὰ τὸ πίη, νὰ μὴ κάμη τὸν σταυρόν του οὔτε ἀπάνω του οὔτε ἀπάνω εἰς τὸ ποτήριον. Καὶ ἔπειτα ἐπῆρεν ὁ βασιλεὺς τὸ ποτήριον εἰς τὸ χέρι του καὶ τὸ ἔδωσε τοῦ Πατριάρχη καὶ τοῦ τοῦ λέγει: Νὰ ἐτοῦτο τὸ ποτήριον· νὰ τὸ πίης καὶ νὰ μὴ κάμης τὸν σταυρόν σου οὔτε ἐπάνω σου οὔτε εἰς τὸ ποτήριον. Καὶ ὁ εὐλογημένος Πατριάρχης θέλησε νὰ τοὺς γελάση καὶ νὰ τοὺς πομπεύση εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ τοὺς κάμη μασκαράδες. Τότε λέγει τοῦ βασιλέα: Βασιλέα μου, καλά με προστάξατε νὰ τὸ πίω ἐτοῦτο τὸ ποτήριον, μὰ δὲν μὲ εἶπες πόθεν νὰ τὸ πίω τὸ ποτήριον. Καὶ κάμνει μὲ τὸ χέρι του ἀπὸ τὸ πλευρὸν καὶ ἀπὸ κάτω καὶ ἀπὸ ἐπάνω καὶ εὐθὺς ἔπιε τὸ ποτήριον. Καὶ ὁ πανάγαθος Θεὸς εὐθὺς ἄνοιξέ του μίαν τρύπαν εἰς τὴν δεξιὰν πλευρὰν καὶ ἐχύθη τοῦ ποτηρίου τὸ φαρμάκι καὶ ἔμεινεν ἄβλαβος. Καὶ ἔπειτα μέσα εἰς ἐκεῖνο τὸ ποτήριον ἔμεινε παραμικρὸν καὶ τὸ ἐξέπλυνε καὶ λέγει τὸν βασιλέα: Βασιλέα μου πολυχρονεμένε, ἐγὼ ἔπια τὸν καρπόν, πρόσταξε τὸν Ἑβραῖον νὰ πίη καὶ αὐτὸς καὶ ἐὰν δὲν ἀποθάνη, νὰ πιστεύσωμεν εἰς αὐτόν. Καὶ ὁ τρισκατάρατος Ἑβραῖος δὲν ἤθελε νὰ τὸ πίη. Καὶ τὸν ἐπίεσεν ὁ βασιλεὺς μεγάλως καὶ τὸ ἔπιεν τὸ ποτήριον ὁ Ἑβραῖος καὶ ἔσκασεν ὁ τρισκατάρατος καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν καὶ καίεται μαζὶ μὲ τὸν τρισκατάρατον διάβολον. Καταλαμβάνετε λοιπόν, παιδιά μου, τί δύμαμιν ἔχει ὁ πανάγιος Σταυρός. Ὅμως μὲ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα νὰ πηγαίνετε εἰς τὸν παράδεισον.

Ἡ Εἰλικρινὴς Ἐξομολόγησις

Πάντοτε, παιδιά μου, ἐδῶ ὁποὺ ἦλθα, ἔχω χαρὰν καὶ λύπην. Ἔρχονται οἱ χριστιανοὶ κατὰ μόνας νὰ μοῦ εἰποῦν τὸ παράπονόν τους, καὶ δὲν δύναται ἕνας δοῦλος νὰ δουλεύση δυὸ αὐθεντάδες, καὶ δὲν δύναμαι νὰ τοὺς ἐξομολογήσω ἀπὸ ἕνα καὶ τοὺς διώχνω, καὶ ἡ καρδία μου κόπτεται ὡσὰν ἕνας ὁποὺ ἔχει ἕνα παιδίον, τὸ ὁποῖον εἶνε ἄρρωστον, καὶ δὲν τὸ δέχεται. Ἀλλὰ πρέπει νὰ σᾶς ἐξομολογήσω παρρησία. Καὶ ἂν οὕτως, παιδιά μου, θέλετε πάρει τέσσερις τρίχες ἀπὸ τὰ γένεια μου, καὶ ἐγὼ παίρνω τὸ βάρος ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά σας. Ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐγεννηθήκατε ὅλα ἐπάνω μου εἶνε. Καὶ σεῖς νὰ ἐξηγήσετε τὰ τέσσερα νοήματα καὶ νὰ τὰ μάθετε (Ἰδὲ Διδαχὴν Δ´, σελ. 163 κ.ἑ.). Καὶ ἂν θέλετε, παιδιά μου, νὰ σᾶς εἰπῶ, νὰ εὑρῆτε ἕνα πνευματικὸν πρακτικὸν καὶ ἀρετῆς ἄνθρωπον, νὰ ἐξομολογηθῆτε, νὰ εἰπῆτε τὰ ἁμαρτήματά σας. Νὰ μὴ ἀφήσετε κανένα· καὶ ἂν ἀφήσετε, ὅλον τὸν μισθὸν τὸν χάνετε. Καὶ νὰ συγχωρᾶτε τὸν ἐχθρόν σας καὶ νὰ μὴ φροντίζετε μοναχὰ διὰ λόγου σας, ἀλλὰ νὰ ἑρμηνεύετε καὶ τὰ ἀδέλφια σας καὶ τὰ παιδιά σας. Καὶ νὰ ἔχετε τὴν εὐχήν μου καὶ τὴν εὐχὴν τῆς Παναγίας καὶ τὴν εὐχὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΔΙΔΑΧΗ Ζ´

Ἡ Ἑορτὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός μας, ἀδελφοί μου, ὁ γλυκύτατός μας αὐθέντης καὶ Δεσπότης, ὁ ποιητὴς τῶν Ἀγγέλων καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, παρακινούμενος ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία του, ἀπὸ τὴν πολλήν του καθαρότητα, ἀπὸ τὴν πολλήν του ἀγάπην, ὁποὺ ἔχει εἰς τὸ γένος μας, σιμὰ εἰς τὰ πολλὰ καὶ ἄπειρα χαρίσματα, ὁποὺ μᾶς ἐχάρισε καὶ μᾶς χαρίζει καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν καὶ ὥραν καὶ στιγμήν, ἰδοὺ ὁποὺ μᾶς ἠξιωσε καὶ σήμερον τὴν αὐγὴν (73) καὶ τὸν ἐδοξάσαμε καὶ ἐτιμήσαμε τὴν Δέσποινά μας τὴν Θεοτόκον. Καὶ ἄμποτες ὁ Κύριος νὰ εὐσπλαχνισθῆ, νὰ συγχωρήσῃ καὶ τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση καὶ νὰ περάσωμεν καὶ ἐδῶ καλά, καὶ νὰ πηγαίνωμεν καὶ εἰς τὸν παράδεισον νὰ δοξάζωμεν τὴν Παναγίαν Τριάδα.

Περίληψις Προηγουμένης Διδαχῆς

Μὲ ἀξίωσεν ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, καὶ μένα τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἦρθα ἐχθὲς ἐδῶ εἰς τὴν εὐλογημένην χῶραν σας καὶ σᾶς ἀπόλαυσα καὶ εἴπαμεν καὶ μερικὰ νοήματα εἰς τὴν ἁγίαν σας ἐκκλησίαν, καθὼς ἐφώτισε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τοὺς Προφήτας, τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, τοὺς ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μᾶς ἔγραψαν. Σιμὰ εἰς τὰ πολλὰ εἴπαμεν καὶ διὰ τὸν Θεόν μας, ποὺ εἶνε ἕνας, ἡ ἀγάπη, ἡ δὲ Τριάς, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα. Παρακινούμενος ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν πολλήν του εὐσπλαχνίαν ἔκαμε πρῶτα δέκα τάγματα Ἀγγέλων. Τὸ πρῶτον τάγμα ἐξέπεσεν ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειάν του καὶ ἔγιναν δαίμονες. Τότε ἐπρόσταξεν ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ ἔγινεν ὁ κόσμος ἐτοῦτος. Καὶ ἔκαμεν ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναίκα ὡσὰν ἐμᾶς, τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν λάσπην καὶ τὴν ψυχὴν ἀγγελικήν, ἀθάνατην. Ὠνόμασε τὸν ἄνδρα Ἀδὰμ καὶ τὴν γυναίκα Εὔαν καὶ ἔκαμεν καὶ ἕνα παράδεισον ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς, ὅλο χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ἔλαβε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν μέσα εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἐχαίρονταν ὡσὰν οἱ ἄγγελοι. Τοὺς ἐπαράγγειλε νὰ μὴ φάγουν ἀπὸ μίαν συκιὰν σύκα. Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα ἐκαταφρόνησαν τὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ μας καὶ ἔφαγαν. Δὲν εἶπαν ὅ,τι ἔκαμαν. Τοὺς ἐδίωξεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν παράδεισον καὶ ἔζησαν εἰς ἐτοῦτον τὸν κόσμον ἐννεακοσίους τριάκοντα χρόνους μὲ μαῦρα καὶ πικρὰ δάκρυα. Ἀπέθανεν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, ἐπῆγαν εἰς τὴν κόλασιν καὶ ἐκαίγονταν καὶ ἐφλογίζονταν πέντε ἥμισυ χιλιάδες χρόνια διὰ μίαν ἁμαρτίαν μόνον, καθὼς ἀναφέραμεν τὴν ἱστορίαν ἐψὲς τὸ βράδυ καὶ τὴν ἀφήκαμεν.

Ἡ πρὸ Χριστοῦ Εἰδωλολατρεία, ἡ Διαφθορὰ τῶν Ἠθῶν καὶ τὸ Μίσος τοῦ Σατανᾶ κατὰ τῆς Οἰκογενείας

Τώρα πάλιν ἐλπίζοντας εἰς τὴν εὐσπλαχνίαν τοῦ Χριστοῦ μας, καθὼς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μᾶς φωτίση, θὰ κάμωμεν ἀρχὴν νὰ εἰποῦμεν καὶ τὰ ἐπίλοιπα μὲ συντομίαν, καὶ πάλιν ὄχι ὅλα νὰ τὰ εἰποῦμεν, διατὶ δὲν εἶνε δυνατόν, θέλομεν χρόνους καὶ καιρούς, ἀλλὰ μερικά, ὅπου φαίνονται ἀναγκαιότερα.
Ἕως τοὺς πέντε ἥμισυ χιλιάδες χρόνους οἱ ἄνθρωποι ὅπου ἀπέθαναν ἐπήγαιναν εἰς τὴν κόλασιν, ἐπειδὴ καὶ ὁ παράδεισος ἦτον κλεισμένος. Εὐσπλαχνίσθη ὁ πανάγαθος Θεὸς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ εὑρίσκοντας ἄξιον ὑποκείμενον τὴν Δέσποινάν μας τὴν Θεοτόκον, ἐκαταδέχθη ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ἀληθινὸς καὶ ζωὴ τῶν ἁπάντων, ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός, καὶ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἀπὸ τὰ καθαρώτατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, διὰ νὰ μᾶς βγάλη ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου.
Ἕως τοὺς πέντε ἥμισυ χιλιάδες χρόνους πάλιν ὁ διάβολος ἔβγαλε ὅλες του τὶς κακίες καὶ ἔβαλε σκοπὸν νὰ χαλάση τὸν κόσμον καὶ ἐπαρακινοῦσε τοὺς ἀνθρώπους νὰ προσκυνοῦν διὰ Θεὸν ἄλλος τὸν ἥλιον καὶ ἄλλος τὸ φεγγάρι, ἄλλος τὴν γῆν καὶ ἄλλος τὴν θάλασσαν καὶ ἄλλος τὰ πετεινὰ καὶ τὰ χερσαῖα. Ἔβαλεν ὁ διάβολος μέσα εἰς τὴν καρδίαν τῶν ἀνθρώπων νὰ μισοῦνε τὰς γυναῖκας καὶ αἱ γυναῖκες τοὺς ἄνδρας, διὰ νὰ μὴν ὑπανδρεύωνται καὶ κάμουν παιδιὰ καὶ αὐξήση ὁ κόσμος. Καὶ ἔτσι δὲν ἐφρόντιζαν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἔχουν παιδιὰ καί, τὸ μεγαλύτερον, ἔρριχνεν ὁ διάβολος τοὺς ἀνθρώπους εἰς ἀρσενοκοιτίες, κτηνοκοιτίες καὶ ἄλλα αἰσχρά, ὁποῖα δὲν τὰ ἔκαμε μήτε σκύλος μήτε γάϊδαρος (74).
Θέλοντας ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ κόψη τὸ κακὸν ἐπαράγγειλε πὼς ὅποιος δὲν κάνει παιδιά, εἶνε κατηραμένος· καὶ ἔτσι, ἀκούοντες οἱ ἄνθρωποι τὴν κατάραν τοῦ Θεοῦ, ἐφοβοῦντο καὶ ἔπαιρνε ἕνας ἄνδρας μίαν γυναίκα καὶ ἡ γυναίκα ἕνα ἄνδρα.
Ἀνίσως καὶ εἶνε κανένας ἐδῶ ἀπὸ τὴν εὐγένιά σας, ὁποὺ δὲν κάμνει παιδιά, ἂς μὴν λυπᾶται· δὲν τὸ εἶπε διὰ ἐσένα ὁ Θεός, διατὶ δὲν κάμνεις παιδιά, νὰ ἔχης κατάρα, διατὶ καὶ ἐγὼ δὲν κάμνω παιδιά, μὰ ὡσὰν ἐγὼ ἔχω κατάρα, ἔχεις καὶ σύ. Αὐτὸ τὸ εἶπεν ὁ Θεὸς νὰ διακόψῃ τὸν κακὸν σκοπὸν τοῦ διαβόλου καὶ μὴν λυπᾶσαι, δὲν ἔχεις καμμίαν κατάραν.
Πάλιν ὡσὰν θέλης νὰ κάμης παιδιά, εὔκολον εἶνε· ἔπαρε ἕνα πτωχὸ παιδὶ καὶ κάμε το πνευματικό σου παιδὶ νὰ χαίρεσαι καὶ νὰ εὐφραίνεσαι καὶ σύ, νὰ χαίρεται καὶ ἐκεῖνο. Διὰ ἐκεῖνο τὸ παιδί, ὁποῦ σοῦ γεννᾶ ἡ γυναίκα σου, δὲν σοῦ χρεωστεῖ ὁ Θεὸς χάριν, διότι τὸ κάμνεις ἀπὸ σαρκικὸν πάθος· μὰ διὰ ἐκεῖνο τὸ πτωχὸ παιδὶ ἔχεις χίλιες φορὲς μισθὸν ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τὴν ψυχήν σου καὶ τιμὴν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, διατὶ τὸ κάμνεις μὲ τὸ θέλημά σου πνευματικὸν παιδί.
Καὶ νὰ προσέχης ἐσὺ ὁ ἄνδρας νὰ μὴν μεταχειρίζεσαι τὴν γυναῖκα σου μὲ ἄγριον μάτι, πὼς δὲν σοῦ κάμνει παιδιά. Δὲν ἔχει κανένα φταίξιμο ἡ γυναίκα σου εἰς αὐτό, εἶνε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὴν τὸ κάμνετε καθὼς τὸ ἔκαμεν ἕνα τρελὸς καὶ ἀνόητος· διατὶ δὲν ἔκαμεν ἡ γυναίκα του παιδιά, τὴν ἐχώρησε καὶ ἐπῆρεν ἄλλην· καὶ ἄλλος πάλιν, ἐπειδὴ δὲν τοῦ ἔκαμεν ἡ γυναίκα του ἀρσενικὰ παιδιά, παρὰ μόνον θηλυκά, τὴν ἐχώρησεν. Ὁ διάβολος θέλει νὰ χωρίζουνε τὰ ἀνδρόγυνα καὶ ὄχι ὁ Θεός. Ὡς λέγει ὁ νόμος πὼς κανένα πράγμα δὲν τοὺς χωρίζει, ἐκτὸς ἂν πέσουν εἰς πορνείαν· καὶ ὅποιος ἀφήση τὴν γυναῖκα του καὶ πάρη ἄλλην, ἐκεῖνος θὰ κριθῆ ὡς μοιχός.

Ἡ Οἰκογένεια τῆς Παρθένου

Εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο ἦτο ἕνας ἄνδρας καὶ ἐλέγετο Ἰωακείμ, εἶχε καὶ μίαν γυναίκα καὶ ἐλέγετο Ἄννα. Καλὸς καὶ ὁ ἄνδρας, καλὴ καὶ ἡ γυναίκα, ἀπὸ βασιλικὸν γένος καὶ οἱ δυό, μὰ πλέον καλυτέρα ἡ γυναίκα. Εὑρίσκονται πολλὲς γυναῖκες ὁποὺ εἶνε καλύτερες καὶ ἀπὸ τοὺς ἄνδρες. Ἀνίσως καὶ θέλετε οἱ ἄνδρες νὰ εἴσαστε καλύτεροι ἀπὸ τὶς γυναῖκες, πρέπει νὰ κάμνετε καὶ ἔργα καλύτερα ἀπὸ ἐκεῖνες· εἰ δὲ καὶ αἱ γυναῖκες κάμνουν καλύτερα καὶ πηγαίνουσι εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἡμεῖς οἱ ἄνδρες κάνομεν κακὰ ἔργα καὶ πηγαίνομεν εἰς τὴν κόλασιν, τί μᾶς ὠφελεῖ ὁποὺ εἴμαστε ἄνδρες; Καλύτερα νὰ μὴν εἴχαμε γεννηθῆ εἰς τὸν κόσμον.
Ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἄνοιξαν τὸ σπίτι τους καὶ τὸ εἶχαν ξενοδοχεῖον· καὶ ὅπου πτωχός, κουτσός, τυφλός, εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας ἐπήγαιναν καὶ ἀναπαύονταν. Ἔτσι πρέπει καὶ ἡ εὐγένιά σας νὰ εἴσαστε φιλόξενοι, διατὶ μὲ τὴν φιλοξενίαν, ὁποὺ κάμνετε εἰς τοὺς πτωχούς, μετ᾿ ἐκείνην ἀγοράζετε τὸν παράδεισον.
Δὲν ἔκαμεν παιδιὰ ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα. Ὡς φρόνιμοι καὶ γνωστικοὶ ὁποὺ ἦταν, ἐκατάλαβαν πὼς ἕνας εἶνε ὁ Θεός, ὁποὺ δίδει παιδιὰ καὶ παίρνει.Ἐπαρακάλεσαν τὸν πανάγαθον Θεὸν νὰ τοὺς χαρίση ἕνα παιδίον ἀρσενικὸν ἢ θηλυκὸν καὶ νὰ τὸ ἀφιερώσουνε εἰς τὸν Θεόν. Βλέποντας ὁ πανάγαθος Θεὸς τὴν καλήν τους γνώμην τοὺς εὐλόγησε καὶ ἐγέννησαν τὴν Δέσποιναν τὴν Θεοτόκον καὶ τὴν ἔβγαλαν Μαρίαν.
Καθὼς ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἐζητοῦσαν παιδίον ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὄχι ἀπὸ ἄνθρωπον, ἔτσι καὶ ἡ εὐγένιά σας ὅ,τι θέλετε νὰ ζητήσετε, ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ ζητᾶτε καὶ ὄχι ἀπὸ ἄνθρωπον. Ὁ διάβολος ἔβγαλε πολλὰ τέκνα καὶ θυγατέρας, καὶ ἔρχεται ἕνας καὶ σὲ λέγει: Δός μου ἐμένα ἕνα γρόσι ἢ δυὸ καὶ ἐγὼ νὰ σοῦ δώσω βότανα νὰ κάμης ἀρσενικά, νὰ σὲ δώσω φυλακτὰ νὰ μαντεύσῃς, νὰ γοητεύσῃς, νὰ ἰδῆς τὴν τύχην σου, τὴν μοῖρα σου, τὸ ριζικό σου καὶ ἄλλα τοιαῦτα. Ἐκεῖνα ὁποὺ ἐνομοθέτησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ ὅσα εἶνε τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶνε καλὰ καὶ ἅγια, καὶ ψυχικὰ καὶ σωματικά. Καὶ ἂν θέλης νὰ ἰδῆς τὴν τύχην σου ἢ τὴν μοῖραν σου, σήκω κομμάτι αὐγὴ καὶ πήγαινε εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ κοίταξε τοὺς τάφους (75) τῶν ἀποθαμένων τί εἶνε. Στοχάσου καὶ εἰπέ: Δὲν ἦταν καὶ ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι ὡσὰν καὶ ἐμένα καὶ ἀπέθαναν; Ἔτσι μέλλω νὰ πεθάνω καὶ ἐγὼ αὔριο καὶ νὰ μὴν ἀποτολμήσω νὰ κάμω αὐτὰ τὰ διαβολικὰ καμώματα, διότι χάνομαι καὶ ἀφανίζομαι, καὶ λέγει ὁ νόμος πὼς ὅποιος κάμνει αὐτὰ ἢ παρακινεῖ ἄλλους, εἴκοσι χρόνους νὰ μὴν μεταλάβη.

Γονεῖς! Δίδετε Χριστιανικὰ Ὀνόματα εἰς τὰ Παιδιά σας

Καθὼς ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα δὲν ἐπροτίμησαν τὸ ἀρσενικὸν ἀπὸ τὸ θηλυκόν, ἔτσι καὶ ἡ εὐγένιά σας νὰ μὴν προτιμᾶτε τὰ ἀρσενικὰ παιδιά σας ἀπὸ τὰ θηλυκά, διατὶ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ εἶνε. Καθὼς ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἔβγαλαν τὴν Θεοτόκον τὸ ὄνομα μὲ νόημα Μαρία, ὁμοίως καὶ ἡ εὐγενία σας, ὅταν βαπτίζετε τὰ παιδιά σας, νὰ τὰ ἐβγάνετε εἰς τὸ ὄνομα τῶν Ἁγίων (76), ὁποὺ ἔχουμε νόημα. Μαρία θέλει νὰ εἰπῆ Κυρία, ὡσὰν ὁποὺ ἔμελλεν ἡ Θεοτόκος νὰ γίνῃ βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, νὰ παρακαλῆ διὰ τὰς ἁμαρτίας μας. Νικόλαος τὸ ὄνομα λέγεται ἐκεῖνος ὁποὺ ἐνίκησε τοὺς λαούς, τοὺς δαίμονας, τὰ πάθη. Γεώργιος λέγεται γεωργημένον φυτόν, στολισμένον μὲ καρπούς, μὲ ἀρετὰς χριστιανικάς. Παρασκευὴ λέγεται ἐκείνη ποὺ ἑτοιμάσθη διὰ τὸν Χριστόν.

Χριστιανικὴ Ἀνατροφὴ τῶν Παιδιῶν

Νὰ κάμης μίαν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ Προδρόμου, νὰ ἔχης καὶ τὸν ἅγιον τοῦ παιδιοῦ σου. Καὶ ὅταν τὸ παιδίον σηκώνεται ἀπὸ τὸν ὕπνον καὶ σοῦ γυρεύη ψωμί, νὰ τὸ βάλης ἐμπρὸς εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τοῦ εἰπῆς: Ἐγώ, παιδί μου, δὲν ἔχω ψωμί· ὁ Χριστὸς ἔχει. Σήκω νὰ κάμης τὸν σταυρόν σου, νὰ παρακαλέσωμεν τὸν ἅγιόν σου νὰ παρακαλέση τὸν Χριστὸν νὰ σοῦ τὸ δώση. Καὶ ἔτσι τὸ παιδίον παρακινεῖται διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ ψωμιοῦ καί, εὐθὺς ὁποὺ ξυπνᾶ, τὸν ἅγιόν του βλέπει. Βλέποντας τότε ὁ διάβολος τὸ παιδίον πὼς ἔχει τὴν ἐλπίδα του εἰς τὸν Χριστὸν καὶ εἰς τὸν ἅγιόν του κατακαίεται καὶ φεύγει. Καὶ ἔτσι νὰ συνηθίζετε τὰ παιδιά σας, νὰ τὰ παιδεύετε ἀπὸ μικρά, διὰ νὰ συνηθίζουν εἰς τὸν καλὸν δρόμον.
Καὶ ἂν θέλης νὰ ζήση τὸ παιδίον, ἐγὼ νὰ σὲ εἴπω πῶς νὰ κάμης· νὰ κάμης τοῦ παιδιοῦ σου ἕνα φόρεμα καὶ ἄλλο ἕνα ἐκείνου τοῦ πτωχοῦ παιδιοῦ· καὶ διὰ τὸ χατίρι ἐκείνου τοῦ πτωχοῦ παιδιοῦ χαρίζει ὁ Θεὸς τὴν ζωὴν τοῦ παιδιοῦ σου. Καὶ νὰ ἀγαπᾶς τὰ πτωχὰ τὰ παιδιὰ καλύτερα ἀπὸ τὰ ἐδικά σου· εἰ δὲ καὶ νὰ ζητᾶς πῶς νὰ δίνης τοῦ παιδιοῦ σου νὰ τρώγη καὶ νὰ πίνη καλά, νὰ ἔχη εὔμορφα φορέματα, καὶ δι᾿ ἐκεῖνο τὸ πτωχὸ νὰ μὴ σὲ μέλη, αὔριο βλέπεις τὸ παιδί σου ἀποθαμένο καὶ καίγεται ἡ καρδιά σου. Καὶ ἐνῶ τὸ πτωχό, τὸ ξυπόλητο, τὸ γυμνό, τὸ πεινασμένο, τὸ καταφρονεμένο τὸ βλέπεις θρεμμένο καὶ εἶνε ὡσὰν γουρουνόπουλο, καὶ τὸ ἐδικό σου γίνεται ὡσὰν χτικιασμένο.

Αἱ Οἰκογενειακαὶ Ἑορταί

Καὶ ἐκείνην τὴν ἡμέραν, ὁποὺ εἶνε ὁ ἅγιος τοῦ παιδιοῦ σου, ἂν θέλης νὰ κάμης κούρμπανο (77) νὰ ἑορτάσῃς τὸν ἅγιον, πῶς πρέπει νὰ κάμης, ἐγὼ σὲ λέγω. Γίνεται τὸ κούρμπανο θεϊκόν, γίνεται καὶ διαβολικόν.
Θεϊκὸν κούρμπανον εἶνε· τώρα θέλεις νὰ δώσῃς τρία γρόσια νὰ πάρης ἕνα πρόβατο· δόσε τὸ ἕνα γρόσι τοῦ παπᾶ σου νὰ σοῦ διαβάση τόσες Λειτουργίες, τὸ ἄλλο γρόσι πάρε κερί, λιβάνι καὶ λάδι καὶ σύρ᾿ τα εἰς τὴν ἐκκλησίαν νὰ τὰ κάψουν ἐμπρὸς εἰς τὸν ἅγιον καὶ τὸ ἄλλο γρόσι μοίρασέ το μὲ τὸ χέρι σου κρυφὰ ἐλεημοσύνην, νὰ μὴ σὲ ξεύρη κανένας. Αὐτὸ εἶνε τὸ θεϊκὸ κούρμπανο. Καὶ νὰ διαβάσῃς τὸ συναξάρι τοῦ ἁγίου (78) νὰ ἀκούη τὸ παιδί σου. Καὶ νὰ τοῦ εἰπῆς: Ἀκούεις, παιδί μου, τί ἔκαμνεν ὁ ἅγιός σου; Ἔτσι νὰ κάμης καὶ σύ. Ἀκούοντας τὸ παιδίον τέτοια θαύματα ζηλεύει καὶ λέγει; Ἄχ, πότε νὰ γίνω καὶ ἐγὼ ὡσὰν τὸν ἅγιόν μου!
Διαβολικὸν κούρμπανο εἶνε νὰ πάρης ἕνα πρόβατο, νὰ τὸ μαγειρέψης καὶ νὰ κράξης τοὺς φίλους σου, τοὺς συγγενεῖς σου, νὰ τρώγετε, νὰ πίνετε, νὰ μεθᾶτε, νὰ ξερνᾶτε ὡσὰν τοὺς σκύλους. Αὐτὸ εἶνε τὸ διαβολικὸν κούρμπανο.

Οἱ Γονεῖς Δένδρον, τὰ Παιδιὰ Καρποί

Ἕνα δένδρο ὡσὰν τὸ κόψης, εὐθὺς ξεραίνονται τὰ κλαριά· ἀμὴ ὡσὰν ποτίζης τὴν ρίζαν, στέκονται δροσερὰ τὰ κλωνάρια. Ὁμοίως εἴστενε καὶ οἱ γονεῖς, ὡσὰν τὸ δένδρον. Καὶ ὅταν ποτίζεται ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα, ποὺ εἴστενε ἡ ρίζα τῶν παιδιῶν, μὲ νηστεῖες, προσευχές, ἐλεημοσύνες, μὲ καλὰ ἔργα, φυλάγει ὁ Θεὸς τὰ παιδιά σας· ὡσὰν ξηραίνεστε οἱ γονεῖς μὲ τὶς ἁμαρτίες, θανατώνει ὁ Θεὸς τὰ παιδιά σας καὶ σᾶς βάνει εἰς τὴν κόλασιν μαζί τους. Εἶνε μιὰ μηλιὰ καὶ κάνει ξινὰ μῆλα. Ἐμεῖς τώρα τί πρέπει, νὰ κατηγοροῦμεν τὴ μηλιὰ ἢ τὰ μῆλα; Τὴ μηλιά. Λοιπὸν κάμνετε καλὰ ἐσεῖς οἱ γονεῖς, ὁποὺ εἴστενε ἡ μηλιά, νὰ γίνωνται καὶ τὰ μῆλα γλυκά.
Ἀπὸ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ὁποὺ ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, εἴχανε περάσει τρεῖς ἥμισυ χιλιάδες χρόνοι, ὁποὺ δὲν εἶχε πεθάνει παιδίον πρωτύτερα ἀπὸ τὸν πατέρα. Εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦτον ἕνας ἄνθρωπος, τὸ ὄνομά του Θαρας (79). Ἔβαλε τὸν διάβολον εἰς τὴν καρδίαν του καὶ ἔβγαλεν εἴδωλα νὰ προσκυνοῦν διὰ Θεὸν οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ἀπὸ τότε ἄρχισαν καὶ ἀποθαίνουν τὰ παιδιὰ πρωτύτερα ἀπὸ τοὺς γονεῖς, καθὼς καὶ τώρα ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῶν γονέων θανατώνει ὁ Θεὸς τὰ παιδιά σας.

Ἡ Θεοτόκος εἰς τὸν Ναὸν

Ὅταν ἔγινεν ἡ Δέσποιναν ἡ Θεοτόκος τριῶν χρονῶν, ἐνθυμήθηκαν οἱ γονεῖς τὸ χρέος ὁποὺ εἴχανε εἰς τὸν Θεόν. Καὶ τί χρέος εἴχανε; Τὴν εἴχανε ταμένη τὴν Θεοτόκον εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ τὴν ἐπῆγαν καὶ τὴν ἀφιέρωσαν.
Καὶ καθὼς ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἐνθυμήθηκαν τὸ χρέος τους καὶ τὸ ἔκαμαν, ἔτσι πρέπει καὶ ἡμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ νὰ ἐνθυμούμεθα πάντοτε τὸ χρέος μας, ὁποὺ ἔχομεν εἰς τὸν Θεόν, νὰ τὸ κάμνωμεν, καὶ τότε νὰ ζητοῦμεν τὸν παράδεισον πληρωμήν. Καὶ τί χρέος ἔχομεν; Τὸν παράδεισον τὸν θέλομεν, καὶ τὸ χρέος μας δὲν τὸ ξεύρομεν. Σᾶς λέγω ἐγὼ παραμικρόν, ζητήσετε καὶ ἡ εὐγένιά σας νὰ μάθετε τὸ περισσότερον.

Χριστιανοί! Μὴ λησμονεῖτε ποτὲ τὰ χρέη σας

Μᾶς ἐχάρισεν ὁ πανάγαθος Θεὸς τὰ ὀμμάτιά μας νὰ τηράζωμεν εἰς τὸν οὐρανόν, νὰ βλέπωμεν τὰ ἄστρα, τὸν ἥλιον, τὸ φεγγάρι, τὰ πάντα, νὰ δοξάζωμεν τὸν Θεὸν καὶ νὰ λέγωμεν: Θεέ μου, ἐὰν αὐτὸς ὁ ἥλιος εἶνε τόσον λαμπρός, ὁποὺ εἶνε κτίσμα, ἀμὴ ἐσύ, ὁποὺ ἔκαμες τὸν ἥλιον, πόσον εἶσαι λαμπρότερος!
Ἄχ, Θεέ μου, ἀξίωσέ με νὰ σὲ ἀπολαύσω. Αὐτὸ εἶνε τὸ χρέος μας, ἀδελφοί μου. Καὶ δὲν μᾶς ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὰ ὀμμάτιά μας νὰ βλέπωμεν οἱ γυναῖκες ἄνδρας καὶ οἱ ἄνδρες γυναίκας ἢ καὶ νὰ βλέπωμεν τοῦ ἀδελφοῦ μας τὸ πράγμα νὰ τὸ κλέπτωμεν καὶ νὰ φονεύωμεν τοὺς ἀδελφούς μας, ἢ νὰ παίζωμεν τὰ χαρτιά, τὰ παιγνίδια τοῦ διαβόλου, καὶ νὰ ζοῦμε μὲ αἵματα καὶ ἀδικίες τῶν ἀδελφῶν μας.
Μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς τὰ ποδάρια μας. Ἔχομεν χρέος νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, νὰ στεκώμεθα μὲ εὐλάβειαν καὶ νὰ περιπατῶμεν εἰς τὸν καλὸν δρόμον. Καὶ δὲν μᾶς ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὰ ποδάρια μας νὰ περιπατῶμεν εἰς τὰ βουνὰ ὡσὰν τοὺς σκύλους, ὡσὰν τὰ θηρία, νὰ πέρνωμεν τὸ σεγγούνι τους, νὰ τοὺς ψένωμεν καὶ νὰ παίρνωμεν τὰ πράγματά τους.
Μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς πλοῦτον. Ἔχομεν χρέος νὰ τρώγωμεν καὶ νὰ πίνωμεν τὸ ἀρκετόν μας, τὰ ρουχαλάκια μας τὰ ἀρκετά, καὶ τὰ ἐπίλοιπα νὰ τὰ ἐξοδιάζωμεν εἰς τοὺς πτωχοὺς διὰ τὴν ψυχήν μας. Καὶ δὲν μᾶς ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὸν πλοῦτον διὰ νὰ πολυτρώγωμεν καὶ νὰ κάμωμεν πολύτιμα φορέματα καὶ παλάτια ὑψηλά, νὰ χορεύουν τὰ ποντίκια αὔριον, καὶ οἱ πτωχοὶ νὰ ἀποθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖναν. Αὐτὸ εἶνε τὸ χρέος μας, ἀδελφοί μου· ἔτσι τὸ ἠξεύρετε. Ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ ὕστερα ἔτσι νὰ κάμνετε, ἂν θέλετε νὰ σωθῆτε.
Θέλεις νὰ καταλάβης, ἀδελφέ μου, τὸ χρέος ὁποὺ ἔχεις εἰς τὸν Θεόν; Ἐσύ, ἀδελφέ μου, ἔχεις μίαν γυναίκα. Εἶσαι εὐχαριστημένος νὰ τὴν φιλήση ἄλλος σὲ ἕνα μήνα; Ὄχι. Σὲ ἕνα χρόνο; Ὄχι. Σὲ δέκα χρόνους; Ὄχι. Σὲ πενήντα χρόνους; Ὄχι. Σὲ ἑκατὸ χρόνους; Ὄχι. Νὰ πορνεύση ἄλλος μὲ τὴν γυναῖκα σου δὲν τὸ εὐχαριστεῖσαι, νὰ ἐγγίζη τὸ δάκτυλό του ἄλλος ἐπάνου της μήτε αὐτὸ δὲν θέλεις. Τόσην μερίδα σὲ θέλει ὁ Θεὸς νὰ μὴ ἔχης καὶ σὺ μὲ τὸν διάβολον, ὅσην μερίδα δὲν θέλεις καὶ ἐσὺ νὰ ἔχη ἄλλος μὲ τὴν γυναῖκα σου. Δὲν μᾶς ἔκαμεν ὁ Θεὸς διὰ τὸν διάβολον καὶ διὰ τὴν κόλασιν, ἀλλὰ διὰ τοῦ λόγου του καὶ διὰ τὸν παράδεισον. Αὐτὸ εἶνε τὸ χρέος μας χριστιανοί μου.

Τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου

Εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὁποὺ ἐπῆγαν ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα τὴν Θεοτόκον, ἦτο ἀρχιερεὺς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ὁ προφήτης Ζαχαρίας, ὁ πατὴρ τοῦ τιμίου Προδρόμου. Καὶ καθὼς τὴν εἶδε, τὸν ἐφώτισε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ ἐκατάλαβε πὼς αὐτὴ εἶνε ὁποὺ μέλλει νὰ γεννήση τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, τὸν Χριστόν. Καὶ εὐθὺς τὴν ἀγκάλιασε καὶ τὴν ἐφίλει, τὴν ἐπῆρε καὶ τὴν ἔβαλε μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα.

Τὰ Μέρη τοῦ Ναοῦ καὶ ἡ Σημασία των

Διατὶ τὸ ἅγιον Βῆμα σημαίνει καὶ τὸν ἅγιον Τάφον τοῦ Χριστοῦ μας. Πηγαίνετε καμμίαν φορὰν εἰς τὸν ἅγιον Τάφον νὰ προσκυνήσετε; Εἰς ἄλλα κοσμικὰ καὶ διαβολικὰ πηγαίνετε, καὶ ἐκεῖ, ὁποὺ ἐβάλθηκεν ὁ Χριστός μας διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, δὲν πηγαίνετε; Τόσην ἀγάπην ἔχετε τοῦ Χριστοῦ;
Μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα μίαν φορὰν τὸν χρόνον ἐπήγαινε ὁ ἀρχιερεὺς καὶ τὴν ἔβλεπεν τὴν Θεοτόκον.
Νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε, ἅγιοι ἱερεῖς· σιμὰ εἰς τὰ πολλὰ ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ πανάγαθος Θεός, σᾶς ἐχάρισε καὶ τὸ ἅγιον Βῆμα, ὁποὺ σημαίνει τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ. Καὶ νὰ φυλάγεσθε ἐσεῖς οἱ κοσμικοὶ νὰ μὴν μπαίνετε εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα, διατὶ βάνετε φωτιὰ καὶ καίγεσθε. Νὰ χαίρεστε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε ὁμοίως καὶ οἱ ἄνδρες· σιμὰ εἰς τὰ πολλὰ καλά, ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ πανάγαθος Θεός, σᾶς ἐχάρισεν καὶ τὸ καθολικόν, ὁποὺ σημαίνει τὸν παράδεισον. Ὁμοίως πάλιν νὰ χαίρεστε καὶ νὰ εὐφραίνεστε χιλιάδες φορὲς καὶ οἱ γυναῖκες· εἰς τὰ πολλὰ καλά, ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ πανάγαθος Θεός, σᾶς ἐχάρισεν καὶ τὸν νάρθηκα ὁποὺ σημαίνει τὴν πόρταν τοῦ παραδείσου.
Πρέπει καὶ ἐμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοί, ὅταν πηγαίνωμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, νὰ στεκώμαστε μὲ εὐλάβειαν, μὲ φόβον καὶ τρόμον, διὰ νὰ λάβωμεν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Καὶ καθὼς ὅταν μπαίνωμεν μέσα εἰς τὸν τάφον καὶ λησμονοῦμεν ὅλα τὰ κοσμικά, ὁμοίως καὶ ὅταν μπαίνωμεν μέσα εἰς τὸ στασίδι πρέπει νὰ λησμονοῦμεν ὅλα τὰ κακά. Τὸ στασίδι τί εἶνε; Ἕνας τάφος ὀρθὸς καὶ μᾶς τὸν ἐχάρισεν ὁ Θεὸς διὰ διδάσκαλον, νὰ μπαίνωμεν μέσα καὶ νὰ στοχαζώμαστε τὰς ἁμαρτίας μας, τὸν θάνατον, τὴν κόλασιν, τὸν παράδεισον.
Ἂν τὸ κάμνετε ἔτσι, πολὺ καλὰ τὸ κάμνετε· εἰ δὲ καὶ πηγαίνετε καὶ στολίζεστε καὶ περιεργάζεστε ἕνας τὸν ἄλλον καὶ κάνετε κουβέντες καὶ λακριντιὰ μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν, βάνετε φωτιὰ καὶ καίεστε.

Ἡ Εὐθύνη τῶν Ἱερέων διὰ τὴν Τάξιν ἐν τοῖς Ναοῖς

Ἐδῶ, χριστιανοί μου, πῶς πηγαίνετε; Κάμετε λακριντιὰ μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν; -Κάνουμε, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Ἀμὴ ἡ ἁγιωσύνη σας, ἅγιοι ἱερεῖς, τί τοὺς λέγετε; -Τοὺς λέγουμε νὰ μὴ κουβεντιάζουνε, μὰ αὐτοὶ δὲν μᾶς ἀκοῦν. -Καὶ τί εἶνε ἡ ἀφορμὴ καὶ δὲν σᾶς ἀκοῦν; Μὲ φαίνεται πὼς νὰ εἴστενε ἡ αἰτία ἡ ἁγιωσύνη σας καὶ δὲν σᾶς ἀκοῦν. Ἂς σηκωθῆ ἐπάνω ἕνας παπὰς ἀπὸ τὴν ἁγιωσύνη σας νὰ τὸν ἐρωτήσω ἕνα ἐρώτημα. Ἔχεις παιδιὰ παπά μου; -Ἔχω. Ὅταν βάνης τὴν τράπεζαν νὰ φάγουν ψωμὶ τὰ παιδιά σου, ποὺ πρέπει νὰ τὴν βάλης, εἰς τὴν μέσην ἀπὸ τὰ παιδιά σου, διὰ νὰ σώνουν ὅλα, ἢ εἰς τὴν ἄκρην, τὰ μισὰ νὰ τρώγουν καὶ τὰ ἄλλα μισὰ νὰ μὴ τρώγουν; -Εἰς τὴν μέσην διὰ νὰ σώνουν ὅλα. Μὰ ἂν τύχη καὶ τὴν βάλης εἰς τὴν ἄκρην, τὰ μισὰ νὰ τρώγουν καὶ τὰ ἄλλα μισὰ νὰ μὴν τρώγουν, δὲν πρέπει νὰ σὲ κατηγορήσουν τὰ παιδιά σου; -Πρέπει. -Νὰ ἰδοῦμε τώρα, δέσποτά μου, ποίος εἶνε πατέρας, τράπεζα ποιὰ εἶνε, τὸ φαγὶ ποίον εἶνε καὶ ποῖα εἶνε τὰ παιδιά.
Πατέρας πνευματικὸς καὶ ἐπίτροπος εἶσαι σύ, ἡ ἁγιωσύνη σου, ὁποὺ σὲ ἔκαμεν ὁ Θεός, μητέρα εἶνε ἡ Ἐκκλησία, τράπεζα τὸ ἀναλόγι, φαγὶ εἶνε τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, παιδιὰ πνευματικὰ εἶνε οἱ χριστιανοί. Τώρα δὲν μὲ φαίνεται πὼς ὁμοίως πρέπει νὰ κάνης καὶ ἡ ἁγιωσύνη σου (δὲν τὸ λέγω μόνον διὰ λόγου σου, ἀλλὰ νὰ ἀκούουν καὶ οἱ ἄλλοι), νὰ βάλης τὸ ἀναλόγι εἰς τὸ μέσον τῆς ἐκκλησίας, νὰ διαβάζης παστρικὰ καὶ μεγαλοφώνως διὰ νὰ ἀκούουν ὅλοι οἱ χριστιανοί; (80). Καὶ ὡσὰν ἀκούουν, δὲν κουβεντιάζουν· ἀμὴ ὅταν διαβάζης ἐμπρὸς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ τὰ λέγης μέσα σου, ὁποὺ ὁ Χριστὸς τὰ ἠξεύρει καὶ τὰ ἀκούεις μοναχός σου, ἔτσι καὶ οἱ χριστιανοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ὡσὰν δὲν ἀκούουν καὶ δὲν ἔχουν φαγί, ἀρχινοῦνε τὰ λακριντιὰ μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ λέγει ἡ μία γυναίκα τὴν ἄλλην ποία ἔχει καλύτερον φόρεμα καὶ στολίδια, ὕστερα παίρνουν καὶ φεύγουν καὶ δὲν ἔχουν ὄρεξιν νὰ ματαέρθουν. Καὶ γίνεσαι αἰτία καὶ κολάζονται καὶ ἐκεῖνες καὶ κολάζεσαι καὶ ἡ ἁγιωσύνη σου.
Μὰ τί πρέπει νὰ κάμης, παπά μου, διὰ νὰ μὴν κολασθῆς; Ἐτραγούδησες καμμίαν φοράν, δέσποτά μου; Ἐγὼ εἶδα μίαν φορὰν ἕνα πόρνον, ὁποὺ ἐδιάβαινε ἀπὸ κάτω ἀπὸ ἕνα σπίτι ὑψηλό, καὶ εἰς ἕνα παράθυρον μίαν κόρη. Τὴν εἶδε ὁ πόρνος, μὰ δὲν τὴν ἔβλεπε τόσον καλά. Ἀνέβηκε εἰς ὑψηλότερον τόπον καὶ τὴν ἔβλεπε καλύτερα. Ἀρχίνισε καὶ ἐτραγούδα καὶ ἔλεγε: Ἂχ μαῦρα μάτια, μαῦρα φρύδια (νὰ εἰπῶ καὶ ἄλλο ἕνα) στοῦ παπᾶ τὰ παραθύρια. Τί ἤτανε ὁ σκοπός του; Νὰ διώξη τὸν Χριστὸν ἀπὸ τὴν καρδιὰ τῆς κόρης καὶ νὰ τῆς φέρη τὸν διάβολον· νὰ διώξη τὴν παρθενίαν καὶ νὰ φέρη τὴν πορνείαν.
Τώρα δὲν πρέπει ἡ ἁγιωσύνη σου νὰ κάμης ὁμοίως; Νὰ ἀνεβῆς ὑψηλὰ καὶ νὰ λέγης μὲ κατάνυξιν καὶ μεγαλοφώνως: «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου». Καὶ ἂν ἠμπορής, νὰ κλαίης, διὰ νὰ διώξης τὸν διάβολον ἀπὸ τὴν καρδίαν τῶν χριστιανῶν καὶ νὰ φέρης τὸν Χριστόν· νὰ διώξης τὴν πορνείαν καὶ νὰ φέρης τὴν παρθενίαν· νὰ διώξης τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ νὰ φέρης τὴν ταπείνωσιν. Ἂν θέλετε, ἱερεῖς, νὰ σωθῆτε καὶ νὰ σωθοῦν καὶ οἱ χριστιανοί, αὐτὸ κάμετε.

Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου

Μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα ἡ Δέσποινα ἡ Θεοτόκος ἦτο δώδεκα χρόνους. Ἄγγελος Κυρίου τὴν ἔτρεφε μὲ οὐρανίαν τροφήν, μὲ τοὺς Ἀγγέλους ἐσυνομιλοῦσε καὶ ἔγινε καὶ καλλιωτέρα καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Εἰς τοὺς δώδεκα χρόνους (81) ἐφώτισεν ὁ πανάγαθος Θεὸς τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα της καὶ τὴν ἀρραβώνιασαν διὰ πολλὲς οἰκονομίες. Καὶ ἔρχεται ἄγγελος Κυρίου καὶ τῆς λέγει: Μαρία, ἐσὺ πρέπει νὰ χαίρεσαι ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον περισσότερον καὶ ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς Ἀγγέλους, διότι ἐσὺ μέλλει νὰ γεννήσῃς τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸν ἀληθινόν, τὸν Χριστόν, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, χωρὶς ἄνδρα, παρθένος, καὶ πάλιν νὰ μείνεις παρθένος, διὰ νὰ ἐλευθερώση ὁ Χριστὸς τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου, καθὼς οἱ Προφῆται προεκήρυξαν. Τότε ἐσηκώθηκε ἡ Δέσποινα Θεοτόκος, ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε: Σὲ δοξάζω, Κύριέ μου, προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω, πῶς ἐκαταδέχθης νὰ γίνης ἄνθρωπος ἀπὸ μένα τὴν δούλην σου. Ἕτοιμη εἶμαι λοιπὸν ἡ δούλη σου καὶ ἂς γίνῃ τὸ θέλημά σου τὸ ἅγιον. Εὐθὺς συνέλαβε τὸν γλκύτατόν μας Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ Θεόν.

Ὁ Εὐλογημένος Γάμος - Ὁ Κατηραμένος Γάμος

Ἐγεννήθη ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, ἀπὸ γυναίκα, διὰ νὰ εὐλογήση τὴν γυναίκα, ἐπειδὴ καὶ ἡ γυναίκα ἔλαβε πρῶτον τὴν κατάραν εἰς τὸν παράδεισον, ἡ γυναίκα ἐκρήμνισε τὸν κόσμον καὶ τὸν ἐπήγε εἰς τὴν κόλασιν, πάλιν ἡ γυναίκα ἐγέννησε τὸν Χριστὸν καὶ ἔλαβε τὴν εὐλογίαν.
Ἐγεννήθηκεν ὁ Κύριος ἀπὸ ἀρραβωνιασμένην, διὰ νὰ εὐλογήση τὸν γάμον, ἐπειδὴ καὶ ἡ ἀρραβώνα εἶνε ἀρχὴ τοῦ γάμου, διὰ νὰ δείξη καὶ ἐσένα παράδειγμα, πὼς τὸ δακτυλίδι ὁποὺ πρῶτον δίδει ὁ ἄνδρας εἰς τὴν γυναίκα πρέπει νὰ εἶνε μαλαματένιο καὶ νὰ τὸ βάλη εἰς τὸ δάκτυλό της ἡ γυναίκα καθαρὴ ὡσὰν ἐτοῦτο τὸ μάλαμα. Ε, τότες νὰ τὸ δεχτῆς καὶ νὰ τὸ βάλης εἰς τὸ δάκτυλό σου, καὶ νὰ προτιμήσῃς νὰ χάσῃς τὴν ζωήν σου καὶ τὸ κεφάλι σου παρὰ νὰ καταπατήσῃς τὴν τιμὴν τοῦ ἀνδρός σου. Ὁμοίως στέλνεις καὶ ἐσὺ ἡ γυναίκα εἰς τὸν ἄνδρα ἕνα δακτυλίδι ἀσημένιο, νὰ τὸν διδάξης καὶ αὐτόν. Τοῦ φανερώνεις μὲ τὸ δακτυλίδι καὶ λέγεις πὼς ἀνίσως καὶ ἐσὺ ὁ ἄνδρας καὶ εἶσαι στέρεος ὡσὰν τὸ ἀσήμι, ε, τότες νὰ τὸ δεχτῆς καὶ νὰ τὸ βάλης εἰς τὸ δάκτυλό σου, καὶ νὰ βάνης τὴν ζωήν σου καὶ τὸ κεφάλι σου διὰ τὴν γυναῖκά σου. Αὐτὸ φανερώνει ἡ ἀρραβώνα τοῦ γάμου. Νὰ χαίρεστε καὶ νὰ εὐφραίνεστε χιλιάδες φορὲς οἱ παντρεμένες τίμια διὰ τὰ πολλὰ καλὰ ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ πανάγαθος Θεός· σᾶς ἐχάρισε καὶ εὐλογημένον γάμον. Νὰ κλαίετε διὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀπίστους· ἀνάμεσα εἰς τὰ πολλὰ κακὰ ὁποὺ ἔχουν, ἔχουν καὶ καταφρονεμένον γάμον.
Πῶς γίνεται ὁμοίως ὁ γάμος τῶν χριστιανῶν εὐλογημένος καὶ πῶς γίνεται καταφρονημένος, ἤγουν κατηραμένος, δὲν εἶνε ἐδικόν μου ἔργον νὰ ἠξεύρω καὶ νὰ τὸ διδάσκω· ἐγὼ πρέπει νὰ ἠξεύρω τὴν καλογερικήν μου νὰ σωθῶ. Εἶνε ἄπρεπον ὁ καλόγηρος νὰ διδάσκη περὶ γάμων. Μὰ πάλιν ἀπὸ τὸ ἄπρεπον ἐβγαίνομεν κέρδος. Ἐκεῖνο ὁποὺ ἤθελα νὰ σοῦ εἰπῶ ἐγώ, παιδί μου, ἔπρεπεν ὁ πατέρας σου καὶ ἡ μητέρα σου νὰ σοῦ τὰ εἰπῆ. Μὰ ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἠξεύρουν νὰ σοῦ τὰ εἰποῦν, σοῦ λέγω ἐγὼ παραμικρόν, ζήτησε καὶ ἀπὸ λόγου σου νὰ μάθης τὰ πολλά.
Ἄκουσε, παιδί μου· ὅταν θέλης νὰ ὑπανδρευθῇς, νὰ ζητήσῃς πρῶτον, γυναίκα νὰ μὴν εἶνε ἀπὸ τὴν συγγένειά σου, ὁποὺ τὸ ἐμποδίζει ὁ νόμος τῆς Ἐκκλησίας· δεύτερον, νὰ ἔχη τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν ψυχήν της· καὶ τρίτον, νὰ εἶνε στολισμένη μὲ τὴν ἐντροπήν. Ἐπῆρες γυναίκα πτωχή, ἐπῆρες σκλάβα· ἐπῆρες γυναίκα πλούσια, ἔγινες ἐσὺ σκλάβος, ἐπῆρες ραβδὶ τῆς κρεφαλῆς σου. Πρώτον νὰ ἐξομολογῆσθε καὶ νὰ στεφανώνεστε εἰς τὴν ἐκκλησίαν.
Καὶ πῶς πρέπει νὰ στεφανώνεστε; Νὰ πάρη ὁ παπὰς τὸ νουνό, τὸ γαμβρὸ καὶ τὴ νύφη, ἕνα δυὸ ἀνθρώπους, νὰ πάρη μία λειτουργία, νὰ βάλη τὰ στέφανα, δυὸ δακτυλίδια καὶ δυὸ λαμπάδες. Νὰ πηγαίνουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Νὰ βάνη τὸν ἄνδρα εἰς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν γυναίκα εἰς τὰ ἀριστερὰ καὶ νὰ πηγαίνη μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα ὁ παπὰς νὰ ἀνάψη τὰς δυὸ λαμπάδας καὶ νὰ κρεμάση τὰ στεφάνια ἐμπρὸς εἰς τὴν ἁγίαν Τράπεζαν καὶ νὰ βάνη τὰ δυὸ δακτυλίδια ἐπάνω, τὸ ἕνα νὰ τηράζη μέσα καὶ τὸ ἄλλο ἔξω, διατὶ φανερώνει πὼς ὅταν γυρίζη ὁ ἀρραβωνιαστικὸς καὶ τηράζη τὴν ἀρραβωνιαστικήν, νὰ γυρίζη τὸ πρόσωπόν της ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος· ὁμοίως καὶ ἡ ἀρραβωνιαστικὴ τὸν γαμβρόν. Καὶ ὡσὰν τελειώση τὴν Λειτουργίαν, νὰ πάρη τὸ γαμβρὸ καὶ τὴ νύμφη νὰ τοὺς βάλη ἀντάμα. Καὶ νὰ πάρη τὸ θυμιατὸ καὶ τὶς δυὸ λαμπάδες ἀναμμένες, νὰ θυμιάση τὸ γαμβρὸ σταυροειδῶς τρεῖς φορές.
Τὸ θυμιατὸ σημαίνει τὴν Δέσποινα, τὴν Θεοτόκον· τὰ κάρβουνα εἶνε μέσα στὸ θυμιατὸ καὶ δὲν καίεται· ἔτσι καὶ ἡ Δέσποινα ἡ Θεοτόκος ἐδέχθηκε τὸν Χριστὸν καὶ δὲν ἐκάηκε, ἀλλὰ μάλιστα ἐφωτίσθηκε. Τὸ θυμίαμα σημαίνει τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, τὸ κούπωμα τοῦ θυμιατοῦ σημαίνει τὴν σκέπην τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ τρεῖς ἁλυσίδες σημαίνουν τὴν διδασκαλίαν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Καὶ ἔτσι θυμιάζει ὁ ἱερεὺς τὸν γαμβρόν, τὸν διδάσκει λέγοντάς του: Ἐγὼ ἐτοῦτο προσκυνῶ· καὶ ἂν θέλης καὶ ἐσὺ καὶ εἶσαι χριστιανὸς ὀρθόδοξος, ἐτοῦτο προσκύνα. Καὶ ἔτσι σκύφτει καὶ προσκυνεῖ καὶ ὁ παπὰς καὶ ὁ γαμβρός. Αὐτὸ σημαίνει τὸ θυμιατό.
Καὶ ἐρωτᾶ ὁ παπὰς τὸν γαμβρόν: Θέλεις τὴν Μαρίαν διὰ γυναῖκά σου; Ἀνίσως καὶ εἰπῆ: Τὴν θέλω, τοῦ δίδει τὴν λαμπάδα. Ὁμοίως ρωτᾶ καὶ τὴν νύμφην: Θέλεις ἐσύ, Μαρία, τὸν Ἰωάννην διὰ ἄνδρα; Ἀνίσως καὶ τὸν θέλη, δὲν ὁμιλεῖ, μόνον σκύπτει τὴν κεφαλήν της· εἰ δὲ καὶ δὲν τὸν θέλει καὶ εἶνε χωρὶς τὸ θέλημά της, φωνάζει: Δὲν τὸν θέλω. Καὶ ὡσὰν εἰπῆ πὼς δὲν τὸν θέλει, ὁ παπὰς νὰ μὴ βάλη χέρι νὰ τοὺς στεφανώση, διότι κολάζονται. Ἂν εἶνε μὲ τὸ θέλημα καὶ τῶν δυό, ε, τότες νὰ τοὺς στεφανώνει. Καὶ ἔπειτα ἀπὸ τὸ στεφάνωμα νὰ τοὺς μεταλαμβάνη τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ἀνίσως ἔχουν κανένα ἐμπόδιο, ἂς τοὺς κοινωνήση τὸ κοινὸν ποτήριον. Ὕστερα τοὺς παίρνουν ψάλλοντας, καὶ πηγαίνοντας εἰς τὸ σπίτι κάνει δέησιν ὁ παπάς, εὐλογεῖ τὴν τράπεζαν καὶ φεύγει.
Καὶ ὡσὰν περάσουν τρεῖς ἡμέρες, ε, τότες νὰ σμίγετε τὸ ἄνδρογυνον· καὶ νὰ φυλάγετε τὶς Κυριακές, ἑορτὲς μὲ εὐγένειαν, ὡσὰν χριστιανοί. Δὲν ἔδωσεν ὁ Θεὸς τὴν γυναίκα διὰ πορνείαν, ἀλλὰ διὰ παιδιά. Καὶ νὰ μὴν κοιμᾶστε εἰς ἕνα στρῶμα τὴν Κυριακήν, διότι μᾶς γκρεμνίζει ὁ διάβολος, καὶ μάλιστα τὶς ἑορτές. Καὶ ἐσὺ ὁ ἄνδρας νὰ φεύγης τὴν ξένην γυναίκα καθὼς φεύγεις τὸ φίδι. Καὶ ὄχι μόνον τὴν ξένην γυναίκα, ἀλλ᾿ εἶνε καιρὸς νὰ φεύγης καὶ τὴν ἐδικήν σου. Ἔτυχεν ἡ γυναῖκα σου καὶ ἔχη συνήθειαν ἢ ἐγγαστρώθη, πρέπει νὰ φυλάγεσαι, ἢ ἐγέννησε καὶ δὲν ἐσαράντισε, δὲν ἐκαθαρίστηκε. Καὶ ἐὰν θέλης νὰ σμίξης μὲ τὴ γυναῖκά σου, πάρε παράδειγμα· ρώτησε τὸν γεωργὸν νὰ ἰδῆς πόσες φορὲς σπέρνει τὸ χωράφι τὸ χρόνο. Μίαν φορὰν καὶ τὸ ἀφήνει ὡς ὁποὺ γίνεται, καὶ τότε τὸ θερίζει· καὶ ὕστερα πάλιν, ὡσὰν θέλη, τὸ ματασπέρνει. Ὁμοίως καὶ ἐσύ, ἀδελφέ μου. Ἔσμιξες μὲ τὴν γυναῖκά σου, ἐγγαστρώθηκε; Ἀναχώρησε ἕως ὁποὺ γεννήση, νὰ σαραντίση καὶ καθαρισθῆ, καὶ τότε σπέρνεις καὶ ἄλλο. Καὶ κάμε σαράντα, πενήντα παιδιά. Ἤθελα νὰ σοῦ εἰπῶ ἕνα λόγον, μὰ εἶνε αἰσχρὸς κομμάτι καὶ θέλετε μὲ κατηγορήσετε. Δὲν βλέπετε τὰ ζῶα ποὺ σμίγουν ἕως ποὺ ἐγγαστρωθῆ τὸ θηλυκὸν καὶ ὡσὰν γεννήση, ε, τότες ματασμίγουν; Καὶ ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ ντρεπόμαστε νὰ εἴμαστε χειρότεροι καὶ ἀπὸ τὰ ζῶα; Μὰ πάλιν δὲν ἠμπορεῖς νὰ κάμνης αὐτό, σοῦ πέφτει βαρύ; Κἀμὲ ἄλλο· ταπεινώσου καὶ εἰπὲ πὼς εἶσαι ἀνάξιος, ἁμαρτωλὸς καὶ χειρότερος ἀπὸ τὰ ζῶα· κατηγόρησε τοῦ λόγου σου, καὶ ἔτσι ἠμπορεῖ νὰ σὲ σπλαχνισθῆ ὁ Θεὸς νὰ σὲ σώσῃ. Ἀμὴ νὰ κάμης τὴν ἁμαρτίαν, νὰ καυχᾶσαι, νὰ λέγης πὼς εἶσαι ἅγιος, γίνεται τοῦτο νὰ εἶνε; Ὡσὰν παιδιά μου πνευματικὰ σᾶς συμβουλεύω· σᾶς τὸ εἶπα πὼς εἰς σὲ λόγου μου εἶνε ἄπρεπον νὰ τὰ λέγω αὐτά, μὰ τί νὰ κάμω πάλιν; Βλέποντας τὸ γένος μας εἰς ποίαν κατάστασιν εὑρίσκεται, ἐστενεύτηκα καὶ σᾶς εἶπα αὐτά, διὰ νὰ ὠφεληθῆτε τίποτες.
Καὶ νὰ εἶνε ὁ ἄνδρας ὡς βασιλεὺς καὶ ἡ γυναίκα ὡσὰν βεζίρης, ἤτοι ὁ ἄνδρας ὡσὰν κεφαλὴ καὶ ἡ γυναίκα ὡσὰν σῶμα, τότε εὐλογεῖ ὁ Θεὸς τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναίκα καὶ τὰ παιδιὰ σας καὶ δὲν σᾶς κολλᾶ κανένα κακὸν πράγμα, μήτε ἀμποδέματα, μήτε γητεύματα, μήτε κανένα. Ἔτσι περνᾶτε καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ πηγαίνετε καὶ εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεστε πάντοτε. Καὶ πλέον ἐξουσίαν δὲν ἔχετε νὰ χωρίζεστε καὶ μόνον ὁ θάνατος καὶ ἡ πορνεία σᾶς χωρίζει. Καὶ ἂν τύχη καὶ ξεπέση ἡ γυναίκα μὲ ἄλλον ἄνδρα ἢ ὁ ἄνδρας μὲ ἄλλην γυναίκα, ἔχουν χρέος νὰ πηγαίνουν εἰς τὸν ἀρχιερέα νὰ τοὺς χωρίζη. Μὰ πάλιν ἐκεῖνος ὁποὺ ἀδικηθῆ ἀπὸ τὴν γυναῖκα του, καὶ δὲν τὴν χωρίση, ἔχει μισθὸν εἰς τὴν ψυχήν του. Ἀμὴ εἶνε τρόπος ἡ γυναῖκα σου νὰ πορνεύσῃ μὲ ἄλλον καὶ νὰ τὴν συγχωρήσῃς; Εἶνε. Καὶ τί τρόπος εἶνε; Ἐσύ, παιδί μου, πηγαίνεις τὴν ξενειτιά, εἰς τὸ χωράφιον, ἡ γυναῖκα σου ἐξέπεσε μὲ ἄλλο πρόσωπον. Ἦλθες εἰς τὸ σπίτι σου. Τί πρέπει νὰ κάμῃ ἡ γυναίκα σου; Πρέπει νὰ πάρη ἕνα τσεκούρι καὶ ἕνα ξύλο καὶ νὰ σοῦ βάλη μίαν μετάνοιαν καὶ νὰ σοῦ φιλήση τὸ χέρι καὶ νὰ εἰπῆ: Πάρε ἐτοῦτο τὸ τσεκούρι καὶ τὸ ξύλο καὶ νὰ μὲ κάμης χάριν· βάλε με ἐπάνω νὰ μὲ κάμης λιανὰ κομμάτια, ρίξε με νὰ μὲ φᾶνε οἱ σκύλοι, διατὶ δὲν εἶμαι ἄξια νὰ βλέπω τὸ πρόσωπόν σου, ἐπειδὴ καὶ ἐκαταπάτησα τὴν τιμήν σου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁποὺ ἤμουν θυγατέρα τοῦ Χριστοῦ, ἔγινα θυγατέρα τοῦ διαβόλου. Τί λέγεις, παιδί μου, σὲ βαστᾶ ἡ καρδιά σου νὰ τὴν σκοτώσῃς ἢ νὰ τὴν συγχωρέσῃς; Μὲ φαίνεται πὼς θὰ πῆς: ἂς εἶσαι συγχωρεμένη, μὰ ἄλλην φορὰν νὰ μὴ τὸ ματακάμῃς. Ἀμὴ πότε τὴν χωρίζεις; Ὅταν ἔλθῃς ἀπὸ τὴν ξενιτειὰ καὶ τὸ μάθῃς ἀπὸ τὸν γείτονά σου, τότε βιάζεσαι ἐξ ἀνάγκης νὰ τὴν χωρίσῃς. Ἔτσι καὶ ὁ Κύριος αὔριον εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν, ἀνίσως καὶ μᾶς εὕρῃ ἀνεξομολόγητους, ἀμετανοήτους, ἀδιορθώτους, βιάζεται νὰ μᾶς βάλῃ εἰς τὴν κόλασιν· εἰ δὲ ὅταν μᾶς εὕρῃ μετανοημένους, μᾶς σπλαχνίζεται καὶ μᾶς βάνει εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαιρώμαστε πάντοτε.
Γίνεται πάλιν κατηραμένος ὁ γάμος νὰ πάρης γυναίκα ἀπὸ τὴν συγγένειάν σου, ὁποὺ τὸ ἐμποδίζει ὁ νόμος, καὶ νὰ βάνης τύμπανα καὶ βιολιά, χοροὺς καὶ τραγούδια, ντουφέκια, στολίδια, καὶ ἄλλα διαβολικὰ καμώματα. Τότε γίνεται κατηραμένος ὁ γάμος, γεννῶνται τὰ παιδιά σας τυφλά, βουβά, κουφά, κουτσά, κακορρίζικα, σεληνιάζονται καὶ τὰ βλέπετε ἐσεῖς οἱ γονεῖς καὶ καίεται ἡ καρδιά σας καὶ σᾶς θανατώνει ὁ Θεὸς παράκαιρα καὶ σᾶς βάνει εἰς τὴν κόλασιν. Καὶ νὰ μὴν τὸν κάμνετε τὸν γάμον τὴν Κυριακήν, μόνον ὅποια ἡμέρα θέλετε τῆς ἑβδομάδος. Ὄχι πὼς τὸ ἐμποδίζει ὁ νόμος, ἀλλὰ διὰ τὰς ἀταξίας ὁποὺ γίνονται καὶ μάλιστα λείπετε καὶ ἀπὸ τὴν Λειτουργίαν· καὶ ἡ Λειτουργία πρέπει νὰ γίνεται ξεχωριστὴ διὰ τὸν γαμβρὸν καὶ διὰ τὴν νύφην.

Ὁ Μοναχικὸς Βίος

Ἐγεννήθη ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, ἐκείνην τὴν ἡμέραν, διὰ νὰ προτιμήσῃ τὴν παρθενίαν. Καθὼς ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦμεν τὸ μάλαμα ἀπὸ τὸ ἀσήμι, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος ἀγαπᾶ τὸν γάμον, ναί, μὰ περισσότερον τὴν παρθενίαν, διὰ νὰ σοῦ δείξη παράδειγμα καὶ ἐσένα πὼς ἀνίσως καὶ ἠμπορῆς νὰ φυλάξῃς παρθενίαν καὶ θέλης νὰ γίνης καλόγηρος ἢ ἡ γυναίκα καλογραία, εἶσαι καλότυχος καὶ τρισμακάριος, εἶσαι ἐλεύθερος ἀπὸ ἐτοῦτα τὰ κοσμικά, εἶσαι ὡσὰν ἄγγελος.
Ἀμὴ ὡσὰν θέλης νὰ φυλάξῃς τὴν παρθενίαν, πρέπει πρῶτον θεμέλιον νὰ βάλης τὴν ἀκτημοσύνην καὶ νὰ μὴν ἔχης σακκούλαν, νὰ μὴν ἔχης κασέλα καὶ νὰ τηγανίζης τὸ σῶμα σου καθὼς τηγανίζεις τὸ ψάρι μὲ νηστεῖες, προσευχές, ἀγρυπνίες, μὲ κακοπάθειες, διὰ νὰ νεκρώνης, νὰ ταπεινώνης τὴν σάρκα, ὁποὺ εἶνε ἕνας λύκος, ἕνα γουρούνι, ἕνα θηρίον, ἕνα λεοντάρι.
Καὶ νὰ φεύγης τὸν κόσμον, μὰ περισσότερον τὴν γυναίκα· καὶ ὄχι πάλιν νὰ μισῆς τὴν γυναίκα, διατὶ εἶνε πλάσμα Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ πάθη ὁποὺ ἀκολουθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ἂν τύχη καὶ περάσῃς ἀπὸ ἕνα σοκάκι καὶ εἰς τὸ ἕνα μέρος εἶνε ἡ γυναίκα καὶ εἰς τὸ ἄλλο εἶνε ὁ διάβολος, νὰ μὴν ἀπεράσῃς ἐκεῖθεν ὁποὺ εἶνε ἡ γυναίκα, μόνον ἀπὸ ἐκεῖ ὁποὺ εἶνε ὁ διάβολος, διατὶ κάνεις τὸν σταυρό σου καὶ φεύγει, μὰ ἡ γυναίκα δὲν φεύγει. Καὶ καθὼς εἶνε δύσκολον τὸ ἀρνὶ νὰ συναναστρέφεται μὲ τὸν λύκον καὶ νὰ μὴν φαγωθῆ ἢ τὰ λιανόξυλα μὲ τὰ κάρβουνα νὰ μὴν καγοῦν, ἔτσι εἶνε δύσκολον ὁ καλόγηρος νὰ συναναστρέφεται μὲ γυναῖκες καὶ ἡ καλογριὰ μὲ ἄνδρες καὶ νὰ μὴν μολυνθοῦν καὶ νὰ σκανδαλισθοῦν. Μὲ ἄλλον τρόπον δὲν ἠμπορεῖ ὁ καλόγηρος νὰ σωθῆ παρὰ μακρυὰ νὰ φεύγη τὸν κόσμον. Εἶνε κανένας καλόγηρος ἐδῶ; Φύγε, καλόγηρέ μου, πήγαινε εἰς τὴν ἔρημον, ἐὰν θέλης νὰ σωθῆς (82).
Μὰ θέλετε εἰπῆ; Καὶ ἐσὺ καλόγηρος εἶσαι διατὶ συναναστρέφεσαι εἰς τὸν κόσμον; Καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου, κακὰ κάμνω· μὰ ἐπειδὴ τὸ γένος μας ἔπεσεν εἰς ἀμάθειαν, εἶπα: Ἂς χάση ὁ Χριστὸς ἐμένα, ἕνα πρόβατον, καὶ ἂς κερδίση τὰ ἄλλα. Ἴσως ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ εὐχή σας σώση καὶ ἐμένα.

Βάπτισμα - Μετάνοια

Θέλοντας ὁ Κύριος νὰ μᾶς δείξη τὸν τρόπον, πῶς νὰ βγάνωμεν ἐκείνην τὴν κατάραν, ὁποὺ ἔλαβεν ὁ πατέρας μας ὁ Ἀδὰμ μέσα εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἡ μητέρα μας, ἐβαπτίσθη ὁ Κύριος μέσα εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν ἀπὸ τὸν τίμιον Πρόδρομον.
Πρέπει καὶ ἐμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοί, ἀδελφοί μου, νὰ χαιρώμαστε καὶ νὰ εὐφραινώμαστε χιλιάδες φορὲς εἰς τὰ πολλὰ καλὰ ὁποὺ μας ἐχάρισεν ὁ Κύριος καὶ μάλιστα εἰς τὸ ἅγιον Βάπτισμα. Πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ φυλάγωμεν τὸ Βάπτισμα καθαρὸν καὶ ἀμόλυντον ὅσον εἶνε δυνατόν.
Εἰ δὲ καὶ τύχει καὶ σφάλωμεν ὡς ἄνθρωποι, ἂς εἶνε δεδοξασμένος ὁ πανάγαθος Θεός, ὁποὺ μᾶς ἐχάρισε καὶ δεύτερον Βάπτισμα, τὴν ἁγίαν Ἐξομολόγησιν· διατὶ ἀβάπτιστος καὶ ἀνεξομολόγητος ἄνθρωπος εἶνε ἀδύνατον νὰ σωθῆ.
Καλύτερα, ἀδελφέ μου νὰ θανατώσῃς ἑκατὸν ἄνθρωπους βαπτισμένους, παρὰ νὰ ἀφήσῃς ἕνα παιδίον ἀβάπτιστον νὰ ἀποθάνη. Καὶ ἂν τύχη ἀνάγκη καὶ θέλη ἀποθάνη τὸ παιδίον καὶ δὲν ἐπρόφθασεν ὁ παπὰς νὰ τὸ βαπτίση, ἂς τὸ βαπτίση ὅποιος τύχη, ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, ἀδελφός, γείτονας καὶ μάλιστα ἡ μαμή. Βάλε ἀρκετὸ νερὸ καὶ λάδι, σταύρωσέ το καὶ βάπτισέ το. Εἰπέ: Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ... εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν. Καὶ ἂν ζήση, τὸ τελειώνει ὁ παπάς. Μὰ ἔτυχε καὶ δὲν ἔχεις νερό; Πάρε τρεῖς φοῦχτες χῶμα καὶ χύσε το στὸ κεφάλι του καὶ εἰπὲ καθὼς καὶ πρῶτα. Ἔτυχε πάλιν καὶ δὲν ἔχεις καὶ χῶμα; Βάπτισε τὸ εἰς τὸν ἀέρα καὶ εἰπὲ ὁμοίως. Καὶ μὴν τὸ κάμνετε καθὼς ἕνας τρελλὸς καὶ ἀνόητος ἄνθρωπος· ἔλεγε πὼς γίνεται κουμπάρος καὶ ἄφησε τὸ παιδίον ἀβάπτιστον καὶ ἀπέθανε, διὰ νὰ μὴ χωρισθῆ ἀπὸ τὴν γυναῖκά του. Εἰς τὴν ἀνάγκην δὲν γίνονται κουμπάροι καὶ ὁ ἄνδρας ὡσὰν θέλη ματασμίγει μὲ τὴν γυναῖκα του, δὲν ἔχουν κανὲν ἐμπόδιον.
Ὁμοίως πάλιν, ἂν τύχη ἀνάγκη καὶ θέλη νὰ ἀποθάνη καὶ ἕνας ἄνθρωπος καὶ δὲν ἐπρόφθασεν ὁ παπὰς νὰ τὸν ἐξομολογήση, ἂς ἐξομολογηθῆ εἰς ὅποιον τύχη καὶ νὰ ἀποθάνη ἐξωμολογημένος· εἶνε ἐλπίδα πὼς ἠμπορεῖ νὰ σωθῆ· εἰ δὲ νὰ μεταλάβη ἀνεξομολόγητος, δὲν ὠφελεῖ τίποτες.
Ἅγιοι ἱερεῖς, πρέπει νὰ ἔχετε κολυμβήθρας μεγάλας εἰς τὰς ἐκκλησίας, ἕως ὁποὺ νὰ χώνεται ὅλον τὸ παιδίον μέσα, νὰ κολυμβᾶ ὁποὺ νὰ μὴν μείνη ἴσα μὲ τοῦ ψύλλου τὸ μάτι ἄβρεχο, διατὶ καὶ ἐκεῖ προχωρεῖ ὁ διάβολος καὶ διὰ τοῦτο τὰ παιδιά σας σεληνιάζονται, δαιμονίζονται, ἔχουν φόβον, γίνονται κακορρίζικα, διατὶ δὲν εἶνε καλὰ βαπτισμένα.
Ὅποιος θέλει νὰ κάμη διὰ τὴν ψυχήν του ἀπὸ τὴν εὐγένιάν σας καμμίαν κολυμβήθραν, ἂς σηκωθῆ ἀπάνω νὰ τοῦ εἰπῶ πῶς πρέπει νὰ τὴν κάμη καὶ νὰ βάλω ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσουν, νὰ λάβη μίαν συγχώρησιν, ὁποὺ νὰ ἔδινε χίλια πουγγιὰ δὲν τὴν εὕρισκε. Ἄκου ἐσύ, παιδί μου, ἐσὺ ποὺ θέλης νὰ τὴν κάμης τὴν κολυμβήθραν· νὰ πῆς τοῦ μαστόρου νὰ τὴν κάμη δυὸ ἀπιθαμὲς βαθειὰ ἀπὸ μέσα καὶ μίαν ἀπιθαμὴν κάτω πλατειὰ καὶ ἀπάνω δυὸ ἀπιθαμὲς βαθειὰ πλατειά. Νὰ ἔχη δυὸ δάκτυλα πάτο ἀπουκάτου διὰ νὰ στέκη. Νὰ τῆς κάμης δυὸ χερούλια διὰ νὰ πιάνεται καὶ ἕνα καπάκι ἀπὸ πάνω διὰ νὰ σκεπάζεται. Καὶ νὰ εἶνε ὅλα χαλκωματένια, νὰ τὴν γανώσῃς. Καὶ πὲς τοῦ μαστόρου νὰ γράψη τὸ ὄνομά σου ἐπάνω διὰ νὰ μνημονεύεσαι.
Ἐσεῖς, παιδιά μου, παρακαλεῖτε νὰ βαπτίζετε παιδιά· καὶ δὲν εἶνε καλύτερα νὰ κάμετε κολυμβήθραν, νὰ βαπτίζετε χιλιάδες παιδιά, διὰ νὰ ἔχετε περισσότερον μισθὸν εἰς τὴν ψυχήν σας; Καὶ νὰ ἐξετάζετε ὅποια ἐκκλησία δὲν ἔχει νὰ κάμετε. Καὶ εἰς τὴν Πόλιν νὰ φθάσῃς νὰ στείλης καὶ πανταχοῦ τὸν ἴδιον μισθὸν ἔχεις. Σᾶς παρακαλῶ νὰ εἰπῆτε καὶ διὰ τὸν κὺρ Ἰωάννην, ὁποὺ θέλει νὰ φτιάση μιὰ κολυμβήθραν, νὰ εἰπῆτε τρεῖς φορές: Ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι καὶ ἐλεῆσοι αὐτόν.

Ἡ Ζωὴ τοῦ Χριστοῦ Παράδειγμα

Ὡσὰν ἐβαπτίσθη ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν ἀπὸ τὸν τίμιον Πρόδρομον, ἀρχίνισε νὰ διδάσκη τὸν κόσμον νὰ μετανοοῦν, νὰ βαπτίζωνται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θέλοντας ὁ Κύριος νὰ ξερριζώση κάθε ἀπιστία καὶ κάθε κακίαν ἀπὸ τὴν καρδίαν τῶν ἀνθρώπων, δὲν ἐμεταχειρίσθη νὰ δίνει ἄσπρα καὶ φλωρία καὶ καθὼς οἱ αἱρετικοὶ καὶ μάλιστα ὁ ἀντίχριστος· ἀλλ᾿ ἀρχίνισε νὰ κάμνη θαύματα καθὼς τὸν ἔπρεπε ὡσὰν Θεός, νὰ ἰατρεύη τυφλοὺς καὶ κωφοὺς καὶ λεπροὺς καὶ δαιμονισμένους καί, τὸ μεγαλύτερον, νὰ προστάζη τοὺς νεκροὺς νὰ ἀνασταίνωνται. Ἀνάστησε καὶ τὸν Λάζαρον, ὁποὺ εἶχε τέσσαρες ἡμέρας εἰς τὸν τάφον· ἔζησε καὶ τριάντα χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνάστασιν καὶ ἔγινε καὶ ἀρχιερεύς. Καὶ βλέποντας οἱ ἄνθρωποι φανερὰ τὸν Χριστόν μας νὰ κάμνη θαύματα ἐκατάλαβαν πὼς εἶνε Θεός, διατὶ μόνος ὁ Θεὸς ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ προστάζη τοὺς νεκροὺς καὶ ἀνασταίνωνται.
Ἔπιπταν ἐκεῖ ἄνθρωποι χιλιάδες καὶ ἐπίστευαν καὶ ἐβαπτίζονταν. Καὶ ἐπίστεψαν καὶ μερικοὶ Ἑβραῖοι, μὰ οἱ μεγαλύτεροι, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, ὄχι μόνον δὲν ἐπίστευσαν, ἀλλὰ ἔβαλαν τὸν διάβολον εἰς τὴν καρδιάν τους, καθὼς τὸν ἔχουν ἕως τὴν σήμερον, καὶ ἔβαλαν σκοπὸν νὰ σταυρώσουν τὸν Χριστόν μας.
Τὴν Μεγάλη Πέμπτη τὸ βράδυ, ἠξεύροντας ὁ Κύριος ὡς καρδιογνώστης Θεὸς πάντα τὰ μέλλοντα καὶ μάλιστα τὴν κακίαν τῶν ἱερέων καὶ τοῦ Ἰούδα, ἐπῆρε καὶ ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, διὰ νὰ σοῦ δείξη παράδειγμα καὶ ἐσένα, καὶ βασιλεὺς νὰ εἶσαι, πάντοτε νὰ ταπεινώνεσαι καὶ νὰ τιμᾶς ἐκεῖνον τὸν πτωχὸν καὶ νὰ τὸν ἔχης καλύτερα ἀπὸ λόγου σου καὶ νὰ μὴν τὸν καταφρονᾶς διότι αὔριον βλέπεις ἐκεῖνον τὸν πτωχόν, τὸν γυμνόν, τὸν πεινασμένον, τὸν καταφρονημένον μέσα εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται, καὶ ἐσὺ πηγαίνεις εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεσαι.
Ἐκάθησεν ὁ Κύριος καὶ ἐδίδαξεν τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους πολλὰ καὶ διάφορα νοήματα. Σιμὰ εἰς τὰ πολλὰ καὶ διάφορα τοὺς διδάσκει καὶ ἐτοῦτα καὶ λέγει: Νὰ ἠξεύρητε, μαθηταί μου, πὼς ἕνας ἀπὸ σᾶς, ὁ Ἰούδας, θέλει νὰ μὲ πουλήση εἰς τοὺς Ἑβραίους διὰ τρία φλωρία καὶ νὰ μὲ περιγελάσουν οἱ Ἑβραῖοι, νὰ μὲ ὑβρίσουν, νὰ μὲ δείρουν, νὰ μὲ σταυρώσουν· ὅμως μὴ λυπεῖσθε, μαθηταί μου, διατὶ ἐγὼ θέλω σταυρωθῶ μὲ τὸ θέλημά μου, διὰ νὰ σταυρώσω τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν διάβολον, καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν θέλω νὰ ἀναστηθῶ, νὰ δώσω ζωὴν τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἡ ἀνάστασίς μου θέλει προξενήσει χαρὰ εἰς ὅλον τὸν οὐρανόν, χαρὰ εἰς ὅλον τὸν κόσμον, φαρμάκι καὶ σπαθὶ δίστομον εἰς τὴν καρδίαν τῶν Ἑβραίων καὶ μάλιστα τοῦ διαβόλου.
Θέλοντας ὁ Κύριος νὰ μᾶς δώση ζωὴν τὴν αἰώνιον, τὴν οὐράνιον τροφήν, ἐπῆρε ψωμὶ καὶ κρασὶ καὶ τὸ εὐλόγησε καὶ ἔκαμε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, τὸ πανάγιον Σῶμα καὶ Αἷμά του, καὶ ἐμετάλαβε τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους. Οἱ ἕνδεκα Ἀπόστολοι εὐθὺς ὁποὺ ἐμετάλαβαν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μὲ καλὴν γνώμην, μὲ καλὴν προαίρεσιν, ἐφωτίσθηκαν, ἐλαμπρύνθηκαν, ἔγιναν ὡς σοφοὶ διδάσκαλοι τοῦ κόσμου καὶ μὲ ἐκείνην τὴν χαρὰν ἐλαλούσανε ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου, καὶ ἐπέρασαν ἐδῶ καλὰ καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρωνται πάντοτε.

Ὁ Ἰούδας. Λαϊκαὶ παραδόσεις περὶ αὐτοῦ

Ὁ Ἰούδας ὁ κακὸς ὁποὺ ἐμετάλαβε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μὲ κακὴν γνώμην, μὲ κακὴν προαίρεσιν, ἐσκοτίσθη, ἐμπῆκεν ὁ διάβολος μέσα εἰς τὴν καρδιάν του καὶ ἐπρήσθηκε τόσον, ὁποὺ εἰς ἕνα σοκάκι, ὁποὺ ἐχωροῦσαν νὰ περάσουν δυὸ ἁμάξια μὲ εὐκολία, καὶ ἐκεῖνος δὲν ἐχωροῦσε. Καὶ ἀπέθανε μὲ κακὸν θάνατον καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίγεται μαζὶ μὲ τὸν διάβολον πάντοτε.
Ἦταν μία χώρα ποὺ ἐλέγετο Ἰσκαρία, κοντὰ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ ἦταν ἕνας Ἑβραῖος μὲ τὴ γυναῖκα του. Βλέπει ἡ γυναίκα του εἰς τὸν ὕπνον της πὼς θέλει νὰ γεννήσῃ ἕνα διάβολο νὰ κάψη ὅλον τὸν κόσμο. Τὸ ἐφανέρωσε εἰς τὸν ἄνδρα της τί καὶ τί εἶδε. Τέλος πάντων ἐγέννησε τὸν Ἰούδα. Τὸν ἐφύλαξαν δυὸ μῆνες καὶ ὕστερα τὸν ἔβαλαν μέσα εἰς μίαν κασέλα καὶ τὸν ἔρριξαν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ εἶπαν, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, νὰ γλυτώσῃ· ἀλλέως, ἂς χαθῇ. Ἐκεῖ εἰς τὸν λιμένα ἦταν κάποιοι περαστικοὶ καὶ βλέποντας τὴν κασέλα εἰς τὸ πέλαγος ἔκαμαν τρόπο καὶ τὴν ἔβγαλαν. Τὴν ἀνοίγουν καὶ ηὗραν τὸ παιδίον μέσα καὶ τὸ ἔβγαλαν καὶ τὸ ἐπῆγαν εἰς τὴν χώραν τους, τὴν Ἰσκαρίαν, καὶ δὲν τὸ εἶπαν κανενὸς πὼς τὸ ηὗραν εἰς τὴν θάλασσαν, μόνον εἶπαν πὼς εἶνε ὀρφανὸ παιδί. Εἶπαν οἱ γονεῖς του: Δὲν τὸ παίρνουμε νὰ τὸ κάμωμε παιδί μας; Καὶ ἔτσι τὸ ἐπῆραν καὶ τὸ ἔθρεψαν. Εἰς τὸν χρόνον ἐγέννησε καὶ ἄλλον ἕνα παιδὶ ἡ μάνα του. Ὅταν ἐγένηκαν δώδεκα χρονῶν τὰ παιδία, ἐκάκισαν ἀνάμεσόν τους καὶ ὁ Ἰούδας ἔδειρε τὸ ἀληθινὸν παιδίον. Λέγουν οἱ γονεῖς τοῦ Ἰούδα: Διατί τὸ ἔδειρες τὸ παιδί μας; Ἐσένα σὲ ἔχουμε ψυχοπαίδι. Ἐμεῖς, παιδί μου, ἴσα θὰ σᾶς ἀφήσωμεν κληρονόμους νὰ μοιράσετε εἰς τὴν μέσην. Ἀκούοντας ὁ Ἰούδας πὼς ἴσα θὰ νὰ πάρη μερτικὸ μὲ τὸ ἄλλο παιδί, τί τὸν παρακίνησε ὁ διάβολος νὰ κάμῃ ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν του; Μίαν ἡμέρα ἐσήκωσε ἕνα λιθάρι καὶ ἐσκότωσε τὸν ἀδελφό του. Τί νὰ κάμη ὁ πατέρας; Νὰ τὸν σκοτώση; Τὸν ἐλυπήθη. Ὁ Ἰούδας, ὡσὰν ἐσκότωσε τὸ παιδί, ἐφοβήθη καὶ ἔφυγε, καὶ πηγαίνοντας εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἐμπῆκεν εἰς ἕνα βασιλέα δοῦλος. Καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσίαν, τὴν σακκούλαν ὁ βασιλεὺς διὰ νὰ ἐξοδιάζῃ, ἤτοι νὰ δίνῃ καὶ νὰ παίρνῃ. Διατί ἐμπῆκε εἰς τὸν βασιλέα; Ἀπὸ τὴν πολλήν του φιλαργυρίαν ποὺ εἶχε, ἐστοχάσθη πὼς κάτι ἔχει νὰ καζαντίσῃ. Θέλει νὰ δώσει δέκα παράδες νὰ πάρῃ ψάρια, καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν του ἔδινε τοὺς πέντε. Οἱ γονεῖς του, ὡσὰν δὲν εἶχαν ἄλλο παιδίον, τί νὰ κάμνουν, ἐπῆγαν εἰς Ἱεροσόλυμα νὰ προσκυνήσουν τὴν Σιών, ὁποὺ ἔκτισε ὁ Σολομών. Καὶ ὡσὰν ἐπῆγαν ἐκεῖ, τοὺς ἄρεσεν ὁ τόπος καὶ ἀγόρασαν ἕνα περιβόλι καὶ μετ᾿ ἐκεῖνο ζούσανε. Ὁ Ἰούδας ἐπήγαινε καὶ ἔπαιρνε λάχανα ἀπὸ τὸ περιβόλι. Ἐδιάβηκε καιρὸς καὶ μίαν ἡμέραν ἀπὸ τὶς πολλὲς λέγει ὁ περιβολάρης: Διατί μοῦ κρατεῖς τὸ δίκαιόν μου; Τὰ λάχανα ὁποὺ ἔχεις παρμένα, κάνουν δέκα γρόσια, καὶ ἐσὺ μοῦ δίνεις τὰ πέντε· θέλω νὰ τὸ εἰπῶ τοῦ βασιλέως πὼς μὲ ἀδικεῖς. Ἀκούοντας ὁ Ἰούδας πὼς θέλει νὰ τόνε μαρτυρήσῃ εἰς τὸν βασιλέα, ἔβγαλε ἕνα μαχαίρι καὶ τὸν ἔσφαξε. Φωνάζει ἡ γυναίκα: Πῶς νὰ κάμω, λέγει, βασιλεῦ; Ὁ δοῦλος σου ἐσκότωσε τὸν ἄνδρα μου. Τῆς λέγει ὁ βασιλεύς: Τί νὰ κάμω; Λέγει του ἡ γυναίκα: Μὲ τί ἔχω νὰ κυβερνηθῶ, ποῖος θὰ μὲ θρέψῃ, ὁποὺ εἶμαι μέλος ἀδύνατον; Τῆς λέγει ὁ βασιλεύς: Πάρε τὸν Ἰούδα διὰ ἄνδρα σου νὰ σὲ θρέψῃ. Τί νὰ κάνη ἡ στενεμένη, τὸν ἐπῆρε γιὰ ἄνδρα. Μίαν ἡμέραν ἐσυνομιλοῦσαν ἐκεῖ ποὖθε εἶνε ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος. Καὶ ἐρωτώντας καὶ ἐξετάζοντας ἐγνωρίσθηκαν πὼς εἶνε μάνα καὶ υἱός. Τότε λέγουν: Ἀλλοίμονον εἰς ἐμᾶς. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐπεριπάταγε ὁ Χριστός μας καὶ ἐδίδασκε. Ἀκούοντας ὁ Ἰούδας καὶ ἡ μητέρα, ἡ γυναίκα του, πὼς κάμνει θαύματα καὶ δὲν παίρνει ἄσπρα, εἶπεν ὁ Ἰούδας: Τώρα εἶνε καιρὸς νὰ πάγω νὰ καζαντίσω. Ἐπήγανε εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἐξωμολογηθήκανε. Καὶ τοὺς ἐσυγχώρησε. Τοὺς εἶπε νὰ ὑπάγουν ὀπίσω. Ὁ Ἰούδας ἀπόμεινε καὶ ἔγινεν Ἀπόστολος. Ὁ Χριστός μας εὐθὺς τὸν ἐκατάλαβε πὼς εἶνε φιλάργυρος καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν σακκούλαν νὰ ἐξοδιάζῃ. Αὐτὸς ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν του ἐπούλησε καὶ τὸν Χριστόν μας διὰ τριάντα ἀργύρια εἰς τοὺς Ἑβραίους καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν κόλασιν καὶ καίγεται μαζὶ μὲ τὸν διάβολον πάντοτε. Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τί κακὸν πράγμα εἶνε ἡ φιλαργυρία; Ἔτσι τὸ ἔκαμε καὶ ἕνας παπὰς εἰς μίαν χώραν· ἐπούλαγε τὸν Χριστὸν ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν του, διὰ νὰ παίρνῃ ἄσπρα. Καὶ τοῦ ἔκοψεν ὁ Θεὸς τὴν ζωήν του μὲ κακὸν θάνατον, ὡσὰν τὸν Ἰούδα, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίγεται μὲ τὸν διάβολον. Ἐκαταλάβατε, ἀδελφοί μου, τὸ νόημα, ὅποιος ἔχει τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας τί παθαίνει; Παθαίνει καθὼς ἔπαθε καὶ ὁ Ἰούδας.

Ἐσχάτη Ὥρα. Τὸ Τέλος Ἐγγύς. Ἀδελφοί, μετανοεῖτε!

Φθάνουν αὐτὰ ὁποὺ σᾶς εἶπα, χριστιανοί μου. Ἔχω καὶ δυὸ λογισμοὺς καθὼς καὶ ἐψές. Ὁ ἕνας λογισμὸς μὲ λέγει καθὼς καὶ ἐψὲς νὰ σᾶς εὐχηθῶ καὶ νὰ εὐχηθῆτε, νὰ πηγαίνω εἰς ἄλλο μέρος, νὰ ἀκούσουν καὶ ἄλλοι χριστιανοί, ὁποὺ δὲν ἄκουσαν ποτὲ λόγον τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄλλος λογισμὸς μὲ λέγει: Μίαν φορὰν ὁποὺ ἦλθες ἕως ἐδῶ, μὴ πηγαίνης· κάθησε καὶ τὸ βράδυ νὰ τοὺς εἰπῆς καὶ τὰ ἐπίλοιπα· τότε εὔχεσαι τοὺς χριστιανούς, σὲ εὔχονται καὶ ἐκεῖνοι καὶ τότε πηγαίνεις. Τώρα τί σᾶς φαίνεται εὔλογον, ἀδελφοί μου, νὰ κάμω, νὰ πηγαίνω ἢ νὰ καθήσω; -Νὰ καθήσῃς ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Καλά, παιδιά μου, ἂς εἶνε· διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μας καὶ διὰ τὴν ἀγάπην σας κάθομαι, μόνον νὰ συμμαζωχθῆτε εἰς τὶς ὀχτὼ ὧρες, νὰ διαβάσωμεν τὸν Ἑσπερινόν μας, νὰ εἰποῦμε καὶ μίαν Παράκλησιν, νὰ βάλωμεν τὴν Δέσποινά μας τὴν Θεοτόκον μεσίτρια, νὰ μεσιτεύση εἰς τὸν Χριστόν, ἐπειδὴ καὶ Υἱός της εἶνε ὠργισμένος κατὰ πάνου μας ἀπὸ τὶς πολλές μας ἁμαρτίες καὶ θέλει νὰ μᾶς καταποντίση. Τί καρτεροῦμε, ἀδελφοί μου; σήμερον αὔριον τὸ τέλος τοῦ κόσμου· διὰ τοῦτο φροντίζετε νὰ διορθωθῆτε.

Ἀνακεφαλαίωσις τῆς Διδαχῆς

Τοῦτο σᾶς λέγω πάλιν τώρα εἰς τὸ τέλος· νὰ χαίρεστε καὶ νὰ εὐφραίνεστε, πὼς ἀξιωθήκατε καὶ εἶσθε εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Ὁμοίως πάλιν νὰ κλαίγετε καὶ νὰ θρηνῆτε διὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀπίστους καὶ αἱρετικοὺς ὁποὺ περιπατοῦν εἰς τὸ σκότος, εἰς τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου. Προσέχετε, ἀδελφοί μου, νὰ μὴν ὑπερηφανεύεστε, νὰ μὴν φονεύετε, νὰ μὴν κλέφτετε, νὰ μὴν κάμνετε ὅρκους, νὰ μὴν λέγετε ψέματα, νὰ μὴν κατατρέχετε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ μὴν συκοφαντῆτε, νὰ μὴν στολίζετε ἐτοῦτο τὸ σῶμα τὸ βρώμικο, ὁποὺ αὔριον θὰ τὸ φᾶνε τὰ σκουλήκια, ἀλλὰ νὰ στολίζετε τὴν ψυχήν σας, ὁποὺ εἶνε τιμιωτέρα ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον. Νηστεύετε τὸ κατὰ δύναμιν, προσεύχεσθε τὸ κατὰ δύναμιν καὶ νὰ ἔχετε τὸν θάνατον πάντοτε ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια σας. Καὶ ἕτερος καλύτερος διδάσκαλος δὲν εἶνε ἄλλος ἀπὸ τὸν θάνατον.
Δὲν εἶμαι ἄξιος, ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς διδάσκω καὶ νὰ σᾶς συμβουλεύω· πλὴν ἀποτολμῶ καὶ παρακαλῶ τὸν γλυκύτατόν μου Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ Θεὸν νὰ στείλη οὐρανόθεν τὴν χάριν καὶ τὴν εὐλογίαν του, νὰ εὐλογήση καὶ αὐτὴν τὴν χῶραν καὶ ὅλα τὰ χωρία τῶν χριστιανῶν, νὰ εὐλογήση τὰ σπίτια σας καὶ τὰ πράγματά σας καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας. Καὶ πρῶτον, ἀδελφοί μου, ἄμποτε νὰ εὐσπλαχνισθῆ ὁ Κύριος, νὰ συγχωρήσῃ τὰ ἁμαρτήματά σας καὶ νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ περάσετε καὶ ἐδῶ καλά, εἰρηνικά, ἠγαπημένα καὶ εἰς αὐτὴν τὴν ματαίαν ζωήν, καὶ μετὰ ταῦτα νὰ πηγαίνετε εἰς τὸν παράδεισον, εἰς τὴν πατρίδα μας τὴν ἀληθινήν, νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε, νὰ δοξάζητε, νὰ προσκυνῆτε Πατέρα, Υἱόν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον.
Ἀνίσως καὶ εἶνε κανένας ἀπὸ λόγου σας νὰ ἀφήση τὰ γένειά του, ἂς σηκωθῆ ἀπάνω νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ τὸν φιλεύσω ἕνα χτένι καὶ νὰ βάνω καὶ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσουν, νὰ γίνωμεν καὶ ἀδελφοί.
Ὅποια γυναίκα θέλει νὰ κάμη φερετζέ, διὰ νὰ σκεπάζεται ὅταν πηγαίνη εἰς τὴν ἐκκλησίαν (84), ἂς μοῦ τὸ εἴπῃ, νὰ βάλω ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὴν συγχωρέσουνε καὶ νὰ παρακαλῶ τὸν Θεὸν εἰς ὅσον καιρὸν καὶ ἂν ζήση διὰ τὴν ψυχήν της καὶ διὰ τὰ παιδιά της.
Ὅποιος χριστιανός, ἄνδρας ἢ γυναίκα, ὑπόσχεται μέσα εἰς τὸ σπίτι του νὰ μὴν κουβεντιάζῃ ἀρβανίτικα, ἂς σηκωθῆ ἀπάνω νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ καὶ ἐγὼ νὰ πάρω ὅλα του τὰ ἁμαρτήματα εἰς τὸν λαιμόν, ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐγεννήθη ἕως τώρα, καὶ νὰ βάλω ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσουν καὶ νὰ λάβη μίαν συγχώρησιν, ὅπου ἂν ἔδινε χιλιάδες πουγγιά, δὲν τὴν ἐματάβρισκε.
Σᾶς παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ εἰπῆτε καὶ διὰ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸν τρεῖς φορές: Ὁ Θεὸς συγχωρήσοι καὶ ἐλεήσοι αὐτόν. Συγχωρεῖτε με καὶ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ὁ Θεὸς συγχωρήσοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου