Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Ο Γέροντας Διονύσιος ο Νεώτερος ο Σταυροβουνιώτης († 10 Ιουνίου 1951)


Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου Κύπρου, Γέροντας Διονύσιος (ο Β’) Μοναχός, κατά την ημέρα της ενθρονίσεώς του. Διακρίνεται δίπλα του ο οικείος επίσκοπος, Μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος -ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος ο Γ’.
Ο Γέροντας Διονύσιος ο Νεώτερος ο Σταυροβουνιώτης († Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, 10 Ιουνίου 1951)
Ο οσιώτατος αυτός γέρων Διονύσιος ήτο ακριβές αντίγραφον του ανακαινιστού της Μονής, από τον οποίον εκληρονόμησε και το όνομα.
Εστερήθη ενωρίς του πατρός του, η δε μεγαλόψυχος μήτηρ του έδωκεν εις αυτόν αρίστην ανατροφήν, όπως και εις τον αδελφόν του Στέφανον, τον οποίον αργότερον έφερεν εις το μοναστικόν στάδιον. Ήτο επίσης και ανωτέρας μορφώσεως, καθότι ήτο διδάσκαλος, πράγμα πολύ σημαντικόν εις την έποχήν του.
Όταν ήλθεν εις τον γέροντά του διά να μονάση, δεν είχεν ακόμη τελειώσει τας σπουδάς του, αλλά ο διακριτικώτατος γέρων τον έστειλε με τα ράσα και ετελείωσε. Μετά των λεπτών σημείων της μοναστικής ζωής, ο νεώτερος Διονύσιος, εδιδάχθη από τον περινούστατον γέροντά του και την αγιογραφίαν, ώστε να θεωρήται εις σπουδαίος και διακεκριμένος αγιογράφος με άαίστην επίδοσιν.
Τί όμως να είπωμεν περί του αοιδίμου αυτού αγωνιστού και συνεχιστού της πατερικής μας παραδόσεως, ο οποίος εκάλυπτε μετά του μυστικού πέπλου της σιωπής και της κρυπτής εργασίας όλην την ζωήν του, και του οποίου όλα τα έργα εσφράγιζεν η κορυφαία, και κορωνίς των αρετών ταπεινοφροσύνη;
Έμαθε και εφύλασσε μετά ζήλου, την αρχήν της ιεράς μας παραδόσεως το «εργάζεσθαι εν τω κρυπτώ». Και ημείς οι ευτελείς διεπιστώσαμεν, πόσον του ήρεσκε η «κρυπτή» μελέτη και η αφανής εργασία κάθε μέτρου καλού και αρετής.
Πότε ακριβώς έφερεν εις την μονήν τον κατά σάρκα αδελφόν του Στέφανον δεν ενθυμούμαι, αλλά ήτο ολοφάνερον ότι επαγρυπνούσε διά την διαπαιδαγώγησίν του εις τα μοναχικά καθήκοντα, διότι τον είχε πάντοτε πλησίον του, εις ιδιαίτερον χώρον.
Η προθυμία, η ευλάβεια, η σιωπή, η υποχωρητικότης, η ταπεινοφροσύνη και το λειτουργικόν πνεύμα, τα οποία εχαρακτήριζον τον ιερομόναχον Στέφανον, εμαρτύρουν την πατρικήν πρόνοιαν και κηδεμονίαν του οσιωτάτου αυτού γέροντος Διονυσίου.
Εις τους άλλους αδελφούς της Μονής, και ειδικώς τους νεωτέρους, ήτο το άλας και το φως. Ο ήρεμος και πράος του χαρακτήρ ήτο ικανός να μεταβάλλη και να διαπλάθη τους άλλους πατέρας, τους όποιους και μόνον η παρουσία του και τα γλυκέα του λόγια καθησύχαζον αμέσως, αν συνέβαινε κάποια παρεξήγησις.
Όπως η σκιά ακολουθεί τα σώματα, τα οποία την παράγουν, ούτω και η γλυκύτης, η αγαθότης και η ειρήνη ηκολούθουν αυτόν τον γέροντα. Ο μακαρισμός του Κυρίου μας, «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται», αρμόζει ολοκληρωτικώς εις τον γέροντα αυτόν, όσον βεβαίως είναι δυνατόν να εφαρμοσθή εις άνθρωπον. Δεν ενθυμείται ποτέ κανείς να τον είδε τεταραγμένον η ανήσυχον, ή να τον ήκουσε να λέγη λόγια σκληρά ή απότομα. Αντιθέτως, ως μύρον και ευωδία Χριστού ήσαν τα λόγια, οι τρόποι και η συμπεριφορά του γενικώς.
Πόσον επαρηγόρει και «ήλειφε», κατά το λόγιον, ημάς τους νεωτέρους με γραφικά χωρία και ερμηνείας! Κάποτε διέπραξα κάτι το οποίον εφανέρωνεν απροσεξίαν και μάλλον νεανικήν απειρίαν και επίδειξιν. Με επληοίασε με το πατρικόν του χαμόγελον και με πολλήν στοργήν και γλυκύτητά μου είπε τα εξής: Ο Παύλος μας διδάσκει: «Όγκον αποθεμένοι πάντα και την ευπερίστατον αμαρτίαν, δι΄ υπομονής τρέχομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα, αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν».
Πάντως, πέραν των πρακτικών αρετών, εκείνο το οποίον τον διακατείχε και κυριολεκτικώς τον ηχμαλώτιζεν ήτο η νήψις και η εσωστρέφεια. Ολοκλήρους ώρας εις τόπο ακίνητος και εκστατικός, εις μέρη απόμερα και απόκρυφα· πολλάκις δε εξεχύνετο ευωδία λεπτή και πνευματική, η οποία εμαρτυρούσε την παρουσίαν της Θείας Χάριτος, φανερώνουσα εις τους έχοντας την γνώσιν, περί ποίου ανδρός επρόκειτο. Διά τον λόγον αυτόν προσπαθούσε να μή μένη επί πολύ εις ένα τόπον.
Επίσης ήτο πολύ εγκρατής και ποτέ κανείς δεν τον είδε να φάγη κάτι εκτός της τραπέζης, αλλά ακόμη και εις αυτήν ενεκρατεύετο. Αρτήσιμον φαγητόν δεν έτρωγε ποτέ, παρά μόνον λαδερόν, όταν δεν ήτο νηστεία. Επετρέπετο εις την μονήν αυτήν η κατά βούλησιν νηστεία, εις τας ημέρας αυτών των Γερόντων.
Εις τας ακολουθίας είχε πάντοτε πολύν ζήλον όταν δε δεν έψαλλεν, ίστατο απόμερα και προσηύχετο με κλειστούς σχεδόν πάντοτε τους οφθαλμούς· μόνον τα χείλη ενίοτε εκινούντο. Η έκφρασις και η παρουσία του ήτο θεωρία πνευματική και ζήλος Θεού επυρπολούσε την πλήρη θείου έρωτος καρδίαν του· τίποτε δεν ηλλοίωνε την συνηρπασμένην προς τον Θεόν διάνοιάν του.
Ποτέ δεν έλεγε περιττά ή άσκοπα λόγια· ωμίλει μόνον δι΄ υποθέσεις της Μονής ή διά πνευματικόν τι θέμα με σκοπόν να διδάξη ή να στήριξη. Συνήθως όμως ήτο σιωπηλός. Έχων αχώριστον σύντροφόν του την ακτημοσύνην και την «πτωχείαν» δεν απέκτησε τίποτε του αιώνος τούτου, όπως και οι προγενέστεροι του πατέρες, πλην των ενδυμάτων του, τα οποία ήσαν ταπεινά και απλά. Κατώρθωνε μετά της χαρακτηριζούσης αυτόν ταπεινοφροσύνης να παραμένη κεκρυμμένος και κατ΄αυτόν τον τρόπον επέρασε την ζωήν του εις την αφάνειαν, άγνωστος εις τους πολλούς και γνωστός μόνον εις εκείνον τον οποίον από παιδός ηγάπησε και μετά ζήλου ηκολούθησε.
Η προσπάθειά μου να σκιαγραφήσω διά των εξωτερικών φαινομένων τον πράγματι θεοφόρον και θεόληπτον αυτόν γέροντα, μάλλον τον μειώνει· διότι τί ημπορεί να είπη κανείς περί ενός «σκεύους εκλογής», εν τω οποίω «το θνητόν κατεπόθη υπό της ζωής»; και κάθε του σκέψιν και ενέργειαν διέπει «νους Χριστού»;
Μετά τον θάνατόν του οσιοτάτου Βαρνάβα, ανέλαβε κατόπιν πιέσεως την ηγουμενίαν, αλλά δεν έζησε πολύ. Η ακοίμητος πρόνοιά του εις το βαρύ έργον του ποιμένος ηύξησε την κόπωσίν του εις το βαθύ γήρας όπου ευρίσκετο· και ούτω μετετέθη εις την αιωνιότητα πλήρης ημερών και πλήρης αρετών, τας οποίας εκαλλιέργησε συνειδητώς.
Την Κυριακήν των Αγίων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου ευρίσκετο εις την αγρυπνίαν, μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και απεσύρθη εις το δωμάτιόν του κατάκοπος. Αργότερον ετέλεσαν δι΄αυτόν το Άγιον Ευχέλαιον και το απόγευμα της ιδίας ημέρας παρέδωκε ειρηνικώς την ψυχήν του εις τον Κύριον. Ήτο το έτος 1951.
πηγή: Γέροντος Ιωσήφ, Όσιων Μορφών Αναμνήσεις, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 4, β’ Έκδοσις, Ιερά Βασιλική και Πατριαρχική Μεγίστη Μονή του Βατοπαιδίου Αγίου Όρους, 2003. vatopedi.gr

Ιερομόναχος Γαβριήλ Αγιορείτης (1818 – 25 Μαΐου 1911)


Γεννήθηκε στο χωριό Άγιος Γεώργιος Νηλείας του Πηλίου το 1818, ο κατά κόσμον Γεώργιος Γαμβρέλης. Ο πατέρας του Ιωάννης μετέβη στο Άγιον Όρος κι εκάρη μοναχός με τ’ όνομα Ιωάσαφ, στο παρά τις Καρυές Ιβηρίτικο Κελλί της Αγίας Άννης. Η αδελφή του Γέροντος Ιωάσαφ Ασήμω είχε έναν υιό, ο οποίος ακολούθησε τον θείο του, εκάρη μοναχός και ονομάσθηκε Ακάκιος. Τον πατέρα του μιμήθηκε στη μοναχική αφιέρωση και ο υιός του Γεώργιος, ο οποίος στην κουρά του κλήθηκε Γαβριήλ.Ieromonaxos Gavriil Agioritis 022
Το 1869, υστέρα από εύρεση ενός θησαυρού στο κτήμα τους, ανακαίνισαν το Κελλί τους. Το 1864 αναχώρησαν και οι τρεις για την ιδιαίτερη πατρίδα τους κι εγκαταστάθηκαν στο παρακείμενο μοναστήρι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, το οποίο ανακαίνισαν, εξωράϊσαν και καλλώπισαν. Ο Γέροντας Γαβριήλ φρόντισε για τις εκκλησίες του χωριού του και για την καλή λειτουργία του σχολείου, το οποίο συντηρούσε με τακτικές και πλούσιες δωρεές έως της κοιμήσεώς του.
Ieromonaxos Gavriil Agioritis 01
Άφησε φήμη φιλόθεου, φιλάνθρωπου και φιλόξενου ηγουμένου. Η θύρα της καρδιάς του και της μονής του ήταν ανοιχτές για όλους πάντοτε. Έφερε το άρωμα του Περιβολιού της Παναγίας και το ένωσε με την ασκητική πηλιορείτικη παράδοση. Ο Γέροντας Γαβριήλ ήταν ένας αληθινός άνθρωπος του Θεού, ένας γνήσιος δούλος του, ένας αγιοπνευματικός και χαρισματούχος ιερωμένος. Η θερμή του πίστη, η ανυπόκριτη ευλάβεια, η ευαγγελική ανεξικακία, η κατανυκτική προσευχή του άγγιζαν τις καρδιές των ταπεινών προσκυνητών και άνοιγαν τους ουρανούς για την έκχυση θείου ελέους και παραμυθίας. Η αγάπη του απλού λαού προς το πρόσωπό του άγγιζε τα όρια της λατρείας. Για όλους ο μακάριος Γέροντας υπήρξε στοργικός πατέρας, φωτισμένος διδάσκαλος, έμπειρος ιατρός, φύλακας και προστάτης. Κυρίως όμως ήταν μεσίτης προς Θεόν και φίλος των Αρχαγγέλων με την καθαρή ζωή του. Ικέτευε νυχθήμερα τον Ταξιάρχη Μιχαήλ και τον Αρχιστράτηγο Γαβριήλ να πρεσβεύουν στον Κύριο υπέρ σοβαρώς ασθενών, ψυχικώς και σωματικώς, πολλών ανθρώπων. Οι Παμμέγιστοι Ταξιάρχες έσκυβαν και άκουγαν τις δεήσεις του και προσέτρεχαν στα προβλήματα των πονεμένων και πενομένων. Οι πιστοί είχαν ταυτίσει τον Γέροντα με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, η αυστηρή εικόνα του οποίου δέσποζε στο τέμπλο της μονής. Το πετραχήλι του Γέροντος θαυματουργούσε σε δαιμονισμένους, κωφάλαλους και άλλους ασθενείς, σε παιδιά, ακόμη και σε Τούρκους.
Ο Γέροντας τη φύλαξη της μονής του είχε αποθέσει στους Ταξιάρχες. Διακρινόταν για τη μακροθυμία του, την αφιλονικία του, το φιλήσυχο και φιλόσιο πνεύμα του. Αναφέρεται ότι τον κοσμούσε και το προορατικό χάρισμα, όπως και το διορατικό. Το 1905 εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός και ονομάσθηκε Μιχαήλ. Με διαύγεια και καθαρότητα πνεύματος έμεινε έως της μακαρίας τελευτής του.
Ieromonaxos Gavriil Agioritis 03
Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 25.5.1911. Κατά παράδοξο, για την εαρινή εποχή, τρόπο την ημέρα εκείνη είχε μία φοβερή χιονόπτωση. Το χιόνι έφθασε έως το μισό μέτρο. Όλα λευκά, όπως λευκή ήταν η ψυχή του οσίου Γέροντος. Έτάφη παρά το Καθολικό της μονής. Η σημερινή φιλόθεη και φιλάγια αδελφότητα σύναξε τα οστά στο οστεοφυλάκιο. Ανάμεσά τους θα είναι και του Γέροντος. Ορισμένες φορές μία λεπτή ευωδία κατακλύζει τον ιερό χώρο. Φαίνεται ότι ο Γέροντας δηλώνει την ευλογημένη παρουσία του. Στο αρχονταρίκι της μονής δεσπόζει η σεβάσμια μορφή του στην ωραία ελαιογραφία.
Πηγές – Βιβλιογραφία
Ιεράς Μονής Παμμεγίστων Ταξιαρχών Αγίου Γεωργίου Νηλείας Πηλίου, Γέρων Γαβριήλ, Ιωάσαφ Αγιορείτης, ο τελευταίος κτήτωρ και ηγούμενος της Ι. Μονής Παμμεγίστων Ταξιαρχών Αγίου Γεωργίου Νηλείας Πηλίου (1864-1911), Ανακοίνωση στη Γ’ Επιστημονική Ημερίδα του Ιστορικού Αρχείου της Ι. Μ. Δημητριάδος «Άγιον Όρος- Πήλιο-Μαγνησία, 15ος-20ός αιώνας: Μία αμφίδρομη σχέση». 4.12.2004.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α΄– 1901-1955, § Ιερομόναχος Γαβριήλ Αγιορείτης (1818-1911, σελ. 100-104) Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Π.Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος συζητά με ένα φοιτητή της ιατρικής

Φοιτητής: Εσείς οι Χριστιανοί αδιαφορείτε λίγο-πολύ για τα προβλήματα αυτής της ζωής. Συνέχεια μιλάτε για την αιώνια βασιλεία. Αιώνια βασιλεία εδώ, αιώνια βασιλεία εκεί, ενώ ο κόσμος έχει τόσα προβλήματα.
Ο γέροντας τον κοίταξε με το διαπεραστικό του βλέμμα και είπε:
Γέροντας: Παιδί μου, για να μη μιλάμε αφηρημένα, για πες μου ένα πρόβλημα αυτής της ζωής, για το οποίο δεν έχει δώσει απάντηση η Εκκλησία του Χριστού;
Φοιτητής: Ναι να σας πω. Η φτώχεια. Εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο πεινούν, είναι γυμνοί κι εσείς τους μιλάτε για τη αιώνια βασιλεία. Λες και μπορεί κανείς να χορτάσει ή να ντυθεί με την αιώνια βασιλεία.
  Γέροντας: Καλό μου παιδί, και σ’αυτό έχει απαντήσει η Εκκλησία. Αν οι άνθρωποι τηρούσαν τις εντολές της «ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι» (Λουκ. 3, 11) και «εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον των γραμματέων και φαρισαίων, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. 5, 20), δεν θα μιλούσαμε αυτή τη στιγμή για φτώχεια! Φαντάσου ότι η δικαιοσύνη των Ιουδαίων έδινε στους φτωχούς το 1/10 από τα εισοδήματα τους. Αν λοιπόν οι άνθρωποι, τηρούσαν τις εντολές της Εκκλησίας και έδιναν περισσότερα από το 1/10 δεν θα υπήρχε ούτε φτώχεια, ούτε πείνα ούτε γύμνια στον κόσμο.
Φοιτητής: Πάτερ, κοιτάξτε. Αυτά είναι ευχόλογα. Τα έχουν πει κι” άλλοι.
Γέροντας: Το ξέρω παιδί μου, ότι τα έχουν πει κι” άλλοι. Αλλά υπάρχει μία διαφορά. Μίλησαν για δικαιοσύνη, για αγάπη, για ελευθερία, απευθυνόμενοι στην απρόσωπη μάζα που λέγεται ανθρωπότητα. Ενώ ο Χριστός μίλησε γι” αυτά απευθυνόμενος στα πρόσωπα. Στον Βασίλη, στον Κώστα, στον Δημήτρη, στην Μαρία. Γι’αυτό, ενώ τα διάφορα κοινωνικά συστήματα δεν κατάφεραν να πείσουν κανέναν, ο Χριστός έπεισε χιλιάδες ανθρώπους να μοιράσουν τις περιουσίες τους στους φτωχούς, να εφαρμόσουν κοινωνική δικαιοσύνη, να συμπαρασταθούν στον ανθρώπινο πόνο, να θυσιάσουν και τη ζωή τους για την αγάπη των άλλων. Κατάφερε και τελώνες και πόρνες και ληστές και φονιάδες να τους αλλάξει τελείως και να τους κάνει αγίους. Και μια και αναφέρεσαι στα προβλήματα της ζωής, να σε ρωτήσω και γω κάτι: Ο θάνατος είναι ή δεν είναι πρόβλημα αυτής της ζωής;
Φοιτητής: – Δεν ξέρω.
Γέροντας: Ε, πως δεν ξέρεις; Ο θάνατος είναι πρόβλημα της ζωής και μάλιστα από τα οξύτερα. Τι έχεις να πεις εσύ ή κάποιος άλλος στη χαροκαμένη μάνα που κατεβάζει στον τάφο το παιδί της; Τι έχεις να πεις εσύ στο παιδί που κατευοδώνει στην τελευταία του κατοικία τον πατέρα του;
Φοιτητής: Εσείς τι έχετε να πείτε;
Γέροντας: Όχι εγώ. Η Εκκλησία. Η Εκκλησία παιδί μου, γεμίζει την ψυχή αυτών με την ελπίδα ότι ο χωρισμός αυτός είναι τελείως προσωρινός. Μετά από λίγο καιρό θα ξανασυναντηθούν. Γι’αυτό και τους φέρνει στα χείλη το: «Καλό ταξίδι παιδί μου», «Καλή αντάμωση πατέρα’». Το έχεις λίγο αυτό;
Φοιτητής: Πάτερ, εγώ σας μιλάω για την ζωή, εσείς με πάτε στον θάνατο.
Γέροντας: Παιδί μου, αν έχεις απάντηση σ’αυτό, απάντησε μου.
Σε ρώτησα αν ο θάνατος είναι πρόβλημα της ζωής αυτής. Δεν μου απάντησες. Και επειδή δεν έχεις απάντηση, προσπαθείς να ξεφύγεις. Ας επανέλθουμε σ’εκείνα που απασχολούν εσένα ως «προβλήματα αυτής της ζωής».
Δε μου λες παιδί μου, ακόμα κι αν απαριθμήσεις όλα τα προβλήματα αυτής της ζωής ένα προς ένα, πως μπορείς να τα εξηγήσεις χωρίς, την μετά θάνατο, προοπτική; Τις αδικίες, τις συκοφαντίες, το φθόνο, τη φτώχεια, τις αρρώστιες… Τι νόημα έχει να τα υπομένει κανείς όλα αυτά και στο τέλος να φθάνει να καλύπτει δύο μέτρα γης και να φθάνει στην ανυπαρξία; Τι νόημα έχει; Κανονικά θα’πρεπε, λογικά σκεπτόμενος να αυτοκτονήσει!
Ενώ με τον Χριστό όλα αυτά αποκτούν ένα νόημα.
Όλα! Και ο πόνος και τα δάκρυα και οι αρρώστιες και ο θάνατος. Όλα αποτελούν προετοιμασία για το ταξίδι προς την αιωνιότητα.
Φοιτητής: Πάτερ, συνέχεια στα μνήματα με φέρνετε.
Γέροντας: Δε σε φέρνω στα μνήματα. Σου μίλησα για τη ζωή. Ή δεν είναι αυτά προβλήματα που αφορούν όλους τους ανθρώπους; Να σε ρωτήσω και κάτι άλλο αφού θέλεις να «σου μιλήσω για την ζωή». Το αν θα γίνεις εσύ αύριο καρδιολόγος, μικροβιολόγος ή χειρούργος, το αν θα νυμφευθείς ή όχι, το αν θα πετύχεις στο γάμο σου ή όχι, αυτό είναι ένα ενδεχόμενο. Μπορεί να συμβεί, μπορεί όχι.
Εκείνο όμως που είναι απόλυτα σίγουρο είναι ότι κι εγώ και εσύ κάποια μέρα θα πεθάνουμε. Ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο γεγονός της ζωής μας. Δεν μπορείς να μένεις αδιάφορος στο πιο σίγουρο γεγονός της ζωής σου. Δεν μπορείς…. 
Φοιτητής: Πάτερ, δεν μ’ενδιαφέρει!
Γέροντας: Δεν μπορείς να λές ότι δεν σ’ενδιαφέρει.
Φοιτητής: Τι σχέση έχει τώρα αυτό με τη ζωή;
Γέροντας: Πως δεν έχει σχέση με την ζωή; Απάντησε μου στο ερώτημα: Ανάμεσα σε μένα και σένα είναι το μνήμα σου. Κοίταξε το και πες μου: Αρχίζεις ή τελειώνεις;
Φοιτητής: Μα, πάτερ. Τι σχέση έχει αυτό μ’εκείνο που συζητάμε;
Γέροντας: Πως δεν έχει σχέση; Από την απάντηση που θα δώσεις σ’αυτό το ερώτημα, θα εξαρτηθεί η ζωή σου. Αν πεις ότι στο μνήμα σου θα αρχίσεις, θα πρέπει να προετοιμαστείς γι’αυτό το ταξίδι. Αν πεις ότι τελειώνεις, τότε δεν μπορείς να βρεις νόημα στην ζωή σου.
Φοιτητής: Ε, πάτερ, πως δεν έχει νόημα; Εγώ τη γλεντάω τη ζωή μου.
Γέροντας: Καημένο παιδί! Έχεις την εντύπωση ότι όλη σου η ζωή θα είναι μία διαρκής χαρά και ευφροσύνη; Έχεις την εντύπωση ότι υπάρχουν άνθρωποι σ’αυτό τον κόσμο που πέρασαν όλη τη ζωή τους γλεντώντας; Αν ξέρεις τέτοιους ανθρώπους, φέρε μου έναν να τον γνωρίσω κι” εγώ. Εγώ δεν ξέρω κανέναν! Και σε διαβεβαιώ ότι στα τριάντα χρόνια της ιερατικής μου διακονίας, πέρασαν εκατοντάδες άνθρωποι από το εξομολογητήριο μου, άλλα δεν γνώρισα ούτε έναν που να μην κουβαλούσε κάποιο σταυρό. Όλοι κουβαλούσαν τον σταυρό τους. Άλλος μικρότερο, άλλος μεγαλύτερο. Άλλος βαρύτερο, άλλος ελαφρύτερο. Δεν ήταν όμως κανένας που να μην είχε τον σταυρό του. Πως λοιπόν εσύ πιστεύεις ότι θα περάσεις όλη σου τη ζωή με γλέντια και ευτυχία;
Φοιτητής: Πάτερ, έχετε τα επιχειρήματα σας, αλλά εμένα δεν με απασχολεί το θέμα.
Γέροντας: Όταν παιδί μου σ” απασχολήσει, έλα να σε βοηθήσω όσο μπορώ.
Και πραγματικά κάποτε ήλθε η στιγμή που τον απασχόλησε….
imverias

Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Συνομιλία του αββά Κασσιανού με τον αββά Ισαάκ για την προσευχή

Συνομιλία του αββά Κασσιανού με τον αββά Ισαάκ για την προσευχή
Πρέπει να τηρείται μια τάξη στα διάφορα είδη της προσευχής;Άς δούμε αρχικά τί ακριβώς σημαίνουν αυτοί οι όροι.
Ποιά δηλαδή είναι ή διαφορά, ανάμεσα στις προσευχές στις παρακλήσεις και στις δεήσεις;
Έπειτα, πρέπει να ασκούνται αυτοί οι τρόποι προσευχής ένας- ένας χωριστά, ή όλοι μαζί; Έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα για τους πιστούς ή σειρά με την οποία ό Απόστολος Παύλος έχει παραθέσει καθέναν από αυτούς τούς τρόπους προσευχής; Η απλώς αυτός ό διαχωρισμός δεν έχει και τόση σημασία και μπορούμε να υποθέσουμε ότι ό Απόστολος τα παρέθεσε έτσι χωρίς ιδιαίτερη σκοπιμότητα;
Αυτή ή δεύτερη υπόθεση είναι, κατά την γνώμη μου, τελείως παράλογη. Δεν είναι ποτέ δυνατόν να έβαλε το Άγιο Πνεύμα στο στόμα τού Αποστόλου κάτι πού δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Θα ξαναπάρουμε λοιπόν αυτά τα είδη προσευχής ένα-ένα, με την σειρά πού δόθηκαν, ώστε με την Χάρη τού Θεού να τα αναλύσουμε διεξοδικά.
Τί είναι δέηση
Ό Απόστολος λέει: «Σας παρακαλώ, πρώτα από’ όλα, να κάνετε δεήσεις» (Α’ Τιμ. 2, 1). Δέηση είναι ή κραυγή, ή προσευχή τού αμαρτωλού, ό όποιος με συντριβή καρδιάς εκλιπαρεί για την συγχώρηση των σφαλμάτων πού έχει διαπράξει στο παρελθόν, αλλά και για τις πρόσφατες αμαρτίες του.
Τι είναι προσευχή
Ή προσευχή είναι ή πράξη με την οποία προσφέρουμε ή αφιερώνουμε κάτι στον Θεό. Οι Έλληνες την αποκαλούν «ευχή». Εκεί πού στα Ελληνικά λέει «τας εύχάς μου τω Κυρίω αποδώσω» (Ψαλμ .115, 9), στα Λατινικά λέμε «θα εκπληρώσω τις ευχές πού έκανα προς τον Κύριο», το όποιο σε ακριβή μετάφραση, θα μπορούσε να εκφρασθεί ως έξης: «Θα κάνω τις προσευχές, τις όποιες υποσχέθηκα στον Κύριο». Διαβάζουμε επίσης στο βιβλίο του Εκκλησιαστή: «Όταν τάξεις κάτι στον Θεό, μην αργήσεις να Του το προσφέρεις» (Έκκλ. 5, 3). Ας δούμε λοιπόν, πώς θα πραγματώσουμε αυτή την εντολή.
Προσευχόμαστε λοιπόν, όταν αρνούμαστε τον κόσμο και δεσμευόμαστε επίσημα απέναντι του Θεού, να νεκρώσουμε τον εαυτό μας για καθετί κοσμικό, για ότι δηλαδή άφορα τις πράξεις και τον τρόπο ζωής. Κι αυτός το κάνουμε για να υπηρετήσουμε τον Κύριο με όλη την θέρμη της ψυχής μας. Προσευχόμαστε, όταν περιφρονούμε την δόξα τού κόσμου και τα επίγεια πλούτη, για να προσκολληθούμε ανεμπόδιστα στον Κύριο, με συντριβή καρδιάς και με ταπεινό φρόνημα. Προσευχόμαστε, όταν αφιερώνουμε οριστικά και αμετάκλητα την αγνότητα τού σώματος μας και όταν υποσχόμαστε να ξεριζώσουμε εντελώς από την καρδιά μας τις ρίζες τού θυμού και της λύπης, οι όποιες οδηγούν στο θάνατο. Αν δεν τηρήσουμε τις υποσχέσεις μας, αν αμελήσουμε και αν παραδοθούμε στο θυμό, στα πάθη και στις παλιές ελλείψεις μας, θα δώσουμε λόγο στον Θεό για τις υποσχέσεις και για τούς όρκους μας. Δίκαια τότε θα ακούσουμε: «Καλύτερα να μην τάξεις, παρά να τάξεις κάτι και να μην το προσφέρεις» (Έκκλ. 5, 4).
Για τις έντεύξεις
Έχουμε επίσης και τις έντεύξεις. Έντεύξεις λέμε τις γεμάτες θέρμη προσευχές που κάνουμε προς τον Θεό για χάρη των συνανθρώπων μας, είτε αυτοί είναι γνώριμοι και αγαπημένα μας πρόσωπα, είτε αυτές οι ικεσίες μας έχουν σαν αίτημα την ειρήνη του κόσμου, καθώς λέει ο Απόστολος Παύλος « Να προσευχόμαστε για όλους τους ανθρώπους για τους κυβερνήτες και για όλους εκείνους που ασκούν την εξουσία» (Α Τιμ.2 , 1-2).
Κατόπιν, στην τέταρτη θέση, έχουμε τις ευχαριστίες.
Καθώς ή ψυχή αναλογίζεται τις πλουσιοπάροχες ευεργεσίες πού έχει δεχθεί στο παρελθόν από τον Θεό και καθώς ατενίζει αυτές πού την κατακλύζουν στο παρόν ή καθώς στρέφει τον βλέμμα της στο μέλλον, στα αιώνια αγαθά πού ό Θεός επιφυλάσσει σ’ αυτούς πού Τον αγαπούν, ξεχειλίζει από απέραντη ευγνωμοσύνη και Τον ευχαριστεί με όλη της τη δύναμη. Συμβαίνει πολλές φορές αύτη ή ενασχόληση τού νου με τη θεωρία των μελλόντων αγαθών, να διεγείρει την ψυχή, ώστε αυτή να προσεύχεται με μεγαλύτερη θέρμη. Γιατί βλέπει πολύ καθαρά τα αιώνια αγαθά, πού ετοιμάζει ό Θεός στη μέλλουσα ζωή για τούς Αγίους και αυτό την κάνει να ξεχύνεται σε πέλαγος ανείπωτης χαράς και σε ατέρμονες προς Αυτόν ευχαριστίες.
Κατά πόσο είναι απαραίτητο αυτά τα τέσσερα είδη προσευχής να τα κάνουμε όλα συγχρόνως η χωριστά ή και εναλλάξ.
Αυτές οι τέσσερες μορφές προσευχής φέρνουν πλούσιους καρπούς. Είναι γνωστό από την μακρόχρονη εμπειρία ότι ή δέηση πού είναι θυγατέρα τής μετάνοιας, ή προσευχή πού γεννιέται από την καθαρή συνείδηση, ή οποία τηρεί τις μοναχικές υποσχέσεις, ή ικεσία πού πηγάζει από την θέρμη τής Χάρης και ή ευχαριστία την οποία γεννά ή θεωρία των αγαθών τής Μεγαλοσύνης και τής Αγαθότητας τού Θεού, αυτές όλες οι μορφές αναφοράς τής ψυχής στον Θεό, ξεχύνονται συχνά σε ολόθερμες και πύρινες προσευχές.
Από το βιβλίο ''Αββά Κασσιανού.Συνμιλίες με τους Πατέρες της Ερήμου''Τόμος Α'

..Γέροντας Παύλος ο Σιναίτης ..ο φωτισμένος Ασκητής της Ερήμου ..

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Πως γνώρισα τον Όσιο Παϊσιο και πως ιδρύθηκε το Ησυχαστήριο της Σουρωτής.(Αρχιμ.Πολύκαρπος Ματζάρογλου)

αρχείο λήψης
Του Αρχιμανδρίτη Πολύκαρπου Ματζάρογλου
Το έτος 1965 ήμουν εφημέριος εις τον ιερόν Ναόν της του Θεού Σοφίας Θεσσαλονίκης. Ήταν Κυριακή, ήμουν Λειτουργός και στην αρχή του Όρθρου είδα να στέκονται λίγο πιο μακρυά από το Τέμπλο δύο Μοναχοί. Μου ήσαν άγνωστοι. Είπα στον νεωκόρο να τους βάλη στο Ιερό μέσα για να μην στεναχωρεθούν όταν η Εκκλησία θα γέ­μιζε από τον κόσμο και στους Αίνους κάθησα κοντά τους και ρώτη­σα τον νεώτερο από που ήταν και αν είχαν ανάγκη από βοήθεια, ευχαρίστως να τους συμπαρασταθώ.
Ο νέος ήταν ο π. Βασίλειος Γοντικάκης και ο μεγαλύτερος ό π. Παΐσιος και ασκήτευαν στην Σκήτη των Ιβήρων. Ο π. Παΐσιος ήταν άρρωστος. Μετά την Θεία Λειτουργία παρεκάλεσα τον ιατρό κ. Παπαδημητρακόπουλο, να δη τον π. Παΐσιο ακτινολογικά και την επο­μένη, σε γνωστή μικροβιολόγο, κάναμε εξετάσεις αίματος καί πτυέ­λων. Συγκέντρωσα αυτές τις εξετάσεις και τους πήγα από το ξενοδο­χείο «ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ» που έμεναν, σε γνωστό μου γιατρό φυματιολόγο ο οποίος ήταν Διευθυντής στο Νοσοκομείο Παπανικολάου. Ο γιατρός συνέστησε «Νοσοκομείο και χειρουργική επέμβαση». Έπα­σχε ο π. Παΐσιος από εκτεταμένη βρογχεκτασία του κάτω λοβού του αριστερού πνεύμονας, φυματιώδους αιτιολογίας.
Ωστόσο ο π. Παΐσιος δεν δέχθηκε ούτε το νοσοκομείο ούτε έστω τις σαράντα στρεπτομυκίνες που υπέδειξε ο φυματιολόγος.
«Πάρε μου δύο στρεπτομυκίνες καί 3-4 κουτιά γάλα για να πω πως έκανα θεραπεία και να επιστρέψωμε στο Όρος», μου είπε.
Την επομένη τους πήγα στο πρακτορείο και έφυγαν για το Άγιον Όρος.
Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ήρθε ο π. Παΐσιος στα Γρα­φεία της Μητροπόλεως, όπου εργαζόμουν, μόνος του κρατώντας μια μικρή βαλιτσούλα και μου είπε: «Ήρθα να με πας στο Νοσοκομείο».
Πράγματι ανεζήτησα τον γνωστό μου φυματιολόγο και εκείνος έδωσε εντολή για εισιτήριο «εκτάκτου εισαγωγής» στο «Παπανικο­λάου» την ίδια μέρα, όπου υπεύθυνος χειρουργός ήταν ο κ. Οικονο-μόπουλος και Διευθύνουσα η κ. Χανιωτάκη.
Η επέμβασις καθυστερούσε και τότε κατέφυγα στον πεθερό του χειρούργου τον γνωστό κ. Παπαποστόλου, με το κατάστημα Ια­τρικών Ειδών, και ωρίσθηκε η ημερομηνία του χειρουργείου και συγ­χρόνως μας δόθηκε εντολή για την ανεύρεση δέκα φιαλών αίματος.
Yπάρχει ένα περιστατικό της νέας αναβολής της επεμβάσεως, οφειλόμενο στην ευαισθησία του π. Παϊσίου: Ένα μικρό παιδί νοση­λευόταν στο Νοσοκομείο εκείνο το διάστημα. Είχε μέσα σε κάποιο βρόγχο του ένα φυλλαράκι από πουρνάρι και αυτό το έκανε και υπέ­φερε. Ο π. Παΐσιος έδωσε λοιπόν την σειρά του στο άρρωστο παιδί και η δική του επέμβαση καθυστέρησε και πάλι.
Εδώ θα κάνω μια παρένθεση απαραίτητη για την σύνδεση της γνωριμίας μου με τον π. Παΐσιο και την ίδρυση του Ησυχαστηρίου της Σουρωτής και την ιστορική αλήθεια του όλου θέματος:
Από το έτος 1961 είχα υπό την πνευματική μου καθοδήγηση είκοσι περίπου κοπέλλες οι οποίες είχαν πόθον και ιερή επιθυμία την ίδρυση ενός Ησυχαστηρίου.
Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ήταν ο μακαριστός Παντελεήμων Παπαγεωργίου, πνευματικός μου πατήρ, με του οποίου την υπόδειξη και ευλογία αγοράσθηκε, δαπάναις των ιδίων νεανίδων, αγρόκτημα 13 στρεμμάτων κοντά στο χωριό Φίλυρον Θεσσαλονίκης. Όταν όμως άρχισαν οι προκαταρκτικές εργασίες των εγκαταστάσεων, ο Μητρο­πολίτης ζήτησε επτά μέλη από την «Πνευματική Συντροφιά» και μά­λιστα τις πλέον εγγράμματες να εγγράφουν και να εγκαταβιώσουν στην Μονή του Πανοράματος Θεσσαλονίκης. Καμμία από τις κοπέλ­λες δεν θέλησε να αποχωρισθή από τις υπόλοιπες και η άρνησή των έγινε αφορμή να ανακαλέση ο Μητροπολίτης την ίδρυση της Μονής στην Μητροπολιτική του περιφέρεια.
Συνεχίζω τα της ασθενείας του π. Παϊσίου:
Το αίμα που χρειαζόταν για την εγχείρηση και την συμπαράσταση στην αρρώστεια του π. Παϊσίου, τα εξασφάλισα μέσα από την καλή διάθεση αυτών των πνευματικών μου παιδιών που ενώ δεν ζούσαν σε Μονή, δεν ήσαν καν Μοναχές, έκαναν μοναχικό αγώνα και υπακοή.
Συγχρόνως είχα ορίσει το καθημερινό πρόγραμμα διακονίας του άρρωστου πάλι με τα πνευματικά μου παιδιά.
Στο Νοσοκομείο ο π. Παΐσιος χρειάσθηκε να μείνη περισσότερο από δύο μήνες και επειδή οι τομές ήταν μεγάλες, ο γιατρός υπέδειξε να παραμείνη στην Θεσσαλονίκη ένα μήνα ακόμη. Τον πήγα στο σπί­τι της κ. Αντωνίας Καλογεροπούλου η οποία εξωμολογείτο σε μένα και ευχαρίστως δέχθηκε να τον φιλοξενήση και να τον φροντίση.
Όπως είναι φυσικό αυτή η περιπέτεια της ασθενείας του π. Παϊ­σίου και η τόσο μεγάλη επικοινωνία μαζί του, μου έδωσαν την καρ­διακή άνεση να του ακουμπήσω το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώ­πιζα με τις νεανίδες και την ίδρυση του Ησυχαστηρίου. Μάλιστα συ­γκέντρωσα τις αδελφές παρόντος του π. Παϊσίου (ήταν ακόμη στην οικία της κ. Καλογεροπούλου ασθενής) και είπα την αρνητική απάντηση του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κυρού Παντελεήμονος Παπαγεωργίου.
Ο π. Παΐσιος επρότεινε να μιλήση σε έναν Ιερομόναχο γνωστό του τον π. Αγαθάγγελο Παρλάντζα και εκείνος θα πρότεινε στον Μη­τροπολίτη Κασσανδρείας, κυρό Συνέσιο Βισβίνη, στου οποίου την Μητρόπολη υπηρετούσε, να ιδρυθή εκεί το Ησυχαστήριο. Πράγματι σε δεκαπέντε ήμερες ήλθε θετική απάντηση από τον Μητροπολίτη Κασσανδρείας κυρό Συνέσιο Βισβίνη.
Συνεφωνήθη δε όπως εγώ παραμείνω στην αφάνεια δια να μην λυ-πηθή ο άγιος Θεσσαλονίκης (Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγε-ωργίου) και σε κατάλληλο καιρό να ζητήσω απολυτήριο και να διο­ρισθώ στην Επαρχία Κασσανδρείας, κοντά κάπου στο Ησυχαστή­ριο για να κατευθύνω τις Αδελφές.
Ας σημειωθή ότι όλα αυτά δι’ επιστολής μου τα εγνώρισα στον Μητροπολίτη Κασσανδρείας.
Ο π. Αγαθάγγελος με τον Ιερομόναχο π. Θεόκλητο Μπόλκα εντόπισαν ένα αγροτεμάχιο οκτώ στρεμμάτων περίπου στην Σουρωτή, ήρθαν σε επικοινωνία μαζί μου, είδα το κτήμα και καταλήξαμε στην αγορά του.
Αυτή την εποχή, ενώ δηλαδή ο π. Παΐσιος δεν είχε φύγει ακόμη στο Άγιον Όρος, μία των ημερών, πήγαμε μαζί στο Ησυχαστήριο της αγίας Μαγδαληνής στον Πολύγυρο όπου εγκαταβιούσαν οι Ιερομό­ναχοι και συνέπεσε να συναντηθούμε με τον Μητροπολίτη Κασσαν­δρείας ο οποίος και ζήτησε να μάθη ποιοι είμασταν και ρώτησε πρώτα τον π. Παΐσιο:
– Εσείς;
– Μοναχός Παΐσιος Σιναΐτης. Έζησα στο Σινά επί Μητροπολίτου Πορφυρίου.
– Εσείς; (Ρώτησε εμένα).
– π. Πολύκαρπος Ματζάρογλου…
– Α! Ναι, σας γνωρίζω από τους πατέρες και την επιστολή σας. Δεν έχω καμμιά αντίρρηση για την ίδρυση του Ησυχαστηρίου.
Μετά μερικές ήμερες πήγα πάλι στον Πολύγυρο, στην Μητρόπο­λη, όπου ο Μητροπολίτης είχε έτοιμο το έγγραφο αδείας ανεγέρσε­ως κελλιών και ενός Ναού και το παρέδωσε στα χέρια μου.
Τα σχέδια για την αρχική πτέρυγα του Ησυχαστηρίου τα έκανε ένας Γερμανός αρχιτέκτων ονόματι Σωτήρης, προστατευόμενος του π. Θεοκλήτου, πάντα με συνεργασία μαζί μου. Και τα σχέδια του Κα-θολικού παρεκάλεσα να τα κάνη ο αδελφός της Γερόντισσας Μαριάμ Πολυχρονιάδου την οποία είχα πάρει στην εν τω κόσμω Πνευματική Συντροφιά, γιατί ζούσε στο σπίτι της, στην Έδεσσα. (Ήταν πρώην Ηγουμένη στην Ι. Μονή της Αγίας Τριάδος Εδέσσης).
Ο Βασίλης Πολυχρονιάδης ήταν εμπειροτέχνης ναοδόμος της Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης και Πέλλης.
Την ανέγερση τόσον του Ναού όσον και της αρχικής πτέρυγας των κελλιών ανέλαβε ως εργολάβος ο Ματθαίος Ελευθεριάδης, γαμβρός της αδελφής Μαρίας Παντέλογλου.
Ανοίξαμε με τις Αδελφές ένα λογαριασμό στην Τράπεζα κοινό και συνεβάλαμε όλοι κατά την οικονομική δύναμη του καθενός. Είχαμε εξουσιοδοτήσει την Μαρία Παντέλογλου για να κάνη τις πλη­ρωμές.
Ο π. Αγαθάγγελος πολύ συχνά κατέβαινε στην Θεσσαλονίκη για την συνεργασία μαζί μου και την παρακολούθηση των εργασιών.
Τον Οκτώβριο του 1967 δέκα αδελφές εγκαταστάθηκαν στην Μο­νή.
Το 1970 ανέλαβα καθήκοντα Εφημερίου, Ιεροκήρυκος, Πνευμα­τικού και Αρχιερατικού Επιτρόπου στην ενορία Αγίου Γεωργίου Βασιλικών και συγχρόνως Πνευματικού πατρός και Καθοδηγητού εις το Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος» δι’ εγγράφου υπ’ αριθ. 618/3-7-1970 της Ιεράς Μητροπόλεως Κασσαν-δρείας.
Στο μεσοδιάστημα από της εγκαταστάσεως των πρώτων Αδελφών έως του διορισμού μου, ανέβαινα στο Ησυχαστήριον και επέβλεπα και ανελάμβανα όλες τις ανάγκες της Αδελφότητος υλικές και πνευ­ματικές μέχρι λεπτομερείας και κατηύθυνα την Αδελφότητα.
Μια μικρή αναφορά θα κάνω πως αντιμετώπισα τις βασικές ανά­γκες του Ησυχαστηρίου για την καλή του λειτουργία.
Νερό:
Δεν υπήρχε παρά μια πηγή με υπόξινο νερό κάτω από την Μονή περίπου 800 μ. απόσταση, όπου αργότερα κάναμε δεξαμενή συλ­λογής του υπάρχοντος νερού και με αντλία το ανεβάσαμε στο Μοναστήρι. Ήταν ακατάλληλο προς πόση αλλά το χρησιμοποιούσαμε για πότισμα και άλλες ανάγκες. Καλό νερό απέκτησε ή Μονή αφού εξα­σφάλισα πρώτα την ηλεκτροδότηση.
Ηλεκτροδότηση:
Εγνώριζα τον κ. Κίτσο Γεώργιο, Περιφερειάρχη Μακεδονίας-Θράκης της ΔΕΗ, και με την βοήθεια του κ. Κίτσου τοποθετήθηκαν κολώνες από το χωριό Σουρωτή μέχρι το Ησυχαστήριο και έτσι απο­κτήσαμε το ρεύμα.
Όταν ήρθε το ρεύμα στην Μονή, μπορέσαμε να ανεβάσωμε και καλό νερό. Από τον κεντρικό αγωγό νερού της Κοινότητος Σουρωτής, ιδία δαπάνη της Μονής, και με την βοήθεια του τότε Προέδρου κ. Τζώλα, μεταφέραμε με σωληνώσεις το νερό στην Μονή.
Δρόμος:
Υπήρχε μόνον ένα μικρό μονοπάτι από την κεντρική αρτηρία μέ­χρι το Ησυχαστήριο και οι δυσκολίες ήταν πολλές. Ενθυμούμαι ότι με κάλεσε ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας και με ρώτησε αν έχωμε καμμιά ανάγκη στη Μονή που θα μπορούσε να την κάνη ο Στρατός, γιατί του το πρότεινε ο Διοικητής του 561 Τάγματος κ. Γκότσης που η Έδρα του ήταν στο Σέδες.
Του ανέφερα την ανάγκη του δρόμου και μου ενεχείρισε την κάρ­τα του Στρατηγού και μου είπε:
– Πήγαινε μόνος σου να συννενοηθής…
Όπερ και έπραξα. Πράγματι δέκα μέρες μετά την επίσκεψη μου στη Θέρμη, προσγειώθηκε στον γύρω χώρο της Μονής ένα ελικόπτε­ρο και κατέβηκε ειδικός στρατιωτικός ο οποίος και χάραξε τον «φι­δωτό δρόμο» από την κεντρική αρτηρία έως την Μονή και σε ένα μήνα μας παρέδωσαν τον δρόμο, φυσικά χωματόδρομο. Αργότερα το 1972 μου ήταν γνωστός ο Υπουργός Δημοσίων Έργων, κ. Ζαρντινίδης στον οποίον κατέφυγα και εκείνος προέβη στην ασφαλτόστρωση του υπάρχοντος δρόμου.
Ο π. Παΐσιος από καιρού εις καιρόν κατέβαινε από το Άγιον Όρος και έμενε στην Μονή για λίγο. Ήδη εγώ εμένα στα Βασιλικά Θεσσαλονίκης και τον συναντούσα στο Ησυχαστήριο. Ουδέποτε ο π. Παΐσιος ανεμείχθη στις κτιριακές ή άλλες υλικές υποθέσεις. Η προσφορά του ήταν καθαρά πνευματική αλλά πάντοτε με πολύ καλή επι­κοινωνία μαζί μου, χωρίς ποτέ να παίρνη καμμιά πρωτοβουλία αν δεν μιλούσε πρώτα και τις λεπτομέρειες των θεμάτων μαζί μου.
Μετά το 1970 που μπορούσα άνετα να ανεβαίνω στην Μονή προ­σθέσαμε και τα υπόλοιπα κτίσματα, τον Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, το Αγιογραφείο, την Δεξαμενή και ένα καλυβάκι στο βουνό για να μένη όταν ερχόταν ό π. Παΐσιος. Επειδή αυξήθηκε πολύ ο αριθμός των Μοναζουσών, κάναμε πρώτα προσθήκη ενός ορόφου στην ήδη υπάρχουσα πτέρυγα κελλιών και πολύ αργότερα την νέα πτέρυγα με τον Ναό των Αρχαγγέλων.
Το 1972 μεταφέρθηκα μονίμως στην Μονή όπου εξωμολογούσα πλήθος προσκυνητών.
Το έτος 1974 ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας δια του υπ’ αριθ. 7/10-1-1974 εγγράφου του μου αναθέτει να προβαίνω εις την χειρο-θεσίαν ρασοφόρων μικροσχήμων και μεγαλοσχήμων εκ των ασκου­μένων εν τω Ησυχαστηρίω του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Προς πίστωσιν τούτου υπάρχει εν ημίν και έτερον έγγραφον του Ησυχα­στηρίου (1-2-1974) προς τον Μητροπολίτην Κασσανδρείας δια του οποίου η υπογράφουσα Καθηγουμένη Φιλοθέη Σαμαρά αιτείται την ευλογίαν του Μητροπολίτου δια να εγγραφή εις το Μοναχολόγιο του Ησυχαστηρίου μία μοναχή. Το έγγραφο γράφει ακριβώς: «η δόκιμος Σοφία Ακριτίδου χειροθετηθείσα υπό του Πνευματικού ημών πατρός Πολυκάρπου Ματζάρογλου -βάσει του υπ’ αριθμ. 7/10-1-1974 Υμε­τέρου εγγράφου- μετονομασθείσα Συγκλητική…».
Πλήθος αποδεικτικών γραπτών στοιχείων υπάρχει παρ’ ημίν δια την γνησιότητα της κτιτορικής ιδιότητος μου στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Σουρωτής και της πνευματικής μου πατρότητας επί 22 συναπτά έτη στην Αδελφότητα του Ησυχαστηρί­ου (από το 1961 εν τω κόσμω ακόμη, μέχρι το έτος 1983).
Θα καταθέσω μόνον την ομολογία του ιδίου του π. Παϊσίου όπως την γράφει στο βιβλίο του «Ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης» στην έκδοση του Ησυχαστηρίου της Σουρωτής του έτους 1975:
Σελίς 8 γράφει: «…ο φίλος μου πατήρ Πολύκαρπος -ο Κτίτωρ και Γέροντας της Μονής αυτής-……»
Σελίς 11 γράφει: «… είχε παρουσιασθή σε μια αδελφή ο Πατήρ Αρσένιος καθώς και σε άλλη -όπως θα αναφέρω λεπτομερώς- και ο Πνευματικός, όταν τα έμαθε, αφού θόλωσε τα νερά στις αδελφές για να μη βλαφθούν, επικοινώνησε μαζί μου. Του απήντησα και πά­λι να τα αφήσουμε στον Θεό, χωρίς να γίνη λόγος».
Αυτές βέβαια οι μαρτυρίες του ιδίου του π. Παϊσίου αλλοιώθηκαν στις επόμενες εκδόσεις του βιβλίου αυτού και το όνομα π. Πολύκαρ­πος δεν αναφέρεται καν.
Διαμένων εις την Ιεράν Μονήν της «Παναγίας του Έβρου» 28 έτη (1983-2010), έλυσα την σιωπήν μου, όχι δια να δικαιωθώ εκ των ανθρώπων, η δικαιοσύνη και το έλεος του Θεού είναι τα ποθούμενα, αλλά πρώτον για την ιστορική αλήθεια:
α) Ποιος εγνώρισε τον π. Παΐσιο και πως τον συνέδεσε με την Αδελφότητα της Σουρωτής.
β) Ποιος συγκέντρωσε το έμψυχο υλικό του Ησυχαστηρίου και από πότε.
γ) Ποιος ίδρυσε εξ αρχής μέχρι το έτος 1983 το Ησυχαστήριο κτι­ριακά.
Και δεύτερον για τον τερματισμό του σκανδαλισμού χιλιάδων πι­στών, εκ του πλήθους των σκόπιμων ιστορικών αναληθειών που κυ­κλοφορούν εκ του Ησυχαστηρίου της Σουρωτής με αποτέλεσμα την πνευματικήν ζημίαν.

*Εν τη Ι. Μονή Παναγία του Έβρου-Εορτή του Τιμίου Σταυρού 2010
ΟΗΓΗ.Ι.Μ.ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ

π. Μάρκελλε, να βεβαιώνει την ύπαρξη των γυμνών ασκητών

aoratoiaskites

Έχουμε ακούσει τον Γέροντα Παίσιο. π. Μάρκελλε, να βεβαιώνει την ύπαρξη των γυμνών ασκητών την συνεχή, καθώς αναπληρώνονται κατά θαυμαστό τρόπον οι εις Κύριον απερχόμενοι εξ αυτών. Θα έχετε ακούσει κι εσείς ασφαλώς πολλά. Μιλήστε μας για αυτούς, αλλά και για άλλα απλά και απλοϊκά γεροντάκια πού έζησαν στο Περιβόλι της Παναγίας και το κατεκόσμησαν ωσάν άνθη μυρίπνοα, πνευματικά.
Γ.Μ.: Για τούς αοράτους γυμνούς ασκητές, έχουμε πράγματι ακούσει πολλά. Μ.Μ.: Όπως:
Γ.Μ.: Να σάς πω μίαν ιστορία τους: Ήταν ένας δόκιμος, Ιωάννης το όνομα του, τον όποιον είχε υποτακτικό ένα Γέροντα πολύ σκληρό. Ό Ιωάννης δεν αναπαυόταν κοντά του, γιατί δεν τον βοηθούσε πνευματικά να βρει τη νοερά προσευχή, τον δυσκόλευε στην άσκηση κλπ.. Πήγε λοιπόν ό Ιωάννης -επειδή ήτο φιλότιμο παιδί και ήθελε να προκόψει στην αρετή- κι έκανε Πνευματικό έναν άλλο Γέροντα στα Καυσοκαλύβια. Αυτός τον συμβούλευσε να σηκώνεται τη νύκτα, την ώρα πού κοιμόταν ό Γέροντας του και να κάνει τότε τα πνευματικά του καθήκοντα, τον αγώνα του. Πράγματι ό Ιωάννης σηκωνόταν τη νύκτα και αγωνιζόταν  κρυφά. Όμως ό Γέροντας του τον πήρε είδηση και τον μάλωσε, γιατί κάνει άλλα από αυτά πού τον πρόσταξε αυτός. Τί να κάνει ό Ιωάννης, αποφάσισε να σηκώνεται  να φεύγει τις νύκτες για να μη τον παίρνει είδηση ό Γέροντας.
 Σηκωνόταν λοιπόν μόλις κοιμόταν ό Γέροντας του και πήγαινε στο Κυριάκο της σκήτης κι εκεί έξω ‘από τον νάρθηκα έκανε μετάνοιες, προσευχές, αγρυπνούσε με άσκηση και κόπο πολύ. ‘ Μία βράδια εκεί πού προσευχόταν, βλέπει να έρχεται ένας από αυτούς τούς γυμνούς ασκητές, αρκετά ηλικιωμένος. Πλησιάζει ό ασπρομάλλης αυτός Γέροντας χωρίς να δει τον Ιωάννη -γιατί ήτο σκοτάδι- στέκεται μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας, την σταυρώνει κ ή πόρτα ανοίγει! Μπαίνει, προχωρεί στο κέντρο του ναού, πέφτει στα γόνατα, σηκώνει τα χέρια προς τον ουρανό και αρχίζει να προσεύχεται μεγαλοφώνως. 
Προσευχόταν ώρα πολλή. Όταν τελείωσε, βγαίνει έξω, σταυρώνει πάλι την πόρτα και ή πόρτα κλείνει! Σαν να μη μπει και να μη βγήκε κανείς… Ξεκινά και παίρνει τον δρόμο ανηφορικά, να πάει στην κορυφή του ‘Άθωνας. Μόλις είδε όλα αυτά ό Ιωάννης, λέει συγκλονισμένος μέσα του. Να, αυτός είναι Γέροντας για μένα. Αυτόν θα επακολουθήσω. Τον παίρνει λοιπόν κατά πόδα. Μπροστά ό  γέροντας, πίσω ό υποτακτικός σε αρκετή απόσταση,« να μη τον καταλάβει. 
Λίγο πριν φθάσουν στην Παναγία -ένα εκκλησάκι κάτω από την αθωνική κορυφή όπου σταματούν συνήθως οι προσκυνηταί για να ξεκουραστούν λίγο ή να περάσουν τη νύκτα- φοβήθηκε ό Ιωάννης μη τυχόν πάρει άλλο μονοπάτι ό Γέροντας κα τον χάσει. Τάχυνε λοιπόν το βήμα για να τον φθάσει, για να πάρει την ευχή του και να του ζητήσει να τον κάνει υποτακτικό. Μόλις τον πλησίασε, τον κατάλαβε ό Γέροντα! ασκητής. Σταματάει λοιπόν, γυρνάει και του λέει κάπως «άγρια»:
–           Που πηγαίνεις;
–           Γέροντα, ήλθα να πάρω την ευχή σου. Σε παρακαλά να με πάρεις δόκιμο κοντά σου, γιατί δεν αναπαύομαι στον Γέροντα μου.
–           Εκεί πού μένουμε εμείς, είναι πολύ δύσκολες οι συνθήκες. Δεν μπορείς να ζήσεις εκεί. Θα πάς πίσω στον Γέροντα σου.
–           Μα ό Γέροντας μου με πιέζει πολύ. Έχω πολλές δυσκολίες, άγιε Γέροντα.
–           Όχι, παιδί μου, εκεί θα πάς. Εκεί θα μείνεις και από εκεί θα βρεις τον παράδεισο.
–           Να ‘ναι ευλογημένο. Εφ’ όσον δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, να ‘ναι ευλογημένο. Θα γυρίσω πάλι πίσω
Παίρνει την ευχή και κάνει να φύγει. Τον φωνάζει ο ασκητής. Με λαχτάρα γυρίζει και ακούει να του λέει:  Πρόσεξε, παιδί μου, ετοιμάσου γιατί σε λίγο καιρό θα φύγεις από αυτό τον κόσμο και θα φύγεις μέσα από αυτή την υπακοή. Δεν θα αλλάξεις Γέροντα.  – Να ναι ευλογημένο, λέει πάλι ό Ιωάννης. Κατεβαίνει, πάει στον Πνευματικό του, έτσι κι έτσι του λέει βρήκα έναν αόρατο γυμνό ασκητή και του ζήτησα να με κάνει υποτακτικό του, αλλά αυτός μου είπε κάνω υπακοή και να παραμείνω στον Γέροντα μου και σε λίγες ήμερες μου είπε ότι θα φύγω από αυτό τον κόσμο. Όπως σου είπε έτσι θα κάνεις και έτσι θα γίνει, του είπε ό Πνευματικός του. Πράγματι σε λίγο διάστημα τελείωσε ό δόκιμος Ιωάννης, εκοιμήθη! 
Όταν ηλθε ή ώρα και έκαναν την εκταφή, από την αγία κάρα του έτρεχε μύρο! Τα έχασαν οι Γεροντάδες. Τόσο νέος υποτακτικός, μάλιστα δόκιμος και όμως απέκτησε  την χάρη! Με αυτό το περιστατικό βλέπετε τί σημαίνει υπακοή. Δίπλα σ’ αυτόν τον σκληρό Γέροντα και όμως από εκεί θα πάς στον παράδεισο, του είπε ό ασκητής.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.    ΛΌΓΟΣ ΑΘΩΝΑΣ ΤΕΥΧΟΣ 10 ΠΕΙΡΑ ΠΑΤΕΡΩΝ.

«Εις μνημόσυνον Γέροντος Αθανασίου Φακίνου».

Εισαγωγικά.
Συμπληρώνονται σήμερα,Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015,δύο χρόνια από την κοίμηση του Γέροντος Αθανασίου Φακίνου.Ο μακαριστός Γέροντας Αθανάσιος υπηρέτησε την Εκκλησία για πάνω από σαράντα  χρόνια,διακονώντας αυτή από την τοπική εκκλησία της Άρτας.Η κοίμηση του π.Αθανασίου άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό και έκανε πολλούς  να νιώσουν σε βάθος και πλάτος τον  βαθύ πόνο  της πνευματικής ορφάνιας. Κάθε φορά που η στρατευομένη εκκλησία στερείται μελών « πεπλησμένων σοφίας, πείρας εκκλησιαστικής και εκκλησιαστικού φρονήματος» αισθανόμαστε, όσοι μένουμε πίσω, περισσότερο και την αναξιότητά μας και την ελάχιστότητά μας.
Αναδημοσιεύουμε στη συνέχεια παλιότερο αφιερωματικό άρθρο μας ως έλάχιστο φόρο τιμής στον μακαριστό Γέροντα.
Ευχόμαστε ο δικαιοκρίτης Θεός να αναπαύσει εν «σκηναίς δικαίων» τον μακαριστό Γέροντα και να είναι η μνήμη του αιωνία και άληστος.
π.Δημήτριος Αθανασίου
1194244
Έγνων  εν Άρτη άνθρωπον του Θεού..
Η σύγχρονη ποιμαντική ωφελείται τα μέγιστα αν αναζητά  μέσα στο ιστορικό «παρόν» της Εκκλησίας, πρότυπα  στους δρόμους της διακονίας του λαού του Θεού.
Γράφει χαρακτηριστικά  ένας από τους σύγχρονους υπηρέτες του ποιμαντικού στοχασμού.
«…πολλά ρυάκια ποτίζουν το πνευματικό έδαφος της πατρίδος μας, όχι μόνο τα παλιότερα χρόνια, αλλά και κατά τους τελευταίους δύσκολους καιρούς. Τα περισσότερα από αυτά είναι άγνωστα, οι πολλοί δεν τα προσέχουν και οι αρμόδιοι δεν τα παρουσιάζουν… Κοινό γνώρισμά τους είναι ότι αγάπησαν ιδιαίτερα τον Σαρκωμένο Θεό, ένιωσαν βαθιά το μήνυμά του και προσπάθησαν να το μεταδώσουν ζωντανό στον διψασμένο κόσμο…Κάτι τέτοιες πνευματικές καταβολές πρέπει να τις προσέχει ιδιαίτερα η ιστορία και η ιστοριογραφία.Η τελευταία δεν συντίθεται μόνο από το υλικό επισήμων αρχείων και διοικητικών πράξεων. Την υφαίνουν μάλλον οι ήρεμες και γόνιμες  προσφορές των αληθινών εκείνων ανθρώπων που λαχτάρησαν τον Θεό κι έζησαν γνήσια το Ευαγγέλιο και το μετέδωσαν ως Ορθοδοξία και Ορθοπραξία..»(π.ΗλίαςΜαστρογιαννόπουλος).
Ο ερευνητής στέκεται με σεβασμό και ευλάβεια στα άγνωστα αυτά «ρυάκια», τους πατέρες αυτούς δηλαδή που προικισμένοι με το χάρισμα της πνευματικής αναγέννησης και καθοδήγησης ψυχών, υιοθέτησαν το ορθόδοξο ήθος των παλιότερων και έγιναν σύγχρονοι πατέρες, σύμβουλοι της νεοελληνικής οικογένειας, ποτίζοντας με τα νάματα της Χάριτος του Χριστού ανθρώπινες διψασμένες ψυχές.
Οι ιερές  μνήμες της ζωής τους λειτουργούν στην συνείδησή μας παραμυθητικά, θεραπευτικά, διδακτικά και αναζωογονητικά.
Στην κατηγορία αυτή των νεότερων καθηγητικών μορφών, που συνέχισαν την μακραίωνη παράδοση της πνευματικής πατρότητας, ανήκει και η προσωπικότητα του πολυσέβαστου μακαριστού Γέροντος π. Αθανασίου Φακίνου.
Ό,τι γράφεται στην συνέχεια είναι μία πρώτη προσπάθεια σκιαγράφησης της πνευματικής προσωπικότητας του μακαριστού Γέροντα. Βασίζεται αποκλειστικά σε προσωπικές εμπειρίες και πληροφορίες του γράφοντα,χωρίς  την παρουσίαση γεγονότων, μαρτυριών  και εμπειριών άλλων προσώπων για την αποφυγή ποικίλλων παρεξηγήσεων και ενστάσεων.
Έτσι δεν παρουσιάζουμε το χάρισμα της προσευχής, το χάρισμα των ιαμάτων από σοβαρές πνευματικές ασθένειες και άλλα χαρίσματα του Γέροντα. Ίσως μελλοντική έρευνα και καταγραφή μάς δώσει την ευκαιρία να γνωρίσουμε και αυτές τις πτυχές της προσωπικότητας του μακαριστού πατρός.
Γι’ αυτό λοιπόν, εκ προοιμίου, η προσπάθεια αυτή είναι ΑΤΕΛΗΣ.
Αποτελεί όμως μία πρώτη απόπειρα σκιαγραφήσεως της πνευματικής-ποιμαντικής φυσιογνωμίας του μακαριστού Γέροντα.
Αυτό πιστεύουμε ότι επιβάλλεται στις μέρες μας, καθότι τέτοιες  προσωπικότητες αποτελούν σύγχρονο πνευματικό θησαύρισμα  και ο τρόπος της διακονίας τους αποτελεί παρακαταθήκη ζωής και μεγάλη πνευματική κληρονομιά προς αξιοποίηση  και  για εκείνους που συνεχίζουν το έργο τους και για όσους τις γνώρισαν.
Η έννοια του Γέροντος
Αρχικά η έννοια και ο θεσμός του Γέροντος ή Αββά ήταν συνδεδεμένος με τον μοναχικό βίο. Ο κάθε υποψήφιος ή δόκιμος μοναχός(ο υποτακτικός) είχε τον Γέροντά του δηλ.έναν έμπειρο και σοφό παλιότερο μοναχό για να τον καθοδηγεί στον ασκητικό βίο. Σε αυτόν όφειλε απόλυτη υπακοή.
Κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες ο όρος «Γέροντας» έκανε δυναμικά την εμφάνισή του και με διαφορετική από την καθιερωμένη έννοια. Αποδόθηκε σε μοναχούς ή ιερομονάχους (αλλά και σε εγγάμους πρεσβυτέρους)  των οποίων η πνευματική επίδραση επεκτάθηκε σε μικρότερο ή ευρύτερο  κύκλο και εκτός των μονών ή των Ησυχαστηρίων τους, των οποίων ο ένθεος βίος, η δράση τους και τα χαρίσματά τους έτυχαν της αποδοχής μεγάλου αριθμού χριστιανών.
Ο καθηγητής Ευάγγελος Λέκκος σημειώνει τα εξής στοιχεία, που συνετέλεσαν στην εμφάνιση του φαινομένου αυτού.
1.«Όλοι τους αγωνίστηκαν σκληρά στον πνευματικό στίβο με προσευχές, νηστείες, ασκήσεις, υπακοή και ακτημοσύνη.
2.Καρπός αυτών των αγώνων υπήρξε η επίσκεψη της Θείας Χάριτος και η προίκισή τους με ποικίλα χαρίσματα, ένα από τα οποία ήταν το διορατικό. Το χάρισμα αυτό τους καθιστά ικανούς να διεισδύουν στην συνείδηση του ανθρώπου, να αντιλαμβάνονται τα συναισθήματα και τις σκέψεις, να κάνουν διάγνωση πνευματικών ασθενειών κ.λ.π.
3.Αρκετοί από αυτούς έγραψαν ή είπαν λόγια απλά μεν αλλά συγχρόνως σοφίας αποστάγματα, που καταγράφτηκαν ποικιλοτρόπως και αποτελούν προσφιλές ανάγνωσμα πολλών χριστιανών»
5921981_orig
Η κοίμηση του π.Αθανασίου
Την Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013 η στρατευομένη τοπική Εκκλησία της Άρτας απώλεσε ένα εκλεκτό της μέλος και την Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013 προέπεμψε στο αιώνιο ταξίδι τον π. Αθανάσιο Φακίνο. Τον oπλίτη και γενναίο αξιωματικό «παρατάξεως Κυρίου», τον κατακτητή των καρδιών, τον σοφό και συνετό γέροντα  με  την γλυκύτητα της απλότητας και την θερμότητα της οικειότητας, τον πνευματικό πατέρα με την συγκινητική μειλιχιότητα.
Ο Κύριος τον κάλεσε κοντά Του. Και εκείνος “ έτεινεν ευήκοον το ούς “, έκανε υπακοή, όπως πάντοτε, στην κλήση του Κυρίου Του και έσπευσε αθόρυβα, καρτερικά, ταπεινά και ειρηνικά για να αναπαυθεί στην πατρική Του αγκαλιά με την προσδοκία της αναστάσεως και της ζωής του μέλλοντος αιώνος κάνοντας πράξη τους παύλειους λόγους  «Εμοί γαρ το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος» ( Φιλ. Α’, 21) και «εάν τε ζώμεν εάν τε αποθνήσκομεν, του Κυρίου εσμέν» (Ρωμ. 14, 8) και γνωρίζοντας καλά τους λόγους αυτούς  του Αγίου Μαξίμου του ομολογητού «Σκιά θανάτου εστίν η ανθρώπινη ζωή. Ει τις ούνεστι μετά του Θεού και Θεός μετ’αυτούεστιν, ούτως δύναται ειπείν εναργώς το, εάν και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ’εμού ει».
Πορεία διακονίας
article_13235_33078
Ο π.Αθανάσιος, κατά κόσμον Μιχαήλ Φακίνος, γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου το 1935 στο Μαρούσι Αττικής.
Πτυχιούχος της Μέσης Εμπορικής Σχολής Αθηνών και του Ανωτέρου Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου Πατρών, χειροτονήθηκε  Διάκονος την 26ην Οκτωβρίου 1965, Πρεσβύτερος δε την 5ην Δεκεμβρίου 1965 από τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη  Άρτης Ιγνάτιο  Γ΄, του οποίου υπήρξε άμεσος συνεργάτης επί σειρά ετών, διακονώντας την τοπική Εκκλησία τόσο στον πνευματικό τομέα, όσο και στο Διοικητικό μιας και διετέλεσε  Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Μητροπόλεως  Άρτης. Ο ίδιος διηγείται:
«Από το 1965, όπου εγκατέλειψα την Δ.Ε.Η και μέχρι το τέλος του έτους 2000  υπηρέτησα την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος στην Ιερά Μητρόπολη Άρτας, ακολουθώντας τα βήματα του σεπτού και αξίου Ιεράρχου Αργολίδος κ.κ.Ιακώβου, εξ Αμαρουσίου καταγομένου, τότε Ιεροκήρυκος της Ι.Μ.Άρτης, μετά του οποίου τα έτη 1957-1962 είχαμε στο Μαρούσι αρκετά σοβαρή και αγαστή συνεργασία στα Κατηχητικά σχολεία, Ομάδες, Κύκλους,  Κατασκηνώσεις κ.λ.π. Έτσι αντί να πάω στην Λάρισα, όπου από επταετίας ήδη ευρίσκετο ο 1ος των Καππαδοκών π.ΑθανάσιοςΜυτηλιναίος,  προτίμησα την Άρτα, όχι γιατί δεν μου άρεσε η Λάρισα, αλλά γιατί μου άρεσε η Δυτική Ελλάδα από την Ανατολικήν. Έτσι λοιπόν ως τρίτος Καππαδόκης έμεινα κοντά στον δεύτερο Καππαδόκη, τον αγαπητόν μου π.Ιάκωβο τον οποίο εκτιμώ βαθύτατα, καίτοι αργότερον ευρέθημεν και πάλι απομακρυσμένοι….
Από το έτος 1965 έως και του έτους 2000 υπηρέτησα:
-Ως έκτακτος εφημέριος των ενοριών Αγ.Κων/νου Χαλκιάδων, Αγ.Γεωργίου Κομποτίου, Παντοκράτορος Άρτας, Αγ.Γεωργίου Άρτας,  Αγ.Θεοδώρας Άρτας, Κυψέλης Άρτας καθώς και της Ιεράς Μονής Φανερωμένης Άρτας.
-Ως έκτακτος εφημέριος και ηγούμενος των Ιερών Μονών Θεοτοκίου και Μελατών.
-Ως Κατηχητής των κατηχητικών σχολείων κατωτέρου, μέσου και ανωτέρου.
-Ως έκτακτος και αναπληρωματικός ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Άρτας.
-Ως εξομολόγος και πνευματικός σε όλες τις ενορίες της Μητροπόλεως και των Ιερών γυναικείων Μονών της.
-Ως ομαδάρχης, υπαρχηγός και αρχηγός των εκκλησιαστικών κατασκηνώσεων.
-Ως ταμίας-μέλος και έκτακτος πρόεδρος του Γενικού Φιλοπτώχου ταμείου της Ιεράς Μητροπόλεως Άρτας.
-Ως Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Μητροπόλεως Άρτης.
-Ως μέλος της  Εκκλησιαστικής  αντιπροσωπείας  κατά την μετακομιδή των λειψάνων του Αγίου Μαξίμου του Γραικού από την Ρωσία στο Άγιο Όρος.
Πτυχές της πνευματικής του προσωπογραφίας
«Ιδού τούτο έγνωκα, ότι συ άνθρωπος ει του Θεού,  και ρήμα Κυρίου εν τω στόματί σου αληθινόν (Γ  Βας. ιζ , 24).
Το χωρίο  αυτό, αποτυπώνει ανάγλυφα, κατά τον καλύτερο  τρόπον το κυρίαρχο στοιχείο
της προσωπικότητας του μακαριστού γέροντα Αθανασίου.
«Ιδού τούτο έγνωκα, ότι συ άνθρωπος ει του Θεού, και ρήμα Κυρίου εν τω στόματί σου αληθινόν» (Γ  Βασ. ιζ , 24). Γιατί τι άλλο μαρτυρούν όσοι τον γνώρισαν; Τι άλλο παρά το ότι ο αοίδιμος υπήρξε άνθρωπος του Θεού  «πορευόμενος εν αληθεία και κηρύττων ου λόγοιςμόνοις, αλλά και έργοις και πράξεσι »το Ευαγγέλιον της σωτηρίας.
Ο  μακαριστός Γέροντας Αθανάσιος, «λευκανθείς ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ διακονίᾳ», διήλθε την ζωή  του, σύμφωνα με τον Αποστολικό λόγο, κατάλληλα προσαρμοζόμενο
“ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν ΠνεύματιἉγίῳ, ἐν ἀγάπῃἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳἀληθείας, ἐν δυνάμειΘεοῦ, διά τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καίἀριστερῶν, διά δόξης καί ἀτιμίας, διά δυσφημίας καί εὐφημίας, ὡς πλάνος καί ἀληθής, ὡς ἀγνοούμενος καί ἐπιγινωσκόμενος, ὡς ἀποθνήσκων καί ἰδού ζῶν, ὡς παιδευόμενος καί μή θανατούμενος” (Πρβλ. Β´ Κορ. 6, 4-9),.
Η ζωή του ήταν γεμάτη από διακυμάνσεις, πολύ αγώνα και διαρκείς θυσίες.
Από τα  77 χρόνια  της επίγειας  πορείας  του , οι 40  ήταν χρόνοι εκκλησιαστικής  διακονίας. Μιας διακονίας « ἐν φόβῳ Θεοῦ, ἐν ὑψηλῇ αἰσθήσει τοῦ καθήκοντος καὶ ἐν πλησμονῇ ἀγάπης διὰ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ διὰ τὸν ἄνθρωπον»  είτε από την θέση του Ιεροκήρυκα, είτε από την θέση του εξομολόγου-πνευματικού.
Μίας διακονίας σταυροαναστάσιμης, πλήρους χαρμολύπης , «ἐν δυνάμει Θεοῦ, … διὰ δόξης κα ὶἀτιμίας» (Β΄ Κορ. 6: 7-8),όπως είναι η διακονία των γνησίων εργατών του Ευαγγελίου, των πιστών οικονόμων της Χάριτος.
Ο χαρακτήρας του Γέροντα
Σαν χαρακτήρας  διακρινόταν για την κατά Χριστό  ταπείνωση, και για τις συναφείς προς αυτή αρετές της σεμνότητας, της προσήνειας , της ειλικρινείας και της γνησιότητας.
Μεγάλη υπήρξε  εν προκειμένω και η επίδραση των ευλαβών και ευσεβών γονέων του  στον χαρακτήρα του, οι οποίοι του  μετέδωσαν από την παιδική  ηλικία  την γνήσια ορθόδοξη ρωμαίικη  πίστη ζωή, παράδοση και ευλάβεια.
Ο μακαριστός Γέροντας Αθανάσιος ήταν  αρχοντικός,  ευγενής, μειλίχιος, πράος « και ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ», σώφρων και συνετός, φίλεργος, υπομονετικός, καρτερικός, φιλόστοργος, ανεξίκακος, , συνεπὴς στὰ ιερὰ καθήκοντα, που του εμπιστεύτηκε η Εκκλησία και πλήρως αφοσιωμένος σε  Αυτὴ «ἕως θανάτου» .
Με την πρωτόγνωρη προσήνεια, την χριστιανική διάκριση, την δυσεύρετη στις μέρες μας ευαισθησία, την ευαγγελική ταπείνωση και απλότητα, με την καθαρότητα της ζωής, το ορθόδοξο ήθος, το πατερικό και  διδακτικό ύφος, την βαθιά και ακλόνητη πίστη και την πανθομολογούμενη αγάπη πρoς τον Θεάνθρωπο και  τον συνάνθρωπο κατέκτησε τις καρδιές όλων όσων τον γνώρισαν.
Η μετριοφροσύνη, η μειλιχιότητα, η πραότητα, η πίστη προς τον Θεό και η αγάπη προς τον πλησίον υπήρξαν οι αρετές που ενσάρκωνε.
Θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε  «ελαία εύκαρπο και ευθαλή, Ευαγγελικής υπομονής και αντοχής σφραγισμένο στόμα, Προφητικής ενοράσεως και ανεξικακίας πατερικό βλέμμα, Βιβλική μορφή, Ταπεινό  κήρυκα, στοργικό  και μεγάθυμο, ανεκτικό  και φιλάνθρωπο, πονόψυχο και ελεήμονα, Αξιοπρεπή  και ευαίσθητο, Άξιο του Χριστού και της Εκκλησίας Του σεμνό  λειτουργό.
Αγαπήθηκε από τον κλήρο και τον λαό διότι και ο ίδιος αγάπησε πολύ. Τιμήθηκε, γιατί γνώριζε να τιμά. Έτυχε σεβασμού, επειδή σεβόταν τους πάντες, μικρούς και μεγάλους, ανεξαρτήτως βαθμού και θέσης. Ανάπαυσε Μητροπολίτες σαν συνεργάτης τους και συνδιοικητής της Εκκλησίας.
Τα χαρίσματα του Γέροντα
Γνωρίσαμε τον μακαριστό Γέροντα «ως πεπλησμένον σοφίας, πείρας εκκλησιαστικής και εκκλησιαστικού φρονήματος», που αγαπούσε την τάξη και ευπρέπεια της Εκκλησίας και «τηρούντα τα κεκανονισμένα θέσμια» και σεβόμενο τους αιωνίους εκκλησιαστικούς θεσμούς «τους υπό των Αγίων Θεοφόρων Πατέρων καταρτισθέντας και ευλογηθέντας».
Ευτυχήσαμε να απολαύσουμε την τίμια και εκκλησιαστική γνωριμία , καθοδήγηση  και συνεργασία σε πολλά και δύσκολα θέματα, άγνωστα σε πολλούς, που η Πρόνοια του Αγίου Θεού παρουσίασε  στην πορεία της ιερατικής μου διακονίας. Και στα θέματα αυτά μάς αποκαλύφθηκε το πνευματικό μέγεθος του Γέροντα ο οποίος «εν διακρίσει και αγάπη», δίνοντας σωστές οδηγίες και κατευθύνσεις τακτοποίησε ψυχές και αναύπασε συνειδήσεις.
Επί πλέον γνωρίσαμε αυτόν σαν  υποδειγματικό Λειτουργό  και «ως Αγαθόν Πατέρα διακατεχόμενο εξ ειλικρινούς αγάπης»,προς όλα τα μέλη του ποιμνίου του.
Τέλος δε  γνωρίσαμε αυτόν  όχι μόνο «εν ημέραις χαράς και ευφροσύνης» αλλά και εν «ημέραις θλίψεων και στεναγμών» και θαυμάσαμε την πλεονάζουσα στην καρδία του υπομονή και  καρτερικότητα.
Ο Γέροντας ως Λειτουργός
Ο Γέροντας ζούσε την θεία λατρεία και ειδικά την Θεία Λειτουργία  ως γεγονός ψυχοσωματικό, που προσδιορίζει τις σχέσεις ανθρώπου-Θεού.
Μιλούσε  γι ’ αυτή  μυσταγωγικά . Γι’ αυτό ο  Θεός του χάρισε  μοναδικά λατρευτικά  βιώματα και αξιώθηκε μυσταγωγικών εμπειριών. Η όψη του Γέροντα, η φωνή του και το παρουσιαστικό του αλλοιωνόταν από τα κύματα της λειτουργικής χάριτος .
Και ζητούσε  από  τα πνευματικά του παιδιά και εμάς τους νεότερους κληρικούς  να  κρατάμε  τη  θεία λατρεία  σε  επίπεδο  υψηλό, ζωντανό, μεγαλόπρεπο,  ενθουσιαστικό,  κατανυκτικό.
Η θεία  λατρεία  ήταν  για  το Γέροντα, το  μοναδικό  και  αιώνιο  δώρο  του Θεού  προς  την Εκκλησία  Του. Είναι « η  οδός προς  τα  πνευματικά αθλήματα, η  εναγώνια  προσδοκία  της  ελεύσεως και της οράσεως του  Ηγαπημένου . Γι ’ αυτό και η  πλήρωση του  μυστηρίου  της  λατρείας  συντελείται « εν  σιωπή», η  οποία  ταυτόχρονα  είναι  μια  αιώνια  κραυγή  της  ψυχής που παραπέμπει  στο  μυστήριο  της  ογδόης  ημέρας  και  στην  καινή λατρεία του  μέλλοντος αιώνος»(Γέροντος Αιμιλιανού-Κατηχήσεις).
Επίκεντρο των μυσταγωγικών εμπειριών του πατρός ήταν ο ναός της Παναγίας της Φανερωμένης, όπου συχνότατα λειτουργούσε, καθώς και ο μικρός ναός του Αγίου Φιλίππου που ο ίδιος έκτισε και φρόντιζε στον ιδιόκτητο χώρο του στην Γραμμενίτσα Άρτας. (Μάλιστα, πριν από μερικά χρόνια, έκτισε δίπλα, μικρό παρεκκλήσιο προς τιμή του Αγίου Λουκά του Ιατρού, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας).
Ο Γέροντας ως εξομολόγος και Πνευματικός
Θα χρειαζόμασταν πολλές ώρες αν θα θέλαμε να περιγράψουμε το πρόσωπο του γέροντα Αθανάσιου ως  πνευματικού πατέρα, όπως αυτό αναδύεται μέσα από την  πολύχρονη διακονία του στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως.
Aκόμη και όταν τα προβλήματα υγείας επιδεινώθηκαν αυτός συνέχιζε να εξομολογεί και δεν έδιωχνε κανένα από αυτούς που προσερχόταν στο μυστήριο.
«Στήριξε επί χρόνια εκατοντάδες ψυχές εκτάκτως αλλά και μόνιμα, κάτω από το ιερό του πετραχήλι. Άριστος πνευματικός, κανένα δεν έδιωχνε, όλους τους οικονομούσε, όλους τους βοηθούσε, με μικρά ή μεγάλα προβλήματα, ατομικά ,οικογενειακά, εκεί νύκτα –μέρα αγωνιζόταν. Ίσως όλα αυτά, ήταν η αιτία της αρρώστιας του Πάρκινσον που ιδίως τα τελευταία χρόνια τον δοκίμασε πάρα-πολύ….Εξομολογούνταν συνέχεια. Δεν άφηνε μέσα του ποτέ πικρία η αγανάκτηση, δυσπιστία ,ολιγοπιστία …ήθελε να εξομολογηθεί και τους τελευταίους λογισμούς του.  (Από την εξόδιο προσλαλιά του Μητροπολίτη Άρτας Ιγνατίου Δ΄)
Πολύ επιγραμματικά, λοιπόν, θα αναφερθούμε σε δύο από τα πιο βασικά χαρίσματά του, ως πνευματικός πατέρας.
Το πρώτο είναι η διορατικότητα και η διάκριση,η ικανότης δηλαδή να διεισδύει διαισθητικά στα μυστικά της καρδιάς του άλλου, να καταλαβαίνει τα κρυφά βάθη που δεν γνωρίζει ο άλλος.
Το διορατικό χάρισμα του Γέροντα Αθανάσιου, αποκαλυπτόταν  κατ’ εξοχήν ως διάκριση των λογισμών. Έτσι μπορούσε και προέβαινε  κάθε φορά σε σωστή διάγνωση και επέβαλλε την πρέπουσα θεραπεία. Η διάκριση κατά τον άγιο Συμεών είναι «λυχνία» και «οφθαλμός» πνευματικός, με τον οποίο ο πνευματικός πατέρας βλέπει τόσο μέσα στη δική του καρδιά, όσο και των πνευματικών του παιδιών. Η διάκριση, που προϋποθέτει την καθαρότητα της καρδιάς είναι χάρισμα, δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Και αυτό αποτελούσε άλλο ένα χάρισμα του Γέροντα.
Το δεύτερο χάρισμα του ήταν η αγάπη. Η ικανότητα να αγαπά τους άλλους και να αναδέχεται σαν δικά του τα βάσανα και τους πειρασμούς των άλλων.
Άλλωστε ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του Γέροντα ήταν η βαθύτατα και πλουσιότατα ελεήμων καρδιά του.Ήθελε να δίνει, να δίνει, να δίνει!
Γνώριζε ο γέροντας ότι χωρίς την αγάπη δεν μπορεί να υπάρξει πνευματική πατρότητα και ότι  δεν είναι απλώς το κυριότερο προσόν του πνευματικού πατέρα, αλλά το θεμέλιο και η ουσία της πνευματικής πατρότητας. Η αγάπη για τους άλλους προϋποθέτει το «συμπάσχειν» με αυτούς. Αυτή είναι η κυριολεκτική σημασία της λέξεως συμπάθεια. «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε, και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον  του Χριστού» (Γαλ. 6, 2). Πάρα πολλές είναι οι περιπτώσεις ανθρώπων που βοηθήθηκαν με πολλούς και ποικίλους τρόπους (είδη,χρήματα κ.λ.π)
Ως πνευματικός ο γέροντας  ήταν πάντα επιεικής και ευγενικός, χωρίς όμως να κάνει υποχωρήσεις. Ποτέ δεν απογοήτευε, πάντα  ενθάρρυνε. Τα επιτίμια τα έβαζε  με πολλή φιλοστοργία και όταν έβλεπε βαθύτερη και σταθερότερη μετάνοια προέβαινε σε περισσότερη οικονομία. Επιθυμούσε να συνδέονται οι εξομολογούμενοι με το Ποτήριο της ζωής το συντομότερο δυνατόν, χωρίς βεβαίως να καταργούνται οι κανόνες της Εκκλησίας. Ήταν μεγάλος παρηγορητής. Συνδύαζε την αυστηρότητα, για να ξυπνήσουμε πνευματικά, αλλά με την αγάπη που παρηγορούσε. Οι άνθρωποι κοντά του δεν έπεφταν στην απελπισία.
Ποιμαντική  του γάμου  και  της  οικογένειας
Στην διακονία του σαν πνευματικός ο  π.Αθανάσιος έδινε ιδιαίτερη προσοχή στα θέματα της οικογένειας. Και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βοηθά τους εξομολογούμενους να λύνουν τα περίπλοκα ζητήματα της οικογενειακής τους ζωής, ώστε να μην καταντούν στην διάλυση της «κατ’ οίκον εκκλησίας».
Ο  Γέροντας διακρινόταν  για  τον απόλυτο  σεβασμό  στο μυστήριο του γάμου .
Στις ιδιαίτερες κατηχήσεις του τόνιζε πάντοτε  ότι ο μυστηριακός και θεοσύστατος γάμος αποτελεί μία από τις σημαντικότερες στιγμές της ανθρώπινης ζωής και είναι αρχή πνευματικών αγώνων. Κάθε αποτυχία στον γάμο σημαίνει και αποτυχία στην πνευματική ζωή.  Πρόβαλλε  τη σπουδαιότητα  της έγκαιρης και  υπεύθυνης εκλογής  συζύγου, -γεγονός  εξαιρετικά  επίκαιρο  στις  μέρες μας  ως  αιτία  πλείστων  διαζυγίων ‐ η οποία  οφείλει  να  διεξάγεται  ελεύθερα  και  αβίαστα, μακριά  από  επιρροές  φιλικών  προσώπων  ή  κυρίως  των  γονέων , λαμβανομένης  όμως  υπόψη  και της  γνώμης  των άλλων  ενίοτε .
Σημαντικά  στοιχεία  της  επιλογής  συζύγου  θεωρούσε  ο Γέροντας  την  προσήλωση  στην  οικογενειακή  ζωή, την  προσκόλληση  στο (στη)  σύζυγο, ανοικτό  χαρακτήρα, την  έλλειψη  μεμψιμοιρίας, θρησκοληψίας, ψευδοευλάβειας,  ψευδοτελειότητας.
Η  ζωή  του  γάμου, δίδασκε, περιλαμβάνει  και  δυσκολίες , οι οποίες  αποτελούν  μεν απαραίτητο  στοιχείο  για  τον  πνευματικό  αγώνα, αλλά αυξάνουν  το  πνευματικό φιλότιμο.
Ο  γάμος  είναι  μια  πορεία πόνου, μια  ζωή  που  την  ομορφαίνει η ελπίδα  αλλά την  ενδυναμώνει η  δυστυχία,  μια συμπόρευση  διά  πολλών  θλίψεων, που  προϋποθέτει  την  άρση  ενός  κοινού  σταυρού δια  της  χάριτος  του  Θεού  και  της  ευλογίας  της Εκκλησίας. Είναι η πορεία  αγάπης δύο  ανθρώπων που  δια  του  συγχρονισμού, της  ισοτιμίας και  της  συναρμονίας  προχωρούν  στη συνδημιουργία  με  το  Θεό νέων  ανθρώπινων υπάρξεων.
Ο  Γέροντας  δεν παρενέβαινε  στα  θέματα  της  οικογενειακής   καθημερινότητας  αναζητούσε  πάντοτε  την  υπέρβαση  των  προβλημάτων  θέτοντας  υψηλούς  σκοπούς  στην  οικογενειακή  συμβίωση. Καταλάβαινε ότι ο έγγαμος βίος βιώνει διαφορετικά την χριστιανική  ζωή, από ό,τι ένας μοναχός και δεν είχε τις ίδιες απαιτήσεις.
Επίσης ήξερε καλά ότι ο κόσμος δεν είναι μόνο πνευματική ανάταση, αλλά έρχονται στιγμές κατά τις οποίες  οι άνθρωποι θέλουν  και την χαλάρωση για να ξεκουραστούν. Γι’ αυτό δεν δίσταζε  ο ίδιος να επιδιώκει τέτοιες στιγμές να ξεκουράζει με την αγαπημένη του κιθάρα αυτούς που έβλεπε ότι τα βιοτικά προβλήματα τούς είχαν απορροφήσει και κουράσει πολύ.
Ήταν ο καλός πατέρας στον οποίο όλοι κατέφευγαν με εμπιστοσύνη. Ήταν ο πρόθυμος ώμος στον οποίο μπορούσαν να ακουμπήσουν και να κλάψουν στις δύσκολες ώρες, να εξομολογηθούν τον πόνο τους ,να ανακουφισθούν, να  παρηγορηθούν , να λάβουν δύναμη, επειδή αναγνώριζαν στο πρόσωπό του ένα γνήσιο εκφραστή του ορθοδόξου εκκλησιαστικού ήθους, έναν έμπειρο και έμπιστο σύμβουλο από τον οποίο αντλούσαν στοργή και σοφία.
Ο Γέροντας στήριξε και καθοδήγησε και παρηγόρησε κλήρο και λαό της Άρτας.
Ο Γέροντας ως μοναχός και ως Πνευματικός Ιερών Μονών.
Ηδύ εντρύφημα του Γέροντα ήταν η μοναχική ζωή. Παρόλο που ο ίδιος έζησε ιερομόναχος στον κόσμο, δεν ξέχασε ποτέ ότι είναι μοναχός. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός  ότι, όταν τα σοβαρά προβλήματα υγείας δεν του επέτρεπαν να εκτελεί τα μοναχικά του καθήκοντα, έδωσε εντολή σε πνευματικά του παιδιά να κάνουν αυτά τον μοναχικό του κανόνα (μετάνοιες-κομποσχοίνια) μέχρις ότου φύγει από αυτή την ζωή. Ακόμα και όταν βρισκόταν καθηλωμένος  στο κρεββάτι είχε δώσει εντολή στους ανθρώπους που βρισκόταν γύρω του να του διαβάζουν καθημερινά τους Χαιρετισμούς της Παναγίας, το Απόδειπνο, καθίσματα από το αγαπημένο του Ψαλτήριο τους Παρακλητικούς κανόνες στην Θεοτόκο και στον νεοφανή  Άγιο Λουκά τον ιατρό, που ιδιαίτερα ευλαβούνταν καθώς και αποσπάσματα από το Γεροντικό.
Ο γέροντας ήταν για πολλά χρόνια και πνευματικός σε γυναικείες μονές.
Αυστηρός και διακριτικός με τις μοναχές, όταν χρειάστηκε, πήρε τολμηρές  και γενναίες αποφάσεις  προκειμένου να τακτοποιήσει ψυχές και να αναπαύσει συνειδήσεις. Σε μια τέτοια προσπάθεια -μοναδική εμπειρία-  παρών ήταν  και ο γράφων.
Ο Γέροντας «εν μέσω πειρασμών και θλίψεων»
«Δια τους  λόγους  των χειλέων σου εγώ εβάδισα οδούς σκληράς»
Με τον ψαλμικό αυτό στίχο ο γέροντας περιέγραφε το πλήθος των πειρασμών και των θλίψεων που αντιμετώπισε στην πορεία της ζωής του.
Ο ίδιος κληρικός «παλαιάς κοπής»  και άλλης κουλτούρας ( όσον αφορά την  καταγωγή του, τις σπουδές του και τα ενδιαφέροντά του) βρέθηκε στον «ξερό» πνευματικά ηπειρώτικο χώρο και ανέχθηκε την «χοντροκομμένη» ηπειρώτικη συμπεριφορά μας .
«Η συνεχώς επιδεινούμενη ασθένειά μου, έλεγε, δεν άφηνε πολλά περιθώρια ελπίδος ζωής…..Συνεχώς παρακαλούσα τον Κύριο να με πάρει…Αλλά ο Κύριος βρήκε μία πολυσήμαντο αλλά απλούστατη λύση του δράματός μου, βάζοντας τους πάντες και τα πάντα στη θέση τους συνάμα δε αποκαλύπτοντας σε μένα, τους λόγους που είπε ο Θεοδόχος Συμεών στην Κυρία  Θεοτόκο κατά την ημέρα της Υπαπαντής του Κυρίου εν τω ναώ «την ψυχήν σου διελεύσεται ρομφαία,όπως αν αποκαλυφθώσιν,εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί…»
Με εύστοχους και επιγραμματικούς, κάποτε και καυστικούς σχολιασμούς των συνεπειών και των αποτελεσμάτων, περιέγραφε τα  γεγονότα και  τις πράξεις που τον πλήγωσαν.
Όμως έκαμπτε και ξεπερνούσε τις δοκιμασίες και τους πειρασμούς, τονίζοντας ότι όλα αυτά είναι  απότοκα των ανθρωπίνων παθών και αδυναμιών, που θα επαναλαμβάνονται εις τους αιώνας των αιώνων και έως της συντελείας του κόσμου.
Το διαυγέστατο μυαλό του, η χαλύβδινη θέλησή του, την οποία πολλές φορές  προσωπικά θαύμασα, το θάρρος, η καρτερικότητα και η υπομονή του, η οποία μας εξέπληξε όλους κατά την περίοδο της ασθένειάς του, ήταν από τα χαρίσματα της προσωπικότητάς του. Ήταν η καρποφορία της ακλόνητης πίστης Του στο Θεό, της μεγάλης αγάπης και προσευχής του προς την Παναγία μητέρα μας.
Τελείωσις εν ασθενεία
Ο κύκλος των ποικίλλων δοκιμασιών του Γέροντα όλο και στένευε και έκλεινε  με την απερίγραπτα οδυνηρή περιπέτεια της υγείας του. Δεν ήρθε βέβαια ξαφνικά η ασθένειά του. Είχε ζήσει την κάμψη της υγείας του αρκετά χρόνια πριν, αλλά αυτά που πέρασε τα τρία τουλάχιστον τελευταία χρόνια ξεπερνούν κάθε περιγραφή ως προς το μέγεθος της σωματικής οδύνης και του συνεχούς άλγους που τον έκαιγε σαν σε καμίνι φοβερό.
Δεν ήθελε, όσο ήταν στο χέρι του, να γίνεται βάρος σε κανένα. Και αν ήταν δυνατόν θα ήθελε να περάσει την ζωή του «ακροποδητί» (περπατώντας δηλαδή στα δάχτυλα των ποδιών), για να μην ενοχλήσει κανέναν, για να μην δυσκολέψει κανέναν, για να μη βαρυγκομήσει κανένας εξαιτίας του. Αλλά ο Κύριος δεν το θέλησε αυτό. Έπρεπε και στο σημείο αυτό να αποδείξει τον Γέροντα λαμπρό με όλο το μεγαλείο της ψυχής του και της βαθύτατης πνευματικότητας, που τον χαρακτήριζε, και να καταστήσει μνημειώδες παράδειγμα αγίου της εποχής μας. Ήθελε ο Κύριος να φανερώσει με την δοκιμασία αυτή του Γέροντα πόσο δικός του ήταν και το εκθαμβωτικό μεγαλείο της έσχατης ταπείνωσής του,αφού έζησε την τέλεια εξουδένωση και τον ευτελισμό, που είχαν ως συνέπεια οι σωματικές του παθήσεις στην χειρότερη μορφή τους. Και αυτά μακριά από τον χώρο του, που τόσο αγωνίστηκε να μεταβάλλει σε ένα μικρό παράδεισο και που τόσο πολύ αγάπησε. Μακριά από τον λατρευτό του Άγιο Φίλιππο και Άγιο Λουκά που τόσο πολύ τίμησε.
Η εκδημία του Γέροντος
Το πρωί της Πέμπτης  28ης Φεβρουαρίου 2013 μετά από σύντομη επιδείνωση της υγείας του ο Γέροντας «εκοιμήθηοσιακώς». Το λείψανό του τέθηκε σε προσκύνημα στον Ιερό ναό της Παναγίας της Φανερωμένης. Κατά γενική ομολογία, δεν είχε την όψη ανθρώπου που πέθανε, αλλά κάποιου που κοιμάται.
«Το κάτοπτρο που τον χώριζε από τον Κύριό του είχε επιτέλους σπάσει και η πύλη ήταν ανοιχτή. Από εκείνη την ημέρα θα ήταν πλέον στην  άλλη όχθη, μακριά, κι όμως όσο ποτέ κοντά μας».
Την Παρασκευή 01 Μαρτίου 2013 σε ένα έντονα συγκινησιακό κλίμα τελέστηκε η εξόδιος ακολουθία στον ιερό ναό Αγίας Φανερωμένης προεξάρχοντος του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη Άρτας  κ.κ. Ιγνατίου Δ. Στην συνέχεια το σεπτό λείψανο ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Θεοτοκίου.
Στον εξόδιο  λόγο του ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Άρτας κ.κ. Ιγνάτιος μεταξύ άλλων  ανέφερε  και τα εξής:
«Προπέμπουμε σήμερα αγαπητοί μου με ευχές και προσευχές τον πολυσέβαστο αγαπητό πατέρα Αθανάσιο, στην μόνιμη κοινή και αιώνια κατοικία μας, όπου η συνάθροισή μας επί το αυτό έχει σκοπό ακόμα να εκφράσει την ευγνωμοσύνη μας προς εκείνον αλλά και να θυμηθούμε την πορεία που είχε στο χώρο της εκκλησίας μας απλά και επιγραμματικά.
Ο μακαριστός π. Αθανάσιος Φακίνος γεννήθηκε στο όμορφο προάστιο τότε της Αθήνας  το Μαρούσι από γονείς ευσεβείς και είχε άλλα 3 αδέλφια, τον Δημήτρη, τον π. Ανάργυρο και τον Παύλο.
Μια οικογένεια που μεγάλωσε με τις ευχές και τις ευλογίες της εκκλησίας μας. Ο ίδιος; Έζησε και μεγάλωσε σε ένα κλίμα χριστιανικό, ένα περιβάλλον με όμορφες οικογενειακές αναμνήσεις και στιγμές. Ακολούθησε τον δρόμο του Μακαριστού μας Μητροπολίτου Ιγνατίου Γ΄(Τσίγκρη) και του σεβαστού μας Μητροπολίτου Αργολίδος κ. Ιακώβου.
Ο σεπτός ποιμενάρχης μας (Ιγνάτιος Γ΄) 17 έτη ήταν ιεροκήρυκας στην ιερά μητρόπολη Αττικής και Μεγαρίδος. Ο Αργολίδος γέννημα θρέμμα του Αμαρουσίου, έτσι παρακινημένος από εκείνους κάνοντας υπακοή  στον γέροντά του ήρθε στην Άρτα να εργασθεί και να προσφέρει στην Μητρόπολη μας.
Και, πράγματι η προσφορά του μεγάλη για μισό αιώνα. Έζησε κοντά μας με πολλή αγάπη, με θαυμαστό παράδειγμα, κληρικός που τίμησε την μεγάλη δωρεά και προσφορά του Θεού, την ιεροσύνη.
Εξυπηρέτησε πολλές ενορίες, …Το μοναστήρι μας στο Θεοτοκιό, στην Φανερωμένη εδώ για χρόνια έτρεχε με τον Δεσπότη μας πολλές φορές στις δύσκολες περιοδείες του οποίου ήταν ένα στήριγμα. Αλλά και στην Μητρόπολή μας, ως Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος με απλότητα, με αγάπη, με καλοσύνη, με ανεκτικότητα, με το έξυπνο χιούμορ που πάντα τον διέκρινε ήταν κοντά στους ιερείς.
Βοήθησε στα κατηχητικά σχολεία καθώς και στις κατασκηνώσεις, όπου η πρώτη μας εμπειρία ήταν συγκλονιστική ως λαϊκού. Πάνω από όλα στήριζε για χρόνια εκατοντάδες ψυχές εκτάκτως αλλά και μόνιμα κάτω από το ιερό πετραχήλι του ως Πνευματικός. Δεν έδιωχνε κανένα όλους τους οικονομούσε και τους βοηθούσε με πολλά και μεγάλα προβλήματα ατομικά –οικογενειακά, εκεί νύκτα και ημέρα αγωνίζονταν.
…Όλοι μας σήμερα αισθανόμαστε πικρία και θλίψη καθώς τον αποχαιρετούμε, αλλά όμως οι χριστιανοί δεν μένουμε εκεί για κάτι που είναι φυσικό και ανθρώπινο, έχουμε καρδιά, πονάμε, αγαπάμε συνδεόμαστε με τους ανθρώπους μας και έτσι πρέπει να είμαστε δεμένοι μεταξύ μας όμως, μαζί με τον αναστάντα Κύριό μας περιμένουμε την ώρα να ζήσουμε αιώνια.
Άνθρωπος απόλυτης πίστης…
Θα μπορούσαμε πολλά να αναφέρουμε ακόμα για την ζωή και την προσφορά του Γέροντα Αθανασίου. Προσθέτουμε  μόνο αυτό.
Η πολύπτυχη δράση και διακονία του βρίσκει αντιστοιχία προς τον αποστολικό λόγο «ἔχοντες δέ χαρίσματα κατά τήν χάριν την δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα».
Ο Γέροντας  φρόντισε να καλλιεργήσει, να επαυξήσει και να αξιοποιήσει προς όφελος του  ποιμνίου της Μητρόπολης Άρτας, κάθε χάρισμα και κάθε τάλαντο  που είχε υπό του Αγίου Θεού. Τι πιο όμορφο και πιο ουσιώδες για έναν άνθρωπο, και δη για έναν κληρικό, από το να περαιώσει το σκοπό της ζωής του! Το να αναλωθεί δηλαδή ολόψυχα  στη  διακονία του Κυρίου και των αδελφών!
Ο π.Αθανάσιος, άνθρωπος απόλυτης πίστης προς τον Θεό, προσευχόμενος υπέρ πάντων έζησε σαν αληθινός φοίνιξ και μάλιστα καλλίκαρπος και πολύκαρπος και κυρίως αληθινός δίκαιος και πραγματικός.
Και αν ο φοίνικας στην Παλαιά Διαθήκη σημαίνει την διάρκεια και την νεότητα και την άνθηση, ο π. Αθανάσιος υπήρξε πραγματικά ανθισμένος φοίνικας μια μάλιστα φοίνικας με άνθη ευώδη, πίστης, ελπίδας, αγάπης, προσφοράς και παραμυθίας.
Υπήρξε ένας πιστός και αφοσιωμένος στην Παράδοση ,το ήθος και το φρόνημα της Εκκλησίας κληρικός. Και τώρα  βρίσκεται, «ως δίκαιος φοίνιξ» στο κριτήριο του Θεού, δεόμενος υπέρ της Εκκλησίας την οποία αγάπησε και διακόνησε και «υπέρ πάντων ημών».
Σεβάσμιε Γέροντα.
Και εμείς οι νεώτεροι κληρικοί, «οι ακούσαντές σε λαλούντα σοφά», όλοι όσοι στηρίχθηκαν σε σένα  παντοιοτρόπως και δέχθηκαν την ευλογία και την αγάπη σου, σε διαβεβαιώνουμε ότι το φωτεινό σου παράδειγμα και η παρακαταθήκη και η μαρτυρία σου θα παραμείνουν για όλους λαμπρός δείκτης.
Κλίνουμε γόνυ ευλαβείας μπροστά στην μνήμη  σου  και σε  ικετεύουμε να παρακαλείς τον Κύριο εκεί κοντά Του πια, και για μας τους «περιλειπομένους» στη ζάλη του παρόντος βίου στην γη αυτή, να ακολουθήσουμε τα ίχνη σου στη ταπείνωση, στην αγάπη και στη πίστη που έδειξες ο ίδιος προς τον Κύριο και προς τους ανθρώπους. Και αυτά μέχρι τέλους.
Για να αξιωθούμε με την βοήθεια των δικών σου ευχών να σε  συναντήσουμε εκεί που τώρα «εν πλήρει ασφαλεία» βρίσκεσαι, πέρα από τις μικρότητες και μικροψυχίες του «αιώνος τούτου του απατεώνος», μέσα στο εκθαμβωτικό, άκτιστο θείο φως και στην «υπέρ νουν» μακαριότητα του Παραδείσου.
Τέλος δε, σου  απευθύνουμε  την παράκληση, όπως παλιότερα ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έπραξε προς τον αδελφό του ουρανοφάντορα Βασίλειο στον επιτάφιο λόγο του.:
“Συ δε ημάς εποπτεύεις άνωθεν, ω θεία και ιερά κεφαλή, και τον δεδομένον ημίν παρά Θεού σκόλοπα της σαρκός διά την ημετέραν παιδαγωγίαν ή στήσαις ταις σε αυτού πρεσβείαις, ή πείσας καρτερώς φέρειν· και τον πάντα βίον ημίν διεξάγοις προς το λυσιτελέστατον”.
«Ο καλέσας σε Κύριος αναπαύσαι την ψυχήν σου και αποδώσοι σοι κατά την προσφοράν και την καρδίαν σου.
Eίη η μνήμη σου αιωνία καί άληστος.Αμήν.